(Λουκά 15,25-37)
(Διαβάζουμε τήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου σάν ποίημα καί ὂχι σάν παραμύθι).
Ξεκινᾶμε μέ τόν μικρό ἀδελφό. Είναι προφανές ότι ο μικρός διεκδίκησε όσα τοῦ ἀναλογοῦσαν επειδή ήθελε νά ανεξαρτητοποιηθεί και να τραβήξει τον δρόμο του. Αυτός όπως συνήθως οι δευτερότοκοι, ήταν πιο χειραφετημένο, πιο αντιδραστικό παιδί. Είχε την τάση να φύγει γιατί προφανώς το πατρικό σπίτι τον έπνιγε. Ο πατέρας ήταν καλός, όμως η ελευθερία του παιδιού πνιγόταν στην γονεϊκή τάξη και την εγγυημένη ασφάλεια. Αλλά ο μικρός ήθελε να ανοίξει τα φτερά του κι επέλεξε να μεταναστεύσει για την δική του ατομική αυτοπραγμάτωση. Έπρεπε να πάρει τον εαυτό του στα χέρια του, να διακινδυνέψει έξω από τον κλειστό κόσμο του πατρικού σπιτιού, και η μακρινή χώρα τού έδινε περισσότερες από μια ευκαιρίες. Τα πράγματα εν τούτοις δεν ήρθαν όπως τα περίμενε και αντί να πετύχει, απέτυχε οικτρά. Έζησε με παράφορη ένταση αλλά έχασε και συνετρίβη. Φαίνεται ότι ενήργησε σπασμωδικά χωρίς την απαραίτητη ωριμότητα και αυτάρκεια, οπότε, «διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Η επανάσταση προϋποθέτει πέρα από την διάθεση, σχηματισμένο Εγώ και εσωτερικό δέσιμο, που εκείνος δεν είχε. Έτσι κέρδισε μεν τη ελευθερία αλλά δεν την εβάθυνε σ’ ένα δικό του πρόσωπο. Στην ρηχότητα της αυτονομίας του αρνήθηκε μαζί με το πατρικό σπίτι και τον εαυτό του ως ώριμο Εγώ. Δεν έσφαλε ζητώντας να ακολουθήσει την φωνή της επιθυμίας του. « Έσφαλε» επειδή δεν ωρίμασε στην επιθυμία του και ελευθέρωσε το απωθημένο ασυνείδητο σε ένα ανέτοιμο Εγώ. Δεν απαρνήθηκε τον πατέρα αλλά διεκδίκησε τον εαυτό του. Και πολύ ορθά -μόνο που η λαχτάρα υπερακόντισε την ετοιμότητα. Η υποκειμενική ανεπάρκεια σε συνδυασμό με την οικονομική καταστροφή της μακρινής χώρας (αντικειμενική αδυναμία)τον κατάντησαν σε έσχατη μοναξιά και ένδεια. Αν η εργασία μας φέρνει σε οργανική σχέση με τους άλλους, εκείνος έφθασε σε τέτοια ερήμωση, ώστε μοναδική του σχέση να είναι τα γουρούνια. Κατάφερε με δυσκολία να γίνει χοιροβοσκός ενός ντόπιου και να επιθυμεί (ἐπεθύμει) πλέον να χορτάσει την πείνα του με ξυλοκέρατα. Από τον καημό της ελευθερίας ξέπεσε στον καημό των ξυλοκέρατων. Ανάμεσα στην υπέρβαση και την επιβίωση που τον συνθλίβουν αποκτά συνείδηση της κατάστασής του και συνέρχεται. (εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν). Αυτό σημαίνει ότι καθώς έρχεται ενώπιος ενωπίω ειρηνεύει με το σπίτι και με τον πατέρα που εγκατέλειψε, «βάζει μυαλό» και ταπεινωμένος αποφασίζει να επιστρέψει. Κατανοεί ότι η ελευθερία έχει απαιτήσεις ωριμότητας που εκείνος ακόμη δεν διέθετε. Την εξωστρέφειά της συμπληρώνει μια ουσιώδης εσωστρέφεια, η οποία επιτρέπει να κερδίζεις την ελευθερία όπου κι αν βρίσκεσαι.
Πήρε τον δρόμο της επιστροφής και πλησίαζε προς το σπίτι όταν ο πατέρας τον είδε από μακριά κι έτρεξε με μεγάλη συγκίνηση να τον προϋπαντήσει. Τον αγκάλιασε με όλη την δύναμη και τον καταφιλούσε, χωρίς να δίνει καμμιά σημασία, χωρίς τα αυτιά του να ακούνε τα λόγια συγγνώμης που ψέλλιζε ο γιος του. Έφτανε που τον είχε μπροστά του σώο και αβλαβή. Μετρούσε η επιστροφή και όχι η συγνώμη. Γι’ αυτό και χωρίς περιστροφές διατάζει να του φερθούν σαν σε άρχοντα και να γίνει μεγάλη γιορτή, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν επισκεπτόταν το σπίτι ένα σπουδαίος ξένος. Τιμή και γιορτή αφορούν την ίδια την επιστροφή που ο πατέρας βλέπει σαν ανάσταση εκ νεκρών και δεν συγκρίνει ούτε συνδυάζει με την μετάνοια. Καλύτερα: αδιαφορεί πλήρως για αυτήν. Είναι σημαντικό για την κατανόηση της παραβολής αυτό το στοιχείο. Αν η φυγή του ασώτου ήταν αμαρτία, τότε η μετάνοια έπρεπε να αποτελεί προϋπόθεση κάθε αποδοχής και η αφήγηση να το υπογραμμίζει. Εδώ αντιθέτως δεν βλέπουμε τον πατέρα να συγχωρεί μεγάθυμα την μετάνοια αλλά να πανηγυρίζει την επιστροφή. Θέλει και εννοεί την επιστροφή ως ρήξη με το παρελθόν των μεταξύ τους σχέσεων, πράγμα αδύνατο για την μετάνοια, η οποία ούτως ή άλλως διατηρεί στην συνείδηση, αν όχι στο βάρος του, πάντως το γεγονός του. Η μεταμέλεια κουδουνίζει ακατάπαυστα, στον κόσμο της βρικολακιάζει ο χρόνος. Εξ ου και η αιτιολογία των πανηγυρικών συναισθημάτων του: οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Η ανάσταση δεν αφήνει περιθώρια εξουσίας στο παρελθόν, διασκεδάζει το καταθλιπτικό βάρος του επί του παρόντος και αφήνει την ψυχή να πετάξει ελεύθερα σε ένα καινούργιο χρόνο. Ακυρώνει τον θάνατο αξιώνοντας την ύπαρξη. Με την αδιαφορία που δείχνει για την συγνώμη του μικρού του γιου, ο πατέρας ζητάει ασυναίσθητα την δική συγνώμη: Αναγνωρίζει την ανθρώπινη αξία του και φέρνεται αναλόγως. Στο πρόσωπο του ασώτου αναγνωρίζει το δικαίωμα της τιμής και της αυτονομίας. Εάν αισθανόταν ενοχές για την απώλεια του παιδιού, αφού όχι μόνο δεν τον απέτρεψε να φύγει αλλά του προσέφερε χωρίς αντίρρηση όλα τα μέσα, η απροσδόκητη επιστροφή τον χαροποιεί διπλά, τον βλέπει ταλαίπωρο, αλλά σώο, και ο ίδιος ανακουφίζεται λυτρωτικά διότι αποενοχοποιείται. Το εισπράττει και σαν επιτυχή έκβαση δοκιμασίας ενηλικίωσης. Υπ’ αυτήν την έννοια είναι μάλλον αναγέννηση παρά επιστροφή στο παρελθόν. Οι τιμές και οι πανηγυρισμοί αποδίδουν δικαιοσύνη στην χειραφέτηση.
Ο άσωτος διεκδικούσε την ελευθερία του και ο πατέρας τού την έδωσε αναμένοντας με την σειρά του σιωπηρώς αποδείξεις διαχείρισης της αυτονομίας. Η ωρίμαση μπορούσε να είναι μια από αυτές. Τον άφησε να δοκιμαστεί και τώρα αποδέχεται ως νέα πραγματικότητα το ήδη κεκτημένο. Του αναγνωρίζει με τον πιο επίσημο τρόπο ότι δικαιωματικά διεκδίκησε την χειραφέτηση και την αυτοδυναμία, ότι εν τέλει βγήκε σε καλό η φοβερή τούτη διακινδύνευση. Αγάπη και καλοσύνη του πατέρα –ή του Θεού- δεν είναι το συναισθηματικό του ξεχείλισμα, είναι η καταξίωση της τόλμης στην ένδεια της αποτυχίας, η απόδοση τιμών στον σκοπό την πικρή ώρα της ήττας. Η χάρη δεν μας ακουμπά ποτέ την ώρα του θριάμβου, την νιώθουμε ευεργετικά σαν χάδι στην ματαίωση και την πανωλεθρία. Η ψυχή ανασαίνει στον σκοπό ασχέτως επιτυχίας πρακτικής ή αποτυχίας.
Οι άνθρωποι της εκκλησιαστικής σημερινής επιβίωσης του βυζαντινού πολιτισμού μετεωρίζονται σε χαίνον ανθρωπολογικό κενό, με αποτέλεσμα αντί να είναι πρόσωπα με δικό τους εαυτό, υποτάσσουν την ψυχολογία τους σε απρόσωπες συμβολικές συνθήκες και υπάρχουν κάπως σαν μεταφυσικά ανδρείκελα. Όταν η ιστορία μετατρέπεται σε τελετουργικό, ακόμη και το δράμα αναπτύσσεται εκτός της ψυχικής πραγματικότητας. Έρχεται φυσικό να υπάρχει χώρος μόνο για απότομες μεταβολές, είτε μεταστροφές από την αμαρτία στην μετάνοια και περαιτέρω στην ανταποδοτική θεία συγχώρηση- καμμιά ψυχολογική εξέλιξη. Ο τύπος καταπίνει τους ζωντανούς μαζί με τα συναισθήματα και τις επιθυμίες τους. Υποχρεώνει κάθε πιστό να εξορκίσει την φυσικότητά του και υπάρχει πολωτικά ως καλός ή κακός, αμαρτωλός ή ενάρετος. Η απόρριψη της ψυχολογίας και της ατομικότητας είναι το τίμημα του κωδικού αλληγορισμού και του ομαδικού χρόνου του, αυτή κάνει τον εξομολόγο να ελέγχει την συμπεριφορά και αναλόγως, να εφαρμόζει συγχωρητικά την τάξη ή να επιβάλλει το σχετικό επιτίμιο. Πιο απλά ο εξομολόγος γίνεται ο ρυθμιστής, ο απόλυτος άρχοντας του ψυχισμού του χριστιανού. Εδώ τίποτα δεν νομιμοποιεί το ανθρώπινο. Ο κόσμος αποδοκιμάζεται, με ιδιαίτερη εμμονή περί τα σεξουαλικά.
Μένει ανοικτό το ζήτημα τι
έκανε ο μεγάλος αδελφός μετά τα όσα είπε
ο πατέρας; Κράτησε τον θυμό του ή μπήκε κι αυτός στο σπίτι
να γιορτάσει την σωτηρία του αδελφού του; Έζησαν μέχρι τέλους χωριστά ή τους
ένωσε η αγάπη του πατέρα; Οπωσδήποτε η αγάπη του πατέρα λειτουργεί σαν
συνεκτική δύναμη της παραβολής, όμως ούτε την φυγή του αδελφού απέτρεψε ούτε το
μίσος του μεγάλου εμπόδισε. Η παραβολή αποφεύγει σκοπίμως να μιλήσει για την
οριστική απόφαση του δεύτερου σαν να θέλει εμείς να το συμπεράνουμε για
λογαριασμό του και για λογαριασμό μας. Τι έκανε τον έναν να φύγει και τον άλλο
να μισήσει;
Ο Λουκάς λέει περισσότερα από όσα γράφει. Στην δραματική της συγκρότηση η ιστορία του ασώτου προβάλλει την ανοικτότητα ως εσωτερική αντίδραση στην κλεισούρα των τυποκρατούμενων αγκυλώσεων, που καταπνίγει το συναίσθημα. Εξ ου κα την προσωποποιεί στον πατέρα –Θεό, την υπεράνω κάθε εξωτερικού καθορισμού άπειρη πραγματικότητα. Δεν προτρέπει στην μετάνοια ούτε υπογραμμίζει απλώς την καλοσύνη του Θεού, αλλά μας ωθεί να ζητήσουμε τι απηχούν ως θείο θέλημα, το οποίο και μοιραζόμαστε δυνητικά –σε τι έγκειται η ενέργειά τους. Διότι με την επιστροφή του ασώτου και την πανηγυρική του υποδοχή, τίποτε δεν μένει όπως ήταν πρώτα. Και ο μικρός γιος άλλαξε και ο πατέρας και ο αδελφός. Όλοι τώρα εκφράζουν πληρέστερα την αλήθεια τους.
Η χάρη του Θεού βαστάζει τους τολμηρούς, όσους θέλoυν με κάθε τίμημα να ανοίξουν τα φτερά τους. Η χάρη και η τόλμη έχουν ένα κοινό: πολεμούν τον φόβο. Ο Άσωτος είχε νοθεύσει την ελευθερία του με ικανή δόση ασφάλειας. Θυμόταν περισσότερο του δέοντος, ενώ η ελευθερία θέλει λήθη, ρήξη με τα δεσμά των συμβάσεων και των συνηθειών που δεν αφήνουν να βρούμε τον εαυτό μας.
Υστερόγραφο: Κάποιες παρεμβάσεις μου βιάζονται να τελειώσουν και κάποιες δεν ολοκληρώνονται ποτέ· όπως ο Ἀσωτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου