Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
Εισαγωγικά
Τό
1935 ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἡλιουπόλεως καί Θείρων Γεννάδιο Ἀραμπατζόγλου ἐκδίδεται,
μέ σχετικό σχολιασμό, «Ἡ Τάξις τῆς ἁγίας
λειτουργίας κατά τόν τύπον τῆς μεγάλης ἐκκλησίας», πού περιλαμβάνεται σέ κώδικα
τοῦ 12ου αἰώνα. Στήν ἐν λόγῳ
ἒκδοση ἐμπεριέχεται ἡ ἀρχαιότερη διάταξη τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου
πού διαθέτουμε καί περιγράφεται μέ
πολλές καί σημαντικές λεπτομέρειες ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐτελεῖτο ἡ
Θεία Λειτουργία στήν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν ἐποχή αὐτή.
Ὁ περιγραφόμενος τρόπος τέλεσης τῆς ἀρχιερατικῆς Θείας Λειτουργίας, ἀποκαλύπτει στόν προσεκτικό καί ὑποψιασμένο ἀναγνώστη ὁρισμένα δεδομένα μέ σημαντικές ἐκκλησιολογικές προεκτάσεις. Ἡ σύγκριση τῆς ἐν λόγῳ διάταξης μέ τόν σημερινό τρόπο τέλεσης τῆς ἀρχιερατικῆς Θείας Λειτουργίας φανερώνει συγκεκριμένες διαφορές, πού ὀφείλονται σέ ἀλλαγές που συνετελέστηκαν κατά τούς τελευταίους αἰῶνες.
Θεία Λειτουργία καί Συνοδικότητα
Μποροῦμε
νά προσεγγίσουμε τό πολύτιμο διακόνημα τοῦ ἐπισκόπου μόνο ὑπό τήν ὁπτική γωνία
τῶν συμφραζομένων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, καί τήν ἐναποθέτησή τους στήν
κρίση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἐναπόθεση εἶναι πού μπορεῖ νά διαφυλάξει τούς κληρικούς, ἰδία τούς ἐπισκόπους,
ἀπό τήν ἑωσφορική πεποίθηση (ἂρρητη μά πανίσχυρη) ὃτι κατέχουν, ὂτι ὑποκαθιστοῦν, ὃτι ἀντικαθιστοῦν, ὃτι ἒχουν στό τσεπάκι τους τόν
ζωντανό καί ἀνυπόταχτο Κριτή.
Ὃπως κατέδειξε μέ ἰδιαίτερη ἒμφαση καί σαφήνεια κατά τόν 20ό
αἰώνα ἡ ἐπονομαζομένη «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία» ἡ Θεία Εὐχαριστία δέν εἶναι ἁπλῶς καί μόνο ἓνα μυστήριο, ἀλλά ἐκφράζει, συνιστᾶ,
καί συγκροτεῖ τήν ἲδια τήν Ἐκκλησία. Ὁ ὀρθός ἑπομένως τρόπος τέλεσης τῆς Εὐχαριστίας
δέν ἀφορᾶ ἀπλῶς καί μόνο τό τελετουργικό τυπικό, ἀλλά φανερώνει τήν δομή καί τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας
πού τήν τελεῖ. Ἡ ὂποια ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ταυτότητας συχνά ἀντανακλᾶται
στόν τρόπο τέλεσης τῆς Εὐχαριστίας, καί ἀντιστρόφως,
ἓνας τέτοιος τρόπος τέλεσης τῆς Εὐχαριστίας κατά κανόνα ἀναπαράγει καί ἐμπεδώνει τήν ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιολογικῆς
μας ταυτότητας.
Σέ
ἐπίπεδο διοίκησης καί διαποίμανσης μιᾶς ἐπισκοπῆς, κυρίως ἐξαιτίας τῆς
κατάργησης τοῦ συνεδρίου τῶν πρεσβυτέρων ὡς τοῦ κατεξοχήν συμβουλευτικοῦ ὀργάνου,
εἶναι κραυγαλέα ἀποῦσα ἡ Συνοδικότητα.
Δέν πιστεύω ὃτι οἱ ἐπισημάνσεις καί διαπιστώσεις μου θά προβληματίσουν στό ἐλάχιστο ἒστω καί ἒναν ἐπίσκοπο ἢ θά κινητοποιήσουν κάποιους κληρικούς καί λαϊκούς πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀποκατάστασης τῆς Θείας Λειτουργίας στήν ὀρθή παραδοσιακή της μορφή. Ἒρχεται φυσικό αὐτή ἠ ἀποκατάσταση νά συνοδευθεῖ ἀπό τόν εὐρύτερο ἐπαναπροσδιορισμό τῆς τραυματισμένης Συνοδικότητας καί τῆς ἐξ ἲσου τραυματισμένης Εὐχαριστιακῆς της ἒκφρασης.
Ἡ ἐνδυμασία τοῦ ἐπισκόπου
Στήν ἀνωτέρω διάταξη καθίσταται σαφές ὃτι ἡ ἐνδυμασία
τοῦ ἐπισκόπου κατά τήν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας δέν διαφέρει σχεδόν σέ τίποτα ἀπό αὐτήν τοῦ πρεσβυτέρου. Ὁ ἐπίσκοπος λειτουργεῖ μέ φαιλόνιο,
χωρίς σάκκο καί, φυσικά χωρίς μίτρα, φέροντας μόνο ὠμοφόριο, τό ὁποῖο ἀποδύεται ἑνόσω ψάλλονται τά ἀλληλουϊάρια τοῦ Ἀποστόλου, καί τό ὁποῖο θά ἐνδυθεῖ
πάλι μόνο κατά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας,
καί συγκεκριμένα κατά τήν ἀνάγνωση τῆς ὀπισθάμβωνης εὐχῆς.
Ἡ
πρακτική τῆς ἀπέκδυσης τοῦ ὠμοφορίου συνδέεται προφανῶς μέ τό ὃτι τό Εὐαγγέλιο καί ὂχι ὁ ἐπισκοπος ἀποτελεῖ κατεξοχήν «εἰκόνα»
Χριστοῦ, ἐνῶ πολύ περισσότερο, ἡ Θεία Εὐχαριστία μετά τόν καθαγιασμό εἶναι ὂχι μόνο
ἁπλῶς εἰκόνες καί σύμβολα τοῦ Χριστοῦ ἀλλά τό ἲδιο τό Σῶμα του καί Αἷμα του.
Ἡ ἀπέκδυση τοῦ ὠμοφορίου ἀποκαλύπτει ἐπίσης
τήν σχέση τοῦ ἐπισκόπου μέ τούς ἱερεῖς του. Ἡ ἐνδυματολογική ἐξομοίωση τοῦ ἐπισκόπου
μέ τούς πρεσβυτέρους ὑποδηλώνει ὃτι
δέν ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τους, ὃσον ἀφορᾶ
τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἶναι προεστῶτες τῆς Εὐχαριστίας,
εἶναι λειτουργοί και ἱερεῖς.
Τά παραπάνω
δέν ἀποτελοῦν ὑποβάθμιση τοῦ ἐπισκόπου· ἁπλῶς ἐπισημαίνουν ὃτι ἡ κύρια διαφορά
του ἀπό τόν πρεσβύτερο συνδέεται ὂχι μέ τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας ἀλλά μέ ἐκεῖνο τῆς Χειροτονίας, τό ὁποῖο τελεῖ
ἀποκλειστικά μόνο ὁ επίσκοπος, μέ τήν σύμφωνο
γνώμη 7 πρεσβυτέρων οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί ἐπέθεταν τάς χείρας των κατά τήν εἰς πρεσβύτερον
χειροτονία, έκφράζοντες τήν συγκατάθεσή τους. (Ἱππόλυτος Ρώμης. (170-235)
Ὃπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ 17ος
κανόνας τῆς Συνόδου τοῦ 869-870 (αὐτή πού καθαίρεσε τόν Φώτιο) μόνο ὁρισμένοι ἐπίσκοποι
εἶχαν δικαίωμα νά φέρουν ὠμόφορο, καί ἐν πάσει
περιπτώσει ἀπαγορεύεται καί σέ ὃσους
εἶχαν τό δικαίωμα αὐτό, νά τό φέρουν ἐκτός καθορισμένων χρόνων καί τόπων θεωρώντας το δεῖγμα ὑπερηφάνειας καί
φιλαυτίας.
Ἡ
διάταξη τοῦ Γεμιστοῦ (τέλη 14ου
αἰώνα) ἀναφέρει μέ σαφήνεια: μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς Μεγάλης Εἰσόδου, ὁ ἐπίσκοπος,
ὁ όποῖος ἒχει ἢδη ἀπεκδυθεῖ τό ὠμοφόριό του, τό ἐνδύεται ξανά μόνο ἐάν
πρόκειται νά τελέσει εἰς πρεσβύτερον χειροτινία. «Καί
εἲ ἐστι χειροτονία πρεσβυτέρου ὁ πατριάρχης
ἀνίσταται καί, ἐνδυσάμενος τό ὠμοφόριον καί τελέσας τήν χειροτονίαν, ἀποδύεται πάλιν τό ὠμοφόριον».
Ἡ περιγραφόμενη ἀπό τήν παραπάνω διάταξη ἐνδυμασία
τοῦ ἐπισκόπου, μέ σαφεῖς συμβολικές προεκτάσεις, τροποποιήθηκε ἀπό τήν
μεταγενέστερη πρακτική τῆς ἀμφίεσης τῶν ἐπισκόπων μέ τά ἐνδύματα τοῦ βυζαντινοῦ
αὐτοκράτορα, δηλαδή τόν σάκκο καί τήν μίτρα. Τόν σάκκο τόν πρωτοφόρεσε ὁ
πατριάρχης τόν 11ο αἰώνα,
κάποιοι μητροπολίτες τόν 13ο
αἰώνα, ἐνῶ ἡ χρήση του γενικεύεται μόλις κατά τό τέλος τοῦ 17ου αἰώνα.
Ποιός ἀμφιβάλει ὃτι ἡ τροποποίηση τῆς ἐπισκοπικῆς ἐνδυμασίας, ἒχει ἀρνητικό ἀντίκτυπο στό συμβολικό ἐπίπεδο τῆς σχέσης τοῦ ἐπισκόπου τόσο μέ τόν Χριστό ὂσο καί μέ τούς ἱερεῖς του.
Οἱ ἐπευφημίες πρός τόν ἐπίσκοπο
Σέ καμμία ἐκκλησιαστική διάταξη δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή ἀναφορά σέ ἐπευφημίες πρός τόν ἐπίσκοπο, αὐτές δηλαδή πού ἀπαντῶνται κατά κόρον στήν σύγχρονη άρχιερατική Θεία Λευτουργία, καί ὂχι μόνον. Άναφέρομαι στήν ἀργή ψαλμώδηση τοῦ «τόν δεσπότη καί ἀρχιερέα ἠμῶν», στήν ἐκφώνηση καί τήν εἰς τριπλοῦν ψαλμώδηση τῆς ἀρχιερατικῆς φήμης, στά πολλαπλά εὐκαίρως ἀκαίρως «εἰς πολλά ἒτη δέσποτα», ἀλλά καί στόν νεοφανέντα πολυχρονισμό του. Κατά τήν διάταξη πού ἀναλύουμε, ἀκόμη καί ἡ εὐχή «Κύριε, Κύριε ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί ἲδε...» ὁ ἐπίσκοπος τήν λέει στό Ἃγιο Βῆμα «καθ’ ἑαυτόν», δηλαδή χωρίς νά τήν ἀκούει ὁ λαός.
Ἡ μεγάλη εἲσοδος
Σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία τάξη, στήν Μεγάλη
εἲσοδο λαμβάνουν μέρος μόνο οἱ διάκονοι, καί ὂχι, ὃπως γίνεται σήμερα, οἱ ἱερεῖς, γιά τόν ἱσχυρό λόγο ὃτι ὁ ἐπίσκοπος δέν μπορεῖ
νά νοηθεῖ, λειτουργικά ἢ διοικητικά αὐτονομημένος
ἀπό τό συνέδριο τῶν πρεσβυτέρων. Ὁ ἐπίσκοπος,
ὡς λειτουργός, καί οἱ πρεσβύτεροι, ὡς συλλειτουργοί, δέχονται τά δῶρα πού προσφέρει ὁ λαός διά τῶν διακόνων
προκειμένου νά προβοῦν στόν καθαγιασμό τους.
Ἡ ἐπικρατοῦσα σήμερα συνήθεια, δέν ἐξυπηρετεῖ καμμία πρακτική ἀνάγκη. Ἀντίθετα,
ὑποβαθμίζει συμβολικά τούς ἱερεῖς, ἀποσυνδέοντάς τους ἀπό τόν ἐπίσκοπο καί συνδέοντάς τους μέ τούς διακόνους, ἀποδομεῖ τό
συνέδριο τοῦ ἐπισκόπου, καί δημιουργεῖ
τήν ψευδῆ ἐντύπωση ὂτι ὁ ἐπίσκοπος, ἐρήμην
τῶν συλλειτουργῶν του πρεσβυτέρων, ἀποτελεῖ τόν ἀποκλειστικό «ἱερέα» τῆς Εὐχαριστίας.
Μέ βάση τήν αρχαία τάξη, ὁ ἐπίσκοπος δέν ἒχει καμιά ἀπολύτως ἀνάμειξη στήν διαδικασία τῆς Μεγάλης Εἰσόδου. Τήν εὐθύνη γιά τήν ὀργάνωση καί διεξαγωγή τήν ἒχουν κατ’ ἀποκλειστικότητα οἱ ἰερεῖς. Αὐτό καταφαίνεται ἀπό τήν τάξη τῆς Θείας λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (10ος αἰώνας) ὃπου ἀναφέρεται ὂτι «ἐξάγονται καί προτίθενται τά ἃγια δῶρα ὐπό τῶν ἰερέων». Τοῦτο γίνεται σαφές καί στήν διάταξη τοῦ Γεμιστοῦ, ἡ ὁποία μᾶς πληροφορεῖ ὃτι ὁ Πατριάρχης δέν ἒχει καμμιά ἀπολύτως ἀνάμειξη στήν διαδικασία ἒναρξης τῆς μεγάλης Εἰσόδου.
Ἡ μετάδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπό τον
πρεσβύτερο στόν ἐπίσκοπο, καί ταυτόχρονα ἀπό τόν ἐπίσκοπο στόν πρεσβύτερο
Σύμφωνα μέ τό κείμενο τῆς διάταξης, ὁ ἐπίσκοπος λαμβάνει τήν Εὐχαριστία ἀπό
τά χέρια τοῦ πρώτου τῇ τάξει ἱερέα. Συγκεκριμένα, ἡ διάταξη μᾶς
πληροφορεῖ τά ἑξῆς: Ὁ ἐπίσκοπος καί ὁ ἱερέας πού πρόκειται νά τοῦ μεταδώσει τήν Εὐχαριστία ἀνεβαίνουν
στήν κρηπίδα τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ὁ ἱερέας
προσφέρει στόν ἐπίσκοπο μιά μερίδα
τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀμέσως μετά ὁ ἐπίσκοπος ἐπίσης μεταδίδει μιά μερίδα
τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ στόν ἱερέα. Στήν συνέχεια κατέρχονται ἀπό τήν κρηπίδα
καί καταλύουν ταυτόχρονα τήν μερίδα πού ἒχουν
στά χέρια τους. Μετά ἀπό αὐτό, ὁ ἱερέας μεταδίδει στόν ἐπίσκοπο τό Ἃγιο Ποτήριο
καί ἀκολούθως ὁ ἐπίσκοπος στόν ἱερέα. Ἒπειτα ὁ ἐπίσκοπος μεταδίδει
τήν Εὐχαριστία στούς ὑπόλοιπους κληρικούς. (Taft. “The Pontifikal Liturgy of the Great Church” X, 1-12 σς 301-302).
Ἡ παραπάνω πρακτική μαρτυρεῖται εὐρύτερα σέ χειρόγραφο τοῦ 13ου αἰώνα στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἀλλά καί σέ χειρόγραφο τοῦ 16ου αἰώνα. (Βλέπε σχολιασμό ἀπό τόν Παναγιώτη Τρεμπέλα. Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι, σ. 1410).
Συμπεράσματα
Ἡ ἐν λόγω διάταξη περιγράφει τήν ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία τοῦ
Χρυσοστόμου, ὃπως αὐτή ἐτελεῖτο στήν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν 11ο/12ο
αἰώνα, σέ ἐποχή καί σέ πολίτευμα δηλαδή πού ὑπερτόνιζαν
τήν ἱεραρχία, καί μέ λειτουργό μάλιστα τίς περισσότερες φορές τόν ἲδιο τόν Οἰκουμενικό
Πατριάρχη. Ἡ διάταξη διασώζει πολλά στοιχεῖα
συλλειτουργίας, λειτουργικῆς δηλαδή συνοδικότητας, τά ὁποῖα ἒχουν πλέον ἐκλείψει: Ἡ παραδοσιακή ἐνδυμασία
τοῦ ἐπισκόπου, ἡ ὁποία δέν τόν διακρίνει
κατ’ οὐσίαν σέ τίποτα από τόν πρεσβύτερο, ἡ ἒλλειψη ἐπευφημιῶν, καί ἡ μή
συμμετοχή τῶν πρεσβυτέρων στήν μεταφορά τῶν τιμίων δώρων.
Ὁ ὑπερτονισμός τοῦ ἐπισκοπικοῦ
ἀξιώματος ἀφάνισε ὂχι μόνο τήν συνοδικότητα ἀπό τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά ἀκόμη καί τήν ἲδια τήν μνήμη.
Προσεκτική ἀνάγνωση τῆς «τάξης» φανερώνει ὃτι ἡ
διαδικασία ὑπονόμευσης τῆς Συνοδικότητας εἶχε
ἢδη ἀρχίσει νά δρομολογεῖται ἀπό
τίς αρχές τῆς δεύτερης χριστιανικῆς χιλιετίας. Ἀξίζει τῆς ἰδιαίτερης προσοχῆς
μας, ὃτι ἡ διάταξη καθιστᾶ ἐπίσης σαφές
πώς οἱ εὐχές λέγονται ἀπό τούς κληρικούς
μυστικῶς, ἐπιβεβαιώνοντας τήν καθιερωμένη πρακτική τοῦ ἀποκλεισμοῦ τοῦ λαοῦ τοῦ
Θεοῦ ἀπό τήν πλήρη συμμετοχή στήν Εὐχαριστία. Τρεῖς περίπου αἰῶνες ἀργότερα, ὁ
Συμεών Θεσσαλονίκης θά προσθέσει ὃτι μετά τήν Μεγάλη Εἲσοδο κλείνουν οἱ θύρες τοῦ ἱεροῦ,
«ὂτι
οὐ πάσιν ὁρᾶσθαι ἂξιον τά μυστήρια, ἀλλά μόνοις τοῖς τῆς ἰερωσύνης ἐνεργοῖς» (Περί τοῦ
Θείου ναοῦ, PG155,732Α)
Καί ἡ περαιτέρω διαφοροποίηση τοῦ ἐπισκόπου συνεχίζεται: Τόν 17ο αἰώνα ἐμφανίστηκε ἡ συνήθεια νά εὐλογεῖ ὁ ἐπίσκοπος μέ τά δύο χέρια, καί τόν 14ο ἡ διαδικασία ἒνδυσης τοῦ ἐπισκόπου ἀπό ἰδιωτική ὃπως τοῦ ἱερέα ἒγινε δημόσια. Καθαρά πλέον ἡ Θεία Λειτουργία ἐπισκοποιήθηκε.
Λόγος ἀκροτελεύτιος
Ἡ διοικητική ἰσχυροποίηση
τοῦ ἐπισκόπου ἀνιχνεύεται κατά τήν περίοδο πού ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία
παραπαίει καί μαζί της καί ὁ Αὐτοκράτορας.
Ὃσο ὁ Αὐτοκράτορας κλονίζεται τόσο ὁ ἐπίσκοπος
ἰσχυροποιεῖται. Ἡ τάση αὐτή θά ὁλοκληρωθεῖ μέ τήν κατάρρευση τοῦ Βυζαντίου καί τήν ἀνάληψη
άπό τήν Ἐκκλησία, καί κυρίως ἀπό τόν
Πατριάρχη «ἐθναρχικοῦ» ρόλου. «Ἐνῶ στίς
προηγούμενες περιόδους ὑπῆρχε μονίμως κάποιος παράγοντας πού ἐξισορροποῦσε τήν ἐπισκοπική
αὐθαιρεσία –εἲτε οἱ πρεσβύτεροι, εἲτε ὁ λαός, εἲτε ὁ Αὐτοκράτορας- ἡ μεταβυζαντινή περίοδος καταλήγει σέ ἓνα καθαρά ‘μοναρχικό’ ἐπισκοπικό
ἀξίωμα μέ τήν πλέον κυριολεκτική
ἒννοια τοῦ ὃρου». (Larin, The
Hieraschical Divine Liturgy in Arsenij Suxanov’s Proskinitarij, σ.254).
Ἡ τάση αὐτή ἀποτυπώνεται καί στή πρακτική τῶν
Πατριαρχῶν νά χορηγοῦν συγχωροχάρτια, μέ
τά ὁποῖα παρέχεται ἂφεση ἀμαρτιῶν ἒναντι κάποιου ποσοῦ, καί μάλιστα χωρίς μετοχή στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἂν
τιμᾶται στήν Ὀρθοδοξία ὁ ἐπισκοπικός
βαθμός δέν εἶναι διότι φέρει ἐπάνω του ἐσαεί μιάν «ἀντικειμενοποιημένη» χάρη
πού ἀξίζει να προσκυνεῖται, ἀλλά ἐπειδή ἒχει ἀναλάβει τήν ἐπώδυνη διακονία νά ἀνακαλύπτει
ὂσους ἀντέχουν νά δεχθοῦν χαρίσματα, νά τούς τά ἀναθέτει στηρίζοντάς τους
παράλληλα μέ κατάλληλη ἀγωγή, καί νά ἐνορχηστρώνει τίς ἐπιμέρους ἑτερότητές
τους εἰς τρόπον ὣστε νά δοξάζουν τόν Θεό
καί νά φανερώνουν τήν Βασιλεία του. Τιμᾶται δηλαδή γιά ὃσα (πρόκειται νά) κάνει, καθώς καί γιά
τό προσωπικό κόστος καί τήν σταύρωση που αὐτές οἱ ἀρμοδιότητες συνήθως φέρνουν
μαζί τους.
Σήμερα πλέον τό μόνο πού μνημονεύεται ρητά,
εἶναι ὃτι ὁ ἐπίσκοπος διοικεῖ κάποιους
πού δέν εἶναι χαρισματοῦχοι ἀλλά μόνον ὑπήκοοι! Νοιάζεται πῶς νά ξεχωρίζει ὑπεροχικά
ἀπό ὃλους τούς ὑπόλοιπους, κληρικούς καί λαϊκούς. Εἶναι φανερό ὃτι μιά τέτοια
νοοτροπία διευκολύνει ὃσους ἒχουν τήν προδιάθεση νά βιώνουν τήν ἐπισκοπική τους
ἰδιότητα ὡς ἐξουσιαστικό συμπλήρωμα τῆς ταυτότητάς
τους.
Ὃταν ὁ
ἐπίσκοπος φοράει τά ἂμφια καί στέκεται σέ κοσμικούς πεποικιλμένους θρόνους
μπροστά στόν κλῆρο καί τόν λαό, ἐστεμμένος μέ τά ἀπομεινάρια τοῦ Βυζαντινοῦ
Αὐτοκτάτορα, κρατώντας ἀσημένια ἢ χρυσή
ράβδο στό χέρι καί ἀνεμίζοντας τά δικηροτρίκηρα δεξιά-ἀριστερά, σέ ψυχολογικό
ἐπίπεδο αὐτό ἀποτελεῖ μιά μορφή χίμαιρας
μέσα στόν σύγχρονο πολιτισμό, εἶναι ἒνας ἐξωτικός ἀναχρονισμός, περιβεβλημένος
μέ τήν ἐξουσία ἑνός ἀρχαίου βασιλείου,
τυλιγμένου στίς ὀμίχλες μιᾶς ἐξιδανικευμένης ἐποχῆς.
Σέ αὐτόν τόν
ἀναχρονισμό ὐπάρχει ἐλπίδα; Ὑπάρχει ἐλπίδα ἀντάμα ὃμως μέ ὐποψία. Ἐλπίδα, γιατί τά σύγχρονα πρόσωπα
ἀναζητοῦν ἓναν χαρισματικό ὑπεύθυνο πατέρα, ἀλλά καί ὑποψία γιατί τόσο συχνά οἱ
πατέρες ἒχουν καταχραστεῖ καί παραμελήσει τίς
εὐθύνες πού τούς παρεῖχαν ἡ ἐξουσία τους καί τά προνόμιά τους.