Σάββατο 29 Απριλίου 2023

«Ἡ ψυχή δέν σκηνώνει στήν ὕλη τοῦ σώματος, ἀλλά τυλίγει τό σῶμα»

 

Πλωτίνος

 

  Ἡ γέννηση τῆς ἑλληνικῆς τέχνης χάνεται στήν νύχτα τοῦ χρόνου. Ὅταν ἀπό σπαράγματα τῆς καταβολῆς ( Κυκλάδες, Θῆρα, Κρήτη) μέχρι τήν κλασική  καί περαιτέρω τήν ἑλληνιστική ἕως τήν  ἑλληνορωμαϊκή περίοδο, τήν τελευταία λέξη τῆς ἔκφρασης ἔχει ἕνα ἤρεμο ἄφησμα στά χέρια τοῦ Θεοῦ, μιά ἀποτύπωση τοῦ ἀπείρου στό πεπερασμένο, ἡ ὁποία ἐνσαρκώνει τήν ἴδια τήν συνείδηση τῆς ὀμορφιᾶς ὡς  αὐθεντικῆς ὑπάρξεως καί προκαλεῖ στόν ἄνθρωπο τήν βαθειά ἐπιθυμία νά τήν κερδίσει.

   Τό μέγιστο μάθημα τῆς ζωγραφικῆς καί γλυπτικῆς τέχνης τῶν Ἀρχαίων εἶναι ὅτι  κινητικό κάλλος δέν ὑφίσταται ὄπως θέλει ἡ προοπτική, ὅτι  ἡ ἀληθινή καλλονή ὑπάρχει ἐξ ἴσου ἀκίνητη καί ἀδιάσπαστη μέ τόν θάνατο. Φυσικά ἡ ἰδέα δέν εἶναι δική μου. Ἀνήκει στόν Βίνκελμαν καί ἡ παρατήρηση στόν Σέλλινγκ, μαζί μέ τήν ἐξῆς γόνιμη εἰκασία. Οἱ Ἀρχαῖοι εἶχαν προσέξει πώς ὄταν κοιμᾶται ἤ θνήσκει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὡραιότερος, γιατί ἀκριβῶς περνᾶ στήν ἀπόλυτη ἑνότητα μιᾶς ὑπερβατικῆς γαλήνης.

  Αὐτό ἰσχύει ὁπωσδήποτε καί γιά τήν Κοιμωμένη τοῦ Χαλεπᾶ. Ἡ πέτρα καί τό μάρμαρο εἶναι ἀφ’ ἑαυτῶν ὑλικά βαριά καί ἄψυχα, πού πρέπει στά χέρια τοῦ καλλιτέχνη νά  ζωντανέψουν. Πῶς ὅμως νά γίνει κάτι τέτοιο  ὅταν ἐπί πλέον πρέπει νά δεχθοῦν τόν θάνατο; Τό θαῦμα τοῦτο πέτυχαν οἱ  Ἀρχαῖοι μας γλύπτες. Μέ τό ἀδιόρατο  χαμόγελο,  τήν ἀνεξιχνίαστη ἐκείνη  βαρυθυμία τῶν Κούρων, κατώρθωσαν ν’ ἀφαιρέσουν ἀπό τά σώματα κάθε σκίρτημα καί ταυτοχρόνως νά τά ξαναπλάσουν ἀποκαλυπτικά στό ὑπερούσιο φῶς τῆς χάριτος.

  Ἡ τέχνη ἐπιτρέπει στήν ἀνθρώπινη μορφή νά σχηματίσει τό πνεῦμα καί νά κάνει τό σκοτάδι του χειροπιαστό. Ὁ  Κοῦρος ἀποτελεῖ μεγάλη στιγμή γιά τήν αὐτοσυνειδησία  τῆς ἀνθρωπότητας: κινεῖται καί χαμογελᾶ μεταφυσικά διότι ἀναλαμβάνει πλέον μόνος του τήν μοῖρα. Μαζί του ἡ Ἑλλάδα παίρνει τίς ἀποστάσεις της ἀπό τήν Ἀνατολή. Μπορεῖ ἡ ἀρχαιοελληνική ζωγρφική καί γλυπτική νά ὑφαίνουν τήν ψυχή μέ τήν ἀρμονία τοῦ σώματος· μπορεῖ τά μάτια τῶν εἰκόνων καί τῶν ἀγαλμάτων νά μήν βλέπουν τίποτα καί πουθενά, νά ἐμφανίζονται στά ἔργα ὡς τυπικά σωματικά  χαρακτηριστικά, χωρίς τήν λειτουργία  τους ἤ, πολύ περισσότερο, τό ἐκφραστικό τους βάθος· μπορεῖ νά σημαίνουν μιάν ἠρεμία ἐξόδιο, μιά ὑπακοή στό ἀναπόφευκτο τέλος, πολύ διαφορετική ἀπό τήν συντριπτική συνάντηση τοῦ σημερινοῦ ὑποκειμένου μέ τόν θάνατο,  ὅμως, παρ’ ὄλα αὐτά, τήν ἀταραξία τῆς ὕλης ἀπ’ ἄκρου σ’ ἄκρο διαπερνᾶ ἡ πνοή τῆς ἐσωτερικότητας. Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ γιά τόν Ἀρχαῖο μοῖρα ἄτεγκτη, τήν ὁποία ἡ τέχνη θά ἐπιδιώξει νά ὑπερβεῖ ἀναλαμβάνοντας πλαστικά τό σκοτεινό του ἀποτύπωμα. 

 

Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Ὁ πατέρας

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου 

  «Τό νά ἀντέχεις τήν μοναξιά καί, ἐπί πλέον νά τήν ἀπολαμβάνεις, εἶναι μεγάλο προσόν». Ζόρζ Μπερνάρ Σώ

  Ὁ πατέρας ἦταν 82 χρονῶν ὅταν χώρισε ἀπό τήν μάνα, μέ τήν ὁποία ἔκτοτε συναντιόντουσαν σέ εὐχάριστα ἤ δυσάρεστα οἰκογενειακά γεγονότα, μέ τελευταία αὐτή τῆς ὁριστικῆς ἀναχώρησης τῆς μητέρας. Φορτώθηκε ὄλα τά στραβά κι ἀνάποδα τῆς οἰκογένειας, πῆρε παραμάζαλα τά μπογαλάκια του καί ἀποσύρθηκε σέ ἕνα χωριό τῆς Γορτυνίας μέ δέκα ἀνθρώπους,  στό χωριό πού γεννήθηκε. Παιδιά, νύφες, γαμπροί, ἐγγόνια καί δισέγγονα, «τῆς Ἀστραπῆς καί τοῦ Κεραυνοῦ», τούς  ἐπισκεπτόμαστε, στό Αἴγιο τήν μάνα, στό Δρακοβούνι τόν πατέρα, ἀλλά ποτέ καί κανένας μας δέν τούς ἔπιασε κουβέντα γιά τόν χωρισμό.

Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε ὑγεία γιά νά ζήσει ἄλλα 20 χρόνια μόνος, «τά καλύτερα τῆς ζωῆς μου», ὅπως χαριτολογῶντας συνήθιζε νά λέει. Τό πρωί, μετά τό πρωινό του, πυκνός κι ἀδιαπέραστος, ἔπινε τό καφεδάκι του στήν βεράντα,-τό ἀπολάμβανε ὅταν ἔβρεχε-, πάντα σκυφτός, σέ βαθύ συλλογισμό, ποτέ μελαγχολικός, τό ἕνα πόδι πάνω στ’ ἄλλο,  συνοδείᾳ δύο-τριῶν  Καρέλια. «Τό τσιγάρο σέ ρουφάει, σέ ἀπορροφάει, δέν τό ρουφᾶς ἐσύ, αὐτό σέ ρουφάει, ἔχει πάντα τήν γλύκα τῆς παιδικῆς τζόλας. Προτιμῶ τό τσιγάρο ἀπό τά λόγια ψευτοπαρηγοριᾶς», ἔλεγε. 

  Ἄν ὄμως ἦταν Κυριακή ἤ γιορτή, νηστικός καί ἄκαπνος πήγαινε στήν Ἐκκλησία καί ἔκανε τόν καντηλανάφτη, τόν κωδωνοκρούστη, τόν νεωκόρο, τόν ἐπίτροπο καί κυρίως τό παπαδάκι. Κατά τίς καθημερινές, ἄν  εἶχε καλό καιρό, μετά τό πρωϊνό, πέρναγε ἀπό τό νεκροταφεῖο, ἔκανε μιά μεγάλη βόλτα πρός τό Ρουσίκο, στήν ἐπιστροφή σκάλιζε, ξεβοτάνιζε, φύτευε, περιποιόταν τό κηπαράκι του, παρέα μέ τήν γατούλα του,  ἔβαζε πλυντήριο, φρόντιζε στοιχειωδῶς τά τῆς καθαριότητας τοῦ σπιτιοῦ, ἐξαιρέτως νοιαζόταν γιά τήν διεκπεραίωση τῆς ἀλληλογραφίας του, διάβαζε τήν ἐφημερίδα τῆς προηγούμενης μέρας, σεβόμενος δέ αὐστηρά καλογερικά τήν νηστεία ἔφτιαχνε τό φαγάκι του ἀνάλογα,-μαγείρευε πολύ ὡραῖα-, ἔτρωγε, καί στήν συνέχεια ἔπαιρνε ἕναν ὑπνάκο. Τό ἀπόγευμα πήγαινε στό καφενεῖο-μπακάλικο-ταβέρνα-πρόχειρο ἰατρεῖο καί συναντοῦσε τούς ἄλλους πέντε-ἕξι κατοίκους τοῦ χωριοῦ, ἔπιναν τά κρασάκια τους, ἔτρωγαν τόν μεζάκο τους, ὡς ἐπί τό πλεῖστον παστό  χοιρινό, ἤ ὀμελέτα πού ἔκανε ὁ ξάδελφός του, συζητοῦσαν τήν ἐπικαιρότητα,  διαπληκτίζονταν μόνο μέ τά μάτια, ἔπαιζαν κανά χαρτάκι, καί ἀποτραβιόταν ὡς ἄλλος άναχωρητής στό κελί του. Συνδαύλιζε τό τζάκι του, διάβαζε λίγο ἀκόμα, πίνοντας τό χαμομηλάκι του, ἔβλεπε ἤ ἄκουγε τά νέα καπνίζοντας τά καρελάκια του,  -ἀνάβοντάς τα μέ δαυλό-, ἔκανε τήν προσευχή του, τίς ἐδαφιαῖες μετάνοιές του, καί πήγαινε νωρίς γιά ὕπνο, ἀφήνοντας τό κλειδί στήν πόρτα «μήπως ἔρθει κανἐνας ἄσωτος», ὅπως ἔλεγε. Πρίν τόν πάρει ὁ ὔπνος, τί νά σκεπτόταν; Τήν  στέρηση, τίς ἀπώλειες, τήν  ματαίωση, τήν κόρη πού ἔφυγε πρίν ἀπό αὐτόν, τόν «ἀλβανικό πόλεμο» καί τήν ὀπισθοχώρηση, τήν πυρπόληση ὅλου τοῦ χωριοῦ ἀπό τοὐς κατακτητές Γερμανούς, τίς μετακινήσεις, τίς μετακομίσεις, τίς ἀνάγκες ἐπιβίωσης, τά μίση τοῦ ἐμφύλιου διχασμοῦ πού ἀναμοχλεύονται κομματικά τακτικά, τήν δυό φορές καταδίκη του σέ θάνατο, τήν φυγάδευσή του στήν Τρίπολη, τίς δηώσεις, τήν ἀδυσώπητη συνοδεία πού ἀκολουθεῖ κάθε πόλεμο, τά ἐρείπια, τήν κατάπτωση, τίς ξερριζωμένες εὐτυχίες, τίς μαραμένες ἐλπίδες, τό ξανακτίσιμο, τήν ἀνακούφιση,  τίς οἰκογενειακὲς πτωχεύσεις, τούς κατατρεγμούς, τίς πολυεπίπεδες  προκοπές,  ἄλλα πού τά ἄφηνε νά κοιμοῦνται…; Ὅ,τι καί νά σκεπτόταν ἦταν γεμᾶτος, ἤρεμος κι εὐτυχισμένος. Στίς ὅποιες ὑλικές του ἐπιτυχίες ποτέ ὑπερφίαλος, ποτέ  ξιπασμένος  καί στίς ἀποτυχίες του πάντα ψύχραιμα ταπεινός. Γνώριζε ό πρεσβύτης ὅτι στήν ἔπαρσή του τό ἄτομο γίνεται πολυδύναμο· στήν ἐξουθένωσή του ἐκπέμπει προσωπικό φῶς πού προηγεῖται κάθε σκοπιμότητας. Δέν φύτρωσαν  ποτέ στό στόμα του δόντια κοφτερά. Μάλιστα μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου,  εἶχε πιό ἔντονη τήν αἴσθηση τῆς φθαρτότητας,  γινόταν  πιό γλυκύς, πιό καλοσυνᾶτος, πιό ὡραῖος, μέχρι πού κερνοῦσε τά καλοκαίρια τόν ἄνθρωπο πού τόν καταδίκασε σέ θάνατο στόν ἐμφύλιο. Ἡ ψυχή δέν εἶναι μέλος τοῦ σώματος εἶναι τό ῥῖγος  τοῦ σώματος.

 

 (Ἕνας συνηθισμένος Σίσυφος τῆς καθημερινότητας ἦταν ὁ  πατέρας. Αὐτός, ἡ μάνα,   οἱ συγχωριανοί τους, οἱ συγγενεῖς τους, οἱ δίπλα τους, οἱ ἀπέναντι,    θεῖος, ἡ θεία, ὅλοι τους Θεῖοι, κοίταζαν τό βράδυ τήν πέτρα νά κατηφορίζει σέ μερικές στιγμές πρός αὐτόν τόν χαμηλό κόσμο, ἀπ' ὅπου ὅταν ζαρίσει ὁ ἥλιος, βαριά μά σταθερά, θά πρέπει νά τήν ἀνεβάσουν πάλι στήν κορυφή.

  Βλέπω ὅλη τήν προσπάθεια τοῦ τεντωμένου κορμιοῦ τους, ν' ἀνασηκώνουν καθημερινά τήν πελώρια πέτρα, νά τήν γυρίζουν σπρώχνοντάς τήν πρός τήν κορυφή,  σέ μιά πλαγιά πού τήν ἔχουν ἀνεβοκατέβει ἀμέτρητες φορές. Βλέπω στό συσπασμένο τους πρόσωπο, τό κολλημένο  πάνω στήν πέτρα μάγουλό τους, τήν σύνεση μέ τήν ὁποῖα δέχονται τό μαρτύριό τους· τήν σύνεση πού συμπληρώνει τήν ἴδια στιγμή τήν νίκη τους, καί τούς ἀκούω νά ἀναφωνοῦν ἐν  χορῷ  μέ τόν Οἰδίποδα: "Παρά τίς τόσες δοκιμασίες, τά γερατειά καί τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς μου, μοῦ δίνουν τό δικαίωμα νά κρίνω πώς ὄλα εἶναι καλά".(Καμύ).

  Ὅλοι μας συλλαβίζουμε διαβάζοντας τούς γεννήτορές μας. Ἔγραψαν  μέ τό πνεῦμα καί τό αἷμα τους. Ἄξιον καί δίκαιον, νά  τούς γευθοῦμε, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς  διανοίας μας). 

 

   Εὐρισκόμενος ἐργασιακά στό ἐξωτερικό ἔλαβα σῆμα οἰκογενειακοῦ συναγερμοῦ   ἀπό τήν μικρότερη ἀδελφή. Μᾶς εἰδοποίησε ὅτι ὁ πατέρας μετά ἀπό πτώση  ἔσπασε τό ἰσχίον, καί τόν πῆγε στό νοσοκομεῖο τοῦ Ρίου.

  Πέταξα καί ἔφθασα δίπλα του τήν μεθεπόμενη μέρα, τόν πρόλαβα προεγχειρητικά. Χαμογέλασε μέ ὅλο του τό πρόσωπο  ὅταν μέ εἶδε καί μετά μέ μάλωσε πού ἄφησα τίς δουλειές μου καί ἦρθα νά τόν δῶ. Τί κάνεις πατέρα;  τόν ρώτησα προσπαθῶντας νά κρύψω ἄτσαλα τήν ἀγωνία μου. Γελάσαμε, τοῦ φίλησα τό χέρι, παράδοση οἰκογενειακή πού ἔρχεται ἀπό μακριά, τόν ἀγκάλιασα, μοῦ χάιδεψε τό κεφάλι, καί μέ  τράβηξε στήν  ἀγκαλιά του τρυφερά. 

  Τήν ἴδια μέρα ἔγινε ἡ ἐπέμβαση, τόν σήκωσαν τήν ἐπόμενη,  ἀρνήθηκε νά δεῖ τόν καθετῆρα νοσοκόμα γυναίκα, καί ὅσο διαρκοῦσε ἡ ἀναζήτηση ἄντρα νοσοκόμου, σιγόψελνε τό ἀπολυτίκιο τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἀργοκλείνοντας τά μάτια κουρασμένα, γιά νά καταλάβω ὅτι πῆρε τό δρόμο γιά «τό ἐπόμενο κεφάλαιο τῆς ζωῆς του», ὅπως τοῦ ἄρεσε νά λέει.   Πέθανε ἤσυχα, καί μέ μιᾶς κατάλαβα τί θά πεῖ ἀκριβῶς «θανάτῳ  θάνατον πατήσας».  

   Στό πρόσωπο τοῦ νεκροῦ πατέρα δέν ἀντίκριζα τήν σιωπή τοῦ θανάτου, ἀλλά τόν ἴδιο τόν πατέρα στήν γαλήνη τῆς θεατῆς του αἰωνιότητας· ὁ πατέρας ἀπέκτησε μέ μιᾶς κάτι μετάρσια ἀνέκφραστο, ἔγινε ψυχούλα. Δέν διέκρινα στό πρόσωπό του τήν σβησμένη ὄψη κάποιου πού ἄλλοτε «περιπάταγε  καί βρόνταγε», ἀλλά τήν ἄχρονη παρουσία του, τήν ψυχική του ταυτότητα. Τίποτε ἀναμνηστικό προσδοκίας, κινήσεως, ἐπιθυμίας, ὁρμῆς, ἀγωνίας, περισκέψεως τῆς ἐν χρόνω βιοτῆς δέν ὑφίστατο στήν ἀπεραντοσύνη τοῦ  θανάτου του, πού ὡστόσο, ὡς Οὐρανοπολίτης ἔκτοτε, μετέχει τοῦ εἶναι καί παρίσταται  εἰς μνημόσυνον αἰώνιον.

 

Δημοσιεύτηκε στό  περιοδικό «Δέκατα», Τεῦχος 73ο

Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ, καὶ τὰ καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τὴν Ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».

 

Στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν πάρει κανείς τήν ἀρχαία «Μέση Ὁδό», ἀφήνοντας πίσω του τήν Ἁγία Σοφία, τήν Βασιλική τῆς  τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ὑπῆρξε τό κέντρο ἑνός θαυμάσιου  χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, καταλήγει στήν μικρή ἐκκλησία τῆς Χώρας, δηλαδή τῶν ἀγρῶν, οἱ ὁποῖοι ἄρχιζαν ἀπό αὐτό τό σημεῖο.  (Ὅπως στό Παρίσι,  ἡ Παναγία τῶν Ἀγρῶν - Notre Dame des Champs). Ἡ Μονή τῆς Χώρας δείχνει  τό «σύνορο»· ἐκεῖνο τῆς  πόλης,  καί ἐκεῖνο ἑνός δεύτερου ἐλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅμως κυρίως μᾶς ὑπενθυμίζει τό σύνορο τῆς  ἀνθρώπινης πορείας. Σ' ἕνα εὐρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, σέ χρόνους ὕστερους πού ἡ Αὐτοκρατορία βάδιζε πρός τόν θάνατο, τό  Βυζάντιο ἔγραψε γιά τήν χριστιανοσύνη τό μήνυμά του: στἠν τοιχογραφία τῆς ἁψῖδας, ὁ Χριστός κατεβαίνει στόν Ἅιδη, τόν γνωστό μας ᾅδη, γιά νά τόν συντρίψει. Εἶναι  λαμπροφορεμένος, χωρίς νά  βρίσκεται πιά στό  ὅρος τῆς Μεταμορφώσεως, ἀλλά στόν βυθό τῆς  ἀγωνίας καί τῆς σκοτεινῆς ἀσφυξίας. Τό ἕνα του πόδι, μέ μιά ἀπίστευτη βία, θραύει τά claustra τά «κλεῖθρα τοῦ κόσμου τούτου». Τό ἄλλο πόδι, μέ μιά ἀνάλαφρη κίνηση ἀρχίζει τήν  ἄνοδο, ὅπως ὁ βουτηχτής πού, ἀφοῦ ἄγγιξε τόν βυθό, τόν  «χτυπᾶ» γιά ν' ἀνέβει ξανά στόν ἀέρα καί τό φῶς.

   Ἀλλά ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι Ἐκεῖνος. «Σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσει ἐν τ παραδείσ», μπόρεσε νά πεῖ, τήν  ὥρα τῆς σταυρώσεως, στόν ληστή πού ξεψυχοῦσε δίπλα του. Ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου Του πού ἀστράφτει ἀπό τό Πνεῦμα. Καί ἰδού ἡ ἀπελευθερωτική χειρονομία: μέ κάθε χέρι του ὁ Χριστός πιάνει ἀπό τόν καρπό καί ὄχι ἀπό τήν παλάμη, τόν Ἄνδρα καί τήν Γυναῖκα, καί τούς πετᾶ ἔξω ἀπ' τά μνήματά τους. Ἡ σωτηρία εἶναι προπάντων ἕνα δῶρο καί ὄχι μιά διαπραγμάτευση. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο εἶναι ἄπειρο, καμμιά ἐξαίρεση. Σ’ αὐτή τήν τέχνη, τήν Βυζαντινή,  τά σώματα δέν ρίχνουν σκιά. Καμμιά μετενσάρκωση, κάθε πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Καμμιά σύγχυση, κάθε πρόσωπο εἶναι ἕνα μυστικό. Κανένας χωρισμός, ὅλα τά πρόσωπα εἶναι φλόγες τῆς ἴδιας Φωτιάς. Καί ὁ ἀμετανόητος ληστής; Φυσικά καί αὐτός. Σκοπός δέν εἶναι ἡ ἀθανασία τῶν  ψυχῶν· ἀθάνατες, ἐπιδαψίλευση θεϊκιά, εἶναι ἤδη μέ τήν γέννησή τους. Σ’ αὐτόν τόν ἀθάνατο θάνατο πού συνιστᾶ τήν ἀγωνία μας, κάθε πρόσωπο εἶναι ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ' αὐτή ἡ γῆ εἶναι καμωμένη ἀπ' τόν Οὐρανό.

Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

Τό ὄνειρο τοῦ Ρασκόλνικοφ

 

Τό ὄνειρο τοῦ Ρασκόλνικοφ στό Ἔγκλημα καί τιμωρία τοῦ Ντοστογιέφσκι εἶναι ἄκρως ἐφιαλτικό, ἀποκαλυπτικό καί ἀλίμονο γιά τήν Εὐρώπη, ἄν εἶναι ἀληθινή πρόβλεψη! Σύμφωνα μέ τό ὄνειρο, ἀναρίθμητα μικροσκοπικά ἔντομα-ὡστόσο νοήμονα ὄντα-ἀπό τήν Ἄσία εἰσβάλλουν στήν Εὐρώπη καί τρυπώνουν μέσα στούς ἀνθρώπους.  Ἡ ζωή καταντᾶ ὁλοένα καί πιό ἀνυπόφορη μέχρι τρέλας. Ἐνῶ ὁ καθένας σκέπτεται εὐφυέστατα καί προτείνει μεταρρυθμίσεις μέ ἄκρα λογική διατυπωμένες, χάος καί πλήρης ἀσυνεννοησία κυριαρχεῖ ἀναμεταξύ τους.  Ἐγκαταλείπονται τά κοινά ἐπαγγέλματα, σβήνει ἡ γεωργία, ἐνῶ ὁ καθένας νομίζει πώς αὐτός ἔχει τό ἀπόλυτο δίκαιο.  Οἱ τριγμοί τῆς κατάρρευσης  εἶναι ἀνατριχιαστικοί, καί τελικά ὅλοι καί ὅλα μεταβάλλονται σέ οἰκτρούς ἐρειπιῶνες.

  Ἀπό τά μαθήματα «Σπουδή στόν Μῦθο», τοῦ μυθολόγου καθηγητή μας Andrieux, ξέκοψα τήν καταπάνω ἄσκηση στούς τότε τριτοετεῖς φοιτητές Κοινωνιολογίας τοῦ Στρασβούργου. Ὁ Μῦθος μέ συνεπαίρνει. Ἡ μυθική γλώσσα συνάζει μέρη καί μέλη ὅλου τοῦ σώματος τῆς δημιουργίας· θεραπεύει μετεωρισμούς καί διασκορπισμούς. Ὁ ζωτικός ἱστός τῆς μυθικῆς γλώσσας ἁπλώνεται  μακροσκοπικά, διαπροσωπικά, ἐρωτικά μέσα στό κοινό σῶμα. Ἡ λογική τεμαχίζει τά πάντα καί τά ἐρευνᾶ. Τούτη ἡ κατά φύση λειτουργία τῆς ὕπαρξης γίνεται καταστροφική, ἄν ἀπομονωθεῖ, ξεκκομμένη ἀπό κάθε σχέση καί ἐστιασμένη στά στενότατα ὅρια τῆς ἐγωκεντρικότητας. Μυθική γλώσσα καί λογική, μέ τό ἀντίστοιχο περιεχόμενο ζωῆς, συγκροτοῦν τήν ὑπαρξιακή ἑνότητα, πού μόνο αὐτή ἐντάσσεται κατά φύση στό κοινό σῶμα, καί ἔτσι μπορεῖ νά ὑπάρχει, νά ἀληθεύει, νά δημιουργεῖ καί νά ζωογονεῖ.