Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Σπουδή στόν ἒρωτα. Λόγος ὂγδοος. Σέ ἐποχή πού τό φλέρτ ἐγκαλεῖται ὡς σεξουαλική παρενόχληση.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου 

    «…εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή…» (Ἰω. 19,25)

 Γέστας, ὁ ἀμετανόητος Ληστής:

   Ἰησοῦ, μιά χώρα δέν μπορεῖ νά βρεθεῖ ψηλότερα  ἀπό τό ἐπίπεδο στό ὁποῖο βρίσκονται οἱ γυναῖκες της. Ὁμολογῶ πώς  τήν στάση τῆς μητέρας σου, τῶν φίλων σου, καί ὅλης τῆς παρέας σου,  τήν  διαπερνᾶ ἕνα ρεῦμα στοργῆς, βαθιᾶς ἀνθρωπιᾶς, ὄχι μόνο ἔναντι τοῦ δικοῦ σου πόνου, ἀλλά καί γιά τόν δικό μας, καί φυσικά εἶναι στόν ἀντίποδα τοῦ  μεγαλομανοῦς σαδομαζοχισμοῦ τοῦ ὄχλου.

   Μαζί μέ τήν μάνα σου καί  τήν παρέα της βλέπω καί  τήν δική μου μάνα! Δέν ἀμφέβαλλα ὅτι καί στά ὕστατά μου θά ἦταν ἐδῶ, ὅπως ἐξ ἄλλου παρακολουθοῦσε  μέ πόνο τήν κάθε δύστροπη κίνησή μου. Ἔχει  μιά διάχυτη λεπτότητα στήν λύπη της, πού  μαρτυρᾶ τήν ἀγάπη της γιά τόν μονογενή της, ἴδια με την δική σου, ἴδια μέ ὅλες τίς μάνες. Τήν ἀναγνώρισα ἀπό τήν ἄσπρη περίτεχνα δεμένη μαντήλα της, ἀλλά καί ἀπό τήν σταθερή συνοδεία της, τήν Κασσία. 

  Κανένας δέν καμάρωνε νά ἔχει παρέα αὐτήν ψυχή. Ἡ μανούλα μου χρόνια τήν νοιάζεται, μέ ἐμένα νά χαίρομαι. Σέ ἀναγνώριση, συνήθιζε ἡ  Κασσιανή,  ὅταν μέ συναντοῦσε νά μέ χαιρετᾶ χαϊδεύοντάς μου τήν μέση μέ τά δυό της χέρια καί ἐγώ νά τήν θωπεύω στό κεφάλι.  

  Πάντα τῆς ἄρεσε  νά ντύνεται κομψά, καί νά ψιμυθιώνεται ἀκραῖα, συνοδείᾳ  ἑνός  ἐλκυστικοῦ ἀρώματος. Τό νιώθει ὅτι δέν μπορεῖ νά κρύψει τήν ἐπερχόμενη φθορά, ἀλλά προσπαθεῖ νά κρατήσει ὄρθια τά συντρίμμια τοῦ κορμιοῦ της, καί μέσα ἀπό  αὐτά τήν ψυχή της. Ἀκόμη καί σ’ αὐτήν τήν προχωρημένη ἠλικία δέν θέλει νά γίνει θύμα, νά αἰχμαλωτιστεῖ ἀπό τήν  φθορά, τόν θάνατο. Στό μακιγιάζ τοῦ προσώπου της εἶναι εὐδιάκριτη  ἡ προσπάθειά της νά ξεχωρίζουν τά πάλαι ποτέ ὄμορφα χαρακτηριστικά της, δίνοντας τήν αἴσθηση τῆς ἄλκιμης  κορασίδας.  Τά μάτια της τά τονίζει στῆς ψευδαίσθησης τά χρώματα, μέ σκιές ἔντονες, καί τά χείλη της  μέ διακριτικά  κοψίματα γύρω ἀπό ἕνα μπορντώ, χοντροκόκκινο κραγιόν, κάτι πού θά ταίριαζε περισσότερο σέ ὥριμη παιδούλα.

  Τό τελικό καλλωπιστικό βῆμα τό ὁποῖο ἀνέκαθεν ὁλοκλήρωνε  τήν ρουτίνα ὀμορφιᾶς τῆς  Κασσιανῆς εἶναι τό ἄρωμα. Πιστεύει ὅτι τῆς   χαρίζει μιά ἰδιαίτερη ταυτότητα πού τήν κάνει νά ξεχωρίζει. Ἀπό τότε μάλιστα πού τά βλέμματα τῶν ἀρσενικῶν ἔπαψαν νά ἐστιάζουν πάνω της, καταφεύγει σέ δυνατά ἀρώματα· θέλει νά συνεχίζει νά κάνει  αἰσθητή τήν παρουσία της, νά εἶναι ἐλκυστική. Τό ταπεινό σπίτι της εἶναι γεμᾶτο μέ φθηνά κοσμήματα, χάλκινα σπειροειδῆ ἐλάσματα, περόνες, τοξωτές πόρπες, περιδέραια, ἀσημένια δαχτυλίδια, ἀρωματικά ἔλαια, σμύραινα, καί καλλωπιστικές ἀλοιφές σἐ κορινθιακούς ἀρυβάλλους, ἀττικά ληκύθια, καί ντόπια ἑξάλειπτρα.

  Ἀγαπῶ  αὐτόν τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς φθορᾶς, Ἀνεξάρτητα ἀπό τό ὅποιο ὀδυνηρό τίμημα, κρύβει στά σπλάχνα του δημιουργικές δυνάμεις, ἐκφράζει ψυχικές  ἀντοχές. Ἀγαπῶ αὐτά τά συντρίμμια πού μάχονται μέ πεῖσμα ἐναντίον τῆς φυσικῆς διάβρωσης, γιατί νιώθω  πῶς γίνομαι ἕνα μ’ αὐτά· μοιάζουν μέ τήν πάλη τῆς  ἐρειπωμένης μου πίστης, πού βλέπει τήν αἰωνιότητα μές σέ συντρίμμια.

  Ἀγαπῶ τό γερασμένα γυναικεῖα πρόσωπα πού μάχονται νά κρατήσουν ἀκμαία τήν νιότη· ἀγαπῶ τήν μαδημένη μου πίστη πού γυρεύει νά στεριώσει, πού παλεύει νά σταθεῖ στά πόδια της. Ἀγαπῶ τά συντρίμμια τοῦ κορμιοῦ τῆς κάθε Κασσίας, ἀγαπῶ τά συντρίμμια τῆς πίστης μου…  

  Ἰησοῦ, εἶναι αὐτό πού σοῦ ἔλεγα. Οἱ ἄνδρες σχεδίασαν καί ἀπόσωσαν τά πάθη, μέχρι τήν τελευταία λεπτομέρεια, ἀλλά  μόνο στίς γυναῖκες  δόθηκε ἡ δωρεά νά γίνουν μάρτυρες  τῆς  Σταύρωσης ἐτοῦτο  τό πρωϊνό.   Αὐτές γεννοῦν καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι σέ θέση νά δείξουν τήν νίκη τῆς ζωῆς πάνω στόν θάνατο· αὐτές γνωρίζουν ἀπό πίστη καί ἀγάπη, ὥστε νά δοῦν μιά πραγματικότητα ἡ ὁποία ζητεῖ ὀφθαλμούς καρδιάς.  Ἀγάπη, αὐτή εἶναι ἡ εὐλογημένη μοίρα τῆς γυναίκας. Καταλαβαίνει κανείς για ποιό λόγο ἡ ἀγάπη είναι γυναικεία ὑπόθεση.

  Πάνω στόν Γολγοθᾶ, τόν συνώνυμο πλέον τῆς βασάνου,  ὅπου ἡ  συμπόνια καί ἡ   ἀγάπη δέν ἔχει θέση,  οὔτε ἡ ζωή περιθώρια καί διεξόδους, ὅπου πλέον μαζί μέ τήν βαρύτητα δεσπόζουν ὅλες οἱ ἀδρανεῖς δυνάμεις τῆς ὕπαρξης, ἔχει ἐγκατασταθεῖ σάν φῶς ζωῆς ἕνας λευκοφορεμένος, αστραπόμορφος ἄγγελος· ἡ μάνα μου.

  Σ’ αὐτή τήν συνθήκη ἄσπρου καί μαύρου,  τῶν κύκλων νύχτας καί ἡμέρας, θανάτου καί ζωῆς,  ἡ μάνα μου,  ὅλες  οἱ μάνες,    ἐντάσσονται τέλεια, ἀπό τήν ἴδια, τήν γυναικεία, φύση τους. Μποροῦν νά δοῦν μέ ἄλλα μάτια τά πράγματα· νά ἀντέξουν τόν θάνατο ὅπως ἀντέχουν τήν ζωή, κινοῦνται ἄνετα στό σκοτάδι ὅπως στό φῶς. Γίνονται πλάσματα τοῦ ἀλλοιῶς· πυκνότητα ὑλική μεταμορφωμένη σέ καθαρή πνευματικότητα. Ἀνυπότακτες στήν φθορά καί τόν θάνατο, γεμᾶτες δέος καί τρόμο γιά τήν ζωή, ἀνοιχτές σέ ὅλα  τά ὄνειρα, προβάλλει ἐντός τους φωτεινά ἡ ἀλήθεια τοῦ εἶναι καί τό αἴσθημα αὐτό –ὡς  καλή εἴδηση –ἀπλώνεται λυτρωτικά σάν ἄπειρο.

    ἀφθαρσία τῆς πνευματικῆς μας οὐσίας, δέν συμφωνεῖτε, ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο, πού ὡς τέτοιο καθαρά ἐσωτερικό γεγονός ἀποτυπώνεται μοναδικά στὀ πνευματικό σῶμα τῶν γυναικείων συμβόλων;

  Ἰησοῦ, κάποιοι ἄνθρωποι σ’ ἀγγίζουν, ἀπό μακριά, χωρίς νά σέ πλησιάσουν. Ἀνάμεσα στήν παρέα σου διακρίνω τήν  Μαγδαληνή· εἶναι ἡ γυναῖκα μέ  τήν πιό ἔντονη προσωπικότητα  πού ἔχω γνωρίσει! Ἀπό τήν Ἀφροδίτη τῆς Κνίδου ἔχει πάρει τό κεφάλι, τό μέτωπο, τίς ὡραῖες γραμμές τῶν φρυδιῶν καί τήν ὑγρότητα τῶν ὀφθαλμῶν. Τά μῆλα καί ὅλα τά ἄλλα ἐξέχοντα μέρη τοῦ προσώπου, προσέτι δέ καί τά ἄκρα τῶν χειρῶν καί τῶν καρπῶν, τήν εὐρυθμία καί τούς στρογγυλούς δακτύλους, τούς λεπτυνόμενους κατά τά ἄκρα, τά ἔλαβε  ἀπό τήν Ἀφροδίτη τῆς  Μήλου. Τό ὅλο περίγραμμα τοῦ προσώπου, τήν ἀβρότητα τῶν παρειῶν,  τήν συμμετρία τῆς  μύτης, καί τοῦ στόματος τήν ἀρμονική σχισμή, καθώς  καί τόν αὐχένα τά ἔδωσε ἡ Ἀφροδίτη τῆς Ρόδου, ἡ δε ψυχή της τήν στόλισε μέ αἰδημοσύνη, τῆς ἀνέπτυξε τό σεμνό πού μόλις ἀχνοφαίνεται,  ὑπερήφανο, ἀξιοπρεπές μειδίαμα, «μαδίασμα τό σεμνόν καί λεληθός» καί ἡ φύση τήν προίκισε μέ τό  εὐσταλές, ἀεράτο, δυναμικό, ἐπιβλητικό βάδισμα. (Μέ τά λόγια αὐτά ὁ Λουκιανός παινεύει τό χάλκινο ἄγαλμα τῆς Ἀφροδἰτης τοῦ γλύπτη Κάλαμη).   

    Μαγδαληνή, ὅταν εἶσαι τόσο ὡραία δέν ζηλεύεις τήν ὀμορφιά. Ἀναπνέεις μαζί της. Αὐτή ἡ ἔκπαγλη ὡραιότητά σου, λούζει κάθε τί, ἀκόμη καί ἐκεῖνα τά εὔθραυστα πού ἀφανίζονται μαζί μέ τόν ἄνθρωπο: ἡ κομψότητα, ἡ ζεστή φωνή, ἡ ἔνδυση… Γνωρίζω ὅτι ἡ ἀκοή σου ἔχει κορεστεῖ ἀπό ἐπαίνους, κολακεῖες καί τά αὐτιά σου δέν ἀνταποκρίνονται θετικά στίς λεκτικές θωπεῖες, ἀλλά ὁ λόγος μου εἶναι ὕμνος, εἶναι αἶνος, σπουδή στό κάλλος, ψυχῆς καί σώματος. Μελαχρινή μου λαμπάδα, ἡ ἀγάπη κρατάει μακριά τόν φόβο τοῦ θανάτου. φωνή μου κάτισχνη, ἔλα πιό κοντά.

γαθοὶ οἱ μαστοί σου ὑπὲρ οἶνον, τσαμπιά μέ σταφύλια,

θυμάρι καλοκαιρινό  τοῦ Τσικνιά ἡ ἀνάπνια σου, ρυθμίζει τόν σφυγμό μου,

τό ἄσπρο σου πουκάμισο, ὡραῖα σοῦ πηγαίνει,

ἔτσι ἀνοιχτό στό στιβαρό λαιμό σου, μιλᾶ ἀλλιῶς, 

ἀστέρι τῶν ματιῶν καί ἤλιε ἐσύ, τῆς πλάσης ἐσύ ἄγγελε,

κρύψου, γίνε ἀόρατη γιά ὅλους· ὁρατή μόνο σέ  μένα,

τό φεγγάρι σήμερα νά σκιρτᾶ γονατιστό μπροστά σου,

κι’ αὔριο ὁ ἥλιος ὁ ἡλιάτορας

νά  ἀναπαύεται  στό κορμί σου έπάνω,

μέ σένα νά κυβερνᾶς τά κύματα,

καί  μένα, κόρες χίλιες, σπορά  στόν ἱδρωμένο σου ἀγρό.  

Αὐτά τά ἐλάχιστα  γιά σένα, πόσο πολλά γιά μένα!

  Λυδία λίθος ἡ μνήμη καί ἡ κρησάρα τῶν χρόνων γιά περασμένα πού δέν καταχωρίζονται στά ξεχασμένα, οὔτε χωνεύονται σέ ἀποθέτες λησμοσύνης. Ἀνακλήσεις ἀπό τά διά βίου σκαμπανεβάσματα, κατηφόρες κι ἀνηφόρες, ἀπό τά χαρμόσυνα καί ἀνέμελα ὡς τά βαριά κι ἀγιάτρευτα…

  Ἡ λίμνη τῆς Γαλιλαίας, ἡ μεγάλη σάν θάλασσα. Σ’ αὐτήν ἀκουμποῦσα κάθε φορά ἀπό τά κουραστικά διαρκείας ταξίδια μου. Πάντα σ’ αὐτήν καί γι’ αὐτήν ἐπέστρεφα, νά τήν δῶ ἀκόμη μιά φορά.  Νά μέ φυσήξει ὁ δυνατός ἀέρας της, νά φουσκώσει τά ροῦχα μου σάν πανιά,  νά νιώσω στό κουρασμένο μου πρόσωπο τήν παγωμένη της δροσιά, νά μυρίσω τά  κύματά της. Καθόμουν ξημερώματα στίς ὄχθες της, τό δροσερό νερό της χάιδευε τίς πατοῦσες μου, μέ τά μικρά ψαράκια νά τσιμποῦν τά δάκτυλά μου. Μερικές φορές χαμογελοῦσα, μέ κάποιο ἀκαθόριστα ὄμορφο, μέ κάτι πού μοῦ κόμιζε ἡ ἀδιόρατη μνήμη μιᾶς εὐδαιμονίας.  Συνήθως ὅμως τό βλέμμα μου εἶχε τήν σκοτεινή ἀντάρα τοῦ ναυαγίου.

  Κοίταζα τήν  Τιβεριάδα καί χανόμουν στά νερά της, τήν κοίταζα σάν νά περίμενα κάτι, σάν νά περίμενα νά γίνει κάτι, ἕνα θαῦμα ἄς ποῦμε, νά ἀναδυθοῦν ἀπό τά νερά της, πλάσματα μαγικά, μέ φτερά ἀπό κρύσταλλο, νά τραγουδοῦν ὕμνους ἀγάπης σέ γλῶσσες ἄγνωστες, λόγια ἐρωτικά ἀλλούτερα, ξένα κι ὀδυνηρά γιά τό συνηθισμένο σέ ἄλλους ἤχους αὐτί μου. Μπορεῖ ἡ ἀμφιβολία νά δαγκώνει σάν φίδι τήν ψυχή μου, ὄμως τά ἐρωτήματά μου δέν ἔχουν δειλία, ἡ φωνή  μου δέν τρέμει  καταπίνοντας τίς λέξεις πρίν κιόλας τίς  ἀρθρώσω. Διεκδικῶ ἀπαντήσεις, ἀκόμη κι ἄν εἶναι νά ἔρθουν στά ὕστατά μου. Κάποια κομιζόμενα ἐρωτήματα καί ἀπορίες, δύσκολα παρακάμπτονται ἤ ἀπωθοῦνται. Πάνω στό ἀκραῖο  βασανιστήριο τοῦ σταυροῦ, ἐλάχιστα λεπτά πρίν τόν θάνατό μου, ἀρχίζω νά  ξανασυλλαβίζω τό «νόημα» τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Συμφωνεῖς  πώς ἄν οἱ ψυχές μας συναντιόντουσαν στήν σωστή στιγμή, τόν σωστό χρόνο,  θά εἴμαστε τώρα σ’ ἕνα ἀλλοῦ καί σέ ἕνα ἀλλοιῶς;

 

ΥΓ Ἂς μήν ξεχνᾶμε ὃτι τό ἀληθινό μυθιστόρημα δέν εἶναι μυθοπλασία, ἡ αὐθεντική μαρτυρία φαντάζει μυθιστόρημα.

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Ο Ασύρματος στα φιλόξενα χέρια μιας πολυμελούς οικογένειας.

 

Ἀννα Κ. Κορνάρου-Καλαμαρά 

Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ήχησαν στο ήρεμο ΄ Εθνος μας οι σειρήνες του πολέμου. «Αιιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις από της 5.30΄σήμερον προσβάλλουν τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους» ήταν το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν. ..΄Ωριμος ο Λαός μας με άκρατο ενθουσιασμό αντιμετώπισε το γεγονός και πίστεψε απ’ την πρώτη στιγμή ως Οδηγήτρια στον άνισο αγώνα τη Θεομήτορα, που προσβλήθηκε στις 15 Αυγούστου 1940 στο νησί Της. Τότε που τορπιλλίστηκε το εύδρομο του στόλου μας «ΕΛΛΗ» στο λιμάνι της Τήνου από ιταλικό υποβρύχιο. Αγωνίστηκαν τα παλικάρια μας στην ελληνική αμυντική γραμμή, εκεί ψηλά από τις ακτές του Ιονίου ως τις Πρέσπες, σ’ ένα μέτωπο μήκους 250 χιλιομ. Και απ’ τις 14 Νοεμβρίου 1940 δεν αμύνονται πια, αλλά επιτίθενται σε όλο το μήκος του μετώπου και καταδιώκουν τον εισβολέα βαθιά στο αλβανικό έδαφος.

  Αλλά στις 6 Απριλίου 1941 δεχόμαστε την επίθεση και της Γερμανίας. Αντιμετωπίζουμε δύο αυτοκρατορίες. Κάμπτεται η αντίστασή μας και βυθιζόμαστε στην Κατοχή. Ο Λαός μας όμως δεν συμβιβάζεται. Δεν του επιτρέπει η Ιστορία του και το ένδοξο απ’ τα πανάρχαια χρόνια παρελθόν του να μείνει υπόδουλος. ΄Ατομα και ομάδες, σε όλη την Ελλάδα, ανοργάνωτες στην αρχή, ξεσηκώνονται και προκαλούν φθορές στον εχθρό. Και στα νησιά μας περιμένουν το σύνθημα. Περνούν πετρελαιοκίνητα (καϊκια) απ’ την Τήνο κι έχουν στ’ αμπάρια τους παλικάρια για τη Μέση Ανατολή. ΄Ελληνες και Σύμμαχοι στρατιωτικοί ή διωκόμενοι απ’ τα στρατεύματα Κατοχής. Και προσωπικότητες Στρατιωτικές και Πολιτικές περνούν απ’ την Τήνο. Σταθμεύουν για λίγο κι ύστερα για τη Μέση Ανατολή. Ανάμεσά τους ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Γεώργιος Παπανδρέου γνωρίστηκαν με τους κατοίκους του νησιού και συνέχισαν μετά την απελευθέρωση τη φιλία τους.

  Οι λεμβούχοι κι οι ψαράδες μας, αεικίνητοι σ’ εκείνες τις περιστάσεις, συντρέχουν,όπως μπορούν, να κατευθύνουν τα καϊκια σε ασφαλείς και αθέατους απ’ τα εχθρικάπεριπολικά και παρατηρητήρια όρμους. Με φιλόξενη διάθεση φροντίζουν για την ασφαλή μετάβασή τους στη Μέση Ανατολή. Θα πέρασαν τότε απ’ τα τρία νησιά ΄Ανδρο, Τήνο, Μύκονο περί τους 300 εθελοντές για να πολεμήσουν με τον συμμαχικό στρατό.

   Κι όταν ήρθε η ώρα και δόθηκε διαταγή στον Ανθ/γό του Πεζικού Βασίλη Κοσκινά, που υπηρετούσε τότε στο Στρατό της Μ. Ανατολής, ν’ αναχωρήσει για την κατεχόμενη Ελλάδα και συγκεκριμένα για τις Κυκλάδες, προκειμένου να εγκαταστήσει δίκτυο πληροφοριών και δολιοφθοράς εις βάρος του εχθρού, με ενθουσιασμό γνωρίζει πού θα κατευθυνθεί. Στην Τήνο ! ΄Ηταν η γεωγραφική θέση του νησιού στο σταυροδρόμι μεταξύ Ηπειρωτικής Ελλάδας και Μ. Ασίας. Επί πλέον όμως είχε και θετικές πληροφορίες για τους ανθρώπους του νησιού. Γνωρίζεται με τον Τελώνη και Λιμενάρχη τότε της Τήνου Λάμπρο Τσούρα. Πείθεται για τα φρονήματα και τις ικανότητες του κι αρχίζει η ένθερμη συνεργασία μαζί του. Φιλοξενείται με κάθε προφύλαξη στο σπίτι του επί 22 ημέρες και καταστρώνουν τα σχέδια για τη συμμετοχή της Τήνου στον Αγώνα κατά των κατακτητών.    

   Αποφασίζεται η Τήνος να γίνει έδρα της Οργανώσεως και διαμονής του Αρχηγού, αλλά και τόπος εγκατάστασης και λειτουργίας του σταθμού Ασυρμάτου. Γίνεται η Τήνος Συμμαχική Βάση στην κατεχόμενη Ελλάδα και οι υποχρεώσεις αυξάνονται. Μεγάλες οι ευθύνες. Ανταλλάσσονται πληροφορίες για έμπιστους και ικανούς ανθρώπους με κάθε λεπτομέρεια. Η Οργάνωση επεκτείνεται και δικτυώνεται σε όλο το Νομό Κυκλάδων. Επιλέγονται άτομα εμπιστοσύνης, που θα στελεχώσουν τα κλιμάκια κάποιων νησιών. Αρχηγός της Οργάνωσης Πληροφοριών και Δολιοφθοράς Κυκλάδων ο Ανθ/γός Βασίλης Κοσκινάς με το ψευδώνυμο Παύλος Σπανός, άεργος Ναυτικός. Υπαρχηγός της Οργάνωσης και αναπληρωτής του Αρχηγού κατά τη διάρκεια απουσίας του στη Μ. Ανατολή ή στα νησιά του Νομού, ο Τελώνης Τήνου Λάμπρος Τσούρας. Αναγνωρίζεται ο Τσούρας ως επίσημος πράκτωρ και από τους Αμερικανούς με αριθμό 42 και εφοδιάζεται με κρυπτογραφικό κώδικα, για να συνεχίζεται η λειτουργία του Ασυρμάτου χωρίς διακοπή.

   Πού θα εγκατασταθεί όμως ο Ασύρματος και πώς θα εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία του; Εκεί θα διαμένει και ο Χειριστής. ΄Επρεπε λοιπόν να βρεθεί μια περιοχή στις παρυφές της πόλης Τήνου, για να απομακρύνεται εύκολα σε περίπτωση ανάγκης ο Χειριστής. Επίσης να είναι σε ύψωμα για την καλή απόδοση του Ασυρμάτου, αλλά να υπάρχει και ορατότητα για τον έλεγχο της περιοχής από κάθε ύποπτη κίνηση.

  Μελετήθηκαν όλες οι περιοχές της Τήνου μία προς μία, με επιτόπια μετάβαση, και ξεχώρισε η περιοχή στη θέση «Βαρύ». Σ’ εκείνη την ιδανική θέση βρισκόταν το σπίτι του Νικολάου Κορνάρου. Απομονωμένο το σπίτι στο ύψωμα, ψηλά, πίσω και αριστερά του Ναού της Μεγαλόχαρης, με θέα το λιμάνι, τη θάλασσα μακριά μέχρι τα ουρανοθέμελα. Στο βάθος αριστερά κρυβόταν ένα άλλο μικρό σπιτάκι, χωμένο μέσα στα δένδρα και στις κληματαριές, τελείως αθέατο, λες και ήταν παραγγελία για την εγκατάσταση του Ασυρμάτου και τη διαμονή του Χειριστή.

   Οι ιδιοκτήτες όμως είχαν τη δύναμη και το θάρρος να επωμιστούν τέτοια ευθύνη, να θέσουν σε καθημερινό κίνδυνο τη ζωή ολόκληρης της οικογένειας; Από την έρευνα προέκυψε η πληροφορία ότι το σπίτι κατοικείται από μια πολυμελή οικογένεια, 12 τα παιδιά και 2 οι γονείς, 14 άτομα. Δύσκολο να εξασφαλιστεί η εχεμύθεια. Αλλά η ιδανική θέση του σπιτιού ανάγκασε την Οργάνωση να αναζητήσει πληροφορίες για το ποιόν και το φρόνημα των ανθρώπων. Είναι αφοσιωμένοι στην ιδέα της Πατρίδας και της ελευθερίας;

  Οι αποκαλύψεις ενθουσίασαν τους ερευνητές. Ο Νικόλαος Κορνάρος είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς πολέμους. Τυμπανιστής κατά την πολιορκία και την απελευθέρωση του Μπιζανίου ξεσήκωνε τις καρδιές των στρατιωτών βροντώντας το τύμπανο. Μιλούσε για τις ιστορικές στιγμές, που έζησε και έκλαιγε από συγκίνηση… Ο πρώτος γιος, ο Στυλιανός, υπηρετούσε τότε Αρχιμανδρίτης- ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Σύρου, ενώ στον πόλεμο του 1940 διετέλεσε στρατιωτικός Ιερέας στο αλβανικό μέτωπο εμψυχώνοντας το Στρατό μας. Ο δεύτερος γιος, ο Κωνσταντίνος, έγγαμος, πολέμησε στην Αλβανία, τραυματίστηκε στο Τομόρι και σώθηκε ως εκ θαύματος. Ο τρίτος κατά σειρά γιος, ο Δημήτρης, Μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού, είχε ήδη ενταχθεί στην Οργάνωση, και μάλιστα υπηρετούσε σαν πλήρωμα σε πετρελαιοκίνητο της υπηρεσίας. Αμέσως είχε ακολουθήσει η προσχώρηση στην Οργάνωση και του άλλου αδελφού, του Παπα- Λευτέρη κι ύστερα του Βαγγέλη, τουΑρτέμη και του Χαράλαμπου.

  Μετά τις αίσιες αυτές αποκαλύψεις έγιναν όλα πιο εύκολα, ώστε αμέσως ανετέθη στον Παπα- Λευτέρη να διεκπεραιώσει όλες τις υπόλοιπες διατυπώσεις και πολύ γρήγορα το μικρό σπιτάκι, απομονωμένο μέσα στην κατάφυτη εκείνη περιοχή, υποδέχεται τον Ασύρματο και τον ασυρματιστή Στάθη Σιδέρη από την ΄Ανδρο. Εκείνος αμέσως ρίχνεται στη δουλειά απερίσπαστος. Ξέρει καλά πως άγρυπνα μάτια παρακολουθούν κάθε ύποπτη κίνηση στην περιοχή και μια ολόκληρη οικογένεια φροντίζει για την ασφάλειά του και συνεργάζεται για την επιτυχία του πατριωτικού έργου. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως τόσο άκρα ήταν η μυστικότητα μεταξύ των μελών της οικογένειας, ώστε ο πατέρας μας Κωνσταντίνος, έγγαμος, όπως αναφέραμε- εγώ δεν είχα γεννηθεί, ήταν στα μέσα του 1944- δεν γνώριζε πως στο σπίτι τους στο «Βαρύ» λειτουργούσε Ασύρματος και φιλοξενούνταν κατά καιρούς μέλη της Συμμαχικής αποστολής. Γιατί; Για το φόβο μήπως κάτι πει, έστω εμπιστευτικά, στην οικογένεια της γυναίκας του.

   Και συνεχίζεται η προσπάθεια εναντίον του εχθρού. Με πληροφορίες του Ασυρμάτου στους Συμμάχους βομβαρδίζεται η ναυτική βάση της Σύρου από θάλασσα και αέρα. Καταστρέφονται οι λιμενικές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις κι όλα σχεδόν τα πλοία που διέρχονται απ’ το λιμάνι για ανεφοδιασμό. Πού να ξεμυτίσει νηοπομπή και να μη δεχθεί επίθεση; Γέμισαν ναυάγια οι ακτές των νησιών και πτώματα Γερμανών στρατιωτικών. Τέσσερα γερμανικά πλοία βυθίστηκαν στις ακτές του νησιού και κάθε τόσο διαλύονταν νηοπομπές και μεμονωμένα πλοία.

   Μπροστά σε τέτοια καταστροφή οι Γερμανοί ψάχνουν να βρουν Ασύρματο. ΄Ενας είναι ή πολλοί; Και σε ποιο νησί; Βάζουν σε ενέργεια ραδιογωνιόμετρα. Στέλνουν δικούς τους ανθρώπους στα νησιά να μάθουν πού εδρεύουν εκείνοι που κρατούν τόσο καλά ενημερωμένους τους Συμμάχους. Μάταιος κόπος. Κανένας δεν μιλάει. Οι συχνές επιδρομές στα νησιά και ιδίως στην Τήνο τίποτε δεν απέδωσαν. Εδώ τα παιδιά του Κορνάρου έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα. Είναι κατά τέτοιο τρόπο δικτυωμένα, ώστε ενημερώνεται αμέσως ο ασυρματιστής να παραμείνει νεκρός ο Ασύρματος, ώσπου να περάσει ο κίνδυνος. Μια φορά ο Χαράλαμπος φορτώθηκε στον ώμο τον Ασύρματο και με τον χειριστή του τράβηξαν κατά το βοριά προς το χωριό Κτικάδος και κρύφτηκαν στο ύψωμα «Κάρλος». ΄Αλλοτε ο Δημήτρης φόρτωσε στο γαϊδουράκι δυο κοφίνια με σταφύλια κι έχωσε στο ένα κοφίνι τον Ασύρματο. Χορταρικά και σταφύλια από πάνω. ΄Ετσι πέρασε απ’ την περίπολο της παραλίας κι όταν άλλη περίπολος τον σταμάτησε στον αμαξιτό, έξω απ’ την Αγία Παρασκευή, τους είπε γελώντας με νοήματα «πάω να τα πατήσουμε για μούστο…κρασί…».

  Αλλά θυμάμαι τον παππού μου Νικόλαο Κορνάρο με πόση συγκίνηση μού έδειχνε στα παιδικά μου χρόνια μια έκταση χωραφιού δίπλα στη στέρνα με τα ψαράκια. « Να, εδώ, όταν έρχονταν απ’ τη Σύρα τα γερμανικά βαποράκια και ψάχναν με τα ραδιογωνιόμετρα για Ασύρματο είχα έτοιμους σκαμμένους λάκκους. Χώναμε μέσα σε κάσα τον Ασύρματο και ό, τι άλλο δεν έπρεπε να πέσει στα χέρια του εχθρού κι από πάνω φύτευα μαρούλια. Φρεσκοποτισμένο το χώμα πού να φανταστεί κανείς τι κρύβει».

  ΄Αλλοτε πάλι ο Χαράλαμπος, στη μεγάλη επιδρομή των Γερμανών, πέρασε τον κλοιό κι έφθασε ξημερώματα στο παμπάλαιο σπίτι του Κριαρά στην Παλλάδα. Στις υπόγειες αποθήκες εκείνου του σπιτιού με τις δαιδαλώδεις εξόδους κατέφευγαν ΄Ελληνες και Σύμμαχοι στρατιωτικοί κι έκρυβαν οπλισμό και πράματα των οργανώσεων. Πήγε λοιπόν απ’ το πορτάκι του σπιτιού το πλαϊνό, που συναντούμε σήμερα κατεβαίνοντας τα σκαλάκια προς την Παλλάδα, κτύπησε συνθηματικά κι είπε σ’ ένα κύριο , που πρόβαλε με πυτζάμες και το σκουφί στο κεφάλι :« Είναι περικυκλωμένη η πόλη και γίνονται συλλήψεις. Μου είπαν να φύγουν γρήγορα» . Κι από εκεί κατευθύνθηκε στο σπίτι του Κρυωνά πιο πάνω απ’ την εκκλησία του Σαντ Αντόνιο κι έδωσε παρόμοιο μήνυμα…

  Μα και ο Χριστόφορος με τον φίλο του Ανδρέα Δάβιο εξετέλεσαν με επιτυχία επικίνδυνη αποστολή. Η σύλληψή τους θα τους οδηγούσε σε εκτελεστικό απόσπασμα. Αλλά τα παιδιά άφοβα και τολμηρά είχαν συναίσθηση πως αγωνίζονται για την Πατρίδα και τη λευτεριά της. Και τα κορίτσια δεν υστερούσαν. Βρίσκονταν πάντα στο πόστο τους. Εκτελούσαν βάρδιες κι άγρυπνα έψαχναν μήπως αντιληφθούν κάτι ύποπτο να ειδοποιήσουν τον χειριστή να σταματήσει τη λειτουργία του Ασυρμάτου.

  Μου έλεγε η γιαγιά μου, ΄Αννα Κορνάρου, με πόση αγωνία έβλεπαν το ξημέρωμα της κάθε μέρας. Κι ώσπου να βραδιάσει… «Παιδάκι μ΄, με την ψυχή στο στόμα παρακολουθούσαμε ολόγυρα κι ήμασταν έτοιμοι ό,τι κι αν μας συμβεί. Παρηγοριά μας η Παναγία μας. Γύριζα προς τον Ναό Της, σταυροκοπιόμουν και Την παρακαλούσα να μας σκεπάζει και να προστατεύει τον Στάθη, τον χειριστή. Η καμπάνα της Παναγίας μας, που κτυπούσε κάθε μέρα πρωί, μεσημέρι, βράδυ μάς αναζωογονούσε. Το νιώθαμε πως μας περιφρουρεί και άλλαζε φύλλο η καρδιά μας. Κάποτε, που μας είπαν πως τα πράγματα ήταν δύσκολα, πήρα τη μικρή μου Κατίνα και πήγαμε με το γαϊδουράκι στο χωριό, στην Κώμη. Μας φιλοξένησε ο κουμπάρος μας. « ΄Ολο βαποράκια έρχονται» του είπαμε «και φοβάμαι μη γίνει καμιά γιούργια στη Χώρα». Μείναμε λίγο εκεί, ώσπου να καταλαγιάσουν οι έρευνες, κι ύστερα γυρίσαμε στη βάση μας… ».

  ΄Ολη η οικογένεια συνεισφέρει στο μεγάλο πατριωτικό έργο. Ο Δημήτρης ταξιδεύει από νησί σε νησί μαζί με άλλους συναδέλφους του ναυτικούς και είναι επιφορτισμένος με  επικίνδυνες αποστολές. Βοήθησε δε ουσιαστικά να εγκατασταθεί και να λειτουργήσει στο Νομό η Αγγλική ομάδα. Ο Παπά-Λευτέρης, βασικό στέλεχος της Οργάνωσης, επισκέπτεται πιο συχνά το πατρικό του σπίτι, για να μεταφέρει στον Ασυρματιστή εντολές και οδηγίες. Παρακολουθεί τη σωστή εφαρμογή τους, επιβλέπει αν φρουρείται καλά η περιοχή και παίρνει μέτρα ασφαλείας κατά τη λειτουργία του Ασυρμάτου. Είναι ιερέας στη Μεγαλόχαρη και εμψυχώνει όλους να ζητούν απ’ τη Θεοτόκο την ευλογία του ιερού αγώνα τους.

   Κι όταν ήρθε η ώρα προτρέπει τους αδελφούς του Βαγγέλη και Αρτέμη να φύγουν για τη Μέση Ανατολή και να πολεμήσουν εκεί στο πλευρό των Συμμάχων για τη λευτεριά της Πατρίδα. Πήγαν κι εκείνοι εθελοντές μαζί με άλλα παλικάρια…

  ΄Ολοι τους στην οικογένεια Κορνάρου γνωρίζουν πως οι Γερμανοί καταβάλλουν απεγνωσμένες προσπάθειες για τον εντοπισμό του Ασυρμάτου και ξέρουν καλά τι τους περιμένει αν συλληφθούν. Αλλά κανείς ποτέ δεν δείλιασε. ΄Ολοι προσέφεραν μέχρι τέλους με αφοσίωση τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στην Πατρίδα με πίστη και αφοσίωση. ΄Ολοι τους κράτησαν το μεγάλο μυστικό και κανείς ποτέ δεν έμαθε ούτε υποψιάστηκε ότι στην πόλη της Τήνου, μέσα στο σπίτι του Νικολάου Κορνάρου λειτουργούσε μυστικός πομπός.

  Η Τήνος απελευθερώθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1944. Τότε στο σπίτι εκείνο κυμάτισαν ολόγυρα οι Σημαίες των Συμμάχων, Αμερικανών, ΄Αγγλων, Αυστραλών, Νεοζηλανδών κλπ μαζί με την Ελληνική Σημαία και οι χωρικοί, που περνούσαν απ’ το δρόμο για τα χωριά τους, απορούσαν « Τι συμβαίνει; Τι έγινε εδώ; Εμείς ανεβοκατεβαίναμε κάθε μέρα και δεν καταλάβαμε τίποτα; Μωρέ μπράβο!». Και ποτέ ο Παππούς και η Γιαγιά δεν καυχήθηκαν στα εγγόνια τους για τη μεγάλη τους προσφορά. «΄Ετσι έπρεπε να κάνουμε για την Πατρίδα» έλεγαν. Αιωνία τους η Μνήμη !



Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Οἱ Γυναῖκες τῆς Γορτυνίας λίγο πρίν, λίγο μετά τό ’60

 

Στήν ἱερά μνήμη τῶν γιαγιάδων μου, Μαργαρίτας  καί Κωστούλας. 

   Γεννήθηκα στήν Τρίπολη, πολιτογραφήθηκα μέ καθυστέρηση τεσσάρων ἡμερῶν στό Δρακοβούνι Γορτυνίας ὃπου θά ἐπέστρεφε ἡ οἰκογένεια, ἀλλά οἱ γονεῖς    ἀποφάσισαν νά κατέβουν στά  πεδινά, στό Αἲγιο.

  Μετά τό έμφύλιο ρήμαξε ἡ Γορτυνία, ἓνας τόπος πού ἒσφυζε ἀπό ζωή καί  προκοπή. Ὁλόκληρα χωριά ἒσβησαν, οἱ  κάτοικοί της ἒφευγαν χωρίς κἂν νά  ρίξουν μιά τελευταία ματιά  πίσω  τους, ἀπό φόβο  μήν γίνουν «στήλη ἂλατος».   

  Οἱ φρικαλεότητες τοῦ ἐμφυλίου τούς ἀπελευθέρωσαν ἀπό  τον φόβο τοῦ θανάτου, γιά αὐτό ἦταν διαφορετικοί καί στό  πῶς «ἐπαναστατοῦν». Τό θά μείνουμε και θα παλέψουμε ἀπεδείχθη οὐτοπία. Ἡ ζωή δέν ζωντάνευε.

   Ἡ ἀπόφαση τῶν γονιῶν γιά κάθοδο στά πεδινά, φανέρωσε τήν ἐσωτερική δομή  τῆς ἐπαναστατικῆς σκέψης τῆς οἰκογενειακῆς  ἱστορίας. Ἒχει  φαίνεται πάντα μιά διαρκή δύναμη ἐπικαιρότητας ὁ τρόπος φανέρωσης τῆς Καθόδου, εἲτε πρόκειται γιά λαούς, εἲτε γιά οἰκογένειες, εἲτε γιά μεμονωμένα ἂτομα. Κάθοδος σέ ἂλλα μέρη, πού φάνταζε μᾶλλον ἒξοδος ἀπό τήν καταπίεση. Κάθοδος γιά  ἀναζήτηση μιᾶς καλύτερης ζωῆς, γιά ὃλους.Ἦταν ἡ οἰκογενειακή ἐπανάσταση, πού ἂνοιξε σημεῖα προκοπῆς, ὁρίζοντες σκέψης καί ἀναζήτησης.

  Πρόκειται γιά ἠθικό ταξίδι καί ὂχι μόνο γεωγραφικό. Γιά πορεία συθέμελης ἀλλαγῆς, καί  πού κυρίως ξόρκιζε τόν δαίμονα τῆς καταπίεσης, τῆς κακίας τοῦ ἐμφυλίου, τοῦ μίσους ἀντίστασης σ’ ὂλους τούς πειρασμούς τοῦ ἐμφυλίου καί τήν ἐκ τούτου πολυεπίπεδη ἀνέχεια, ὐλική καί πνευματική. Σέ συνθῆκες καταπίεσης τό ζητούμενο εἶναι ὁ θυμός καί  ἡ ἐλπίδα, ὂχι ἡ παραίτηση.

  Ἡ κάθοδος στό Αἲγιο ἀπετέλεσε μιά  πνευματοποίηση τῆς πρόσκλησης γιά ἠθική  οἰκογενειακή ἐπανάσταση χωρίς  τήν ὁποία ἡ οἰκογένεια δέν θά ἀξιωνόταν τῆς ὃποιας προκοπῆς, ὑλικῆς καί πνευματικῆς.

  Τήν οἰκογένεια φαίνεται ὃτι δέν τήν χωροῦσε τό Αἲγιο. Τό ἐπόμενο βῆμα ἦταν ἡ Νάουσα, κατόπιν τό Ναύπλιο, κατάρρευση οἰκονομική, ὂχι ψυχολογική,  καί συνέχιση τῶν κατιόντων στἠν Ἀθήνα, στό Αἲγιο στήν Τῆνο, μέ  τόν μεγάλο, τόν ἰθύνοντα ἐπιχειρησιακό νοῦ,  νά ἀξιώνεται τό νόστιμον ἦμαρ, στόν Γόρτυνα τόπο πού γεννήθηκε.   

  Τά χωριά τῶν γονιῶν τό ἐπισκεπτόμουν ἀπό μικρός, ὁπότε  διαθέτω ἓνα    βιωματικό κομμάτι τοῦ μοντέλου γυναῖκας τῆς περιοχῆς τῆς Γορτυνίας -αὐτό τό μετά τόν ἐμφύλιο- ἀπό τήν γιαγιά, τίς θεῖες, τίς συγχωριανές,  τίς γυναῖκες στά χωράφια, τήν οἰκογένεια, τίς  γυναῖκες πού ἢξεραν τά μυστικά  τῆς πίτας, τῶν  χόρτων, τοῦ ψωμιοῦ, τοῦ παστοῦ χοιρινοῦ, τοῦ  τραχανά, τῆς χυλοπίτας, ἀλλά καί τήν «τεχνογνωσία» τῆς ἀντοχῆς, σέ μιά  κοινωνία καθαρά  πατριαρχική. 

  Αὐτἐς οἱ θηλυκές ψυχές, ἡ κορωνίς τῆς φύσεως, ἔφτασαν στήν Κερπινή στό Δρακοβούνι, στήν Γόρτυνα γῆ, ὡς προφήτιδες, ἀπεσταλμένες τοῦ Θεοῦ, ὡς ἂλλες Δεβόρες, μέ σκοπό νά μάθουν, νά νιώσουν, νά σκεφτοῦν, νά διδάξουν γιατί γεννηθήκαμε. Τίς ἀκοῦς ἀλλά δέν τίς καταλαβαίνεις. Ἡ  γλῶσσα τους παράφορη. Μόνο  στήν ἀκίνητη φλόγα τῶν ματιῶν τους πιστεύεις. «Στούς κατιόντες  δέν  ἄφησαν ἄλλον κλῆρο, ἀπό τήν σιγουριά τοῦ χώματος μόνο.  Καί τοῦ νεροῦ. Καί τά δυό τά εἶχαν πλούσια». Ἡ γιαγιά πρόσθετε ὅμως: «πλιό πλούσιο νερό ἀπό τά δάκρυα κανένα». Ὂχι κατηφεῖς· εὐδιάθετες καί χαμογελαστές  πάντα. 

  Ἐν  ἀρχῇ  ἦν ὁ Λόγος: Σέ κάθε σπίτι ἔκαιγε ἡ ἀκοίμητη λαμπάδα τῶν ματιῶν τῆς μάνας, τῆς γιαγιάς,  μέ τά παιδιά νά τά παραδίδουν στήν ἂσκηση τήν ὁμιλητικῆς, τῆς ρητορικῆς τῆς εὐφωνίας, τῆς ἄρθρωσης, νά προφέρουν εὔηχα, τήν νηφαλιότητα, καί τόν διάλογο, τήν προώθηση τῆς καταλλαγῆς, τήν ἐπούλωση τῶν πληγῶν τοῦ ἐμφυλίου, τόν διακριτό λόγο, ἀλλά  καί τόν προφητικό, ὀφειλετική παρέμβαση ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου· ὑπέρ τῆς προστασίας του ἀπό κάθε αὐθαιρεσία. Καί τά κακέμφατα καί αὐτά εὔηχα. 

Αὐτές οἱ ἀνώνυμες ταπεινὲς καθημερινὲς γυναῖκες ἀφιέρωσαν ὅλο τους τὸ εἶναι στὰ αὐτονόητα καὶ κράτησαν τὴ συνοχὴ τῆς κοινωνίας· ἔκαναν ἁπλὰ τὸ καθῆκον τους. Ἐπιτέλεσαν τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξῆς τους, ὅπως ὅλες οἱ καταδικασμένες στὴν ἀφάνεια γυναῖκες. Οἱ ἀνώνυμες, ἀθέατες, ἐξόριστες τῆς ἱστορίας, οἱ Ἑλένες ποὺ ἔσπειραν κακοτράχαλες γαῖες, ἀνάθρεψαν ἥρωες, ἔθρεψαν ἀναρίθμητα στόματα, καὶ γιατροπόρεψαν μυριάδες ἄρρωστα κορμιά, θρήνησαν βρέφη καὶ παιδιά, οἱ Μαργαρίτες ποὺ μάζεψαν ξύλα τὸ καταχείμωνο, τρύγησαν σταφύλια στὶς ψηλοκρεμαστὲς πεζοῦλες, θέρισαν μὲς στὸ λιοπύρι κατακαλόκαιρο, ἔχτισαν ξερολιθιές, ἔζεψαν ὑποζύγια, οἱ Κωστοῦλες ποὺ ζεύτηκαν καὶ οἱ ἴδιες, γιὰ νὰ πηγαίνουν ζαλωμένες μὲ τὰ μωρὰ ἢ τὰ πολεμοφόδια ἢ τὴν ταγὴ στὴν πλάτη, ποὺ ἔπλυναν πληγὲς ὁπλιτῶν, ἡ Ἀγγέλω ποὺ γέννησε τὴν ὥρα ποὺ ἔκοβε ξύλα στὴν Κερνίτσα, οἱ Ἀθίτσες ποὺ κουβαλοῦσαν νερὸ ἀπὸ τὸ ποτάμι, ποὺ κυνήγησαν λύκους, ποὺ ὄρθωσαν τὸ ἀνάστημά τους στὸν κατακτητή, διαχειρίστηκαν τὸ βιὸς τῆς φαμίλιας, ἔθαψαν ὄνειρα, καημούς, ταπεινώσεις, προσδοκίες, ἀγωνίες, βάσανα κι ἀπογοητευμένες ἀγάπες, κατάπιαν οἰκογενειακὲς ἀγριότητες, τραγούδησαν κρυφά τὴν ἀγάπη, θάφτηκαν στὰ τάρταρα γιὰ νὰ στερεώσουν γεφύρια καὶ νὰ τιμήσουν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα, τοῦ συζύγου, τοῦ ἀδελφοῦ.  Ἐπιτέλεσαν τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξῆς τους, ὅπως ὅλες οἱ καταδικασμένες στὴν ἀφάνεια Ἑλένες, τοῦ χθὲς καὶ τοῦ προχθές, τοῦ σήμερα καὶ δυστυχῶς τοῦ αὔριο.

  Μοῦ ἒχουν μείνει, τά  συγκινημένα δακρυσμένα ἀλλά χαμογελαστά πρόσωπά τους,  πάνω στόν ἀργαλειό, πάνω ἀπό τίς ἀχνιστές κατσαρόλες, στήν Ἐκκλησία, στά  χωράφια, τό βουβό κλάμα πού ἀνέβαινε στόν λαιμό τους, πού οὒτε  κἂν προσπαθοῦσαν νά τό πνίξουν, γιατί γνώριζαν ὃτι δέν θά τά καταφέρουν -ἐξ ἂλλου ἒλεγαν τό φαγητό  γίνεται πιό νόστιμο μέ τά δάκρυα- μαγείρευαν ζηλευτά, γνώριζαν συνταγές γλυκῶν δοσολογῶντας μέ τό μάτι, χωρίς οἱ ἦχοι τῆς  κουζίνας καί τοῦ τραπεζιοῦ νά ἒχουν πρωταγωνιστικό  ρόλο,  γελοῦσαν αὐθόρμητα κι ἂλλοτε αὐθόρμητα σχεδιασμένα, ψυχές πού δούλευαν μέ ἓνα  σουρεαλιστικό πείσμα, πικρά καί ἡρωικά, δυναμικές, μέσα στἠν ἡσυχία τοῦ ἀετίσιου βλέμματος, μέ τήν ἐπιθυμία νά σβήσει τό διαγενεακό  τραῦμα πού κληρονόμησαν ἀπό  τίς μανάδες τους, ἀποφεύγοντας κάθε ἒνταση πού θά μποροῦσε νά προκαλέσει ἀλλαγή –ἐστίασα πάνω σέ αὐτό καί δούλεψα πολύ γιά νά τό ἀναγνωρίσω στίς ὀργισμένες ἀντιδράσεις τῆς μάνας- ἀξιοποιοῦσαν τήν κληρονομιά τοῦ τόπου τους καί δημιουργοῦσαν, κόντρα στίς καταστροφές πού τίς χτύπησαν, μέ φαντασία καί πεῖσμα, ἀκόμη καί μέσα στό  χαλάσματα, δέν κουνοῦσαν τό δάχτυλο, δέν χάιδευαν  αὐτιά, δέν ἡρωοποιοῡσαν, δέν κατηύθυναν λεκτικά, δέν ἀποπλανοῦσαν, δέν ἢθελαν νά γίνει τό δικό τους, τό πικρό αὐτονόητο ὀ θυμός, ἀνάμεικτος μέ γνήσια ἀπόγνωση ἀλλά καί πείσμα, ξεκινοῦσαν πάντα τό γαμήλιο γλέντι μέ μοιρολόι, καί συνέχιζαν μέ ὂμορφα τραγούδια ἀγάπης, μέ μιά μπρουτάλ ἑρμηνεία, πού ἀργότερα τήν παρομοίωσα μέ τόν ὠμό, εἰλικρινή, ἀφτιασίδωτο τρόπο πού εἶπε ἡ Nico τό «All tomorrow’s parties», στην Preston Warehouse.

  Ὃσο γιά τίς γιαγιάδες, ὃλες μαυροφορεμένες,  μοῦ ἒχει μείνει  ἡ εἰκόνα τους μέ τίς μακριές πλεγμένες κοτσίδες στεφανωμένες στό κεφάλι, καλυμμένες μέ τήν μαντίλα, τυλιγμένες τόν χειμῶνα στίς πελερίνες τους, τά αὐλακωμένα κουρασμένα πρόσωπά τους ἀπό τήν σκληρή δουλειά στό σπίτι καί στά χωράφια. Τώρα πού βλέπω πιό καθαρά, οἱ φυσικές ἀντοχές τους παραπέμπουν σέ ὑπεράνθρωπες.

Χαίρομαι, γιατί μέσα ἀπό τήν βασανισμένη  ματιά τῆς Γορτύνιας ὁδηγήθηκα σέ μιά ἀνάγνωση βαθύτερη καί πιό ἀποκαλυπτική τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σκληρή ζωή της, ἡ ἐσωτερική της διαδρομή, οἱ ἀμείλικτες ἀποφάσεις της, ἡ ψυχική της πάλη ἀνάμεσα στά συναισθήματα καί στίς πράξεις, καθιστοῦν πολύ δύσκολη τήν γεμάτη ὀδυνηρά μηνύματα καταγραφή: ἦταν φορτωμένη μέ τήν φρικιαστική ἐπίγνωση ὂτι τό νά γεννηθεῖς γυναῖκα, ἐκείνη τήν ἐποχή, ἦταν κόλαση.

  Παρακολουθοῦσα τόν κοινωνικό της ρόλο ἀκόμη καί μέσα στό ἲδιο της  τό φύλο. Πῶς ἡ πεθερά πρός τήν νύφη ἒπαιρνε ἀνδρικά χαρακτηριστικά, γινόταν σκληρή, χειριστική ἀπέναντι στίς νεότερες γυναῖκες τῆς ἲδιας οἰκογένειας. Καί  οἱ γυναῖκες καί οἱ ἂντρες, ἒριχναν λάδι στήν  φωτιά τοῦ μαρτυρίου τους, διαιωνίζοντας ἀντιλήψεις πού παρήγαγαν θύτες καί θύματα.

  Ἐάν οἱ Γέροντες τῆς ἐρήμου εἶναι πρότυπα ἀληθείας μιᾶς μακραίωνης παράδοσης, θεμέλια ὓπαρξης γιά ὃλους μας καί ὂχι κάποιες ἰδιαίτερες περιπτώσεις  ἀναχωρητῶν τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος, τό πνεῦμα   τους ὑπῆρξε καί ἂγγιξε τήν ψυχή αὐτῶν τῶν γυναικῶν τῆς Γορτυνίας. Ἡ  παράδοση ἀνοίγει δρόμους ζωῆς, διαφορετικά  δέν  ὐφίσταται. Ἲσως τήν ἐποχή μας ἡ πνοή  τους νά μήν γίνεται αἰσθητή  στίς τσιμεντένιες  πολιτείες μας, ὃμως δρόσιζε μέχρι χθές τά πρόσωπα τῶν ἂμεσων προγόνων μας. Οἱ γυναῖκες τῆς Γορτυνίας,  μετά τόν γάμο ἐγκατέλειπαν τήν πατρική ἑστία ἀναχωρητικά καί ἐγκαθίσταντο στό σπίτι τοῦ γαμπροῦ ὡς σέ μονή μετανοίας, ὃπου καί ἀφοσιώνονταν ἐν λήθη ἑαυτοῦ ἂχρι θανάτου. Λόγοι, σκέψεις, μέριμνες εἶναι πλέον τά παιδιά.

  Αὐτές ἦταν, ἁδρά,  οἱ  γυναῖκες τῆς Γορτυνίας, καί  τέτοιες ὐπῆρξαν οἱ  γυναῖκες πού ἒσωσαν ἀπό τον κομμουνισμό Ρωσίες καί  Ἀλβανίες. Παιδεία τους  οἱ  Ἀκολουθίες καί κοινωνική ζωή ἓνας τιποτένιος χῶρος μέ κέντρο τό  μαγεριό, καί περιφέρεια τήν γειτονιά. Καί ὃμως ἀπό  τήν κλεισούρα τούτη, ἀνέβλυζε πυκνότητα αἰσθημάτων, ἀγάπη καί ἀντοχή. Καρποφοροῦσαν χωρητικές σάν Παναγίες τῶν οὐρανῶν πλατύτερες.   Ἀσφαλῶς γκρίνιαζαν, κουτσομπόλευαν, ζήλευαν καί ὃ,τι  ἂλλο ἀνθρώπινο πάθος. Δέν εἶχαν σπουδές καί διπλώματα, εἶχαν πάντως τό ἀπόλυτο πνεῦμα κάθε ζωῆς πληρωμένης μέ αἷμα· ἀγαποῦσαν προτοῦ  νά τό ζυγίσουν καί τό  σκεφθοῦν.

ΥΓ. Ξεκίνησα αὐτή τήν παρέμβαση ἀπό τήν ἀνάγκη νά ἀναψηλαφήσω τήν καταγωγή μου, νά προσκυνήσω τίς ρίζες μου, νά τιμήσω ἐπαναπροσδιορίζοντας τό μέλλον μου σέ ἓναν κόσμο πού πλέον δέν ἐξελίσσεται φιλικά. 

 

  

 

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

Τοξικές, μισαλλόδοξες ἐκκλησιαστικοπολιτικές τακτικές.

                                                                                                                       Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 Φαίνεται ὃτι ὁ κ. Δωρόθεος παρά τήν βαριά ἧττα πού δέχθηκε στήν   προσπάθειά του νά ἀλώσει τό  Ἲδρυμα, τό δημόσιο στραπατσάρισμά του στόν αὐλόγυρο τῆς Παναγίας καί τήν ἂρον ἂρον φυγάδευσή του, δέν ἒχει παραιτηθεῖ ἀπό τά δικαιώματά του  στήν φερομένη ἰδιοκτησία του, ἂν καί  τά καμπανάκια ανώριμης φυσικῆς φθορᾶς τοῦ κτυποῦν ἀπό καιρό. 

  Δέν δυσκολεύεται καθόλου νά βρίσκει πάντα κάποιον νά ἀναλαμβάνει τήν ἐπικαρπία τοῦ ἀκινήτου του, σέ ὃλη τήν ἐπικυριαρχία τοῦ τσιφλικιοῦ του. Συνεσκέφθη μετά του ἑαυτοῦ του, τόν Πρωθυπουργό,  καί τήν συνείδησή του τόν κ. Φανερό, καί ἀποφάσισαν τήν ἂκομψη ἀνοιχτή καταφυγή τους στήν μηχανορραφία, στό χάλκευμα, στήν πλεκτάνη, στήν ἲντριγκα, στήν ραδιουργία, στήν σκευωρία, στήν δολοπλοκία, ὃπως ἀκριβῶς τά παραπάνω λειτούργησαν στήν ἀνάδειξη ἀντιπροέδρου στό Ἱερό Ἰδρυμα. «Καί γιά τούς ψηφοφόρους τοῦ  Κοινοῦ κατεβάζουμε πρόταση ροκανίσματος», διετείνοντο προεκλογικά οἱ παπάδες. Πέτρο  πότε πέρασες νά πάρεις τήν εὐχή μας, ἐννοῶ τήν ἂδειά μας;  Μήν κουράζεσαι λοιπόν μέ  τήν  παρέα σου, ψηφίζουμε ἐμεῖς πρίν ἀπό σᾶς γιά σᾶς. Ὃταν ὐπάρχει  πελατεία κάποιος θά τό  ἀνοίξει τό μαγαζί, γιατί νά μήν  τό άνοίξουμε ἐμεῖς, εἶπαν  οἰ  Πρωτοπαπάδες  καί  τό  ἒκαναν. Ἲνα πληρωθεῖ τό  ρηθέν: «Ἡ πολιτική εἶναι γιά ἂσχημους (μεταφορικά) ἀνθρώπους». Κ. Μητσοτάκη, Πρωθυπουργέ  μας, φίλε καί προστάτη,τοῦ κ. Πολυκανδριώτη σας, γιά  τό παρασκήνιο, τίς μεταμοντέρνες φιγοῦρες, τά  σασπένς, τό στοιχεῖο τῆς  κωμωδίας, ὃλα τά «ἂσχημα» ἐκλογικά τοπικά… «ἀσπουλάϊτε»! 

   Δέν θά ὑπάρξει Σιῶτος- Νομικός, οἰκογενειάρχης- δήμαρχος αὐτή τήν πενταετία καί δέν ἒχω πρόβλημα προσωπικό μ’ αὐτό. Ἐκτιμῶ ὃτι οὒτε ὁ Γιάννης ἒχει πρόβλημα. Εἶναι φιλοσοφημένο παλικάρι. Στήν ζωή του  ἒχει  ἀσκηθεῖ  σέ ἀθλήματα  μεγάλων ἀποστάσεων, εἶναι πειθαρχημένος, τοῦ ἀρέσει  αὐτό πού κάνει, καί ἐκτιμῶ ὃτι ὁ ρόλος του στήν μείζονα ἀντιπολίτευση θά εἶναι δημιουργικός. Ἐξ  ἂλλου τό δημαρχηλίκι, ἡ ἀνάμειξή του μέ τά κοινά δέν τοῦ εἶναι πρός βιοπορισμό. 

   Οἱ πρόσφατες τοπικές ἐκλογές θά παραμείνουν ὠς μιά πολύτιμη παρακαταθήκη, καί δέν εἰρωνεύομαι στό ἐλάχιστο. Εἶναι τό παράδειγμα μιᾶς φιλοσοφημένης ζωῆς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου. Ἓνα γερό χαστούκι στήν μυθοποίηση τῆς  ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας ἐκ τῶν  ἒσω, αὐτῆς τῆς σύγχρονης τοπικῆς πολιτισμικῆς μάστιγας-ἐκτός ἀπό  Εὐαγγελικῆς λαίλαπας- πού ἒχει καταπιεῖ ἀμέτρητους δημιουργικούς ἀνθρώπους, ἒχει ἐκμαυλίσει μεγάλο  ἀριθμό φιλόδοξων, καί φυσικά σημαντικό ἀριθμό ψηφοφόρων.

   Ἂντε μετά νά βρεῖς, μέ τέτοιες δωροθεϊκές γλυκερότητες, «διάδραση» μέ τούς πιστούς, πού ἀπέμειναν στίς ἐκκλησίες, ὃταν τό μότο  τους εἶναι «μεγάλη ἀναταραχή, ὡραία  κατάσταση». Ὃσο  ἀποκόβεσαι ἀπό τό συλλογικό βίωμα, τόσο σέ καταλαμβάνει ὁ  κυνισμός. ν οι κληρικοί ἦταν ἒστω καί κανονικοί ἐπαγγελματίες, θά ἒκαναν τήν δουλειά τους περίπου ὃπως καί ἐμεῖς: μέ κόπο καί ἀνασφάλεια. Θά ζορίζονταν ἀνελλιπῶς γιά νά παράγουν ἁπτᾶ ἀποτελέσματα, θά ἦταν ὑποχρεωμένοι νά παρουσιάζουν καί νά δικαιολογοῦν τά ἀποτελέσματα αὐτά ἀναλυτικά, θά ἀξιολογοῦνταν καθημερινά σέ προσωπικό ἐπίπεδο καί σέ ἐπίπεδο ἒργου, θά ὑφίσταντο (κυριολεκτικές) κυρώσεις σέ περίπτωση λάθους, θά διέτρεχαν πάντα τόν κίνδυνο νά ἀποπεμφθοῦν, ἐνῶ θά ἦταν ἀναγκασμένοι νά τηροῦν καί αὐστηρούς κανόνες συμπεριφοράς-δεοντολογίας. Ἂν ἦταν κανονικοί ἐπαγγελματίες, θά ἐργάζονταν μέ τούς ὃρους πού θέτει ἡ ἀγορά· τό γεγονός ὃτι εἶναι παπάδες δέν θά τούς διαφοροποιοῦσε ἀπό τούς κοινούς ἐργαζομένους, ὃπως ἀκριβῶς ὀ Ἀπόστολος Παῦλος.  Τήν ἐργασία του -σκηνοποιός- τήν θεωροῦσε  ἠθική ἐνίσχυση τῆς  ὑποχρέωσής του νά φανεῖ ἀντάξιος τῶν προσδοκιῶν τοῦ   λαοῦ τοῦ Θεοῦ.  

 Κύριε Πολυκανδριώτη, ἐκκλησιαστικότητα εἶναι νά ζεῖς τήν ζωή τῆς κοινότητας ἐκείνης ἡ ὁποία λογαριάζει   στά σοβαρά τόν ζωντανό Θεό, ὡς ζωντανό Θεό. Ἐκκλησιαστικότητα εἶναι νά  πασχίζεις νά  ἀνταποκριθεῖς στό κάλεσμά Του. Πῶς; Μέ τήν ἐλευθερία, τήν εὐθύνη, καί τήν διακινδύνευση πού ἐμπεριέχονται καί ὁρίζουν τό πάλεμα  μιᾶς σχέσης ζωντανῶν, ὑπεύθυνων καί ἐλεύθερων Ὑποκειμένων, μιά σχέση πού διαυγάζει τήν Δημοκρατία, προσεγγίζοντάς την θυσιαστικά.

  Ἒχουμε ὑποχρέωση νά διαφωνοῦμε μέ τήν μαζική, ὑμνητική κολακεία, νά ἒχουμε τήν δυνατότητα νά ἀπορρίπτουμε καί νά διατυπώνουμε γνῶμες πού δέν συμπίπτουν μέ  τό κυρίαρχο ρεῦμα. Δέν εἶναι καμιά ἐπανάσταση ἡ δημόσια διαφωνία, εἶναι ἁπλῶς μία στοιχειώδης δημοκρατική λειτουργία, χρήσιμη κι ἀνακουφιστική σέ προσωπικό καί συλλογικό επίπεδο.

  Ἐνδέχεται νά θεωρεῖτε τήν ὀργή μου ἐναντίον σας ὑπερβολική – ὃμως τί θετικό κάνατε στό κάτω κάτω γιά νά ἀξίζετε μιά κάποια  ἐπιδοκιμασία;  

 

 

 

 

 

 

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

Πόση βία μποροῦμε νά ἀντέξουμε; Πόση φρίκη μποροῦμε νά μεταβολίσουμε;

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου.

 

Στὴν Δημοκρατία, ὅπως οἱ κάποτε Ἕλληνες τὴν γέννησαν καὶ τὴν ἄσκησαν, δὲν ὑπάρχει δήμιος, ὅπως δὲν ὑπάρχουν καὶ σωματικὲς ποινές, ραβδισμοί, μαστιγώσεις, φραγγελώσεις, ἀκρωτηριασμοί, δημόσια ἀπογύμνωση. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀτιμαστεῖ ἡ «ἱερότητα» τοῦ σώματος τοῦ πολίτη. Ὁ καταδικασμένος σὲ θάνατο, ἀκοινωνησία, πολίτης ἢ θὰ πάρει μόνος του νὰ πιεῖ τὸ κώνειον, «πειθόμενος τοῖς νόμοις», ἢ θὰ αὐτοεξοριστεῖ.

  Ἡ κεντρική σκηνή στό ἒργο τοῦ Αἰσχύλου Χοηφόρες, ἡ κρισιμότερη καί σκληρότερη, εἶναι ὁ φόνος τῆς μητέρας ἀπό τόν γιό, τῆς Κλυταιμνήστρας ἀπό τόν Ὀρέστη.

  Τίποτα δέν ὑποχρέωνε τόν Τραγωδό νά βγάλει τόν φόνο στήν σκηνή. Καί  μάνα καί  γιός ἦταν μέσα στό παλάτι. Βγαίνουν καί οἱ δύο  γιά νά συγκρουστοῦν, σέ μιά σκηνή βίας πού δέν ἒχει προηγούμενο. 

  Τήν ἀρχική βίαιη σύγκρουση μεταξύ τους καί ἡ ὀργή που προκαλεῖ καί μόνο τό ὂνομα τοῦ Αἲγισθου, ἀκολουθεῖ  τό ἀνέμισμα τοῦ σπαθιοῦ άπό   τόν γιό, ἡ προβολή  τοῦ γυμνοῦ στήθους ἀπό τήν ἲδια τήν μάνα, καί  τό  δίλημμα πού βασανίζει τόν Ὀρέστη, σέ ἓναν καί μόνο στίχο: «Πυλάδη, τί νά κάνω; Νά τήν σφάξω»; Τελικά ἒρχεται ἡ ἂκαμπτη ἀπόφαση, οἱ μορφές καί οἱ ἀπειλές ἐναλλάσσονται στίχο μέ στίχο, χωρίς τίποτα νά κλονίζει τον γιό. Κι ἡ ἐναλλαγή αὐτή τούς ὁδηγεῖ σχεδόν ὡς τό τελικό  κτύπημα. «Ὃποιον δέν ἒπρεπε ἒσφαξες καί ὃμοια θά πάθεις». 

  Λέω σχεδόν ὡς τό τελευταῖο κτύπημα: ὂχι ὡς τό τέλος. Γιατί ἓνας κανόνας αἰσθητικός καί συγχρόνως ἠθικός, ἀπαγόρευε νά γίνεται ὀ φόνος μπροστά στά μάτια τῶν θεατῶν. Ἡ σκηνή ἐκτυλίσσεται ὃσο τό δυνατόν μακρύτερα καί δέν άκούγεται οὒτε μιά φωνή πού  νά βεβαιώνει τόν θάνατο τῆς Κλυταιμνήστρας. Μόνο  ὁ χορός σχολιάζει τόν φόνο πού ἒχει συντελεσθεῖ.

  Στή Ἠλέκτρα τοῦ  Σοφοκλῆ δέν βλέπουμε καθόλου τόν Ὀρέστη μαζί μέ τήν μάνα του. Ἀκοῦμε τήν στιχομυθία τους, τίς φωνές καί τίς έκκλήσεις τῆς Κλυταιμνήστρας, ἀπό τό παλάτι. Ἒξω βρίσκεται ἡ Ἠλέκτρα πού σχολιάζει, συμμετέχοντας ἀπό μακρυά.

Κλυταιμνήστρα: ἂχ, ἂχ σπίτι ἒρημο ἀπό φίλους καί  γεμᾶτο φονιάδες.

Ἠλέκτρα: Φωνάζει κάποιος ἀπό μέσα;

Χορός: Ἂκουσα, νά μήν ἂκουγα, κι ἒφριξα ἡ δόλια.

Κλυταιμνήστρα: Ἂχ τί μέ  βρῆκε! Πού εἶσαι Αἲγισθε;

Ἠλέκτρα: Ἂκου πάλι φωνές.

 Κλυταιμνήστρα: Παιδί μου, παιδί  μου, λυπήσου τήν μάνα σου!

Ἠλέκτρα: Ἐσύ δέν λυπήθηκες, οὒτε τόν πατέρα πού τόν γέννησε.

Χορός: Πόλη καί μαύρη γενιά. Μέρα κι αὐτή, μοίρα κι αὐτή πού λιώνει, πού σέ λιώνει. 

Κλυταιμνήστρα: Ὢχ μέ κτύπησε!

Ἠλέκτρα: Χτύπα, ξανά.

Κλυταιμνήστρα: Ὢχ, ὢχ, ξανά.

Ἠλέκτρα: Ἂμποτε καί τόν Αἲγισθο.

  Στήν Ἠλέκτρα τοῦ Εὐριπίδη  διατηροῦνται ἀπό τήν σκηνή τοῦ φόνου μόνο  οἱ ἐκκλήσεις τῆς Κλυταιμνήστρας, μέσα ἀπό τό παλάτι καί οἱ σχολιασμοί τοῦ χοροῦ.  

Κλυταιμνήστρα: Γιά ὂνομα τῶν Θεῶν, τήν μάνα σας, παιδιά  μου μήν θανατώσετε.

Κορυφαία: Ἀκούς κραυγή από μέσα;

Κλυταιμνήστρα: Ὢωχ, ὢωχ. 

Κορυφαία: Κλαίω καί  ὀδύρομαι πού σέ σφάζουν τά ἲδια τά  παιδιά  σου.

   Ἒχει πολύ συζητηθεῖ ὁ αίσθητικός κανόνας τῆς ἑλληνικῆς τραγωδίας πού  δέν ἐπιτρέπει στόν ποιητή νά δείξει ἂμεσα στούς θεατές  τήν βία ὡς θέαμα  καί τόν θάνατο, γιά λόγους ἠθικῆς καί διακριτικῆς  καλαισθησίας. Οἱ Τραγωδοί ἀποφεύγουν τίς μεγάλες σκηνές βίας, γιά νά δώσουν ἒμφαση σέ σκηνές ὀδύνης Παραλείπουν τήν σύγκρουση, τό δράμα, γιά νά τονίσουν τίς συνέπειες τοῦ πάθους. 

   Ἡ πιό γνωστή στιγμή πάθους συνδέεται μέ τό ἂλλο ἒγκλημα, πού εἶναι χειρότερο ἀπό τήν μητροκτονία: ὁ μονόλογος τῆς Μήδειας πρίν ἀπό  τόν φόνο τῶν παιδιῶν της.  Με τίς ἀπότομες μεταστροφές του, τίς ἀμφιβολίες, τούς φόβους, ὀ μονόλογος ἐπαναλαμβάνει, σέ εὐρύτερη ἐνορχήστρωση τό «τί νά  κάνω;» τοῦ Ὀρέστη. (Μήδεια, στ.1042). Καί παρ’ ὃτι ὁ φόνος θά γίνει στό  ἐσωτερικό  τοῦ σπιτιοῦ, μετά ἀπό διακόσιους στίχους, ἡ παρουσία τῶν θυμάτων, ἡ ἀδυναμία, ἡ ἀθωότητά τους, προσδίδουν στήν ἀβεβαιότητα τῆς Μήδειας ἓναν χαρακτῆρα ἀκρότατου πάθους, πού γίνεται  ἂμεσα  αἰσθητό σάν νά  τό βλέπουμε στήν σκηνή. Ἐπειδή  ὁ Εὐριπίδης ἀποδέχεται αὐτές τίς συγκλονιστικές στιγμές πού πηγάζουν ἀπό τήν ὀδύνη πρίν ἀπό τήν πράξη, προτιμᾶ  νά ἀναπτύσσει τήν ἒκφραση τῆς ἀδύνης καί γι αὐτό τήν ἀπομονώνει ἀπό  τήν πράξη, τῆς παρέχει κάποιο χρόνο ἀνάπαυλας, ὣστε  νά ἐκδηλωθεῖ ἐλεύθερα.

Ὁ πολιτιστικός διάδοχος τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ Ρώμη, ἒφερε τά πάνω κάτω. Θέσπισε τίς μονομαχίες, τίς γιορτές  αἴματος πού τίς ἀπολάμβανε ὃλη ἡ πόλη, τόν δημόσιο προγραμματισμένο στραγγαλισμό ἀόπλων πού θανατώνονται μπροστά σ’ ἕναν μαινόμενο, ἀφηνιασμένο, ἀφιονισμένο   ὄχλο, πέρασε ὡς φυσιολογικό γεγονός τό λαμπάδιασμα τῶν σωμάτων δίκην φανοστατῶν, τήν καταδίκη, ad destias, στά θηρία, τήν σφαγή τοῦ πρωινοῦ, τίς μαζικές ἐκτελέσεις πού  μεταβάλλουν τίς κατά τόπους  ἀρένες σέ ἀνθρώπινο σφαγεῖο,  πάντα μέ μεσάζοντες τοῦ θανάτου  τόν ὄχλο.

   Μπαίνοντας στούς στίβους τῶν ρωμαϊκῶν ἱπποδρόμων ἔχει κανείς τήν ἐντύπωση ὅτι κατεβαίνει στήν Κόλαση. Ὅλα εἶναι  σκεπασμένα με αἷμα. Σέ κάθε νέο κτύπημα καί πληγή στό Κολοσσαῖο γιά τήν δόξα τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας, τό  πλῆθος ξεσποῦσε σέ κραυγές ἱκανοποίησης γεμᾶτες μίσος. Δέν ἱκανοποιεῖτο  ὁ σαδισμός τοῦ ὂχλου παρά μόνο ὅταν  ἒβλεπαν νά  καταρρέει  ὁ μονομάχος μετά ἀπό ἕναν ἀναπόφευκτο, ἀργό, βασανιστικό θάνατο, πού καθιστοῦσε τήν γενναιότητα ἀνώφελη. Ἠδονίζοντο νά παρακολουθοῦν ἕνα θέαμα πού ἀνέβλυζε αἷμα, πόνο, ἀγωνία, μέ προσκήνια καί παρασκήνια, μέ ὀρατή δράση καί ἀόρατες διεργασίες, πού  μετέτρεπαν τό ἀπάνθρωπο γεγονός, τό τραγικό θέαμα  σέ  ψυχαγωγία,

 

  Τά ἀνάγλυφα μέ τά  ὀποῖα οἱ Ἀσσύριοι βασιλεῖς στόλιζαν τά παλάτια τους, ἀπεικόνιζαν λεπτομερῶς τό γδάρσιμο τῶν ἐχθρῶν τους  ζωντανῶν καί πυραμίδες  ἀπό κομμένα κεφάλια. Πιό πρόσφατα, στρατιῶτες τοῦ Ἀζερμπαϊτζάν καί τῆς Τουρκίας ἀνάρτησαν φρικαλεότητες πού διέπραξαν εἰς βάρος τοῦ ἐχθροῦ, Ἀρμενίων πολιτῶν καί στρατιωτῶν. Οἱ Ρῶσοι στήν Οὐκρανία κάνουν τό  ἲδιο, περισσότερο γιά δική τους τέρψη, σύμφωνα μέ τούς ἰσχυρισμούς τους.

  Εἶσαι στό πλοῖο, καί πρίν καθήσεις καλά καλά, πιάνεις τό κινητό ἀντί νά  πιάσεις κουβέντα μέ τόν διπλανό σου, τό  ἲδιο καί αυτός, ἀνοίγει τό κινητό του ἀντί νά ἀνοίξει  συζήτηση μαζί σου. Τό ἲδιο σκηνικό: Τά νεκρά γυναικόπαιδα στήν Λωρίδα τῆς Γάζας, τόν δημόσιο βιασμό ἁγιασμένων  κοριτσιῶν καί μπροστά στήν κάμερα ἀποκεφαλισμός τῶν «ἀπίστων», ἀπό  φονταμενταλιστές  μουσουλμάνους. Ἡ γιαγιά εἶναι στήν παιδική χαρά. Μέ τό ἓνα χέρι κουνᾶ τό ἐγγονάκι της μέ τό ἂλλο βλέπει ἓνα βίντεο μέ μιά οἰκογένεια πού ἐκλιπαρεῖ γιά οἶκτο.

 Εἶσαι στό λεωφορεῖο ἀπό ἢ πρός σπίτι ἀνοίγεις τό ΤikTok καί οἱ οἰμωγές  ἀπό τήν  εἰσβολή στήν Ουκρανία, τό δυστύχημα στά Τέμπη, τίς καταστροφές, τίς πυρκαγιές, τίς πλημμύρες,  ξεχύνονται ἀπό τό καλώδιο τῶν ἀκουστικῶν σου. Εἶσαι  σπίτι, ἀργά βράδυ, ὃταν ὃλοι κοιμοῦνται, καί τό  πρόσωπό σου φωτίζεται ἀπό τή ὀθόνη τοῦ κινητοῦ σου. Ὁ ἀλγόριθμος σοῦ βγάζει πρώτη εἲδηση τ’ ἀποκεφαλισμένα βρέφη στό Ἰσραήλ.

  Παρατᾶς  στήν ἂκρη τό κινητό καί  ἀνοίγεις τήν τηλεόραση, τό  ἲδιο σκηνικό. Οἱ εἰδήσεις ἀναχαράζουν τήν βία. Ἐξ ἂλλου δέν ὑπάρχει ἐλληνική  ἢ ξένη τηλεοπτική σειρά χωρίς σκηνές βίας· ἡ βία ἐναλλάσσεται μέ ὡραιοποιημένες εἰκόνες, οἱ εἰδήσεις γιά τόν πόλεμο μέ εἰδήσεις γιά τήν σόουμπιζ ἢ τί γίνεται στόν ΣΥΡΙΖΑ μέ τόν νέο ἀρχηγό. Παρακολουθοῦμε ἀποσβολωμένοι, συλλέγουμε ἀναλυτικές πληροφορίες ἀκατανόητης  βίας, πού προστίθενται στήν ἐπιβαρυμένη καθημερινότητά μας καί ὁλα μοιάζουν νά καταλήγουν στήν ἲδια χοάνη. 

 

   Συμφωνεῖτε νομίζω ὅτι ἀγαπᾶμε τίς τραγωδίες ἐφόσον δέν συμβαίνουν σέ μᾶς τούς ἴδιους. Ὅμως δέν βλέπετε ὅτι δήμιοι, θύματα καί θεατές φορᾶμε  τίς ἴδιες ἀλυσίδες;

  Ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει ἡ ἴδια, διά πλεονεξίαν καί φιλοτιμίαν (Θουκυδίδης 3,28), τά ἴδια ἁμαρτήματα θά συνοδεύουν τούς ἀνθρώπους ξανά καί ξανά. Τά λόγια τοῦ περιώνυμου ἱστορικοῦ δείχνουν ὅτι  δέν περιμένει καμμιά ἀλλαγή. Ἡ μετέπειτα ἱστορική διαδρομή τόν δικαιώνει ἀπολύτως. Μόνο κληρονομιά τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου ὑπάρχει, μέ ἄλλα λόγια αὐτός εἶναι ὁ δρόμος τῆς κτιστότητας, τόν ὁποῖο μέ ὅλα τά συμπαρομαρτοῦντα βαδίζει ἡ ἀνθρωπότητα.

  Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι, εἴτε δέχομαι τόν  Θεό εἴτε ὄχι, ἐνώπιόν μου χάσκει μιά τραγωδία: πόνος, ἡ βία, ἡ ἀσθένεια, ὁ θάνατος. Γιά τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι μόνο τό βιολογικό τέρμα, ἀλλά κυρίως ἡ δύναμη πού συνεχῶς τραυματίζει τήν ζωή, τήν χαρά, τήν ἀγάπη, τήν δημιουργικότητα, τό κάθε νόημα. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ ζωή -ἰσχυρότερη καί μόνιμη δύναμη, ὡς φυσική ἐνέργεια-μάχεται τήν φθορά τόν θάνατο ἀκατάπαυστα. Μοῦ ἒλεγαν οἱ γονεῖς, τήν στιγμή πού σέ κάποια γωνιά κάποιος σκότωνε στόν ἐμφύλιο τήν άδελφή του ἐπειδή ἀγάπησε ἀπό τήν «ἀλλη ὂχθη», στό ἂλλο στενό, εἶχαν συνάντηση ἀγάπης δύο εὐλογημένες ψυχές.      

  Μύρια ὅσα βάσανα καί βασανιστήρια δοκιμάζουν αὐτή τήν στιγμή ἀθῶες ὑπάρξεις, στήν Μέση Ἀνατολή, στό Ἰσραήλ, στήν Παλαιστίνη, στό Ἰράν, στήν Τουρκία τά Κουρδάκια, στό Ἰράκ τά Γιαζιντάκια, γενικά ὃπου τό φρικαλέο σύμπτωμα τῆς ἀνθρώπινης ἐγωπάθειας καί κυριαρχικότητας, μέ σκληρότητα σκοτώνει μικρά ἀγοράκια καί μικρές κοροῦλες, καί σέ ἀρκετές περιπτώσεις τά βασανίζει σεξουαλικά,    κάτω ἀπό τά μάτια ἑνός Θεοῦ πού σιωπᾶ.  «Ὄχι, πάτερ μου. Ἔχω άλλη γνώμη γιά τήν ἀγάπη. Καί θά ἀρνοῦμαι μέχρι θανάτου ν’ ἀγαπῶ τούτη τήν δημιουργία ὅπου φρικωδῶς βασανίζονται παιδιά». (La peste, Camus).