Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

"Ἀποστασία "

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

«Ἀπό τήν φαρμακολογία μέχρι τήν πολιτική τά πάντα εἶναι δηλητήριο. Ὑπάρχει δηλητήριο σέ ὃλα. Μόνο ἡ δόση κάνει ἓνα πρᾶγμα νά μήν εἶναι δηλητήριο».  Παράκελσος.

  Μετά τήν ὀδύνη τοῦ ἐμφυλίου ἂρχισε μιά πολιτιστική ἀφύπνιση καί μιά οἰκονομική ἀνάταξη. Δέν εἶναι μιά προσωπική ψευδαίσθηση· Χατζηδάκης, Κούν, Τσαρούχης, Κόντογλου, Σεφέρης, Μόραλης… κτίζουν πάνω στούς ἐρειπιῶνες κάτι πολύ σημαντικό: ἓνα ζωντανό  ὂραμα τοῦ μέλλοντος. Μόνη σκιά ἡ πολύ μισερή συμπεριφορά τῶν πολιτικά νικητῶν. Ἐνῶ θα ἒπρεπε νά εἶναι γαλαντόμοι, γενναιόδωροι, ἐπιδόθηκαν  σέ συμπεριφορές μίσους,  συνδαύλιζαν διχαστικές συμπεριφορές ἒχοντας τήν ἀγαστή ἐνεργό συμπαράσταση τῆς θεσμικῆς Ἐκκλησίας, δεσποτάδων καί παπάδων.   

  Σταδιακά οἱ ἐξορίες, οἱ διώξεις σιγά-σιγά ἒβαιναν μειούμενες, ἂρχισαν  νά ἀτονοῦν, ἡ Δημοκρατία μας ἀπέκτησε ἓνα χαρακτῆρα μισο-ἀριστοκρατικό, μισο-ἀξιοκρατικό, τά πράγματα προσχωροῦσαν μετ’ ἐμποδίων, μέ δυσκολίες καί ὑπερβολές, ὃμως προχωροῦσαν.

  Καί φθάσαμε στό ’61, στόν «ἀνένδοτο», πού ἒκλεισε μέ τήν νίκη τοῦ Γεωργίου Παπανδρέου, καί ὓστερα στό ἂνοιγμα τῆς μέχρι σήμερα χαίνουσας  πληγῆς, τήν «ἀποστασία», πού ἐπέφερε τήν ἀνατροπή ὃλων τῶν ἓως τότε, τῶν ὃποιων,  ἐπιτευγμάτων.

  Ἡ «ἀποστασία» τοῦ ’64 κατέστρεψε στήν Πατρίδα μας τήν κουλτούρα τοῦ παραδείγματος. Ὃταν δηλαδή ἀρχίσαμε νά διαβάζουμε στίς ἐφημερίδες τό ποσόν, σέ χρυσές λίρες, πού δέχθηκε, ὁ τάδε πολιτικός, ὁ δείνα βουλευτής γιά νά  ἀποστατήσει. Τότε ἂρχισε νά καταστρέφεται στήν ψυχή τοῦ Ἓλληνα τό ἐγγενές πολύτιμο στοιχεῖο μιᾶς παράδοσης πού βασίζεται στό παράδειγμα, στόν ἀγωνιστή ἃγιο, ἂμεμπτο ἂνθρωπο, τόν πιστό σέ ἀξίες. Στήν συνέχεια περάσαμε στήν δημοκρατία  τοῦ χάους, ἡ ὁποία ἒφερε τήν δικτατορία. 

  Οἱ συνθῆκες «ἀποστασίας» ἦταν ἀπερίγραπτα ἂθλιες. Περίοδος ἐπώδυνη γιά τήν Πατρίδα μας. Δυσωδία σέ ὃλα τά ἐπίπεδα. Κατάρρευση κάθε ἀξίας. Ἡ ἒκπτωση τῶν πολιτικά ὑπεύθυνων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἦταν τεράστια. Ἡ διάσταση τῆς «ἀποστασίας» ἦταν καταστροφική γιά  τήν  κουλτούρα μας, τήν παιδεία μας, τήν πολιτική μας συμπεριφορά.  

  Μετά τό 64 περάσαμε στήν  δικτατορία καί ἀργότερα στόν λαϊκισμό, δηλαδή καθαρά στήν ἀναξιοκρατική δημοκρατία, πιό καίρια στόν μηδενισμό. Τίποτα πλέον δέν μποροῦσε νά κρατηθεῖ ὂρθιο. Ἂρχισε τότε ἡ παρανόηση τῆς  Δημοκρατίας καί τό ἀξιοκρατικό στοιχεῖο  σιγά-σιγά νά δίνει τήν θέση του στό λαϊκισμό, ὁ ὁποῖος ὑπονομεύει τό παράδειγμα ὡς στοιχεῖο συνεκτικῆς ἀξίας. Ὁ λαϊκισμός ἀναγορεύει σέ παράδειγμα  τόν ἲδιο τόν λαό, κανείς ὃμως, οὒτε ὁ λαός δέν μπορεῖ νά ἒχει ὡς παράδειγμα τόν ἑαυτό του, γιατί ἒτσι παραδίδεται στό ἒνστικτο.

  Τό 2019, ἠ μισή κοινοβουλευτική ὁμάδα τῶν ΑΝ.ΕΛ. προσχώρησε στόν ΣΥΡΙΖΑ. Τότε οὐδείς μίλησε περί «ἀποστασίας», πλήν τοῦ Καμμένου, ὁ ὁποῖος ἀργότερα δήλωσε: «Πῶς νά ρίξω τήν κυβέρνηση μέ τούς βουλευτές μου, πού εἶχαν ὃλοι ἀγοραστεῖ; Οἱ βουλευτές μου περάσανε ὃλοι στόν ΣΥΡΙΖΑ».

 Πιό δυσπρόσιτο, ἂν καί ὂχι καί πιό βαθύ, εἶναι τό μεταγραφικό δόγμα Μιχελογιαννάκη, ἰατροῦ καρδιολόγου. Ὁ Κρής βουλευτής ὁ ὁποῖος μέσα σέ ἑνάμιση χρόνο μεταπήδησε σέ τρία διαφορετικά κόμματα, ξεκινῶντας ἀπό τό ΠΑΣΟΚ καί καταλήγοντας στόν ΣΥΡΙΖΑ μέ ἐνδιάμεση στάση τήν ΔΗΜΑΡ, ἀποτελεῖ ἀρχέτυπο κοινοβουλευτικοῦ εἲδους ἀδιανόητου πρίν ἀπό τήν «ἀποστασία».

  Τό ἂρθρο 60 τοῦ Συντάγματος προβλέπει πώς «οἱ Βουλευτές ἒχουν ἀπεριόριστο τό δικαίωμα τῆς γνώμης καί ψήφου κατά συνείδηση». Κανένας δέν ἰσχυρίζεται  ὃτι ὃλες οἱ μετακινήσεις βουλευτῶν,  καί εἶναι ἀνενδοίαστα προκλητικά πολλές, γίνονται κατά συνείδηση. Οὒτε ὃμως ὃτι ἐξαγοράζονται, ὃπως εἶπε γιά τούς δικούς του βουλευτές ὁ Καμμένος. Κάτι τέτοιο ἀπαιτεῖ ἀποδείξεις ἢ ἒστω ἰσχυρή τεκμηρίωση. Ἐπομένως ἡ «ἀποστασία» εἶναι κατοχυρωμένη ἀπό τό Σύνταγμα, ἀφοῦ θέλει τούς Βουλευτές νά βουλεύονται γιά τό Ἒθνος καί ὂχι γιά τό κόμμα μέ τό ὁποῖο ἐξελέγησαν, καί συνεκδοχικά τούς δημοτικούς Συμβούλους νά μετακινοῦνται ἀπό τόν ἓναν συνδυασμό σέ ἂλλον συνδυασμό γιά τό καλό τοῦ τόπου τους, ρευστοποιῶντας συμφέροντα, γνωριμίες, συγγένειες, φιλίες καί «παράγκες».

  Τό θέμα τῆς μετακίνησης βουλευτῶν ἀπό κόμμα σε κόμμα, καί νομαρχιακῶν ἢ δημοτικῶν συμβούλων ἀπό τόν ἓναν συνδυασμό στόν ἂλλον μπορεῖ νά εἶναι ἐξαιρετικά λεπτό, ἐπειδή βαραίνει ἡ ἱστορική ἐμπειρία τῆς «ἀποστασίας», ὃμως  ὡς ἐντύπωση ἒχει πλέον ἐξασθενήσει, θεωρεῖται φυσιολογικό καί ἀκούγεται πληροφοριακά  ὃπως ἐνημερωνόμαστε γιά τίς μεταγραφικές ἐπιτυχίες κάποιας ποδοσφαιρικῆς ὁμάδας. 

  Πρόκειται γιά τό εἶδος πού ἀξιοποιεῖ τήν ρευστοποίηση τῶν κομματικῶν συνόρων χωρίς νά είναι πάντα εὐδιάκριτα τά πολιτικά ἐλατήρια. Χωρίς, γιά νά τό πεῖ κανείς στήν γλῶσσα τοῦ ἀρχετύπου, νά εἶναι ρητά τά «διακυβευμένα»· ὑπόρρητα ναί, καί μάλιστα ὂχι καί  τόσο ἀχνά. Αὐτή ἡ λογική τελειώνει ἐκεῖ ὃπου ἀρχίζει τό μοντέλο Μιχελογιαννάκη, τό πολλαπλῶς ἀστάθμητο κακέκτυπο πολιτικοῦ, ὃπου ἡ ἰδιοσυγκρασία μπορεῖ νά κατισχύσει τῆς πολιτικῆς σκοπιμότητας. 

  Στήν δική μας παράδοση ἡ συμπεριφορά ἐσωτερικευόταν,  μέ τήν κουλτούρα τοῦ παραδείγματος. Αὐτή μάθαινε  ὁ λαός μας στήν ἐκκλησία τίς Κυριακές, μέχρι πρότινος. Συναντιόταν μέ τήν κουλτούρα τοῦ παραδείγματος: ὁ Χριστός, μέ παραδείγματα τούς ἁγίους, καί πρώτους, μπροστάρηδες τούς παπάδες. Μέ τήν ἐπαγγελματοποίηση τῆς ἱερωσύνης, μέ τήν εἰσβολή τῶν μισθοφόρων καριεριστῶν παπάδων, τότε ἀρχίζει ἡ παρακμή στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, ὁ μηδενισμός τοῦ Νίτσε ἒκανε τήν ἐμφάνισή του.  Τό παράδειγμα ἒπαψε νά ἱερουργεῖ. Στήν Ἐκκλησία ἱερουργεῖ πλέον ἡ  μικρόνοια τοῦ ἐπαγγελματία παπᾶ.

   Ὡς λαός δέν ἒχουμε συνθῆκες πολιτικῆς ἰσότητας στήν παράδοσή μας, γι αὐτό πρέπει νά βροῦμε τρόπους ὣστε τό ὑπερβατικό νά μπεῖ στήν δημοκρατία μας, τό ὁποῖο ὑπερβατικό γιά μᾶς βρίσκεται στό παράδειγμα. Στήν κουλτούρα μας ὁ ἡγέτης δηλώνει κάτι παραπάνω ἀπό τήν φυσική του ὓπαρξη. Ὁ ἡγέτης εἶναι αὐτό πού λέμε τό «πέρασμα». Ἐκεῖ συγκλίνουν ὃλα.

  Δυστυχῶς ὃμως δέν ἒχουμε ἀναδείξει τό κριτήριο τοῦ παραδείγματος σέ ἀποφασιστικό συντελεστή τοῦ πολιτικού  μας βίου. Ὃταν ὑπάρχει τό ἂρθρο 86 τοῦ Συντάγματος πού ἀθωώνει ἐκ προοιμίου τούς ὑπουργούς ὂ,τι  κι ἂν κάνουν, ἀκυρώνεται ἡ ἒννοια τοῦ παραδείγματος. Ὁ κάθε ὑπουργός ἒχει τήν δυνατότητα νά νομοθετεῖ ἀκόμη καί πρός ἲδιον ὂφελος. Ὃλα δείχνουν ὃτι  εἲμαστε  ἀμετανόητοι. Δέν βλέπουμε ὃτι ἒρχεται κάτι σκοτεινό.   

   Ὡς κοινωνία πρέπει νά  ἐπανέλθουμε στἠν κουλτούρα τοῦ παραδείγματος, γιατί μόνο ἒτσι ὁριοθετεῖται τό αἲσθημα καί χωρεῖ ὁ διάλογος μέ τήν λογική. Χωρίς παράδειγμα ὁ μηδενισμός ἀπλώνεται παντοῦ. Ἡ λειτουργία τοῦ παραδείγματος εἶναι προϋπόθεση γιά τήν συγκέντρωση τοῦ πνεύματός μας. Ὡς πολίτες ἒχουμε ἀνάγκη ἀπό τό παράδειγμα τῶν πολιτικῶν, ἰδία δέ  τῶν κληρικῶν. Αὐτοί πρέπει νά γίνουν παράδειγμα ὣστε νά ἐπανέλθουν τά ὃρια στήν κοινωνία μας.

  Προσωπικά μέ ἐνοχλεῖ νά βλέπω συμβούλους τῆς μιᾶς παράταξης νά παίρνουν μεταγραφή ἀπό τόν ἓναν  συνδυασμό στόν ἂλλο, χωρίς κάποια πολιτική τεκμηρίωση. Στέκομαι μόνο στίς δύο τελευταῖες δημαρχιακές ἀναμετρήσεις τοπικά. Ἀπό τήν παράταξη Κροντηρά ἀποχωροῦν θορυβωδῶς  σύμβουλοί του ἐντασσόμενοι σ’ αὐτήν τοῦ Σιώτου, καί ἐκλέγονται θριαμβευτικά. Στίς πρόσφατες τοπικές ἐκλογές τά ἲδια ἂτομα ἐπιχειρηματολόγησαν  ἐναντίον τοῦ Σιώτου καί ἀγωνίστηκαν γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ Κροντηρά. 

  Μέ ἐξοργίζει ἡ πρόεδρος τοπικοῦ νά μεταπηδᾶ ἀσύστολα ἐν μιᾶ  νυκτί, ὂχι «στά κρουφᾶ» στόν ἂλλο συνδυασμό, κατ’ ἐθισμόν, μέ στέλεχος τῆς παράταξης Σιώτου νά λακίζει ξεδιάντροπα πρός ἂλλον νεόκοπο συνδυασμό ἀφοῦ καρπώθηκε μέχρι τέλους τήν ἀντιμισθία τοῦ Ἀντιδημάρχου.   

  Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον  ὃτι  ὁ κόσμος καταψήφισε τό ΠΑΣΟΚ, ἐπειδή ὂχι λίγοι ἀπό τόν χῶρο ἐπιδόθηκαν σέ χοντρές λαθροχειρίες, ὃμως ταυτόχρονα ψηφίζουν ὃλους αὐτούς ἀπό τό ΠΑΣΟΚ οἱ ὁποῖοι μετεπήδησαν στόν ΣΥΡΙΖΑ  καί τήν Δεξιά, καί οἱ  ὁποῖοι πρωταγωνιστοῦσαν στό σύστημα τοῦ βαθέως ΠΑΣΟΚ.

  Ὃλη ἡ δημόσια ζωή τους ἐνέχει μιά πνευματική δομική ἀντίφαση, μιά ὑποκρισία,  πιό ἁπλᾶ μιά σχιζοφρενική ἐσωτερική ζωή. Ζοῦνε μιά διχαστική ζωή, τήν ὁποία καί μᾶς μετακυλοῦν. Τελικά μπῆκε στήν κουλτούρα μας ὀ Μακιαβέλι.

  Ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα τά τελευταῖα χρόνια εἶναι ὃτι δώσαμε διαστάσεις  ἀξίας στό εὐτελές καί τό εὐτελές εἶναι ἡ  πιό φαρμακερή  εἰκόνα τοῦ λαϊκισμοῦ. Ὁ λαϊκισμός  δέν εἶναι τόσο ἡ κολακεία, ὃσο ἡ ἀναγωγή τοῦ εὐτελοῦς σέ ἀξία. Παραδείγματα εὐτέλειας; Πάρα πολλά.

  Ὁ εὐτελισμός τῆς  δημοκρατικῆς συνθήκης, ἡ ἀντικατάσταση τῶν κανόνων καί τῶν σκοπῶν ἀπό τίς διαδικασίες ξαναφέρνει στήν ἐπικαιρότητα τά παλιά προβλήματα. Ἡ Δημοκρατία εἶναι ἀξιοκρατική ἀλλιῶς δέν σέβεται  τόν ἑαυτό της. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει Δημοκρατία χωρίς ἀξιοκρατία.  Προϊόντος τοῦ χρόνου ἡ δημοκρατική διαδικασία φθίνει καί σιγά-σιγά μεταβάλλεται σέ ἁπλῆ διαδικασία ἐκλογής  μετριοτήτων, χωρίς ὁράματα, ἀλλά μέ τόν νοῦ τους μόνο στίς συναλλαγές. Μπαίνουμε στό γήπεδο νά βάλουμε ἓνα γκολ, ἀφοῦ πληρώσαμε τόν διαιτητή ἢ τόν τερματοφύλακα τῆς ἀντίπαλης ὁμάδας νά  μᾶς βοηθήσει νά τό βάλουμε. Αὐτό τό γκολ δέν ἒχει καμμιά  ἀξία γιατί δέν ἒχει καμμιά σχέση μέ τήν οὐσία τῆς  ζωῆς. Δέν πιστεύετε ὃτι εἶναι καιρός νά τελειώνουμε μέ τήν παράγκα; Μπορεῖ νά πάει  μπροστά ὁ τόπος  μέ λαδώματα;

  Μήν καλλιεργοῦμε  αὐταπάτες. Μόνο σέ ἓνα τόπο μέ λόγο ὓπαρξης τήν ἑνότητα  στήν ἀλήθεια μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά μέλλον.  Μέ διχασμένη τήν κοινωνία στήν ἀπληστία μας γιά ἐξουσία, ματαίως θά ὑψώνουμε τά λάβαρα τῆς ἀνθρωπιάς καί τῆς δικαιοσύνης. Οἱ δρόμοι ὃλοι βγάζουν στό ἂγνωστο, ὃσο ἡ ὂρεξη τοῦ μέλλοντος ἐπενδύει στήν μερικότητα καί τήν ἰδιοτέλεια. Ἂν ἀφαιρέσουμε τήν ἀλήθεια καί  τό μέτρο ἀπό τήν ζωή μας, καταδικάζουμε σέ ἀσφυξία τήν δικαιοσύνη. Ἡ ἀλήθεια ἀνοίγει τό μέλλον, αὐτή ἒχει τήν δύναμη τῆς ἀνατροπῆς. Χωρίς ἀλήθεια τό μέλλον εἶναι ἡ κόλαση.

Ἓνας ἂνθρωπος εὐφυής, ἐποικοδομητικός, δυνητικά τουλάχιστον, μπορεῖ νά ἒχει μεγάλο πρόβλημα μέ τήν ὑπόστασή του καί νά εἶναι κολλημένος στήν εἰκόνα του, μπορεῖ νά γίνεται ὑπουργός κλπ, ἀλλά νά χρησιμοποιεῖ τόν ὑπουργικό του ρόλο καί θῶκο γιά νά ὑπηρετήσει τήν ψυχολογική του ἀνάγκη, νά βλέπει τόν ἑαυτό του σέ εἰκόνα, νά δίνει συνεντεύξεις, νά κινεῖται  ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ γιά τό θεαθῆναι κλπ. Τό ἲδιο ἰσχύει καί γιά τούς τοπικά ἐκλεγμένους, αὐτούς  πού εἶναι κολλημένοι στήν φαντασιακή εἰκόνα τους. Θέλουν νά βλέπουν τόν ἑαυτό τους στήν ἐξέδρα, νά χαμογελοῦν στόν ἐπαρχιακό φακό…

  Ὃμως τό ἐπίπεδο τῶν λογικῶν κοινωνικῶν αἰτημάτων σήμερα δέν ἒχει καμμία σχέση μέ τήν ναρκισσιστική εἰκόνα τοῦ πολιτευομένου. Ἀπαιτεῖ ὃταν ἀρρωσταίνω νά ἒχω δικαίωμα στήν δωρεάν θεραπεία μέ ὃποιο κόστος, νά μήν ἒχει δικαίωμα στήν ἀσθένεια μόνο ὁ πλούσιος, τό παιδί μου νά μήν ἒχει ἀνάγκη νά πάει φροντιστήριο προκειμένου νά ἒχει ἐλπίδες νά περάσει στό πανεπιστήμιο, νά πίνω νερό ἀπό την βρύση καί ὃχι νά δαπανῶμαι στήν ἀγορά ἐμφιαλωμένου, νά ὁδηγῶ καί νά μήν κινδυνεύω νά πέσω  σέ καμμιά  ἀπό τίς λακοῦβες, νά κατεβαίνω στό λαγκάδι τοῦ Χατζηράδου, τοῦ  κάθε χωριοῦ καί νά μήν πέφτω στόν ὂζοντα ἀγωγό  τῶν βοθρολυμάτων, νά μένω δίπλα στόν βιολογικό καί νά μήν νοτίζονται τά ρούχα  μου από  τό  σκατό, τό παιδί μου νά δουλεύει ὀκτάωρο, νά μήν  τοῦ «βγαίνει ὁ κῶλος» 16 ώρες τήν ἡμέρα ἐκμετάλλευση…

  Οἱ  μέχρι τώρα πολιτικοί μας Ἂρχοντες  ἂφησαν  νά ρημάζει τό τοπίο τοῦ Τόπου μας. Ἀντί νά κρατήσουν τήν γῆ μας σέ ἀειφορία, (φράγματα, καλλιέργεια προϊόντων ποὐ ἀντέχουν στά τοπικά δεδομένα τῆς Τήνου, σπαράγγια, μανιτάρια, ἀγκινάρες, ἀρωματικά φυτά..), σπρώξανε τά λεβεντόπαιδά μας, ἀγόρια,  κορίτσια, σέ τουριστικά ἐπαγγέλματα,  πολλές φορές γιά ἑνα κομμάτι ψωμί.   

  Στά ἐξοχικά καλντερίμια τῆς Ἐνδοχώρας  εἶναι ἀδύνατο νά περπατήσεις, νά  τρέξεις. Κανείς δέν φροντίζει πιά τά μονοπάτια. Τά εὐρωπαϊκά κονδύλια γιά τήν ἀποκατάστασή τους φαγώθηκαν ξεδιάντροπα ἀπό τούς μαφιόζους τῆς πολιτικής, τά τοπικά κομματόσκυλα, μέ  ἐπώνυμο καί ὂνομα, ἀλλά κανείς δέν «βγάζει ἂχνα», κανείς δέν δίνει σημασία σ’ αὐτά. 

  Θόλωσε τό μάτι μας, τά κάναμε  ὃλα δυσδιάκριτα, δέν βλέπουμε, ἐθελοτυφλοῦμε, ὑποκρινόμαστε πώς δέν βλέπουμε, πουλᾶμε τά πάντα ὃσο κι ὃσο, ξεπουλᾶμε τόν Τόπο μας· ἂλλοι πλουτίζουν ποντάροντας στήν φθορά καί ὂχι στήν ὀμορφιά του, ἀπειλεῖται ἡ φύση μας, τά λείψανά μας, καί ἐμεῖς «πέρα βρέχει». 

    Ἀποκοπήκαμε ἀπό τήν κοινοτική μας παράδοση, ἀπό τό φῶς καί τό κάλλος τῆς γῆς καί τῶν θαλασσῶν μας, ἀπό τούς θησαυρούς τῆς μεταφυσικῆς τους ἐμπειροπραγμοσύνης.

  Προσωπικά ἐξοργίζομαι ἐπίσης γιά τό ὃτι μπορεῖ να ὑποφέρει κάποιος δίπλα μας, σέ μιά γωνιά τοῦ τόπου μας ἐπειδή ὑπάρχει αὐτό τό ἀναξιοκρατικό πελατειακό σύστημα πάνω ἀπό πενήντα χρόνια τώρα καί ἡ Ἒπαρχος μαζί μέ τόν Δεσπότη νά καμαρώνουν ὃτι οἱ ὠφελούμενοι δικαιοῦχοι ἒλαβαν ἀπό τά χεράκια τους συσκευασμένα εἲδη τροφίμων καί καθαριστικῶν. Εἶναι σκληρό, ἀδυσώπητο 100 οἰκογένειες στήν Τῆνο νά στεροῦνται τό φαγητό καί σύ Δεσπότη καί Ἒπαρχε νά καμαρώνετε μέ δημοσιεύσεις στόν τοπικό τύπο, ὃτι  μέ χρήματα τοῦ ελληνικοῦ λαοῦ, ἐπουλώνετε  κοινωνικές πληγές. Δέν αἰσθάνεσθε ντροπή;   

  Τό  ἐπίπεδο προβολῆς τῶν  ἂρρωστων ψυχικῶν ἀναγκῶν καί ἐκδηλώσεων τοῦ Δεσπότη μας καί τῶν Ἀρχόντων μας δέν μέ ἀφορᾶ, ὃπως πιστεύω δέν ἀφορᾶ κανέναν πολίτη.


Νέες καί νέοι,

Αὐτή τήν περίοδο εἰδικά  πρέπει νά σκἐπτεσθε πολύ περισσότερο  ἀπό τό νά αἰσθάνεσθε. Τό δίλημμα θέλει ἀπάντηση: μένεις μέ τήν «φραπεδιά» σου ἢ γίνεσαι ἐπαναστάτης; Κανένα πρόβλημα, πάρε καί τήν  «φραπεδιά» σου μαζί.

   Δέν ἐπιτρέπεται νά μήν εἲσαστε ἐπαναστάτες. Οἱ ἐπαναστατικές ἰδέες εἶναι αὐτό πού χρειάζεται  ἓνας νέος, γιατί τοῦ δίνουν ἐλευθερία καί πίστη γιά τήν ζωή. Τοῦ δίνουν αὐτοπεποίθηση καί αὐτενέργεια. Μήν κλείνετε τά μάτια στήν πραγματικότητα. Φυσικά δέν μιλάω γιά τήν Ἀριστερά.  Ἡ Ἀριστερά ἀπό τήν φύση της προσελκύει ἀνήσυχες ἢ πιεσμένες ψυχές καί ἐν συνεχεία τίς χάνει ἢ τίς κλειδώνει. Μιλῶ γιά μιά ἐπανάσταση πού θά ἒχει ὃλα τά χαρακτηριστικά τῆς ἐπανάστασης τοῦ Γαλλικοῦ Μάη.  

  Σέ κάθε σοβαρή ἐνέργεια τῆς  ζωής σου, τό στοίχημα κάθε φορά εἶναι τί βηματισμό θά  βρεῖς καί μέ ποιόν τρόπο θά μπορεῖς νά συμμετέχεις σ’ αὐτό γιά τό ὁποῖο μιλᾶς. Τό ζητούμενο τῆς ζωῆς  δέν μπορεῖ νά ἒχει περιεχόμενο τό ἲδιο τόν ἑαυτό της, άλλά τήν ἀξία της. Ἂν ἡ ζωή ἒχει περιεχόμενο  τόν ἑαυτό της, τρέμουμε τόν θάνατο. Κάθε δημιουργική  δουλειά, βάζει ἐντός παρενθέσεως τόν θάνατο.                       

Δέν διεκδικῶ ἀποκαλυπτικές ἀλήθειες, μοῦ ἀρκεῖ μιά σκέψη συνεπής και μετρημένη, ἡ ὁποία δἐν ἀποστρέφεται τήν ἁπτή πραγματικότητα   καἰ δέν  περιφρονεῖ τόν κοινό νοῦ. Χωρίς τήν αἲσθηση τοῦ χειροπιαστοῦ ἡ σκέψη ἐνδέχεται νά αὐτονομηθεῖ, νά ἀρκεσθεῖ στά σχήματά της καί νά μετεξελιχθεῖ σέ ἰδεοληψία μέ  σκοπό καί  ἠθική τόν ἑαυτό της. Χωρίς ὃμως θεωρία, ἡ φρόνηση χάνει τόν προσανατολισμό. Ὑπ’ αὐτό τό πρίσμα ἡ μαυρίλα μόνη της εἶναι ἀποδοκιμαστέα, ἀλλά ἡ ἀποδοκιμασία καθ’ ἑαυτή μπορεῖ καί νά καθησυχάζει. Πῶς νά ξέρεις πού ἐξαντλεῖται ἡ μαυρίλα χωρίς νά διαβάζεις, ὃτι μέτρο καί ὃριό της εἶναι τό φῶς; Ἂλλο ἡ εἲδηση κι ἂλλο τό νόημά της. Ἐάν τά γεγονότα ἦταν ἡ οὐσία τους, ἁπλῶς δέν θά ὑπῆρχαν.

«Παλεύουμε γιά ἓνα τίποτε, πού ὡστόσο εἶναι τό πᾶν. Εἶναι οἱ δημοκρατικοί θεσμοί, πού ὃλα δείχνουν ὃτι δέν θ’ ἀντέξουν γιά πολύ. Εἶναι ἡ ποιότητα, πού γι’ αὐτή δέν δίνει κανείς πεντάρα. Εἶναι ἡ ὀντότητα τοῦ ἀτόμου, που βαίνει πρός τήν ὁλική της ἒκλειψη. Εἶναι ἡ ἀνεξαρτησία τῶν μικρῶν λαῶν πού ἒχει καταντήσει ἢδη ἓνα γράμμα νεκρό». Ἐλύτης.

 

 

 

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Παιδαγωγικές ευστοχίες και αστοχίες ενός εκπαιδευτικού.

 

Του Σάββα Απέργη

Φιλολόγου, πρ. Δημάρχου Τήνου

Εισαγωγή

  Η ζωή του ανθρώπου είναι ένα εκκρεμές ή μια τραμπάλα που στην μια τους πλευρά είναι στιβαγμένα τα αρνητικά που έπραξε στη ζωή του (λάθη, αδυναμίες, αδεξιότητες, αστοχίες, αποτυχίες, σφάλματα, πλάνες κ.ά.) και από την άλλη τα θετικά (τα εύστοχα, τα μετρημένα, τα «σωστά», οι δεξιότητες, τα ενδεδειγμένα κ.ά.)

Τα παραπάνω είναι συνυφασμένα και συνδεδεμένα, συνήθως και κυρίως, με την απειρία ή την πείρα που αποκτά κανείς στη ζωή του. Και μάλιστα αυτή η πορεία δεν είναι ευθεία, αλλά έχει διακυμάνσεις, σκαμπανεβάσματα, που η επίδρασή τους «σημαδεύει» τον άνθρωπο.

  Πηγαίνεις στο Δημοτικό και όλα για σένα είναι καινούργια και άγνωστα. Είσαι το «πρωτάκι» που δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Όλα τα βλέπεις περίεργα, για όλα απορείς. Κρατιέσαι από το φουστάνι της μητέρας σου και δεν θέλεις να την αποχωριστείς. Στην ΣΤ’ τάξη είσαι ο τελειόφοιτος, έχεις τον αέρα του μεγάλου, του έμπειρου που οι μικρότεροι σε θαυμάζουν και σε ζηλεύουν και συ καμαρώνεις (για) την ωριμότητά σου.

  Αυτό όμως δεν κρατάει πολύ. Σε τρείς μήνες μπαίνεις στο προαύλιο του Γυμνασίου και νιώθεις, όπως ένιωσες, όταν πρωτοπάτησες το πόδι σου στο Δημοτικό, τότε που σαν στρείδι δεν ξεκολλούσες από τη μητέρα σου. Πώ, πώ, τι είναι αυτό πουσυμβαίνει εδώ. Πού είναι ο αγαπημένος μου δάσκαλος που τον ένιωθα πατέρα μου, αφού ήταν ο ίδιος τόσα χρόνια. Εδώ μπαίνει ο ένας, βγαίνει ο άλλος και λένε πράγματα που σου φαίνονται «κινέζικα». Περνάνε τα χρόνια και γίνεσαι ο έμπειρος γυμνασιόπαις, ο απόφοιτος Λυκείου και νομίζεις ότι έχεις κατακτήσει το «Έβερεστ της Γνώσης». Όμως και αυτό λίγο κρατάει. Μπαίνεις στο Πανεπιστήμιο και σου συμβαίνουν τα ίδια. Παρουσιάζεσαι στο στρατό; Εκεί κι αν τα βρίσκεις σκούρα. Είσαι το «στραβάδι» το νιάνιαρο. Δέχεσαι αδιαμαρτύρητα τα καψόνια απ’ τους παλιούς και δεν βγάζεις κιχ. Ήρθε η ώρα να απολυθείς. Τι αυτοπεποίθηση είναι αυτή που νιώθεις. Πόσο έμπειρος έγινες. Όλα τα ξέρεις, όλοι (πρέπει να) σε υπολογίζουν, γιατί υπηρέτησες στο στρατό! Έγινες άντρας. Μπορείς να ζητήσεις και … νύφη! Έχεις μπέσα. Τώρα με το απολυτήριο του στρατού και το δίπλωμα τού πανεπιστημίου στο χέρι αρχίζεις την επαγγελματική σου καριέρα. Όλα πάλι απ’ την αρχή. Όλα σού είναι άγνωστα, δύσκολα, βουνά νιώθεις να σε πλακώνουν. Πώς θα τα καταφέρεις; Πώς θα αντιμετωπίσεις τους συναδέλφους που σε κοιτάζουν αφ’ υψηλού, τον Διευθυντή σου που φαίνεται ή είναι απρόσιτος; Βλέπεις τους φακέλους που σε περιμένουν καιζαλίζεσαι. Θέλεις να πάρεις δρόμο, να εξαφανιστείς. Μα αφού ήσουν προετοιμασμένος, γιατί σου συμβαίνουν όλα αυτά; Μα γιατί είσαι το «πρωτάκι» και το «στραβάδι» στο επάγγελμα και στη ζωή!

Και αν είσαι εκπαιδευτικός, όπως εγώ, πώς θα αντιμετωπίσεις επιπλέον και κυρίως τους μαθητές, τους οποίους, όπως αποφαίνεται ο σοφός παιδαγωγός Ευάγγελος Πανούτσος, αν δεν τους κερδίσεις την πρώτη μέρα, τους έχασες για πάντα; Αμάθητος και μόνος καλείσαι να τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά χωρίς διδακτική πείρα. Έχεις το «χαρτί» που σου δίνει το δικαίωμα να μπεις στην τάξη, όμως εκείνη τη στιγμή είναι ανίσχυρο να σου προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Είσαι σαν τον Μἀρκο Μπότσαρη που έχει το επίσημο έγγραφο της πολιτείας που σε ορίζει «καθηγητή» όμως εκείνη τη στιγμή είναι ανεπαρκές˙ σου είναι σχεδόν άχρηστο. Στη «μάχη της διδασκαλίας» θα αποδειχθεί η αξία του.

  Η έδρα, την πρώτη ώρα που μπήκα σε τάξη, μου φάνηκε ότι βρισκόταν πολύ πάνω από το έδαφος και κουνιόταν σαν να γινόταν σεισμός. Γι’ αυτό δεν μπόρεσα – ενώ το ήθελα – να κατέβω και να φύγω. Θα γκρεμοτσακιζόμουν όμως από τόσο … ψηλά. Και μέσα σ’ αυτή τη θολούρα από το «κι έρκος των οδόντων» μού ξέφυγε και η φράση. «Η απόσταση ανάμεσα στην έδρα που βρίσκομαι εγώ και στα θρανία που κάθεστε εσείς είναι μικρή, όμως το χάσμα που μας χωρίζει είναι μεγάλο». Τι τό ‘θελα; Εισέπραξα την πρώτη, ευτυχώς σιωπηλή, αλλά δικαιολογημένη αντίδραση. Το εκκρεμές βρέθηκε στην πλευρά της απειρίας. Όμως, ευτυχώς, γρήγορα μετακινήθηκε. Λειτούργησε σωστά και άμεσα το εκπαιδευτικό μου ένστικτο. «Αλλά αυτή την απόσταση, αυτό το χάσμα θα το γεμίσουμε και θα το εξαφανίσουμε με την μεταξύ μας αγάπη και την αλληλοκατανόηση, χωρίς βέβαια να μπερδέψουμε τους ρόλους μας». Αμέσως, από τα διασταυρούμενα βλέμματά τους φάνηκε η αλλαγή της διάθεσής τους. Προφανώς ενέκριναν το πρώτο σκέλος της πρότασής μου χωρίς να πολυκαταλάβουν το δεύτερο.

  Παιδαγωγικές ευστοχίες και αστοχίες ενός εκπαιδευτικού. Αυτά, ίσως ή μάλλον σήμερα να ακούγονται και να φαίνονται αναχρονιστικά, όμως το 1963 που συνέβησαν – τότε διορίστηκα σε ηλικία μόλις 25 ετών – ήταν συνηθισμένα, όπως μου έλεγαν και οι άλλοι συνάδελφοι σύγχρονοι ή λίγο παλαιότεροι, όταν συζητούσαμε και ανταλλάσσαμε απόψεις ή διατυπώναμε τους προβληματισμούς μας. «O tempora, o mores» Άλλοι καιροί, άλλα δεδομένα.

Αστοχία πρώτη

  Διορίστηκα τον Απρίλιο του 1963 στο εξατάξιο Γυμνάσιο Τήνου, στο οποίο είχα φοιτήσει κατά τα έτη 1950-1956. Ο τότε Γυμνασιάρχης, αείμνηστος Σπ. Αβούρης, σπουδαίος και γνωστός Θεολόγος και συγγραφέας πολλών λημμάτων στην Ηθική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια μού ανέθεσε μαθήματα στις πρώτες τάξεις και πάντως όχι στην τελευταία, την Η’ (έτσι λεγόταν τότε η τελευταία τάξη του εξατάξιου Γυμνασίου, χωρίς να χρειάζεται τώρα να δώσουμε εξηγήσεις γι’ αυτό. Άλλωστε στην Ελλάδα οι μεταρρυθμίσεις στην παιδεία διαδέχονται η μία την άλλη σε σύντομα χρονικά διαστήματα, γι’ αυτό και παραμένει δυστυχώς στάσιμη!)

  Ένα «στραβάδι» των 25 ετών πώς θα αντιμετώπιζε τους «φτασμένους» 18άρηδες. Ο Γυμνασιάρχης ως έμπειρος εκπαιδευτικός το έκαμε, για να με προφυλάξει. Όμως επιτηρητής στις εξετάσεις του Ιουνίου δεν υπήρχε λόγος να μην ορισθώ. Ορίστηκα, λοιπόν, επιτηρητής στο μάθημα της Ιστορίας. Ένα από τα θέματα (ζητήματα τα λέγαμε) ήταν για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Το έμπειρο από το στρατό μάτι μου (τύφλα στα μάτια μου!) ήρθε αντιμέτωπο με την απειρία μου ως δασκάλου, με αποτέλεσμα να προβώ στην εξής αψυχολόγητη ενέργεια. Ανέβηκα σε ένα θρανίο και με την ταυτότητά μου έκρυψα τα χρονολογικά στοιχεία του ήρωα που ήταν γραμμένα στο κάτω μέρος την φωτογραφίας!! (θα θυμούνται οι παλαιότεροι ότι στις αίθουσες του Δημοτικού και του Γυμνασίου ήταν κρεμασμένοι στη σειρά με απλές κορνίζες οι ήρωες του 1821).

Μετά από πολλά χρόνια μια μαθήτρια που είχε ήδη σταδιοδρομήσει στον δικαστικό κλάδο, σε φιλική συζήτηση μου είπε: «Για πολλά χρόνια σας σιχαινόμουν, κ. καθηγητά». Πόσο δίκιο είχε.

Ευστοχία πρώτη

  Κάποιες σχολικές χρονιές δίδασκα το μάθημα της Λογικής στην τελευταία τάξη (δεν ήμουν … στραβάδι πια) και το μάθημα της Φυτολογίας (!) στην Β’ τάξη. Η Λογική ήταν δυσνόητο μάθημα. Δεν το είχα διδαχθεί καλά ως μαθητής και δεν το είχα «δαμάσει» και τώρα ως καθηγητής. Είχα λοιπόν, καθιερώσει μια ώρα τον μήνα να μην εξετάζω και να περιορίζω σε λίγα λεπτά την παράδοση, ώστε να υπάρχει ελεύθερος χρόνος για συζήτηση με θέματα και προβλήματα που ενδιέφεραν τους μαθητές. Αυτό και εμένα εξυπηρετούσε και τους μαθητές ικανοποιούσε και ωφελούσε πολλαπλώς. Βέβαια στο σημείο αυτό οφείλω να ομολογήσω ότι ποτέ δεν υπήρξα «ορθόδοξος δάσκαλος». Μου άρεσε να παρακάμπτω την συνήθη μέθοδο, να κάνω παρεμβάσεις και παρενθέσεις και να διηγούμαι και να «εκμεταλλεύομαι» ιστορικά, συνήθως, ανέκδοτα, πράγμα που μέχρι σήμερα το θυμούνται και μου το υπενθυμίζουν οι μαθητές, προσθέτοντας πόσο τους άρεσε και τους εντυπωσίαζε.

  Η πρωτοτυπία μου αυτή, της «ελεύθερης ώρας» μαθεύτηκε και στις άλλες τάξεις και ζητούσαν και αυτές κάτι ανάλογο. Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε ούτε ήθελα ούτε έπρεπε να γίνεται στο μάθημα των Αρχαίων ή των Νέων Ελληνικών. Στο μάθημα όμως της Φυτολογίας ήταν μια διέξοδος για ένα Φιλόλογο. (που να ΄ξερα ότι στα γεράματά μου θα γινόμουν … φυτολόγος και … κηποφυτευτής!) Μπορούσα, λοιπόν, να πω λιγότερα για τον «φασίολο» για τον «θρίδακα τον ήμερο» (το μαρούλι) ή για τον «στρύχνο τον εδώδιμο» (πατάτα ή μελιτζάνα, δεν θυμάμαι τώρα πια). Ούτως εχόντων των πραγμάτων υπέκυψα (;) στο αίτημα των μαθητών, όχι για ελεύθερη ώρα, βέβαια, αλλά για «ελεύθερο δεκαπεντάλεπτο».

Όσο απαντούσα σε μια ερώτηση που αφορούσε (το θυμάμαι πολύ καλά) στον τότε πρόεδρο της Αμερικής Κένεντι και το πρόβλημα με τον «κόλπο των χοίρων», ένας μαθητής που καθόταν στο τελευταίο θρανίο της μεσαίας σειράς σήκωνε και κατέβαζε συνεχώς το χέρι του. Αφού τελείωσα την απάντηση στην πρώτη απορία, του απευθύνω την ερώτηση. Λέγε, είπα το επώνυμό του.( Τότε δεν χρησιμοποιούσαμε τα μικρά ονόματα των μαθητών, όπως σήμερα που τους φωνάζουν ακόμη και με τα υποκοριστικά τους και εκείνοι … ανταποκρινόμενοι έχουν καταργήσει το : «Κύριε»). «Κύριε καθηγητά, θέλω να κάνω μια Παιδαγωγικές ευστοχίες και αστοχίες ενός εκπαιδευτικού. ερώτηση, αλλά ντρέπομαι», ήταν η απάντησή του. «Μην ντρέπεσαι, πες ελεύθερα ό,τι θέλεις, αφού σου έδωσα εγώ το δικαίωμα» Ήταν από τους χαρακτηριζόμενους «κακούς μαθητές». Και τότε παίρνοντας θάρρος από την προτροπή μου (δεν ήθελε και πολύ άλλωστε) μου είπε. «Γιατί, κ. καθηγητά, δεν νευριάζετε ποτέ, όπως κάνουν άλλοι καθηγητές;» «Γιατί», του απαντώ, «προσπαθείς με την συμπεριφορά σου να κάνεις ένα καθηγητή να νευριάσει και όταν κατακόκκινος απευθύνει απειλές, εσύ σκύβεις στο θρανίο σου και γελάς; Αυτό δεν θέλεις να πετύχεις;» Πέτυχα διάνα! Ακούμπησε το κεφάλι του στο θρανίο και δεν ξαναμίλησε. Από τότε έγινε υπάκουος και τώρα ακόμα, όταν ανταμώνουμε, αυτό το θέμα συζητούμε. Τι δύναμη έχουμε ή μάλλον τι δυναμίτη κρατούμε στα χέρια μας οι δάσκαλοι. Μπορούμε να καταστρέψουμε με μια άστοχη ενέργειά μας ή να σώσουμε με μια εύστοχη ένα ή πολλούς εφήβους. Ευτυχώς για μένα και για εκείνον το εκκρεμές είχε περάσει στην άλλη πλευρά!

Αστοχία δεύτερη

Ως Διευθυντής Λυκείου είχα επιλέξει να διδάσκω μαθήματα «κορμού» στην Γ’ Λυκείου και όχι εκείνα των «Δεσμών» για λόγους παιδαγωγικούς. Τα μαθήματα του κορμού διδάσκονταν τις δύο τελευταίες διδακτικές ώρες. Οι μαθητές ήταν κουρασμένοι, επειδή είχαν καταβάλει το μέγιστο των δυνάμεων και δυνατοτήτων τους στα μαθήματα που θα τους εξασφάλιζαν την εισαγωγή τους στην Γ’θμια εκπαίδευση. Αυτά, του κορμού, τα απαξίωναν, τα σνομπάριζαν. Υπήρχαν συνάδελφοι, ιδίως Καθηγήτριες που με μεγάλη δυσκολία έμπαιναν στην τάξη. Για μάθημα ούτε συζήτηση.

  Μια μέρα δίδασκα Ιστορία και συγκεκριμένα για την Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα θέμα που προσωπικά με συγκλονίζει ακόμη. Είχα, κυριολεκτικά, συγκινηθεί, πράγμα που το έδειχνα και με ανάλογες κινήσεις και με τον τόνο της φωνής μου και με το κλείσιμο των ματιών μου και με το σκύψιμο του κεφαλιού μου, για να μην φανούν και κάποια δάκρυα που άρχιζαν να κυλούν στο μέτωπό μου. Όταν συνήλθα, διαπίστωσα ότι όχι μόνο δεν είχα παρασύρει τους μαθητές σε αντίστοιχα συναισθήματα, αλλά, αντίθετα, ήταν οι περισσότεροι, τουλάχιστον, απαθείς. Ένας μαθητής, μάλιστα, πετούσε «σαΐτες» δεξιά και αριστερά και μερικοί προσπαθούσαν να τις πιάσουν και άλλοι να τις αποφύγουν. Δεν άντεξα μπροστά σ’ αυτήν την «ιεροσυλία». Τον  πλησίασα, του έδωσα ένα χαστούκι και βγήκα από την τάξη, δηλαδή λιποτάκτησα! Πρώτη και τελευταία φορά κτύπησα μαθητή. Πόσο άστοχα παιδαγωγικά φέρθηκα! Και να ήμουν άπειρος, πρωτάρης, Συ Κύριε. Όπως και νά ‘χει το πράγμα και οι δύο μου ενέργειες ήταν απαράδεκτες και καταδικαστέες.

Ευστοχία δεύτερη

 Για μερικά χρόνια αποσπάστηκα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πύργου και δίδαξα Ιστορία Τέχνης. Κάποια μέρα, εντελώς τυχαία, διάβασα στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» ότι ο γλύπτης Βλάσης Κανιάρης είχε φτιάξει ένα «γλυπτό» με τίτλο «Η Νίκη». Συγκεκριμένα πήρε δυο ακατέργαστους κορμούς, αρκετά μεγάλους (μάλλον από λιόδεντρα), τους ένωσε στη βάση, έτσι ώστε να σχηματίζουν το γράμμα V (Victoria, Νίκη) και κάλυψε και τις δυο πλευρές με κουρέλια, υπονοώντας ότι και ο νικητής και ο ηττημένος βγαίνουν εξίσου εξουθενωμένοι και κυριολεκτικά κατεστραμμένοι μετά από ένα πόλεμο. Η δυστυχία και ο πόνος έχουν επισκεφθεί και τους δύο και τους έχουν κτυπήσει εξίσου ανελέητα.

  Άρπαξα την ευκαιρία (πάντα εκμεταλλευόμουν σύγχρονα περιστατικά) και μπαίνοντας μια μέρα στην τάξη έθεσα στους μαθητές το εξής ερώτημα. «Εάν σας δινόταν ως θέμα «Η Νίκη» σκεφθείτε πώς θα την απεικονίζατε». Ακούστηκαν διάφορες απόψεις που ήταν επηρεασμένες από Εθνικές γιορτές, από την Αρχαία Ιστορία μας και από ηρωικές πράξεις. Την Ελλάδα να σπάει τις αλυσίδες της σκλαβιάς, να στεφανώνει ήρωες κ.ά.

  Ένας μαθητής σηκώθηκε όρθιος και με μια σιγουριά είπε. «Εγώ, κ. Καθηγητά, θα έφτιαχνα έναν Έλληνα στρατιώτη να πατά στο κεφάλι ένα Τούρκο στρατιώτη και συγχρόνως με την ξιφολόγχη του να του τρυπά την κοιλιά!» Η απάντησή μου ήταν άμεση. «Μπράβο», του λέω. Ακούγοντας τον έπαινό μου έκαμε μια στροφή, γεμάτος αυταρέσκεια και καμάρι γύρω από τον εαυτό του. «Μπράβο», επαναλαμβάνω, «διότι εκείνη τη στιγμή η μητέρα τού Τούρκου στρατιώτη παρακαλούσε τον Αλλάχ νά ‘χει καλά το γιό της, η γυναίκα του τού έγραφε ότι τον περιμένει να γυρίσει γρήγορα γερός και τα παιδιά του κλαίγοντας ζητούσαν τον πατέρα τους».

  Στο άκουσμα όλων αυτών έμεινε ακίνητος, χλώμιασε, άρχισε να τρέμει, ενώ εγώ, πολύ διακριτικά, άνοιξα την πόρτα της αίθουσας και αποχώρησα σιωπηρά. Κανείς δεν με ακολούθησε. Για αρκετά λεπτά έμειναν μέσα αμίλητοι! Αργότερα μου είπαν, πόσο συγκλονίστηκαν από τα όσα άκουσαν και ότι σαν παιδιά δεν μπορούσαν να συνδυάσουν την αγριότητα του πολέμου με την περιγραφείσα οικογενειακή σκηνή.

Ευστοχία τρίτη 

Στις 3 Δεκεμβρίου 1988 – ήμουν Διευθυντής Γυμνασίου- μετά την πρωινή προσευχή και την έπαρση της Σημαίας (έτσι ξεκινούσε τότε η Σχολική ημέρα) ανακοίνωσα στους μαθητές ότι την επόμενη μέρα, εορτή της Αγίας Βαρβάρας, όσων οι γονείς έχουν σπίτι στην περιοχή του Σμόβολου, μπορούν να απουσιάσουν από τα μαθήματά τους. Πριν ακόμη οι μαθητές μπουν στην τάξη, με πλησιάζει ένας μαθητής της Α’ τάξης και με πολύ δισταγμό και σχεδόν τρέμοντας από φόβο και αγωνία μου λέει. «Κύριε, μπορούν να μην έρθουν Σχολείο και όσοι έχουν θείους που έχουν σπίτι εκεί κοντά;» (Έτυχε να τον γνωρίζω, γιατί με το γιό μου, τον Φραγκίσκο, κάθε παραμονή της εορτής έπιαναν τζιμπογιάννηδες και τους πετούσαν στην εκκλησία την ώρα του «Φως Ιλαρόν»! Μια αθώα … βαρβαρότητα, η οποία από χρόνια έχει εκλείψει. Ήταν ο Στέλιος, ο γιος του Παράσχου του Μαλλιάρη, του οποίου ο αδελφός, ο Γιώργος, έχει σπίτι πολύ κοντά στον Ναό.) «Βέβαια», του λέω, «μπορούν». Πώς έλαμψε αμέσως το πρόσωπό του από χαρά! Πού πήγε ο φόβος και η αγωνία του! Μου φάνηκε – ή μήπως συνέβη – πως ψήλωσε απότομα, σαν το παιδί του Φωτεινού, στο γνωστό ποίημα του Βαλαωρίτη, όταν είδε τους κατακτητές να λιώνουν με σφυρί τα δάκτυλα του πατέρα του πάνω στο αλέτρι! Διατηρώ πολύ ζωντανή την εικόνα στην μνήμη μου και αναλογίζομαι. Τι θα συνέβαινε αν του έλεγα: «Όχι, τράβα στο μάθημά σου, παλιόπαιδο». Τα χρόνια εκείνα, «τα πέτρινα» αυτό θα ήταν το πιο πιθανό, όμως η σχέση μου και δέσιμό μου με την περιοχή με «έσωσε» …παιδαγωγικά!

Ευστοχία … παρακινδυνευμένη

Για πολλά χρόνια δίδαξα ψυχολογία. Το μάθημα διδασκόταν στη Ζ’ τάξη (Β’ Λυκείου). Μια φορά, την επόμενη της Καθαράς Δευτέρας, μπαίνοντας στην τάξη λέω: «Βγάλτε χαρτί για πρόχειρο διαγώνισμα». Είχα βέβαια τον σκοπό μου. Η αντίδραση ήταν έντονη και γενική. Εννοείται ότι ήταν όλοι αδιάβαστοι μετά από το 3ήμερο των αργιών. Δεν περίμεναν γραπτή εξέταση. «Αυτή είναι αψυχολόγητη ενέργεια», φώναζαν, «από τον καθηγητή της ψυχολογίας! Δεν έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν». Δεν μιλούσα, δεν αντιδρούσα, περίμενα να περάσει η θύελλα! Όταν κάπως ηρέμησαν τα πράγματα – τότε η εποχή δεν βοηθούσε για δυναμικές κινητοποιήσεις – τους λέω. «Το θέμα που θα αναπτύξετε είναι το εξής. «Πώς αισθάνθηκα, όταν ο καθηγητής που μου διδάσκει ψυχολογία, εντελώς αψυχολόγητα, ανακοίνωσε διαγώνισμα μετά από αργία». Καταλαβαίνετε το αλάφρωμα που ένιωσαν και που το εξέφρασαν με ένα αναστεναγμό … ανακούφισης. Δεν φαντάζεσθε πόσο ωραία διατύπωσαν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και πόσο ζωντανά αυτοζωγραφήθηκαν ή μάλλον αυτοβιογραφήθηκαν. O tempora, omores. Με άλλα λόγια. Τι χρόνια!

  Στην ίδια τάξη (Ζ’ ή Β’ Λυκείου), άλλη χρονιά, στην ψυχολογία πάλι, συνέβη το εξής. Ήταν ένας άριστος μαθητής από τη Μύκονο. (Τότε η Μύκονος δεν είχε ακόμη Γυμνάσιο και όσοι νέοι και νέες ήθελαν να συνεχίσουν τις σπουδές του φοιτούσαν στο δικό μας. Παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ξεσπιτώνονταν, γίνονταν οικότροφοι σε οικογένειες και στο νησί τους πήγαιναν τις διακοπές των εορτών. Δύσκολες οι μετακινήσεις γιατί και οι συγκοινωνίες δεν εξυπηρετούσαν, όπως σήμερα και όχι μόνο). Ο άριστος αυτός μαθητής σε πρόχειρο διαγώνισμα δεν έγραψε σχεδόν τίποτα. Προφορικά στο δίμηνο εκείνο (το σχολικό έτος χωρίζονταν, τότε, σε 4 δίμηνα) είχε 19. Περίμενε, λοιπόν, με αγωνία τον βαθμό του επόμενου διμήνου. Πίστευε, όπως ο ίδιος μου έλεγε αργότερα, ότι θα του έβαζα το πολύ 12. Όταν πήρε τους βαθμούς, με έκπληξη είδε ότι του είχα αφήσει το 19! Στην απορία του γιατί … μερολήπτησα υπέρ του, του είπα ότι δεν αξιολόγησα το πρόχειρο διαγώνισμα, διότι σκέφτηκα ότι πιθανόν εκείνη την ημέρα να είχε κάποια κακή είδηση από τους δικούς του, να τον είχε «κτυπήσει» η νοσταλγία, να τον είχε μαλώσει ή να του φέρθηκε άσχημα η σπιτονοικοκυρά του και (γιατί όχι;) να είχε … τσακωθεί με το … κορίτσι του! Όλα αυτά ή κάποιο από αυτά να ήταν η αιτία που δεν είχε διαβάσει εκείνη την ημέρα, και επομένως δεν μερολήπτησα, αλλά ενήργησα σωστά. Καταλαβαίνετε πώς ένιωσε και πόσο στενά συνδεθήκαμε από τότε. Για πολλά χρόνια με έπαιρνε τηλέφωνο και συζητούσαμε το θέμα αυτό. Με μια «ανορθόδοξη» ενέργειά μου κέρδισα έναν έφηβο. Άραγε με πόσες «ορθόδοξες» να έχασα πόσους!

Αστοχία τρίτη

  Πολλές ακόμη θα μπορούσα να αναφέρω και εύστοχες, αλλά και άστοχες, παιδαγωγικά, ενέργειές μου στα 35 χρόνια της εκπαιδευτικής μου σταδιοδρομίας. Είναι και λογικό και αυτονόητο. Αδίκησα ίσως μερικούς, αλλά ποτέ σκόπιμα, θέλω να πιστεύω. Το «γιατί δεν νευριάζετε, κ. καθηγητά» δεν το εφάρμοσα πάντοτε. Εκείνο που με έκανε εκτός εαυτού, έχανα την ψυχραιμία μου και ενεργούσα σπασμωδικά ήταν οι καταλήψεις που ξεκίνησαν προς το τέλος της εκπαιδευτικής μου σταδιοδρομίας. Δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό μου ότι τα παιδιά μου, οι μαθητές μου, μου απαγόρευαν να μπω στο Σχολείο, στην τάξη, να τους διδάξω, να επι-κοινωνήσω και να συν- κοινωνήσω μαζί τους. Να καταργούν την δουλειά μου, να μηδενίζουν και να καθιστούν ανενεργό το έργο μου. Έτσι την τελευταία εκπαιδευτική μου αστοχία την έκαμα συνταξιούχος προβαίνοντας σε μια εντελώς απαράδεκτη και αψυχολόγητη ενέργεια. Είχαν κατάληψη (!) οι μαθητές του Εκκλησιαστικού Λυκείου. Αυτό κι αν ήταν αδιανόητο για μένα. Άραγε απαγόρευαν και στους μαγείρους να τους μαγειρέψουν; Ας είναι. Το ποτήρι ξεχείλισε, όταν είδα ένα πανό, να έχουν στήσει πάνω από την εξώπορτα του κτιρίου που έγραφε: «Η Σχολεί (sic) θα … όταν ….» Ήμουν επίτροπος στην Παναγία (πρέπει να ήταν το 2007) και κατεβαίνοντας τη Λεωφόρο, μετά από συνεδρίαση, είδα το πανό. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου και για την κατάληψη, βέβαια, αλλά και για το ορθογραφικό … τερατούργημα (που έδειχνε και το μορφωτικό τους επίπεδο), οπότε πλησίασα και αφού έβρισα χυδαία τους παριστάμενους μαθητές, τράβηξα το πανό και το πέταξα στο έδαφος. Ήταν μια απαράδεκτη και αδικαιολόγητη ενέργεια. Ούτε η ηλικία μου ούτε η παιδεία μου δικαιολογούσαν την ενέργειά μου αυτή. Το μόνο ελαφρυντικό που βρίσκω στον εαυτό μου είναι ότι υπηρέτησα στο Σχολείο αυτό επί 9 ολόκληρα χρόνια, την εποχή της ακμής του, όταν ήταν Σχολάρχης ο αείμνηστος Θεοδώρητος Μπουρνής, και το πόνεσα, γιατί είχα αφήσει εκεί ένα κομμάτι της καρδιάς μου! 

Τελευταία καταγεγραμμένη ευστοχία

  Κλείνω την παρούσα … εξομολόγησή μου με μια «ευστοχία» μου ως άμυνα στις «αστοχίες» που διέπραξα και διατύπωσα παραπάνω. Ένας μαθητής ήταν φοβερά ανορθόγραφος, γι’ αυτό στην έκθεση είχε βαθμό κάτω από τη βάση. Τότε για κάθε 2 ορθογραφικά λάθη μειώναμε ένα βαθμό! Διορθώνοντας κάποτε μια έκθεσή του είχα σημειώσει πολλά και πολύ σοβαρά λάθη στην πρώτη κιόλας σελίδα. Παράλληλα όμως διαπίστωσα ότι το περιεχόμενο ήταν αρκετά ικανοποιητικό. Κάθε έκθεση προκειμένου να την βαθμολογήσουμε σωστά, την διαβάζαμε δύο φορές, γιατί όταν ο διορθωτής απασχολείται με τα ορθογραφικά λάθη τού διαφεύγει το περιεχόμενο. Σταμάτησα, λοιπόν, να διορθώνω τα λάθη και άρχισα να διαβάζω την έκθεση από την αρχή. Πράγματι επιβεβαιώθηκε η πρώτη μου εντύπωση. Το περιεχόμενο ήταν πολύ δυνατό.

  Την επόμενη, λοιπόν, εβδομάδα, την ώρα της επεξεργασίας, όπως την λέγαμε, κάναμε τις σχετικές παρατηρήσεις και διαβάζονταν οι καλύτερες εκθέσεις, που ήταν συνήθως των καλύτερων μαθητών. Εκείνη την ημέρα, προς έκπληξη όλων, φώναξα τον μαθητή αυτόν να διαβάσει τη δική του. Παραξενεύτηκαν, αλληλοκοιτάχθηκαν και νόμισαν ότι το έκαμα για να δουν και να διδαχθούν και από μια κακή έκθεση και να έχουν ένα παράδειγμα «προς αποφυγήν».

  Ο εν λόγω μαθητής υπέφερε και από κάποια βραδυγλωσσία, η οποία επιτάθηκε την ώρα της ανάγνωσης, οπότε για λόγους παιδαγωγικούς την έκθεση την διάβασα εγώ. Όλοι «έπεσαν απ’ τα σύννεφα». Δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Την έκθεση την βαθμολόγησα μόνο για το περιεχόμενό της και στο δίμηνο εκείνο το οκτώ (8) έγινε δεκαπέντε (15)!

  Από τότε ο μαθητής απέκτησε αυτοπεποίθηση, πίστεψε στις δυνατότητές του και άλλαξε άρδην η συμπεριφορά του. Σταδιοδρόμησε στη θάλασσα, ανήλθε πολύ ψηλά στην ιεραρχική κλίμακα του επαγγέλματός του και κάποια φορά που αναφερθήκαμε, ύστερα από πολλά χρόνια, στο περιστατικό, αφού μου είπε πόσο τον «σφράγισε» η ημέρα εκείνη, μου πέταξε και γνωστό στίχο (άγνωστο σε μένα) γνωστού μας ποιητή. «Πού είσαι, νιότη, πού ‘δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος» Έμεινα άναυδος!

  Ήταν το «αντίδωρο», για το «δώρο» που του είχα κάνει πριν από πολλά χρόνια, επιβεβαιώνοντας συγχρόνως ότι έγραφε καλές εκθέσεις.

 Ιούλιος 2023

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

9 Φεβρουαρίου «Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας»

                                                                                                          Της Άννας Κ. Κορνάρου-Καλαμαρά

 

Σας απευθύνω χαιρετισμό με ένα στίχο του Οδυσσέα Ελύτη από το « ΄ Αξιόν εστι»:

«Τη γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική…»

Ποιοι και από πότε;

Οι αλλεπάλληλες γενιές των προγόνων μας. Εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια μιλιέται αδιάκοπα η γλώσσα μας στον Ελληνικό χώρο. Τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια γράφεται επίσης αδιάκοπα. Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μάς χωρίζουν από τους τρεις μεγάλους τραγικούς Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη. Επτά τραγωδίες του Αισχύλου σώθηκαν από την αρχαιότητα σε μας, επτά του Σοφοκλή και δεκαοκτώ του Ευριπίδη κι ένα σατυρικό δράμα «ο Κύκλωψ». Μέσα σ’ ένα μικρό βιβλίο - ΄Εκδοση Οξφόρδης- και σε δύο παρόμοια- τρία τομίδια εν συνόλω- περικλείεται η πνευματική μας κληρονομιά από τον Ευριπίδη. Όλα τα συγγράμματα των αρχαίων συγγραφέων μας είναι η δύναμη κι η περηφάνια μας, αν επικοινωνούμε. Το έργο του Ευριπίδη π.χ. ακόμη και σήμερα επηρεάζει όλες τις μορφές της τέχνης. Είναι ο Ευριπίδης ο πρόδρομος του νεότερου θεάτρου.

  Η γλώσσα όμως είναι ζωντανός οργανισμός. Βουερό ποτάμι και παφλάζει. Ανακινείται, ανανεώνεται και αλλάζει ασταμάτητα. Γι’ αυτό η αρχαία Ελληνική γλώσσα σήμερα δεν είναι κατανοητή στον πολύ κόσμο. Κι όμως είπε ο Οδυσσσέας Ελύτης «Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα, η ενιαία Ελληνική γλώσσα. Το να λέει ο ΄Ελληνας ποιητής ακόμα και σήμερα, ο ουρανός, η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη, ο άνεμος, όπως τα έλεγαν η Σαπφώ και ο Αρχίλοχος ( από τον 7 ο και τον 5 ο αιώνα π. Χ. εμφανίζεται στην Ελλάδα η λυρική ποίηση, εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Αρχίλοχος ο Πάριος) δεν είναι μικρό πράγμα. Είναι πολύ σπουδαίο. Επικοινωνούμε κάθε στιγμή μιλώντας με τις ρίζες που βρίσκονται εκεί. Στα Αρχαία».

  «Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και

τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα», έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης.

  Μερικά παραδείγματα. Από τον Όμηρο λέμε το βουνό όρος. Στη σύνθεση λέμε

ορειβασία και όχι βουνοβασία. Ίππος το Άλογο στη σύνθεση λέμε Ιππασία και όχι

αλογοβασία.

  Αυδή στον Όμηρο λέμε τη φωνή. Στη σύνθεση λέμε απηύδησα, έμεινα άναυδος. Λέμε πόρτα και όχι θύρα, αλλά στη σύνθεση χάνεται η πόρτα και λέμε παράθυρο με τα παράγωγα θυρωρός, θυροκόλληση δεν λέμε πορτοκόλληση, ούτε παράπορτο. Το ίδιο συμβαίνει και με το καράβι η ναυς. Στη σύνθεση χάνεται το καράβι και λέμε Ναυτικό, ναυάγιο, ναυτιλία , ναυσιπλοΐα, Ναύαρχος κλπ.

  Και αναφορές δύο ξένων Επιστημόνων για τη γλώσσα μας

Ο Γάλλος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόνης Κάρολος Φωριέλ είπε: «Η Ελληνική έχει ομοιογένεια σαν την Γερμανική, είναι όμως πιο πλούσια από αυτήν. Έχει την σαφήνεια της Γαλλικής, έχει όμως μεγαλύτερη ακριβολογία. Είναι πιο ευλύγιστη από την Ιταλική και πολύ πιο αρμονική από την Ισπανική. Έχει δηλαδή ό,τι χρειάζεται για να θεωρηθεί η ωραιότερη γλώσσα της Ευρώπης.»

  Johannes Goethe (Ο μεγαλύτερος ποιητής της Γερμανίας, 1749-1832) «Άκουσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώµης το Ευαγγέλιο σε όλες τις γλώσσες. Η Ελληνική αντήχησε άστρο λαµπερό µέσα στη νύχτα.» Διάλογος του Γκαίτε µε τους µαθητές του: - Δάσκαλε τι να διαßάσουµε για να γίνουµε σοφοί όπως εσύ; -Τους Έλληνες κλασικούς. -Και όταν τελειώσουµε τους Έλληνες κλασικούς τι να διαßάσουµε; - Πάλι τους Έλληνες κλασικούς.

  Η Ελληνική γλώσσα είναι η ίδια η Ελλάδα. Καμαρώνει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης για τη γλώσσα μας:

« Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική`

το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.[…]

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα πρώτα Δόξα σοι!

[…] Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα λόγια του ΄Υμνου!»

(΄Αξιόν εστι).

 

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

Ἀλέκου Φλωράκη· laudatio.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου.

 Τό πόνημα τοῦ Ἀλέκου Φλωράκη «Τό προσκύνημα τῆς Παναγίας τῆς Τήνου», δίτομο ἒργο,  ἐκδόσεως τοῦ ΠΙΙΕΤ, γίνεται ἀφορμή νά σταθοῦμε καί νά τιμήσουμε ἓναν ἀπό τούς σπουδαιότερους, πιό καίρια,τόν πιό ὀτρηρό καί ἀκάματο Τήνιο ἐρευνητή. Πρόκειται γιά ἀντιδώρημα, εὐγνωμοσύνης κάνεον, ἀντιπροσφορά τῆς καρδίας τοῦ κεκοπιακότος γιά τά χεύματα τῶν ἀπείρων εὐλογιῶν τῆς Παναγιᾶς μας στόν ἲδιο καί  τήν οἰκογένειά του.

  «Οἱ δύο τόμοι ἀριθμοῦν χίλιες συνολικά  σελίδες, μέ τόν πρῶτο πού φέρει τόν τίτλο “Ὁ ἱερός τόπος ἡ τελετουργία τοῦ προσκυνήματος, ἡ λαϊκή λατρεία”, νά προσεγγίζει τό θέμα τόσο διαχρονικά ὃσο καί  συγχρονικά, μέ ἐστίαση στήν μελέτη τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ χώρου, στήν τελετουργία τῆς ἱερῆς ἀποδημίας καί στίς λατρευτικές ἀφιερωτικές πρακτικές πού τήν συνοδεύουν.

  Ὁ δεύτερος τόμος φέρει τόν τίτλο “ Παραρτήματα”  καί περιλαμβάνει χρονικά τῆς εὑρέσεως τῆς εἰκόνας, διάφορα ἒγγραφα τῶν δὐο περασμένων αἰώνων, ἐπιλογή δημοσιευμάτων ἀπό τόν τοπικό καί ἀθηναϊκό τύπο, ἀπεικονήσεις τοῦ ναοῦ, καί  κατάλογο τῶν ταμάτων ταξινομημένων σέ  διάφορες κατηγορίες.

  Τό έργο ὁλοκληρώνεται μέ εἰκονογραφικό ὐλικό, φωτογραφίες ἐποχῆς καί ἂλλα τεκμήρια, βιβλιογραφία καί εὐρετήρια»1.

  Θεωρῶ εὐλογία τήν γνωριμία μου μέ τόν χαλκέντερο Ἀλέκο Φλωράκη, καί τήν οἰκογένειά του,  μέσω τοῦ κοινοῦ φίλου,  Ἀρχιμανδρίτη τότε, Νικόλαου Πρωτοπαπᾶ. 

  Ὁ Ἀλέκος Φλωράκης, σπούδασε Πολιτικές Ἐπιστῆμες στήν Ἀθήνα, τόν τόπο γέννησής του, καί στό Παρίσι Ἐθνογραφία, Ἐθνολογία καί Κοινωνική Ἀνθρωπολογία μέ ὑποτροφία τοῦ Ἱδρύματος Ὠνάση. Τυγχάνει κάτοχος DEA τῆς Ecole des Hautes Etudes en Seiences  Sociales (Ἀνθρωπολογία τῆς Θρησκείας) καί ἀναγορεύτηκε   διδάκτωρ τοῦ Ἐθνικοῦ Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

 Ἒχει δημοσιεύσει δεκάδες αὐτοτελῆ βιβλία, ἑκατοντάδες μελέτες καί ἂρθρα σέ ἐπιστημονικά περιοδικά καί συλλογικούς τόμους, ἰδιαιτέρως γιά τήν Τῆνο τήν Νάξο, γιά  πολλά νησιά τοῦ πολυνησιακοῦ  πλέγματος τῶν Κυκλάδων, καί γιά ἂλλες τῆς Ἑλλάδος περιοχές, ἓναν τόμο μέ ἀφηγήματα, τρία μέ δοκίμια, δύο ἀνθολογίες, καθώς καί δέκα  ποιητικές προσπάθειες, Ἒρχεται φυσικό νά άναζητεῖται  ὡς συνεργάτης ἐρευνητικῶν καί πολιτιστικῶν ἰδρυμάτων, δημόσιων ἢ ἰδιωτικῶν φορέων, ὃπως τοπικά εἶχε τήν εὐθύνη τοῦ στησίματος τοῦ Μουσείου Μαρμαροτεχνίας Πύργου. 

  Ὃπωσδήποτε θά ἒχω λησμονήσει ἢ δέν θά γνωρίζω πολλά πονήματα τοῦ Ἀλέκου Φλωράκη, ἀλλά εἶμαι σίγουρος ὃτι καί ὁ ἲδιος ὃταν πέσει σέ κάποιες παλιές σελίδες του, στιγμιαῖα θά συλλογισθεῖ «εἶναι καλογραμμένο μακάρι νά τό εἶχα γράψει ἐγώ!»   καί ἀμέσως μετά θά σιγοψιθυρίζει «καί ὂμως τό ἒχω γράψει ἐγώ».  

  Ὁ Ἀλέκος Φλωράκης  ἀκολούθησε μιά διαδρομή ἒξω ἀπό τά συνηθισμένα,    σάν  νά τοῦ δόθηκε ἡ ἀποστολική ὡριμότητα. Ὑπάρχει ὡς ἂνθρωπος μεθόριος.  Γεννημένος στήν Ἀθήνα, ἀπό πατέρα Νάξιο καί μάνα Κωνσταντινοπολίτισσα, ἐκ καταγωγῆς,  ἀπό τρυφερή ἡλικία ἐπεσκέπτετο κάθε χρόνο τήν Τῆνο, καί ἐπειδή αὐτό συνέβαινε γιά ὃλο καί πιό μεγάλο χρονικό διάστημα, σκέφθηκαν νά τό κάνουν πιό συντονισμένα· ἀποφάσισαν τήν πλήρη ἒνταξή τους στήν τοπική κοινωνία.

  Δέν ἦταν τυχαία, οὒτε βιαστική ἡ ἀπόφαση τῆς μετοικεσίας. Καθοριστικός παράγοντας ἦταν ἡ ἀνάγκη ἐγκατάστασης σέ ἓνα περιβάλλον καί ἒνα χῶρο πού θά παρεῖχε τήν δυνατότητα περισσότερης ἡσυχίας γιά ἒρευνα καί καταγραφή, καθότι οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἀνέκαθεν ἒπαιζαν καθοριστικό παράγοντα στήν  ἐπιστημονική ἐργασία. Ἡ ἀναχώρηση σαφέστατα τίθεται ὡς γεγονός πρωταρχικά πνευματικό. Ἒτσι μόνο  συνδυάζεται ἡ μόνωση μέ τήν κοινωνικότητα καί  ἡ ξενιτεία μέ τήν ἐγγύτητα, τό «μετά τῶν ἀνθρώπων». 

  Ἀγάπησε τήν Τῆνο, τήν ἒκανε  πατρίδα του, τήν λάτρεψε, γνωρίζει κάθε ρούγα καί γωνιά της. «…Καί τί δέν ἒκανα! Τάισα κτηνά, πότισα περιβόλια, πάτησα σταφύλια, ἒτρεξα ξωπίσω σέ ζευγάρισμα, ἒμεινα βράδυ  στ’ ἀλώνι γιά λίχνισμα, ἒψαλα σέ ξωκλήσια, τραγούδησα σέ πανηγύρια, ἂκουσα παραμύθια σέ  βεγγέρες, ξεχάστηκα  στίς βρύσες μέ τήν μπουγάδα τῶν γυναικῶν, ἒπαιξα παιχνίδια μέ τά παιδιά, συνόδεψα γάμους κηδεῖες, κουτσομπόλεψα στό κατώφλι μέ τις γριές, εἶπα τά κάλαντα, χόρεψα στίς ἀποκριές, πήδηξα τίς φωτιές τοῦ Φωταρᾶ, βγῆκα  σέ  γύρες καί λιτανεῖες, βραδιάστηκα στά λαγκάδια ξορκίζοντας, ξεματιάστηκα, ἢπια στροφλιές ἀπανωτές καί βγῆκα ἀπό τό χωριό παραπατώντας, καλόφαγα σέ χοιροσφάγια, πυρώθηκα σέ ρακοκάζανα, ἂπλωσα  σύκα γιά νά ξεραθοῦν, στάθηκα στό φούρνισμα, ἀνέβηκα σέ  γιαπιά καί καμπαναριά, σκονίστηκα σέ νταμάρια, τρύπωσα  σέ ἐρείπια, γλίτωσα ἀπό  ἀγελοῦδες καί στοιχειά, μπλέχτηκα σέ ψαράδικα  δίχτυα,  κάπνισα μελίσσια, κρέμασα μαλαθούνια γιά τυρί, καί βέβαια κουβέντιασα μέ ἀνθρώπους κάθε  ἡλικίας, ἂκουσα, ἒγραψα…»2  γιά νά πιαστεῖ τελικά στά δίχτυα τῆς  Μαρουλίτσας… 

   Μέ δεδομένη πλέον τήν σχέση ἀγάπης καί συγγένειας μέ τήν Τῆνο, ξεκίνησε μέ πιό ἒντονο ἐνθουσιασμό τήν διακονία του καί κρατήθηκε στήν πορεία του σταθερά μέχρι σήμερα, ὂχι ὡς μέτοικος πλέον ἀλλ’ ὡς γέννημα θρέμμα, γοητευμένος ἀπό τήν περιπέτεια τῆς λαογραφίας.

  Εἶναι φανερό  ὃτι διεκατείχετο ἀπό τήν ἒντονη ἐπιθυμία νά καταθέσει τήν δική του συνεισφορά στόν κόσμο τῆς Λαογραφίας καί τῆς Ἱστορίας. Ἡ Τῆνος  τοῦ ἒδωσε τήν εὐκαιρία νά ἀναδείξει τό ἐπιστημονικό του ταλέντο, μέ ἐμᾶς νά τοῦ ἀναγνωρίζουμε  τήν δυναμική τοῦ μυαλοῦ του. 

 Ἡ ἀναζήτηση λέξεων πού ἐμπεριέχουν τήν πραγματικότητα καί συνάμα τό αἲσθημα πού προξενεῖ ἡ πραγματικότητα, θά γινόταν καί θά παρέμενε ἒως σήμερα, τό  ἀδιάλειπτο μέλημά του ὃταν γράφει, ὃποιο κι ἂν εἶναι τό θέμα του.

  Ἀρχικά  ὁ Ἀλέκος Φλωράκης ἢθελε νά μοιάσει στόν Παπαδιαμάντη, τό εἶχε πάρει ἀπόφαση νά γράψει ήθογραφικά διηγήματα. Ἀλλά «Τά  διηγήματα δέν τά ἒγραψα ποτέ. Χώρεσαν ὂμως πολλοί ἀλλοτινοί ἂνθρωποι μές στό τετράδιο ἐκεῖνο, πού ἀργότερα ἒγινε ἡ μαγιά γιά συστηματική ἒρευνα στά φοιτητικά μου  χρόνια. Ἂλλοτινοί ἂνθρωποι χώρεσαν καί στήν μνήμη καί ἒμειναν ἐκεῖ…»3.

  Ξεκίνησα τήν μελέτη τῶν βιβλίων τοῦ Ἀλέκου Φλωράκη ἢδη μέ τόν ἐρχομό μου στήν Τῆνο. Τό πρῶτο του πόνημα πού ἒπεσε στά χέρια μου ἦταν τό ἐμβληματικό πλέον «Τῆνος. Λαϊκός πολιτισμός», τό ὁποῖο ἀξιώθηκε τῆς ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν βράβευσης.  Ἐμβάθυνα στό  ἒργο του  σταδιακά. Κάθε ἀνάγνωσή του μοῦ ἂνοιγε  καί μιά πολύτιμη πλευρά καί δυνατότητα μελέτης τόσο τοῦ θέματος ὃσο  καί τῆς προσωπικότητάς του.

  Ὁ Ἀλέκος Φλωράκης, σέ ὂλα τά ἒργα του, καί καταπιάστηκε ὃπως εἲδαμε  μέ πολλά, ἀρθρώνει λόγο ἐπιστημονικά στιβαρό, παράλληλα ζωντανό καί  κατανοητό. Ὃλα του τά πονήματα  διακατέχονται ἀπό σαφήνεια, αὐθορμητισμό καί  πολύ εἰλικρίνεια. Ὃλα τά γραπτά του ἀποπνέουν ἀγάπη γι’ αὐτό πού κάνει. Ἒχει τήν δωρεά,  ἀλλά ἒχει καί τό χάρισμα νά μοιράζεται.

  Σέ ὃλα τά ἒργα του διαφαίνεται  ὁ ἐσωτερικός του βασανισμός, ὁ  ἐσωτερικός  του διάλογος γιά τόν τόπο του, τήν Τῆνο. Αὐτός ὁ βασανισμός  εἶναι πού τόν  ἒκανε νά εἶναι προσγειωμένος, τίμιος καί  αὐθεντικός. Ἐκτιμῶ  τήν καθαρή του ματιά, τό θάρρος, τήν  ἀξιοπρέπεια, τήν βαθιά ἀγάπη του στην ζωή, καί τήν ἐκτίμησή του  σέ ὂλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους.

  Πουθενά δέν ἀφήνει νά φανεῖ ἡ κούραση, ἡ πίκρα ἀπό  τήν μικρότητα τῶν  ἀνθρώπων, ἀπό τίς μειώσεις, τίς στρεβλώσεις, τήν κυνικότητα. Παλεύει πολλές φορές μέ τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἐπιστρέφει στήν χαρά τῆς δημιουργίας, στήν χαρά τῆς οἰκογένειάς του καί στήν δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.

  Μεγάλο τό φάσμα τῶν δραστηριοτήτων καί τῶν ἐνδιαφερόντων τοῦ πρωτοποριακοῦ  ἐρευνητῆ. Ἰχνηλατῶντας σταδιακά καί καταγράφοντας τήν  λαογραφική  ἱστορία τοῦ τόπου, φρόντισε ὂχι μόνο  νά περισώσει ἀλλά καί νά δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις γιά τήν διαφύλαξη τῆς νεότερης «ντηνιακιᾶς μνήμης».

  Ἲσως ὁ Ἀλέκος Φλωράκης νά μήν άκολούθησε τ’ ἀχνάρια τοῦ Παπαδιαμάντη, ὃπως ἀρχικά  ἢθελε, ὂμως διαθέτει τήν  βαθιά εὐαισθησία του. Μπορεῖ νά διαβάζει τίς αἰτίες πίσω ἀπό τά φαινόμενα, στήν ψυχή τοῦ Τηνιακοῦ, τῆς Τηνιακιᾶς, τῆς τοπικῆς κοινωνίας. Δέν παίρνει θέση ὑπέρ ἢ κατά τῶν  ψυχῶν, καταγράφει  τά ταξίδια τους μέ τρόπο πού νά μᾶς ἐπιτρέπει νά δοῦμε καί νά νομίζουμε ὃτι ἀνακαλύψαμε κάτι μόνοι μας. Βλέπει μέ ποιόν τρόπο τά κοινωνιολογικά δεδομένα  ἐπενεργοῦσαν πάνω τους καί ἐξωθοῦσαν τά ὐποκείμενα σέ πράξεις δημιουργίας ἢ παράλυσης. Φαίνεται πώς γνωρίζει τόσο καλά τούς μύθους, βασικό συστατικό τῶν ἀρχαίων τραγωδιῶν, ὣστε νά τούς χωρέσει ἡ προσπάθειά του μέ ἓναν μοναδικό γιά τήν ἐποχή μας τρόπο, ξανασυστήνοντάς μας τήν τηνιακή ἀνθρώπινη  φυλή.

  Ἐπιπρόσθετα ἐκτιμῶ καί τήν βαθιά ἐνσυναίσθηση πού τρέφει γιά ὃλους τούς χαρακτῆρες, ἐπώνυμους καί μή, ἂνδρες καί γυναῖκες. Ὃλα αὐτά τά χρόνια πού μελετῶ τά δημιουργήματά του δέν εἶχα ποτέ τήν ἐντύπωση πώς  δίνει λιγότερη ἒμφαση στούς ἁπλούς γυναικείους καί ἀνδρικούς  χαρακτῆρες, ἀπ’ ὃτι π.χ. στόν Γύζη ἢ στόν Χαλεπᾶ.  Ὁ ἐρευνητής  μᾶς ἐξοικειώνει μέ τά ὑποκείμενα, τίς ἱστορίες, τίς μνῆμες, τούς φόβους τίς λύπες καί τίς χαρές τους, τήν συναισθηματική τους φόρτιση ὑπό τό πρῖσμα τοῦ ἐθνογραφικοῦ χωροχρόνου, ὁ ὁποῖος κάποτε ἀπλώνεται καί κάποτε συρρικνώνεται καί ἀφήνει σέ μᾶς νά ἐρμηνεύσουμε τήν σχέση.

 Ἓνα πλούσιο πολυσχιδές ἒργο, ὃσον άφορᾶ τήν δομή καί ὀργάνωση τῆς οἰκογένειας, τόν οἰκιακό καί κοινωνικό ἱστό, τίς πλευρές τοῦ ἐργασιακοῦ βίου ἀνδρῶν καί γυναικῶν, τήν οἰκονομία, τίς λαϊκές συνήθειες, τό λεξιλόγιο, λεπτομερεῖς καταγραφές τῶν καθημερινῶν δραστηριοτήτων τῶν γηγενῶν, τόν χῶρο τους,  τά χωριά τους,  μέ ἀμεσότητα, αὐθεντικά,  ἀποτελῶντας πλέον βιβλιογραφική περί Τήνου πηγή, ὃπως παλιά τά ὁδοιπορικά κείμενα ἀλλά μέ τήν ἐγκυρότητα τῆς Φλωράκειας ἐθνογραφικῆς ἒρευνας.

   Ταυτόχρονα ἐκθέτει τήν ἀγάπη καί τήν φροντίδα πού οἱ Τηνιακοί  περιέβαλλαν τόν φυσικό καί πνευματικό πλοῦτο τους, ὁ ὁποῖος ἐν τέλει εἶναι καί    κατοικία τους. Πέρα ἀπό τήν μοναδικότητα πού κρύβει ἡ τηνιακιά  φύση, λειτουργεῖ καί ὡς κήρυγμα, ὡς ἀποκάλυψη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ κάτοικοι  καί οἱ ἐπισκέπτες τῆς Τήνου, ὑποκλίνονται στήν ἒντονη θρησκευτικότητα πού ἀποπνέει ὁ πονεμένος αὐτός  τόπος, ὃπως αὐτή ἐκδηλώνεται μέσα ἀπό τά διάσπαρτα ξωκλήσια καί τίς  κατανυκτικές ἀκολουθίες καί πανηγύρια, πού διαμόρφωσαν τόν ἀσκητικό χαρακτῆρα τῶν κατοίκων.

  Εἶναι μιά διαδικασία καθόλου ἐπιτηδευμένη ἢ προκατασκευασμένη, πού ὑποστηρίζεται σέ καθοριστικό βαθμό καί ἀπό τήν ὑποβλητική ἐπιρροή τῆς γλυπτικῆς, καί ζωγραφικῆς, ἒργα καμωμένα ἀπό  ἁπλούς Χαλεπάδες, Φιλιππότηδες Γύζηδες άλλά καί σύγχρονους καλλιτέχνες ὃπως ὁ ξυλογλύπτης Εὐάγγελος Καγιώργης καί τά παιδιά του, Φραγκίσκος καί Φίλιππας. Καμωμένα ἀπό λαμπρούς καλλιτέχνες  περιόδων τοῦ παρελθόντος ἀλλά καί τοῦ παρόντος,  ἐξαιρετικά ἒργα τέχνης πού συνδυάζουν τόσο τήν θρησκευτικότητα τῶν χώρων ὃσο καί τήν καλλιτεχνική διάσταση ὁλάκερης τῆς Τήνου.

Βίαιος καί σκοτεινός κόσμος ἡ ἀνθρώπινη ψυχή. Ἀλλά ταυτόχρονα καί ἓνας κόσμος μέσα στόν ὁποῖο ἒχει τήν δυνατότητα νά ἀναπτυχθεῖ πραγματική ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία, ἀκόμη καἰ μεταξύ ἀνθρώπων πού βρίσκονται σέ διαφορετικές  θρησκευτικές ὁμολογίες, ἀντίθετα κομματικά στρατόπεδα ἢ σέ συγκρουόμενα πολυεπίπεδα συμφέροντα.  

  Ἐξαρτᾶται μέ ποιόν συνδιαλέγεσαι.Ὑπάρχουν ἂνθρωποι θρησκευόμενοι ποὐ συνομιλοῦν μέ τόν Θεό καθημερινά, ἂλλοι πού ἀνάβουν καντήλια στά γειτονικά ξωκλήσια καί ἂλλοι πού «κατεβάζουν καντήλια». Εἶναι ἐκεῖ ὃλοι τους, στίς γραμμές τοῦ Φλωράκη, γιά νά  μᾶς θυμίζουν τόν περιορισμό τῶν  δυνατοτήτων μας, τά ὃρια τῆς  δύναμης μας, τό πόσο εὐάλωτοι εἲμαστε,  τό γεγονός πώς ὃλοι θά φύγουμε ὁριστικά μιά μέρα. Ἀκόμη καί ἂν δέν πιστεύουμε σέ κανένα Θεό, αὐτό πού ἒχει σημασία εἶναι πώς δεν εἲμαστε οἱ ἲδιοι θεοί, καί ἡ περιρρέουσα αἲσθηση πώς ὑπάρχουν δυνάμεις πάνω ἀπό ἐμᾶς. Ὁ κάτοικος τῆς Τήνου, ὁ ἀνώνυμος Σαλισβουρῆς καί ὁ ἐπώνυμος  Χαλεπᾶς  προσπαθεῖ νά μᾶς διδάξει ταπεινοφροσύνη, τήν πίστη τήν ἀφήνει ὡς προσωπική ἑκάστου ἐπιλογή.   

   Ἂλλωστε στό ἐπίκεντρο τοῦ τόπου. τοῦ κάθε τόπου, βρίσκεται μιά γυναῖκα. Στήν Ὀδύσσεια ὃλα ὑποκινοῦνται ἀπό τήν Ἀθηνᾶ, στήν Ἰλιάδα από τήν Θέτιδα, στήν Παλαιά Διαθήκη ἀπό τήν Εὒα, στήν Καινή Διαθήκη ἀπό τήν Παναγία, στήν  Τῆνο ἀπό τίς κατιοῦσες τῆς Ἐρίννης, τήν τσατσα-Κούλα, τήν ἂμια-Μαρίνα, τήν Καρμέλα, τήν Ζωζεφίνα,  τήν Ἰωἀννα, τήν Ἑλένη, τήν Ρόζα, τίς μανάδες, τίς συζύγους καί τίς ἐρωμένες, γυναῖκες μέ ἀρρενωπή θηλυκότητα, στολισμένες μέ ἀλουργίδες καλοσύνης καί ὑπομονῆς, πού γνωρίζουν νά χειρίζονται καταστάσεις, καταπληκτικά καί πολυδιάστατα, καί οἱ ὁποῖες μέ τόν δικό τους τρόπο, θέλουν τό καλό τῶν παιδιῶν τους, ἒχοντας τό χάρισμα νά τιμοῦν ἐπίμονα καί περισσῶς ἀγαπητικά τόν φίλο, τόν ἂγνωστο στό φιλόξενο τραπέζι τους, γιατί  αἰσθάνονται ὃτι οἱ ἂνθρωποι σχετίζονται ὃταν καθίσουν νά φᾶνε μαζί σ’  ἓνα τραπέζι.

Ἡ δημιουργία μιᾶς σελίδας ἀπό το μηδέν θέλει κατάθεση ψυχής. Θέλει τήν αἲσθηση τῆς ἀποστολῆς. Ταιριάζει στόν τιμώμενο ἡ λέξη ἀποστολή. Μπῆκε στόν κόσμο  τῆς  λαογραφικῆς ἒρευνας ἒχοντας τό μικρόβιο, τό σαράκι καί τό ἂοκνο κέφι νά  ἀσχοληθεῖ μέ τό ἒργο τῆς καταγραφῆς. Εἶναι ξεκάθαρο πώς γιά τόν ἐρευνητή αὐτό δέν πρόκειται γιά ἓνα ἐπάγγελμα.

  Σέ κάθε γραμμή τοῦ ἒργου του ἀνακαλύπτουμε τήν διαδρομή τῆς σκέψης, τίς προσδοκίες καί τίς δυσκολίες τοῦ ἐπιστήμονα, ἀλλά καί τίς ἐμπειρίες μιᾶς πολυτοπικῆς ἐθνογραφίας, πού ἀκολουθεῖ τά ἲχνη ἀνθρώπινων σχέσεων στό χῶρο καί τόν χρόνο, ἐξερευνῶντας τόπους καί τρόπους μνήμης, περιγραφόμενες ἀπό «τήν ἐποχή τῆς προσωπικῆς περιπλάνησης, ὃταν μάθαινα νά μιλῶ μέ τούς ἀνθρώπους, καί ν’ ἀκούω τά πράγματα»4.    

  Τά κείμενα  διεισδύουν μέ διακριτικότητα καί σεβασμό στό ἐσωτερικό τῶν ψυχῶν  περιγράφοντας διεξοδικά, μαζί μέ τήν ὁργάνωση τῆς μονήρους ζωῆς, τά ἢθη καί ἒθιμα, τά πανηγύρια, τά τηνιακά καλλιτεχνήματα: φιλέδες, ἐγραλεῖα γλυπτικῆς γεωργίας κειμήλια, κτίσματα, περιστεριῶνες, ἀνεμόμυλους, ξερολιθιές, μαντρισιές, νταμάρια, ἐργαστήρια μαρμαρογλυπτικῆς, ἀγροτικές ἐθιμικές γιορτές, ἰδίως ὃμως  τούς φυσικούς ἦχους τῆς   τοπικῆς πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς καί ἱστορίας. 

  Ἀκόμη καί ἀγελοῦδες μέσα σέ χαλάσματα καί ρέματα,  μπαίνουν καί βγαίνουν στήν μνήμη καί στή λήθη μας. Τά λαγκάδια, τά ρέματα ἒχουν ψυχή μέ ὐγρασία, ἀπό τούς δεκάδες βρικολάκους, ἰσκιώματα και δαίμονες πού κατοικοῦσαν κάθε δέντρο, κάθε πλαγιά, κάθε ξινάρι τοῦ νησιοῦ. Ὃλο αὐτό τό κουκούλι, ἐκτός τῶν ἂλλων ἐπιδροῦσε ἂμεσα στό σύνολο τῶν καθημερινῶν δραστηριοτήτων τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὃλα τους νά εἶναι εἰκονοφόρα, ἰδίως ἡ γλῶσσα τους.

 Ἒπιαναν  μέ τά χέρια τους τά σύκα ἀπό  τήν συκιά, ἒκοβαν μέ τά χέρια τους τά σταφύλια, κατασκεύαζαν μέ τά χέρια τους ἀλέτρια, «δέν ξεχώριζαν τό  χωράφι ἀπ’ τήν καρδιά τους», εἶχαν ἐπαφή μέ τόν οὐρανό, καμιά μορφή προπέτειας ἢ  θρασύτητας στόν ὀρίζοντα, εἶχαν τήν αἲσθηση τοῦ ἀδύναμου πλάσματος, ἀλλά καί τοῦ δυνατοῦ, τοῦ,  μέ ἓναν Σταυρό πᾶμε τήν Δημιουργία πιό πέρα.

  Ὁ Τηνιακός πῆρε τόν κόσμο κατ’ εὐθεῖαν ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ, ὡς δῶρο θεϊκό, γεμᾶτο εὐλογίες καί τόν ἐπιστρέφει στόν Θεό ὡς εὐχαριστία. Εἶναι ὁ κόσμος τόν ὁποῖο ἐκφράζει τό  σταφύλι καί τό κριθάρι, ζυμωμένα μέ τίς χαρές, τούς στεναγμούς, τούς κόπους, τίς ἀγωνίες, τίς ἐλπίδες. «Δέν φέρουμε τίποτα  δικό μας σ’ αὐτή τήν δωροφορία, οὒτε δικά μας ἒργα εἶναι αὐτά τά δῶρα, ἀλλά δικά Σου. Ὃσα σοῦ προσφέρουμε μᾶς τά ἒδωσες χάρισμα· εἶναι δικά Σου καθ’ ὃλα καί γιά ὂλα»

 Ἦταν γοητευτικοί ἂνθρωποι, οἱ ἂνθρωποι τοῦ Ἀλέκου Φλωράκη. Ἡ σχέση μαζί τους δέν εἶναι εὒκολη. Εἰδικά ὃταν δέν ἐνδίδεις σέ έκπτώσεις. Κάτι πού εὒκολα θά μποροῦσε νά σοῦ ἀποφέρει κάποιο ὂφελος. Ὃμως ἡ Λαογραφία εἶναι Τέχνη, εἶναι ἀπό τά  ὡραιότερα ὑποκατάστατα τῆς  ζωῆς. Ἒτσι πρέπει νά μείνει, ἀκριβῶς ὃπως μᾶς τήν προσφέρει ὁ Λαογράφος μας.

  Μετά τήν μελέτη τῶν κειμένων τοῦ  Ἀλέκου Φλωράκη, ἐκλαμβάνω τήν Ἐθνογραφία-Λαογραφία, σάν ἓνα ἐργαλεῖο ἐξερεύνησης πού συλλαμβάνει τίς αἰσθήσεις  ἐκεῖνες πού ἡ μνήμη ἒχει θάψει, ἢ πάει νά λησμονήσει. Κι’ αὐτό τό προοίμιο τῆς αἲσθησης ἒγινε γιά τόν ἐρευνητή μας ὁ ὁδηγός καί ἡ ἐγγύηση τῆς  αὐθεντικότητας τῆς ἀναζήτησής του.  Μά γιά ποιόν σκοπό; Ὂχι γιά νά ἐξιστορήσει τήν ζωή τοῦ ντόπιου  μήτε γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τά μυστικά της ἀλλά γιά νά ἀποκρυπτογραφήσει μιά βιωμένη κατάσταση, ἓνα γεγονός, καί νά φανερώσει ἒτσι κάτι τό ὁποῖο μόνο ἡ γραφή μπορεῖ νά δώσει ὀντότητα καί νά τό περάσει, ἲσως, σέ ἀλλες συνειδήσεις, σέ ἂλλες μνῆμες.

  Ὃμως ὁ Φλωράκης ἀνήκει καί σέ μιά μεθόριο γενιά πού ζεῖ τό γκρέμισμα κοινωνικῶν, κοινοτικῶν καί προσωπικῶν βεβαιοτήτων. Σήμερα ἡ ἒρευνα τοῦ  Ἀλέκου τί θα κατέγραφε; Θά στεκόταν στούς φόβους, τήν ἀπελπισία, τό ἂγχος, τήν ματαιότητα καί τήν ἐξάντληση, τήν  κατάθλιψη, τά ἐργασιακά ἀδιέξοδα καί ἀπολύσεις, τόν  πόλεμο στήν Γάζα καί στήν Οὐκρανία, πού φαίνεται νά λαμβάνει περιφερειακές διαστάσεις  καί νά φθάνει μέχρι τήν Τῆνο,  τίς  ποδοσφαιρικές ἧττες καί ἀπογοητεύσεις, τήν  βία, τήν πίκρα, τήν διάβρωση-στρέβλωση  τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ  γεγονότος ἀπό τήν διάχυτη μαγική ἀντίληψη…

  Δέν πρόκειται νά µποῦµε στά βαθιά νερά τῶν κειμένων τοῦ Φλωράκη δι’ αὐτῆς τῆς  σταγόνας, πού εἶναι τό παρόν σηµείωµα. Θά τονίσουµε ὂµως πώς ὁ φίλος Ἀλέκος δέν εἶναι ἐρευνητής  τοῦ κανόνα, ἀλλά τῆς ἐξαίρεσης. Τό φλογερό πάθος του, ἡ συναρπαστική ἀφήγησή του, ἡ ποιητική του μεγαλωσύνη, συνιστοῦν στοιχεῖα μεγάλης παιδείας. 

  Τό κείμενό μου ἀναγκαστικά εἶναι σύντομο, καί κάπως ἀποφθεγματικό. Εἶναι περισσότερο  μιά πρό(σ)κληση σέ  ὃλους νά ξαναμελετήσουμε τόν Φλωράκη. Τό νά θωπεύεις κολακεύοντας  κάποιον εἶναι εὒκολο, ἰδίως στήν έποχή μας πού ὑπάρχουν τόσα μέσα γιά νά  τό πετύχεις. Τό θέμα εἶναι νά «χωνέψεις» βαθιά καί οὐσιαστικά τό πέρασμα κάποιου ἀνθρώπου ἀπό  τόν κόσμο, νά δεῖς συνολικά τό φίλμ τῆς ζωῆς του, τῆς δράσης του, τῆς στάσης του, τῆς σκέψης του, τῆς προσφορᾶς του, τῶν διλημμάτων του, καί τῶν ἐσωτερικῶν του διαλόγων.

  Αὐτό πού μένει εἶναι ὁ Ἀλέκος νά συνεχίσει  ν’ ἀντιστέκεται «ὃπως οἱ ἐλιές τῆς πατρίδας μου», πού λέει κι ὁ Βρεττάκος! Ν’ ἀντιστέκεται στήν πτώση, τήν παραίτηση, τήν ἀσχήμια, τήν ἀδιαφορία, τήν ἒλλειψη ἐπίγνωσης καί τήν διάχυτη ἀνοησία πού ὑπάρχει παντοῦ. Καί νά φροντίζει τά ὂνειρά του νά εἶναι πάντα πιό πολλά ἀπό τίς ἀναμνήσεις του. Νά συνεχίσει νά  γράφει κάτι πού  ν’ ἀξίζει νά τό διαβάσει κανείς ἂλλη μιά φορά, ἀκόμη καί ὁ ἲδιος.

 

1.Ἀπό τήν κουβερτούρα τοῦ ἒργου.

2. Ἀλέκος Ε. Φλωράκης, Κάποτε στήν Τῆνο Παλίμψηστα λαογραφικά, σελ.10, εκδ, Ἐρίννη.

3.Ἀλέκος Φλωράκης. Σέ παρελθόντα χρόνο, εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 200. 

4.Ἀλέκος Ε. Φλωράκης, Κάποτε στήν Τῆνο Παλίμψηστα λαογραφικά, σελ.16, εκδ, Ἐρίννη.