Σκλάβα Ἑλληνὶς πρὸς πώλησιν
Τοῦ Ισπανοῦ Jose Jiménez
Aranda
Λάδι σὲ καμβά. Ἔτος 1897
Ἐθνικὸ Μουσεῖο el Prado τῆς Μαδρίτης
Πρόκειται γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ ἐμβληματικοὺς πίνακες τοῦ ᾽Ισπανοῦ ζωγράφου Jose
Jiménez Aranda, ὁ ὁποῖος κατόρθωσε νὰ ἀποτυπώσει σὲ καμβά τὸν πόνο, τὴν θλίψη τῆς σκλαβιᾶς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπανθρωπιὰ τῆς στυγνῆς ὀθωμανικῆς βαρβαρότητας.
Ἑλληνίδα σκλάβα ξεγυμνωμένη, καθισμένη σὲ χαλί. Ἡ πινακίδα ποὺ κρέμεται ἀπὸ τὸ λαιμό της φέρει ἑλληνικὴ ἐπιγραφὴ «ΡΟΔΟΝ ἐτῶν ΙΗ΄, πωλεῖται μνᾶς Ω». Τὸ αἰχμαλωτισμένο κοριτσάκι προσφέρεται ὡς ἐμπόρευμα, σὲ ὀθωμανικὴ ἀγορά. Ἔχει κατεβάσει μὲ ταπεινὴ ἀγνότητα τὸ κεφαλάκι του, γιὰ νὰ κρύψει τὴν ντροπή του. «Καταιγὶς μὲ χειμάζει, τῶν συμφορῶν Δέσποινα, καὶ τῶν λυπηρῶν τρικυμίαι, καταποντίζουσιν».
Ὁ Jiménez Aranda θέτει τὸν θεατὴ ψηλότερα ἀπὸ
τὴν ταπεινωμένη νεαρὴ Ἑλληνίδα σκλάβα, ζωγραφίζοντας μόνο τὰ πόδια τῶν
βαρβάρων, χωρὶς νὰ διευρύνει τὸ οπτικὸ πεδίο, καὶ ἐπικεντρώνεται στὴν ἐξευτελιστικὴ
καὶ ἐπαίσχυντη αἴσθηση ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὶς ματιὲς καὶ βλέψεις τῶν πιθανῶν
ἀγοραστῶν γύρω ἀπὸ μιὰ ταπεινωμένη σκλάβα, καθὼς τὴν πλευρίζουν γυμνωμένη, ἄτιμα
συσκεπτόμενοι γιὰ τὴν τιμὴ τῆς Τετιμημένης. Ἀπέραντη ἀπανθρωπιά, θλίψη, πόνος.
Ὁ Γάλλος διπλωμάτης Φιλὶπ Κανάιγ περιγράφει τὸ πῶς λειτουργοῦσαν τὰ σκλαβοπάζαρα στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, στὰ 1573: «Ὅποιος ἤθελε νὰ ἀγοράσει κάποια σκλάβα, τὴν πλησίαζε καὶ τὴν ἔφτυνε στὸ πρόσωπο, ἔτσι ὥστε ἂν ἦταν μακιγιαρισμένη ἀπὸ τὸν δουλέμπορο, νὰ φύγει τὸ βάψιμο καὶ νὰ φανοῦν τὰ ἀληθινά της χαρακτηριστικά. Κατόπιν, ὁ πελάτης κοιτοῦσε τὴ σκλάβα στὸ στόμα, μετρῶντας καὶ ψηλαφῶντας τὰ δόντια της, προκειμένου νὰ διαπιστώσει ἂν εἶναι χαλασμένα ἢ ἂν κουνιοῦνται. Στὴν περίπτωση ποὺ ἔμενε ἰκανοποιημένος ἀπὸ τὴν ἐπιθεώρηση, ὁ ὑποψήφιος ἀγοραστὴς ἄρχιζε νὰ παζαρεύει τὴν τιμὴ τῆς κοπέλας μὲ τὸν δουλέμπορο».
Πρόκειται γιὰ πράξη πολιτιστικῆς ἰσοπέδωσης, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνεται στὶς μέρες μας, ἀποτυπούμενη μάλιστα ἠλεκτρονικά. Αὐτὸ κι ἂν εἶναι ἡ κόλαση ἐπὶ γῆς. Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰσλαμισμὸς μέχρι σήμερα, τίποτα δὲν ἔχει ἀλλάξει. Ἡ ἰσλαμικὴ ἀγριότητα ἁπλώνεται ὀλόδροση, μέσα στὴν ἀπτόητη σκληράδα της, ὑπερήφανη γιὰ τὸν βουβὸ πόνο ποὺ προκαλεῖ, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Κορανίου. Αὐτὸς εἶναι καὶ δικός μας ἐξευτελισμός, γιατὶ σὲ κάθε βλέμμα τῶν κοριτσιῶν αὐτῶν, σὲ κάθε γυναίκα Γιαζίντι ποὺ βιάζεται, πουλιέται καὶ σκοτώνεται, γινόμαστε ὅλοι λιγότερο ἄνθρωποι· καὶ τὰ δικά μας χέρια βάφονται μὲ τὸ αἷμα τῶν ἀτιμασμένων αὐτῶν ψυχῶν.
Ὁπωσδήποτε αὐτὸς ὁ κόσμος τῶν Ἰσλαμιστῶν μὲ τὰ
αἱματοβαμμένα χέρια δὲν ἦταν, δὲν εἶναι καὶ δὲν θὰ εἶναι ποτὲ ὁ δικός μας. Ὅσο ὅμως
παραμένουμε ἄμοιροι θεατὲς τῆς ταπεινωτικῆς θηριωδίας, ὅσο τὸ στομάχι μας δὲν
δένεται κόμπος, ὅσο μποροῦμε νὰ κοιμόμαστε ἤσυχοι τὰ βράδια, κλείνοντας
παράθυρα καὶ αὐτιὰ στὶς οἰμωγὲς τῶν βιασμένων αὐτῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, οἱ ἰσλαμιστὲς
θὰ συνεχίζουν ἀνενόχλητοι, ὅλο καὶ πιὸ σκληρά, τὶς ὑπερήφανες φρικαλεότητές
τους. Ἡ κοινοτοπία τοῦ κακοῦ, ὅπως μὲ ἀφοπλιστικὴ ὀξυδέρκεια
ἔχει ἑρμηνεύσει ἡ Χάνα Ἄρεντ, δὲν ἑδράζεται στὴ διαστροφὴ ἀλλὰ στὴν ἀπάθεια καὶ
τὴν ὑποταγὴ τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου