Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

"Ἀποστασία "

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

«Ἀπό τήν φαρμακολογία μέχρι τήν πολιτική τά πάντα εἶναι δηλητήριο. Ὑπάρχει δηλητήριο σέ ὃλα. Μόνο ἡ δόση κάνει ἓνα πρᾶγμα νά μήν εἶναι δηλητήριο».  Παράκελσος.

  Μετά τήν ὀδύνη τοῦ ἐμφυλίου ἂρχισε μιά πολιτιστική ἀφύπνιση καί μιά οἰκονομική ἀνάταξη. Δέν εἶναι μιά προσωπική ψευδαίσθηση· Χατζηδάκης, Κούν, Τσαρούχης, Κόντογλου, Σεφέρης, Μόραλης… κτίζουν πάνω στούς ἐρειπιῶνες κάτι πολύ σημαντικό: ἓνα ζωντανό  ὂραμα τοῦ μέλλοντος. Μόνη σκιά ἡ πολύ μισερή συμπεριφορά τῶν πολιτικά νικητῶν. Ἐνῶ θα ἒπρεπε νά εἶναι γαλαντόμοι, γενναιόδωροι, ἐπιδόθηκαν  σέ συμπεριφορές μίσους,  συνδαύλιζαν διχαστικές συμπεριφορές ἒχοντας τήν ἀγαστή ἐνεργό συμπαράσταση τῆς θεσμικῆς Ἐκκλησίας, δεσποτάδων καί παπάδων.   

  Σταδιακά οἱ ἐξορίες, οἱ διώξεις σιγά-σιγά ἒβαιναν μειούμενες, ἂρχισαν  νά ἀτονοῦν, ἡ Δημοκρατία μας ἀπέκτησε ἓνα χαρακτῆρα μισο-ἀριστοκρατικό, μισο-ἀξιοκρατικό, τά πράγματα προσχωροῦσαν μετ’ ἐμποδίων, μέ δυσκολίες καί ὑπερβολές, ὃμως προχωροῦσαν.

  Καί φθάσαμε στό ’61, στόν «ἀνένδοτο», πού ἒκλεισε μέ τήν νίκη τοῦ Γεωργίου Παπανδρέου, καί ὓστερα στό ἂνοιγμα τῆς μέχρι σήμερα χαίνουσας  πληγῆς, τήν «ἀποστασία», πού ἐπέφερε τήν ἀνατροπή ὃλων τῶν ἓως τότε, τῶν ὃποιων,  ἐπιτευγμάτων.

  Ἡ «ἀποστασία» τοῦ ’64 κατέστρεψε στήν Πατρίδα μας τήν κουλτούρα τοῦ παραδείγματος. Ὃταν δηλαδή ἀρχίσαμε νά διαβάζουμε στίς ἐφημερίδες τό ποσόν, σέ χρυσές λίρες, πού δέχθηκε, ὁ τάδε πολιτικός, ὁ δείνα βουλευτής γιά νά  ἀποστατήσει. Τότε ἂρχισε νά καταστρέφεται στήν ψυχή τοῦ Ἓλληνα τό ἐγγενές πολύτιμο στοιχεῖο μιᾶς παράδοσης πού βασίζεται στό παράδειγμα, στόν ἀγωνιστή ἃγιο, ἂμεμπτο ἂνθρωπο, τόν πιστό σέ ἀξίες. Στήν συνέχεια περάσαμε στήν δημοκρατία  τοῦ χάους, ἡ ὁποία ἒφερε τήν δικτατορία. 

  Οἱ συνθῆκες «ἀποστασίας» ἦταν ἀπερίγραπτα ἂθλιες. Περίοδος ἐπώδυνη γιά τήν Πατρίδα μας. Δυσωδία σέ ὃλα τά ἐπίπεδα. Κατάρρευση κάθε ἀξίας. Ἡ ἒκπτωση τῶν πολιτικά ὑπεύθυνων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἦταν τεράστια. Ἡ διάσταση τῆς «ἀποστασίας» ἦταν καταστροφική γιά  τήν  κουλτούρα μας, τήν παιδεία μας, τήν πολιτική μας συμπεριφορά.  

  Μετά τό 64 περάσαμε στήν  δικτατορία καί ἀργότερα στόν λαϊκισμό, δηλαδή καθαρά στήν ἀναξιοκρατική δημοκρατία, πιό καίρια στόν μηδενισμό. Τίποτα πλέον δέν μποροῦσε νά κρατηθεῖ ὂρθιο. Ἂρχισε τότε ἡ παρανόηση τῆς  Δημοκρατίας καί τό ἀξιοκρατικό στοιχεῖο  σιγά-σιγά νά δίνει τήν θέση του στό λαϊκισμό, ὁ ὁποῖος ὑπονομεύει τό παράδειγμα ὡς στοιχεῖο συνεκτικῆς ἀξίας. Ὁ λαϊκισμός ἀναγορεύει σέ παράδειγμα  τόν ἲδιο τόν λαό, κανείς ὃμως, οὒτε ὁ λαός δέν μπορεῖ νά ἒχει ὡς παράδειγμα τόν ἑαυτό του, γιατί ἒτσι παραδίδεται στό ἒνστικτο.

  Τό 2019, ἠ μισή κοινοβουλευτική ὁμάδα τῶν ΑΝ.ΕΛ. προσχώρησε στόν ΣΥΡΙΖΑ. Τότε οὐδείς μίλησε περί «ἀποστασίας», πλήν τοῦ Καμμένου, ὁ ὁποῖος ἀργότερα δήλωσε: «Πῶς νά ρίξω τήν κυβέρνηση μέ τούς βουλευτές μου, πού εἶχαν ὃλοι ἀγοραστεῖ; Οἱ βουλευτές μου περάσανε ὃλοι στόν ΣΥΡΙΖΑ».

 Πιό δυσπρόσιτο, ἂν καί ὂχι καί πιό βαθύ, εἶναι τό μεταγραφικό δόγμα Μιχελογιαννάκη, ἰατροῦ καρδιολόγου. Ὁ Κρής βουλευτής ὁ ὁποῖος μέσα σέ ἑνάμιση χρόνο μεταπήδησε σέ τρία διαφορετικά κόμματα, ξεκινῶντας ἀπό τό ΠΑΣΟΚ καί καταλήγοντας στόν ΣΥΡΙΖΑ μέ ἐνδιάμεση στάση τήν ΔΗΜΑΡ, ἀποτελεῖ ἀρχέτυπο κοινοβουλευτικοῦ εἲδους ἀδιανόητου πρίν ἀπό τήν «ἀποστασία».

  Τό ἂρθρο 60 τοῦ Συντάγματος προβλέπει πώς «οἱ Βουλευτές ἒχουν ἀπεριόριστο τό δικαίωμα τῆς γνώμης καί ψήφου κατά συνείδηση». Κανένας δέν ἰσχυρίζεται  ὃτι ὃλες οἱ μετακινήσεις βουλευτῶν,  καί εἶναι ἀνενδοίαστα προκλητικά πολλές, γίνονται κατά συνείδηση. Οὒτε ὃμως ὃτι ἐξαγοράζονται, ὃπως εἶπε γιά τούς δικούς του βουλευτές ὁ Καμμένος. Κάτι τέτοιο ἀπαιτεῖ ἀποδείξεις ἢ ἒστω ἰσχυρή τεκμηρίωση. Ἐπομένως ἡ «ἀποστασία» εἶναι κατοχυρωμένη ἀπό τό Σύνταγμα, ἀφοῦ θέλει τούς Βουλευτές νά βουλεύονται γιά τό Ἒθνος καί ὂχι γιά τό κόμμα μέ τό ὁποῖο ἐξελέγησαν, καί συνεκδοχικά τούς δημοτικούς Συμβούλους νά μετακινοῦνται ἀπό τόν ἓναν συνδυασμό σέ ἂλλον συνδυασμό γιά τό καλό τοῦ τόπου τους, ρευστοποιῶντας συμφέροντα, γνωριμίες, συγγένειες, φιλίες καί «παράγκες».

  Τό θέμα τῆς μετακίνησης βουλευτῶν ἀπό κόμμα σε κόμμα, καί νομαρχιακῶν ἢ δημοτικῶν συμβούλων ἀπό τόν ἓναν συνδυασμό στόν ἂλλον μπορεῖ νά εἶναι ἐξαιρετικά λεπτό, ἐπειδή βαραίνει ἡ ἱστορική ἐμπειρία τῆς «ἀποστασίας», ὃμως  ὡς ἐντύπωση ἒχει πλέον ἐξασθενήσει, θεωρεῖται φυσιολογικό καί ἀκούγεται πληροφοριακά  ὃπως ἐνημερωνόμαστε γιά τίς μεταγραφικές ἐπιτυχίες κάποιας ποδοσφαιρικῆς ὁμάδας. 

  Πρόκειται γιά τό εἶδος πού ἀξιοποιεῖ τήν ρευστοποίηση τῶν κομματικῶν συνόρων χωρίς νά είναι πάντα εὐδιάκριτα τά πολιτικά ἐλατήρια. Χωρίς, γιά νά τό πεῖ κανείς στήν γλῶσσα τοῦ ἀρχετύπου, νά εἶναι ρητά τά «διακυβευμένα»· ὑπόρρητα ναί, καί μάλιστα ὂχι καί  τόσο ἀχνά. Αὐτή ἡ λογική τελειώνει ἐκεῖ ὃπου ἀρχίζει τό μοντέλο Μιχελογιαννάκη, τό πολλαπλῶς ἀστάθμητο κακέκτυπο πολιτικοῦ, ὃπου ἡ ἰδιοσυγκρασία μπορεῖ νά κατισχύσει τῆς πολιτικῆς σκοπιμότητας. 

  Στήν δική μας παράδοση ἡ συμπεριφορά ἐσωτερικευόταν,  μέ τήν κουλτούρα τοῦ παραδείγματος. Αὐτή μάθαινε  ὁ λαός μας στήν ἐκκλησία τίς Κυριακές, μέχρι πρότινος. Συναντιόταν μέ τήν κουλτούρα τοῦ παραδείγματος: ὁ Χριστός, μέ παραδείγματα τούς ἁγίους, καί πρώτους, μπροστάρηδες τούς παπάδες. Μέ τήν ἐπαγγελματοποίηση τῆς ἱερωσύνης, μέ τήν εἰσβολή τῶν μισθοφόρων καριεριστῶν παπάδων, τότε ἀρχίζει ἡ παρακμή στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, ὁ μηδενισμός τοῦ Νίτσε ἒκανε τήν ἐμφάνισή του.  Τό παράδειγμα ἒπαψε νά ἱερουργεῖ. Στήν Ἐκκλησία ἱερουργεῖ πλέον ἡ  μικρόνοια τοῦ ἐπαγγελματία παπᾶ.

   Ὡς λαός δέν ἒχουμε συνθῆκες πολιτικῆς ἰσότητας στήν παράδοσή μας, γι αὐτό πρέπει νά βροῦμε τρόπους ὣστε τό ὑπερβατικό νά μπεῖ στήν δημοκρατία μας, τό ὁποῖο ὑπερβατικό γιά μᾶς βρίσκεται στό παράδειγμα. Στήν κουλτούρα μας ὁ ἡγέτης δηλώνει κάτι παραπάνω ἀπό τήν φυσική του ὓπαρξη. Ὁ ἡγέτης εἶναι αὐτό πού λέμε τό «πέρασμα». Ἐκεῖ συγκλίνουν ὃλα.

  Δυστυχῶς ὃμως δέν ἒχουμε ἀναδείξει τό κριτήριο τοῦ παραδείγματος σέ ἀποφασιστικό συντελεστή τοῦ πολιτικού  μας βίου. Ὃταν ὑπάρχει τό ἂρθρο 86 τοῦ Συντάγματος πού ἀθωώνει ἐκ προοιμίου τούς ὑπουργούς ὂ,τι  κι ἂν κάνουν, ἀκυρώνεται ἡ ἒννοια τοῦ παραδείγματος. Ὁ κάθε ὑπουργός ἒχει τήν δυνατότητα νά νομοθετεῖ ἀκόμη καί πρός ἲδιον ὂφελος. Ὃλα δείχνουν ὃτι  εἲμαστε  ἀμετανόητοι. Δέν βλέπουμε ὃτι ἒρχεται κάτι σκοτεινό.   

   Ὡς κοινωνία πρέπει νά  ἐπανέλθουμε στἠν κουλτούρα τοῦ παραδείγματος, γιατί μόνο ἒτσι ὁριοθετεῖται τό αἲσθημα καί χωρεῖ ὁ διάλογος μέ τήν λογική. Χωρίς παράδειγμα ὁ μηδενισμός ἀπλώνεται παντοῦ. Ἡ λειτουργία τοῦ παραδείγματος εἶναι προϋπόθεση γιά τήν συγκέντρωση τοῦ πνεύματός μας. Ὡς πολίτες ἒχουμε ἀνάγκη ἀπό τό παράδειγμα τῶν πολιτικῶν, ἰδία δέ  τῶν κληρικῶν. Αὐτοί πρέπει νά γίνουν παράδειγμα ὣστε νά ἐπανέλθουν τά ὃρια στήν κοινωνία μας.

  Προσωπικά μέ ἐνοχλεῖ νά βλέπω συμβούλους τῆς μιᾶς παράταξης νά παίρνουν μεταγραφή ἀπό τόν ἓναν  συνδυασμό στόν ἂλλο, χωρίς κάποια πολιτική τεκμηρίωση. Στέκομαι μόνο στίς δύο τελευταῖες δημαρχιακές ἀναμετρήσεις τοπικά. Ἀπό τήν παράταξη Κροντηρά ἀποχωροῦν θορυβωδῶς  σύμβουλοί του ἐντασσόμενοι σ’ αὐτήν τοῦ Σιώτου, καί ἐκλέγονται θριαμβευτικά. Στίς πρόσφατες τοπικές ἐκλογές τά ἲδια ἂτομα ἐπιχειρηματολόγησαν  ἐναντίον τοῦ Σιώτου καί ἀγωνίστηκαν γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ Κροντηρά. 

  Μέ ἐξοργίζει ἡ πρόεδρος τοπικοῦ νά μεταπηδᾶ ἀσύστολα ἐν μιᾶ  νυκτί, ὂχι «στά κρουφᾶ» στόν ἂλλο συνδυασμό, κατ’ ἐθισμόν, μέ στέλεχος τῆς παράταξης Σιώτου νά λακίζει ξεδιάντροπα πρός ἂλλον νεόκοπο συνδυασμό ἀφοῦ καρπώθηκε μέχρι τέλους τήν ἀντιμισθία τοῦ Ἀντιδημάρχου.   

  Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον  ὃτι  ὁ κόσμος καταψήφισε τό ΠΑΣΟΚ, ἐπειδή ὂχι λίγοι ἀπό τόν χῶρο ἐπιδόθηκαν σέ χοντρές λαθροχειρίες, ὃμως ταυτόχρονα ψηφίζουν ὃλους αὐτούς ἀπό τό ΠΑΣΟΚ οἱ ὁποῖοι μετεπήδησαν στόν ΣΥΡΙΖΑ  καί τήν Δεξιά, καί οἱ  ὁποῖοι πρωταγωνιστοῦσαν στό σύστημα τοῦ βαθέως ΠΑΣΟΚ.

  Ὃλη ἡ δημόσια ζωή τους ἐνέχει μιά πνευματική δομική ἀντίφαση, μιά ὑποκρισία,  πιό ἁπλᾶ μιά σχιζοφρενική ἐσωτερική ζωή. Ζοῦνε μιά διχαστική ζωή, τήν ὁποία καί μᾶς μετακυλοῦν. Τελικά μπῆκε στήν κουλτούρα μας ὀ Μακιαβέλι.

  Ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα τά τελευταῖα χρόνια εἶναι ὃτι δώσαμε διαστάσεις  ἀξίας στό εὐτελές καί τό εὐτελές εἶναι ἡ  πιό φαρμακερή  εἰκόνα τοῦ λαϊκισμοῦ. Ὁ λαϊκισμός  δέν εἶναι τόσο ἡ κολακεία, ὃσο ἡ ἀναγωγή τοῦ εὐτελοῦς σέ ἀξία. Παραδείγματα εὐτέλειας; Πάρα πολλά.

  Ὁ εὐτελισμός τῆς  δημοκρατικῆς συνθήκης, ἡ ἀντικατάσταση τῶν κανόνων καί τῶν σκοπῶν ἀπό τίς διαδικασίες ξαναφέρνει στήν ἐπικαιρότητα τά παλιά προβλήματα. Ἡ Δημοκρατία εἶναι ἀξιοκρατική ἀλλιῶς δέν σέβεται  τόν ἑαυτό της. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει Δημοκρατία χωρίς ἀξιοκρατία.  Προϊόντος τοῦ χρόνου ἡ δημοκρατική διαδικασία φθίνει καί σιγά-σιγά μεταβάλλεται σέ ἁπλῆ διαδικασία ἐκλογής  μετριοτήτων, χωρίς ὁράματα, ἀλλά μέ τόν νοῦ τους μόνο στίς συναλλαγές. Μπαίνουμε στό γήπεδο νά βάλουμε ἓνα γκολ, ἀφοῦ πληρώσαμε τόν διαιτητή ἢ τόν τερματοφύλακα τῆς ἀντίπαλης ὁμάδας νά  μᾶς βοηθήσει νά τό βάλουμε. Αὐτό τό γκολ δέν ἒχει καμμιά  ἀξία γιατί δέν ἒχει καμμιά σχέση μέ τήν οὐσία τῆς  ζωῆς. Δέν πιστεύετε ὃτι εἶναι καιρός νά τελειώνουμε μέ τήν παράγκα; Μπορεῖ νά πάει  μπροστά ὁ τόπος  μέ λαδώματα;

  Μήν καλλιεργοῦμε  αὐταπάτες. Μόνο σέ ἓνα τόπο μέ λόγο ὓπαρξης τήν ἑνότητα  στήν ἀλήθεια μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά μέλλον.  Μέ διχασμένη τήν κοινωνία στήν ἀπληστία μας γιά ἐξουσία, ματαίως θά ὑψώνουμε τά λάβαρα τῆς ἀνθρωπιάς καί τῆς δικαιοσύνης. Οἱ δρόμοι ὃλοι βγάζουν στό ἂγνωστο, ὃσο ἡ ὂρεξη τοῦ μέλλοντος ἐπενδύει στήν μερικότητα καί τήν ἰδιοτέλεια. Ἂν ἀφαιρέσουμε τήν ἀλήθεια καί  τό μέτρο ἀπό τήν ζωή μας, καταδικάζουμε σέ ἀσφυξία τήν δικαιοσύνη. Ἡ ἀλήθεια ἀνοίγει τό μέλλον, αὐτή ἒχει τήν δύναμη τῆς ἀνατροπῆς. Χωρίς ἀλήθεια τό μέλλον εἶναι ἡ κόλαση.

Ἓνας ἂνθρωπος εὐφυής, ἐποικοδομητικός, δυνητικά τουλάχιστον, μπορεῖ νά ἒχει μεγάλο πρόβλημα μέ τήν ὑπόστασή του καί νά εἶναι κολλημένος στήν εἰκόνα του, μπορεῖ νά γίνεται ὑπουργός κλπ, ἀλλά νά χρησιμοποιεῖ τόν ὑπουργικό του ρόλο καί θῶκο γιά νά ὑπηρετήσει τήν ψυχολογική του ἀνάγκη, νά βλέπει τόν ἑαυτό του σέ εἰκόνα, νά δίνει συνεντεύξεις, νά κινεῖται  ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ γιά τό θεαθῆναι κλπ. Τό ἲδιο ἰσχύει καί γιά τούς τοπικά ἐκλεγμένους, αὐτούς  πού εἶναι κολλημένοι στήν φαντασιακή εἰκόνα τους. Θέλουν νά βλέπουν τόν ἑαυτό τους στήν ἐξέδρα, νά χαμογελοῦν στόν ἐπαρχιακό φακό…

  Ὃμως τό ἐπίπεδο τῶν λογικῶν κοινωνικῶν αἰτημάτων σήμερα δέν ἒχει καμμία σχέση μέ τήν ναρκισσιστική εἰκόνα τοῦ πολιτευομένου. Ἀπαιτεῖ ὃταν ἀρρωσταίνω νά ἒχω δικαίωμα στήν δωρεάν θεραπεία μέ ὃποιο κόστος, νά μήν ἒχει δικαίωμα στήν ἀσθένεια μόνο ὁ πλούσιος, τό παιδί μου νά μήν ἒχει ἀνάγκη νά πάει φροντιστήριο προκειμένου νά ἒχει ἐλπίδες νά περάσει στό πανεπιστήμιο, νά πίνω νερό ἀπό την βρύση καί ὃχι νά δαπανῶμαι στήν ἀγορά ἐμφιαλωμένου, νά ὁδηγῶ καί νά μήν κινδυνεύω νά πέσω  σέ καμμιά  ἀπό τίς λακοῦβες, νά κατεβαίνω στό λαγκάδι τοῦ Χατζηράδου, τοῦ  κάθε χωριοῦ καί νά μήν πέφτω στόν ὂζοντα ἀγωγό  τῶν βοθρολυμάτων, νά μένω δίπλα στόν βιολογικό καί νά μήν νοτίζονται τά ρούχα  μου από  τό  σκατό, τό παιδί μου νά δουλεύει ὀκτάωρο, νά μήν  τοῦ «βγαίνει ὁ κῶλος» 16 ώρες τήν ἡμέρα ἐκμετάλλευση…

  Οἱ  μέχρι τώρα πολιτικοί μας Ἂρχοντες  ἂφησαν  νά ρημάζει τό τοπίο τοῦ Τόπου μας. Ἀντί νά κρατήσουν τήν γῆ μας σέ ἀειφορία, (φράγματα, καλλιέργεια προϊόντων ποὐ ἀντέχουν στά τοπικά δεδομένα τῆς Τήνου, σπαράγγια, μανιτάρια, ἀγκινάρες, ἀρωματικά φυτά..), σπρώξανε τά λεβεντόπαιδά μας, ἀγόρια,  κορίτσια, σέ τουριστικά ἐπαγγέλματα,  πολλές φορές γιά ἑνα κομμάτι ψωμί.   

  Στά ἐξοχικά καλντερίμια τῆς Ἐνδοχώρας  εἶναι ἀδύνατο νά περπατήσεις, νά  τρέξεις. Κανείς δέν φροντίζει πιά τά μονοπάτια. Τά εὐρωπαϊκά κονδύλια γιά τήν ἀποκατάστασή τους φαγώθηκαν ξεδιάντροπα ἀπό τούς μαφιόζους τῆς πολιτικής, τά τοπικά κομματόσκυλα, μέ  ἐπώνυμο καί ὂνομα, ἀλλά κανείς δέν «βγάζει ἂχνα», κανείς δέν δίνει σημασία σ’ αὐτά. 

  Θόλωσε τό μάτι μας, τά κάναμε  ὃλα δυσδιάκριτα, δέν βλέπουμε, ἐθελοτυφλοῦμε, ὑποκρινόμαστε πώς δέν βλέπουμε, πουλᾶμε τά πάντα ὃσο κι ὃσο, ξεπουλᾶμε τόν Τόπο μας· ἂλλοι πλουτίζουν ποντάροντας στήν φθορά καί ὂχι στήν ὀμορφιά του, ἀπειλεῖται ἡ φύση μας, τά λείψανά μας, καί ἐμεῖς «πέρα βρέχει». 

    Ἀποκοπήκαμε ἀπό τήν κοινοτική μας παράδοση, ἀπό τό φῶς καί τό κάλλος τῆς γῆς καί τῶν θαλασσῶν μας, ἀπό τούς θησαυρούς τῆς μεταφυσικῆς τους ἐμπειροπραγμοσύνης.

  Προσωπικά ἐξοργίζομαι ἐπίσης γιά τό ὃτι μπορεῖ να ὑποφέρει κάποιος δίπλα μας, σέ μιά γωνιά τοῦ τόπου μας ἐπειδή ὑπάρχει αὐτό τό ἀναξιοκρατικό πελατειακό σύστημα πάνω ἀπό πενήντα χρόνια τώρα καί ἡ Ἒπαρχος μαζί μέ τόν Δεσπότη νά καμαρώνουν ὃτι οἱ ὠφελούμενοι δικαιοῦχοι ἒλαβαν ἀπό τά χεράκια τους συσκευασμένα εἲδη τροφίμων καί καθαριστικῶν. Εἶναι σκληρό, ἀδυσώπητο 100 οἰκογένειες στήν Τῆνο νά στεροῦνται τό φαγητό καί σύ Δεσπότη καί Ἒπαρχε νά καμαρώνετε μέ δημοσιεύσεις στόν τοπικό τύπο, ὃτι  μέ χρήματα τοῦ ελληνικοῦ λαοῦ, ἐπουλώνετε  κοινωνικές πληγές. Δέν αἰσθάνεσθε ντροπή;   

  Τό  ἐπίπεδο προβολῆς τῶν  ἂρρωστων ψυχικῶν ἀναγκῶν καί ἐκδηλώσεων τοῦ Δεσπότη μας καί τῶν Ἀρχόντων μας δέν μέ ἀφορᾶ, ὃπως πιστεύω δέν ἀφορᾶ κανέναν πολίτη.


Νέες καί νέοι,

Αὐτή τήν περίοδο εἰδικά  πρέπει νά σκἐπτεσθε πολύ περισσότερο  ἀπό τό νά αἰσθάνεσθε. Τό δίλημμα θέλει ἀπάντηση: μένεις μέ τήν «φραπεδιά» σου ἢ γίνεσαι ἐπαναστάτης; Κανένα πρόβλημα, πάρε καί τήν  «φραπεδιά» σου μαζί.

   Δέν ἐπιτρέπεται νά μήν εἲσαστε ἐπαναστάτες. Οἱ ἐπαναστατικές ἰδέες εἶναι αὐτό πού χρειάζεται  ἓνας νέος, γιατί τοῦ δίνουν ἐλευθερία καί πίστη γιά τήν ζωή. Τοῦ δίνουν αὐτοπεποίθηση καί αὐτενέργεια. Μήν κλείνετε τά μάτια στήν πραγματικότητα. Φυσικά δέν μιλάω γιά τήν Ἀριστερά.  Ἡ Ἀριστερά ἀπό τήν φύση της προσελκύει ἀνήσυχες ἢ πιεσμένες ψυχές καί ἐν συνεχεία τίς χάνει ἢ τίς κλειδώνει. Μιλῶ γιά μιά ἐπανάσταση πού θά ἒχει ὃλα τά χαρακτηριστικά τῆς ἐπανάστασης τοῦ Γαλλικοῦ Μάη.  

  Σέ κάθε σοβαρή ἐνέργεια τῆς  ζωής σου, τό στοίχημα κάθε φορά εἶναι τί βηματισμό θά  βρεῖς καί μέ ποιόν τρόπο θά μπορεῖς νά συμμετέχεις σ’ αὐτό γιά τό ὁποῖο μιλᾶς. Τό ζητούμενο τῆς ζωῆς  δέν μπορεῖ νά ἒχει περιεχόμενο τό ἲδιο τόν ἑαυτό της, άλλά τήν ἀξία της. Ἂν ἡ ζωή ἒχει περιεχόμενο  τόν ἑαυτό της, τρέμουμε τόν θάνατο. Κάθε δημιουργική  δουλειά, βάζει ἐντός παρενθέσεως τόν θάνατο.                       

Δέν διεκδικῶ ἀποκαλυπτικές ἀλήθειες, μοῦ ἀρκεῖ μιά σκέψη συνεπής και μετρημένη, ἡ ὁποία δἐν ἀποστρέφεται τήν ἁπτή πραγματικότητα   καἰ δέν  περιφρονεῖ τόν κοινό νοῦ. Χωρίς τήν αἲσθηση τοῦ χειροπιαστοῦ ἡ σκέψη ἐνδέχεται νά αὐτονομηθεῖ, νά ἀρκεσθεῖ στά σχήματά της καί νά μετεξελιχθεῖ σέ ἰδεοληψία μέ  σκοπό καί  ἠθική τόν ἑαυτό της. Χωρίς ὃμως θεωρία, ἡ φρόνηση χάνει τόν προσανατολισμό. Ὑπ’ αὐτό τό πρίσμα ἡ μαυρίλα μόνη της εἶναι ἀποδοκιμαστέα, ἀλλά ἡ ἀποδοκιμασία καθ’ ἑαυτή μπορεῖ καί νά καθησυχάζει. Πῶς νά ξέρεις πού ἐξαντλεῖται ἡ μαυρίλα χωρίς νά διαβάζεις, ὃτι μέτρο καί ὃριό της εἶναι τό φῶς; Ἂλλο ἡ εἲδηση κι ἂλλο τό νόημά της. Ἐάν τά γεγονότα ἦταν ἡ οὐσία τους, ἁπλῶς δέν θά ὑπῆρχαν.

«Παλεύουμε γιά ἓνα τίποτε, πού ὡστόσο εἶναι τό πᾶν. Εἶναι οἱ δημοκρατικοί θεσμοί, πού ὃλα δείχνουν ὃτι δέν θ’ ἀντέξουν γιά πολύ. Εἶναι ἡ ποιότητα, πού γι’ αὐτή δέν δίνει κανείς πεντάρα. Εἶναι ἡ ὀντότητα τοῦ ἀτόμου, που βαίνει πρός τήν ὁλική της ἒκλειψη. Εἶναι ἡ ἀνεξαρτησία τῶν μικρῶν λαῶν πού ἒχει καταντήσει ἢδη ἓνα γράμμα νεκρό». Ἐλύτης.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου