Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

«Ὁ φόβος κόλασιν ἔχει»

 

Ὁ τρόπος ζωῆς μέ βάση τό περιεχόμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἡ βιβλική καί ἡ περαιτέρω θεολογική  παράδοση καί γενικότερα τό περιρρέον κλίμα τῆς Θείας παρουσίας στόν κόσμο ἀποκλείουν μιά ἀντίληψη γιά ἕναν Θεό  τιμωρό, δυνάστη, εἰσαγγελέα καί  χωροφύλακα. Τέτοια ἀντίληψη πηγάζει ἀπό τόν ξεστρατισμένο ἄνθρωπο, ἀπό τίς ἐγωκεντρικές του τάσεις καί ἀπό την ἀκόρεστη ἐπιθυμία του γιά ἀναγνώριση καί ἐξουσία, μέ ἄλλα λόγια ἀπό τήν πανούργα  λογική του.  Ἡ ἴδια λογική ἐπιβάλλει ὄχι μόνο τήν ἰδέα ἑνός τιμωροῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν πεποίθηση ὅτι τά ἀνθρώπινα κρίματα προσβάλλουν τήν θεία δικαιοσύνη ὡς τό σημεῖο νά ἀναζητεῖται ὁ τρόπος ἱκανοποίησής της. ( Ἡ γνωστή θεωρία τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουργίας στό ἔργο του Cur Deus homo γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος). Ἀλλά ἡ βιβλική καί ἡ περαιτέρω θεολογική παράδοση κατά κανένα τρόπο δέν προσφέρεται γιά τέτοιες θεωρίες. Τό σχῆμα τοῦ δράματος εἶναι ἄλλο.

   Ὁ ἄνθρωπος ἐμπλέκεται σέ ὀδυνηρή καί τραγική περιπέτεια. Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση και ἡ θεραπεία  του. Συνεχής ὡστόσο εἶναι ἡ δραματική πορεία καί ὁ ἀσταμάτητος πόλεμος κατά τῆς φθορᾶς καί τοῦ ὅποιου ἐκμηδενισμοῦ. Στήν προκειμένη περίπτωση ἐγγυητής ἀδιαμφισβήτητος εἶναι ὁ Θεός. Ὡς σοφός, κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή,  βρίσκει τόν τρόπο τῆς ἰατρείας, ὡς δίκαιος οἰκονομεῖ σωτηρία μή τυραννική, ὡς παντοδύναμος πραγματώνει ἐξάπαντος τήν ἐκπλήρωση. (Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀποριῶν PG 90, 629C). Δέν ὑπάρχει ἀσφαλέστερος δρόμος, καί συνάμα κανένα ἴχνος καταδυνάστευσης, φόβου, τιμωρίας καί ἀπειλητικῆς κόλασης. Ἀκόμη καί ὁ ἀπαραίτητος ἀγῶνας κατά τῆς φθορᾶς, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ὅποιο ὀδυνηρό τίμημα, κρύβει στά σπλάχνα του δημιουργικές δυνάμεις.      

  Φόβος καί ἀγάπη, μέ βάση τό περιεχόμενο ζωῆς, εἶναι ἔννοιες ἀντίθετες, ἐνδεχομένως ἀντιφατικές κατά τήν λογική τοῦ Ἀριστοτέλη. Ὅσο περισσότερο κανείς φοβᾶται, τόσο λιγότερο  ἀγαπᾶ, καί ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶ, τόσο λιγότερο φοβᾶται. Μέ ἄλλα λόγια ὁ φόβος ὡς πάθος διαβρωτικό τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης εἶναι ἡ ἀντιστροφή καί ἡ διαστροφή τῆς ἀγαπητικῆς σχέσης. Ὁ φοβισμένος διαρκῶς ἀναμένει τιμωρίες. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός γιά τούς φοβισμένους εἶναι τιμωρός.  Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ αἵρει καί καταλύει τόν φόβο τῆς τιμωρίας, δηλαδή τῆς κόλασης.  «…φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ…». (Α΄Ἰω. 4,18).  

  Στήν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δύο εἶναι οἱ τυραννικές δυνάμεις πού ταπεινώνουν σφόδρα τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη: ὁ δουλικός φόβος (αἰσθήματος κάθε κόλασης)  καί τῆς ἰδιοτέλειας. Ἔτσι διαμορφώθηκαν οἱ τύποι τῶν δούλων, τῶν μισθίων καί τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ἐλεύθερων υἱῶν  τῆς ἀγάπης. Χαρακτηριστικά ὁ Γρηγόριος Νύσσης λέγει ὅτι «θέλει νά εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά φοβᾶται τήν κόλαση μήτε νά ἐλπίζει στήν ἀμοιβή τοῦ παραδείσου» ( PG 44, 429 CD).

  Σύμφωνα μέ μιά τέτοια παράδοση δέν πρέπει νά ξαφνιάζεται κανείς, ὅταν διαβάζει τήν παρακάτω περικοπή ἀπό νεότερο ἑλληνικό μυθιστόρημα τοῦ 20ου αἰῶνα: «Θεέ μου, ἔλεγε τώρα ὁ Φραγκίσκος, ἄν σέ ἀγαπῶ γιατί θέλω νά μέ βάλεις στήν Παράδεισο, πέψε τόν ἄγγελό σου μέ τήν ρομφαία του νά μοῦ κλείσει τήν πόρτα· ἄν σέ ἀγαπῶ γιατί φοβοῦμαι τήν Κόλαση, ρίξε με στήν Κόλαση· ἄν σέ ἀγαπῶ γιά σένα, γιά σένα μονάχα, ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά σου καί δέξου με». Ἄπλῶς θέλω νά ρωτήσω· τούτη  ἡ περικοπή δέν συνοψίζεται στό ἐπιτάφιο ἐπίγραμμα;  Δέν ἐλπίζω τίποτε, δέν φοβᾶμαι τίποτα, εἶμαι λεύτερος.

 

Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Ἀναγκασμός, μόρφωμα μεταπτωτικό, ἀνθρώπινο.

 

Ὅλοι οἱ  ὁλοκληρωτικοί χαρακτῆρες καί ὅλα τά ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα, κάθε χρώματος, ἐπιβάλλουν τήν ἠθική καθαρότητα, ἤ τήν λεγόμενη κάθαρση, μέ ἀκριβά τιμήματα· καθιερώνουν τήν ἐξουσιαστική ἠθική, τήν δικαιϊκή σχέση καί οὐκ ὀλίγες φορές ἀπάνθρωπες τιμωρίες γιά τό καλό τῆς κοινωνίας καί τῆς ἀνθρωπότητας! Τό ἴδιο ἰσχύει καί στον χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, Καθολικῆς τε καί Ὀρθόδοξης.

   Κάθε ἀναγκασμός τῆς ἐλεύθερης βούλησης σημαίνει τήν κατάργησή της καί μιά ἄκρα τυραννία. Τήν ὀδὐνη αὐτοῦ τοῦ ἀναγκασμοῦ μποροῦμε ἔμμεσα καί στοιχειωδῶς νά τήν καταλάβουμε, ὅταν ἄλλοι ἐπιχειροῦν νά περιορίσουν τήν ἐλευθερία μας.

   Ἡ κυριαρχικότητα τῶν ἀλαζόνων, δηλαδή τῶν ἐξουσιομανῶν, κατασκευάζει ἐφιαλτικούς κόσμους. Πολλές φορές ἡ πολιτική τῆς δύναμης, τυφλή καί παράφορη, γιά μεγάλα ἀλλά φτηνά συμφέροντα σωριάζει ἐρειπιῶνες, ὄπως οἱ γίγαντες τῆς μυθολογίας, ὄρη ἐπί ὀρέων. Εἰδικά στίς μέρες μας μέ τήν βοήθεια τῆς τεχνολογίας καί  τῆς  πολύπλοκης ὀργάνωσης διωκτικῶν καί πολεμικῶν συστημάτων, ἡ βία τῆς κυριαρχικότητας, τό κακό, γίνεται ὁλοένα καί περισσότερο ἀόρατο, καί ἐπομένως δριμύτερα διαβολεμένο. Ἡ ὑβριστική καί ἀλαζονική αὐτή συμπεριφορά εἶναι συνυφασμένη μέ τό πάθος τῆς κατοχῆς καί τῆς πλεονεξίας. Ἡ πλεονεξία, ὡς πάθος διαβρωτικό, ἐνίοτε ἐκτρέπει ἀκόμη καί γενναῖα φρονήματα· ξεπερνάει κανείς πιέσεις, πόνους καί ταλαιπωρίες, ἐνῶ εὔκολα δελεάζεται ἀπό πειρασμούς· βαστάζει τά βασανιστήρια ἀλλά λυγίζει στίς  προσφορές. Τό πάθος τῆς ἐξουσίας εἶναι τό πιό ἀβυσσαλέο καί τό πιό καυτερό· τρέφει ἤ καλύτερα ὑπερτρέφει τόν ἀλαζόνα καί πλεονέκτη.   

 

‘Οφειλομένη  παρένθεση: Ὁ τρόμος πού  ἀκούει στόν ὅρο «θεοφοβία», ( ὄχι αὐτή τῆς εὐλαβοῦς θεοσέβειας), πυροδοτεῖται ἀπό τήν αἴσθηση ὅτι οἱ ὀργανωμένες θρησκεῖες θεωροῦν τόν ἄνθρωπο ἀνίκανο νά αὐτοκυβερνηθεῖ καί νά ἀποφασίσει τά τῆς ζωῆς του μέ γνώμονα τίς  ἐμπειρίες του, τήν προσωπική του κρίση καί τά  δεδομένα τῆς νέας ἐπιστημονικῆς γνώσης, γι’ αὐτό δράττονται κάθε  εὐκαιρίας νά ὑπενθυμίζουν τήν ἀξία τοῦ ἄνωθεν ὑπαγορευμένου, ἀλάνθαστου δέοντος. Ἡ θλιβερή προθυμία μέ τήν ὁποία γίνεται ἀπερίσκεπτα καί ἀσμένως ἀποδεκτός ἐκ μέρους τῶν πιστῶν ἀκόμη καί ἡ ἱεροποιημένη παραξενιά πνευματικῶν γεροντάδων καί ἱερωμένων ἐν εἴδει «μέντιουμ», ἀποκαλύπτει τήν δίψα πολλῶν ἀνθρώπων γιά παραίτηση ἀπό τήν κριτική σκέψη καί τίς εὐθύνες πού ἡ τελευταία συνεπάγεται. Τό πρόβλημα τῆς ἐθελούσιας   ἑτερονομίας δέν φύεται, βέβαια, μόνο στό πεδίο τῆς ὀργανωμένης θρησκείας, ἀλλά καί τῆς ἐκκοσμικευμένης οὐτοπίας. Γερμανοί καί Ἰάπωνες ἀνατράφηκαν μέ τήν ἰδέα τῆς  ἀπόλυτης ὑπακοῆς στόν ἀρχηγό τῆς  ἀγέλης. Ὅ,τι πεῖ ὁ ἀρχηγός. Ἔτσι φεύγει ἡ προσωπική εὐθύνη καί πάει στόν ἀρχηγόὉ μέσος ἄνθρωπος καί ὄχι μόνον, ψάχνει ἀπεγνωσμένα γιά ἐτοιμοπαράδοτο νόημα ζωῆς, ἕνα σημεῖο νά ἀκουμπήσει, νά ἐναποθέσει τά ὑποτυπώδη, ἔστω, ὑπαρξιακά του ἐρωτήματα, νά ἀποφύγει τόν τρόμο τῆς ἀέναης περιπλάνησης  στόν ὠκεανό τοῦ ἀγνώστου. Γιατί νά  μπαίνω στόν κόπο νά σκέπτομαι ἐγώ, ὅταν τό κάνουν ὡραιότατα ἀντ’ ἐμοῦ τό κόμμα μου, ἡ ἰδεολογία μου, ὁ γέροντάς μου καί ὁ κοινωνικός μου περίγυρος;   

 

 

 

 

Σάββατο 22 Ιουλίου 2023

Τό τέλος τοῦ παιχνιδιοῦ

                                                          Μπέκετ Σάμουελ 

Χάμ: Πήγαινέ με  κάτω ἀπό τό παράθυρο. Θέλω νά νιώσω τό φῶς στό πρόσωπό μου.

Θυμᾶσαι στήν ἀρχή ὂταν μέ πήγαινες βόλτα; Κρατοῦσες τήν

πολυθρόνα  ἀπό ψηλά.

Σέ κάθε βῆμα κόντευες νά μέ ἀναποδογυρίσεις. Πλάκα εἲχαμε οἱ δυό

μας!  Πολύ πλάκα!

Καί μετά μᾶς πῆρε ἡ κάτω βόλτα. Φτάσαμε κιόλας, ἒχει φῶς;

Κλόβ: Δέν ἒχει σκοτάδι.

Χάμ: Σέ ρωτάω ἂν ἒχει φῶς;

Κλόβ: Ναί

Χάμ: Ποιό παράθυρο εἶναι;

Κλόβ: Τῆς στεριᾶς.

Χάμ: Τῆς στεριᾶς! Τό ‘ξερα! Δέν ἒχει φῶς ἐδῶ! Στό ἂλλο!

Αὐτό μάλιστα! Εἶναι φῶς. Σάν μιά ἀχτίδα ἣλιου. Ὂχι;

Κλόβ: Ὂχι.

Χάμ: Δέν εἶναι μιά ἀχτίδα ἣλιου αὐτό πού νιώθω στό  πρόσωπό μου;

Κλόβ: Ὂχι περισσότερο ἀπ’ ὂτι συνήθως.

Χάμ: Ἂνοιξε τό παράθυρο.

Κλόβ: Γιά ποιό λόγο;

Χάμ: Θέλω νά ἀκούσω τήν θάλασσα.

Κλόβ: Δέν θά τήν ἀκούσεις.

Χάμ: Οὒτε ἂν ἀνοίξεις τό παράθυρο:

Κλόβ: Οὒτε.

Χάμ: Δέν χρειάζεται ἐπομένως νά τό ἀνοίξεις.

Κλόβ: Ὂχι.

Χάμ: Ἂνοιξέ το τότε!

….

Χάμ: Τό ἂνοιξες;

Κλόβ: Ναί. 

Χάμ: Λοιπόν πρέπει νά εἶναι πολύ ἢρεμη.

Σέ  ρωτάω εἶναι πολύ ἢρεμη;

Κλόβ: Ναί

Χάμ: Ἐπειδή δέν ὑπάρχουν πιά θαλασσοπόροι.

  Τό «Τέλος τοῦ Παιχνιδιοῦ» Μπέκετ Σάμουελ. Νόμπελ λογοτεχνίας 1969. Μετάφραση Μάγιας Λυμπεροπούλου & Δημοσθένη Παπαδόπουλου.

 Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνός ἀνθρώπου, τοῦ Χάμ, πολύ δυνατοῦ, πολύ τυραννικοῦ, πού βρίσκεται σέ μιά κατάσταση πλήρους ἀνασφάλειας· εἶναι τυφλός καί δέν μπορεῖ νά περπατήσει. Ζεῖ σέ μιά πολυθρόνα καί ἐξαρτιέται ἀπό ἓναν σύντροφο, κάτι σάν παραγιό καί ὑπηρέτη μαζί, τόν Κλόβ.

  Ἡ ζωή τοῦ Χάμ εἶναι ἀνυπόφορη. Δέν ἒχει τήν δύναμη νά τήν συνεχίσει μά δέν ἀποφασίζει καί νά τήν σταματήσει. Παρακολουθεῖ αὐτή τήν σιγανή πορεία πρός τόν θάνατο τρομοκρατημένος κατά βάθος, ἀλλά μή θέλοντας νά τό παραδεχτεῖ.  

  Τοῦ ἀρέσει νά μπλοφάρει. Εἶναι αὐθάδης ἀλλά καί τρυφερός μαζί. Ἒχει μεγάλη τρέλα μέσα του ἀλλά καί ἀρχοντιά καί πολύ κουράγιο. Οἱ σχέσεις του μέ τόν Κλόβ, τόν σύντροφό του, δέν εἶναι σχέσεις σκλάβου καί ἀφέντη. Δέν μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἓνας χωρίς τόν ἂλλο. Εἶναι ἀπό ἐκεῖνες τίς φοβερές συμβιώσεις, τίς καμωμένες ἀπό τρυφερότητα καί σαδισμό.

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Στο εξωκλήσι του Αϊ Νικόλα στον Ξιδά – Αγιοφάνεια

 

Του Βασίλη Δαμιανάκη, Δασκάλου, Λυράρη, Ιεροψάλτου

  Το βαπτιστικό όνομα ή αλλιώς το κύριο όνομα που φέρει ο καθένας, φαίνεται να τον χαρακτηρίζει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του . Θα έλεγε κανείς ότι και τον πατέρα μου τον ονόμασαν Πέτρο, γιατί είχαν προβλέψει πως στη ζωή του θα ήταν όπως την πέτρα σκληρός. Κι όμως ο παππούς μου αποφάσισε να τον ονομάσει Πέτρο τον πατέρα μου, γιατί αν και γεννήθηκε στις 21 του Μάρτη, τα μάτια του είδαν το φως του ήλιου ανήμερα της εορτής των πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις 29 Ιουνίου του 1930. Γιόρταζε η εκκλησία του χωριού που ήταν και ο ενοριακός ναός του χωριού των Αποστόλων και ο παππούς τον είχε ταμένο. Ανέβλεψε και το θαύμα ήταν γεγονός!

  Εργατικός ο πατέρας από τα γεννοφάσκια του. Σκληροτράχηλος και ολιγομίλητος, αφού ήξερε να σου μιλά μόνο με τη θωριά του. Τα χέρια του πάντα γεμάτα ρόζους είτε από το σκάψιμο, είτε από το ράβδισμα των ελιών την περίοδο της ελαιοσυγκομιδής. Όταν πήρα την πρώτη μου λύρα, ήθελε κι αυτός να δοκιμάσει να παίξει. Ότι κι είχε γυρίσει από τον κάμπο που έσκαβε όλη μέρα τ’αμπέλι. Από τις φουσκάλες που είχαν τα δάχτυλά του, δεν κατάφερε να τα περάσει ανάμεσα από τις χορδές της λύρας. Μου την επέστρεψε μουρμουρίζοντας, σαν να του’ φταιγε η λύρα.

 Την τιτάνια δύναμη και το πείσμα του μου τα φανέρωσε όταν μόλις που θυμάμαι τον εαυτό μου, ξερίζωσε μια αμυγδαλιά μπροστά στα μάτια μου. Τάχα τον εμπόδιζε η αμυγδαλιά που από χρόνια είχε φυτρώσει στη μέση του αμπελιού. Μοναδικό του εφόδιο στην όλη προσπάθεια ένα ταλαιπωρημένο τσαπί. Έσκαψε γύρω από το δέντρο και μετά άρχισε η μάχη… Αγκάλιασε το δέντρο και το’ σερνε γυροβολιές. Μα πού να το κουνήσει…Αυτό είχε μεγάλες ρίζες. Ξανάσκαψε με το τσαπί και μετά ο εναγκαλισμός με το δέντρο μετατράπηκε σε βλαστημίδι και έντονες βωμολοχίες, λες και είχε μπροστά του άνθρωπο που του είχε θίξει τον ανδρισμό και την αξιοπρέπεια. Ίδρωνε και ξέδρωνε ο πατέρας, που πότε πότε με κοιτούσε σαν να ντρέπονταν, αφού ήθελε να μου αποδείξει ότι με το πείσμα νικούνται τα πάντα κι ότι στο τέλος αυτός θα’ ναι νικητής. Κι όντως όταν στο τέλος τα κατάφερε και ξερίζωσε το αθώο δεντράκι, αποκαμωμένος από τις βλαστήμιες και τις υπερφυσικές δυνάμεις που είχε χρησιμοποιήσει, ξάπλωσε κάτω από τον ίσκιο μιας κουρμούλας του αμπελιού και βροντοφώναξε περήφανα κάνοντας και το σταυρό του: « Δόξα σοι ο Θεός! Σ’ έφαγα διαολεμένο!». Αυτό ήταν το πρώτο και σπουδαιότερο μάθημα από τον πατέρα μου. Να μην εγκαταλείπω την προσπάθεια έως ότου έρθουν τα πάνω κάτω….

   Από παλληκαράκι δεκαπέντε χρονών ο παππούς μου του ανάθετε να αναλαμβάνει βαριές αποστολές και να πηγαίνει στα πανηγύρια να πουλά πράγματα. Ήταν η δουλειά του παππού μου. Πλανόδιος έμπορος ή αλλιώς πραματευτής. Στα πανηγύρια πουλούσε παιχνίδια, ραφτικά, βραχιόλια, σταυρουδάκια, δαχτυλίδια, αλλά καιλιχουδιές όπως σουσαμόπιτες, ζαχαρωτές μαντινάδες και άλλα. Αυτό που είχε πιο μεγάλη πέραση ήταν οι ζαχαρωτές μαντινάδες. Ένα χαρτάκι δηλαδή που προμηθεύονταν από τα βιβλιοπωλεία, τυλιγμένο σαν πάπυρο, που περιελάμβανε ένα δίστιχο και που στην άκρη του είχε ένα ζαχαρωτό με πρώτη ύλη την άχνη ζάχαρη. Έτρωγες το ζαχαρωτό και στη συνέχεια ξετύλιγες το χαρτάκι και διάβαζες τη μαντινάδα που το περιεχόμενό της συνήθως ήταν ερωτικό ή σπάνια και περιπαικτικό.

Εκμεταλλευόμενος τη ρωμαλεότητα, την αποφασιστικότητα και την τόλμη του πατέρα ο παππούς μου, τον έστελνε στα πιο απομακρυσμένα πανηγύρια. Με τη σοφία από τις ελάχιστες κουβέντες του και χωρίς να είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενος, τον άκουγα από παιδί να διηγείται με τον ίδιο απλό και παραστατικό τρόπο, μια από τις εμπειρίες που τον συνόδευε σε όλη τη ζωή του.

  Θα πήγαιναν με τον αδερφό του το Νίκο στο πανηγύρι του μοναστηριού της Παναγίας της Κρουσταλλένιας, στο Οροπέδιο του Λασιθίου, που εόρταζε στο Γενέθλιο της Θεοτόκου, 8 του Σεπτέμβρη. Αφού φόρτωσαν τα γαϊδουράκια με την πραμάτεια που προορίζονταν για πούλημα, ξεκίνησαν από τους Αποστόλους νωρίς το απόγευμα. Ακολουθώντας δύσβατα μονοπάτια, ανηφοριές και κακοτοπιές, φτάσανε στο χωριό Ξιδάς (σημερινή Λύττο). Ξεκουράστηκαν σε ένα από τα καφενεία του  χωριού και συνέχισαν την πορεία τους, αν και ήταν αργά το βράδυ και το μοναδικό φως που είχαν ήταν το φως του φεγγαριού. Καθώς προχωρούσαν, άκουσαν μια δυνατή φωνή μέσα από το εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Ξιδάς και Κασταμονίτσα. Ο αδερφός του ο Νίκος του είπε να μην πλησιάσουν, αφού ο φόβος τον είχε κυριεύσει, όπως και τον πατέρα μου. Η φωνή όμως επέμενε και τους καλούσε να πλησιάσουν και να μπουν στο εκκλησάκι. Πέτρος ο πατέρας και εκ των πραγμάτων πέτρα κι η καρδιά του. Πήρε πάνω του το ρίσκο κι αποφάσισε να πλησιάσουν και να μπει. Μάταια ο αδερφός του προσπαθούσε να τον αποτρέψει σε αυτό του το εγχείρημα. Δειλά δειλά άνοιξε την πόρτα του ναού και άκουσε μέσα στο σκοτάδι την ίδια φωνή με την ίδια ένταση, αλλά με αρκετή δόση αυστηρότητας αυτή τη φορά να του λέει: « Δε ντρέπεστε μορέ να περνάτε από την εκκλησία και να μη σταματάτε να ανάψετε τα καντήλια;». Ψάχνοντας ο πατέρας για σπίρτα κι αφού δε βρήκε τίποτα για να ανάψει τα καντήλια, τρέμοντας σαν το ψάρι ανταπάντησε στην αόρατη φωνή: « Μα δε βρίσκω μπάρμπα σπίρτα. Πώς θα ανάψω τα καντήλια;». Και… « Ω! του θαύματος! Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού». (Ψαλμ. 67, 36). Φωτίστηκε τότε το εξωκλήσι στο εσωτερικό του και από την ωραία πύλη του ιερού εμφανίστηκε ένας ιερέας φορώντας τα ιερατικά του άμφια και κατά την περιγραφή του πατέρα είχε πολύ μακριά γενειάδα, ενώ το πρόσωπό του έλαμπε.

Τα καντήλια άναψαν από μόνα τους με την παρουσία του αγίου πατέρα και σε σύντομο χρόνο φρόντισε να νουθετήσει τον πατέρα με τα παρακάτω: « Από δα και πέρα, άμα περνάτε από εκκλησία να σταματάτε να κάνετε το σταυρό σας, να ανάβετε τα καντήλια και να λιβανίζετε τις εικόνες. Πηγαίνετε και από παε και πέρα να μην φοβάστε πράμα».

  Χάθηκε η μορφή του αγίου πατέρα και ο πατέρας έμεινε να θαυμάζει το γεγονός αρκετά συνεπαρμένος, φοβισμένος, μα πολύ περισσότερο είχε μείνει εκστασιασμένος παρατηρώντας τα αναμμένα καντήλια. Βγήκε από το εκκλησάκι, διηγήθηκε στον αδερφό του το Νίκο τα όσα συνέβησαν, αλλά αυτός τόσο είχε φοβηθεί, που παρά λίγο να γυρίσει πίσω προς το χωριό και να μην πάει στην Κρουσταλλένια. Συνέχισαν όμως προς της Καράς το πηγάδι που ήταν και χάνι, ξεκουράστηκαν, τάισαν τα ζώα και συνέχισαν νωρίς το πρωί για το πανηγύρι που εκεί όλα πήγαν κατά την ευχή του αγίου πατέρα και μάλιστα ξεπούλησαν κιόλας.

  Επιστρέφοντας στο χωριό, αφού διηγήθηκαν το γεγονός της… αγιοφάνειας στον παππού μου, ο μεν θείος Νίκος ξεκαθάρισε ότι δε θα ξαναπήγαινε νύχτα σε κανένα πανηγύρι, ο δε πατέρας, ζήτησε από τον πατέρα του να δώσει το μερίδιό του στα αδέρφια του και του ανακοίνωσε την απόφασή του ότι αποφάσισε να πάει στο μοναστήρι της Κρουσταλλένιας στο Λασίθι και να καλογερέψει. Έκτοτε ο παππούς έκανε κάθε χρόνο στο εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου που έτυχε της αγιοφάνειας ο πατέρας μου αρτοκλασία, αλλά και στον Άγιο Χαράλαμπο-πολιούχο της Ενορίας του Ξιδά- μιας και ο παππούς θεώρησε ότι ο άγιος που φανερώθηκε στον πατέρα ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος, αφού ο άγιος Νικόλαος όπως τον γνωρίζουμε από τις αγιογραφίες, δεν έχει μακριά γενειάδα.

  Πήγε κι ο πατέρας στο μοναστήρι της Κρουσταλλένιας να μονάσει όπως υποσχέθηκε, αλλά το διακόνημα του βορδονάρη που του ανάθεσε ο ηγούμενος φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα επίπονο, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τον μοναχικό βίο. Βαριά η καλογερική….

 

 

 

 

 

 

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Ἐραστές τῆς Τυραννίας

 

Τοῦ  Γιώργου Δημόπουλου

   Γνώρισα τόν κ. Πολυκανδριώτη, τόν Δεσπότη Τήνου,  ὡς νέο φέρελπι Ἀρχιμανδρίτη. Μοῦ φαινόταν ἂνθρωπος χαμηλῶν τόνων, πηγαῖα εὐγενής, εὒστροφος μέ ἐκφορά λόγου ἢρεμη, σέ ἐπιδερμική σχέση μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν θύραθεν παιδεία (ἐκ τῶν κηρυγμάτων του), πολύ προσηνής καί ὑπέρ τό δέον ἐπικοινωνιακός. Κανένας δέν μποροῦσε νά  προβλέψει τήν μεταμόρφωσή του, ούτε βέβαια νά ὑποθέσει ποῦ θά φτάναμε. Φαίνεται ὃμως ὃτι τό κλίμα προοικονομοῦσε συγκεκριμένη εξέλιξη: «Ἀρχή ἂνδρα δείκνυσι». 

  Μετά τήν ἐκλογή του ἀπό τόν Χριστόδουλο, μέ τόν γνωστό τρόπο, ἡ κατάσταση σταδιακά καί σταθερά, ἒγινε  διαφορετική. Δέν μιλάει πολύ, καί ὃταν τό κάνει εἶναι ἀφ’ ὐψηλοῦ, μέ λόγο ἂχρωμο, φαινομενικά ἢρεμος, ἀκόμη καί ὃταν μέσα του ἐμφανῶς «βράζει», οἱ  κινήσεις του πολύ περιορισμένες, δέν κάθεται γιά νά μήν τσαλακώσει τά ράσα του, ἀσυγκράτητα νάρκισσος, «φουμάρει» διακριτικά  τήν κορυφή του γιατί πολύ ἂσπρισε, δίνει πλέον τήν ἐντύπωση ἀτόμου ἐθισμένου στήν κοσμική ἐξουσία, πού δέν ἐπιδέχεται καμμιά ἀμφισβήτηση λόγων καί πράξεων, ἐκλιπαρεῖ διακαῶς παλαμάκια, ζητιανεύει λεκτικά χαδάκια ἀκόμη καί στά πιό ἀσήμαντά του, καί  ἒχει ἐκπαιδεύσει ὃλους τούς παπάδες, τούς ὑπαλλήλους τοῦ Ναοῦ τῆς  Παναγίας, ἐπιτρόπους, καί νεωκόρους, νά αἰσθάνονται βασάλοι του, νά διαβάζουν ἂψογα τά  θέλω του ἀκόμη καί μέσα ἀπό τήν παραμικρή κίνησή του. Εἶναι ἀδύνατο νά μήν δεῖ κανείς τόν δεσπότη  σάν μικρό παιδάκι πού  θέλει τήν φροντίδα τῶν ὑποτελῶν του ὡς  σιωπηλά ἐπιτελεῖα συνεργαζομένων νταντάδων.

  Ἐκεῖνο πού μέ τρομάζει περισσότερο, εἶναι ἠ ἀνάδειξή του σέ «ἀξιόθρονο ἐπίσκοπο», Μέγιστο Ἀρχιερέα, καί συνεκδοχικῶς σἐ τοπικό μέγιστο ἠγεμόνα, άνυπέρβλητο ἱεροκήρυκα,-τοὐλάχιστον ἓνας  Εὐγένιος Βούλγαρης- καί τοῦτο τῇ συνδρομῇ  πληθώρας Αὐλοκολάκων, Σφουγγοκωλάριων καί Σουσούδων.

  Ὁ ἀκατάσχετα φλύαρος λόγος του, γνωρίζει μόνο νά κολακεύει, νά χαϊδολογάει αὐτιά, μέ ἕνα θράσος  πού πληγώνει χωρίς νά ἀγαπᾶ, χωρίς τήν διαλεκτική τῆς ἀγαπητικῆς παρρησίας. «Ἐσθλ’ ἀγορεύοντες, κακά δέ φρεσί βυσσοδόμευον. Μιλοῦσαν ὡραῖα ἐνῶ στό μυαλό τους βυσσοδομοῦσαν κακά». (Ὀδύσσεια ΙΖ’).   Ἄν προσέξετε ἡ κάθε λεκτική παρέμβαση τοῦ τοπικοῦ Δεσπότη δέν ξεπερνᾶ τήν ἒκθεση καλοῦ μαθητοῦ τῆς τρίτης Γυμνασίου. «Τά κύματα τοῦ Αἰγαίου ἂσπρα προβατάκια, ἐξοχότατε κ. Πρωθυπουργέ, κ. Λιμενάρχα, καί στήν κορφή κανέλλα…»  Κάθε τελεία τῶν γλαφυρών του ἀποσιωπητικῶν κι ἓνα λιθαράκι στήν κενοδοξία του.  Ἀνεξίτηλες εἰκόνες καί προτάσεις τόσο ἐκτεταμένες ὃσο ὁ  οὐρανός τῆς ἐρήμου. 

  Ὡς γνωστόν, κανένας δέν  κηρύττει τόσο ἀπαίσια, οὔτε ὁμιλεῖ τόσο ἄσχημα, ὅσο οἱ ὑπερασπιστές μή βιωμένων ἐμπειριῶν.  Εἶναι γιατί ἀσκοῦν τήν ὅποια προσπάθειά τους, καταναγκαστικά, βαρετά, μέ ἐλλειμματική καθαρότητα, γιά προβολή προσωπική, ἀπό ἐξουσιαστικό συμφέρον, κι αὐτό μέ τόσο κόπο. Στῆστε εὐήκοον οὖς στά λεγόμενά του.

  Ὁ Δωρόθεος ὁ ἐν Τήνω, καί κάθε ἀπανταχοῦ Δωρόθεοι εἶναι τό εὐφρόσυνο φωτογραφικό τεκμήριο ὃτι ὂσα ἐκεῖνοι λένε πώς πιστεύουν, ὃλοι γνωρίζουν πώς  εἶναι φούμαρα. Τό γνωρίζουν οἱ  ἲδιοι, τό  γνωρίζουν ὃτι τό γνωρίζουμε καί ἐμεῖς, ἀλλά μᾶς ἒχουν «γραμμένους».

  Προσωπικά τούς  ἒχω κατατάξει στά πρόσωπα τά οὐδεμίαν σχέσιν  ἒχοντα μέ τήν Θεολογία καί  τήν Ἱερωσύνη, οὒτε στό ἐλάχιστο, μέ κάποιες ἱκανότητες ὐποκριτικῆς ἑνός ἀτάλαντου ἠθοποιοῦ, μία παρωδία Ροντηρικοῦ στόμφου, ἐλαφρά  πασπαλισμένου ἀπό Κάρολο Κούν, ἀλλά πολύ καλά αὐτοσκηνοθετούμενου Σπύρου Εύαγγελάτου. Αὐτοπροβαλλόμενες «νοῦλες»  πού πίστεψαν τίς προκατασκευασμένες τους κολακεῑες, καί πῆραν τόν ἐλλιπή ἑαυτό τους στά σοβαρά,  μέ ἀποτέλεσμα νά μολύνουν ἀσύστολα τούς  θρόνους Αὐτοκρατόρων, τά ἱερά καί ὃσιά μας, βοηθοῦντος τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναλφαβητισμοῦ, καί τῆς θεολογικῆς ἀμορφωσιᾶς στήν ὁποία μᾶς βούλιαξε ἡ δεσποτική σύγχρονη ἂποψη περί διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτά ὃλα τούς ἒδωσαν τόν ἀέρα νά συμπεριφέρονται ὡς Ἀπόλυτοι κοσμικοί Ἂρχοντες, στούς ὁποίους ὃλα ἐπιτρέπονται. Ἀφοῦ ἂλλωστε ὁλόκληρος Πρωθυπουργός, ὀλόκληροι  ὑπουργοί, βουλευτές, στρατηγοί, δικαστές, παρατρεχάμενοι καί κολαοῦζοι ἀναγνωρίζουν τήν «ἀνταλλακτική προσφορά» τους.

  Ξέρουν νά  ὁμιλοῦν μέ «ὓφος ὀγδόντα καρδιναλίων» περί ἀνέμων καί ὑδάτων σ’ ἓνα σκηνικό βγαλμένο ἀπό παραμύθι, ένῶ ἱκανός ἀριθμός  παρατρεχάμενων μέ δουλική προφορά  ἐκτελοῦν γύρω τους χορογραφημένες κινήσεις σπαταλημένης ἐνέργειας: στήνουν ξεστήνουν, ντύνουν τίς Σταχτοπούτες γιά φωτογράφιση τῆς μητροπολιτικῆς σελίδας, σκηνοθετοῦν βάναυσα στιγμές μεγαλείου: πάνω σέ θρόνους αὐτοκρατορικούς σέ πόζα Καρντάσιανς.  Ζοῦν γιά τίς κάμερες. Ὃμως τό κίτς, μέ ὅσο χρήμα κι ἄν τό ντύσεις, κίτς παραμένει. 

 Ὃταν λέμε ἀρχιερατική λειτουργία, περί τίνος πρόκειται; Δοκιμαστήριο ἐνδυματολογικό, πασαρέλα πανάκριβων φορεμάτων εἶναι. Ἀντιπροσωπευτικοί στήν παρδαλότητά τους, ἐκπληρώνουν τήν ὑπόσχεση κοσμικοῦ θεάματος πού συνάπτεται σιωπηρῶς μεταξύ Πολιτείας καί Ἐκκλησίας σέ μιά κοινωνία πού εὐρίσκεται σέ πολυεπίπεδη δυσανεξία. Μιά κοινωνία μέ τήν ψυχή της βουτηγμένη μέχρι τό λαιμό στό σύγχρονο ὑπαρκτό χάος τοῦ παγκόσμιου στερεώματος, μιά κοινωνία ἡ ὁποία δυσπιστεῖ καί ἀγανακτεῖ μπροστά σ’ ὃλη αὐτή τήν κοσμική χορογραφία.  

  Ὁ συλλογικός ὀφθαλμός τοῦ φακοῦ σέ κάθε δημόσια θεατρική  ἒκφραση ἐκκλησιαστικοῦ, στήνεται πάντα ὂχι στό Μυστήριο ἢ τήν τελετή ἀλλά ἐστιάζεται,  στόν δεσπότη ἢ στήν χορεία τῶν δεσποτάδων,  μέ ἐντολή να σκηνοθετηθεῖ ἡ λαιμαργία τους,  νά ἐκπληρωθεῖ ἡ «ἠδονοβλεπτική» ἐπαγγελία τοῦ θεσμοῦ στήν πομπή τῶν ἐκπροσώπων του.

 Ὑπάρχει ἐκεῖνο τό εἶδος τῆς «παθητικῆς ἡδονοβλεψίας» δηλαδή τοῦ ἂκρατου ναρκισσισμοῦ  πού κάνει τόν φορέα του νά ἀπολαμβάνει τό βλέμμα τῶν ἂλλων;  Καί φυσικά, στούς ἀλλοπαρμένους, ἀλλοπρόσαλους δεσποτάδες. Μά εἶναι ὅλοι οἱ δεσποτάδες Καρντάσιανς;  Δηλαδή ἔχουν ὑποκύψει ὄλοι τους στήν παιγνιώδη ἐκδοχή τῆς παρακολούθησης-προβολῆς; Ναί, ὃλοι τους παίζουν σέ ριάλιτι, τούς ἀρέσει νά  ἐκτίθενται στίς κάμερες τοῦ Μεγάλου Αδελφοῦ, ἀδιαφορῶντας μάλιστα προκλητικά γιά τόν ἀρνητισμό πού έκπέμπουν.

  Φυσικά ὂλοι τους μιά «κοψιά». Μάλιστα οἱ συναντήσεις εἶναι γι’ αὐτούς ἓνα ἀτέρμονο μπίρι μπίρι, κουβέντα καί ἂλλη κουβέντα καί λίγο παραπάνω ἀερολογίες. Ἐξπέρ στήν δικτύωση, γνωρίζουν νά φτιάχνουν μηχανισμούς καί νά δημιουργοῦν ἓνα  καλό πελατολόγιο ἀπό πολιτικούς, ἐφοπλιστές, μεγαλογιατρούς, στρατηγούς, δικαστικούς… Ἀλλά οἱ περισσότεροι θά κόβονταν στήν πρώτη συνέντευξη ἐάν ἐξέφραζαν ἐνδιαφέρον γιά κάποια θέση ἐργασίας στόν ἰδιωτικό τομέα.

  Τί εἲδους προσωπικότητες εἶναι αὐτοί οἱ ἂνθρωποι, οἱ δεσποτάδες, πού ἀπολαμβάνουν μία καλά σκηνοθετημένη φωτογράφηση ἐν μέσω μίας κοινωνικῆς περιδίνησης, μιᾶς κρίσης βουτηγμένης στό θάνατο; Κι ἀπό τήν ἂλλη, πῶς γίνεται νά βρεθεῖ κανείς σέ ὐψηλές τιμές, χωρίς ποτέ νά ἐκτίθεται πραγματικά στό μάτι τῆς κρίσης τοῦ κόσμου, ὃπως οἱ πολιτικοί πχ; 

  Οἱ ἂνθρωποι πού πιό πολύ ποστάρουν παρά ἐργάζονται εἶναι ἀνίκανοι νά ἒχουν καί δέν πρέπει νά ἒχουν πνευματική δικαιοδοσία. Δέν διαθέτουν τήν φερεγγυότητα γιά προσφορά. Πιάνονται στήν περιδίνηση μίας μεταβολῆς συσχετισμῶν, χαζολογοῦν κάπου ἀποκομμένοι ἀπό τήν  πραγματικότητα, ἒχοντας τό μυαλό τους στήν βρώμικη δουλειά τῆς  διαχείρισης τῆς δύναμης καί τῶν πολλαπλῶν συμφερόντων. Ἒχουν τυλιχτεῖ σέ ἑναν φαντασιακό  μικρόκοσμο· πλέον χρειάζονται θεραπεία νά  βγοῦν στό κανονικό, στό φυσιολογικό.

  Ὡς Ἓλληνες πολίτες ζοῦμε καί ἀπολαμβάνουμε τό τέλος ὂχι μόνο ἐνός αὐταρχικοῦ κράτους, ἀλλά καί  μιᾶς αὐταρχικῆς κοινωνίας. Ἡ εὐρωπαϊκή πολιτισμική ἐπανάσταση, δειλά δειλά ἀπό τό 70,  ἒφθασε καί στήν Ἑλλάδα μέ ὃλα τά γνωρίσματα τῆς μαζικῆς δημοκρατίας, ὃπως αὐτά συνοψίζονται ἀπό τόν Παναγιώτη Κονδύλη: Κατάργηση τῶν  δεσμευτικῶν ἱεραρχιῶν πού καθαγιάζονταν μέ τήν κυριαρχία τοῦ λόγου καί τῆς ταυτότητας πάνω στήν φαντασία καί στήν διαφορά, γεφύρωση τοῦ χάσματος ἀνάμεσα σέ κουλτούρα τῶν ἐλίτ καί κουλτούρα τῆς μάζας, καί διεύρυνση τῶν δυνατοτήτων τῆς συνείδησης πέρα ἀπό τό ἀπολλώνειο στοιχεῖο, πρός τήν κατεύθυνση τοῦ διονυσιακοῦ. (Παναγιώτης Κονδύλης. Ἡ παρακμή τοῦ ἀστικοῦ πολιτισμοῦ, Θεμέλιο, Ἀθήνα 1991)

  Συνέπεια τῆς  παραπάνω κοινωνικῆς ἀνατροπῆς ἦταν καί ἡ ἐπανεμφάνιση τοῦ χώρου τῆς Ἀγορᾶς, ἑνός τόπου ἀνάμεσα στήν κοινωνία καί τό κράτος, ἀνάμεσα στήν σφαίρα τοῦ ἰδιωτικοῦ καί τήν σφαίρα τῶν θεσμῶν.  Ἑνός τόπου ἀνοικτοῦ  χωρίς ἱεραρχίες πού ἐπιτρέπει τήν κριτική λειτουργία τοῦ λόγου, πού ἀναδεικνύει τόν ἂνθρωπο  ὁ ὁποῖος λέει ἐλεύθερα τίς ἀπόψεις του. Τόν χειραφετημένο συγγραφέα   ὀ ὁποῖος δέν γράφει γιά τήν Αὐλή, τόν διανοούμενο πού ὃταν γράφει δέν δεσμεύεται ἀπό καμμιά πολιτική, ἐκκλησιαστική, πανεπιστημιακή ἱεραρχία.   Εἶναι ἡ Ἀγορά πού γνωρίζει νά ὁριοθετεῖ αὐτόν τόν αὐχμηρό χῶρο, ὃπου ἡ πορεία γίνεται κυριολεκτικά σχοινοβασία, μέ εὐθύνη καί συνέπεια.  

  Ὃμως ἂν καί σέ ὃλες τίς περιοχές τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἒχουν ἐπισυμβεῖ τεκτονικές ἀλλαγές,  στό χῶρο τῶν ἀνωτάτων κλιμακίων  τῆς Ἐκκλησίας, τό φαινόμενο τῆς ὢσμωσης εἶναι ἂγνωστο:

  -Ἡ ἐνορία συνεχίζει νά μήν ἀποτελεῖ αὐτόνομο κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀφοῦ καμμιά ἀναπροσαρμογή δέν ἒχει ἐπέλθει στις σχέσεις κλήρου καί λαοῦ. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ λίαν δημοκρατικά! ἐκπεφρασμένη ἂποψη τοῦ τοπικοῦ ἀρχιερατικοῦ: ἀκόμη καί τό σχοινί τῆς καμπάνας νά θέλει ἀλλαγή, θά  πάρετε τήν ἂδειά μου.

  -Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός δέν θεωρεῖται πλέον ὡς σημεῖο τῆς Βασιλείας  τοῦ  Θεοῦ, ὡς πρόσληψη τῶν ἐσχάτων, Ὁ λόγος  τῶν μοναχῶν καί ἡ ζωή  τους δέν ἐπιβεβαιώνουν τό ζητούμενο. Ἀνακάλυψαν ἓναν νέο μοναχισμό πού προβάλλει ὡς θεσμικό του καθῆκον τήν μή κατάφαση στόν ἒρωτα καί τήν σεξουαλική ζωή, τήν ἀπαγόρευση τῶν ἐμβολίων, τήν ἂρνηση παραλαβῆς τῶν νέων ταυτοτήτων, καί τήν ἐνεργό ἀναμειξή του στήν πολιτική, σέ πλήρη συστράτευση  μέ τήν ἀκραία δεξιἀ.  Μάλιστα  μέ τόν θεσμό τοῦ ἂγαμου κλήρου κατάκλεισε τίς ἐνορίες.

 -Ἒμφαση δίδεται στήν ἐκ τῶν ἂνω ἱεραρχική διοικητική δομή καί ὂχι στήν εὐχαριστιακή βάση τῆς Ἐκκλησίας καί τίς συνέπειές της. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀναζητεῖται ὂχι καί στούς στρατοκόπους, ὀδοιπόρους, συνοδίτες λαϊκούς, ἀλλά ἀποκλειστικά στούς κληρικούς, οἱ όποῖοι ὡς δημόσιοι ὑπάλληλοι ἐργάζονται γιά τόν τοπικό δεσπότη  τους.

  -Ἂν κοιτάξετε τό ἐσωτερικό κάθε Μητρόπολης εἶναι πιστό ἀντίγραφο τῆς διπλανῆς, ὂσον ἀφορᾶ τήν αὐταρχικότητά  της  καί φυσικά μέ παρόμοια προβλήματα τά ὀποῖα ἀφοροῦν, μεταξύ ἂλλων, τήν λήψη τῶν ἀποφάσεων. Ὑπάρχει συγκέντρωση τῆς ἐξουσίας σέ ἓνα μόνο ἂτομο, στόν Δεσπότη. Ἒχουν ἐξουδετερωθεῖ πολλά ἀπό τά θεσμικά ἀντίβαρα πού ὑπῆρχαν στήν Ἐκκλησία (μεταξύ αὐτῶν ἡ ἀνεξάρτητη ἀπό τόν ἐπίσκοπο ἐκλογή τοῦ οἰκονόμου)  τά ὁποῖα περιόριζαν τήν ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου.  Κατά συνέπεια, ὁ δεσπότης πλέον εἶναι σέ θέση νά λαμβάνει μόνος του ἀποφάσεις, οἰ ὁποῖες δἐν ὑπόκεινται σέ κανενός τόν ἒλεγχο καί φυσικά δέν ἒχουν εὐρεία ὐποστήριξη.

 -Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὃτι οἱ αυταρχικοί Δεσποτάδες – ἀκόμα καί οἱ λιγότερο σκληροί ἐξ  αὐτῶν – μποροῦν νά ἐπιβιώσουν ἒως τά βαθιά ἐξευτελιστικά γεράματά  τους καθ’ ὃτι  διαθέτουν ἀρκετά ὂπλα καί εἶναι ἀρκετά ἀδίστακτοι ὢστε νά τά χρησιμοποιοῦν. 

  -Ἡ Μητρόπολη Τήνου, τοὐλάχιστον στό τηνιακό σκέλος της, ἔχει ἐξελιχθεῖ σέ ἔνα ὑβριδικό καθεστώς «Ἀνταγωνιστικοῦ Αὐταρχισμοῦ»,  ἕνα ὠμά κατασταλτικό σύστημα, ἕνα ἐκκλησιαστικό καθεστώς ὄχι ἁπλῶς ἐλλειμματικῆς δημοκρατίας, ἀλλά ἑνός καθαρόαιμου ἀπολυταρχισμοῦ στόν ὁποῖο ἡ τυφλή ἐπιδίωξη τῆς  κυριαρχίας εἶναι ἕνα φύτρο πού δέν σταματᾶ ποτέ νά μεγαλώνει. Δέστε δυό μόνο περιπτώσεις: αὐτήν τοῦ ἀπηνοῦς  διωγμοῦ τοῦ κυροῦ Θεολόγου Πλυτᾶ, (μέ τήν λεβέντικη διαφοροποίηση τοῦ παπα-Μανέλα) καί τήν εὐκαίρως ἀκαίρως σκαιότατη  δεσποτική συμπεριφορά τοῦ Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ κ. Φανεροῦ πρός τούς κληρικούς τῆς Τήνου καί τήν δουλική πρόσληψη τοῦ γεγονότος ἐκ μέρους τῶν τελευταίων, μέ τόν δεσπότη νά δικαιολογεῖ τόν αὐταρχισμό τοῦ ὑπασπιστή του, ὡς συνέπεια ὑπερβάλλοντος ζήλου. Ἡ ὁδύνη τοῦ συνανθρώπου μας δέν σᾶς πληγώνει.

  Εἶναι σημαντικό νά ξαναδεῖ κανείς πῶς ἕνας ἐκκλησιαστικός φορέας μέ καύσιμο τόν ἄκρατο ναρκισσισμό πού διαχειρίζεται τά ἐκκλησιαστικά σύμβολα σάν σκεύη τοῦ χρόνου, μπορεῖ νά ἐπηρεάζει τόν ἐκκλησιαστικό, τόν κοινωνικό, ἀκόμη καί τόν πολιτικό ἱστορικό χῶρο βουβά, μέ χειρονομίες, καί σημαίνουσες κραυγές, δείχνοντας τά κοφτερά του δόντια καί  χτίζοντας ἓναν πολυεπίπεδο ἀνταγωνισμό.

  Ὃταν δέν ἀναγνωρίζουμε, ὃτι στίς φλέβες μας ρέει,  αὐτό τό ἂλικο σύννεφο τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων καί Ὁμολογητῶν τῆς Πίστης  καί τῆς Πατρίδας μας, πού ἒχει γιά ἀστραπή του τήν ψυχή, ὃταν στά παρατημένα νεκροταφεῖα τῆς μνήμης μας κεῖνται δίχως τιμές οἱ νεκροί μας πού πάψαμε ν' ἀγαπᾶμε, καί προτιμᾶμε νά ἀκοῦμε τίς ἀσυναρτησίες τοῦ κάθε Πολυκανδριώτη, νά τοῦ φιλάμε τό χέρι καί νά σκύβουμε δουλοπρεπῶς  τό κεφάλι, δέν συμφωνεῖτε ὃτι ἀμαυρώνουμε τόν χρόνο πού μᾶς χωρίζει ἀπό τούς ἣρωες ἀγωνιστές προγόνους μας;

  Ὑστερογραμμένο 1: Οἱ παραπάνω γραμμές βασίζονται στή πεποίθηση ὂτι γιά πολλές ἀπό τίς συμφορές τῆς σύγχρονης Ἑλλάδος εὐθύνεται ἡ συνειδητή παραμόρφωση τοῦ χριστιανισμοῦ -διαστροφική, ἐνοχλητική καί ἐξοργιστική- ἀπό ἀνώριμα ἂτομα, τούς κληρικούς, πού ἒχουν ἐθιστεῖ  νά  ἀκοῦν ὃ,τι τούς εὐχαριστεῖ,  καί πού δέν ἀνέχονται στό ἐλάχιστο τήν παραμικρή κριτική, πού τρέμουν τήν διαφορετική ἂποψη.     

  Κύριοι, Σεβασμιώτατε Σύρου καί Πατέρες, δέν ξέρω ἂν συμφωνεῖτε, σίγουρα ἠ κριτική μου στόν τρόπο πού λαμβάνετε καί ἀσκεῖτε τό λειτούργημά σας δέν εἶναι γιά πέταμα.  Ἂν θέλετε νά γίνετε μέρος τῆς λύσης, ὀφείλετε νά  ἀναγνωρίσετε ὂτι ὐπάρχετε ὡς  μέρος τοῦ προβλήματος, ἢ μᾶλλον ὡς γενεσιουργός αἰτία τοῦ προβλήματος. Δεν μπορεῖ κανείς νά ὐποκριθεῖ τήν ἠθική δύναμη. Εἲτε τήν ἔχεις εἲτε ὂχι. Καί ἐσεῖς δέν ἒχετε στό ἐλάχιστο αὐτή τήν ποιότητα. Ἀντίθετα ὁ ἐγωισμός σας διαιωνίζει τοπικά τούς ὃρους κάθε ἀδικίας.

  Ὑστερογραμμένο 2: Ποιός κληρικός τοπικά μπορεῖ νά ἐπαληθεύσει στήν πράξη τήν  διαπίστωση τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ; «Ἀπόκτησε τήν ἐσωτερική σου γαλήνη καί χιλιάδες ἄνθρωποι θά σωθοῦν γύρω σου, χωρίς ἐσύ νά τό ξέρεις». Συμφωνῶ ἀπόλυτα καί προσθέτω ὡς ἀηδιασμένος: Ἄν συναντήσετε ἔστω καί ἕναν ἄθεο σέ μιά κοινωνία ὅπου ζοῦν  ἀγωνιζόμενοι μέ ἀξιοπρέπεια ἄνθρωποι, νά ξέρετε ὅτι ὅλοι οἱ πνευματικοί διαχειριστές τοῦ Εὐαγγελίου δέν πιστεύουν.

 

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Ἡ ἀποστολή τῆς γυναῖκας

Μαχάτμα Γκάντι

«…Ἀπό πολύ παλιά, ὀ ἂνδρας ἂσκησε τήν κυριαρχία του πάνω στἠν γυναῖκα ἒτσι ποὐ νά ἀναπτυχθεῖ μέσα της ἓνα σύμπλεγμα κατωτερότητας. Κινούμενος ἀπό τό συμφέρον ὀ ἂνδρας θέλησε νά τήν πείσει πώς ἦταν κατώτερή του καί αὐτή τό  πίστεψε. Ἀλλά ὂμως οἱ  φωτισμένοι σοφοί ἀναγνώρισαν τήν ἰσότητα τῆς θέσης της.

...Ἀπό ὂλα ἐκεῖνα τά κακά γιά τά ὀποῖα ὁ ἂνδρας εἶναι μόνος του ὑπεύθυνος, τό περισσότερο ἀτιμωτικό, ἀπεχθές καί κτηνῶδες εἶναι ἠ ἀναίσχυντη  ἐκμετάλλευση τῆς καλύτερης μερίδας τῆς ἀνθρωπότητας, πού ἂδικα ὀνομάζουμε ἀδύνατο φύλο. Ἀπό τά δύο, τό θηλυκό φύλο εἶναι τό εὐγενέστερο γιατί ἐνσαρκώνει ἀκόμα καί σήμερα τήν θυσία, τήν καρτερία, τήν ταπεινοφροσύνη, τήν πίστη καί τήν φρονιμάδα.

...Προικισμένη μέ τίς ἲδιες ψυχικές ἰκανότητες, ἡ γυναῖκα  εἶναι ἡ σύντροφος τοῦ ἂνδρα. Εἶναι ἐξουσιοδοτημένη νά συμμετέχει στίς δραστηριότητες τοῦ ἂνδρα ἀκόμα καί στίς μικρότερες λεπτομέρειές τους. Καί ἒχει τό δικαίωμα νά ἀπαιτεῖ τήν ἲδια ἀνεξαρτησία καί τήν ἲδια ἐλευθερία μ’ αὐτόν. Τῆς ἀνήκει ἡ πρώτη θέση  γιά ὃ,τι ἒχει σχέση μέ τίς εἰδικότερες ἀρμοδιότητές της, ὃπως ἀκριβῶς ἰσχύει καί γιά τόν ἂνδρα κάθε φορά πού πρόκειται γιά τήν δική του ἀρμοδιότητα. Αὐτό βέβαια θά ἒπρεπε νά εἶναι αὐτονόητο καί νά μήν ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερη ἐκμάθηση ὃπως γιά τήν γραφή καί τήν ἀνάγνωση. Ἀπό μόνη τήν δύναμη μιᾶς ἐλεεινοῦς συνήθειας, ἀκόμα καί οἰ ἀμαθέστεροι καί ἀναξιότεροι τῶν ἀνδρῶν κατάφεραν νά ἀπολαμβάνουν μιᾶς ἀνωτερότητας πού δέν ἂξιζαν καθόλου καί πού δέν ἒπρεπε νά κατέχουν ποτέ…..» 

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Στά “σύνορα” τῆς διαφθορᾶς

   Κατά καιρούς θέλω νά δώσω τόν ὅρκο τῆς σιωπῆς, ἀλλά τό φοβᾶμαι. Ὅρκος βαρύς, εὔκολα τόν δίνει κανείς, δέν ἔχει δισταγμό ἡ γλώσσα, οὔτε φραγμό, ἀλλά πῶς νά ἀντιπαλέψει κανείς τήν ἀνθρώπινη τρωτότητα.  Σέ τέτοιες περιόδους,  καταφεύγω σέ λόγια ἄλλων, πού μοῦ ἀρέσουν,  πού μοῦ πᾶνε, πού θά ἤθελα νά τά ἔχω ἐκφέρει ἐγώ, νά τά ἒχω τολμήσει ἐγώ ὑπογράφοντάς τα, ὅπως τά παρακάτω:

   «…Θά ἀναφερθῶ δεόντως καί στούς κληρικούς οἱ ὁποῖοι στίς μέρες μας στέκουν χωρίς ντροπή ἀπέναντι στήν γενική κατακραυγή τῶν ἀνθρώπων, σχετίζονται ἀναίσχυντα μέ τίς ἀρχές  καί ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου, ὑπηρετοῦν χωρίς αἰδῶ τό ἄδικο, χωρίς ντροπή ὀρέγονται νά ἐξουσιάζουν ἀντί νά  διακονοῦν, νά καταπιέζουν καί νά φορτώνουν φορτία δυσβάστακτα ἀντί νά ἐλαφρώνουν. Ἐσεῖς, οἱ πιστοί, προσέξτε μήν ἐξαπατηθεῖτε  ἀπό τίς ψευδολογίες τους, ὅταν διακηρύττουν, γλυκανάλατα, ὀρθότητα πίστεως. Τέτοιοι κληρικοί εἶναι Χριστέμποροι, οὔτε κἄν χριστιανοί, καθ’ ὅσον προτιμοῦν ἐκεῖνο πού τούς βολεύει καί ὑπηρετεῖ τό ὑλικό καί κοσμικό συμφέρον τοῦ παρόντος βίου καί ὄχι νά ζοῦν σύμφωνα μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ».  (Μέγας Βασίλειος,  Ἔπιστολή σμ΄ Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις. PG.32,    897Α).

   Στά αὐτιά μου τό ὑψωμένο μαστίγιο τοῦ ἀδελφοῦ Κυρίλλου: «Παζάρι τά μοναστήρια σας, οἱ ἐκκλησίες σας παζάρι. Ποιές προσευχές καί τελετές, ποιές νηστεῖες; Νηστική  ἀπό ἀγάπη ἡ ψυχούλα σας. Τήν μισή τήν πουλήσατε στούς δαίμονες τῆς νύχτας. Τήν ἄλλη μισή στῆς μέρας τούς διαβόλους- καί οἱ  μέρες δίχως φῶς γιά τόν κοσμάκη, κι ἄς φέγγει ὁ ἥλιος. Γιά ἕνα λιβάδι καί γιά δυό, γιά πέντε ἄλογα, πουλᾶτε τήν αἰώνια γαλήνη, σ’ ὅσους παχαίνουν τό πουγκί σας, θαρρεῖς καί ξέπεσε σέ κτῆμα σας ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, θαρρεῖς καί ξέπεσε στά χέρια σας, τῆς ἐσχάτης κρίσεως ὁ ζυγός. Κι ὅσοι δουλεύουν τ’ ἄλογα, ὅσοι δουλεύουνε κι ἁγιάζουν στά λιβάδια, στήν Κόλαση, πανάθλιοι ἔμποροι;» (Ταρκόφσκι).

  

 

Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Ὑπαρξιακό ἀποκάρωμα

 

Τίς πρῶτες μου καθημερινές βουτιές στήν Τήνο τίς ἒριχνα  στά νερά τοῦ Σταυροῦ, τοῦ παλιοῦ λιμανιοῦ, κατηφορίζοντας ἀπό τά ἀριστερά ἒνα ἀπότομο μονοπάτι, φτάνοντας σέ μιά μικρή ἀπόμερη θεατρική ταπεινή παραλία, μιά μικρή ἀχιβάδα βοτσαλωτή, μιά σταλιά, κυκλωμένη ἀπό ἓνα κοίλωμα γκρεμοῦ.  Ὃταν ξεθάρρεψα, ἰδίως γιορτές καί σχόλες, τράβαγα πρός τά Κιόνια, καί παίρνοντας τό μονοπάτι δίπλα στό  σπίτι τοῦ Γερμανοῦ,  κατηφόριζα ἀπό μιά μικρή πλαγιά γεμάτη σκοίνα, συκιές, λυγαριές, δεντρολίβανα, σπάρτα, ἀπούρανους, ἀκάριωνες, ἀσπάλαθους, ρίγανη καί θυμάρι, καί  προσπερνῶντας  τήν  ἀμμουδιά τῆς Πλατιᾶς Ἂμμου, βρισκόμουν στά Γαστριά, Ἐμπρός Διαλυσκάρι, ἐκεῖ πού ὁ ἣλιος κτυπᾶ τό καλοκαίρι  ἀπό τό πρωί ὡς τό βασίλεμά του. Τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει τις περιοχές αυτές, την κάθε σπιθαμή τους. Πρέπει νά σοῦ ἒχουν χαριστεῖ, νά τίς ἒχεις πατήσει, νά τίς ἒχεις κολυμπήσει πού ἒλεγε ὁ ἀγαθός γερο-Σαλισβουρῆς,  νά ἒχεις λουστεῖ στά ἀζούρ νερά τους προκειμένου νά καταλάβεις τό μέτρο μιᾶς τέτοιας δωρεάς. Ἀκατανίκητες ἀναλογίες, φῶς θησαυρός, πέρασμα ἀπό τήν φύση στήν τέχνη, καί ἀπό τήν τέχνη ἐπιστροφή στήν φύση.

  Ἐκεῖ ἂφηνα τά πράγματά μου καί ξεκινοῦσα πρός τό Πίσω Διαλυσκάρι, Μπάλλο, βλέποντας κάτω στόν πάτο τόν ἲσκιο μου νά σαλεύει  στήν ἂμμο πού ἀπλωνόταν  ἀπλόχερα, γαληνεύοντάς με, χωρίς νά μπορῶ νά ξεχωρίσω πού  ἀρχίζει τό νερό καί πού τελειώνω ἐγώ.  Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ἀντιζυγιάζονταν. Τά σπλάχνα μου ἀναγάλλιαζαν ἀπό τίς πελαγίσιες ἀνάσες, καί ἡ περιοχή ὃλη ἒμοιαζε νά ἀκούει τήν δέηση τοῦ παπᾶ Κοσμᾶ ταῆς Κερνίτσας «ὑπέρ  εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς  γῆς, καί καιρῶν εἰρηνικῶν» ἢδη ἐλθοῦσα.  

 Διαστάσεις ὑπερβατικές, ἣλιος καί θάλασσα. Συμμερίζομαι ἀπόλυτα τήν φωνή τοῦ Rimbaud: « Ξαναβρέθηκε! Τί; Ἡ αἰωνιότητα. Εἶναι ἡ θάλασσα ἀνακατεμένη μέ τόν ἣλιο». Τό τοπίο συμπληρώνεται ἀπό μιά βαθειά σπηλιά ἀθέατη ἀπό παντοῦ,  ντυμένη  μέ τόν ἀπαραίτητο μῦθο της, τό «σπέος γλαφυρόν» τοῦ Ὀμήρου. (ε 194). Μέχρι πρόσφατα, χρόνια τώρα, γινόταν τό προσκύνημα σ’ αὐτές τίς περιοχές, τῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἀρμονίας, τῆς ἀνάδειξης τῆς σιωπῆς.

  Ἦταν ἡ ἐποχή ἀκόμη πού τό ζυμωτό καρβέλι, τό λάδι, τό κρασί, ἡ φέτα, οἱ ἐλιές, τά χόρτα, τά γεμιστά, τά φασολάκια, ἡ φρέσκια τοῦ κήπου μας ντομάτα,  μέ τήν ἰδιαίτερη γεύση τους, ἦταν καθοριστικά γιά τήν πνευματική φυσιογνωμία τοῦ τόπου, ὃσο καί τά ἂλλα χαρακτηριστικά τά παράλληλα, τό ἐρωτικό  βλέμμα, ἡ φωνή, τό σκασμένο πρόσωπο, ἡ τοπική ἀρχιτεκτονική, τά ξωκλήσια, ἡ παράδοση διαχείρισης τοῦ Ἱδρύματος ταῆς Παναγίας μόνο ἀπό λαϊκούς, ὁλάκερος ὁ κύκλος τῆς τοπικῆς παράδοσης, γερά δεμένα τό ἓνα μέ τό ἂλλο, ἀλυσίδα ζωῆς. Δίχα τό ἓνα, ὃλα κομματιάζονται, ἀτονοῦν ἀπομένουν λειψά.

 

 Τώρα τί; Μιά ἀόριστη κούραση, ἀνεπαίσθητη στήν ἀρχή, πού τήν καταλάβαινα καί ὂχι, μοῦ ἒκοψε τήν διάθεση γιά παρόμοιες ποιοτικές συνθῆκες. Τό συζήτησα μέ κάποιους φίλους, οἰ ὁποῖοι προσπάθησαν νά μέ καθησυχάσουν: Δημόπουλε καί ἐμεῖς  βιώνουμε τίς ἲδια δεδομένα. Ἂν καί ἀκόμη τά βολεύουμε ἀρκετά καλά, ἒχουμε μιά αἲσθηση μεγάλης κακουχίας στό κορμί μας· τά ἐσωτερικά τοιχώματα παρουσιάζουν μικροραγίσματα καί ἐχουν ἀρχίσει μάλιστα ἐδῶ καί ἐκεῖ νά πέφτουν τά λιγοστά ἐπιχρίσματα. Στό αἷμα μας καί βαθύτερα ἀκόμη στό μεδούλι μας κυκλοφοροῦν χιλιάδες ἀγκαθάκια φραγκόσυκου, πού σταδιακά γίνονται σκληρά σάν ρινίσματα σιδήρου. Ἀνάμεσα στό νερό καί τό κορμί μας κάτι παρεμβάλλεται, μιά αἲσθηση ἀνυπόφορη, χάσαμε τήν ἂμεση ἐπαφή, αἰσθανόμαστε μιά δυσάρεστη παρεμβολή, στήν ταύτιση μέ τό ὑγρό στοιχεῖο. Ἡ κούραση μοιάζει νά μονιμοποιεῖται, δέν προχωρᾶμε ἂνετα, ἐλεύθερα, κάτι μᾶς τραβάει πρός τά κάτω σάν ἀσήκωτα βαρίδια, ἀλλά    ἐμεῖς «πέρα βρέχει». Ὦρες ατελείωτες  ἀράζουμε στόν καναπέ μπροστά στήν τηλεόραση, μέ τά κεφάλια ἀναγερτά,  ὃπως ἀκριβῶς  οἱ   ἂνθρωποι  τοῦ σπηλαίου τοῦ Πλάτωνα, καταβροχθίζοντας μαζί μέ τά ἔτοιμα καναπεδάκια καί ὃ,τι μᾶς πλασάρει  ὁ κάθε μίσθανδρος δημοσιογράφος, τῆς Διεθνοῦς Χρηματαγορᾶς. Στήν χρηματαποστολή καί  ἡ προπαγάνδα τῶν  νέων Βιβλικῶν Πατριαρχῶν, τῶν δεσποτοπαπάδων,  οἱ ὀποῖοι ὁδηγοῦν καθημερινά τά κοπάδια τους ἐκεῖ πού   συμφεροντολαγνικά  αὐτοί θέλουν, στήν σύγχρονη ἒρημο, μέ ἐμᾶς νά κάνουμε καθημερινά μακάρια καί μακάβρια τά ἲδια λάθη, μέ μικρές ποικιλίες, ψάχνοντας τό κουράγιο ἀκόμη  καί νά χαμογελάσουμε.

 Ἀφήσαμε νά ρημάζει τό τοπίο τοῦ τόπου μας. Ἀντί νά κρατήσουμε τήν γῆ μας σέ ἀειφορία, (φράγματα, καλλιέργεια προϊόντων ποὐ ἀντέχουν στά τοπικά δεδομένα τῆς Τήνου, σπαράγγια, μανιτάρια, ἀγκινάρες, ἀρωματικά φυτά..), σπρώξαμε τα λεβεντόπαιδά μας, ἀγόρια,  κορίτσια, σέ τουριστικά ἐπαγγέλματα,  πολλές φορές γιά ἑνα κομμάτι ψωμί.   

  Στά ἐξοχικά καλντερίμια τῆς Ἐνδοχώρας  εἶναι ἀδύνατο νά περπατήσεις, νά  τρέξεις. Κανείς δέν φροντίζει πιά τά μονοπάτια. Τά εὐρωπαϊκά κονδύλια γιά τήν ἀποκατάστασή τους φαγώθηκαν ξεδιάντροπα ἀπό τούς μαφιόζους τῆς πολιτικής, τά τοπικά κομματόσκυλα, μέ  ἐπώνυμο καί ὂνομα, ἀλλά κανείς δέν «βγάζει ἂχνα», κανείς δέν δίνει σημασία σ’ αὐτά. 

 Θόλωσε τό μάτι μας, τά κάναμε  ὃλα δυσδιάκριτα, δέν βλέπουμε, ἐθελοτυφλοῦμε, ὑποκρινόμαστε πώς δέν βλέπουμε, πουλᾶμε τά πάντα ὃσο κι ὃσο, ξεπουλᾶμε τόν Τόπο μας· ἂλλοι πλουτίζουν ποντάροντας στήν φθορά καί ὂχι στήν ὀμορφιά του, ἀπειλεῖται ἡ φύση μας, τά λείψανά μας, καί ἐμεῖς «πέρα βρέχει». 

  Ξεμωραθήκαμε τελείως. Μεταξύ ρεψιμάτων, νυκτερινῶν ἀλκοολούχων παραπατημάτων, ξεροψησίματος στίς παραλίες καί λουφαρίσματος τοῦ στρατιωτικοῦ, ἀπροσχημάτιστα ἒχουμε  αὐτοακρωτηριαστεῖ. Ἀποκοπήκαμε ἀπό τήν κοινοτική μας παράδοση, ἀπό τό φῶς καί τό κάλλος τῆς γῆς καί τῶν  θαλασσῶν μας, ἀπό τούς θησαυρούς τῆς μεταφυσικῆς τους ἐμπειροπραγμοσύνης.

   Ἡ τερατώδης καταστροφή καί ὁ βανδαλισμός τοῦ πάγκαλου τηνιακοῦ τοπίου,  δέν μετράει. Ὁ ἀφανισμός καί ἡ ἀπαξίωση τῆς διαχρονικῆς ἀρχιτεκτονικῆς σοφίας τῶν ντηνιακῶν μαστόρων, δέν λογαριάζεται.  Τό ξεπούλημα κάθε κοινωνικοῦ πλούτου σέ ἀδίστακτους μαφιόζους, οὒτε. Τσακίστε τά καΐκια σας, θά ἀποζημιωθεῖτε, ξεριζώστε τίς ἐλιές σας, θά ἀνταμειφθεῖτε, ξεπατῶστε τά ἀμπέλια σας, θά ἒχετε τά συγχαρητήριά μας, ἐγκαταλεῖψτε τίς καλλιέργειές σας, θά σᾶς ἐπιβραβεύσουμε ἀπλόχερα… Καί τελικά ὁ προγραμματισμένος ὑπερδανεισμός, ἡ χρεοκοπία, εἲκοσι χρόνια φρίκης, στέρησης καί διεθνοῦς χλευασμοῦ… Ναί, γίναμε ἐπιτέλους Εὐρωπαῖοι. Πετύχαμε τόν κύριο στόχο τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ μας: νά εἲμαστε τά γκαρσόνια καί οἱ ξενοδόχοι γιά τίς διακοπές τῶν Εὐρωπαίων –ὃλα τά εἰσοδήματά μας μόνο ἀπό τόν «τουρισμό»: Τό πετύχαμε, ὃπως πετύχαμε νά διώξουμε τά καλύτερα μυαλά μας στό ἐξωτερικό…. 

  Ὃμως ὃταν πληγώνονται οἱ  τόποι, τά μυαλά σαλεύουν καί αὐτά, ὁ ἂνθρωπος περνάει στήν παράνοια, στήν σχιζοφρένεια. Δέν διαταράσσονται μόνο οἱ ἀξίες. Ὁ τόπος δέν εἶναι ἀνεξάρτητος ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὃ,τι μπαζώνεται ἀνεξέλεγκτα  κερδοσκοπικά, μπαζώνει καί ἐμᾶς μαζί του, ἀφοῦ ἀλλοιώνεται ὁ ἲδιος ὁ ψυχισμός μας, ἡ αἰσθητική μας, ἠ εὐαισθησία μας.

Ἀκαταμάχητο καλοκαίρι σέ ὃλους.