Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

Ἀλέκου Φλωράκη· laudatio.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου.

 Τό πόνημα τοῦ Ἀλέκου Φλωράκη «Τό προσκύνημα τῆς Παναγίας τῆς Τήνου», δίτομο ἒργο,  ἐκδόσεως τοῦ ΠΙΙΕΤ, γίνεται ἀφορμή νά σταθοῦμε καί νά τιμήσουμε ἓναν ἀπό τούς σπουδαιότερους, πιό καίρια,τόν πιό ὀτρηρό καί ἀκάματο Τήνιο ἐρευνητή. Πρόκειται γιά ἀντιδώρημα, εὐγνωμοσύνης κάνεον, ἀντιπροσφορά τῆς καρδίας τοῦ κεκοπιακότος γιά τά χεύματα τῶν ἀπείρων εὐλογιῶν τῆς Παναγιᾶς μας στόν ἲδιο καί  τήν οἰκογένειά του.

  «Οἱ δύο τόμοι ἀριθμοῦν χίλιες συνολικά  σελίδες, μέ τόν πρῶτο πού φέρει τόν τίτλο “Ὁ ἱερός τόπος ἡ τελετουργία τοῦ προσκυνήματος, ἡ λαϊκή λατρεία”, νά προσεγγίζει τό θέμα τόσο διαχρονικά ὃσο καί  συγχρονικά, μέ ἐστίαση στήν μελέτη τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ χώρου, στήν τελετουργία τῆς ἱερῆς ἀποδημίας καί στίς λατρευτικές ἀφιερωτικές πρακτικές πού τήν συνοδεύουν.

  Ὁ δεύτερος τόμος φέρει τόν τίτλο “ Παραρτήματα”  καί περιλαμβάνει χρονικά τῆς εὑρέσεως τῆς εἰκόνας, διάφορα ἒγγραφα τῶν δὐο περασμένων αἰώνων, ἐπιλογή δημοσιευμάτων ἀπό τόν τοπικό καί ἀθηναϊκό τύπο, ἀπεικονήσεις τοῦ ναοῦ, καί  κατάλογο τῶν ταμάτων ταξινομημένων σέ  διάφορες κατηγορίες.

  Τό έργο ὁλοκληρώνεται μέ εἰκονογραφικό ὐλικό, φωτογραφίες ἐποχῆς καί ἂλλα τεκμήρια, βιβλιογραφία καί εὐρετήρια»1.

  Θεωρῶ εὐλογία τήν γνωριμία μου μέ τόν χαλκέντερο Ἀλέκο Φλωράκη, καί τήν οἰκογένειά του,  μέσω τοῦ κοινοῦ φίλου,  Ἀρχιμανδρίτη τότε, Νικόλαου Πρωτοπαπᾶ. 

  Ὁ Ἀλέκος Φλωράκης, σπούδασε Πολιτικές Ἐπιστῆμες στήν Ἀθήνα, τόν τόπο γέννησής του, καί στό Παρίσι Ἐθνογραφία, Ἐθνολογία καί Κοινωνική Ἀνθρωπολογία μέ ὑποτροφία τοῦ Ἱδρύματος Ὠνάση. Τυγχάνει κάτοχος DEA τῆς Ecole des Hautes Etudes en Seiences  Sociales (Ἀνθρωπολογία τῆς Θρησκείας) καί ἀναγορεύτηκε   διδάκτωρ τοῦ Ἐθνικοῦ Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

 Ἒχει δημοσιεύσει δεκάδες αὐτοτελῆ βιβλία, ἑκατοντάδες μελέτες καί ἂρθρα σέ ἐπιστημονικά περιοδικά καί συλλογικούς τόμους, ἰδιαιτέρως γιά τήν Τῆνο τήν Νάξο, γιά  πολλά νησιά τοῦ πολυνησιακοῦ  πλέγματος τῶν Κυκλάδων, καί γιά ἂλλες τῆς Ἑλλάδος περιοχές, ἓναν τόμο μέ ἀφηγήματα, τρία μέ δοκίμια, δύο ἀνθολογίες, καθώς καί δέκα  ποιητικές προσπάθειες, Ἒρχεται φυσικό νά άναζητεῖται  ὡς συνεργάτης ἐρευνητικῶν καί πολιτιστικῶν ἰδρυμάτων, δημόσιων ἢ ἰδιωτικῶν φορέων, ὃπως τοπικά εἶχε τήν εὐθύνη τοῦ στησίματος τοῦ Μουσείου Μαρμαροτεχνίας Πύργου. 

  Ὃπωσδήποτε θά ἒχω λησμονήσει ἢ δέν θά γνωρίζω πολλά πονήματα τοῦ Ἀλέκου Φλωράκη, ἀλλά εἶμαι σίγουρος ὃτι καί ὁ ἲδιος ὃταν πέσει σέ κάποιες παλιές σελίδες του, στιγμιαῖα θά συλλογισθεῖ «εἶναι καλογραμμένο μακάρι νά τό εἶχα γράψει ἐγώ!»   καί ἀμέσως μετά θά σιγοψιθυρίζει «καί ὂμως τό ἒχω γράψει ἐγώ».  

  Ὁ Ἀλέκος Φλωράκης  ἀκολούθησε μιά διαδρομή ἒξω ἀπό τά συνηθισμένα,    σάν  νά τοῦ δόθηκε ἡ ἀποστολική ὡριμότητα. Ὑπάρχει ὡς ἂνθρωπος μεθόριος.  Γεννημένος στήν Ἀθήνα, ἀπό πατέρα Νάξιο καί μάνα Κωνσταντινοπολίτισσα, ἐκ καταγωγῆς,  ἀπό τρυφερή ἡλικία ἐπεσκέπτετο κάθε χρόνο τήν Τῆνο, καί ἐπειδή αὐτό συνέβαινε γιά ὃλο καί πιό μεγάλο χρονικό διάστημα, σκέφθηκαν νά τό κάνουν πιό συντονισμένα· ἀποφάσισαν τήν πλήρη ἒνταξή τους στήν τοπική κοινωνία.

  Δέν ἦταν τυχαία, οὒτε βιαστική ἡ ἀπόφαση τῆς μετοικεσίας. Καθοριστικός παράγοντας ἦταν ἡ ἀνάγκη ἐγκατάστασης σέ ἓνα περιβάλλον καί ἒνα χῶρο πού θά παρεῖχε τήν δυνατότητα περισσότερης ἡσυχίας γιά ἒρευνα καί καταγραφή, καθότι οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἀνέκαθεν ἒπαιζαν καθοριστικό παράγοντα στήν  ἐπιστημονική ἐργασία. Ἡ ἀναχώρηση σαφέστατα τίθεται ὡς γεγονός πρωταρχικά πνευματικό. Ἒτσι μόνο  συνδυάζεται ἡ μόνωση μέ τήν κοινωνικότητα καί  ἡ ξενιτεία μέ τήν ἐγγύτητα, τό «μετά τῶν ἀνθρώπων». 

  Ἀγάπησε τήν Τῆνο, τήν ἒκανε  πατρίδα του, τήν λάτρεψε, γνωρίζει κάθε ρούγα καί γωνιά της. «…Καί τί δέν ἒκανα! Τάισα κτηνά, πότισα περιβόλια, πάτησα σταφύλια, ἒτρεξα ξωπίσω σέ ζευγάρισμα, ἒμεινα βράδυ  στ’ ἀλώνι γιά λίχνισμα, ἒψαλα σέ ξωκλήσια, τραγούδησα σέ πανηγύρια, ἂκουσα παραμύθια σέ  βεγγέρες, ξεχάστηκα  στίς βρύσες μέ τήν μπουγάδα τῶν γυναικῶν, ἒπαιξα παιχνίδια μέ τά παιδιά, συνόδεψα γάμους κηδεῖες, κουτσομπόλεψα στό κατώφλι μέ τις γριές, εἶπα τά κάλαντα, χόρεψα στίς ἀποκριές, πήδηξα τίς φωτιές τοῦ Φωταρᾶ, βγῆκα  σέ  γύρες καί λιτανεῖες, βραδιάστηκα στά λαγκάδια ξορκίζοντας, ξεματιάστηκα, ἢπια στροφλιές ἀπανωτές καί βγῆκα ἀπό τό χωριό παραπατώντας, καλόφαγα σέ χοιροσφάγια, πυρώθηκα σέ ρακοκάζανα, ἂπλωσα  σύκα γιά νά ξεραθοῦν, στάθηκα στό φούρνισμα, ἀνέβηκα σέ  γιαπιά καί καμπαναριά, σκονίστηκα σέ νταμάρια, τρύπωσα  σέ ἐρείπια, γλίτωσα ἀπό  ἀγελοῦδες καί στοιχειά, μπλέχτηκα σέ ψαράδικα  δίχτυα,  κάπνισα μελίσσια, κρέμασα μαλαθούνια γιά τυρί, καί βέβαια κουβέντιασα μέ ἀνθρώπους κάθε  ἡλικίας, ἂκουσα, ἒγραψα…»2  γιά νά πιαστεῖ τελικά στά δίχτυα τῆς  Μαρουλίτσας… 

   Μέ δεδομένη πλέον τήν σχέση ἀγάπης καί συγγένειας μέ τήν Τῆνο, ξεκίνησε μέ πιό ἒντονο ἐνθουσιασμό τήν διακονία του καί κρατήθηκε στήν πορεία του σταθερά μέχρι σήμερα, ὂχι ὡς μέτοικος πλέον ἀλλ’ ὡς γέννημα θρέμμα, γοητευμένος ἀπό τήν περιπέτεια τῆς λαογραφίας.

  Εἶναι φανερό  ὃτι διεκατείχετο ἀπό τήν ἒντονη ἐπιθυμία νά καταθέσει τήν δική του συνεισφορά στόν κόσμο τῆς Λαογραφίας καί τῆς Ἱστορίας. Ἡ Τῆνος  τοῦ ἒδωσε τήν εὐκαιρία νά ἀναδείξει τό ἐπιστημονικό του ταλέντο, μέ ἐμᾶς νά τοῦ ἀναγνωρίζουμε  τήν δυναμική τοῦ μυαλοῦ του. 

 Ἡ ἀναζήτηση λέξεων πού ἐμπεριέχουν τήν πραγματικότητα καί συνάμα τό αἲσθημα πού προξενεῖ ἡ πραγματικότητα, θά γινόταν καί θά παρέμενε ἒως σήμερα, τό  ἀδιάλειπτο μέλημά του ὃταν γράφει, ὃποιο κι ἂν εἶναι τό θέμα του.

  Ἀρχικά  ὁ Ἀλέκος Φλωράκης ἢθελε νά μοιάσει στόν Παπαδιαμάντη, τό εἶχε πάρει ἀπόφαση νά γράψει ήθογραφικά διηγήματα. Ἀλλά «Τά  διηγήματα δέν τά ἒγραψα ποτέ. Χώρεσαν ὂμως πολλοί ἀλλοτινοί ἂνθρωποι μές στό τετράδιο ἐκεῖνο, πού ἀργότερα ἒγινε ἡ μαγιά γιά συστηματική ἒρευνα στά φοιτητικά μου  χρόνια. Ἂλλοτινοί ἂνθρωποι χώρεσαν καί στήν μνήμη καί ἒμειναν ἐκεῖ…»3.

  Ξεκίνησα τήν μελέτη τῶν βιβλίων τοῦ Ἀλέκου Φλωράκη ἢδη μέ τόν ἐρχομό μου στήν Τῆνο. Τό πρῶτο του πόνημα πού ἒπεσε στά χέρια μου ἦταν τό ἐμβληματικό πλέον «Τῆνος. Λαϊκός πολιτισμός», τό ὁποῖο ἀξιώθηκε τῆς ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν βράβευσης.  Ἐμβάθυνα στό  ἒργο του  σταδιακά. Κάθε ἀνάγνωσή του μοῦ ἂνοιγε  καί μιά πολύτιμη πλευρά καί δυνατότητα μελέτης τόσο τοῦ θέματος ὃσο  καί τῆς προσωπικότητάς του.

  Ὁ Ἀλέκος Φλωράκης, σέ ὂλα τά ἒργα του, καί καταπιάστηκε ὃπως εἲδαμε  μέ πολλά, ἀρθρώνει λόγο ἐπιστημονικά στιβαρό, παράλληλα ζωντανό καί  κατανοητό. Ὃλα του τά πονήματα  διακατέχονται ἀπό σαφήνεια, αὐθορμητισμό καί  πολύ εἰλικρίνεια. Ὃλα τά γραπτά του ἀποπνέουν ἀγάπη γι’ αὐτό πού κάνει. Ἒχει τήν δωρεά,  ἀλλά ἒχει καί τό χάρισμα νά μοιράζεται.

  Σέ ὃλα τά ἒργα του διαφαίνεται  ὁ ἐσωτερικός του βασανισμός, ὁ  ἐσωτερικός  του διάλογος γιά τόν τόπο του, τήν Τῆνο. Αὐτός ὁ βασανισμός  εἶναι πού τόν  ἒκανε νά εἶναι προσγειωμένος, τίμιος καί  αὐθεντικός. Ἐκτιμῶ  τήν καθαρή του ματιά, τό θάρρος, τήν  ἀξιοπρέπεια, τήν βαθιά ἀγάπη του στην ζωή, καί τήν ἐκτίμησή του  σέ ὂλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους.

  Πουθενά δέν ἀφήνει νά φανεῖ ἡ κούραση, ἡ πίκρα ἀπό  τήν μικρότητα τῶν  ἀνθρώπων, ἀπό τίς μειώσεις, τίς στρεβλώσεις, τήν κυνικότητα. Παλεύει πολλές φορές μέ τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἐπιστρέφει στήν χαρά τῆς δημιουργίας, στήν χαρά τῆς οἰκογένειάς του καί στήν δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.

  Μεγάλο τό φάσμα τῶν δραστηριοτήτων καί τῶν ἐνδιαφερόντων τοῦ πρωτοποριακοῦ  ἐρευνητῆ. Ἰχνηλατῶντας σταδιακά καί καταγράφοντας τήν  λαογραφική  ἱστορία τοῦ τόπου, φρόντισε ὂχι μόνο  νά περισώσει ἀλλά καί νά δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις γιά τήν διαφύλαξη τῆς νεότερης «ντηνιακιᾶς μνήμης».

  Ἲσως ὁ Ἀλέκος Φλωράκης νά μήν άκολούθησε τ’ ἀχνάρια τοῦ Παπαδιαμάντη, ὃπως ἀρχικά  ἢθελε, ὂμως διαθέτει τήν  βαθιά εὐαισθησία του. Μπορεῖ νά διαβάζει τίς αἰτίες πίσω ἀπό τά φαινόμενα, στήν ψυχή τοῦ Τηνιακοῦ, τῆς Τηνιακιᾶς, τῆς τοπικῆς κοινωνίας. Δέν παίρνει θέση ὑπέρ ἢ κατά τῶν  ψυχῶν, καταγράφει  τά ταξίδια τους μέ τρόπο πού νά μᾶς ἐπιτρέπει νά δοῦμε καί νά νομίζουμε ὃτι ἀνακαλύψαμε κάτι μόνοι μας. Βλέπει μέ ποιόν τρόπο τά κοινωνιολογικά δεδομένα  ἐπενεργοῦσαν πάνω τους καί ἐξωθοῦσαν τά ὐποκείμενα σέ πράξεις δημιουργίας ἢ παράλυσης. Φαίνεται πώς γνωρίζει τόσο καλά τούς μύθους, βασικό συστατικό τῶν ἀρχαίων τραγωδιῶν, ὣστε νά τούς χωρέσει ἡ προσπάθειά του μέ ἓναν μοναδικό γιά τήν ἐποχή μας τρόπο, ξανασυστήνοντάς μας τήν τηνιακή ἀνθρώπινη  φυλή.

  Ἐπιπρόσθετα ἐκτιμῶ καί τήν βαθιά ἐνσυναίσθηση πού τρέφει γιά ὃλους τούς χαρακτῆρες, ἐπώνυμους καί μή, ἂνδρες καί γυναῖκες. Ὃλα αὐτά τά χρόνια πού μελετῶ τά δημιουργήματά του δέν εἶχα ποτέ τήν ἐντύπωση πώς  δίνει λιγότερη ἒμφαση στούς ἁπλούς γυναικείους καί ἀνδρικούς  χαρακτῆρες, ἀπ’ ὃτι π.χ. στόν Γύζη ἢ στόν Χαλεπᾶ.  Ὁ ἐρευνητής  μᾶς ἐξοικειώνει μέ τά ὑποκείμενα, τίς ἱστορίες, τίς μνῆμες, τούς φόβους τίς λύπες καί τίς χαρές τους, τήν συναισθηματική τους φόρτιση ὑπό τό πρῖσμα τοῦ ἐθνογραφικοῦ χωροχρόνου, ὁ ὁποῖος κάποτε ἀπλώνεται καί κάποτε συρρικνώνεται καί ἀφήνει σέ μᾶς νά ἐρμηνεύσουμε τήν σχέση.

 Ἓνα πλούσιο πολυσχιδές ἒργο, ὃσον άφορᾶ τήν δομή καί ὀργάνωση τῆς οἰκογένειας, τόν οἰκιακό καί κοινωνικό ἱστό, τίς πλευρές τοῦ ἐργασιακοῦ βίου ἀνδρῶν καί γυναικῶν, τήν οἰκονομία, τίς λαϊκές συνήθειες, τό λεξιλόγιο, λεπτομερεῖς καταγραφές τῶν καθημερινῶν δραστηριοτήτων τῶν γηγενῶν, τόν χῶρο τους,  τά χωριά τους,  μέ ἀμεσότητα, αὐθεντικά,  ἀποτελῶντας πλέον βιβλιογραφική περί Τήνου πηγή, ὃπως παλιά τά ὁδοιπορικά κείμενα ἀλλά μέ τήν ἐγκυρότητα τῆς Φλωράκειας ἐθνογραφικῆς ἒρευνας.

   Ταυτόχρονα ἐκθέτει τήν ἀγάπη καί τήν φροντίδα πού οἱ Τηνιακοί  περιέβαλλαν τόν φυσικό καί πνευματικό πλοῦτο τους, ὁ ὁποῖος ἐν τέλει εἶναι καί    κατοικία τους. Πέρα ἀπό τήν μοναδικότητα πού κρύβει ἡ τηνιακιά  φύση, λειτουργεῖ καί ὡς κήρυγμα, ὡς ἀποκάλυψη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ κάτοικοι  καί οἱ ἐπισκέπτες τῆς Τήνου, ὑποκλίνονται στήν ἒντονη θρησκευτικότητα πού ἀποπνέει ὁ πονεμένος αὐτός  τόπος, ὃπως αὐτή ἐκδηλώνεται μέσα ἀπό τά διάσπαρτα ξωκλήσια καί τίς  κατανυκτικές ἀκολουθίες καί πανηγύρια, πού διαμόρφωσαν τόν ἀσκητικό χαρακτῆρα τῶν κατοίκων.

  Εἶναι μιά διαδικασία καθόλου ἐπιτηδευμένη ἢ προκατασκευασμένη, πού ὑποστηρίζεται σέ καθοριστικό βαθμό καί ἀπό τήν ὑποβλητική ἐπιρροή τῆς γλυπτικῆς, καί ζωγραφικῆς, ἒργα καμωμένα ἀπό  ἁπλούς Χαλεπάδες, Φιλιππότηδες Γύζηδες άλλά καί σύγχρονους καλλιτέχνες ὃπως ὁ ξυλογλύπτης Εὐάγγελος Καγιώργης καί τά παιδιά του, Φραγκίσκος καί Φίλιππας. Καμωμένα ἀπό λαμπρούς καλλιτέχνες  περιόδων τοῦ παρελθόντος ἀλλά καί τοῦ παρόντος,  ἐξαιρετικά ἒργα τέχνης πού συνδυάζουν τόσο τήν θρησκευτικότητα τῶν χώρων ὃσο καί τήν καλλιτεχνική διάσταση ὁλάκερης τῆς Τήνου.

Βίαιος καί σκοτεινός κόσμος ἡ ἀνθρώπινη ψυχή. Ἀλλά ταυτόχρονα καί ἓνας κόσμος μέσα στόν ὁποῖο ἒχει τήν δυνατότητα νά ἀναπτυχθεῖ πραγματική ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία, ἀκόμη καἰ μεταξύ ἀνθρώπων πού βρίσκονται σέ διαφορετικές  θρησκευτικές ὁμολογίες, ἀντίθετα κομματικά στρατόπεδα ἢ σέ συγκρουόμενα πολυεπίπεδα συμφέροντα.  

  Ἐξαρτᾶται μέ ποιόν συνδιαλέγεσαι.Ὑπάρχουν ἂνθρωποι θρησκευόμενοι ποὐ συνομιλοῦν μέ τόν Θεό καθημερινά, ἂλλοι πού ἀνάβουν καντήλια στά γειτονικά ξωκλήσια καί ἂλλοι πού «κατεβάζουν καντήλια». Εἶναι ἐκεῖ ὃλοι τους, στίς γραμμές τοῦ Φλωράκη, γιά νά  μᾶς θυμίζουν τόν περιορισμό τῶν  δυνατοτήτων μας, τά ὃρια τῆς  δύναμης μας, τό πόσο εὐάλωτοι εἲμαστε,  τό γεγονός πώς ὃλοι θά φύγουμε ὁριστικά μιά μέρα. Ἀκόμη καί ἂν δέν πιστεύουμε σέ κανένα Θεό, αὐτό πού ἒχει σημασία εἶναι πώς δεν εἲμαστε οἱ ἲδιοι θεοί, καί ἡ περιρρέουσα αἲσθηση πώς ὑπάρχουν δυνάμεις πάνω ἀπό ἐμᾶς. Ὁ κάτοικος τῆς Τήνου, ὁ ἀνώνυμος Σαλισβουρῆς καί ὁ ἐπώνυμος  Χαλεπᾶς  προσπαθεῖ νά μᾶς διδάξει ταπεινοφροσύνη, τήν πίστη τήν ἀφήνει ὡς προσωπική ἑκάστου ἐπιλογή.   

   Ἂλλωστε στό ἐπίκεντρο τοῦ τόπου. τοῦ κάθε τόπου, βρίσκεται μιά γυναῖκα. Στήν Ὀδύσσεια ὃλα ὑποκινοῦνται ἀπό τήν Ἀθηνᾶ, στήν Ἰλιάδα από τήν Θέτιδα, στήν Παλαιά Διαθήκη ἀπό τήν Εὒα, στήν Καινή Διαθήκη ἀπό τήν Παναγία, στήν  Τῆνο ἀπό τίς κατιοῦσες τῆς Ἐρίννης, τήν τσατσα-Κούλα, τήν ἂμια-Μαρίνα, τήν Καρμέλα, τήν Ζωζεφίνα,  τήν Ἰωἀννα, τήν Ἑλένη, τήν Ρόζα, τίς μανάδες, τίς συζύγους καί τίς ἐρωμένες, γυναῖκες μέ ἀρρενωπή θηλυκότητα, στολισμένες μέ ἀλουργίδες καλοσύνης καί ὑπομονῆς, πού γνωρίζουν νά χειρίζονται καταστάσεις, καταπληκτικά καί πολυδιάστατα, καί οἱ ὁποῖες μέ τόν δικό τους τρόπο, θέλουν τό καλό τῶν παιδιῶν τους, ἒχοντας τό χάρισμα νά τιμοῦν ἐπίμονα καί περισσῶς ἀγαπητικά τόν φίλο, τόν ἂγνωστο στό φιλόξενο τραπέζι τους, γιατί  αἰσθάνονται ὃτι οἱ ἂνθρωποι σχετίζονται ὃταν καθίσουν νά φᾶνε μαζί σ’  ἓνα τραπέζι.

Ἡ δημιουργία μιᾶς σελίδας ἀπό το μηδέν θέλει κατάθεση ψυχής. Θέλει τήν αἲσθηση τῆς ἀποστολῆς. Ταιριάζει στόν τιμώμενο ἡ λέξη ἀποστολή. Μπῆκε στόν κόσμο  τῆς  λαογραφικῆς ἒρευνας ἒχοντας τό μικρόβιο, τό σαράκι καί τό ἂοκνο κέφι νά  ἀσχοληθεῖ μέ τό ἒργο τῆς καταγραφῆς. Εἶναι ξεκάθαρο πώς γιά τόν ἐρευνητή αὐτό δέν πρόκειται γιά ἓνα ἐπάγγελμα.

  Σέ κάθε γραμμή τοῦ ἒργου του ἀνακαλύπτουμε τήν διαδρομή τῆς σκέψης, τίς προσδοκίες καί τίς δυσκολίες τοῦ ἐπιστήμονα, ἀλλά καί τίς ἐμπειρίες μιᾶς πολυτοπικῆς ἐθνογραφίας, πού ἀκολουθεῖ τά ἲχνη ἀνθρώπινων σχέσεων στό χῶρο καί τόν χρόνο, ἐξερευνῶντας τόπους καί τρόπους μνήμης, περιγραφόμενες ἀπό «τήν ἐποχή τῆς προσωπικῆς περιπλάνησης, ὃταν μάθαινα νά μιλῶ μέ τούς ἀνθρώπους, καί ν’ ἀκούω τά πράγματα»4.    

  Τά κείμενα  διεισδύουν μέ διακριτικότητα καί σεβασμό στό ἐσωτερικό τῶν ψυχῶν  περιγράφοντας διεξοδικά, μαζί μέ τήν ὁργάνωση τῆς μονήρους ζωῆς, τά ἢθη καί ἒθιμα, τά πανηγύρια, τά τηνιακά καλλιτεχνήματα: φιλέδες, ἐγραλεῖα γλυπτικῆς γεωργίας κειμήλια, κτίσματα, περιστεριῶνες, ἀνεμόμυλους, ξερολιθιές, μαντρισιές, νταμάρια, ἐργαστήρια μαρμαρογλυπτικῆς, ἀγροτικές ἐθιμικές γιορτές, ἰδίως ὃμως  τούς φυσικούς ἦχους τῆς   τοπικῆς πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς καί ἱστορίας. 

  Ἀκόμη καί ἀγελοῦδες μέσα σέ χαλάσματα καί ρέματα,  μπαίνουν καί βγαίνουν στήν μνήμη καί στή λήθη μας. Τά λαγκάδια, τά ρέματα ἒχουν ψυχή μέ ὐγρασία, ἀπό τούς δεκάδες βρικολάκους, ἰσκιώματα και δαίμονες πού κατοικοῦσαν κάθε δέντρο, κάθε πλαγιά, κάθε ξινάρι τοῦ νησιοῦ. Ὃλο αὐτό τό κουκούλι, ἐκτός τῶν ἂλλων ἐπιδροῦσε ἂμεσα στό σύνολο τῶν καθημερινῶν δραστηριοτήτων τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὃλα τους νά εἶναι εἰκονοφόρα, ἰδίως ἡ γλῶσσα τους.

 Ἒπιαναν  μέ τά χέρια τους τά σύκα ἀπό  τήν συκιά, ἒκοβαν μέ τά χέρια τους τά σταφύλια, κατασκεύαζαν μέ τά χέρια τους ἀλέτρια, «δέν ξεχώριζαν τό  χωράφι ἀπ’ τήν καρδιά τους», εἶχαν ἐπαφή μέ τόν οὐρανό, καμιά μορφή προπέτειας ἢ  θρασύτητας στόν ὀρίζοντα, εἶχαν τήν αἲσθηση τοῦ ἀδύναμου πλάσματος, ἀλλά καί τοῦ δυνατοῦ, τοῦ,  μέ ἓναν Σταυρό πᾶμε τήν Δημιουργία πιό πέρα.

  Ὁ Τηνιακός πῆρε τόν κόσμο κατ’ εὐθεῖαν ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ, ὡς δῶρο θεϊκό, γεμᾶτο εὐλογίες καί τόν ἐπιστρέφει στόν Θεό ὡς εὐχαριστία. Εἶναι ὁ κόσμος τόν ὁποῖο ἐκφράζει τό  σταφύλι καί τό κριθάρι, ζυμωμένα μέ τίς χαρές, τούς στεναγμούς, τούς κόπους, τίς ἀγωνίες, τίς ἐλπίδες. «Δέν φέρουμε τίποτα  δικό μας σ’ αὐτή τήν δωροφορία, οὒτε δικά μας ἒργα εἶναι αὐτά τά δῶρα, ἀλλά δικά Σου. Ὃσα σοῦ προσφέρουμε μᾶς τά ἒδωσες χάρισμα· εἶναι δικά Σου καθ’ ὃλα καί γιά ὂλα»

 Ἦταν γοητευτικοί ἂνθρωποι, οἱ ἂνθρωποι τοῦ Ἀλέκου Φλωράκη. Ἡ σχέση μαζί τους δέν εἶναι εὒκολη. Εἰδικά ὃταν δέν ἐνδίδεις σέ έκπτώσεις. Κάτι πού εὒκολα θά μποροῦσε νά σοῦ ἀποφέρει κάποιο ὂφελος. Ὃμως ἡ Λαογραφία εἶναι Τέχνη, εἶναι ἀπό τά  ὡραιότερα ὑποκατάστατα τῆς  ζωῆς. Ἒτσι πρέπει νά μείνει, ἀκριβῶς ὃπως μᾶς τήν προσφέρει ὁ Λαογράφος μας.

  Μετά τήν μελέτη τῶν κειμένων τοῦ  Ἀλέκου Φλωράκη, ἐκλαμβάνω τήν Ἐθνογραφία-Λαογραφία, σάν ἓνα ἐργαλεῖο ἐξερεύνησης πού συλλαμβάνει τίς αἰσθήσεις  ἐκεῖνες πού ἡ μνήμη ἒχει θάψει, ἢ πάει νά λησμονήσει. Κι’ αὐτό τό προοίμιο τῆς αἲσθησης ἒγινε γιά τόν ἐρευνητή μας ὁ ὁδηγός καί ἡ ἐγγύηση τῆς  αὐθεντικότητας τῆς ἀναζήτησής του.  Μά γιά ποιόν σκοπό; Ὂχι γιά νά ἐξιστορήσει τήν ζωή τοῦ ντόπιου  μήτε γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τά μυστικά της ἀλλά γιά νά ἀποκρυπτογραφήσει μιά βιωμένη κατάσταση, ἓνα γεγονός, καί νά φανερώσει ἒτσι κάτι τό ὁποῖο μόνο ἡ γραφή μπορεῖ νά δώσει ὀντότητα καί νά τό περάσει, ἲσως, σέ ἀλλες συνειδήσεις, σέ ἂλλες μνῆμες.

  Ὃμως ὁ Φλωράκης ἀνήκει καί σέ μιά μεθόριο γενιά πού ζεῖ τό γκρέμισμα κοινωνικῶν, κοινοτικῶν καί προσωπικῶν βεβαιοτήτων. Σήμερα ἡ ἒρευνα τοῦ  Ἀλέκου τί θα κατέγραφε; Θά στεκόταν στούς φόβους, τήν ἀπελπισία, τό ἂγχος, τήν ματαιότητα καί τήν ἐξάντληση, τήν  κατάθλιψη, τά ἐργασιακά ἀδιέξοδα καί ἀπολύσεις, τόν  πόλεμο στήν Γάζα καί στήν Οὐκρανία, πού φαίνεται νά λαμβάνει περιφερειακές διαστάσεις  καί νά φθάνει μέχρι τήν Τῆνο,  τίς  ποδοσφαιρικές ἧττες καί ἀπογοητεύσεις, τήν  βία, τήν πίκρα, τήν διάβρωση-στρέβλωση  τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ  γεγονότος ἀπό τήν διάχυτη μαγική ἀντίληψη…

  Δέν πρόκειται νά µποῦµε στά βαθιά νερά τῶν κειμένων τοῦ Φλωράκη δι’ αὐτῆς τῆς  σταγόνας, πού εἶναι τό παρόν σηµείωµα. Θά τονίσουµε ὂµως πώς ὁ φίλος Ἀλέκος δέν εἶναι ἐρευνητής  τοῦ κανόνα, ἀλλά τῆς ἐξαίρεσης. Τό φλογερό πάθος του, ἡ συναρπαστική ἀφήγησή του, ἡ ποιητική του μεγαλωσύνη, συνιστοῦν στοιχεῖα μεγάλης παιδείας. 

  Τό κείμενό μου ἀναγκαστικά εἶναι σύντομο, καί κάπως ἀποφθεγματικό. Εἶναι περισσότερο  μιά πρό(σ)κληση σέ  ὃλους νά ξαναμελετήσουμε τόν Φλωράκη. Τό νά θωπεύεις κολακεύοντας  κάποιον εἶναι εὒκολο, ἰδίως στήν έποχή μας πού ὑπάρχουν τόσα μέσα γιά νά  τό πετύχεις. Τό θέμα εἶναι νά «χωνέψεις» βαθιά καί οὐσιαστικά τό πέρασμα κάποιου ἀνθρώπου ἀπό  τόν κόσμο, νά δεῖς συνολικά τό φίλμ τῆς ζωῆς του, τῆς δράσης του, τῆς στάσης του, τῆς σκέψης του, τῆς προσφορᾶς του, τῶν διλημμάτων του, καί τῶν ἐσωτερικῶν του διαλόγων.

  Αὐτό πού μένει εἶναι ὁ Ἀλέκος νά συνεχίσει  ν’ ἀντιστέκεται «ὃπως οἱ ἐλιές τῆς πατρίδας μου», πού λέει κι ὁ Βρεττάκος! Ν’ ἀντιστέκεται στήν πτώση, τήν παραίτηση, τήν ἀσχήμια, τήν ἀδιαφορία, τήν ἒλλειψη ἐπίγνωσης καί τήν διάχυτη ἀνοησία πού ὑπάρχει παντοῦ. Καί νά φροντίζει τά ὂνειρά του νά εἶναι πάντα πιό πολλά ἀπό τίς ἀναμνήσεις του. Νά συνεχίσει νά  γράφει κάτι πού  ν’ ἀξίζει νά τό διαβάσει κανείς ἂλλη μιά φορά, ἀκόμη καί ὁ ἲδιος.

 

1.Ἀπό τήν κουβερτούρα τοῦ ἒργου.

2. Ἀλέκος Ε. Φλωράκης, Κάποτε στήν Τῆνο Παλίμψηστα λαογραφικά, σελ.10, εκδ, Ἐρίννη.

3.Ἀλέκος Φλωράκης. Σέ παρελθόντα χρόνο, εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 200. 

4.Ἀλέκος Ε. Φλωράκης, Κάποτε στήν Τῆνο Παλίμψηστα λαογραφικά, σελ.16, εκδ, Ἐρίννη.

 

 

 

 

 

 

1 σχόλιο:

  1. Φίλος κοινός, άναφερόμενος στόν τιμώμενο μοῦ κατέγραψε τά παρακάτω "Σπουδαίος άνθρωπος με πλούσιο έργο και πολύμορφη και πολυσχιδή προσφορά στο νησί και όχι μονο.
    Απλά να συμπληρώσω και την πολύχρονη συνεργασία του με την Οφιούσα, έχοντας την επιμέλεια δυο στηλών: "ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ" και "Ονομάτων επίσκεψις". Ήταν για πολλούς οι στήλες με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα. O Σεραφείμ Φυντανίδης διευθυντής της Ελευθεροτυπίας έλεγε στον Θέμη Δαλέζιο ότι περιμένει τήν εφημερίδα για να ξεκινήσει από αυτές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή