Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Ἑλληνικῆς ἱστορίας τό ἀνάγνωσμα. Πρόσχωμεν.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 

«Δυό χρώματα και λίγες γραμμές.
Λευκό να θυμίζει την αρχή της δημιουργίας και το φώς της.
Γλαυκό να δίνει διέξοδο στην ανάγκη για επικοινωνία των ανθρώπων.
Και δυό τεμνόμενες γραμμές να φωτίζουν τον τρόπο ύπαρξης, του ενός για τον Άλλο:

υπάρχουμε και δημιουργούμε χάρις και για χάρη του άλλου».

Κουμπέτσος Παναγιώτης.  

 Ἀπό μικρό παιδί θεωροῦσα μεγάλη γιορτή τήν 25η Μαρτίου, μέ ὁρισμένους ἣρωές της νά καθορίζουν τά ’σώψυχά μου, καί μικρή τήν 28η Ὀκτωβρίου. Ὃμως λόγω τῆς συμμετοχῆς τοῦ γεννήτορά μου στό Ἀλβανικό μέτωπο τό 40, γεγονός  γιά τό ὁποῖο ἐσεμνύνοντο μαζί του ὃλοι οἱ κατιόντες, ἀλλά κυρίως λόγω τῆς χαρμολύπης τῶν Καλαβρύτων, τήν ὁποία ἀπό μικρός περπάτησα- καί πού κατά τό συναμφότερον τοῦ τρόπου μας θέλει τά δάκρυα δυό λογιῶν καί τήν «χαράν ἀγρίαν»- δέν αἰσθανόμουν ἂνετα, τήν μεγάλωσα λίγο, ἀλλά παρά ταῦτα δέν ἒπαψα νά τήν θεωρῶ προέκταση τῆς πρώτης, καί τήν πρώτη  προέκταση  τοῦ Μαραθῶνα.

  Τά παραπάνω δέν σημαίνουν μείωση τοῦ σεβασμοῦ μου στό Ἀλβανικό ἒπος και στά ἀντιμάμαλά  του, τό ὀποῖο μᾶς ἒδωσε ἣρωες σακάτηδες, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, πού ἀκόμη εὐσταλεῖς πρεσβύτεροι κινοῦνται ἀνάμεσά μας γιά νά μᾶς ὑπενθυμίζουν ὃτι χάρη στήν δική τους αὐτοθυσία εἲμαστε ἐμεῖς σήμερα ἐλεύθεροι.

   Ὁπωσδήποτε δέν αἰσθανόμουν Ἑλληνοάριος, ἁπλᾶ αὐτά τά γεγονότα σμίλευαν τόν ψυχισμό μου καί καμάρωνα μέ τό γεγονός ὃτι  αὐτοί πού ἒβαζαν τήν ἐλευθερία πάνω καί ἀπό τήν ζωή τους ἦταν πρόγονοί μου. Τρελαινόμουν μέ τήν σκέψη ὂτι τό «ὂχι» τους σήμαινε  σούβλα, τσιγκέλια, συντριβή σκελετῶν, κρέμασμα, ἀνασκολοπισμό, πνίξιμο, βιασμό, ζωντανό γδάρσιμο καί ἀκρωτηριασμό ἐν ψυχρῶ…

   Μέ τόν χρόνο ἒφθασαν καί ἂλλες πληροφορίες: «ἀπ’ τά κόκαλα τῶν Ἑλλήνων τά Ἱερά», τό «ἐλευθέρως πολιτεύομεν», τό «μολών λαβέ», τό «ἐλεύθεροι πολιορκημένοι», τό «νικημένοι ἀήττητοι», τό «ἲτε παῖδες Ἑλλήνων..», τό «πᾶσα ἡ Ἑλλάς ἐσιδηροφόρει» ἐναντίον τῶν  ἐχθρικῶν φουσάτων… καί τό τελευταῖο «γιά τήν Ἑλλάδα ρε γαμῶτο».  Ἒτσι κατανοεῖ κανείς  γιατί στίς  ἐθνικές ἑορτές   γιορτάζουμε τήν ἀρχή τοῦ ἀγῶνα μας καί ὂχι τήν νίκη μας. Ποτέ δέν ἀντισταθήκαμε ὂντες σίγουροι γιά τήν νίκη μας. Ἐπαναστατοῦμε ἀκόμη καί ὃταν γνωρίζουμε ὃτι θά χάσουμε. Χιλιάδες χρόνια τώρα οἱ πρόγονοί μας, μᾶς ἒμαθαν νά ἀντιστεκόμεθα «ἢ τᾶν ἢ ἐπί τάς». Μᾶς δίδαξαν μέ τήν πράξη τους  ὂτι ζοῦμε γιά τό «εὖ θνήσκειν» πού κατά τρόπο ὑπερφυσικό «ὑπερφαῶς» κάνει τό «εὖ ζεῖν» ἐξωραϊσμένο. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοσή μας ἀπό «τό παλαιόν Ἑλληνικόν» μέχρι σήμερα πού ἡ «Ρωμανία πάρθεν…» αὐτήν καλούμεθα νά διακονήσουμε καί ἐμεῖς ἂδοντες «Τήν Ρωμιοσύνη μήν τήν κλαῖς»

  Ὡς λαός ἒχουμε  στό αἷμα μας την αντίσταση, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει ὂτι εἶναι ἂκυρη ἡ  ἀνάγκη μιᾶς ἀφύπνισης, νά συναισθανθοῦμε δηλαδή καί νά διακρίνουμε τήν ὑπονομευτική κρυψιβουλία τῶν  νεογενιτσάρων, τά σπλάχνα μας νά νιώσουν ὃτι καθυβρίζεται ἡ ἱερή μνήμη τῶν  παππούδων μας, τῶν γιαγιάδων μας, τῶν  μαρτύρων μας, ὃτι τσαλακώνονται οἱ ἃγιες σκιές τῶν  Μικρασιατῶν, Κρητῶν, Ποντίων, Κυπρίων προγόνων μας καί τοῦτο μέ πολλούς τρόπους: δόλιες ἀποσιωπήσεις, παραλήψεις και κουτοπονηριές, διαστρεβλώσεις, ψέματα, ψέματα, ψέματα…

   Ἀπό τήν  στοίβα αὐτή τῆς πλαστογραφικῆς ἀπάτης ξεχωρίζουμε τήν προσπάθεια νά πλήξουν τήν μονάκριβη συνεκτικότητα τῶν Ἑλλήνων, τήν Ἐκκλησία. Ὁποιαδήποτε ἀναφορά «στοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία» πρέπει νά διαγραφεῖ. Ὁ,τιδήποτε στήν ἱστορία μας μυρίζει λιβάνι προκαλεῖ ἀνατριχίλα εἶναι ἀναχρονιστικό. 

  Ἡ ἱστορική Ἐκκλησία στούς τέσσερις αἰῶνες τῆς  δουλείας τοῦ Ἒθνους μας, δἐν εἶχε καμιά σχέση μέ τήν σημερινή Διοικοῦσα Ἐκκλησία. Πέρα ἀπό θλιβερές ἐξαιρέσεις, «συνομιλοῦσε» μέ τόν ἂνθρωπο θεωρῶντας τήν ἐλευθερία του πυρῆνα της κεντρικό. Τό «μή γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων» ἦταν διαρκής ὑπόμνηση τοῦ δύσκολου τῆς ἐλευθερίας δρόμου. Ἦταν διαρκής ἡ ἐναντίωση στόν πειρασμό τῆς  ὑποταγῆς, τῆς συνθηκολόγησης καί τῆς ἀφομοίωσης· ἐναργής ἡ ὑπόμνηση τῆς σύγκρουσης ὃταν θίγονται ζωτικές παράμετροι ἐλευθερίας. Δέν εἶναι συμπτωματικό ὃτι ὃλα τά μανιφέστα ἐλευθερίας στηρίζονται στό Εὐαγγέλιο. Ἂκουγε τόν κόσμο καί μίλαγε σ’ αὐτόν, ἦταν ὑπερασπιστής τῶν δικαιωμάτων του   καί τόν στερέωνε  στήν ὁλοκλήρωσή  του. Ἦταν στό πλευρό τῆς ἐλευθερίας του.                                   

  Ἐπιβάλλεται σιγή γιά τόν Καψάλη καί τόν Ἐπίσκοπο Ρωγῶν Ἠσαΐα, γιά τόν Σαμουήλ πού ἒβαλαν φωτιά στὀ μπαρούτι ταῆς κρύπτης τους τραβῶντας πρός τάς  Oὐρανίας Mονάς. Δέν πρέπει τά παιδιά μας νά μάθουν γιά τόν Γρηγόριο τόν Ε΄, γιά τόν Χρυσόστομο Σμύρνης, ὃτι δηλαδή ἀφοῦ τούς κατέσφαξαν οἱ Τοῦρκοι τούς ἒσερναν ἀνά τάς ὁδούς καί ρύμας πρός γνῶσιν καί συμμόρφωσιν, τόν ἓναν ἀνήμερα τήν Λαμπρή τοῦ 1821 καί τόν ἂλλο τήν περίοδο ἐκείνη ποὐ οἱ Ἓλληνες «συνωστίζοντο» στήν Σμύρνη.

   Ἂχνα γιά τίς Σουλιώτισσες καί τίς  Μεσολογγίτισσες, τσιμουδιά γιά τόν ἃγιο Κοσμά τόν Αἰτωλό πού εἰκοσι κοντά χρόνια  ἐπανελλήνιζε τούς Ἓλληνες πού εἶχαν πέσει σέ βαθιά ἀγραμματοσύνη καί μιλοῦσαν ἓνα κρᾶμα ἀπό τουρκοβενετσιανοαρβανίτικα καί στό τέλος οἱ Τοῦρκοι τόν κρέμασαν πρός «γνῶσιν καί συμόρφωσιν». Οἱ Κλέφτες, ἡ Κλεφτουριά, αὐτή ἡ κατ’ ἐξοχήν μορφή ἒνοπλης ἀντίστασης  πρέπει νά ἐμφανιστοῦν χωρίς θεσμική ἀντιστασιακή τυπολογία. Οἱ μαθητές μας δέν πρέπει νά πληγώνονται μέ πληροφορίες γύρω ἀπό τήν πιό στυγνή μορφή γενοκτονίας, τό παιδομάζωμα, τόν βίαιο δηλαδή ἐξισλαμισμό πού στόχευε στήν βάναυση ἐξάλειψη τῆς γλώσσας, τῆς ἐθνότητας, τῆς θρησκείας τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.                        

   Κανένας δέν πρέπει νά γνωρίζει  τούς καταδικούς μας Κολλυβάδες, τήν κατ’ ἐξοχήν πρόταση τῆς  πνευματικῆς καί ὑποστατικῆς ἐξέγερσής μας, πού προετοίμασε τήν μεγάλη Ἀνάσταση τοῦ 21. Οὐδέποτε ὑπῆρχε τό Πανδιδακτήριο τοῦ πεπτωκότος γένους μας, τό Κρυφό Σχολειό. Οἱ κατακτητές Τοῦρκοι διέθεταν τέτοια ἁβρότητα καί σεβασμό ἒναντι τῆς παράδοσής μας πού μόνο σχολικά λεωφορεῖα δέν μᾶς παραχωροῦσαν. Ξεκάθαρα δηλαδή, πολύ καλά περνούσαμε, γιατί δέν καθόμαστε καλά,  τί τίς θέλαμε τίς ἐπαναστάσεις καί τίς ἐξεγέρσεις; Καί τό δημοτικό «Φεγγαράκι μου λαμπρό…» τί ἦταν; Ἐπιβάλλεται νά ἀγνοοῦν τά παιδιά μας ὃτι ἡ πνευματική διάσωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ στούς μαύρους χρόνους τής Τουρκικῆ κτηνωδίας γίνεται ἀποκλειστικά ἀπό τόν ταπεινό καλόγερο τοῦ πανταχοῦ παρόντος καί οὐδέποτε θεσμοθετηθέντος  Κρυφοῦ Σχολειοῦ. Οἱ φυλλάδες τῆς Ἐκκλησίας μας ἒσωσαν τό Γένος μας ἀπό τήν ἀποβλάκωση, τήν ἀμνησία, τόν ἀναλφαβητισμό πού ἐπέβαλε ἡ Τουρκική κατοχή. Ὃλοι μας θέλουμε κατά πρῶτον οὐσιαστικά ἀλλά καί ἐπίθετα, καί θαυμαστικά, καί δοτικές, καί προστακτικές, ἰδίως οἱ νέοι, διαφορετικά χάνουμε τόν βηματισμό μας  στό ζέσταμα. Αὐτά ὃλα τά προσέφερε ὁ οἰκουμενικός καλόγερος, αὐτός κράτησε ζωντανό, χωρίς παζαρέματα, τό ὃραμα περί ἐλευθερίας  τοῦ Ἓλληνα. Ἒθνη χωρίς ἣρωες δέν ὑπάρχουν καί ὃποιος λαός διαθέτει τό ἒνστικτο τῆς  αὐτοσυντήρησης φροντίζει νά μένει ἀναμμένο ἀνύστακτα  τό κοντύλι τους.

  Ἡ ἐθνική μας ταυτότητα εἶναι ἡ φάνεια καί ἡ διαφάνειά μας. Ἡ εὐθύνη ἒναντι ὃλων, (ὂχι ὁ στενοκέφαλος ἐθνικοκεντρισμός), πού μᾶς ὑποχρεώνει νά φυλᾶμε σάν τά μάτια μας τήν πίστη καί τήν γλώσσα μας, νά τιμοῦμε  τήν ἱστορία μας. Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὃτι ἡ ζωή αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἦταν τραγική. Ἡ δίψα τους γιά ἐλευθερία, γιά ἀλήθεια, δέν ἂφηνε στὀ ἦθος τους περιθώρια καί τῆς ἐλάχιστης ἰδιοτέλειας. Ζοῦσαν σπαρακτικά τήν πτώση τους καί τήν ἀθανασία τους.

   Ἡ ἀποδοχή τοῦ τραγικοῦ στήν ζωή,  ὡς ἠθική ἀνάληψης τοῦ βάρους τῆς ἀλήθειας, γιγαντώνει  τόν ἂνθρωπο, ἐνῶ ἡ ἀποφυγή του, ὡς ἠθική ἐπιβίωσης, δημιουργεῖ ἀνθρωπάκι. Ἀντιμετωπίζουν  παλικαρίσια τόν θάνατο, ἀποδεχόμενοι τό τίμημα τῆς  ταυτότητας καί τῆς ἀλήθειας τους, ὂχι μέ μίσος ἀλλά μέ ἀγάπη. Εἶναι μαζί ὃλοι σάν σύμβολα, πού ὃταν συμπέσουν μέ τήν ἀναφορά τους, φανερώνουν ἀκεραία τήν ἀλήθεια.    

  Αὐτή εἶναι ἡ παράδοσή μας, αὐτήν ὑπηρέτησαν οἱ πρόγονοί μας στό Ἀλβανικό ἒπος, αὐτήν καλούμεθα νά  διακονήσουμε.

«Χρωστᾶμε σ’ ὃσους πέρασαν,

Θά ἒρθουν θά περάσουν,

κριτές θά μᾶς δικάσουν,

οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί.»

                  Κ. Παλαμᾶς     

 

Ἀρχικά  δημοσιευμένο στό  «ξάνεμο»

 

 

 

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

Διαχειριστές ἀπαράμιλλης βαρβαρότητας.

                                                                                                                                               Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου    

   Μίσος, αἷμα, τυφλός φανατισμός. Τό ἀδιέξοδο ἒκδηλο. Πῶς διατηρεῖ κανείς τήν ἀνθρωπιά του μέσα σ’ αὐτή τήν φρίκη, χωρίς νά κατηγορηθεῖ γιά δειλία, ἀδιαφορία, κατευνασμό, μεροληπτισμό, ἰσλαμοφοβία ἢ ἀντισημιτισμό; Θά τό  τολμήσω. Ἡ σιωπή δέν εἶναι πλέον ἀποδεκτή. Ἐδῶ νομίζω ἒχει θέση τό κοινωνιολογικά ὀρθό: ἡ ἂσκηση τῆς στοιχειώδους ἒντιμης κριτικῆς ἰκανότητας, ὃσον ἀφορᾶ τήν  ἀξιολόγηση τῶν καταιγιστικῶν πληροφοριῶν.  

  Ἡ Χαμάς πέτυχε τόν στόχο της: Σ’ αὐτόν τόν ἐπικοινωνιακό πόλεμο, ἡ μόνη στρατηγική της εἶναι νά σπείρει μίσος, ἂσβεστο πηχτό μίσος. Τό σκοτεινό παρελθόν σχεδιασμένο μέ ἐργαλεῖα τοῦ σήμερα, κινητό  καί  ἲντερνετ. Ὁ φόβος νά παραλύσει τόν ἐχθρό, καί νά ἀφιονίζει  τόν λαό. Ἡ φρίκη προϊόν πρωτογονισμοῦ, ἀναπόσπαστο κομμάτι τοῦ σύγχρονου πολέμου. Πῶς μπορεῖς νά στερήσεις τήν  αὒρα τῆς  παντοδυναμίας τοῦ ἀντιπάλου; Ὃσο πιό βίαιη εἶναι ἡ συμπεριφορά τῶν μαχητῶν, τόσο πιό ἀδύναμος θά φαίνεται ὁ ἐχθρός. Δυστυχῶς, ἡ βαρβαρότητα εἶναι ἀποτελεσματική, μεταδοτική. Ὃταν ἐδραιωθεῖ, ἀναπαράγεται συνεχῶς, ἀλέθει τά πάντα. «Κυνήγησε τόν ἂπιστο (ὃποιον δέν εἶναι μουσουλμάνος) καί σκότωσέ τον ὃπου καί νά τόν βρεῖς», διδάσκει το Κοράνι.

  Τό παλαιστινιακό ἀπελευθερωτικό κίνημα τοῦ Ἀραφάτ, ἡ Φατάχ, δέν ὑπάρχει πιά. Μετασχηματίστηκε  σέ ἓνα ἰσλαμιστικό ἰδεολόγημα, τήν Παλαιστινιακή ἰσλαμική Τζιχάντ, τῆς ὁποίας τό καταστατικό  ἀρχίζει προλογικά μέ τήν καταστροφή τοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ, τήν  ἐκκαθάριση τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καί  τῆς Βόρειας Ἀφρικῆς, ἀπό κάθε κοσμικό στοιχεῖο, τήν στοίχιση τῆς κοινωνίας στήν ἂκαμπτη ἐκδοχή  τῆς Σαρίας,  καί τήν ἐγκαθίδρυση ἑνός θεοκρατικοῦ καθεστῶτος τύπου Ἰράν.

  Αὐτό πού εἲδαμε στό Ἰσραήλ τίς προηγούμενες ἡμέρες προφανῶς ἒχει ὡς καύσιμη ὓλη τό μίσος πού ἒχει καλλιεργηθεῖ ἀπό τήν  Σαρία. Μιλάω γιά τίς εἰκόνες μέ τίς ἀδιάκριτες σφαγές καί τούς βιασμούς ἀμάχων κάθε φύλου καί ἠλικίας, τίς  ὁποῖες ἀναπαρήγαγαν μέ ὑπερηφάνεια οἱ ἲδιοι οἱ τζιχαντιστές-θύτες, διότι ἒκαναν –ὃπως πιστεύουν– τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

   Ἡ ἀπόφαση τοῦ ΟΗΕ γιά δημιουργία τοῦ Κράτους τοῦ Ἰσραήλ, μιλάει  καί γιά δημιουργία Παλαιστινιακοῦ κράτους. 75 χρόνια μετά, τό Ἀραβικό  κράτος ἐξακολουθεῖ νά μήν ὑφίσταται, καθαρά ἐξ αἰτίας τοῦ ἀκραίου φυλετικοῦ φανατισμοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος κατακλύζει ἀργά  καί σταθερά τήν κοινωνία του. 

  Ὁ Ραμπίν καί ὁ Ἀραφάτ θά μείνουν στήν ἱστορία,  γιά τίς ἐλπίδες πού γέννησε ἡ συνομολόγηση στό Ὂσλο, τοῦ «ὁδικοῦ χάρτη», ὀ ὀποῖος  ἀναγνώριζε ἀμοιβαῖα τά δύο Κράτη στήν περιοχή. Ποιά ἦταν ἡ τύχη τῶν δύο μεγάλων ἀνδρῶν; Ὁ Ραμπίν δολοφονήθηκε λίγο ἀργότερα  ἀπό ἓναν ἀκροδεξιό, γιατί λέει ἀναγνώρισε τό  Παλαιστινιακό Κράτος, μέ τούς διαδόχους του νά ὑπονομεύουν μεθοδικά καί ἀποφασιστικά τήν πιθανότητα ὁποιασδήποτε κρατικῆς Παλαιστινιακῆς ὀντότητας. Ἀπέκλεισαν τόν Ἀραφάτ στό γραφεῖο του, ταπείνωσαν τόν ἲδιο καί τήν Φατάχ, ἐνῶ παράλληλα ἐπιδόθηκαν μέ λύσσα στόν ἐποικισμό, κρατώντας τούς Παλαιστινίους ἒκτοτε σέ μιά στυγνή ὁμηρεία.

 Τό κράτος τοῦ Ἰσραήλ δείχνει γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή τήν ἲδια  ἀπαξία μέ τήν Χαμάς. Αὐθαίρετες φυλακίσεις, κατεδαφίσεις σπιτιῶν Ἀράβων κατοίκων, χωρίς  σεβασμό τοῦ διεθνούς δικαίου, βασανιστήρια, καί ἐγκατάσταση ἐποίκων φανατικῶν σιωνιστῶν μέ τήν ἀρωγή τοῦ Ἰσραηλινοῦ στρατοῦ, καί φυσικά τυφλούς βομβαρδισμούς μέ πρῶτα θύματα πάντα τά γυναικόπαιδα.   

  Πόσους ἂμαχους σκότωσε τό Ἰσραήλ, μετά ἀπό βομβαρδισμούς, οἱ περισσότερες γυναῖκες καί παιδιά, ἐφαρμόζοντας ἐξ ἀρχῆς, χωρίς νά δίνει λογαριασμό σέ κανέναν, τό δόγμα τῆς συλλογικῆς εὐθύνης; Οἱ κάτοικοι τῆς Γάζας καί τῆς δυτικῆς Ὂχθης ἒχουν γνωρίσει τήν ὠμή βία, στήν βάση ἀκόμη καί μιᾶς ὑποψίας, ἢ γιατί εἶχαν τήν ἀτυχία νά μένουν κοντά μέ ἓναν τζιχαντιστή.  

  Οἱ Ἰσραηλινοί ἒχουν δείξει πολλές φορές, ὃτι εὐκαιρία ψάχνουν νά ἀποδείξουν τήν ἱκανότητά τους νά συνεργαστοῦν μέ τό σκοτάδι, ἀρκεῖ αὐτό νά ὑπηρετεῖ τούς  στόχους τους. «Ὀφθαλμόν ἀντί  ὀφθαλμοῦ» διδάσκει ἡ Παλαιά Διαθήκη τόν Ἐβραῖο, αὐτό  ἐφαρμόζουν.

 Δυό θρησκεῖες πού ἒχουν ἱεροποιήσει τήν βία. Δύο λαοί πού ὡς σύνταγμα ἒχουν τήν Παλαιά Διαθήκη οἱ Ἐβραίοι καί τό Κοράνι οἱ Μουσουλμάνοι. Δύο θρησκεῖες πού ἒχουν στήν κουλτούρα τους τήν βία. Τό μίσος καί ἡ ἒχθρα διαχέονται  ἀπό γενιά σέ γενιά. Δυό θρησκεῖες πού ὠθοῦν τήν Μέση Ἀνατολή στήν «ἂβυσσο», καί τήν ἀνθρωπότητα σέ μιά εὐρύτερη- οἰκουμενική- σύγκρουση. Οἱ ἐθνικές γραμμές ἒχουν ἀντικατασταθεῖ ἀπό τόν θρησκευτικό ζηλωτισμό. Καί ὁ ἐθνικισμός ἒχει ἐμποτιστεῖ ἀπό τόν θρησκευτικό φονταμενταλισμό, στίς περισσότερες τῶν περιπτώσεων.

  Εἶναι ὃλα τόσο μπερδεμένα. Ἡ κόλαση, ἠ πόλωση, συνεχίζονται. Μερικές φορές σκέφτομαι ὃτι οἱ ἂνθρωποι ἐδῶ δέν μποροῦν νά ζήσουν ἀλλιῶς· μπολιάζονται μέ τό μίσος ἀπό τά γεννοφάσκια τους. Ἡ δαιμονοποίηση τῆς μιᾶς πλευράς ἀπό τήν ἂλλη –ἢ τίς ἂλλες– ἀποτυπώνεται σέ καθετί ἐδῶ καί αἰῶνες. Οἱ δύο λαοί δέν  πολεμοῦν, ἀλλά σκοτώνουν γιατί μισοῦν, γιατί ἀνατράφηκαν νά μισοῦν, ὁ Παλαιστίνιος τόν Ἐβραῖο, καί ὁ Ἐβραῖος  τόν Παλαιστίνιο. Καί οἱ  δύο  λαοί μιλοῦν γιά «σπλαχνικό μίσος».

  Σέ ποιόν ἐχέφρονα ἂνθρωπο ὁ σφαγιασμός παιδιῶν, γυναικῶν καί γενικά ἀμάχων δἐν προκαλεῖ  φρίκη; Καί ἀπό τίς δύο πλευρές τά θύματα εἶναι στήν συντριπτική πλειονότητά τους ἂμαχοι καί κυρίως παιδιά, δηλαδή ἐκεῖνοι πού δέν ἀντιπροσωπεύουν τίς πολιτικές ἐπιλογές στήν περιοχή.

  Εἶναι θέμα ἀρχῆς νά εἲμαστε  ἀντίθετοι στόν ἀντισημιτισμό. Νά ἀνάβουμε ἓνα κερί γιά τά ἑκατομμύρια τῶν Ἐβραίων πού ὑπῆρξαν θύματα τοῦ ναζισμοῦ. Ὃμως  ὀφείλουμε νά ὑπερασπιστοῦμε τήν ἀλήθεια. Ὃσο φρικιαστική εἶναι ἡ βία τῆς  Χαμάς, τόσο φρικώδης εἶναι καί ἡ στυγνότητα  γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή πού δείχνει ἀπέναντι στούς Ἂραβες τό κράτος τοῦ Ἰσραήλ. Τίποτα δέν μπορεῖ νά δικαιολογήσει τήν σφαγή τῶν ἀμάχων πού γίνεται ὃλα αὐτά τά χρόνια, οὒτε τόν βομβαρδισμό τοῦ νοσοκομείου προχθές, οὒτε ὃ,τι σχεδιάζεται  τίς τελευταῖες ἡμέρες ἐναντίον τῆς Λωρίδας τῆς Γάζας. Τίποτα δέν δικαιολογεῖ τά τελεσίγραφα,  τίς ἀπειλές, τήν ἀσύμμετρη βία.

  Κανένας Χίτλερ, κανένας Νετανιάχου, κανένας Ἀγιατολάχ, κανένας Ἰσμαήλ δέν ἐνεργεῖ στό κενό, μόνος του. Χρειάζεται πάντα μιά νοσηρή ἰδέα, πολιτική ἢ  θρησκευτική,   καί φυσικά ἓνα ἀλαλάζον, στερημένο γύρω τους, πλῆθος, χωρίς καμία ἀνοχή μέ ὃ,τι δέν τοῦ μοιάζει. Ἡ δυναμική  τῆς σθεναρής ἀντίστασης στό διαφορετικό· τό πλῆθος καταπιέζει καί καταπιέζεται. Ρίξτε μιά ματιά στά δικά μας. Ὃταν ὁ Μπέος ὠρυόταν προεκλογικά,  «Δέν θέλουμε πούστηδες», θά μποροῦσε νά τό πεῖ ἂν δέν εἶχε μπροστά του ἓνα  ἀφηνιασμένο θετικό στήν ἂποψή του πλῆθος;  

  Ἡ μία τραγωδία διαδέχεται τήν ἂλλη καί ὃλες μᾶς βρίσκουν κολλημένους στήν ὀθόνη σέ ἓνα ἀδιάκοπο doom scrolling, νά ἀνοίγουμε τό ἓνα λίνκ μετά τό ἂλλο, νά ρουφᾶμε κάθε πληροφορία, στήν κάθε φρικιαστική λεπτομέρειά της, ἐθιζόμενοι ἂν ὂχι ἐθισμένοι στήν ὀδύνη, Καί ὃμως τά γεγονότα, δέν ἒχουν σταθεῖ ἀρκετά γιά νά ἀποκωδικοποιηθεῖ  πλήρως ἡ κοινωνική πολυπλοκότητα αὐτῆς τῆς  γωνιάς τοῦ πλανήτη.

  Μᾶλλον εἲμαστε πιό κοντά στήν ἀρχή αὐτῆς τῆς κρίσης παρά στό τέλος της. Θά γευτοῦμε καί ἐμεῖς τήν βία τῶν γειτόνων μας; Πιό καθαρά: Εἲμαστε καί ἐμεῖς ὂμηροι τῶν Μουσουλμάνων καί  τοῦ Ἰσραήλ; Θά φανεῖ. Καθώς μιά ἀκόμα μέρα φρίκης ξημερώνει, τό μόνο πού σκέφτομαι εἶναι ὁ  Θεός, ἂν εἶναι διαθέσιμος, "νά  βάλει το χέρι του". Μέχρι  τότε, νά  μήν ξεχνᾶμε, πώς τήν ὢρα πού ὃλοι ἐπιθυμοῦμε νά γυρίσουμε σπίτι μας, τήν ἲδια ὢρα οἱ Παλαιστίνιοι καλοῦνται νά ἐγκαταλείψουν τό δικό τους, ἐν ἀναμονῇ  τῆς  κλιμάκωσης τοῦ πολέμου.

ΥΓ. Τό κείμενο γράφτηκε γιά περιοδικό στήν Γαλλία, ἀλλά δέν «ὑπῆρξε διαθέσιμος χῶρος». Πρώτη φορά «τρώω πόρτα»  ἀπό  αὐτό τό περιοδικό.  

 

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

«Ἀνθρώπινο πολύ ἀνθρώπινο» (Νίτσε).

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

  Στίς τελευταῖες σελίδες τοῦ Γεροντικοῦ, καταχωμένο, δημοσιεύεται τό  «σκανδαλιστικό»  ἓκτο  ἀπόφθεγμα τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, πού μᾶς παραδίδει τά ἐξῆς: «Ἂλλοτε πάλιν μέγας γέρων παρέλαβε τῷ Ἀββᾷ Ἀχιλλᾶ ἀπό Θηβαΐδος καί λέγει αὐτῷ· Ἀββᾶ μου σέ ποθῶ. Τότε ὁ Ἀββᾶς τοῦ λέει· ἒλα, ἐμένα βρῆκες νά ποθήσεις; Ὁ δέ Γέροντας μέ μεγάλη ταπείνωση μέ σκυφτό κεφάλι εἶπε· Ναί, ἀββᾶ μου. Ἐκεῖ κοντά στήν πόρτα καθόταν, ἂλλος Γέροντας τυφλός καί χωλός. Καί λέει ὁ Γέροντας ὁ ἐπισκέπτης ἀπό τήν Θηβαΐδα στόν ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ. Ἢθελα νά καθίσω κοντά σου λίγες μέρες ἀλλά   ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ Γέροντα, δέν μπορῶ νά μείνω».

  Δέν θά σταθῶ τόσο τήν γεμάτη τρυφερότητα στάση τοῦ Ἀββᾶ Ἀχχιλᾶ. Ἂντρας, μοναχός ἀσκητής νά ντραγκάρεται, νά παρενοχλεῖται σεξουαλικά  ἀπό ἂλλον μοναχό·  νά «τοῦ τήν πέφτει» ἓνας ἂλλος μοναχός. Θά  μείνω στόν Γέροντα ἀπό τήν Θηβαΐδα. Ὁ Γέροντας ἀπό τήν Θηβαΐδα ποθοῦσε τόν ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, τό  ἢξερε καί τό εἶπε· θά τοῦ ζητοῦσε μάλιστα νά μείνει φιλοξενούμενός του γιά λίγες μέρες, ἂν δέν τόν σταματοῦσε  ἡ παρουσία τοῦ χωλοῦ καί τυφλοῦ μοναχοῦ στήν πόρτα τοῦ κελιοῦ. Γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ ντροπή πού αἰσθάνθηκε συνδυάζοντας μέσα του τήν σαρκική ἐπιθυμία μέ τήν οἱονεί δημοσιότητά  της, ἐξ αἰτίας ἑνός ἀνθρώπου ἀνίκανου νά κινηθεῖ καί νά δεῖ. Λέω «οἱονεί» διότι σημασία γιά τόν μοναχό δέν ἦταν ἡ κοινολόγηση τῆς ἐπιθυμίας του δηλαδή νά συνευρεθεῖ ἐρωτικά μέ τόν ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ,  σημασία εἶχε ὃτι στό πρόσωπο τοῦ χωλοῦ καί τυφλοῦ μοναχοῦ ἒβλεπε ὡς σέ καθρέπτη ἀπ’ ἒξω τόν ἑαυτό του. Καί βλέποντας ἐντράπηκε. Ὂχι γιά τό  ἒκνομο τῆς ἐπιθυμίας του ὃσο γιά εἰκόνα του. Στόν ἂλλο καθρεπτίζομαι ψυχῇ τε καί σώματι, κοιτάζω τόν ἑαυτό μου σάν νά εἶναι τρίτος καί τοῦ συμπεριφέρομαι ἀνάλογα.

  Ὃτι ἐν  προκειμένῳ ντράπηκε ὁ ἀββᾶς καί ταπεινώθηκε ἀντί ν’ ἀδιαφορήσει γιά ἒνα ράκος ἀνθρώπινο, πρέπει νά τό κρατήσουμε καί νά ὐπογραμμίσουμε μαζί μέ τόν Ἀχιλλᾶ τήν πνευματαική του ἀξία. Μπορεῖ, γιά τά ἀσκητικά δεδομένα, νά ἦταν βαθειά ἡ πτώση τοῦ ἐπισκέπτη Γέροντα, ὃμως φάνηκε στήν ντροπή του ἃγιος, στό τρυφερό κοκκίνισμά του γεμᾶτος Θεό. Ἡ ἐπιθυμία τόν αἰχμαλώτισε στήν φύση, ἀλλά ἡ ντροπή ἐλευθέρωσε τό πνεῦμα του, ἒφερε στήν ψυχή του ἀκέραιο  τόν Θεό. Ἡ σωτηρία ἐν  τέλει εἶναι ζήτημα λεπτότητας. Ἐδῶ ἡ λεπτότητα πάει μέ τήν ντροπή, ἡ δέ ντροπή βρίσκεται πολύ πέρα ἀπό τήν συνειδητοποίηση. Ὁ ἐρωτευμἐνος Γέροντας εἶχε συνείδηση τῆς επιθυμίας του· προκάλεσε τήν ντροπή, ὡς μυστικό ἐμβρυουλκό, ὁ χωλός καί τυφλός Γέροντας. Τήν προκάλεσε σάν θεία δωρεά μηδενιστική, σάν λυτρωτικό κοκκίνισμα μιᾶς πονεμένης ἀνθρωπιᾶς. 

  Μαζί μέ ἀκόμη λίγα τοῦ ἰδίου τύπου, καταχωνιασμένα εἶναι καί ἂλλα  «ἐνοχλητικά» γιά τήν σεμνοτυφία μας ἀποφθέγματα, τά ὁποῖα βρίσκουμε στό ἀπομονωμένο συμπλήρωμα (σελ. 164) τοῦ Γεροντικοῦ.

    ἀββᾶς Παφνούτιος ἐνῶ περπατοῦσε  χάθηκε ἐξ αἰτίας ὁμίχλης καί  βρέθηκε χωρίς νά τό καταλάβει κοντά σέ μιά μικρή πόλη, ὃταν χωρίς νά τό θέλει εἶδε δύο  ἂντρες «ὁμιλοῦντας αἰσχρῶς ἀλλήλοις» (νά συνουσιάζονται). «καί ἐστάθην δεόμενος περί  τῶν ἁμαρτιῶν του» (καί  στάθηκε ἱκετεύοντας γιά τίς ἁμαρτίες  τίς δικές του). Ταπεινώθηκε, συνετρίβει ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, σάν νά  εἶχε ἐμπλακεῖ ὁ ἲδιος  στό γεγονός, πῆρε τό κακό ἐπάνω του, καί ἂφησε  τόν Θεό νά κρίνει τούς ἐμπλεκόμενους.

  Ὃλους αὐτούς τούς ξεπέρασε ὁ ἐπίσκοπος ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς. Ἒφθασε ὀ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς κάπου γιά νά φάει. Κοντά ἐκεῖ ἦταν κάποιος μοναχός πού εἶχε «φήμην κακήν». Ὃντας ὁ ἀββᾶς στήν περιοχή συνέβη νά ἒρθει μιά γυναίκα καί νά μπεῖ στό κελί τοῦ κακόφημου μοναχοῦ. Ὃταν τό ἒμαθαν οἱ μοναχοί τῶν γειτονικῶν κελιῶν, πολύ ταράχθηκαν καί σέ συνάθροιση ἀποφάσισαν νά ἐκδιώξουν τόν παραβάτη μοναχό ἀπό τήν περιοχή. Γνωρίζοντες ὃτι ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς βρἰσκεται στήν περιοχή,  τόν συνάντησαν καί τόν παρακάλεσαν νά πάει μαζί τους γιά νά δεῖ ὁ ἲδιος τό γεγονός. Ὁ «ἒχων κακήν φήμην» μοναχός πρόλαβε καί ἒκρυψε τήν γυναίκα σέ κάποιο  μεγάλο πιθάρι πού εἶχε. Ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς εἶδε τό γεγονός, καί  «διά τόν Θεόν ἐσκέπασε τό πρᾶγμα» γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ  τό ἀποσιώπησε, καθήμενος πάνω στό πιθάρι. Τότε πρόσταξε  νά ἐρευνήσουν τό κελί. Ἀφοῦ ἒψαξαν  καί δέν βρῆκαν τήν γυναίκα, τούς λέει ὁ ἀββᾶς: Ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρήσει, καί ἀφοῦ προσευχήθηκε, τούς ἒβγαλε ὃλους ἐξω, καί πιάνοντας τό χέρι  τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ εἶπε: πρόσεχε σ’ ἑαυτόν. Λέγοντας αὐτό ἀνεχώρησε.  

  Ὁ ἀββᾶς Νίκων κατακρίθηκε καί συκοφαντήθηκε ἐπί προσωπικοῦ ἀπό ἂλλους μοναχούς συνασκητές του, οἱ ὁποῖοι ὃταν «ἦρθαν εἰς ἑαυτόν» ὃλοι πῆγαν καί τοῦ ζήτησαν συγγνώμη. Ὁ δέ ἀββᾶς Νίκων τούς εἶπε: καί φυσικά σᾶς ἒχω συγχωρήσει ὃλους ἀλλά δέν θά μείνω πιά ἐδῶ μαζί σας, γιατί δέν βρέθηκε οὒτε ἓνας μέ διάκριση νά μοῦ συμπαρασταθεῖ. «καί οὓτως ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν».

  Ἐν προκειμέν   τήν συκοφαντία, τήν ἀδιακρισία, τήν κακία καί τήν σκληρότητα τῶν συμμοναζώντων του συγχώρεσε ὁ Ἀββᾶς Νίκων, ἀλλά δέν ἂντεχε ἂλλο τήν διαίρεση τοῦ κόσμου, τήν διαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἒλλειψη τρυφερότητας, τήν ἀδιαφορία, τήν μή συμπαράσταση στόν διωγμό.

  Ἡ ἐμπειρία τῶν ἀββάδων, ὃσον ἀφορᾶ τήν καταλαλιά καί ὃπως αὐτή καταγράφεται στό Γεροντικό, βεβαιώνει ὃτι τό ἀρνητικό πνεῦμα δέν μᾶς ἐπηρεάζει οὒτε μᾶς  προσβάλλει σάν ἓνα φυσικό φαινόμενο. Ἐνεργεῖ πάνω μας ὡς ἐσωτερικό γεγονός, ὡς ψυχικό σκοτάδι· καί  πού νά δεῖ κανείς μέσ’ τό σκοτάδι;

(Μήν συγχέουμε τήν καταλαλιά μέ τήν κριτική. Καταλαλιά εἶναι νά κατηγορήσουμε κάποιον συγκεκριμένα  ὃτι εἶναι ὁμοφυλόφιλος, ἡ τάδε εἶναι πόρνη… Κριτική ὃταν ἀποκαλύπτουμε τήν προσβάλλουσα καταδυναστευτική κακία του στήν κοινωνία, τήν ἀδικία του, τήν ἀθέμιτη συσσώρευση πλούτου, τήν ἀπάτη του, «τά ψεύτικα τά λόγια τά μεγάλα»…) 

  Μέ τήν καταλαλιά συμβαίνει τό ἑξῆς: βλέπουμε μέ ἐπιθετική διάθεση κατηγορίας τούς ἂλλους γιά προσωπικά θέματα, καί παραβλέπουμε τόν ἑαυτό μας. Πέρα ἀπό τό νά ἐνδέχεται νά σφάλουμε στίς  ἐκτιμήσεις μας, πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὃτι τό σπουδαιότερο βαθύτερο ψυχικό κίνητρο δέν εἶναι τόσο ἡ ἀλήθεια, ὃσο ἡ ἀρνητική πρός τόν Ἂλλον δική μας διάθεση. Αἲφνης ἐκεῖνον πού ἀγαποῦμε δέν τόν κατακρίνουμε ὃ,τι καί νά κάνει. Ἀγνοοῦμε ἐπίσης τά προσωπικά κρίματα ἐκείνου πού ἒχουμε ἀνάγκη· ἐκεῖνον πού ἀντιπαθοῦμε τόν στηλιτεύουμε γιά τό τίποτα, ἐξ οὗ τόν φθόνο τόν συντηρεῖ πάντοτε  ἡ σπερμολογία. Ἀπό ἀγάπη ἂλλωστε ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας ἀκατάκριτο.   

  Ἀρχοντιά κάθε ἀνθρώπου εἶναι νά συν-χωρεῖ. Τά ἂλλα εἶναι ἀγένεια, μικρότητα καί μιζέρια. Δέν πρόκειται γιά κάποιο ἦθος ἀνώτερο· πρόκειται γιά διαφορετικό ἐπίπεδο καί πεδίο σχέσης μέ τόν Ἂλλο. Ἀφ’ ἦς στιγμῆς συν-χωρῶ, ὁ Ἂλλος  γίνεται σάν ἐμένα -ἓνα δεύτερό μου Ἐγώ –καί παύει νά  συγκροτεῖ ἀφηρημένη ἑτερότητα, πρός τήν ὀποία καί ἀνάγομαι  ἐκ τῶν  πραγμάτων μόνο δεοντολογικά. Δέν θέλω νά πῶ ὃτι ταυτίζομαι μαζί του, διότι ἡ συγχώρεση διατηρεῖ  τόν ἂλλο ἐσωτερικά, θέλω νά πῶ ὃτι ἒτσι μπορῶ καί στό πιό ἂπλετο ἂνοιγμά μου νά ζητῶ ἀνθρπωπιά, ὑπευθυνότητα, προσοχή ἑαυτοῦ, χωρίς νά παριστάνω τόν ἂμεμπτο και ἀναμάρτητο οὒτε νά μηδενίζω. Δέν συγχωροῦμε γιά νά ἀθωώσουμε· συγχωροῦμε γιά νά ζήσουμε. 

  Πῶς νά κατακρίνει κανείς κάποιον ἐπειδή κινεῖται στήν αἰχμαλωσία τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας; Σύμφωνα μέ τούς Πατέρες μας ὃ,τιδήποτε συμβαίνει στόν ἂνθρωπο εἶναι «ἀνθρώπινο πολύ ἀνθρώπινο».  Τό πεντόσταγμα τῆς ὀρθόδοξης σωτηριολογίας κορυφώνεται στήν συγκλονιστική ρήση τοῦ Μαξίμου Ὁμολογητή: «Συγγνωστόν γάρ, οὐ τιμωρητόν, ἡ ἀσθένεια» (Συγχωρητέα ἠ  ἁμαρτία, ὂχι τιμωρητέα) (PG91,716C).

  Ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ δέν ἐξισοῦται μέ κρίση ἀνωτάτου δικαστηρίου, ἐξ ἀντικειμένου ἀλάνθαστη, ἀλλά μέ  προσχώρηση στήν ἀγάπη Του καί βίωσή της ὡς καταλλαγή. Ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό δεκανίκι ἣ καταφύγιο-εἶναι ἡ κρίση τῆς ἀγάπης Του.

 


 

 

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

Ἒρωτας, Εὐαγγέλιο, Γεροντικό.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου 

  «Ἡ συνουσία εἶναι ἓνα ἀπό τά πιό ὂμορφα πράγματα πού ἒδωσε ὁ Θεός στόν ἂνθρωπο. Ἡ σεξουαλική ἒκφραση φέρνει μόνο πλοῦτο».  Πάπας Φραγκίσκος.

   Τό πανόραμα τοῦ προσώπου.  Ἡ Ἔκκλησία κομίζει μιά ριζικά διαφορετική ἀντίληψη καί ἑρμηνεία γιά τήν γενετήσια ὁρμή: εἶναι «ἀγαπητική δύναμη», σπαρμένη ὄχι μόνο στήν θέληση ἀλλά στήν ὅλη φύση, στό κορμί καί τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. 

  Σαμαρίτειδα γι’ αὐτό κατακρίθηκε ἀπό τόν Ἰησοῦ. Πέντε ἂντρες εἶχε ἀλλά κανέναν δέν ἀγάπησε  οὒτε ψυχικά οὒτε  σωματικά. Ποτέ δέν ἒλαβε τήν αὐτήν οὐσία μέ κανέναν  (συν-ουσία), δέν ὑπῆρξε οὐδέποτε μέθεξη ἐρωτική μέ κανέναν ἀπό τούς πέντε, ἡ ἐρωτική της συνεύρεση τῆς ἦταν ἀνούσια, χωρίς οὐσία.   

  Ὁ ἒρωτας στόν Χριστιανισμό  δέν ἒχει καμμιά σχέση μέ τήν  αὐτιστική διάχυση. Ἡ ἀγαπημένη, ὁ   ἀγαπημένος, ὑπάρχει ὡς ἀντωπός προσωπικός ἑνός ἑκάστου  σέ  μιά ἓνωση  ἱερή, χωρίς προδιαγεγραμμένη διάρκεια, ἒστω καί ἂν ἀδυνατεῖ νά ψηλαφήσει τό γεγονός ἡ ἀνεπάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας περίγυρου.

  Στούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους, ἂν συμφωνοῦσε τό ζευγάρι, ἒκανε γνωστό στήν ἐνορία, ὃτι σκέπτονται νά ἀνοίξουν σπιτικό καί παρακαλοῦσαν νά ἒχουν τίς εὐχές καί προσευχές τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ἒτσι ἁπλᾶ, πολύ ἁπλᾶ. Ἂν τύχαινε ὁ  ἂντρας ἢ ἡ γυναίκα νά εἶναι εἰδωλολάτρης ἢ ἂθεος, τότε πήγαινε μόνο τό χριστιανό μέλος, χωρίς παρεξηγήσεις οὒτε ἐξηγήσεις· ἠ ἀνοχή στήν δαφορετικότητα.  

  Σήμερα οἰ  ἂνθρωποι τοῦ Νόμου, οἱ κληρικοί, μᾶς ἒχουν κυριολεκτικά μπερδέψει μέ τίς προσωπικές τους μεταφυσικές πεποιθήσεις, τήν ἀτομική τους ἠθική, τήν ἀτομική προσπάθεια πρός ἐξευμενισμό τοῦ θείου, πεποιθήσεις λογικά όρθές πρός προσπορισμό βεβαιότητας, ἠθική κατοχυρωμένη ἀπό τόν Κανόνα γιά νά ἐξασφαλίζει ὑπόληψη καί κύρος. «Πῶς τό ἒκανες, καί πόσες  φορές…» ἀκριβῶς μέ λεπτομέρειες, ὂχι  ἀόριστα, ἰδίως ὃταν ἒχουν μπροστά τους γυναίκα, τήν   πιέζουν τόσο πολύ σέ λεπτομέρειες τῆς ἐρωτικῆς τους σχέσης πού ὁ τρόπος ἐνδιαφέροντός τους παραπέμπει σέ πορνό.  Σχημάτισαν ἓναν σκοτεινό χῶρο ἐνοχῶν, καί  ναρκισσιστικῆς αὐτοάμυνας,  φόβου γιά τήν ἐνηλικίωση καί νηπιωδῶν  ἀντιστάσεων στήν διακινδύνευση. Μέ τά ὅρια τῆς σχηματοποίησης πάντοτε νομικά, ὂχι εὐαγγελικά.

  Ἐνῶ λοιπόν ἱεροποιεῖται ὁ γάμος, ταυτόχρονα ὁ κύκλος τῆς γενετήσιας λειτουργίας, ἀπαξιώνεται ὡς περιοχή βέβηλη. Περιβάλλεται μέ ἀπαξίωση, μέ δυσπιστία, μέ ἐπιφύλαξη, μέ τόν φόβο τοῦ δαιμονικοῦ, τοῦ ἀκάθαρτου. Γιά τόν θρησκευτικό περίγυρο, τόν ἄνθρωπο τοῦ νόμου, ἡ λέξη ἔρωτας ἔχει μόνο τό νόημα τῆς παράβασης, τῆς ἀθέτησης ἐντολῶν. Κατάφαση στόν ἔρωτα σημαίνει κατάφαση στήν παρεκτροπή, στήν παρανομία. Ὅλα μετρημένα μέ τήν λογική τοῦ νόμου.  Πότε ἐπιτρέπεται ὁ ἔρωτας καί τί ἀκριβῶς ἐπιτρέπεται, ποιές οἱ ἀπαγορεύσεις πρίν ἀπό τόν γάμο, μέσα στόν γάμο καί ἔξω ἀπό τόν γάμο. Ἄγχος καί βασανισμός τῶν θρησκευομένων ἀνθρώπων σέ ὅλα τά γεωγραφικά μήκη καί πλάτη.

  Οἱ στερημένοι γαμηλίων ἐμπειριῶν ἂγαμοι ἀλλά καί ὁρισμένοι ἒγγαμοι κληρικοί διαμορφώνουν ἀνέραστα ἂτομα. Ἂτομα πού φοβοῦνται νά  ἀπλωθοῦν ἐρωτικά, ἂτομα πού τεμπελιάζουν,  πού ἀπογοητεύονται ἀπό τόν ἒρωτα, πού ἠ ἐσωτερική ζωή τῶν γεγονότων τούς διαφεύγει, πού φοβοῦνται τήν ἒκθεση στά μάτια τοῦ Ἂλλου,  ἂτομα ἂτολμα πού μεταβιβάζουν τήν εὐθύνη ἐνός τόσο σημαντικοῦ προσωπικοῦ θέματος στόν ἐπαγγελματία τῆς ἠθικῆς, ὀπότε ὡς ἒσχατη καταφυγή ἒρχεται ἡ ἀπόρριψη τοῦ έρωτα καί μάλιστα μέ ἒνδυμα ἠθικῆς.  

Τό τρυφερό ἀνθρώπινο βάθος: Ὁ ἔρωτας ἀρχίζει ἐκεῖ πού τελειώνουν τέτοιες θωρακίσεις. Στό Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἐρωτικός ἄνθρωπος σαρκώνει τόν τρόπο τῆς ζωῆς καί ὁ θρησκευτικός ἄνθρωπος τόν τρόπο τοῦ θανάτου. Ἀποκαλυπτική  εἰκόνα τῆς διαστολῆς: ἡ ἀντιπαράθεση τῆς πόρνης πού πλένει μέ μύρα τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, καί τοῦ θρησκευτικοῦ περίγυρου πού διαμαρτύρεται γιά τήν ἀπώλεια τοῦ μύρου. Ἔρωτας καί θάνατος σέ ὑποδειγματική ἀναμέτρηση. Ἡ συμπεριφορά τῆς πόρνης, πράξη ἀπροσχημάτιστα ἐρωτική: Ἀγοράζει τό πολυτιμότερο μύρο δίχως φειδώ καί μέτρο. Χύνει σπάταλα τό μύρο, ἀνακατεμένο  μέ τά δάκρυά της, γιά νά πλύνει τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, καί μέ τά μαλλιά της τά σφουγγίζει. Τέτοια παραφορά ἀπροκάλυπτου ἔρωτα, μέ τόν θρησκευτικό περίγυρο, τυφλό, ἄσχετο, νά μετράει τήν πράξη μέ τό μέτρο τῆς ἠθικῆς ἀποτελεσματικότητας. Ἡ πόρνη ἀγαπάει σπάταλα καί ἀπερίσκεπτα, δίχως νόμο καί λογική, ὁ θρησκευτικός περίγυρος μετράει τήν λογική σκοπιμότητας τῆς πράξης καί τό ποσοστό τῆς ἠθικῆς ὡφελιμότητας.

  Ἡ πόρνη δέν ζητάει τίποτα. Δέν προσφέρει μετάνοια γιά νά εἰσπράξει δικαίωση. Δέν ἀποβλέπει στήν συναλλαγή. Οὔτε σπεύδει σέ ὑποσχέσεις συμμόρφωσης μέ τόν νόμο. Μόνο προσφέρει. Αὐτό πού ἔχει καί αὐτό πού εἶναι: «Ὅ ἔσχε αὔτη ἐποίησε» ( Μάρκ. 14,6). Τολμηρά, δίχως φόβο μήπως ἐκτεθεῖ οὒτε μήπως ἐκθέσει. Μέ τήν παραφορά τῆς ὁλοκληρωτικῆς αὐταπάρνησης. «Ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47). 

  Τόν ἄνθρωπο τοῦ νόμου δέν τόν ἐνδιαφέρουν οἱ φτωχοί. Τόν ἐνδιαφέρει ἡ πράξη τῆς ἐλεημοσύνης, εἴσπραξης κέρδους ἀπό τόν θεῖο Ἀνταποδότη. Μόνο σάν ἀνταποδότη τόν χρειάζεται τόν Θεό, μόνο γιά τήν δική του δικαίωση. Γι’ αὐτό καί ἡ παραφορά τοῦ ἔρωτα τοῦ εἶναι ἀδιανόητη, ἔτσι πού ξεφεύγει ἀπό τήν λογική τῆς συναλλαγῆς.  

  Λεπτότητα, διαφάνεια ἐαυτοῦ. Ξέκοψα τήν ἑξῆς  ἱστορία ἀπό τό Γεροντικό: Περνοῦσε κάποτε ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων ἀπό ἕνα μέρος καί εἶδε ἓνα «κορίτσι» πού περίμενε πελατεία στό σπίτι της. Τῆς εἶπε τότε νά τόν περιμένει τό βράδυ, νά περάσουν τήν νύχτα μαζί. Τό βράδυ ἦρθε ὁ Ἀββᾶς στό σπίτι τῆς κοπέλας, τήν βρῆκε καί τήν ρώτησε: «Ἐτοίμασες τό κρεβάτι;». Ἐκείνη τοῦ άπάντησε: «Ναί, Ἀββᾶ μου». Έκλεισε τότε ο Ἀββᾶς τήν θύρα καί τῆς εἶπε: «Περίμενε λίγο νά κάνω τόν κανόνα μου». Ἄρχισε τό ψαλτήρι καί μετά ἀπό κάθε ψαλμό παρακαλοῦσε τόν Θεό νά βοηθήσει τήν πόρνη νά μετανοήσει καί νά σωθεῖ. Ἡ γυναῖκα πού παρακολουθοῦσε ἄρχισε νά τρέμει καί ὅταν τελείωσε τό ψαλτήρι ἔπεσε χάμω μέχρις ὅτου ὁ κανόνας τοῦ γέροντα τελείωσε. Ἔπιασε τότε ἡ γυναῖκα τά πόδια του λέγοντας: «Ἀββᾶ μου, πήγαινέ με ὅπου μπορῶ νά εὐχαριστήσω τόν Θεό». Ὁ γέρων ἀμέσως τήν πῆρε, τήν ὁδήγησε σέ γυναικεῖο μοναστήρι καί τήν παρέδωσε στήν ἡγουμένη μ’ αὐτή τήν ἐντολή: «Παράλαβε αὐτή τήν ἀδελφή καί ὅ,τι θέλει δῶσ’ της, καί ἄφησε την νά ζεῖ ὅπως τῆς ἀρέσει. Μήν ἐπέμβεις  στό ἐλάχιστο». Ἡ ἠγουμένη ἔκανε ὅ,τι ζήτησε ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων, καί ἡ γυναίκα ἀφιέρωσε τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωής της στόν Θεό.

    Τό κλειδί τῆς ἱστορίας αὐτῆς εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Ἀββᾶ στήν ἡγουμένη. Ὁ γέροντας δέν ἐπεδίωξε νά βάλει ζυγό στήν γυναῖκα ὥστε νά τήν σωφρονίσει, δέν τόν ἐνδιέφεραν οἱ πράξεις της ἀλλά ἡ ψυχή της. Αὐτήν διάβασε καί είδε, τήν δίψα του ἀπολύτου, ἡ ὁποία μέ διάστροφη μορφή κατάντησε τήν γυναῖκα στήν ἐσχάτη βεβήλωση τοῦ εἶναι της. Τήν ἔφερε λοιπόν σέ ἕναν κόσμο ὅπου αὐτό τό χαμένο ἀπόλυτο θά μποροῦσε νά φανερωθεῖ καί τήν ἄφησε. Οὔτε νά τοῦ ἐξομολογηθεῖ ἁμαρτίες ζήτησε, οὔτε νά τῆς συγχωρήσει παραπτώματα σκέφθηκε. Ἤξερε ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων ὅτι τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως εἶναι τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι ἡ ἀξιόμεμπτη σκέψη ἤ πράξη ἀλλά ἡ ἀμετανοησία, καί ἤξερε ἐπίσης ὅτι ὁ πνευματικός ἔχει πρό ὀφθαλμῶν τήν ψυχή καί ὄχι τήν συμπεριφορά ἤ τίς ἀντιλήψεις τοῦ ἐξομολογουμένου, ὁπότε δέν ἐνδιαφέρει ἡ νομική «τακτοποίησή» του ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ ψυχική του λύτρωση ἀπό τό κλείσιμο ἀπέναντι στόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.

   Ἡ ἐλευθερία τοῦ Εὐαγγελίου θέλει λήθη,  ρήξη μέ τά δεσμά τῶν συμβάσεων καί τῶν συνηθειῶν πού δέν ἀφήνουν νά βροῦμε τόν ἑαυτό μας. Ἐννοῶ μιά ἐσωτερική ἀ-λήθεια, ὅπου τό α δέν εἶναι στερητικό ἀλλά ἐπιτατικό καί δηλώνει, ὄπως τό ἀ-τίμητος ἤ τό ἀ-χανής, τήν ἀκρότατη λήθη. Τέτοια λήθη-ἀλήθεια ζητᾶ ὁ Ἰησοῦς, αὐτήν ζητάει ἡ δίψα τῆς ἐλευθερίας. Ἐλεύθεροι ἀπό ἕναν ἑαυτό δεμένο στίς ἀσφαλιστικές  του ἐξαρτήσεις σάν σέ ἀσάλευτο παρελθόν, ὑπάρχουμε ἀληθινοί. Τά πάντα ἔρχονται στό φῶς ἐπειδή τίποτε δέν τά κρατεῖ δεμένα στόν συμβιβασμό, στήν  ἀπειλή, στόν φόβο, στόν τρόμο, στήν τιμωρία, στίς ὐποσχέσεις, στήν ἀσφάλεια καί προηγούμενα πού καταπνίγουν άνελέητα τήν ὀρμή γιά μιά ζωή πληρότητας. 

«Ὁ ἒρως καί ὡς ψυχρή ἀκόμα καί χωρίς συναισθηματικήν δέσμευσιν πράξις εἶναι ἓνα συγκλονιστικόν μυστήριον τῆς ὓπαρξης, ὑποκρύπτει μιάν τάσιν δι’ ἓνα βαθύτατον γεγονός κοινωνίας, διά μίαν ἐκστατικήν ὑπέρβασιν τῆς ἀτομικότητας εἰς τήν δημιουργίαν.»   (Ἰωάννης Ζηζιούλας  Μητροπολίτης  Περγάμου).