Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Λιτή προσευχή στην καμπή του χρόνου

 

ας  κρατήσει

η χρονιά που έρχεται

τα  καλά της χρονιάς που φεύγει


τ’ άλλα

στο χέρι μας είναι ν’ αλλάξουν


 κι αν όχι…

ας βάλει ο Θεός το χέρι του.

 

Ἀπό τίς σελίδες τῆς ποιητικῆς συλλογῆς «Κυμοθόη» τοῦ παιδικοῦ γείτονα, ποιητή Ἰωάννη Παπαδασκαλόπουλου. 

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Ήχοι εύηχοι, αρμονικοί και απροσπέλαστοι….

 Του Βασίλη Δαμιανάκη

 Από την Τήνο της Μεγαλόχαρης ως την Πάτμο της Αποκάλυψης του Ιωάννη

 

  Στο πισωγύρισμα του χρόνου, σταθμεύει ο νους νοσταλγικά σε ήχους μοναδικούς που παραμένουν το ίδιο εύηχοι, αρμονικοί και απροσπέλαστοι στα καλντερίμια των εφηβικών διαδρομών, των πιο ξέγνοιαστων περιπλανήσεων. Αυτοί οι ήχοι μεταπλάθουν την εικόνα της στιγμής με τέτοιο τρόπο, ώστε όταν ξυπνούν οι μνήμες, ζωντανεύουν χορεύοντας στους ρυθμούς αυτών των ήχων. Δε θα σταθώ σ’ αυτό το κείμενο σε ήχους μουσικών οργάνων, επειδή αλήθεια μπούχτισα απ’ αυτούς… Δε θα σταθώ ούτε στους ήχους καλοφωνάρηδων ψαλτάδων και τραγουδιστάδων, αφού μου φαίνεται ότι θα συνταυτιστώ με το : …η λέξη είναι μία : ησυχία !

  Αν και ήταν όμορφα στη Σχολή της Τήνου, κάποιοι γινόντουσαν υπερβολικοί – άγνωστο γιατί- λέγοντας ότι κακοπερνούσαν κι ότι δήθεν δεν άντεχαν και θα έφευγαν. Αφορμή για περαιτέρω σχόλια πάνω σε ό,τι είχε να κάνει με την υποτιθέμενη κακοπέραση έδωσε και το ακόλουθο συμβάν.

  Εκείνη τη χρονιά ο διευθυντής εκτός από τις κότες που είχε στο πίσω μέρος της Σχολής, φρόντισε να πάρει και δυο χοιρίδια που σοφά μάλιστα σκέφτηκε να τα ταΐζει με τα αποφάγια των οικότροφων σπουδαστών. Ο Κιοστέρης ο Μανόλης είχε πάει να καπνίσει κρυφά στα πευκάκια ένα πρωινό Σαββάτου και μας περιέγραψε τι είδε ιδίοις όμμασι, αφού ακούσαμε το μουγκρητό του γουρουνιού από το γήπεδο του μπάσκετ και μαζευτήκαμε να δούμε τι είχε συμβεί. Είδε ο Μανόλης το γουρούνι να τινάζει το πίσω δεξιό του πόδι προς τα πίσω, σαν να ετοιμάζονταν να πάρει φόρα. Κι όντως πήρε φόρα, έτρεξε μερικά μέτρα και χτύπησε τη γουρουνοκεφαλή του γερά στον τοίχο κάτω από τα μαγειρεία, κι αφού μούγκρισε με ό,τι δύναμη του είχε απομείνει παραπέμποντας σε …. κύκνειο άσμα, ξεψύχησε μερικά λεπτά αργότερα. Ανέλαβε το παιδί για όλες τις δουλειές, ο Μαθιός ο Μαραυγάκης, τον άχαρο ρόλο του χασάπη στο δύσμοιρο τετράποδο απολεσθέν αδόξως χοιρίδιο… Μείναμε να θαυμάζουμε το γεγονός, λες και ήμασταν παριστάμενοι σε κηδεία ανθρώπου που είχε αυτοκτονήσει. Ο Δερμίτζος ο Κασσανιώτης, επηρεασμένος απ’ αυτό, θέλοντας να στηρίξει τους υποτιθέμενους κακοπαθούντες της Σχολής, σχολίαζε με μανία: « Ορίστε… Καλά σας το ‘λεγα εγώ. Ούτε οι χοίροι δεν κάνουνε ραχάτι επαέ μέσα. Να τα ξέτελά του ( το τέλος του). Δεν άντεξε κι αυτοκτόνησε…». Ο ήχος από το μουγκρητό του χοίρου που προορίζονταν για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι του… Μπάρμπα, καλά κρατεί στη θύμησή μου με σπάνιο παραλήρημα…

  Η 17 η Δεκεμβρίου είναι η ημερομηνία που σαν δάσκαλος όποτε τη γράφω στον πίνακα με ταξιδεύει στη 17 η Δεκεμβρίου του 1993, ημέρα Παρασκευή. Όλη τη βδομάδα υπήρχε αναστάτωση στην Εκκλησιαστική Σχολή της Τήνου, καθώς οι μετεωρολογικές προγνώσεις κάνανε λόγο για έντονα καιρικά φαινόμενα παραμονές των Χριστουγέννων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε να μείνουμε αποκλεισμένοι στο ευλογημένο νησί και να μην πάμε ο καθείς στον τόπο του για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Ο διευθυντής δεν έπαιρνε από λόγια κι άδικα προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν οι του δεκαπενταμελούς συμβουλίου, με προεδρεύων τον Σιδέρη. Μεσοβδόμαδα με ρωτά ο κ. Δημόπουλος (Σχολάρχης) το απόγευμα καθώς είχα πάει να παραδώσω τις εισπράξεις της ημέρας από την καντίνα και περνούσα από το γραφείο του : « Τι λες ρε Βασιλάκο; Να τους αφήσουμε να φύγουνε νωρίτερα κατά την Παρασκευή; ». Μαζεύτηκα αρχικά. Ήτανε το μόνο πράγμα που δεν περίμενα να ακούσω. Ήξερα ότι με συμπαθούσε ο ….Μπάρμπας. Με εμπιστεύονταν και εκτιμούσε την ειλικρίνειά μου. Μα να ζητά τη γνώμη μου για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα που είχε να κάνει με το κλείσιμο της Σχολής τόσες μέρες νωρίτερα; Αφού μ’ ανέβασε στα πιο ψηλά σκαλοπάτια μ’ αυτή την ερώτηση, λαμβάνοντας κι εγώ υπεύθυνη στάση και θέση έναντι του προβληματισμού του, απάντησα σαν να ήμουν μέλος του Συλλόγου Διδασκόντων της Σχολής με την πρέπουσα σοβαρότητα: « Να τους αφήσουμε κύριε, να τους αφήσουμε. Αλλά να μην βρούμε και το μπελά μας… Ξέρω κι εγώ;». Κι εκείνος που φαινόταν να είχε πάρει την απόφαση αρκετά πιο νωρίς μου επισήμανε : « Λέω να τ’ αφήσουμε μορέ τα μουρλά, αλλά μην πεις σε κανένατίποτα ακόμα και τους ξεσηκώσεις, γιατί αύριο έχουμε μάθημα ». Βγήκα από το γραφείο συγκρατημένα με την καρδιά μου να πάει να σπάσει από χαρά, μα πού να κρατήσω το μυστικό… Σε αυτές τις περιπτώσεις όλοι νομίζω αντιδρούμε το ίδιο. « Σιδέρη θα σου πω μ… κάτι, αλλά δε θα πεις σε κανένα τίποτα. Εντάξει; Την Παρασκευή φεύγουμε. Νέτα…» Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε κι από τον Σιδέρη στη συνέχεια, ώσπου το μάθανε όλοι και η συνέχεια ήταν η αναμενόμενη…

   Θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Ο ήχος στο συμβάν που είναι; Το ωραιότερο εγερτήριο στη Σχολή εκείνη τη χρονιά ήταν όταν το πρωί της μέρας που θα ταξιδεύαμε για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, περνούσαν από τους θαλάμους οι κάπως πιο παλιοί μαθητές - έχοντας βέβαια περισσότερα προνόμια και πάσης φύσεως αξιώματα όπως για παράδειγμα οι επιμελητές- και χτυπούσαν τις κατσαρόλες του μάγειρα Μπον με τις κουτάλες ρυθμικά και παράλληλα ψέλνανε τα κάλαντα. Ο Ηρακλής σκεφτόμουν χτύπησε τα κρόταλα της θεάς Αθηνάς για να διώξει τα φοβερά, ανθρωποφάγα πουλιά, τις Στυμφαλίδες Όρνιθες από τη Στυμφαλία λίμνη, εκπληρώνοντας έτσι άλλον έναν άθλο που του είχε αναθέσει ο ξάδερφός του ο Ευρυσθέας. Κάπως έτσι ήθελαν μου φαίνεται να μας ξαποστείλουν κι εμάς οι… Εβδομίτες. Οι ήχοι απ’ αυτές τις κατσαρόλες ακόμα και σήμερα με ταξιδεύουν εκεί, στην Τήνο, στη Σχολή αναπολώντας εκείνα τα χρόνια….

  Ώρα μεσημεριανού σιωπητηρίου. Το πειραχτήρι ο Χαραλαμπόπουλος, πήγε και τράβηξε όλα τα καζανάκια από τις τουαλέτες που ήταν στους πάνω θαλάμους, κάτω από το θυρωρείο. Ακούγονταν τα νερά που τρέχανε, λες και ήταν χείμαρρος. Ο Μοσχόβης που ήταν μισοκοιμισμένος, άπλωσε τα χέρια του κάτω από το κρεβάτι και παραμιλώντας είπε το εξαίσιο για την περίσταση, ακούγοντας τα νερά από τα καζανάκια που συνεχώς έτρεχαν: «Τι έγινε ρε; Πλημμυρίσαμε;»….

   Παραμένοντας στον ήχο από πτώση υγρού στοιχείου, θυμήθηκα τον συμμαθητή που μ’ έβαλε να κάνω τον τσιλιαδόρο, καθώς είχε ραντεβουδάκι μεταμεσονύχτιο στα σκαλοπάτια του Δημοτικού Σχολείου, νοτίως του οικοτροφείου. Κι ενώ όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν και το ζευγαράκι τσιλιμπούρδιζε ζώντας και απολαμβάνοντας εφηβικά κι ερωτικά σκιρτήματα, άκουσα τη νεανίδα να ρωτάει κάπως τρομαγμένη το …αμόρε της δηλ. τον συμμαθητή μου. «Καλά δε φοβάσαι μη σκάσει μύτη κανένας Δημόπουλος ή κανένας παπά Γιώργης και μας κάνουν τσακωτούς;» Ο σεβντάς σε κάνει να ξεχνάς και φιλίες και ασφαλώς να μην εκτιμάς την εμπιστοσύνη και το ρίσκο που παίρνει κάποιος προκειμένου να σε καλύψει. Ο συμπαθέστατος κατά τα άλλα συμμαθητής, τυφλωμένος μάλλον από το …πάθος αδιάφορα την καθησύχασε με τα παρακάτω: « Μην ανησυχείς. Έχω το μ…. τον Δαμιανάκη από πάνω κι έχει τον νου του και γι’αυτό είμαι άνετος». « Α… είμαι και μ… που σου κάνω πλάτες κι ερωτοτροπείς ε; Εδά θα σου πω εγώ…» σκέφτηκα. Έφυγα γυρνώντας με έναν κουβά του σφουγγαρίσματος γεμάτο νερό, που τον εκσφενδόνισα κατά πάνω τους και τους έκανα… λούτσα. Ζεϊμπέκης ένιωσα για το κατόρθωμά μου και μέχρι σήμερα δεν έχω μετανιώσει γι’ αυτή μου την πράξη. Τράβηξα για το θάλαμο κι εκεί όλοι ξέρανε το κατόρθωμά μου. Τους είπα να κάνουν τους κοιμισμένους, αλλά ήταν απόλαυση η στιγμή που μπήκε ο συμμαθητής και παραπονέθηκε για το κουβαδίδι που έφαγε μισοκλαίγοντας με τα παρακάτω :« Ρε σεις τι κάνατε; Με κάψατε… πώς θα πάει τώρα η άλλη στο σπίτι της ; Δαμιανάκη μη μου κάνεις τον κοιμισμένο….». Με πρόδωσε το θεαματικό γέλιο του… γκασμά συμμαθητή μου, του Μυτιληνιού, Γανως Αριστείδ από το Πλωμάρ Μυτιλήνς…

  Η μελέτη λόγω της ζέστης τον Ιούνιο πριν τις εξετάσεις γίνονταν έξω, υπαίθρια. Βολιδοσκοπούσαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα οι εκάστοτε επιμελητές, ελέγχοντας αν οι μαθητές διάβαζαν. Κάποτε ο Αμαργιαννίτης Στέφανος Φουκάκης, βάλθηκε να τρελάνει τον πιο σχολαστικό επιμελητή, τον Βασίλη Μονόλιθα. Με την άκρη του ματιού του αντελήφθη ότι ο Μονόλιθας τον παρακολουθούσε για να δει αν διαβάζει. Εκείνη την ώρα περνούσε μια κότα από εκείνες που είχε ο διευθυντής στο πίσω μέρος. Κι αρχίζει ένας συναρπαστικός διάλογος μεταξύ κότας και Φουκάκη. « Πώς σε λένε κοκόνα μου; Άστα έχω πολύ διάβασμα σήμερα. Δεν είμαι για βόλτα » Παρά ήταν πειστικός ο Φουκάκης, αλλά και η κότα λες και της είχαν δώσει καλαμπόκι για να παίξει για την περίπτωση. Ήσυχα ήσυχα κακάριζε κι έμοιαζε ότι επικοινωνεί με το Φουκάκη. Κι αυτός συνέχιζε :« Έχεις κι άλλα αδέρφια; Κάθε πότε κάνεις αυγό; Μην πεις σε κανένα ότι μιλάμε. Εντάξει;». Δε μίλησε ο Μονόλιθας, παρά μόνο κούνησε το χέρι του σαν να ήθελε να πει; « Ω! τον καημένο…του σάλεψε από το πολύ διάβασμα». Το βράδυ στη τραπεζαρία δεν τ’ άφησε ασχολίαστο: « Πάτε καλά; Είναι διάβασμα αυτό που κάνετε; Ο ένας ξεψειρίζεται όλη την ώρα και σπα τα κονίδια πάνω στο θρανίο, ο άλλος καπνίζει, ο άλλος πάει στην τουαλέτα και ξεχνά να βγει έξω. Κι έχουμε και τον Φουκάκη που άκουσον, άκουσον…. συνομιλεί με τις κότες… Βρε είστε μουρλά;».

  Ο ήχος πάντως από το κακάρισμα της κότας έδινε την εντύπωση ότι πράγματι καταλαβαινόντουσαν κι επικοινωνούσαν απόλυτα… Ήχοι σαν εκείνους του χοιρίδιου που… αυτοκτόνησε, της κότας που κακάριζε στους ρυθμούς της κουβέντας που της είχε ανοίξει ο Φουκάκης, τις κατσαρόλες που προμήνυαν το φευγιό μας για χριστουγεννιάτικες διακοπές, αναπολώ κι από τα δυο χρόνια που φοίτησα στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή. Στην Πάτμο εκτός του ότι φοίτησα στη Σχολή, εργάστηκα και στο Ιερό Σπήλαιο της Αποκάλυψης του Ιωάννη με την ιδιότητα του ιεροψάλτου, του ξεναγού και του φύλακα. (Δεν επέτρεπα την είσοδο στον ιερό χώρο στους… μη ευπρεπώς ενδεδυμένους).

  Κυριακή μεσημέρι στην τραπεζαρία στης Σχολής ενώ τρώγαμε, μια μύγα φτεροκοπούσε και ζουζούνιζε πάνω από το κεφάλι του Σχολάρχη μας του κυρίου Μελιανού και είχε γίνει τόσο ενοχλητική, που δεν τον άφηνε να φάει. Μάταια προσπαθούσε να τη διώξει, καθώς εκείνη εξακολουθούσε να τον περιτριγυρίζει. Τη μύγα και τη βλέπαμε και την ακούγαμε. Ξάφνου ακούμε το Σχολάρχη να προστάζει τη μύγα: « Μύγα φύγε επιτέλους, άσε με να φάω και πήγαινε στον Παναγιώτη». Φτερούγισε η μύγα και ως διά μαγείας πήγε αμέσως πάνω από το κεφάλι του Πατρινού μαθητή της εβδόμης τάξης, Παναγιώτη Καπανδρίτη και συνέχισε το ζουζουνοφτερούγισμα πάνω από το κεφάλι του. Θαυμάσαμε που ως και τα έντομα υπακούγανε στις προσταγές του σχολάρχη μας….

  Τα ποδοβολητά μαθητών της Σχολής με ξύπνησαν κάποτε μες στα άγρια μεσάνυχτα. Υπήρχαν μαθητές που έβαζαν ξυπνητήρι, για να πάνε να καπνίσουν μεταμεσονύχτιες ώρες, τότε που οι επιμελητές κοιμούνταν, ενώ κι ο διευθυντής απουσίαζε. Σε ξαφνική έφοδο του Μελιανού πιάστηκαν στα… πράσα κάμποσοι μαθητές και το πλήρωσαν ακριβά. Ένας απ’ αυτούς κάπνιζε μέσα στις τουαλέτες και φυσούσε προς τα πάνω, με αποτέλεσμα ένα σύννεφο καπνού να έχει απλωθεί στις τουαλέτες. Τον έκανε κι εκείνον τσακωτό. Την άλλη μέρα στην προσευχή που μοίραζε αποβολές στους κρυφοκαπνιστές, έκανε ιδιαίτερη μνεία στο μαθητή που κάπνιζε μέσα στην τουαλέτα. « Ο κύριος Σ…… κάπνιζε μέσα στον καμπινέ με τα …σκατά. Βέβαια! Σκατοτσιγάρο έκανε…». Πού να μη γελάσεις….

   Ενοχλητικός ήχος αν και απολύτως ρυθμικός ήταν το ροχαλητό μαθητού της Σχολής της Πάτμου, που σήμερα πρωτοσυγκελεύει και πέρα από το ροχαλητό του, μου ήταν αρκετά συμπαθής. Στρουμπουλό παιδί καθώς ήταν, όταν ήρθε στη Σχολή ντρεπόταν και ήταν πολύ μαζεμένο. Ρωτάει την ώρα που τρώγαμε στην τραπεζαρία την πρώτη μέρα που ήρθε: « Ρε παιδιά εδώ όταν θέλει κανείς να κάνει μπάνιο, πώς το κανονίζετε;». Ο Γκάτσος από την Αλίαρτο Βοιωτίας πήρε σοβαρό ύφος και με την πειστικότητα να χτυπάει κόκκινο απάντησε εκ μέρους όλων μας:« Να… μπαίνουμε όλοι μαζί μέσα σε ένα τεράστιο μπάνιο, ξεβρακωνόμαστε και τρίβει ο ένας την πλάτη του άλλου με το σαπούνι κι έτσι επιτυγχάνουμε το αλληλοκαθάρισμα». Μέχρι να τ’ ακούσει ο Ζ….. έγινε Λούης για να πάει να τηλεφωνήσει στον πατέρα του να έρθει να τον πάρει να φύγουνε.

  Το ρυθμικό ροχαλητό του συμμαθητή μου, αγνόησα να το καταμετρήσω να δω πόσα ….ντεσιμπέλ έπιανε. Ένα είναι το σίγουρο, Ότι μια μέρα εκεί που κοιμόνταν πολύ βαριά, κατά την εισπνοή τραβούσε μέρος της κουρτίνας που κρέμονταν, κάνοντάς τη να κυματίζει ελαφρώς και κατά την εκπνοή μαζί με την κουρτίνα που εκτοξεύονταν έτριζε και το μισοραγισμένο τζάμι μιας πόρτας που έβλεπε έξω προς το μονόζυγο. Όταν πήγε σε άλλο θάλαμο, μόλις πήγαινε να κάνει τα ίδια, του παίρνανε το μαξιλάρι και δεν τον αφήνανε να κοιμηθεί, αν δεν κοιμόντουσαν εκείνοι πρώτα…

   Ήχων συνέχεια… Αναφέρθηκα στο πέρασμά μου από το σπήλαιο της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Ο πατήρ Ευθύμιος ήταν προϊστάμενος στο κάθισμα της Αποκάλυψης. Με τον φίλτατο πατέρα Παπαδάκη όπως τον αποκαλούσαμε, αν και δεν ήταν παπάς, κάναμε παρέα τα καλοκαίρια στην Πάτμο, αφού δουλεύαμε μαζί. Ένα βράδυ επιστρέφοντας αργά από τη νυχτερινή βόλτα μας, ακούσαμε το ηχητικό σήμα της εκπομπής της Αθλητικής Κυριακής και στη συνέχεια μετάδοση αγώνα πόλο ακούγοντας την περιγραφή του Μαυρομάτη (;) από την τηλεόραση στο κελίον του πατρός Ευθυμίου. « Μα να βλέπει πόλο καλόγερος άνθρωπος;», ρώτησα τον Παπαδάκη. « Να μπούμε να δούμε τι γίνεται…» , είπε εκείνος. Μπήκαμε και τι να δούμε …με πλήρη αφοσίωση ο παπάς έβλεπε τηλεόραση. Μόλις μας είδε εξέφρασε την απορία που αρκετή ώρα κουβαλούσε μέσα του. « Έλα Παναγία μου….μα παίζουνε μπάλα μέσα στη θάλασσα ;», ρώτησε έκπληκτος …..Ήταν τότε που ο πατήρ Ευθύμιος είχε χάσει τη μητέρα του και περνούσε μεγάλο δράμα. Φοβότανε και πολύ περισσότερο τα βράδια. Είχε πάρει την τηλεόραση για να ξεχνιέται και να μπορεί να ξεπεράσει τους φόβους του. Λάτρευε τη μητέρα του την κυρά Καλλιόπη . Και μόνο που έλεγε το όνομά της αγαλλίαζε η ψυχή του. Σε ένα μνημονοχάρτι κάποιοι χωρατατζήδες σπουδαστές γράψανε πολλές φορές το όνομα Καλλιόπη και στο τέλος γράψανε Αφροξυλάνθη και Τερψιθέα. Του δώσανε το χαρτί την ώρα της Αρτοκλασίας κι άρχισε ο παπάς το μνημόνεμα. Έτι δεόμεθα και υπέρ των δούλων σου: Καλλιόπης και Καλλιόπης και Καλλιόπης και Καλλιόπης, Καλλιόπης και Καλλιόπης και Καλλιόπης , Αφροξυλάνθης; (ρωτούσε) , Τερψιθέας; (ξαναρωτούσε) . Πίσω από τον χωρατά κρύβονταν ο…. πατέρας Παπαδάκης, όπως τον αποκαλούσε τον συμμαθητή μου ο Κανιαρός.

  Στο Ιερό Σπήλαιο της Αποκάλυψης του Ιωάννη, ψέλναμε στους εσπερινούς του Σαββάτου, τις Κυριακές και στις μεγάλες γιορτές, υπό την επίβλεψη, καθοδήγηση και διεύθυνση του καθηγητή Βυζαντινής μουσικής στην Πατμιάδα, κυρίου Ματάκια Εμμανουήλ. Η αυστηρότητα του Ματάκια ήταν εκείνη που στάθηκε αφορμή όσοι αποφοίτησαν από την Πατμιάδα να γνωρίζουν Βυζαντινή μουσική, ψαλτική έστω και πρακτικά και να μπορούν να στελεχώσουν τα κατά τόπους ιερά αναλόγια, εφόσον δε χειροτονούνταν.

   Ο τελευταίος ήχος σε αυτό το κείμενο προέρχεται από έναν εσπερινό Σαββάτου που ενώ ψέλναμε το δοξαστικό Θεοτοκίο σε πρώτο ήχο «Την παγκόσμιον δόξαν» - απουσία του Ματάκια – ένας μαθητής μεγαλύτερης τάξης την ώρα που φτάναμε προς το τέλος, στο σημείο και γαρ αυτός πολεμήσει τους εχθρούς, στο πολεμήσει που η μελωδία εκτίνονταν στο άνω Νη, ήθελε να προκαλέσει …..πόλεμο γέλωτα και αναστάτωσης. Έβαλε ο αθεόφοβος πάνω από το μουσικό κείμενο μια εικόνα από εφημερίδα με τον μέγιστο των Ελλήνων ηθοποιών Θανάση Βέγγο να δίνει …ρέστα σε σκηνή από την ταινία Θου Βου: Φανερός Πράκτωρ. Για καλή μας τύχη έλειπε ο Μελιανός ο Σχολάρχης μας και ευτυχώς ο πατήρ Ευθύμιος κατάφερε να μας επαναφέρει και να ολοκληρώσουμε την ακολουθία του Εσπερινού.

  Εμφάνταστοι ήχοι από το μακρινό παρελθόν που στα αυτιά μου θα κρατάνε γερά –πρώτα ο Θεός- μέχρι τα βαθιά γεράματα….

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

«Ἐτέχθη Σωτήρ»

 

   εἰδοποιός διαφορά τῆς χριστιανικῆς Γεννήσεως, μέ τά ἱστορικά πρόσωπα πού μεταβάλλονται σέ ἱερά ἀρχέτυπα, ἀπό ἂλλους  μύθους θείας γέννησης καί ἀπό τούς ἣρωές τους, ἒγκειται στίς ὑπερφυσικές δυνατότητες τῶν τελευταίων, ἐνῶ τῆς ἀφήγησης τοῦ Ματθαίου καί ἰδιαίτερα τοῦ Λουκᾶ ὂλα εἶναι ταπεινά.  Βηθλεέμ, φάτνη, Μαρία, Ἰωσήφ, βρέφος, νύχτα, κρύο, ζῶα, βοσκοί, τό βεβαιώνουν μέ ἐξαίρεση τούς ἀγγέλους οἱ ὁποῖοι ὑμνοῦν τήν πανανθρώπινη σημασία τῆς  ταπεινῆς σκηνῆς: «δόξα ἐν ὑψίστοις  θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ἡ σωτηρία ἒχει νά κάνει μέ εἰρήνη καί ἀγάπη πού  χαρίζει στούς ἀνθρώπους ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Τό βρέφος τῆς  φάτνης ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους σέ θεογνωσία παράδοξη μέσω τῆς αὐτογνωσίας.

   Στήν ἀδυναμία τοῦ Θεοῦ ὀφείλεται ἡ δύναμή του. Ἀδυναμία πού ἀργότερα θά ἐκφραστεῖ μέ τήν ἀγάπη του καί θά ζητήσει τήν δική μας ἐνεργό ἀγάπη. Ἀπό τήν ἀδυναμία τῆς ἀγάπης   ἀναβλύζει ἡ χριστιανική σωτηρία. Τό ζοῦμε ὃταν ἀγαπᾶμε καί τό ἐκφράζουμε: «Σοῦ ἒχω ἀδυναμία». Ὡριμάζω ψυχικά ἐφ’ ὃσον ἡ ἀδυναμία τῆς  ἀγάπης μου γίνεται ἐσωτερικότητα, ἐφ’ ὃσον ἡ σωτηρία δέν ἒρχεται σάν φυσική ἀναγέννηση δεμένη μέ τόν κύκλο τοῦ χρόνου, ἀλλά ὡς πνευματική μεταμόρφωση στήν δημιουργική ἀγάπη.

   Μιλᾶμε γιά συμβολισμό πού  βάζει σέ νέους ἀσκούς τά παλαιά σύμβολα. Μέσα ἀπό τήν αδυναμία του τό θεῖο βρέφος-Μεσσίας ζητάει νά ἑνώσουμε τήν γῆ μέ τόν οὐρανό στό ράγισμα τῆς ἐσωτερικότητας. Τήν ἲδια ἀδυναμία θά ἀκτινοβολήσει ὁ Σταυρός, ὡς δένδρο τῆς ζωῆς πού ἐνώνει ὑποχθόνια, ἐπιφάνειες καί ὓψη. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Τώρα τό κάτω καί τό ἂνω μεταλλάσσονται σέ ἒνστικτο καί καρδιά, ἐνδότερα ἀντίθετα, ὂπως ἑνώνει ὀ Θεάνθρωπος θεραπεύοντας τά ψυχικά ἀδιέξοδα, ὃπως ἡ Γέννησή του ἑνώνει τό σκοτάδι τῆς νύχτας μέ τό ἐωθινό φῶς, τήν φάτνη τῶν ζώων μέ τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καί εἰρηνεύει τόν κόσμο.  Ἀγάπη καί ἀθωότητα προβάλλουν ὡς ὃροι τῆς σωτηρίας. Μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ καθαγιάζεται ἡ ἀδυναμία καί ἐσωτερικεύεται ἡ καθολικότητα. Ἐξ οὗ καί τό δένδρο τῆς ζωῆς δείχνει τήν πνευματική του φύση φωταγωγημένο τά Χριστούγεννα καθώς ἑνώνει τούς ἀνθρώπους μέ τά δῶρα πού ἁπλώνονται σάν θεμέλια στήν βάση του. Ἡ χριστιανική ἐμπειρία τῆς ἀδυναμίας ἀνέδειξε τήν ἀγάπη σέ οἰκουμενική ἀξία. Πρόκειται γιά ἐνεργό ἒκφραση τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς ὡς συμβολισμοῦ τῆς ἱστορίας, συμβολισμοῦ ὁ ὁποῖος ἀντί τελετουργικῆς ἀνάμνησης ἐργάζεται διαρκῆ ἐκτίναξη μπροστά.

   Στόν συνειρμό τῆς ἓνωσης τῶν ἀντιθέτων καί τῆς καθολικῆς εἰρήνης τήν ὁποία ἀπεργάζεται,  ἡ Βηθλεέμ παύει νά ὐφίσταται ἑρμηνευτικά ὡς γεωγραφικός τόπος καί ὑποστηρίζει τήν δυνατότητα νά δεχθοῦμε τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνακαινισμό τοῦ κόσμου καί τοῦ χρόνου του, νά γίνει ἂπειρο τό πεπερασμένο μας στήν ἒγνοια γιά τόν συνάνθρωπο. Ὑπ’ αὐτό τό πρίσμα ἡ σιωπή τῆς παγερῆς νύχτας παραπέμπει σέ ἀποκλεισμούς σβησμένων ὀνείρων καί στήν ἀγωνία τῆς ψυχῆς πού ἐγκαταλείπει τό νόημα, καθώς βιώνει  ὡς δικό της ναυάγιο τήν ἂπρακτη ἐπιθυμία τῆς κοινωνίας μέ  τόν Ἂλλο. Τήν ὑπαρξιακή τούτη ἒνδεια καί πείνα συνοψίζει εὒγλωττα ἡ ταπεινή φάτνη. Τσαλακωμένα ὂνειρα, μετέωρες ἐπιθυμίες, ἐναγώνια κενά ἒρχεται νά τά ἀνατρέψει τό ἂγγελμα τῆς  θείας γέννησης καί μήνυμα τῆς Βασιλείας. Δέν χρειάζεται νά εἲμαστε ἐξαιρετικές περιπτώσεις γιά νά ζοῦμε ἀνθρώπινα καί νά ζοῦν καί Ἂλλοι μαζί μας.  Ἀρκεῖ νά εἲμαστε ὁ ἑαυτός μας καί νά συμφιλιωθοῦμε μέ τίς ἀδυναμίες μας. Νά παραιτηθοῦμε ἀπό τίς αὐταπάτες τῶν συμβάσεων, νά σπάσουμε τό φρᾶγμα τοῦ Ἐγώ καί νά πιστέψουμε στήν ψυχική  ἂνοιξη. Ἡ βιολογική ἀνάγκη μεταμορφώνεται σἐ ἠθική εὐθύνη, ὃταν ἡ ζωή παύει νά κατανοεῖται μέ ὃρους δικαιωμάτων  καί διεκδικήσεων.  Τά  Χριστούγεννα δέν σαρκώθηκε ἁπλᾶ ὁ Θεός: ἒγινε ἀδυναμία. Ἡ γενέθλια νύχτα δείχνει πόσο σημαντικό εἶναι  νά ἀρνηθοῦμε τήν δύναμη ὡς σκοπό τῆς ζωῆς, ἐπιμένει νά ἐσωτερικεύσουμε τό πνεῦμα τῆς ἀδυναμίας ὠς ἀγάπη καί τρυφερότητα, νά νοιώθουμε ἀσφαλεῖς στήν ζεστασιά γιά τόν Ἂλλο. Κατανοοῦμε τό μυστήριο τῆς  Γέννησης ἐκδηλώνοντας τήν ἀγάπη μας ὡς ἀδυναμία. Ὁ ρεαλιστής νοῦς τότε δίνει σχῆμα ζωῆς στόν κόσμο τοῦ ὀνείρου. Ὁ ρεαλισμός στενεύει τήν ψυχή στά ὃρια τοῦ σώματος, ἐνῶ σάν ψυχικό μυστήριο  τό ὂνειρο κάνει νά βλέπουμε τήν ὓπαρξη λυτρωτικά ἀπό μέσα, διάφανοι ἐμεῖς, κι αὐτή χωρίς ὑλική πύκνωση καί βαρύτητα.

Καλά Χριστούγεννα. Γιῶργος Δημόπουλος.  

 

 

 

 

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Ἀντώνης Μαραγκός. «Σκλαβοχωριανές ἀναμνήσεις».

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου   

 Γνωρίζω  καλά, πολύ καλά, τήν περιοχή τοῦ Σκλαβοχωριοῦ. Τήν  περπάτησα μέ τήν Ἑλένη, ὃλα γιά μιά Ἑλένη.  Καί ἀπό τό Βωλάξ καί ἀπό τό Ἀγάπη. Τό μόνο πού δέν γνώριζα, ὃτι ὁ χείμαρρος  λέγεται  Μεγάλος Ποταμός, καί  τό μονοπάτι Πέτασος. 

  Θεωρῶ ὃτι εἶναι μιά ἀπό τίς εὐλογίες τῆς  ζωῆς ἡ γνωριμία μου μέ τήν  σκλαβοχωριανή περιοχή. Τόπος λιτός χωρίς προίκα καί πλοῦτο, γεμᾶτος ἀρετές καί χάρες ἂλλου εἲδους πού ὁ σύγχρονος ἂνθρωπος, δέν μπορεῖ, δέν θέλει νά τίς γευθεῖ γιατί κατά κανόνα ἀποφεύγει αὐτές τίς περιοχές. Τίς ἀποφεύγουμε ὂχι τυχαῖα: δέν θέλουμε σχέση διαλόγου καί πάλης μέ τήν φύση, νά τήν ἀναγνωρίσουμε, νά παλέψουμε, νά τήν ἀγαπήσουμε, νά συμφιλιωθοῦμε μαζί της.

   Συναντήσαμε τίς ἲδιες ἀγελοῦδες, τήν Δέσποινα καί τήν Μαρία,  τίς  γνωστές τοῦ  πατέρα τοῦ Ἀντώνη, ἂναψε καί τό δικό  μας πρόσωπο, ἀπό τήν ἀντανάκλαση τῆς σκουράδας τῶν γύρω ντουλαπιῶν, ἀνταμώσαμε σκασμένα πρόσωπα  πού ξυπνοῦν ἀξημέρωτα γιά νά φροντίσουν τά ζῶα τους, νά σπείρουν, νά θερίσουν, νά σκάψουν, νά τρυγήσουν, νά κάνουν τό κρασί τους,  νά σβήσουν τίς λύπες τους, τίς πίκρες τους  καί ποτίσουν τίς χαρές τους, ἢπιαμε νερό ἀπό τίς πηγές, αὐτές πού ξεδίψασαν καί ξέπλυναν τόν ἱδρῶτα τῶν Σκλαβοχωριανῶν, μπήκαμε στά χωράφια  πού τάισαν τίς φαμίλιες τους, καί ἐξέθρεψαν τά ζῶα τους, γνωρίσαμε τά φρύγανα πού ζέσταναν τά  κορμιά, καί τίς ψυχές  τους, σταθήκαμε μέ κρυφό δέος μπροστά καί μέσα στούς ἐρειπιῶνες τοῦ Σκλαβοχωριοῦ,  πήραμε τό μήνυμά τους, διαισθανθήκαμε ὃτι ἐδῶ κάτι συνέβη, ἂνθρωποι γεννήθηκαν, ἒκλαψαν, γέλασαν, ἐρωτεύτηκαν,  γυναῖκες κανάκεψαν παιδιά,  γιατροπόρεψαν, καί παρέδωσαν στούς ἑπόμενους τήν σκυτάλη τῆς ζωῆς. Μέσα σέ αὐτό το περιβάλλον γεννήθηκαν ὂνειρα καί ἂνθρωποι πού  πάλεψαν γιά τήν ἐπιβίωση, πρόκοψαν και διεκδίκησαν μιά καλύτερη ζωή.

   Στόν καθολικό χρόνο του Σκλαβοχωριοῦ, στήν ἱστορία του, ρόλο χώρου διαδραματίζει, τό νῦν, τό τώρα, αὐτός ὁ  παράξενος ἀλήτης τῶν αἰώνων, πού μπορεῖ ν’ ἀποσπᾶ τόν ἄνθρωπο ἀπό στερεοποιημένες συνθῆκες ζωῆς καί νά τόν μεταφέρει   σέ ἀπροσδόκητη κατάσταση. Ἔτσι μόνο ἐξηγεῖται πῶς ὁ χῶρος τοῦ Σκλαβοχωριοῦ λειτουργεῖ γιά τόν Ἀντώνη Μαραγκό σάν χρόνος  καί πῶς ἕνα προσωπικό ταξίδι, προκαλεῖ τόσο ἰσχυρές μετατοπίσεις, ἀκόμη καί στούς ἀναγνῶστες του. Οἱ Σκλαβοχωριανές ἀναμνήσεις μέ παρέσυραν στίς ἰσχυρές ἐσωτερικές ἀναταράξεις τοῦ Ἀντώνη. Ἄν λησμονοῦσε θά διεκόπτετο ἐντελῶς ἡ ροή τοῦ χρόνου, ἐνῶ μέ τίς ἀναμνήσεις του φούσκωσε σάν τόν «Μεγάλο Ποταμό» τόν χείμαρρο τῆς περιοχῆς. Ἡ ἐπιστροφή τοῦ Ἀντώνη στήν ἀρχή του, δέν εἶναι μιά μορφή ὀδοιπορικοῦ· εἶναι ἐκλέπτυνσης καί διαφάνεια, πλατυσμός ἐσωτερικός καί αὐτονομία τοῦ πνευματικοῦ του βίου, εἶναι αὐτογνωσία. Ὑποκείμενο, Ἀντώνης καί ἀντικείμενο, Σκλαβοχωριό συν-χωροῦνται.

  Ὁ Μαραγκός δημιουργεῖ τήν ἰστορία μέ ὡραία ἀτμόσφαιρα, ἒξυπνους συμβολισμούς καί ἀρκετό χιοῦμορ, ἐγκιβωτισμένη σέ μιά ἐποχή πού ἣρωες εἶναι  ὁ ἑαυτός τους καί ἀφήνει τούς φυσικούς ἢχους νά μᾶς βάλουν στό κατάλληλο κλίμα. Σχεδόν τα πάντα είναι καλυμμένα από χώμα, ἐκτός ἀπό τά σκαμμένα πρόσωπα  τῶν Σκλαβοχωριανῶν  πού αὐγάζουν ὠς Ἃγιο Φῶς.

  Ὁ Πλωτῖνος ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ὀμορφιά ἀκτινοβολεῖ τήν ἰδέα, εἶναι αὐτή πού προικίζει μέ τό εἶναι τά φαινόμενα. Νοητή καί αἰσθητική ἀξία περιπτύσσονται.   Ἡ ὀμορφιά τοῦ χωριοῦ του, ταπεινώνει τόν Ἀντώνη, τόν κάνει σεμνό, ὃπως σεμνός παρέμεινε  καί ὁ Νικόλας  Γύζης.  Ἡ ὂμορφη ματιά τῆς  ταπεινῆς σκλαβοχωριανῆς ψυχῆς τους περιπτύσσει τήν νοητή  καί αἰσθητική ἀξία. Ἡ ματιά τους ἀγκαλιάζει ἀπό μέσα ὃλα τά συστατικά, ἀκόμη καί τά πιό ταπεινά. Τά μεταβάλλει σέ περίοπτο ἀντικείμενο. Τά κείμενα τοῦ Αντώνη προκαλοῦν ἔνταση ἀνατρεπτική, ὥστε τό μάτι δἐν βλέπει μόνο ἀλλά καί ἀκούει. Ἡ ζωγραφική  καί ἡ λογοτεχνία εἶναι μουσική. Μεταδίδουν μαζί μέ τά πλάσματά τους καί τόν ψίθυρο, τόν σάλαγο πού τά τυλίγει. Ἐξ οὗ καί ὁ Γύζης καί ὁ Μαραγκός, οἱ Σκλαβοχωριανοί,  ὁ ζωγράφος καί ὁ συγγραφεύς ζοῦν μέ αὐτό πού κάνουν, δημιουργοῦν  τόν χρόνο ἀντί νά τόν ὑφίστανται, ὅπως θά συνέβαινε ἄν ἐργάζοντο γιά νά  ξεμπερδεύουν, σάν νά ἔκαναν ἀγγαρεία.

  Ὁ Ἂντώνης Μαραγκός βυθίζεται στό ἂφατο μιᾶς μνήμης καθόλου ἀπωθημένης γιά νά καταδείξει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦσαν οἱ δικοί του, πού ἒζησε καί ὁ ἲδιος. Γράφει γιά νά κατανοήσουμε τούς λόγους, τούς ἐντός καί τούς ἐκτός του, πού δέν τόν  ξεμάκρυναν  ἀπό τίς ρίζες του.

  Ἡ νοσταλγία τοῦ πόθου διαφέρει ἀπό τήν νοσταλγία τῆς  ἐλλείψεως κατά τόν χρόνο: ὁ πόθος εἶναι χρόνος ὁλόκληρος στραμμένος  πρός τό μέλλον, ἐνῶ ἡ ἒλλειψη εἶναι ἐμμονή στό παρόν, παρελθόν καί ἀποστροφή πρός τό μέλλον.    

   Στήν ἀπόσταση πῆραν ὑπόσταση τά πράγματα. Ὁ Μαραγκός τά εἶδε στήν σωστή διάστασή τους, ἡ ἒλλειψή τους τά ἒφερε πιό κοντά του, μπόρεσε στήν ἐρημία τῆς  μέσα ἐρήμου, κλεισμένος στό ἂνετο  διαμέρισμά του νά δεῖ λεπτομέρειες, τά ἐλευθέρωσε ἀπό τό βάρος τοῦ συμφέροντος καί τῆς χρηστικότητας. Μέ μιά ἀνάλαφρη κίνηση τά σήκωσε, τά  ἐπανέφερε  στήν θέση πού τούς πρέπει, βγάζοντάς τα ἀπό τήν οἰκονομία τῆς ἀγορᾶς, τοῦ τί θά κερδίσω, τί θά βγάλω, σέ τί μοῦ χρησιμεύει, πῶς θά τό ἐκμεταλλευτῶ στό ἒπακρο.

  Στήν μετέπειτα ζωή του  οὒτε τήν καταγωγή του λησμόνησε, οὒτε τόν τόπο  ὑποδοχῆς. Ἀντίθετα μάλιστα τά ἒχει συνεχῶς κατά νοῦ. Μέ ὃλη τήν διαύγεια, καί ὃλη τήν σφοδρότητα. Ὁ Ἀντώνης  περιγράφει τόν τόπο του σάν νά τόν ἀντικρίζει γιά πρώτη φορά.  Προφανῶς   γιατί ὃταν γράφει γιά τόν γενέσιο τόπο ψάχνει  τόν μέσα τόπο,  ὃταν ὑμνεῖ τήν ὀμορφιά τοῦ χωριοῦ του, αἰσθάνεται μιά τρυφερότητα γιά τόν ἐκτός του πού τόν δεξιώνεται, αἰσθάνεται οἰκεῖα μέ τήν ὀμορφιά του, ὃσες φορές καί νά περάσει ἀπό ἐκεῖ.

  Ἐκτός ὃμως τῆς καλλιτεχνικῆς ἒκφρασης, στοχεύει καί στήν διατήρηση τῆς  ἱστορικῆς καί τῆς  οἰκογενειακῆς μνήμης. Ὁ συγγραφέας ἐπιθυμεῖ νά διασώσει ἓναν κόσμο πού ἒχει χαθεῖ ἀνεπιστρεπτί, ζωγραφίζοντας ζωηρές εἰκόνες,  παραθέτοντας τό φωτογραφικό ὑλικό γιά τήν ἀπαραίτητη τεκμηρίωση.

  Ὁ Ἀντώνης μᾶς μεταφέρει τόν τρόπο πού ὁ ἴδιος  σμιλεύει τά κτήρια τοῦ Σκλαβοχωριοῦ παράγοντας μιά βιωματική ἀρχιτεκτονική πού ἀκροβατεῖ ἀνάμεσα σέ διαφορετικές θεάσεις καί μεταμορφώσεις τοῦ τοπίου. Οἱ ἐρειπιῶνες τοῦ Σκλαβοχωριοῦ,  ἀποζητοῦν νά σέ ἐκπλήξουν. Νά τούς περιτριγυρίσεις, νά ζουμάρεις στίς λεπτομέρειες, νά καδράρεις τό ἒξω, νά σταθεῖς στό κέντρο, νά κοιτάξεις ὁλόγυρα καί μέσα σου, νά αἰσθανθεῖς τόν κίνδυνο τῆς ὁσονούπω κατάρρευσής τους.

  Δέν ἦταν τόπος γιά καλοπερασάκηδες τό Σκλαβοχωριό. Αὐτός ὁ τόπος γέννησε ἀνθρώπους πού δέν ἒψαχναν  τήν ἀπόλαυση. Ὁ τόπος αὐτός ἦταν φτιαγμένος γιά ἀνθρώπους πού δέν φοβοῦνται  τό πάλεμα, τήν χαρά τῆς  συμφιλίωσης, γιά  ἀνθρώπους πού ό θυμωμένος, ἀψύς βοριάς, εἶναι πάντα ἐρωτικός, φορτωμένος μέ καημούς, παρακλήσεις ἀθώων, ἀναστεναγμούς νοσταλγικούς, γεμᾶτος «μηνύματα, ταξίματα, παινέματα και χρώματα ονείρων και ελπίδων».

  Ὁ Σκλαβοχωριανός πῆρε τήν παθητικότητα τῆς γῆς, τήν παθητικότητα τῆς ρίζας, αὐτή την διάθεση τοῦ πάσχειν  πού μόνο τό ἀρχαῖο πάθος μπορεῖ νά προσδιορίζει. Καμμιά πληγή, κανένα ξέσκισμα. Λικνίστηκε, ρίγησε, βόγκησε, χαϊδεύτηκε, θρήνησε, ἀλλά δέν λύγισε.  Ἒμεινε ἐκεῖ σάν τά λιγνά χορταράκια ποὐ ζωντανεύουν μέ τό πέρασμα τ’ ἀγέρα. Δέθηκε μέ τούς ἀνθρώπους, δόθηκε, ἐρωτεύτηκε, σχετίστηκε, διαλέχτηκε, καί μέ τόν διάλογο ἀνορθώθηκε, δημιούργησε δοσμένος στόν λόγο του, ἀλλά πιό πολύ στήν σιωπή του, παραπέμποντάς μας σε βυζαντινές εικόνες.

   Μέ μιά προσεκτική στάση τοῦ ματιοῦ καί τῆς καρδιάς ἀνακαλύπτει κανείς συναρπαστικές ὂψεις, πτυχές τῆς  ζωῆς τοῦ παρελθόντος μας, τοῦ πολιτισμοῦ, τῶν  πεποιθήσεων, τῆς  κληρονομιᾶς μας, συνδέει τίς διάσπαρτες πληροφορίες πού κρύβουν αὐτές οἱ ταπεινές περιοχές καί διακρίνει τήν ἀγνοημένη ἢ λησμονημένη ἑλληνική συνέχεια. Τά σημάδια τῆς ἀγάπης καί φροντίδας πού ἒδειξαν οἱ  προηγούμενοι ἀπό ἐμᾶς στήν φύση, πρόσφατα καί στό ἀπώτερο παρελθόν,  ὑπάρχουν διάσπαρτα στίς σκλαβοχωριανές ἀναμνήσεις τοῦ Μαραγκοῦ.

  Τόσων χρόνων ζωή καί αἰσθανόμαστε, ὃπως ὁ Ἀντώνης, σάν  στό σπίτι μας χωρίς ἀναχρονισμούς. Ἀσυνείδητα νιώθουμε μεγάλη ἒλξη, μεγάλη χαρά ὀπτική καί αἰσθητική γενικότερα, καί τοῦτο ὃσες φορές καί νά περάσουμε ἀπό τήν ἲδια περιοχή, ὃσες φορές καί νά διαβάσουμε τίς σκλαβοχωριανές ἀναμνήσεις.

  Κανένας καί τίποτα δέ στέρησε ἀπό τόν Ἀντώνη Μαραγκό τά φτερά καί τήν σκέπη τους. Ἑφτά χρονῶν βιάστηκε νά γίνει λόγος καί ὑπόσταση. Στ’ ἂγουρα χρόνια του, ἒφτιαχνε τόν κόσμο του, σέ νύχτες ἑφτά, γιατί πάντα τήν νύχτα  πλημμύριζε ὁ νοῦς του μέ εἰκόνες, τίς νύχτες ἒντυνε τό  σῶμα του ὃλο μέ λέξεις. Φαίνεται  ὃτι τό καλύτερο δῶρο στόν ἂνθρωπο εἶναι ἡ  στέρηση. Τό κενό.  Ἡ ἀπουσία. Ὁ ἓνας ἒγινε ζωγράφος. Ὁ ἂλλος πλάστης. Ὁλοκλήρωσε ἓναν εὐτυχισμένο, δημιουργικό καί ἀπαρασάλευτα ἠθικό κύκλο ζωῆς. Συνδυασμός δύσκολος, πού ἀπαιτεῖ ἱκανότητα νά μπορεῖς νά φροντίζεις ταυτόχρονα τόν πυρῆνα τοῦ ἑαυτοῦ καί νά συνδιαλλάσσεσαι πλούσια,  γενναιόδωρα, μέ τήν κοινότητα. ἀνήσυχος Σκλαβοχωριανός μέ τήν ἀπύθμενη περιέργεια, ἀποτελεῖ  ἓνα ὁλοζώντανο  θυελλώδη κεφάλαιο τῆς  σύγχρονης τοπικῆς κοινωνίας. Δικηγόρος, πολιτικός, λογοτέχνης, ἱστορικός, ἀθλητής, κοινωνικός ἀναλυτής, συνθέτοντας μέ τήν Ἄννα, τήν ἥρεμη δύναμη, τήν ἀγωνιστική ἁγία ξυνωρίδα.   

   Ρώτησα τόν Ἀντώνη, γράφεις κανένα καινούργιο ποίημα αὐτή τήν  περίοδο;  Δέν ὑπάρχουν καινούργια ποιήματα Δημόπουλε μοῦ ἀπάντησε. Οὒτε ὂνειρα ὑπάρχουν. Ἐφιάλτες  μονάχα, καί ὁ κάθε ἐφιάλτης μέ μιά  μήτρα θανάτου πού δουλεύει ἀδιάκοπα. Σπαραγμένος ὁ ὓπνος μου, ἂγρυπνος, τόν τρυπᾶνε, τόν σκίζουν τά ἒμβολα, τά βέλη, οἱ βελόνες, οἱ κάννες, οἱ βόμβες, οἱ πύραυλοι, ὃσοι ὑπῆρξαν καί ὃσοι καταπάνω μας ἒρχονται νά ἐκτεφρώσουν τόν μέλλον τῶν παιδιῶν μας προτοῦ κἂν τό γεωργήσουν.

  Παρά ταῦτα έξακολουθῶ νά  γράφω. Δέν  ἒπαψα νά γράφω. Μέ πρώτη  ὓλη μιά πλάκα ἀπό τό Σκλαβοχωριό, καί ἓνα καρβουνάκι. Ὃμως ἡ πλατύτερη πλάκα γραφῆς πού ποθῶ εἶναι τό χῶμα τοῦ Σκλαβοχωριοῦ, νά τήν γεμίσω μέ ὑμνους γραμμἐνους μέ τά ἀκροδάκτυλά μου, ἂξιο ἀντίδωρο στόν Θεό τῆς ἀγάπης πού πλάθουμε ἐντός μας, ἀφότου μᾶς ἒπλασε.  

 

  

 

 

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Χάριν παιδιᾶς καί ὂχι μόνον.

 

  Ἀπό τίς “Ἀποστολικές Διδαχές”, κείμενο τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας, γνωρίζουμε ὃτι κατά τούς πρώτους χρόνους οἱ χριστιανοί σέ ἐνοριακές συνάξεις τελοῦσαν ἱερά μνημόσυνα γιά τούς κεκοιμημένους, μέ μιά  διάκριση χρονική  σέ  “τρίτα”, “ἒνατα”, “τεσσαρακοστά” καί “ἐνιαύσια”.

   Οἱ ἱστορικοί, ὃμως, μᾶς πληροφοροῦν ὃτι τά μνημόσυνα εἶναι πανάρχαιο ἒθιμο. Οἱ πρόγονοί μας  πίστευαν πώς μέ τίς ἐπιμνημόσυνες  δεήσεις καί θυσίες, εἶναι δυνατόν νά ἐξευμενισθοῦν οἱ θεοί καί νά  παραχωρήσουν τήν συγχώρηση τῶν παραπτωμάτων τῶν νεκρῶν τους, ὃπως ἀναφέρεται χαρακτηριστικά στήν  Ἰλιάδα. Μάλιστα ὁ Πλάτωνας μᾶς πληροφορεῖ στήν Πολιτεία του, ὂτι κάποιοι ἱερεῖς πρέσβευαν ὃτι κατέχουν τήν πνευματική ἐξουσία δοσμένη ἀπό τούς θεούς, νά διαγράφουν παραπτώματα, ζωντανῶν καί πεθαμένων, άκολουθῶντας κάποιες γιά κάθε περίπτωση ἱεροτελεστίες καί θυσίες.

  Τό πρῶτο μνημόσυνο τῆς 3ης ἡμέρας ἀπό τήν ἐκδημία ἐνός προσώπου -αὐτό πού σήμερα ἀποκαλοῦμε “τά τριήμερα”- ἐτελεῖτο ὑπέρ τοῦ νεκρού καί πρός τιμήν τοῦ Ἀπόλλωνα, ἀκολουθοῦσε τό μνημόσυνο τῆς 9ης ἡμέρας, ἐνῶ τό  μνημόσυνο   τῶν τριάντα ἡμερῶν, καλούμενο “τριακάς” – ἒθος πού σήμερα ἀκουλουθεῖ   ἡ Καθολική Ἐκκλησία- ἐτελεῖτο πρός τιμήν τοῦ Ἐρμῆ.

  Μετά  τήν ἐπιμνημόσυνη δέηση, τήν “νεκύσια”, προσφερόταν νεκρώσιμο δεῖπνο,  ἡ “μακαρωνία”, κατά  τήν διάρκεια τοῦ ὁποίου μοίραζαν ἓνα εἶδος πίτας, βασισμένης στό σιτάρι, τήν  λεγόμενη “μακαρία”, γιά νά μακαρίσουν τόν ἐκλιπόντα.

  Ἀργότερα περιέλουσαν τήν “μακαρία” μέ μέλι καί τήν ὀνόμασαν “μελο-μακαρία”, γιά νά γίνει ἀπολαυστική καί νά ἀποτελέσει μιά “μειλίχια προσφορά” πρός τούς  θεούς τοῦ κάτω κόσμου, προκειμένου νά ἐξασφαλιστεῖ ἡ εὒνοιά τους.

  Στήν  Βυζαντινή περίοδο, ἡ μελωμένη πίτα ἀποκόπηκε ἀπό τά ταφικά ἒθιμα, καί συνδέθηκε μέ τό Ἃγιο Δωδεκαήμερο –Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φῶτα- καί ἀπό μελο-μακαρωνία ὀνομάστηκαν μελο-μακάρονα καί στήν Δύση ἀπό maccarone,  μετονομάστηκαν macaroon.

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Σπουδή στόν ἒρωτα. Λόγος ὂγδοος. Σέ ἐποχή πού τό φλέρτ ἐγκαλεῖται ὡς σεξουαλική παρενόχληση.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου 

    «…εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή…» (Ἰω. 19,25)

 Γέστας, ὁ ἀμετανόητος Ληστής:

   Ἰησοῦ, μιά χώρα δέν μπορεῖ νά βρεθεῖ ψηλότερα  ἀπό τό ἐπίπεδο στό ὁποῖο βρίσκονται οἱ γυναῖκες της. Ὁμολογῶ πώς  τήν στάση τῆς μητέρας σου, τῶν φίλων σου, καί ὅλης τῆς παρέας σου,  τήν  διαπερνᾶ ἕνα ρεῦμα στοργῆς, βαθιᾶς ἀνθρωπιᾶς, ὄχι μόνο ἔναντι τοῦ δικοῦ σου πόνου, ἀλλά καί γιά τόν δικό μας, καί φυσικά εἶναι στόν ἀντίποδα τοῦ  μεγαλομανοῦς σαδομαζοχισμοῦ τοῦ ὄχλου.

   Μαζί μέ τήν μάνα σου καί  τήν παρέα της βλέπω καί  τήν δική μου μάνα! Δέν ἀμφέβαλλα ὅτι καί στά ὕστατά μου θά ἦταν ἐδῶ, ὅπως ἐξ ἄλλου παρακολουθοῦσε  μέ πόνο τήν κάθε δύστροπη κίνησή μου. Ἔχει  μιά διάχυτη λεπτότητα στήν λύπη της, πού  μαρτυρᾶ τήν ἀγάπη της γιά τόν μονογενή της, ἴδια με την δική σου, ἴδια μέ ὅλες τίς μάνες. Τήν ἀναγνώρισα ἀπό τήν ἄσπρη περίτεχνα δεμένη μαντήλα της, ἀλλά καί ἀπό τήν σταθερή συνοδεία της, τήν Κασσία. 

  Κανένας δέν καμάρωνε νά ἔχει παρέα αὐτήν ψυχή. Ἡ μανούλα μου χρόνια τήν νοιάζεται, μέ ἐμένα νά χαίρομαι. Σέ ἀναγνώριση, συνήθιζε ἡ  Κασσιανή,  ὅταν μέ συναντοῦσε νά μέ χαιρετᾶ χαϊδεύοντάς μου τήν μέση μέ τά δυό της χέρια καί ἐγώ νά τήν θωπεύω στό κεφάλι.  

  Πάντα τῆς ἄρεσε  νά ντύνεται κομψά, καί νά ψιμυθιώνεται ἀκραῖα, συνοδείᾳ  ἑνός  ἐλκυστικοῦ ἀρώματος. Τό νιώθει ὅτι δέν μπορεῖ νά κρύψει τήν ἐπερχόμενη φθορά, ἀλλά προσπαθεῖ νά κρατήσει ὄρθια τά συντρίμμια τοῦ κορμιοῦ της, καί μέσα ἀπό  αὐτά τήν ψυχή της. Ἀκόμη καί σ’ αὐτήν τήν προχωρημένη ἠλικία δέν θέλει νά γίνει θύμα, νά αἰχμαλωτιστεῖ ἀπό τήν  φθορά, τόν θάνατο. Στό μακιγιάζ τοῦ προσώπου της εἶναι εὐδιάκριτη  ἡ προσπάθειά της νά ξεχωρίζουν τά πάλαι ποτέ ὄμορφα χαρακτηριστικά της, δίνοντας τήν αἴσθηση τῆς ἄλκιμης  κορασίδας.  Τά μάτια της τά τονίζει στῆς ψευδαίσθησης τά χρώματα, μέ σκιές ἔντονες, καί τά χείλη της  μέ διακριτικά  κοψίματα γύρω ἀπό ἕνα μπορντώ, χοντροκόκκινο κραγιόν, κάτι πού θά ταίριαζε περισσότερο σέ ὥριμη παιδούλα.

  Τό τελικό καλλωπιστικό βῆμα τό ὁποῖο ἀνέκαθεν ὁλοκλήρωνε  τήν ρουτίνα ὀμορφιᾶς τῆς  Κασσιανῆς εἶναι τό ἄρωμα. Πιστεύει ὅτι τῆς   χαρίζει μιά ἰδιαίτερη ταυτότητα πού τήν κάνει νά ξεχωρίζει. Ἀπό τότε μάλιστα πού τά βλέμματα τῶν ἀρσενικῶν ἔπαψαν νά ἐστιάζουν πάνω της, καταφεύγει σέ δυνατά ἀρώματα· θέλει νά συνεχίζει νά κάνει  αἰσθητή τήν παρουσία της, νά εἶναι ἐλκυστική. Τό ταπεινό σπίτι της εἶναι γεμᾶτο μέ φθηνά κοσμήματα, χάλκινα σπειροειδῆ ἐλάσματα, περόνες, τοξωτές πόρπες, περιδέραια, ἀσημένια δαχτυλίδια, ἀρωματικά ἔλαια, σμύραινα, καί καλλωπιστικές ἀλοιφές σἐ κορινθιακούς ἀρυβάλλους, ἀττικά ληκύθια, καί ντόπια ἑξάλειπτρα.

  Ἀγαπῶ  αὐτόν τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς φθορᾶς, Ἀνεξάρτητα ἀπό τό ὅποιο ὀδυνηρό τίμημα, κρύβει στά σπλάχνα του δημιουργικές δυνάμεις, ἐκφράζει ψυχικές  ἀντοχές. Ἀγαπῶ αὐτά τά συντρίμμια πού μάχονται μέ πεῖσμα ἐναντίον τῆς φυσικῆς διάβρωσης, γιατί νιώθω  πῶς γίνομαι ἕνα μ’ αὐτά· μοιάζουν μέ τήν πάλη τῆς  ἐρειπωμένης μου πίστης, πού βλέπει τήν αἰωνιότητα μές σέ συντρίμμια.

  Ἀγαπῶ τό γερασμένα γυναικεῖα πρόσωπα πού μάχονται νά κρατήσουν ἀκμαία τήν νιότη· ἀγαπῶ τήν μαδημένη μου πίστη πού γυρεύει νά στεριώσει, πού παλεύει νά σταθεῖ στά πόδια της. Ἀγαπῶ τά συντρίμμια τοῦ κορμιοῦ τῆς κάθε Κασσίας, ἀγαπῶ τά συντρίμμια τῆς πίστης μου…  

  Ἰησοῦ, εἶναι αὐτό πού σοῦ ἔλεγα. Οἱ ἄνδρες σχεδίασαν καί ἀπόσωσαν τά πάθη, μέχρι τήν τελευταία λεπτομέρεια, ἀλλά  μόνο στίς γυναῖκες  δόθηκε ἡ δωρεά νά γίνουν μάρτυρες  τῆς  Σταύρωσης ἐτοῦτο  τό πρωϊνό.   Αὐτές γεννοῦν καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι σέ θέση νά δείξουν τήν νίκη τῆς ζωῆς πάνω στόν θάνατο· αὐτές γνωρίζουν ἀπό πίστη καί ἀγάπη, ὥστε νά δοῦν μιά πραγματικότητα ἡ ὁποία ζητεῖ ὀφθαλμούς καρδιάς.  Ἀγάπη, αὐτή εἶναι ἡ εὐλογημένη μοίρα τῆς γυναίκας. Καταλαβαίνει κανείς για ποιό λόγο ἡ ἀγάπη είναι γυναικεία ὑπόθεση.

  Πάνω στόν Γολγοθᾶ, τόν συνώνυμο πλέον τῆς βασάνου,  ὅπου ἡ  συμπόνια καί ἡ   ἀγάπη δέν ἔχει θέση,  οὔτε ἡ ζωή περιθώρια καί διεξόδους, ὅπου πλέον μαζί μέ τήν βαρύτητα δεσπόζουν ὅλες οἱ ἀδρανεῖς δυνάμεις τῆς ὕπαρξης, ἔχει ἐγκατασταθεῖ σάν φῶς ζωῆς ἕνας λευκοφορεμένος, αστραπόμορφος ἄγγελος· ἡ μάνα μου.

  Σ’ αὐτή τήν συνθήκη ἄσπρου καί μαύρου,  τῶν κύκλων νύχτας καί ἡμέρας, θανάτου καί ζωῆς,  ἡ μάνα μου,  ὅλες  οἱ μάνες,    ἐντάσσονται τέλεια, ἀπό τήν ἴδια, τήν γυναικεία, φύση τους. Μποροῦν νά δοῦν μέ ἄλλα μάτια τά πράγματα· νά ἀντέξουν τόν θάνατο ὅπως ἀντέχουν τήν ζωή, κινοῦνται ἄνετα στό σκοτάδι ὅπως στό φῶς. Γίνονται πλάσματα τοῦ ἀλλοιῶς· πυκνότητα ὑλική μεταμορφωμένη σέ καθαρή πνευματικότητα. Ἀνυπότακτες στήν φθορά καί τόν θάνατο, γεμᾶτες δέος καί τρόμο γιά τήν ζωή, ἀνοιχτές σέ ὅλα  τά ὄνειρα, προβάλλει ἐντός τους φωτεινά ἡ ἀλήθεια τοῦ εἶναι καί τό αἴσθημα αὐτό –ὡς  καλή εἴδηση –ἀπλώνεται λυτρωτικά σάν ἄπειρο.

    ἀφθαρσία τῆς πνευματικῆς μας οὐσίας, δέν συμφωνεῖτε, ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο, πού ὡς τέτοιο καθαρά ἐσωτερικό γεγονός ἀποτυπώνεται μοναδικά στὀ πνευματικό σῶμα τῶν γυναικείων συμβόλων;

  Ἰησοῦ, κάποιοι ἄνθρωποι σ’ ἀγγίζουν, ἀπό μακριά, χωρίς νά σέ πλησιάσουν. Ἀνάμεσα στήν παρέα σου διακρίνω τήν  Μαγδαληνή· εἶναι ἡ γυναῖκα μέ  τήν πιό ἔντονη προσωπικότητα  πού ἔχω γνωρίσει! Ἀπό τήν Ἀφροδίτη τῆς Κνίδου ἔχει πάρει τό κεφάλι, τό μέτωπο, τίς ὡραῖες γραμμές τῶν φρυδιῶν καί τήν ὑγρότητα τῶν ὀφθαλμῶν. Τά μῆλα καί ὅλα τά ἄλλα ἐξέχοντα μέρη τοῦ προσώπου, προσέτι δέ καί τά ἄκρα τῶν χειρῶν καί τῶν καρπῶν, τήν εὐρυθμία καί τούς στρογγυλούς δακτύλους, τούς λεπτυνόμενους κατά τά ἄκρα, τά ἔλαβε  ἀπό τήν Ἀφροδίτη τῆς  Μήλου. Τό ὅλο περίγραμμα τοῦ προσώπου, τήν ἀβρότητα τῶν παρειῶν,  τήν συμμετρία τῆς  μύτης, καί τοῦ στόματος τήν ἀρμονική σχισμή, καθώς  καί τόν αὐχένα τά ἔδωσε ἡ Ἀφροδίτη τῆς Ρόδου, ἡ δε ψυχή της τήν στόλισε μέ αἰδημοσύνη, τῆς ἀνέπτυξε τό σεμνό πού μόλις ἀχνοφαίνεται,  ὑπερήφανο, ἀξιοπρεπές μειδίαμα, «μαδίασμα τό σεμνόν καί λεληθός» καί ἡ φύση τήν προίκισε μέ τό  εὐσταλές, ἀεράτο, δυναμικό, ἐπιβλητικό βάδισμα. (Μέ τά λόγια αὐτά ὁ Λουκιανός παινεύει τό χάλκινο ἄγαλμα τῆς Ἀφροδἰτης τοῦ γλύπτη Κάλαμη).   

    Μαγδαληνή, ὅταν εἶσαι τόσο ὡραία δέν ζηλεύεις τήν ὀμορφιά. Ἀναπνέεις μαζί της. Αὐτή ἡ ἔκπαγλη ὡραιότητά σου, λούζει κάθε τί, ἀκόμη καί ἐκεῖνα τά εὔθραυστα πού ἀφανίζονται μαζί μέ τόν ἄνθρωπο: ἡ κομψότητα, ἡ ζεστή φωνή, ἡ ἔνδυση… Γνωρίζω ὅτι ἡ ἀκοή σου ἔχει κορεστεῖ ἀπό ἐπαίνους, κολακεῖες καί τά αὐτιά σου δέν ἀνταποκρίνονται θετικά στίς λεκτικές θωπεῖες, ἀλλά ὁ λόγος μου εἶναι ὕμνος, εἶναι αἶνος, σπουδή στό κάλλος, ψυχῆς καί σώματος. Μελαχρινή μου λαμπάδα, ἡ ἀγάπη κρατάει μακριά τόν φόβο τοῦ θανάτου. φωνή μου κάτισχνη, ἔλα πιό κοντά.

γαθοὶ οἱ μαστοί σου ὑπὲρ οἶνον, τσαμπιά μέ σταφύλια,

θυμάρι καλοκαιρινό  τοῦ Τσικνιά ἡ ἀνάπνια σου, ρυθμίζει τόν σφυγμό μου,

τό ἄσπρο σου πουκάμισο, ὡραῖα σοῦ πηγαίνει,

ἔτσι ἀνοιχτό στό στιβαρό λαιμό σου, μιλᾶ ἀλλιῶς, 

ἀστέρι τῶν ματιῶν καί ἤλιε ἐσύ, τῆς πλάσης ἐσύ ἄγγελε,

κρύψου, γίνε ἀόρατη γιά ὅλους· ὁρατή μόνο σέ  μένα,

τό φεγγάρι σήμερα νά σκιρτᾶ γονατιστό μπροστά σου,

κι’ αὔριο ὁ ἥλιος ὁ ἡλιάτορας

νά  ἀναπαύεται  στό κορμί σου έπάνω,

μέ σένα νά κυβερνᾶς τά κύματα,

καί  μένα, κόρες χίλιες, σπορά  στόν ἱδρωμένο σου ἀγρό.  

Αὐτά τά ἐλάχιστα  γιά σένα, πόσο πολλά γιά μένα!

  Λυδία λίθος ἡ μνήμη καί ἡ κρησάρα τῶν χρόνων γιά περασμένα πού δέν καταχωρίζονται στά ξεχασμένα, οὔτε χωνεύονται σέ ἀποθέτες λησμοσύνης. Ἀνακλήσεις ἀπό τά διά βίου σκαμπανεβάσματα, κατηφόρες κι ἀνηφόρες, ἀπό τά χαρμόσυνα καί ἀνέμελα ὡς τά βαριά κι ἀγιάτρευτα…

  Ἡ λίμνη τῆς Γαλιλαίας, ἡ μεγάλη σάν θάλασσα. Σ’ αὐτήν ἀκουμποῦσα κάθε φορά ἀπό τά κουραστικά διαρκείας ταξίδια μου. Πάντα σ’ αὐτήν καί γι’ αὐτήν ἐπέστρεφα, νά τήν δῶ ἀκόμη μιά φορά.  Νά μέ φυσήξει ὁ δυνατός ἀέρας της, νά φουσκώσει τά ροῦχα μου σάν πανιά,  νά νιώσω στό κουρασμένο μου πρόσωπο τήν παγωμένη της δροσιά, νά μυρίσω τά  κύματά της. Καθόμουν ξημερώματα στίς ὄχθες της, τό δροσερό νερό της χάιδευε τίς πατοῦσες μου, μέ τά μικρά ψαράκια νά τσιμποῦν τά δάκτυλά μου. Μερικές φορές χαμογελοῦσα, μέ κάποιο ἀκαθόριστα ὄμορφο, μέ κάτι πού μοῦ κόμιζε ἡ ἀδιόρατη μνήμη μιᾶς εὐδαιμονίας.  Συνήθως ὅμως τό βλέμμα μου εἶχε τήν σκοτεινή ἀντάρα τοῦ ναυαγίου.

  Κοίταζα τήν  Τιβεριάδα καί χανόμουν στά νερά της, τήν κοίταζα σάν νά περίμενα κάτι, σάν νά περίμενα νά γίνει κάτι, ἕνα θαῦμα ἄς ποῦμε, νά ἀναδυθοῦν ἀπό τά νερά της, πλάσματα μαγικά, μέ φτερά ἀπό κρύσταλλο, νά τραγουδοῦν ὕμνους ἀγάπης σέ γλῶσσες ἄγνωστες, λόγια ἐρωτικά ἀλλούτερα, ξένα κι ὀδυνηρά γιά τό συνηθισμένο σέ ἄλλους ἤχους αὐτί μου. Μπορεῖ ἡ ἀμφιβολία νά δαγκώνει σάν φίδι τήν ψυχή μου, ὄμως τά ἐρωτήματά μου δέν ἔχουν δειλία, ἡ φωνή  μου δέν τρέμει  καταπίνοντας τίς λέξεις πρίν κιόλας τίς  ἀρθρώσω. Διεκδικῶ ἀπαντήσεις, ἀκόμη κι ἄν εἶναι νά ἔρθουν στά ὕστατά μου. Κάποια κομιζόμενα ἐρωτήματα καί ἀπορίες, δύσκολα παρακάμπτονται ἤ ἀπωθοῦνται. Πάνω στό ἀκραῖο  βασανιστήριο τοῦ σταυροῦ, ἐλάχιστα λεπτά πρίν τόν θάνατό μου, ἀρχίζω νά  ξανασυλλαβίζω τό «νόημα» τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Συμφωνεῖς  πώς ἄν οἱ ψυχές μας συναντιόντουσαν στήν σωστή στιγμή, τόν σωστό χρόνο,  θά εἴμαστε τώρα σ’ ἕνα ἀλλοῦ καί σέ ἕνα ἀλλοιῶς;

 

ΥΓ Ἂς μήν ξεχνᾶμε ὃτι τό ἀληθινό μυθιστόρημα δέν εἶναι μυθοπλασία, ἡ αὐθεντική μαρτυρία φαντάζει μυθιστόρημα.