Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Η Σταύρωση

Σταύρωση

Κατά Ματθαῖον 27,27-56

 

  Ἀφού οι Ιουδαίοι συνέλαβαν τον Ιησού στον κήπο  της Γεθσημανή, τον μετέφεραν στο Συνέδριο  για να δικαστεί. Το Συνέδριο, δικαστήριο συγκροτούμενο από Ιουδαίους προύχοντες, με διοικητικές  επί  πλέον αρμοδιότητες, συνερχόταν στον Ναό και αποτελούνταν από εβδομήντα ένα μέλη υπό την προεδρία του Αρχιερέα, ο  οποίος ήταν και ο ανώτατος δικαστής. Όμως η γνώμη του Συνεδρίου ήταν συμβουλευτική εν όψει της κύριας δίκης ενώπιον του Επάρχου της Ρώμης, στην περίπτωσή μας του Πόντιου Πιλάτου.

   Το Συνέδριο, ο Αρχιερέας και οι πρεσβύτεροι, που είχαν έναντι των Ρωμαίων και την ευθύνη της τάξης στην επαρχία της Ιουδαίας, είχαν τους λόγους τους για την καταδίκη του Ιησού. Κατά την τελευταία επίσκεψή του στα Ιεροσόλυμα ο Ιησούς, έγινε ιδιαίτερα ενοχλητικός. Δεν μίλησε απλά για Βασιλεία, αλλά έκανε πανηγυρική είσοδο στην πόλη πάνω σε γαϊδουράκι, όπως είχε δηλαδή προφητέψει για τον Μεσσία ο Ζαχαρίας (9,9 Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ ῾Ιερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον). Επί πλέον μπήκε στον Ναό, άρχισε να διώχνει τους εμπόρους, να αναποδογυρίζει τα  τραπέζια των χρηματιστών και τα καθίσματα  όσων πουλούσαν περιστέρια, λέγοντας ότι από οίκος προσευχής κατάντησε σπήλαιο ληστών και τόπος εμπορίου. Η έκφραση «οίκος προσευχής» ήταν του Ησαΐα (56,7) ενώ το «σπήλαιο ληστών» ήταν φράση του Ιερεμία. (7,11). Οι συμβολισμοί που χρησιμοποιούσε ο Ιησούς έβγαιναν από τα προφητικά σπλάχνα της πίστης και έθρεφαν τις πιο αποκαλυπτικές προσδοκίες του λαού. Έπρεπε να εξουδετερωθούν μαζί με τον εκφραστή τους. Έτσι ο Αρχιερέας και ηγεσία των Ιουδαίων αποφάσισαν προ της «δίκης» να θανατωθεί ο Ιησούς και να πάρει μαζί του τα αναμορφωτικά οράματά του. 

  Με όσα έπραξε στον Ναό, ο Ιησούς έδειξε πολύ έντονη εχθρότητα απέναντι στο ιερατείο της Ιερουσαλήμ. Βάλλοντας εναντίον του ιεροσολυμιτικού ιερατείου έβαλλε εναντίον του Ναού και όπως ο Ναός αποτελούσε τον ακλόνητο δεσμό μεταξύ  των Ιουδαίων και του Θεού, κάθε πλήγμα κατά των ιερέων ήταν και πλήγμα κατά του λαού. Επομένως συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται (Ιω.11,50). Η εισήγηση του Καϊάφα στο Συνέδριο ήταν σαφής: Λόγοι  υψίστου εθνικού  συμφέροντος επέβαλλαν την θανάτωση και γελοιοποίηση του  Ιησού.

 

  Όμως γιατί να αποτελεί δυνάμει απειλή, όταν ούτε οπαδούς συγκέντρωνε, ούτε είχε ανάμιξη στα πολιτικά; Τι νόημα είχε να καταδικαστεί για αντιποίηση αρχής ένας τέτοιος άνθρωπος και μάλιστα με συμπαιγνία της ιερατικής  ηγεσίας των Ιουδαίων και του Ρωμαίου Επάρχου; Διότι ενώ σαν βλάσφημος θα μπορούσε να είχε λιθοβοληθεί, οι Ιουδαίοι επεδίωξαν να τον καταδικάσει ο Πιλάτος, ώστε να γίνει καταφανές ότι  επρόκειτο  για τυπική περίπτωση αγυρτείας και απάτης και να ακυρωθεί έτσι το μεσσιανικό του μήνυμα. Δεν ήταν απλά δυνάμει επικίνδυνος ως αμφισβητίας της πνευματικής  και κοσμικής εξουσίας του Ιερατείου  οι Ιησούς· ήταν όντως επίφοβος δεδομένου ότι υπήρχε σαν παρόν της ερχόμενης Βασιλείας, ωσάν «σημείο» του μέλλοντος και φως αληθινό που προκαλούσε νέα κατανόηση του κόσμου και του ανθρώπου, δημιουργούσε νέες μήτρες πολιτισμού, ο οποίος αντί να συνέχει την κοινωνία καταστέλλοντας τις ορμές, θα έτεινε πλέον να τις εξιδανικεύει, να τις   μεταρσιώνει στην έγνοια και την συμπόνια για τον συνάνθρωπο.  Ο Ιησούς έφερε την Βασιλεία κατάσαρκα εκπληρώνοντας το προφητικό έσχατο  με τους λόγους και τα έργα του, ανατρέποντας με την ιστορική του υπόσταση το σύστημα των συμβολικών παραστάσεων που διαμόρφωναν και τροφοδοτούσαν την νοοτροπία και την συμπεριφορά του  θρησκευτικού πολιτισμού των Ιουδαίων.  Το γεγονός της Βασιλείας έβγαζε τον Μεσσία από τον εγκλεισμό του τύπου για να τον ανοίξει στην πνοή της ζωής. Δεν χρειαζόταν την αποπνικτική ασφάλεια του τύπου επειδή βίωνε την Βασιλεία ως υπαρξιακό προορισμό, κράση ατομικής ευαισθησίας και συνείδησης ότι αυτή η ζωή έχει νόημα για τους άλλους και οι άλλοι έχουν νόημα γι’ αυτήν.

  Ο τύπος όριζε απόλυτα για τους Ιουδαίους τα πράγματα και τους καλλιεργούσε μ’ αυτό τον τρόπο ένα ισχυρό ένστικτο των συμβόλων. Έτσι διαισθάνονταν ή ένοιωθαν  τον κίνδυνό του Ιησού, αλλά δεν τον εντόπιζαν, καθώς οι εικόνες που επεστράτευε ο Ιησούς ήταν κοινές, όμως εφαρμοσμένες πάνω του. Τον κατηγόρησαν λοιπόν ότι απειλούσε να καταλύσει τον Ναό, για να τον οικοδομήσει πάλι αχειροποίητο μέσα σε τρεις ημέρες (Μκ. 14,58 :ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω), και ότι διεκδικούσε για λογαριασμό του τον μεσσιανικό  τίτλο (Μκ 14,61:πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;), προκειμένου να δώσουν σχήμα και στους φόβους τους, ώστε να αφανίσουν εύλογα την «βλάσφημη» ύπαρξή του. Διαφορετικά θα επαρκούσαν οι ψευδομάρτυρες. Ήταν πολύ εύκολο για τον Ιησού να αποφύγει τον θάνατο: δεν είχε παρά να επιστρέψει   με τους μαθητές του στην Γαλιλαία και να καθίσει ήσυχος. Όμως ο Ιησούς δεν έκανε τίποτα για να αποφύγει την καταδίκη του. Μάλιστα από το τελευταίο δείπνο εναπέθεσε τα μετά θάνατον στην κοινή ανάμνηση (Α΄ Κορ. 11,24:    λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν) και ζωή όσων πιστεύουν πως η θυσία ακυρώνει τον θάνατο, εφ’ όσον το είναι για τον άλλο υπερβαίνει το είναι ως μηδέν. 

 

  Την θανάτωση του Ιησού αποφάσισε κατόπιν  εισήγησης του Αρχιερέως και του Συνεδρίου ο Πιλάτος, έπαρχος της Ιουδαίας από το 26 έως το 36 μ.Χ,  Σημειωτέον ότι οι ιστορικές πληροφορίες μας για το πρόσωπό του είναι πολύ διαφορετικές από την αγαθή μάλλον εικόνα που μας δίνουν τα Ευαγγέλια, αν  εξαιρέσουμε όσα σε ανύποπτο χώρο και χρόνο σημειώνει ο Λουκάς (13, 1: Παρῆσαν δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν). Σοβαροί συγγραφείς της εποχής όπως ο Φίλων ή ο Φλάβιος Ιώσηπος, μιλούν για τον άνδρα με σκληρά λόγια: για δωροδοκίες, για ύβρεις, για αρπαγές, για άκριτους και συνεχείς φόνους για ωμότητες...  Κάποιοι μάλιστα χριστιανοί επέρριψαν όλη την ευθύνη  για την σταύρωση του Ιησού στη τότε ηγεσία των Ιουδαίων και καλλιέργησε την εντύπωση φιλόχριστου ανθρώπου για ένα ανελέητο και  διεφθαρμένο άτομο σαν τον Πιλάτο, εις τρόπον ώστε δύο αιώνες αργότερα ο Τερτυλλιανός να τον θεωρεί πρακτικά χριστιανό και τον έκτο αιώνα η Κοπτική  Εκκλησία να τον ανακηρύξει άγιο και μάρτυρα! Η πραγματικότητα είναι  ότι αν και ο Πιλάτος δεν διέκρινε κίνδυνο στο πρόσωπο του Ιησού, ο οποίος του  δήλωνε πως η Βασιλεία του ήταν ηθικό και όχι πολιτικό γεγονός (Ιω.18,36: ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς ᾿Ιουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν. ), όταν αντελήφθη τις διαθέσεις των Ιουδαίων έκανε αμέσως  στροφή και υπέκυψε στην θέλησή τους.  Βεβαίως φρόντισαν να του ξεκαθαρίσουν (πρβλ. Ιω. 19,12) πως ενδεχόμενη αθώωση του Ιησού θα  ισοδυναμούσε με εκ μέρους του  αναγνώριση και άλλου βασιλιά εκτός από τον Καίσαρα.  Να θυμίσουμε ότι μόλις τότε είχε εξαρθρωθεί συνωμοσία φίλων του εναντίον του Αυτοκράτορα Τιβέριου.

  Από τους ιστορικούς η Σταύρωση του Ιησού προσδιορίζεται μεταξύ 29 και 33 μ.Χ. Ενδεχομένως νωρίς το πρωί της Παρασκευής, 15 Νισάν, μια μέρα μετά το Πάσχα κατά τους Συνοπτικούς, ανήμερα το Πάσχα κατά τον Ιωάννη,  οδήγησαν τον Ιησού μαζί με άλλους δύο μελλοθάνατους έξω  από  την Ιερουσαλήμ και προς το μεσημέρι, έκτη ώρα, Τον σταύρωσαν. Τρεις ώρες αργότερα (ενάτη ώρα) οπωσδήποτε πριν αρχίσει το Σάββατο, περί την ενάτη ώρα ξεψύχησε. Ο ενταφιασμός έγινε από τον «᾿Αριμαθαίας, τοὔνομα ᾿Ιωσήφ»,  ο οποίος «καὶ ἔθηκεν αὐτὸν ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν.῏Ην δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου». 

 

  Ο χριστιανισμός δέχεται ένα θεάνθρωπο. Οπότε και ο άνθρωπος τείνει προς ανακάλυψη  -όχι προς επινόηση- του αυθεντικού εαυτού του. Μεταβάλλοντας ο Ιησούς τον άνθρωπο σε ανοικτό ερώτημα τον ελευθέρωσε από τον Νόμο και την θέση του μύθου  της πτώσης κατέλαβε η προσδοκία της καινούργιας ζωής. Εκεί που ως εικόνα Θεού έπρεπε να επιλέξω το καλό και να πω όχι στο  ένστικτο για λόγους ηθικής, τώρα ως καθρέπτης Θεού καλούμαι να αναγάγω σε ένστικτο την πνευματική  ελευθερία, να νοιάζομαι και να αγαπώ, να αναρωτιέμαι στην πίστη μου και να ρωτώ. Όλα ελευθερώνονται από την μοίρα της συνθήκης τους όταν γίνουν ερώτημα. Ο Ιησούς έφερε αφυπνιστικά την ιδέα του Θεού που  υποφέρει, γονιμοποιώντας την ιδέα του δημιουργού Θεού ο οποίος περιορίζεται από την φύση που έφτιαξε  και από την ελευθερία που μας έδωσε, αλλά που τον αγαπούμε για την καλωσύνη του και για το εσωτερικό στήριγμα που μας προσφέρει, επειδή μας ζητάει να κατανοούμε-συν+χωρούμε   την δική του ανθρώπινη ατέλεια και προ παντός να συγχωρούμε  κάθε δική μας ατέλεια στο πρόσωπο του διπλανού μας, και όχι για την παντοδυναμία του  και την τελειότητα του ως Δημιουργού. Αν ο Θεός υποφέρει σαν εμένα η αγωνία του ενέχει την αγωνία μου και ο πόνος του γίνεται πηγή της δυνατότητάς μου να συμ-πονώ και να νοιάζομαι αρχίζοντας από τους Πρωτοπλάστους.  Όσο εκείνοι έτρωγαν από το δένδρο της ζωής, περνούσαν στον Παράδεισο σαν όλα τα πλάσματα· όταν βρέθηκαν στον πειρασμό να παρακούσουν τον Θεό για να δοκιμάσουν τον καρπό του δένδρου της γνώσεως, και το έπραξαν με το τίμημα που όλοι ξέρουμε, έπρεπε να σηκώσουν ανθρώπινα το δίλημμα και βάρος του καλού και του κακού, εν συνειδήσει δηλαδή ότι στο τέλος τούς περιμένει ο θάνατος και ότι τούς χρειαζόταν οπωσδήποτε το νόημά του. Αυτό το νόημα περιγράφει ο Σταυρός.

 

   Ο Ιησούς έπρεπε να πεθάνει για  να πάρει επάνω του τις αμαρτίες του κόσμου (Ησαίας 53,3-5: ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὢν…. τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται). Αμαρτία δεν είναι να παραβαίνεις ηθικές αρχές· είναι να ζεις μέσα στα όρια που σου έχουν θέσει  άλλοι, να ζεις μ’ άλλα λόγια υπό τον νόμο και τον φόβο του. Ο φόβος μας ευνουχίζει και μας εξαγριώνει. Τον φόβο που έκανε τον Καϊάφα να προστατεύει με  αίμα την συνοχή του έθνους του· τον Πιλάτο να  καταδικάζει για να μην δυσαρεστήσει  τους Ιουδαίους και  τον αυτοκράτορα· τον Πέτρο να απαρνιέται τον Ιησού· τον Ιούδα να τον προδίδει, αυτό τον φόβο θέλει να πολεμήσει ο Ιησούς με τον θάνατό του. Δέχεται να ξεσπάσει επάνω του το μίσος και η αγωνία των άλλων για να  λυτρώσει την ύπαρξη από τον φόβο. Έπρεπε να μας κρατήσει ανθρώπους και ήξερε πως ο φοβισμένος άνθρωπος ακυρώνει τον εαυτό του καθώς αλλοιώνει την συνείδηση, μας  γεμίζει δυσπιστία και μας κλείνει ψυχικά. Ο φόβος γεννιέται από βαθύ τραυματισμό και απλώνεται όπου η  ανάγκη κυριεύει  την αλήθεια. Αλήθεια είναι ο τρόπος που βιώνουμε την ψυχική άνοιξη και ελευθερία μας, η επικοινωνία στην σημασία και όχι στην χρήση των πραγμάτων. Δεν αρκεί να ονομάζουμε την αλήθεια, πρέπει και να την πιστεύουμε. Ο φόβος δεν μπορεί να υποτάξει την πίστη στην αλήθεια. Αποφεύγω την αλήθεια για να μην είμαι ως προς στον άλλο διαθέσιμος. Η εμμονή στην αλήθεια  είναι εμμονή στον πλατύτερο δυνητικό μας εαυτό. Το ψέμα και ο φόβος ανήκουν στην παθολογία της ατομικότητας, δείχνουν το ασυμφιλίωτο με τον εαυτό μου. Ο θάνατος για την αλήθεια δίνει προβάδισμα  στην ζωή απέναντι στον φόβο και την αγωνία.  Πεθαίνοντας για την αλήθεια ο Ιησούς δεν απέδειξε απλά την αλήθεια όσων είπε και έπραξε· άρχισε να υπάρχει στην ζωή μας. Πεθαίνουμε από φόβο· πέθανε για να διασκεδάσει τους φόβους μας, να μην αφήσει να υποκύψουμε στο σκοτάδι της θλίψης και της απελπισίας. Ο Ιησούς πέθανε από αγάπη στην ζωή και υπ’ αυτή την έννοια θυσιάστηκε,  ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη  (Ησαΐου 53,7), φέρνοντας μια καινούργια ελπίδα.

 

   Αγάπη της ζωής σημαίνει επιθυμία κοινωνίας.  Στην ευθυμία της κοινωνίας προσφέρουμε και δεχόμαστε την σάρκα και το αίμα. Στην ζωή είμαστε μαζί· στον θάνατο είμαστε εκτεθειμένοι και ανυπεράσπιστοι. «Άφωνο» ήθελε στην ταπείνωση της σφαγής ο Ησαΐας τον Μεσσία –Δούλο του, άφωνος βασανίστηκε και σταυρώθηκε ο   Ιησούς. Κυρίως πέθανε μόνος! Με το τέλος μοναδικό αποδέκτη  του είναι σου, ούτε να πάρεις πίσω το βλέμμα γίνεται ούτε την κραυγή σου. Εκεί τίποτε δεν δίνει το κουράγιο της ζωής, τίποτε δεν σε αφήνει να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου. Όμως με το μοναχικό του  πάθος ο Ιησούς δεν έμεινε στο Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; Έκανε ακόμη μια κίνηση: αντιπαρέθεσε στον  θάνατο τον υπαρξιακό του προορισμό και βίωσε με τον τρόπο του το νυν απολύεις τον δούλο σου- έθεσε όριο ζωής  την εκπλήρωση της αποστολής του. Ο θάνατός έτσι απέκτησε νόημα και παρέδωσε το πνεύμα μαζί με το σώμα, πονεμένος πλην γαλήνιος.  Αυτή την ειρήνη θα υπογραμμίσει το τετέλεσται του Κατά Ιωάννην. Ο θάνατος γίνεται εναγώνιος όσο το πνεύμα αντιστέκεται ενώ το σώμα φθίνει. Τότε το νόημα της ζωής μένει μετέωρο ως ανολοκλήρωτο και ο θάνατος έρχεται σαν τιμωρία.   «Τετέλεσται» σημαίνει  την πληρότητα και ανάπαυση που δίνει στο πνεύμα μου η επίγνωση ότι δεν ζω ούτε πεθαίνω για μένα. Ζώντας και πεθαίνοντας για τους άλλους ο Ιησούς υπέφερε μόνος και σιωπηλός τον θάνατο. Ξαφνιάζει το γεγονός ότι στις ευαγγελικές διηγήσεις  της Σταυρώσεως δεν υπάρχει  ο παραμικρός θυμός, η ελάχιστη αγανάκτηση. Δεν παίζει κατευναστικά ρόλο η αναμενόμενη Ανάσταση. Ο λόγος είναι διαφορετικός  και πρέπει να συνδέεται με την αποδοχή του θανάτου ως άδειασμα της ανθρώπινης  μερικότητας. Εσωτερικεύοντας ο  Ιησούς τον σταυρικό του θάνατο, η επιθετικότητα μεταρσιώνεται σε πόνο και συγγνώμη του Μεσσία. Σκοτώνω εφ’ όσον πεθαίνω· εφ’ όσον θυσιάζομαι συγχωρώ.  Το πρόσωπο τού σταυρωμένου Μεσσία παίρνει επάνω του  τις αμαρτίες του κόσμου, δημιουργεί εντός μας χώρο ζωτικό για να συμφιλιωθούμε με  τον πόνο και τον θάνατο, να βγάλουμε από πάνω και από μέσα μας το ίδιο το κακό. Όσο θα παραμένει ριζικό κακό ο θάνατος, όσο το τέλος θα βρίσκεται στο φυσικό εκτός, η εσωτερικότητά μας θα μένει ατροφική  και ο άνθρωπος ανελέητος. Δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την συμφιλίωση με τον θάνατο επάνω στον σταυρό· όταν σταυρώνεται ο Θεός ανασταίνεται ο άνθρωπος.

 

Γιῶργος Δημόπουλος

 

 

 


Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Θρυμματισμένοι καιροί

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

   Πρόκειται γιά μιά προσπάθεια διατύπωσης, ψηλαφητά, τῶν σύγχρονων καταφανῶν Ἑλλαδικῶν προβλημάτων, διερεύνησης τῶν αἰτίων τους, τῶν προοπτικῶν τους, ἰχνηλατώντας  ταυτόχρονα τήν προσωπική και συλλογική μας πορεία.

  Δέν γίνεται νά πιάσεις τό ἓνα δίχως νά πιάσεις τό άλλο. Ἓνα πλησίασμα λοιπόν, δίχως  ἡττοπάθεια, δίχως ἀπολογητικούς πειρασμούς, χωρίς κινδυνολογίες. Ἓνα πάλεμα καλύτερα, μέ τήν χαρά καί τήν ἐνοχή, μέ τό κοινωνικό κακό  καί  μέ  τήν χριστιανική πίστη, μέ τήν ἒξοδο στίς ρύμες τῆς πόλης καί  τήν καταβύθιση στόν σκοτεινιασμένο μου ἐαυτό. Διαπλοκή δύο δρόμων: τῆς λαχτάρας γιά ἒναν κόσμο δίκαιο καί τῆς συνάντησης μέ τόν διπλανό.

   Γραμμές ἀπό ἓναν σαστισμένο σέ συνάντηση μέ τούς ὀμοίους του. Μιά προσπάθεια νά κατανοήσουμε τί συνέβη καί βρισκόμαστε μπροστά σέ αδιέξοδο. Τά  προβλήματα εἶναι ξεκάθαρα,  ἠθικά καί πολιτικά.

  Τό πρῶτο μεγάλο ζήτημα  εἶναι ἡ  ξέφρενη κοινωνική ἀνισότητα. Ἀντί  νά προχωροῦμε καί νά ἐξελισσόμεθα, ἐπιστρέφουμε στά δεδομένα τοῦ 18ου αἰῶνα διατυπωμένα  χαρακτηριστικά ἢδη ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη: «Οἱ  ἐργαζόμενοι ἐκτός ἀπό τήν ἀνέχειά τους δέν ἒχουν τίποτα  ἂλλο νά  τούς κεντρίζει ὣστε νά γίνουν χρήσιμοι, τήν ὁποία  εἶναι  φρόνιμο νά τήν   ἀνακουφίζουμε ἀλλά ἐξαιρετικά ἀνόητο νά τήν θεραπεύουμε»!

  Γιά  πάνω ἀπό ἑκατό χρόνια, ὡς τήν δεκαετία τοῦ 1970, ἡ  ἀγωνιστική κριτική παρέμβαση ἒβαζε κάποιο φρένο στήν ἐγγενῆ ροπή τοῦ καπιταλισμοῦ πρός τήν ύπέρμετρη ἀνισότητα. Ἒκτοτε, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τίς ΗΠΑ, οἱ κρατικοί  φραγμοί ἀνατράπηκαν καί ἡ ἀνάπτυξη  τῆς ἀνισότητας ἀπελευθερώθηκε. Ἐνῶ τό 1968 γιά παράδειγμα, ὁ διευθύνων σύμβουλος  τῆς General Motors  λάμβανε 66 φορές μεγαλύτερη ἀμοιβή ἀπό τόν τυπικό ἐργάτη της, τό 2013 ὁ ἀντίστοιχος σύμβουλος τῆς Walmart εἰσέπραττε 900 φορές περισσότερα ἐνῶ  σήμερα τά περίφημα "γκόλντεν μπόις"  λέγεται ὃτι ἒχουν πενταπλασιάσει τίς ἀμοιβές τοῦ 2013. Ἐξ ἂλλου  εἶναι γνωστό ὂτι λίγοι ὐπερπλούσιοι ἐλέγχουν πλέον τό σύνολο τῶν πόρων τοῦ πλανήτη.

  Μπορεῖ στήν Εὐρώπη νά εἶναι πρός τό  παρόν κάπως καλύτερα τά δεδομένα, ἀλλά καθώς κερδίζει ἒδαφος ἡ μίμηση καί ἡ ἐπιβολή τοῦ Ἀμερικάνικου προτύπου, ἡ κατάσταση ἐξελίσσεται ἀκάθεκτα πρός τήν ἲδια κατεύθυνση.

  Πρώτη διδάξασα ἡ Μάργκαρετ Θάτσερ.  «Νομίζω ότι έχουμε περάσει μια περίοδο όπου σε πάρα πολλούς ανθρώπους δόθηκε να καταλάβουν ότι αν έχουν κάποιο πρόβλημα, είναι δουλειά της κυβέρνησης να το αντιμετωπίσει. Λάθος. Υπάρχουν μεμονωμένοι άνδρες και γυναίκες, και υπάρχουν οικογένειες. Και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα παρά μόνο μέσω των ανθρώπων, και οι άνθρωποι πρέπει να κοιτάξουν πρώτα τον εαυτό τους. Είναι καθήκον μας να προσέχουμε τον εαυτό μας και μετά να προσέχουμε και τον πλησίον μας».

  Ἀντάμα μέ τήν κοινωνική ἀνισότητα πηγαίνει φυσικά ἡ κατάρρευση τῶν κοινωνικῶν ὑποδομῶν, ἡ μαζική ἐξαθλίωση, τό ἒγκλημα, ἡ παραβατικότητα, ἡ παιδεραστία, ἡ μέ κοινωνική ὐπεραξία ἐφηβική ἀκραία βία, ἡ κοινωνική μειονεκτικότητα, ἡ αὒξηση τῶν ἀδύναμων νά  ἀντιμετωπίσουν τήν ἀρρώστια τους, οἱ ἐν ψυχρῶ δολοφονίες, ἡ  κυνική ἐγκατάλειψη τῶν ἐκπτωχευμένων… Ὃταν ὑπάρχει ἒστω καί ἓνας φτωχός κάποιοι προσέχουν! ὑπέρμετρα τόν ἑαυτό  τους, πιό ἁπλά κλέβουν ἀσύστολα.

  Οἱ Εὐρωπαῖοι ἀποδέχθηκαν πειθήνια τά πάντα, ἀπό τίς κάμερες κλειστοῦ κυκλώματος ἓως τήν ἐνισχυμένη καί ἀδιάκριτη ἀστυνόμευση. Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐλεύθερου καπιταλισμοῦ μοιάζει νά συμβαδίζει μέ τήν ἀνάπτυξη ἑνός κράτους «ὀργουελικοῦ» τεχν-ολοκληρωτικοῦ τύπου. Ἒχει φαίνεται ἐκλείψει τό ὑποκείμενο ἐκεῖνο  τό ὀποῖο κατά παρελθόν ἀναλάμβανε τήν εὐθύνη τῆς ἀντίστασης προκειμένου νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἐπαπειλούμενη πλήρης κατάρρευση τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ.

  «Δυστυχῶς  δέν ὑπάρχει ἐναλλακτική λύση» ἐπαναλαμβάνουν ἐν χορῷ   οἱ ὑπεύθυνοι πολιτικοί καί θεσμικοί παράγοντες. Ὁ  ἐλεύθερος ἂναρχος  καπιταλισμός μᾶς παρουσιάζεται ὡς μιά «φυσική πραγματικότητα». Κάτι τελείως ἀνεξάρτητο ἀπό τήν θέληση  τῶν ἀνθρώπων. Καί σάν νά μήν ἒφτανε αὐτό ἡ ἀνισότητα ἒχει πλέον ἐξιδανικευθεῖ. «Τό νά ζεῖς μέσα  στήν ἀνισότητα καί τίς παθολογίες της εἶναι ἓνα γεγονός πού παράγει θλίψη. Τό νά τό γλεντᾶς  κιόλας εἶναι κάτι τελείως διαφορετικό. Βασιλεύει παντοῦ ἡ ἐντυπωσιακή τάση νά θαυμάζονται  τά μεγάλα πλούτη καί  νά τούς ἀποδίδονται δοξαστικές τιμές». (T. Judt). «Νά θαυμάζονται» ἀπό  τήν μεγάλη μάζα ἐννοεῖται!

  Ἀκόμη καί  ὃσοι  ὑποφέρουν ἀπό τήν ξέφρενη ἐλευθερία τῶν ἀγορῶν συναντιοῦνται στήν ἐμπεδωμένη πλέον ἂποψη ὃτι τοῦτο ἀποτελεῖ μονόδρομο, παρά τήν συνεπαγομένη ἐμφανή ἒκρηξη τῆς κοινωνικῆς ἀνισότητας καί ξεχαρβαλώματος τήν ὁποία αὐτή προκαλεῖ.

   Δέν εἶναι ἀπό σύμπτωση πού μιά νέα γενιά  ἒχει ἀσκηθεῖ νά ἀκολουθεῖ αὐτόν τόν «μονόδρομο», τόν δίχως ὁράματα,  ἐντελῶς συμβιβασμένη καί ἀφοσιωμένη στό κυνήγι τῆς ἐπαγγελματικῆς ἐπιτυχίας, παρ’ ὂτι  εἶναι ἐμφανές ὃτι αὐτοῦ τοῦ εἲδους ἡ ἐπιτυχία  εἶναι γιά λίγους, γιά  πολύ λίγους.

  Ἡ σκέψη τῆς νεολαίας μοιάζει νά εἶναι ξεκομένη ἀπό κάθε ἒννοια πολιτικῆς. Οἱ κυρίαρχες φαντασιώσεις  περί εὐμάρειας  καί προσωπικῆς ἀνέλιξης παραμέρισαν καί  δυσφήμισαν  ὁ,τιδήποτε ἒχει σχέση ἢ ἀναφορά στόν  συλλογικό προβληματισμό. Ζητήματα ὃπως ἡ πολιτική ἐλευθερία καί μέριμνα, ἡ κοινωνική δικαιοσύνη καί συλλογική δράση, πού ἀπασχολοῦσαν τούς ἂμεσους ἀνιόντες τους, μοιάζει νά τούς εἶναι ἂγνωστα. Ἐξαφάνισαν ἀπό τήν σκέψη  τους τό «νεανικό ἀντιρρητικό» πνεῦμα, τό ζωτικό ὀξυγόνο δηλαδή τῆς ἐπιβίωσης τῶν  δημοκρατικῶν θεσμῶν. 

 Προσπαθῶ νά ἐμβαθύνω στά πιθανά αἲτια τῆς κρίσης καί ἑπομένως  στίς  προϋποθέσεις ἀναγέννησης, χωρίς  νά ἀναλωθῶ σέ ἠθικολογικές ἐκκλήσεις: ὃτι χρειαζόμαστε σκοπούς ζωῆς, ὃτι πρέπει νά δώσουμε προσανατολισμό στούς νέους, νά σκεφθοῦμε, νά ὀραματιστοῦμε διεξόδους, νά ἀναπλάσουμε τόν δημόσιο διάλογο καί ἂλλα τέτοια αὐτονόητα ἀλλά  ἂγνωστο πῶς ἐπιτεύξιμα.

  Μόνο στέκομαι  στήν περιγραφική βάση δύο κρίσιμων συστημικῶν φαινομένων: Τί μπορεῖ κανείς νά προτείνει στόν σύγχρονο μηδενισμό; Στήν δικτατορία τοῦ σχετικισμοῦ, στήν ἀποθέωση τῆς ἰδιωτικῆς ἐπιθυμίας, στήν ἀπαξίωση τῶν κοινωνικῶν ἀξιῶν, στήν ἀναγωγή τοῦ χρήματος σέ αὐταξία μοναδική, ἀπόλυτη, στήν ἀντίστοιχη ἀποσύνθεση/ἐξουδετέρωση τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ ὑποκειμένου τοῦ φιλελευθερισμοῦ καί τῆς σοσιαλδημοκρατίας, τοῦ περιβόητου ἀτόμου;

  Τό ἂλλο φαινόμενο εἶναι ἡ πολιτική ἀντιμετώπιση τοῦ σύγχρονου μηδενισμοῦ μέσω τῆς μεθοδικῆς διολίσθησης στόν τεχνοσυστημικό ὁλοκληρωτισμό, ὃπου ὁ  ἂνθρωπος  μεταβάλλεται σέ πανοπτικῶς ἐπιτηρούμενο ἀναλώσιμο ἀντικείμενο, σέ δοῦλο-res-πράγμα. Ἡ πολιτική βεβαίως ἐξακολουθεῖ νά ὑφίσταται, ἀλλά μεταλλαγμένη σέ τεχνική ἀποκλειστικά θεραπαινίδα  τοῦ ἀπρόσωπου Τεχνοσυστήματος.

   Τό ἐστιακό κέντρο  τῆς κρίσης δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὃτι ὀνομάζεται σύγχρονος μηδενισμός πού μᾶς θέτει ἐντός τοῦ ἀκόλουθου τριλήμματος: ἀναπαλαίωσης τοῦ νεωτερικοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, ὃπως προτείνεται ἀπό τήν συμπαγή σκέψη τῆς κοινωνιολογικῆς σχολῆς τοῦ Στρασβούργου, ἐπιστροφῆς στό προνεωτερικό κολεκτιβισμό, πίσω από τό ἂτομο, ὂπως προτείνεται ἀπό ὂψιμες ἐναλλακτικές θεωρίες στίς ΗΠΑ,  ἢ ὑπέρβασης τοῦ διπόλου κολεκτιβισμοῦ/ἀτομοκεντρισμοῦ καί μετάβαση σέ ἓναν μετανεωτερικό πολιτισμό, πού ἀχνοφαίνεται ὡς τάση στήν Σκανδιναβία. 

 Δέν θέτουμε πλέον πολιτικά ἐρωτήματα. Χάθηκε ἀπό τόν ὁρίζοντά μας ὁ συλλογικός σκοπός, ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἒλευσης μιᾶς καλύτερης κοινωνίας καί  ὁ διάλογος, ὡς στοιχειώδης δυνατότητα πού προσφέρει ἡ Δημοκρατία.   

  Ἡ ἀποδόμηση τῶν οἰκονομικῶν ἀρμοδιοτήτων καί πρωτοβουλιῶν τοῦ Κράτους με παράλληλη τήν ἐνίσχυση τῶν ἀρμοδιοτήτων του ὃσον ἀφορᾶ τήν  συλλογή πληροφοριῶν καί τήν καταστολή, οἱ ἰδιωτικοποιήσεις  μέ τήν ἐπ’ ἀόριστον ἐγγύηση τοῦ δημοσίου χρήματος χωρίς διακριτό  συλλογικό ὂφελος, ὁδήγησαν στήν ἀποποίηση τῶν ἠθικῶν ὑποχρεώσεων τοῦ Κράτους ἀπέναντι στούς πολίτες του. Αὐτό σημαίνει πολύ ἁπλᾶ τήν ἀποδόμηση τοῦ κράτους πρόνοιας, σέ μιά πορεία ἡ ὁποία ὁδηγεῖ  στήν διάλυση τῆς κοινωνίας. Οἰ πολίτες ὃλο καί πιό πολύ ἰδιωτεύουμε. Ἡ ζωή μας γίνεται μοναχική, φτωχή καί ἂσχημη, ἀλλά τό κράτος παντοδύναμο.

  Αὐτήν τήν πραγματικότητα ἐκμεταλλεύεται ὁ  νεοναζισμός, ἡ ἀκροδεξιά. Συγκροτεῖ μικρές ὁμάδες καί δίνει νόημα, ταυτότητα καί ὂνομα ἐκεῖ πού οἱ συλλογικές διαδικασίες εἶναι ἀνύπαρκτες προκαλώντας μέ τό χάος πού ἐπικρατεῖ, ἂγχος στούς  πολίτες.

  Οἱ συνέπειες τοῦ μίσους, τοῦ φθόνου, τῆς   πίκρας πού ἐμφανίζονται στίς ἂνισες κοινωνίες εἶναι διαβρωτικές γιά τό σύνολο καί  τόπος νά ἀνθίσουν ἀκραῖα πολιτικά  καί θρησκευτικά κινήματα. Μήν ἀναρωτιόμαστε γιά τήν ἂνοδο  τοῦ νεοναζισμοῦ στήν Ἐλλάδα καί κυρίως γιά τήν  ἀποδοχή του ἀπό τούς Χριστιανούς. Άγευστοι έκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καί  ζωῆς, ζώντας ἀνώνυμα στίς ἐνοριακές ὀντότητες, σαστισμένοι ἀπό τίς ραγδαῖες ἀλλαγές, καθοδηγούμενοι ἀπό κληρικούς οἱ  θέσεις τῶν ὀποίων δέν ἀντέχουν τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀποδέχθηκαν τό ψέμα ὡς ἀλήθεια.  Ζώντας ὡς πρόσωπα  στίς κοινότητές μας δέν ἒχουμε καμιά ἀνάγκη γιά ὑποκατάστατα πού ὁδηγοῦν στόν ὂλεθρο.  

  Ἡ ἰδιώτευση ἒχει  καί ἂλλη ρίζα, ἡ ὁποία  εἶναι συνέπεια  τῆς ἀποδιάρθρωσης τοῦ δημόσιου τομέα. Τήν δυσχέρεια νά κατανοήσουμε τί κοινό ἒχουμε με τούς ἂλλους. Ἂν ο καθένας ἐπιλέγει τά ‘κοψίδια’ γνώσης καί πληροφορίας πού τόν ἐνδιαφέρουν ἀλλά ἀποφεύγει τήν ἒκθεσή του σέ ὀτιδήποτε ἂλλο, τότε πράγματι διαμορφώνουμε παγκόσμιες κοινότητες ἐκλεκτικῆς συγγένειας χάνοντας ὂμως τήν ἐπαφή μέ τίς συγγένειες τῶν γειτόνων μας.

  Δέν γνωρίζω  νά ὐπάρχει κάποιος πού νά μήν ἀντιλαμβάνεται ὂτι ὁδηγούμαστε  μέ μαθηματική ἀκρίβεια στήν ἀποσάθρωση  τῆς κοινωνίας μας. Κάποιοι   φίλοι μου ἀποδίδουν τήν πορεία αὐτή στόν καπιταλισμό. Προσωπικά ἐκτιμῶ ὃτι  τοῦτο δέν ὀφείλεται  μόνο σ’ αὐτό, ἀλλά καί στήν διάβρωση τοῦ δημόσιου χώρου, στήν ἀποπολιτικοποίηση, στήν ἀπουσία νεανικῶν πολιτικῶν κινημάτων, στούς λάϊτ πολιτικούς, οἱ ὁποῖοι πλέον αἰσθάνονται  διαχειριστές, (μέ ἐμᾶς  νά τούς αἰσθανόμαστε καταχραστές)  καί ὂχι ἡγέτες. Πεπεισμένοι ὂτι δέν μποροῦν νά κάνουν καί πολλά, δέν κάνουν πολλά, καί φυσικά δέν συμβολίζουν τίποτα. Φωτογραφίες, πολυεπίπεδα άλληλολιβανίσματα ἐπαρχιακοῦ τύπου... «Ὃπου γάμος καί χαρά ἡ Βασίλω πρώτη». Ὃποιος πολίτης δέν ἒχει ἒμφυτη τήν ἀρετή τῆς συμπάθειας δέν κάνει γιά πολιτικός.

   Σέ παγκόσμιο πιά ἐπίπεδο (ἀφοῦ παγκοσμιοποιημένο εἶναι καί τό «παράδειγμα») ἒχει πάψει ἠ πολιτική, πρό πολλοῦ, νά εἶναι ἀναμέτρηση προγραμμάτων, προτάσεων, διαχείρισης τῶν κοινῶν ἀναγκῶν καί ἐπιδιώξεων, ἀντιμαχία ἒστω ἰδεολογικῶν πεποιθήσεων. Ἡ πολιτική εἶναι, ἁπλᾶ καί μόνο, μάχη ἐντυπώσεων, ποιός θά κερδίσει τίς ἐντυπώσεις, ποιός θά ὑποκλέψει, μέ τά πιό ἀπρόβλεπτα τεχνάσματα, τήν προτίμηση (καθαρά ψυχολογική, χωρίς ἲχνος ὀρθολογικῆς σκέψης καί κριτικοῦ ἐλέγχου) τῶν ψηφοφόρων.

  Δέν μιλάω στόν ἀέρα. Περπατᾶς νύχτα στήν Σταδίου καί βλέπεις μέσα σέ κάθε πιλοτή, ἓνα σωροκούβαρο, ὃπου μέσα του κοιμᾶται ἓνας ἂνθρωπος. Τήν ἐπομένη ἀκοῦς στίς χειραγωγημένες εἰδήσεις κάποια τοποθέτηση γιά τόν γάμο τῶν ὁμόφυλων ζευγαριῶν. Συμφωνεῖς ἠ διαφωνεῖς, δέν ἒχει σημασία. Σημασία ἒχει ἠ ἀπόσταση πού χωρίζει τόν δημόσιο λόγο τῆς Δημοκρατίας μας ἀπό τήν πραγματικότητά της. Κατά καιρούς ἐμφανίζονται διάφορα θέματα «προπετάσματος καπνοῦ», ἀπασχόλησης τοῦ Κοινοῦ, ἀπομάκρυνσής του ἀπό τήν πολιτική. 

  Ἡ σημερινή Ἑλλάδα μας δέν ἀσχολεῖται μέ τούς ἀστέγους. Τούς ἀντιμετωπίζει ὡς παράπλευρες ἀπώλειες τῆς οἰκονομικῆς ἐξέλιξης. Τήν ἀπασχολοῦν ὃμως, τά ὁμόφυλα ζευγάρια, τί εἶπε ἡ Μενεγάκη, ἂν εἶναι ἒνοχη ἡ Πισπιρίγγου, ποιά παίκτρια θά ἀποχωρήσει σήμερα ἀπό τό survivor... Ὃλοι ἒχουν κάτι νά ποῦν γι’ αὐτά. Καί oἱ πολιτικοί μας ἀναρωτιοῦνται κοπτόμενοι, γιά ποιόν λόγο ἡ κοινοβουλευτική δημοκρατία μας, ὠθεῖ ὃλο καί περισσότερους πολίτες στήν ἀποχή ἀπό τά κοινά.

   Τό πότε θά ἒρθουν οἰ ὠδῖνες τῆς γέννας τοῦ καινούργιου δέν τό ξέρει κανείς. Οὒτε τό τί θἀ ἀκολουθήσει.

   Καί ἐγώ εἶμαι βυθισμένος στά  ἀδιέξοδά μου, καί ἐγώ ψάχνω ἀπελπισμένα νά βρῶ  οὐσιαστικές λύσεις. Τί ἀπάντηση δίνω π.χ. στό ἐρώτημα τοῦ ἐλλείμματος νοηματοδότησης; Ἀνάγομαι στόν διπλανό μου; Ἀνοίγομαι στήν Οἰκουμένη; Ἀφουγκράζομαι τό ἀλλιῶς;

  Ἡ συζήτηση δέν σταματᾶ ἐδῶ. Ἀνάμεσα στά πολλά μοιράστηκα μαζί σας τό ἐλάχιστο.

 

 

 

 

 

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Επικήδειος λόγος γιά τήν μάνα μας.

 

Του Βασίλη Δαμιανάκη

Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται,

σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού…

  Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί συγγενείς, φίλοι και φίλες,

Με αυτούς τους στίχους ο ποιητής της θάλασσας Νίκος Καββαδίας, μας υπενθυμίζει ότι σε όλες τις φουρτούνες της ζωής, ο μόνος άνθρωπος που δεν παύει να μας θυμάται, είναι η μάνα μας.

  Σήμερα ο πόνος του αποχωρισμού είναι αβάσταχτος. « Ορφανευουμε από μάνα, σε όποια ηλικία κι αν τη χάσουμε» , μου’ γράψε μεταξύ άλλων προχθές από την Τήνο, ο αγαπημένος μου δάσκαλος, Δημόπουλος.

  Η αγαπημένη μας μάνα γεννήθηκε στους Ζωφόρους στις 14 του Σεπτέμβρη το 1933, ανήμερα της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και εκοιμήθη παραμονές της εορτής της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως. Εορτολογικώς θα έλεγε κανείς ότι γεννήθηκε με Σταυρό και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο με Σταυρό επίσης. Κυριολεκτικώς η ζωή της ήταν ένας συνεχής ανήφορος, μα ελπίζω πως θα λυτρωθεί στσ’ αγκάλες των αγγέλων, όπως αναφέρει σε πρόσφατο ποίημά του ο εκ Θραψανού, λίαν αγαπητός, πατήρ Ευγένιος. Εκοιμήθη στους Ζωφόρους στο σπίτι της αγαπημένης της πρωτοθυγατέρας Ειρήνης, της οποίας το όνομα επικαλούνταν μέρα και νύχτα αδιαλείπτως, σαν να ήταν η μόνη αγία που θα την ειρήνευε. Τα τέλη της ήταν Χριστιανά, αφού την τελευταία Κυριακή πριν μεταβεί στους ουρανούς, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων.

  Μια μέρα πριν να πεθάνει, έδωσε τις τελευταίες συμβουλές στην κόρη της Ειρήνη, αναθέτοντάς της την ευθύνη του να κρατά τα αδέρφια της ενωμένα σαν μια γροθιά. Έφυγε γαλήνια την άλλη μέρα το πρωί της Πέμπτης στις 4 του Απρίλη. Εκτείνοντας η ταπεινότητα μου το δεξί της χέρι περί τις πέντε φορές, σταυρώνοντάς την και λέγοντας την ευχή του Χριστού, εξέπνευσε ήρεμα και η ψυχή της φτερούγισε πάνω από τον καταγάλανο ουρανό της αγαπημένης της γενέτειρας, εκείνης των Ζωφόρων. Εκεί που γεννήθηκε, αναθράφηκε και που πρωτοείδε το φως του ήλιου, εκεί έμελλε να το δει και για τελευταία φορά .

  Τα τελευταία εννιά χρόνια ταλαιπωρήθηκε αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της άνοιας. Ζούσε σε έναν έντονο παραλογισμό, αλλά ευτυχώς ήταν και ημέρες που ήταν νηφάλια και μπορούσαμε να επικοινωνούμε και να τη χαιρόμαστε... Πιστεύω ακράδαντα ότι η άνοια ήρθε για να δοκιμαστούμε εμείς τα παιδιά της. Εκείνη είχε σηκώσει το σταυρό της περήφανα μέχρι τα 85 της και τα είχε καταφέρει μέσα από στερήσεις και πολλές δυσκολίες ανατρέφοντας πέντε παιδιά πανάξια χωρίς γογγυσμούς, παρά μόνο με θυσίες. Δοκιμαστήκαμε λοιπόν τα παιδιά της. Ας πούμε ότι δώσαμε εξετάσεις και τα καταφέραμε και σαν πρωτόσκολα μαθητούδια μπορούμε σήμερα, αντί να θρηνούμε, να πανηγυρίζουμε, αφού μόνο ευχές παίρναμε από τη μάνα μας. Σε αυτές τις εξετάσεις δικαίως η Ειρήνη πέρασε με Άριστα και εμείς οι υπόλοιποι τέσσερις με Λίαν Καλώς. Έχουμε την ευχή της μάνας μας σε όλο της το μεγαλείο κι αυτό είναι το παρήγορο.

Της μάνας που ήθελε να εντυπωσιάζει τους πάντες με τα ακροβατικά της πάνω στα ελαιόδεντρα των Αποστολιανών , για να είναι πάντα πρώτη στις προτιμήσεις εργατικού δυναμικού. Η πιο περιζήτητη εργάτρια σε αμπέλια και στις ελιές, τότε που οι ελιές ραβδίζονταν με τις ξυλόβεργες ... Της μάνας που έκανε την υπέρβαση και κατάφερνε να μην κρατά κακία ποτέ σε κανένα.... Της μάνας που μπορούσαν τα παιδιά της να της εμπιστευτούν τα εγγόνια της, αφού ήταν τα μόνα σίγουρα και ασφαλή χέρια....

  Της μάνας που θεολογούσε κι ας μην το γνώριζε... Ένας από τους συνηθισμένους διαλόγους που κάναμε περιορίζονταν μόνο στα παρακάτω:

Της έλεγα: Α, ρε Κούλα και ήντα θα γενούμε;

_ Χώμα!, μου απαντούσε.

_ Χώμα; τη ρωτούσα εγώ με αποστροφή . Και η ψυχή;

_ Στον Ουρανό θα την πάνε οι αγγέλοι, στον Παράδεισο, απαντούσε με βεβαιότητα εκείνη....Γένοιτο!, λέω εγώ τώρα…

Της μάνας που με γκρέμιζε από το κρεβάτι τις Κυριακές για να πάω στην εκκλησία, σαν ήμουνα παιδί, μη μπορώντας να δεχτεί ότι θα κοιμάμαι κυριακάτικα. Γιατί αν θα κοιμόμουν μου λεγε, θα ήταν σαν να κοιμάμαι πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Χάρη

στην επιμονή της έγινα και ψάλτης....

   Ήταν η μάνα η ξεμαθιάστρα. Την παίρναμε τηλέφωνο και της λέγαμε ότι δεν αισθανόμαστε καλά και να μας ξεμαθιάσει και σε σύντομο χρόνο έπειτα από μια σύντομη προσευχή που έλεγε, έδινε λύση στο πρόβλημα, ενώ εκείνη βαριανάσαινε, σαν να είχε πάρει το μάτι πάνω της. Θα θυμάται ο Νίκος και η Αρετή….

  Ήταν η μάνα που προέβλεπε τα μελλούμενα . Για μένα είχε πει ότι θα γίνω δάσκαλος, όταν ακόμα ήμουν μαθητής στο Δημοτικό , αν και η επιθυμία της ήταν να γίνω παπάς . Για την δε εγγονή της που καθυστερούσε να μείνει έγκυος , είχε προβλέψει ότι θα γεννήσει και μάλιστα θηλυκό κοπέλι, όπερ και εγένετο....

  Ήταν η μάνα που αξιώθηκε να δει τους Αποστόλους του Χριστού ενδεδυμένους με τα ιερατικά τους άμφια, στον περίβολο της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων ένα ανοιξιάτικο πρωινό από την αυλή του σπιτιού μας. Μου διηγήθηκε το γεγονός κι όταν τη ρώτησα τι συνέβη στη συνέχεια, μου είπε:

Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε και τους πήρε από μπροστά μου. Μα αυτό το αεράκι λες και με πήγε στον παράδεισο ...ομολόγησε φανερά εκστασιασμένη από αυτή την αγιοφάνεια….

  Ήταν η μάνα η μερακλίνα, η χορεύτρια, η τραγουδίστρια, η καλύτερη μαγείρισσα και πολλές φορές η μοιρολογίστρα και μοναδική ποιήτρια. Για κάθε περίπτωση είχε και μια μαντινάδα.

  Μιλούσαμε διαδικτυακά πρόσφατα με το γιο της τον Μιχάλη, τον ξενιτεμένο μας , κι όταν της ζήτησα να του πει μια μαντινάδα, έβγαλε το παράπονό της με τα παρακάτω:

Ξενιτεμένο μου πουλί κι ωραίο μου γεράκι, η ξενιτιά σε χαίρεται

κι εγώ πίνω φαρμάκι

Για δε το θάνατο έλεγε όταν βλέπαμε στην τηλεόραση την εξόδιο ακολουθία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Χριστόδουλου: «Πλούσιος την έχει τη χαρά ανε ζει κι ανε ποθάνει, κι ο κακομοίρης ο φτωχός ούτε ήτανε, ούτε εφάνη.» Σήμερα κι εκείνη φεύγει πλούσια αφήνοντας μια πλούσια παρακαταθήκη με πέντε παιδιά, δεκατέσσερα εγγόνια και οκτώ δισέγγονα. Με δεσποτική κηδεία και πλήθους συνευχόμενων ιερέων και κόσμου, που εκ μέρους της οικογένειας πολύ σας ευχαριστούμε για τη συμπαράστασή σας στο πένθος μας.

Σήμερα, είναι η μάνα που από τον άυλο και πνευματικό κόσμο που βρίσκεται, σε μια πλέον άλλη διάσταση, θα μεσιτεύει για εμάς και θα μας χαριτώνει όπως έκανε πάντα. Και πειραχτηρι καθώς ήταν, πολύ θα ήθελε να μας πετάξει ένα πετραδάκι τώρα από κει πάνω....

Κι εγώ που δεν είμαι ποιητής, ούτε στιχάκι, πώς να σε κατευοδώσω μανούλα μου;

Μανούλα μου ήσουν άγγελος του πιο καλού καιρού μου,

άμε εδά στην αγκαλιά στου Πέτρου, του κυρού μου.

Πρώτα εσένα αγάπησα κι ύστερα όλα τ άλλα

γιατί ήπια κι αναθράφηκα με το δικό σου γάλα.

Όσες φορές κι αν γιάγερνα σε τουτηνε τη ζήση

η ίδια μάνα θa θελα να με ξαναγεννησει.

Σήμερα πένθιμα χτυπά για μένα η καμπάνα,

αγάπες κάνω εκατό μα μπλιο δεν κάνω μάνα.

Καλό σου ταξίδι.

Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Βία καί ἐπιθετικότητα

 

Τοῦ  Γιώργου Δημόπουλου

 

 Λέγεται ὅτι τρία εἶναι τὰ βασικὰ ἔνστικτα τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ἐπιβίωση, ἡ διαιώνιση τοῦ εἴδους καὶ ἡ ἐπιθετικότητα. Ὁρισμένοι ψυχοκοινωνιολόγοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ἐπιθετικότητα δὲν εἶναι ἀνεξάρτητο ἔνστικτο, ἀλλὰ ἐξαρτώμενο ἄμεσα ἀπὸ τὰ δύο πρῶτα. Ἐν τούτοις ἡ πλειοψηφία τῶν εἰδικῶν πιστεύει ὅτι γεννιόμαστε μὲ δόσεις βίας καὶ ἐπιθετικότητας, κληρονομιὰ τοῦ παρελθόντος. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ κυνηγοῦ-τροφοσυλλέκτη ὑπάρχει στὸ ἀνθρώπινο εἶδος μία μορφὴ συσσωρευμένης βίας καὶ ἐπιθετικότητας, ἡ ὁποία στὸ ἀρχικὸ στάδιο ἐξέλιξης τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, ἐξυπηρετοῦσε ὑπαρξιακὲς ἀνάγκες, δηλαδὴ τὴν ἴδια τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου.

  Lorenz πιστεύει πὼς ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ εἶναι κληρονομιὰ τῆς ζωικῆς καταγωγῆς τοῦ προϊστορικοῦ ἀνθρώπου, ὁ Skinner πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ὁποιοδήποτε στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν κοινωνικῶν συνθηκῶν ποὺ ζεῖ, ὁ δὲ Fromm ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ὑπάρχουσα ἐπιθετικότητα, εἶναι ἀντιγραφὴ τοῦ ζωικοῦ βασιλείου, ἕνα εἶδος ἄμυνας τῆς φύσης, μὲ σκοπὸ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἐπιβίωσης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, διατείνεται πὼς ἡ κακοήθης ἐπιθετικότητα ἢ καταστροφικότητα, ὅπου ὁ ἄνθρωπος σκοτώνει χωρὶς κανένα βιολογικὸ ἢ κοινωνικὸ σκοπό, εἶναι μόνο ἀνθρώπινο χαρακτηριστικὸ καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ ἔνστικτο. Εἶναι μέρος τοῦ ἀνθρώπινου χαρακτήρα, ἕνα πάθος, ὅπως εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ φιλοδοξία, ἡ πλεονεξία.

 Ἀπ' αὐτὴ τὴ θεωρητικὴ θέση, ὁ Erich Fromm μελετάει τὶς συνθῆκες ποὺ προκαλοῦν τὴν ἀμυντικὴ ἐπιθετικότητα κι ἐκεῖνες ποὺ προκαλοῦν τὴ γνήσια καταστροφικότητα. Στηριγμένος πάνω στὶς σημαντικότερες ἔρευνες ποὺ ἔχουν γίνει στὸν κλάδο τῆς νευροψυχολογίας, τῆς προϊστορίας, τῆς ἀνθρωπολογίας καὶ τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ζώων, παρουσιάζει μιὰ ὁλοκληρωμένη καὶ ἱστορικὴ μελέτη τῆς ἀνθρώπινης καταστροφικότητας, ποὺ δίνει τὴ δυνατότητα στὸν κάθε ἀναγνώστη νὰ ἐκτιμήσει καὶ νὰ χρησιμοποιήσει ὁ ἴδιος τὰ δεδομένα γιὰ τὸν ἑαυτό του.

 Χρησιμοποιῶντας στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπολογίας, ὁ Fromm ἀποδεικνύει πὼς οἱ πρωτόγονες κοινωνίες ἦταν οἱ λιγότερο ἐπιθετικὲς καὶ ὅτι ἡ ἐκμετάλλευση καὶ ὁ πόλεμος εἶναι ἀποτελέσματα τῆς ἀνάπτυξης τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς πατριαρχικῆς κοινωνίας. Παρόλο ὅτι μπορεῖ νὰ ἐγείρει ἀντιρρήσεις, ἐξαιτίας τῆς κριτικῆς ποὺ κάνει στὰ διάφορα σύγχρονα δόγματα, ὡστόσο τὸ βιβλίο τοῦτο θὰ μείνει ὡς ἕνα χαρακτηριστικὸ δεῖγμα ἀνθρωπιᾶς. Εἶναι ἕνα κάλεσμα, μιὰ πρόκληση στοὺς ἀνθρώπους ν' ἀλλάξουν τὴ ζωή τους, τὸ πολιτικοκοινωνικό τους περιβάλλον, μὲ σκοπὸ νὰ ἀνοίξουν νέους δρόμους στὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπινου γένους.

 Ἡ βία καὶ ἡ καταστροφικότητα βρίσκει τὴν ἀποθέωσή της μέσα στὶς σύγχρονες κοινωνικο-οικονομικὲς δομὲς τοῦ ἰδιοκτησιακού-ναρκισσιστικοῦ πολιτισμοῦ μας, ὅπου ἡ κοινωνικὴ καταπίεση καὶ ἐκμετάλλευση ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο, σὲ συνάρτηση μὲ τὶς ἐνδιάθετες ψυχογενετικὲς ἐνορμήσεις, συγκροτοῦν αὐτὸ ποὺ οἱ εἰδικοὶ τοῦ ἀντικειμένου ἀντιλαμβάνονται ὡς τὸ «πεδίο ἐγκλεισμοῦ» τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Sigmund Freud ἐξήγησε αὐτὸ τὸ φαινόμενο στὴν ἐργασία του «Ἡ δυσφορία μέσα στὸν πολιτισμό». Ὁ Freud, ἐδῶ καὶ κάποια χρόνια, ἔχει δώσει μιὰ νέα τροπὴ στὴν ψυχαναλυτικὴ σκέψη, προτείνοντας τὴν ἰδέα τῆς ἐνόρμησης τοῦ θανάτου. Στὴν τροχιὰ αὐτῆς τῆς τολμηρῆς ἰδέας, ποὺ συναντᾶ ἀντιδράσεις ἀκόμη καὶ σὲ ψυχαναλυτικοὺς κύκλους, κινεῖται ἡ μελέτη του «Ἡ δυσφορία μέσα στὸν πολιτισμό». Σύμφωνα μὲ αὐτήν, ἡ ἐπιθετικότητα καὶ ἡ καταστροφὴ εἶναι βιολογικῶς ἐγγενὴ στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης ἰδιοσυστασίας καὶ ἀνάγονται στὸν φόνο ποὺ διέπραξαν οἱ γιοὶ εἰς βάρος τοῦ πρωτόγονου πατέρα σὲ ἀμνημόνευτους χρόνους. Μὲ τὸ ἔργο αὐτό, μέσα ἀπὸ μιὰ φιλοσοφικὴ ὤθηση, ἡ ψυχανάλυση δὲν προτείνεται ἁπλῶς ὡς μία ψυχολογικὴ θεωρία καὶ θεραπευτικὴ πρακτική, ἀλλὰ καὶ ὡς ἕνα κλειδί γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ.

 Σὲ μία κατάσταση πολέμου «ὅλοι ἐναντίον ὅλων» –τόσο στὸ πεδίο τῆς οἰκονομίας ὅσο καὶ στὸ πεδίο τῆς πολιτικῆς ὀργάνωσης τῆς κοινωνίας–, θύτες καὶ θύματα βρίσκονται σὲ μία ἀναγκαστικὴ σχέση ἀλληλεπίδρασης, χωρὶς τὸ γεγονὸς αὐτὸ νὰ βρίσκει καὶ τὴν ἠθικὴ νομιμοποίησή του. Ἔτσι, στὸν δυτικὸ κόσμο τῆς νεωτερικότητας, ἀναδύονται οἱ λεγόμενες «κοινωνίες τοῦ ρίσκου», ὅπου οἱ ἄνθρωποι ὅσο περισσότερο θὰ συνωθοῦνται ἐντὸς τοῦ ἀνταγωνιστικοῦ κοινωνικο-οικονομικοῦ περιβάλλοντος, ρισκάροντας καὶ τὴ ζωή τους, τόσο θὰ αὐξάνεται ἐπικίνδυνα ἡ ἐπιθετικὴ βία καὶ ἡ καταστροφικότητα, ἀτομικὴ καὶ συλλογική.

 Ἐνδεχομένως νὰ διερωτηθοῦμε: γιατὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐκφράζουν τὴ βία καὶ τὴν ἐπιθετικότητα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο;  Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τοὺς δικούς του ἀξιακοὺς κώδικες συμπεριφορᾶς καὶ ἐφευρίσκει τοὺς δικούς του μηχανισμοὺς ἐξωραϊσμοῦ καὶ ἐκτόνωσης τῆς κοινωνικῆς βίας καὶ ἐπιθετικότητας. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ λεκτικὴ βία, ἡ ὁποία εἶναι καθημερινὸ φαινόμενο στὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ ὁποία, κατὰ κάποιο τρόπο, λειτουργεῖ ὡς βαλβίδα ἐκτόνωσης τῆς συσσωρευμένης ἐπιθετικότητας.

 Ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους μᾶς πληροφόρησε ὅτι ἡ βία εἶναι συγγενὴς ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὅτι ὅλοι κάποια στιγμή, λίγο πολύ, ἐκδηλώνουμε τὴν ἐπιθετικότητά μας, ἀλλὰ τὸ παλεύουμε. Δὲν πρέπει δὲ νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ σύμπλεγμα τῆς ψυχογενετικῆς καὶ κοινωνικῆς βίας σημαντικὸ ρόλο παίζουν σήμερα καὶ οἱ ἰδεολογίες, οἱ ὁποῖες χρησιμοποιοῦνται ὡς βαλβίδες ἐκτόνωσης τῆς συσσωρευμένης στὴν κοινωνία βίας καὶ οἱ ὁποῖες λειτουργοῦν σὲ ἕνα συμβολικὸ ἐπίπεδο ἀνάγνωσης τῆς πραγματικότητας καὶ ἐφευρίσκονται, προκειμένου νὰ χειραγωγήσουν τὴν κοινὴ γνώμη καὶ νὰ «καναλιζάρουν» τὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορά. Τὴ λατρευτική τους ἔκφραση βρίσκουν οἱ ἰδεολογίες στὸ πολιτικὸ πεδίο ἀνάλυσης τῆς κοινωνίας καὶ στὶς ἀντιπαραθέσεις τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων καὶ τῶν συνομαδώσεων (πολιτικὰ κόμματα, κινήματα κτλ.), οἱ ὁποῖες ἀνταγωνίζονται γιὰ τὸ μερίδιό τους στὸ «μπαλκόνι» τῆς ἐξουσίας. Εἰδικότητα στὸ «καναλιζάρισμα» τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἔχουν φυσικὰ καὶ οἱ κληρικοὶ ὅλων τῶν θρησκειῶν καὶ σχετικῶν δοξασιῶν, πρὸς ἔλεγχο τοῦ ψυχισμοῦ τῶν πιστῶν, γιὰ εὐνοήτους λόγους.