Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

Τοῖς ἐντευξομένοις

 

π. Ε. Μ.

  Τι να γράψει κανείς για το Taizé;

 Εμπειρία αποκαλυπτική. Τι μου έμεινε... ή μάλλον καλύτερα τί μπορεί να ειπωθεί...

1.Κανείς δεν έκρινε κανέναν.

  Άνθρωποι απ' όλες τις ηπείρους του κόσμου, με διαφορετικές γλώσσες, πολιτισμό, ντύσιμο, ηθική, και κυρίως (αυτό μας ενδιαφέρει)... διαφορετική εκκλησία! Κανείς δεν έκρινε τις θεολογικές απόψεις ή την πίστη του άλλου! Σας το εξομολογούμαι, ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που το συνάντησα αυτό σε θρησκευτικό περιβάλλον! Λυπηρό όντως!

2.Υπήρχε ένα πνεύμα μαθητείας και ταπείνωσης.

  Είδα ανθρώπους "που έστηναν αυτί"  για να ακούσουν τί έχει να πεί  ο συνομιλητής τους. Ήθελαν να πάρουν κάτι, ένιωθαν ότι τους έλλειπε κάτι. Για πρώτη φορά είδα τέτοιο επίπεδο διαλόγου μεταξύ χριστιανών και τέτοια λεπτότητα στις μεταξύ μας διαφωνίες, ώστε να μην πληγωθεί ή έρθει σε δύσκολη θέση ο συνομιλητής.

3. Ρεαλισμός σε αυτό που λέγεται "ενότητα των χριστιανών".

  "Όταν σε έναν σπίτι υπάρχουν διαφωνίες -ακόμα και σε καίρια θέματα- πόσο μάλλον σε διαφορετικές εκκλησίες με τόσο διαφορετικό υπόβαθρο η κάθε μία. Το ξέρουμε ότι δεν θα επιτύχουμε ποτέ πλήρη ταύτιση στις θεολογικές μας απόψεις, όμως αυτό δεν θα πρέπει να μας αποθαρρύνει  από το να συνεχίσουμε να συμπορευόμαστε". Αυτό μου είπε μια σοφή ψυχή από εκεί και με άγγιξε. Στην Ορθόδοξη εκκλησία δίνουμε έμφαση σε ανεξάντλητους θεολογικούς διαλόγους, τους οποίους θεωρούμε προτεραιότητα για να φτάσουμε στο κοινό ποτήριο.     Προτεραιότητα είναι μια θεωρητική συμφωνία απόψεων κατ' αρχήν. Εκεί είδα το αντίστροφο. Αποδοχή της υπάρχουσας κατάστασης και έμφαση στην έμπρακτη αγάπη και αποδοχή του άλλου ώστε να ξεπεραστεί η διαίρεση. Εκεί για την συμμετοχή στην ευχαριστία δεν ήταν απαραίτητη η συμφωνία σε όλα τα θεολογικά ζητήματα που μας διαιρούν. Εκεί η συμμετοχή στην ευχαριστία γινόταν αφορμή υπέρβασης αυτής της διαίρεσης. Ξέρω πως χωράει πολύ θεολογική συζήτηση για το πως η Ορθόδοξη εκκλησία φρονεί για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Έχει νόημα να γίνει αυτή η συζήτηση. Αλλά και αυτοί ατελείωτοι θεωρητικοί θεολογικοί διάλογοι δεν ξέρω που  οδηγούν τελικά! Χρειάζεται κάτι έμπρακτο...

   Δυστυχώς η Ορθόδοξη εκκλησία αντιμετωπίζει πολύ αποστασιοποιημένα, ενίοτε φοβικά αυτό που γίνεται στο Taizé. Κατά διαστήματα υπάρχει κάποια Ορθόδοξη παρουσία( μέσα από πολλά ορθόδοξα φίλτρα βέβαια ) αλλά για να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους, λάμπουμε με την απουσία μας! Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην  πράξη δεν ενδιαφέρεται για την ενότητα των χριστιανών. Μένει εγωιστικά εγκλωβισμένη στον εαυτό της επαναλαμβάνοντας την γνωστή φράση "η ορθοδοξία είναι η μόνη αλήθεια". Θα συμφωνήσω ότι η ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία διαφύλαξε το δόγμα καθαρό και άσπιλο μέσα στους αιώνες. Όμως έχασε κάτι βασικό. Την αγάπη! Γίνεται όμως να σταθεί η αλήθεια χωρίς την αγάπη; Είναι το ερώτημα μου.

  Υ. Γ Ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, κληρικού της αδελφότητας θεολόγων η "Ζωή". Είχε ματιά πλατιά ο π. Ηλίας και έβλεπε χωρίς "γυαλιά ηλίου"! Μέσα  από τον εκείνον  μάθαμε  και για το Taizé και για το ότι υπάρχουν και άλλοι χριστιανοί στην δύση που ζούν και κινούνται και κάνουν και πράγματα αξιοθαύμαστα ενίοτε!

 

 

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Κλάμα καθάρσιο

 

 Στόν τρίτο τόμο τῆς  Φιλοκαλίας, περιλαμβάνονται  οἱ πενήντα ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Μακαρίου. Τίς ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου χαρακτηρίζει ἡ πνευματικότητα τοῦ αἰσθήματος τῆς  καρδιάς. Θά σταθῶ λίγο στήν ὂγδοη ὁμιλία, καί συγκεκριμένα στόν 2ο και 3ο στίχο: Βιώνουμε τήν χάρη  ἀτομικά καί  πολύμορφα.

  Ὁ ἂνθρωπος κλαίει  ἀπό πόνο, ἀλλά κλαῖμε καί ἀπό γέλιο, ἀπό θυμό ἢ παραμυθητικά καί καθάρσια.  Τό κλᾶμα εἶναι παλιό ὃσο καί ὁ  ἂνθρωπος. Κλαῖμε πρῶτα καί μιλᾶμε ἀργότερα. Ἡ ὓπαρξη ἀρχίζει μέ τό κλᾶμα ἑνός γενέθλιου ξερριζώματος, πού ἐξηγεῖ ἲσως τό βάρος τῆς νοσταλγίας στήν ζωή τῆς ψυχῆς. Τραῦμα τῆς ψυχῆς εἶναι  ὁ χωρισμός μας ἀπό τό ἂχρονο, τό πέρασμα στήν ἀγωνία τοῦ χρόνου, καί θεραπεία της ἡ ἀνάληψη τοῦ χωρισμοῦ μέ ἀναμορφωτικό χρόνο. Ἡ συνάντηση τῶν δύο χρόνων λέγεται συγκίνηση, πού φέρνει μέ τήν σειρά της κλᾶμα.  Τό γέλιο ἒρχεται ἀπό ἐγγύτητα· στό κλᾶμα νεύει  ἡ ἀπόσταση, εἲτε στέρηση εἶναι εἲτε θάνατος εἲτε χωρισμός. Δέν γελάμε ἀπό λύπη κλαῖμε ὡστόσο ἀπό χαρά καἰ βιώνουμε τό «δακρυσμένο γέλιο» σάν μυστική συμφιλίωση μέ τά ὃρια τοῦ κόσμου. Τό κλᾶμα ἀνεβάζει τήν ψυχή  στό πρόσωπο, τήν κάνει τόπο διαφάνειας.  Κλαῖμε ἐπειδή δέν ἀντέχουμε νά κρύβουμε τό βάρος τοῦ ἐντός, ὁπότε γυμνωνόμαστε μέ ἀφοπλιστική εἰλικρίνεια.  Ὁ μορφασμός τοῦ ψυχικοῦ πόνου, τό ἀναφιλητό, ὁ λυγμός προσθέτουν στό δάκρυ μας ἓνα αἲσθημα πού  τό τρέπει σέ κλᾶμα – τό κάνει «δάκρυον ἐκτενές». Σπαράζουμε, ἂρα κλαῖμε. Ἐξ οὗ καί ἀρμόδιο ρῆμα γιά τό κλᾶμα εἶναι τό «ἀναλύομαι», πού διακρίνει ἀποφασιστικά τήν αἲσθηση ἀπό τό αἲθημα, κάτι πού ἀγνοεῖ ὃποιος ζεῖ φυσικά τό ὑπερφυσικό. Ἀναλυόμαστε σέ δάκρυα ἀντί νά ἀναλύουμε καταστάσεις καί πράγματα ὀρθώνοντας πανταχόθεν περίφραξη. Σέ ἀντίθεση μέ τά ζῶα κλαῖμε ἐπειδή ἀκριβῶς διακρίνουμε τήν πραγματικότητα ἀπό τό αἲσθημά της. Εἶναι θεμιτό νά σκεπτόμαστε τά κλᾶμα ὡς ψυχο-ἀνάλω(λυ)ση, μέ τήν διαφορά ὃτι ἐδῶ τό παρόν ἀναλύεται σέ δάκρυα, μαλακώνει καί μαζί του ἀνοίγει τό Ἐγώ. Ἂρα δέν πρόκειται γιά ἒνδειξη ἀδυναμίας ἀλλά γιά ἒκφραση εὐγένειας ὃπου ἡ ψυχή σκορπίζει σάν χάρη τόν συμπαγή της ἑαυτό καί λιώνει τό σκληρό ὑλικό τοῦ παρελθόντος. Κατεβαίνει στήν ὓπαρξή μας ὁ Θεός καί ἐμεῖς ἀνασταινόμαστε στό ὓψος του.  

 

·  

 

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023

‘’Αναστορήματα από το ημερολόγιο ενός… αδέξιου ιεροσπουδαστή της Εκκλησιαστικής Σχολής Τήνου’’

 

Του Βασίλη Δαμιανάκη

 Από νωρίς το απόγευμα φύσαγε. Τόσο πολύ φύσαγε, που από την πόρτα του θυρωρείου είδα το γέρο Θανασάκη, έναν άπορο, κοκαλιάρη ηλικιωμένο, που φιλοξενούνταν στο ίδρυμα της Μεγαλόχαρης, να πηγαίνει με τα τέσσερα έξω στο δρόμο. Να σηκώνεται και να τον ρίχνει ξανά κάτω ο αέρας. Έπαιρνε τον κόσμο αυτός ο αέρας ο τηνιακός, ο αναποδιάρης και μονόμπαντος. Μονόμπαντος γιατί τα δέντρα στην Τήνο τα έχω στο νου μου να γέρνουν προς μια κατεύθυνση λες και έχουν συνεννοηθεί να ξανοίγουν όλα σε μια μεριά. Με το παράωρο φύσημα του αέρα οι πόρτες της σχολής τρίζανε και τα βράδια οι μικροί μαθητές φοβούνταν να πάνε στις τουαλέτες ασυνόδευτοι. Πιο τρομακτική γινότανε η ατμόσφαιρα, όταν τα τριξίματα από τον φοβερό αέρα συνοδεύονταν από τη μουσική υπόκρουση και το τραγούδι του Ψαραντώνη που έπαιζε στο κασσετόφωνο μου εκείνον τον παλιό καιρό…

  Το πρωί ξέσπασε μπόρα. Θα χάναμε την εκδρομή στον Αϊ Φωκά. «Πάλι μορέ βρέχει;», ακούστηκε η φωνή του Παπουτσάκη. Εγώ αυτό το ….πάλι βρέχει δεν τολμούσα να το πω, γιατί η μάνα μου με συμβούλευε από όταν ήμουν μικιό κοπέλι με το παρακάτω δίστιχο:

«Απού’ κλασε στην εκκλησιά κι απου’πε …πάλι βρέχει,

κι απού βλαστήμηξε παπά πάλι σωσμό δεν έχει».

Με το …πάλι βρέχει ήτανε σαν να τα’ βανες με τον Θεό κι αλίμονό σου μετά…

Κι αφού χάσαμε την εκδρομή, συμφωνήσαμε να πάμε στον Αϊ Φωκά την Κυριακή

μετά την εκκλησία κατά την πρωινή έξοδό μας.

 

  Όντας ξεκίνησε η παρέα των Κρητικών που δεν χαμπάριαζε και πολύ εκείνη την ανοιξιάτικη Κυριακή του 1992. Ο Δερμίτζος ήξερε από χόρτα και μας εκπαίδευε πώς να τα ξεχωρίζουμε. Εκεί που προχωρούσαμε πέσαμε πάνω σε μερικά πρόβατα. Σβέλτος όπως ήτανε ο Δερμίτζος, με τη βοήθεια του Μαθιού του Καραταράκη, πιάσανε μια προβατίνα. Λέει ο Δερμίτζος του Μαθιού: « Βάστα μου τηνε». Ξαπλώνει αυτός από κάτω από την προβατίνα κι άρχισε να την αρμέγει, τσιρώντας το γάλα προς το στόμα του. « Μορέ κουζουλέ δε φοβάσαι μη πάθεις πράμα; Άβραστο γάλα θα πιεις;» , ακούστηκε βροντερή η φωνή του Μαθιού. « Χάνεις που δεν πίνεις κι εσύ…», απάντησε ο Νεκτάριος, που δεν έλεγε να σταματήσει να αρμέγει την προβατίνα και φαινόταν να απολαμβάνει το φρεσκότατο γάλα ξαπλωμένος κάτω από τα μαστάρια της. Ήμασταν όλοι σίγουροι πως κάτι θα πάθαινε με το άβραστο γάλα που ήπιε, μα εκείνος δεν έπαθε τίποτα.

  Όταν επιτέλους φτάσαμε στην παραλία του Αϊ Φωκά, ο πιο τολμηρός της παρέας, ο Μαθιός, βούτηξε στα κρύα νερά της γαλήνιας θάλασσας με τη μία, ενώ οι υπόλοιποι μείναμε να τον κοιτάμε με ανοιχτό το στόμα. Οι αδερφοί Φραγκάκηδες, ο Βαλάντης και ο Γιώργος, βγάλανε τα μεζεκλίκια που τους είχε στείλει η μάνα τους από το Ηράκλειο και που είχαν παραλάβει τα ξημερώματα από το πλοίο Άνεμος . Φάγαμε, ήπιαμε και πήραμε το στρατί της επιστροφής για τη σχολή. Το βράδυ φάγαμε από τις βρούβες που είχε βράσει ο Νεκτάριος και που είχαμε μαζέψει στην εξοχή, μιας και το δείπνο τις Κυριακές στο οικοτροφείο ήταν πολύ λιτό και δε θα χορταίναμε.

  Βγαίνοντας από την κουζίνα, στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης, βρήκα τον Κουκ (Χρήστο Θεοδωρόπουλο) να πίνει μόνος του ρετσίνα και να τρώει ψαροκονσέρβες. Έμεινα να του κάνω παρέα και την κάναμε καλή…Ήταν ο Κουκ μοναδικός…

 Τα πιο αγαπημένα κι αχώριστα αδέρφια που συνάντησα στο διάβα της ζωής μου, ήταν οι Αφοί Φραγκάκη. Ο Βαλάντης και ο Γιώργος. Στην έξοδο μαζί, στο θάλαμο δίπλα δίπλα, στην τραπεζαρία μόνο που δεν τάιζε ο ένας τον άλλο… Αυτό που ξεχώρισα πιο πολύ στους… Φράγκους ήταν που είχαν μια μοναδική αρχοντιά που σπάνια τη συναντάς σε αυτές τις ηλικίες και μάλιστα σε οικοτροφιακές συνθήκες.

  Είχαν μάθει να μοιράζονται τα πάντα. Επί παραδείγματι… Τους έστελνε η μάνα τους δέμα με το πλοίο της γραμμής, το άλλοτε κραταιό Άνεμος, που έκανε το δρομολόγιο Ηράκλειο- Θεσσαλονίκη κάνοντας στάση και σε κάποια νησιά των Κυκλάδων, μεταξύ των οποίων και η Τήνος. Το πλοίο έφτανε στην Τήνο ξημερώματα Κυριακής γύρω στις 04:00. Κατέβαιναν οι Φράγκοι στο λιμάνι και παραλαμβάνανε το πολυπόθητο για όλους μας δέμα. Ξημερώματα Κυριακής αμαρτάναμε, γιατί πριν τον εκκλησιασμό στη Μεγαλόχαρη την κάναμε …ταράτσα. Κιοφτέδες, μυζηθρόπιτες και την παραγγελία του Παχιού (Φραγκίσκος Δασκαλάκης)…λαχανοντολμάδες. Φώναζε το Παχιό:« Ω! Βαλάντη! Ντουλομάδες! ». Φούσκωναν τα ροδοκοκκινισμένα μαγουλάκια του, που σου ερχότανε να του τα ζουλήξεις…Την τελευταία φορά θυμάμαι που στο δέμα η ευλογημένη μάνα των …Φράγκων είχε βάλει και φάγαμε σαβρίδια τηγανισμένα στο ελαιόλαδο, σβησμένα με ξίδι και με πολύ αρισμαρί (δεντρολίβανο). Είχαμε πιει και ρετσίνα. Τα ρεψίματα και οι καούρες στη Μεγαλόχαρη κατά τον πρωινό εκκλησιασμό μας, με έκαναν να αισθάνομαι ενοχές, μιας που δε φημιζόμουν και για καλοφαγάς. Οι καούρες στο στομάχι ήτανε πολύ ενοχλητικές και θεώρησα ότι ήταν καμπανάκι από την Παναγία που αξημέρωτα τρώγαμε τον …αγλέορα από τα καλούδια των… Φράγκων. Από τότε δεν ξαναπήγα ποτέ στην εκκλησία φαγωμένος. Δοτικοί, καλοσυνάτοι, μα προπάντων πονόψυχοι και ελεήμονες οι …Φράγκοι. Ό, τι και να πεις για τη μεγαλοψυχία τους εκείνο τον καιρό θα είναι λίγο.

  Το ακριβώς αντίθετο σε σχέση με τους Φράγκους ήταν ένας Αθηναίος μαθητής, ο Τσιλιμπόκος ή αλλιώς Τσιλιμπούρδας, όπως μας άρεσε να τον αποκαλούμε. Και ιδού η απόδειξις…

  Ένα βράδυ μες στον ύπνο μου άκουγα χαρχαλητά (θόρυβο) μέσα από μια ντουλάπα στο θάλαμό μας. Οι υπόλοιποι κοιμούνταν και δεν είχανε πάρει χαμπάρι. Κι ενώ το χαρχαλητό συνεχίζονταν, μου πέρασε από το μυαλό πως ίσως στην ντουλάπα είχε μπει κανένας ποντικός. Σηκώνομαι και με το λιγοστό φως που είχε, αφού εντόπισα τη ντουλάπα που ακούγονταν ο θόρυβος, άνοιξα την πόρτα της ντουλάπας απότομα, έτοιμος να κάνω επίθεση με το σκουπόξυλο στο υποτιθέμενο τρωκτικό που πίστευα ότι ήταν μέσα και ροκάνιζε…Τι να δω όμως; Ο αρουραίος ήταν ο …Τσιλιμπούρδας, που καταβρόχθιζε μες στα μαύρα μεσάνυχτα τα φιστίκια Αιγίνης από το δέμα που του είχε στείλει η μάνα του. Ο μονοφαγάς τίποτα δεν έδινε, γι’ αυτό κι εγώ στην καντίνα που ήμουν υπεύθυνος, του έκανα απίστευτους χωρατάδες. Όταν ήτανε να πάρει ρέστα για παράδειγμα πέντε δραχμές, δεν του τις έδινα και τον είχα να με παρακαλεί για κάμποση ώρα. « Δαμιανάκη ή μου δίνεις τα ρέστα ή σε πάω στο διευθυντή», μου ‘λεγε στο τέλος κι εγώ μη θέλοντας να έχω τράβαλα, αντί να του επιστρέψω τις πέντε δραχμές του επέστρεφα επίτηδες τις τέσσερις. Και για τη μια δραχμή όμως ο φραγκοφονιάς ο…Τσιλιμπούρδας συνέχιζε τον θρήνο με το: « Έλα ρε Δαμιανάκη. Δώσε μου τα ρέστα….» να αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου…..

  Την Τρίτη το απόγευμα μάθαμε τα κατορθώματα του μαθηματικού μας, του Κανόπουλου. Μπήκε στο καράβι να αποχαιρετήσει τους δικούς του που θα έφευγαν με το πλοίο της γραμμής , το Ναϊάς , αλλά ωστόσο ξεχάστηκε μέσα, αγνοώντας τη σχετική ανακοίνωση που ακούκονταν από τα ηχεία του καραβιού. «…οι επισκέπτες να εξέλθουν. Το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση». Το πλοίο αναχώρησε με τελικό προορισμό το λιμάνι του Πειραιά. Ενημέρωσε το πλήρωμα σχετικά, αλλά ο καπετάνιος, επειδή το πλοίο είχε ήδη βγει έξω από το λιμάνι, δε δέχτηκε να επιστρέψει πίσω για να τονε…ξεφορτώσει. Τι κι αν τον παρακάλεσε… Αφού είδε κι απόειδε ότι δεν πείθεται ο καπετάνιος, με δική του ευθύνη, πήγε από το σημείο που είναι η γέφυρα του καραβιού και πήδηξε βουτώντας στην ευτυχώς γαλήνια θάλασσα εκείνη τη μέρα ο τολμηρός μαθηματικός μας.

  Ήμουν μπροστά στη συζήτηση που κάνανε με τον διευθυντή της σχολής την άλλη μέρα σχετικά με το συμβάν. «Καλά και δε φοβήθηκες μη σκοτωθείς; Πώς το αποφάσισες και πήδηξες στη θάλασσα;» τον ρώτησε ο διευθυντής, ο κύριος Δημόπουλος. « Και τι να’ κανα ρε μ…. Γιώργο; Να πήγαινα στον Πειραιά;», απάντησε ο Κανόπουλος, χωρίς βέβαια να έχει επίγνωση το ρίσκο της παρακινδυνευμένης βουτιάς του….

  Ποιος δε θυμάται τον Κανόπουλο να γεμίζει κυριολεκτικά τον πίνακα με γράμματα κι αριθμούς λύνοντας μόνος του διάφορους τύπους εξισώσεων… Το διασκέδαζε τόσο πολύ, που ξεχνούσε να σβήσει τον πίνακα και έπεφτε η μια άσκηση πάνω στην άλλη… Κανένας μας δεν καταλάβαινε τίποτα βέβαια. Μετά πήγαινε στο πίσω μέρος της αίθουσας, καμάρωνε τις μαθηματικές καλικατσούνες του λες κι ήτανε καμιά καλλονή και έλεγε με έπαρση σε εμάς τους …ιεροσπουδαστές: «Ορίστε μορέ... αυτό είναι το ευαγγέλιο…» 

Κι αν δεν έγραφες τίποτα στο τεστ, ο Κανόπουλος δεν έβαζε μονάδα (1). Έγραφε μόνο με κεφαλαία τη λέξη UFO. Αυτός ήταν ο βαθμός. Του παραπονεθήκαμε μια φορά γιατί μας έκανε το 18 στο 2 ο τρίμηνο 16, ενώ είχαμε γράψει καλά στο διαγώνισμα, εν αντιθέσει με άλλους που δεν είχαν γράψει και τους ανέβασε. Ιδού η αιτιολογημένη απάντηση: « Κατέβασα αυτούς που είχαν 18άρια και ανέβασα αυτούς που είχαν χαμηλούς βαθμούς. Έτσι τα’φερα στα ίσα και υπάρχει σχετική ισορροπία στην τάξη σας». Μπακαλίστικος τρόπος βαθμολόγησης, αλλά καθ’ όλα μαθηματικός τρόπος….

  Σάββατο πρωί. Με τον Στέλιο τον Πούλο, τον Ικαριώτη, θα πηγαίναμε να καθαρίσουμε τους στάβλους του Δεσύμπρη. Είχε ζώα ο Δεσύμπρης και μερικές φορές είχα πάει στη δούλεψή του. Ήταν αδιόριστος θεολόγος τότε, αλλά εκείνο το διάστημα εκτελούσε χρέη νυχτοφύλακα στη σχολή. Πήγαμε πρωί πρωί με τον Στέλιο στο στάβλο, κι αφού μας έδειξε ο Βαγγελάκης την καθ’ όλα βρώμικη δουλειά που θα κάναμε, ξεκινήσαμε να φτυαρίζουμε τις κοπριές και να τις μεταφέρουμε έξω από το στάβλο με καρότσια. Δε ντρεπόμουνα γι’ αυτό που έκανα. Ίσα ίσα …είχα μάθει να εκτιμώ τα χρήματα που κοπίαζα με κάθε τρόπο για να τ’ αποκτήσω.

  Κάποτε γύρω στο μεσημεράκι, έχοντας τελειώσει τη βαριά και ανθυγιεινή εργασία στους στάβλους του Δεσύμπρη κι έχοντας πάρει το χαρτζιλίκι μας, επιστρέψαμε στη σχολή κατάκοποι. Ήταν η ώρα του φαγητού μετά την πρωινή έξοδο του Σαββάτου. Το γεύμα περιελάμβανε πατάτες με μπιφτέκια (αλά Μπόν). Πεινασμένοι και κουρασμένοι όπως ήμασταν με τον Πούλο, μπήκαμε στην τραπεζαρία χωρίς να αλλάξουμε ρούχα και φορώντας τα παπούτσια που πατούσαμε τις κοπριές. Κανένας δεν μας έδωσε σημασία και όλοι απολαμβάνανε τη σπεσιαλιτέ του Μπόν. Το άρωμα όμως που κουβαλούσαμε άρχισε να κατακλύζει την τραπεζαρία κι όλοι ψάχνανε με τις μύτες τους να βρουν από πού προέρχονταν αυτή η δυσοσμία-κοπρίλα που τους χαλούσε το ευχάριστο γεύμα. Μας πήρε χαμπάρι ο Γιουβανέλης ο Σεβαστός, ο συνήθης ύποπτος κοιλιόδουλος, που καταβρόχθιζε τρεις τρεις τις μερίδες. Άρχισε να μας φωνάζει και κακήν κακώς μας πέταξαν έξω από την τραπεζαρία, έχοντας όμως επιτυχώς αφήσει το …άρωμα που κουβαλήσαμε από τους στάβλους του Δεσύμπρη. Ο Στέλιος διαμαρτυρήθηκε έντονα, επικαλούμενος τη φύση της εργασίας που κάναμε κι ότι ήταν άδικο να μείνουμε νηστικοί… Εγώ όμως άρχισα περιπαικτικά να βγάζω τη γλώσσα μου στο Γιουβανέλη και να του τραγουδώ τα στιχάκια που είχε γράψει για πάρτη του ο Λιλής ο Ευθύμης:

« Του χοντρού του Σεβαστού του αρέσει η Λαμπαδού.

Ο χοντρός ο Σεβαστός τρώει ό, τι βρει εμπρός .

Δέκα πιάτα μακαρούνια και κιοφτέδες μιλιούνια…»

Εσπέρας προκείμενον με του παπά Λεωνίδα τη χαρμόσυνη ακολουθία.

  Ο πατήρ Λεωνίδας ήταν Ανδριώτης στην καταγωγή. Πρώην καπετάνιος, ο οποίος χειροτονήθηκε σχετικά σε μεγάλη ηλικία και ήρθε να φοιτήσει στην εβδόμη τάξη της Σχολής. Επιθυμούσε να αποκτήσει εφόδια που θα του ήτανε χρήσιμα μετέπειτα στην ποιμαντική και λειτουργική ζωή του στην ενορία που θα αναλάμβανε στην Άνδρο.

  Του είχε παραχωρηθεί ξεχωριστό δωμάτιο πλησίον των πλυσταριών για να μένει να κοιμάται. Ποτέ δεν αρνήθηκε σε κανένα μας την οποιαδήποτε συμβουλευτική και ψυχολογική υποστήριξη. Στις εντάσεις μεταξύ των σπουδαστών, ως έμπειρος καπετάνιος της θαλάσσης, είχε τον τρόπο να ηρεμεί τα πνεύματα, μαθημένος από τις φουρτούνες της ζωής όπως ήτανε…

  Δε θα ερχόταν ο παπά Γιώργης ο Τουφεκλής εκείνο το απόγευμα να μας κάνει τον εσπερινό, αλλά θα τον έκανε ο παπά Λεωνίδας, ο Ανδριώτης. Ήταν τότε που ότι και είχε χειροτονηθεί και έκανε τους πρώτους του εσπερινούς .

  Την ώρα που ο Μαρκουλής έψελνε το Κατευθυνθήτω η προσευχή μου σε πλάγιο του δευτέρου και έχοντας φτάσει στη φράση ως θυμίαμα ενώπιον σου, άρχισε ο παπά Λεωνίδας να θυμιάζει και να εξέρχεται εκ του ιερού βήματος θριαμβευτικά, εμφανώς εκστασιασμένος και συνεπαρμένος από τον ήχο του Κεκραγάριου, σαν το μερακλή χορευτή που αφήνεται στους ήχους της λύρας του δεξιοτέχνη λυράρη. Κι ενώ η κατανυχτική ατμόσφαιρα στο εκκλησάκι της Σχολής, στο Ρόδον το Αμάραντον, φαίνεται να ενέπνεε τον καπετανόπαπα, επηρεασμένος από τα ταξίδια στη θάλασσα, παραπατούσε σαν να βρισκότανε στο κατάστρωμα του καραβιού που πιλοτάριζε κάποτε μεσοπέλαγα, εν μέσω σφοδρής κακοκαιρίας. Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος κατά τον ψαλμωδό και σε μια τέτοια θάλασσα ένιωθε ο παπάς ότι βρισκότανε. Μέχρι που τα ’κανε θάλασσα….

  Το θυμιατό έπαιρνε στροφές στον αέρα, στρούφιζε και ξεστρούφιζε, εκτοξεύονταν τα καρβουνάκια και το λιβάνι πάνω στο χαλί του ναού, τα κουδουνάκια χτυπούσαν στο ρυθμό του …Πεντοζάλη κι εμείς ήμασταν έτοιμοι να παίξουμε παλαμάκια, αφού θέλαμε να …συνταξιδέψουμε με το καράβι του ευδιάθετου καπετανόπαπά μας.

  Σαν να μην έφτανε αυτό πήγε να ψάλει και το δοξαστικό των αποστίχων. Ίδρωνε και ξέδρωνε ο παπάς, γιατί έχανε και ξανάβρισκε τον ήχο… Μπέρδεψε τον ύμνο και σαν να τον ανακάτεψε με τα μουσικά χαρακτηριστικά ανδριώτικης πατινάδας. Στο τέλος έμεινε μόνος του στο ψαλτήρι, γιατί όπως ομολόγησαν αργότερα οι παριστάμενοι ιεροψάλτες, ιεροσπουδαστές, αδυνατούσαν να συμψάλλουν με τον παπά, εξαιτίας του πρωτόγνωρου γι’ αυτούς ψαλτικού ύφους, που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν. Με το Δι’ ευχών του παπά Λεωνίδα ξεχυθήκαμε στην αυλή της Σχολής και προς την έξοδό μας σχολιάζοντας την εσπερινή ακολουθία που έμεινε αποτυπωμένη ευχάριστα στη μακροχρόνια μνήμη.

  Μια μέρα ο παπα Λεωνίδας που είχε το χάρισμα να μας διηγείται μοναδικά ιστορίες από τη ναυτική ζωή του, μας είπε και μια ιστορία από τη στεριανή ζωή του, αφότουέγινε παπάς. Κακό συνήθειο που το γνώριζε καλά ο πατήρ, ήταν που κάποιοι όταν έβλεπαν ιερέα έπιαναν τα γεννητικά τους όργανα αρκετά προκλητικά άνευ ντροπής και μειδιάζοντας…

  Είχε πάει στην Αθήνα κάποτε για δουλειές. Όπως ήταν με τα ράσα στα φανάρια κάπου στην Ομόνοια, βλέπει έναν νέο που μόλις τον είδε, έπιασε τα αχαμνά του και κοίταζε προς το μέρος του παπά σε σχετικά κοντινή απόσταση. Κάνει νόημα στο νεαρό ο καπετανόπαπας να πλησιάσει προς το μέρος του, μα πού να πλησιάσει εκείνος. Αυτό που ήθελε να ακούσει ο ξεδιάντροπος νέος τα κατάφερε ο παπάς να το ακούσει έστω κι από απόσταση. Με θάρρος και αποφασιστικότητα του φώναξε μπροστά στο πλήθος: «Δεν έρχεσαι ρε μεγάλε να πιάσεις και τα δικά μου;». Έμεινε ο νεαρός να τον κοιτάζει έκπληκτος, αλλά σίγουρα πήρε και το μάθημά του από τον ανδρείο, Ανδριώτη, πρώην καπετάνιο και νυν ιερέα του Υψίστου…

 

  

 

 

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Σπουδή στόν ἒρωτα. Λόγος πέμπτος. Ὁ ἀργυρώνητος ἒρωτας!

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

Προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις καί ἀμηχανίαις.

  Κάθε καί καθώς  ἔρχομαι ἀντιμέτωπος μέ τήν πραγματικότητα σέ δημόσιο καί προσωπικό ἐπίπεδο, προκειμένου νά ἀντιμετωπίσω ἕνα σάστισμα, «στά ἀλήθεια συμβαίνει κάτι τέτοιο;», μέ κυριεύει ἡ ἵδια φοβική ἀνάγκη.  Νά βρῶ τίς λέξεις στήν  φράση πού θά μου δώσουν τήν ἐλευθερία καί τήν ἀποφασιστικότητα νά μιλήσω δίχως νά τρέμω. Θά τό τολμήσω λοιπόν.

 Εἰσαγωγικά: Ἡ ἂποψη πού εἶχαν  περάσει οἱ γονεῖς στήν οἰκογένεια γιά  τόν ἒρωτα, ἦταν ὃτι πρόκειται γιά μιά ἀγλαή ὀμορφιά, καρπό μιᾶς  ἐλεύθερης, συναινετικῆς  σωματικῆς καί ψυχικῆς συνάντησης, μιᾶς γυναίκας καί ἐνός ἂντρα.

  Ἐρχόταν λοιπόν φυσικό τό καθαρό ὂχι στόν ἐπί χρήμασι, στήν ἀναγνώριση δηλαδή, διά τῆς μετοχῆς, τῆς  ἀπρόσωπης πανάρχαιας θεσμοποίησης  τῆς πορνείας,  τόν ἀδυσώπητο αὐτοερωτισμό. Αὐτός καί ἂν εἶναι παγιδευμένος αὐτοερωτισμός καί μάλιστα μασκαρεμένος σέ ἀντίθεση μέ τόν γνωστό, ὁ ὀποῖος εἶναι μαλαματένιας ἀνταύγειας. «Οἱ υἱοί καί οἱ θυγατέρες   τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καί ἐκγαμίζονται», ὃχι ἀργυρώνητα.

  Ἀργότερα, φοιτητής στήν Ἐσπερία, μέ ἐμπεδομένη τήν Ἐπανάσταση τοῦ Μάη τοῦ 68 πίστευα άκράδαντα, ὃπως καί  ἡ πλειοψηφία τῶν συμφοιτητῶν μου  ὃτι ἡ  πορνεία πνέει τά λοίσθια. Μιά πανέξυπνη συμφοιτήτριά μας, ἢδη πτυχιοῦχος ἰατρικῆς, διαφωνοῦσε μέ ἐπιχειρήματα, ὂχι μόνο γιά τό άντίθετο, ἀλλά ἰσχυριζόταν ὃτι μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου θά γίνει πιό κραταιά καί πιό φυσιολογική!   

  Φυσικά τώρα δέν τρέφω ψευδαισθήσεις καί μέ τήν ὃποια συσσωρευμένη ἐμπειρία καί γνώσεις, μελαγχολικά  καί ἀπαισιόδοξα, κατέληξα ὃτι μιά κατάργηση τῆς   πορνείας προϋποθέτει βαθειά  πνευματική ἀνατροπή, μεταστροφή τοῦ μανικοῦ πόθου, ἀπό τήν ξεσκισμένη ἐσωτερικότητα πού διαμορφώνει, στήν ἀποδοχή τοῦ πεπερασμένου μας πού φέρνει κοντά στόν Θεό τήν ὓπαρξή μας ὀλάκερη. 

   Ἡ ἠδονή τῆς βίας. Ὃταν ἢμουν μικρός εἶχα  συνδέσει τούς θαμῶνες  τῶν οἲκων ἀνοχῆς μέ ἂτομα ἀηδιαστικά, βρωμιάρικα κυριολεκτικά καί μεταφορικά, ξεδιάντροπα, χωρίς φραγμούς, τά ὁποῖα καί σιχαινόμουν, ἐνῶ λυπόμουν  τά «κορίτσια» καί προσπαθοῦσα νά καταλάβω ποιά κοινωνικά δεδομένα ὢθησαν  αὐτά τά πλάσματα  σέ αὐτές τίς περιοχές.

  Ἒφηβος ἀργότερα μοῦ ἐρχόταν, καί μοῦ ἒρχεται, αὐθόρμητα ὁ σάλαγος μιᾶς  γλῶσσας, ἐλληνικῆς καί χριστιανικῆς πού κουβαλάει αἰῶνες τώρα τόν λόγο τῆς ὀργῆς καί τῆς χλεύης, ἀκόμα καί τῆς τραχύτητας· μιά γλῶσσας τῆς ὑπερβολής, ἐξεγερμένη, πού συνήθως τήν χρησιμοποιοῦν οἱ ταπεινωμένοι καί οἱ προσβεβλημένοι ὠς τήν μόνη τους ἀπάντηση στήν θύμηση τῆς καταφρόνιας καί τῆς ντροπῆς, γιά τό αἲσθημα τῆς  ντροπῆς. «Κορίτσια» καλή δύναμη.

  Στίς μέρες μας ἦρθαν καί ἂλλες πληροφορίες  γιά ἂλλους βρομύλους τοῦ σέξ γνωστούς παγκόσμια, χωρίς νά εἶναι οἱ μοναδικοί. Ἐνδεικτικά εἶναι ὁ Τράμπ, ὁ Μπερλουσκόνι, ὁ πρώην πρόεδρος   τῶν οἰκολόγων Γαλλογερμανός Ντανιέλ Κόν-Μπεντίτ ὑπερήφανος στήν παιδεραστία  του, εἶναι ἀρκετοί ἀπό τούς στυλοβάτες τῆς κοινωνίας μας, τά διεθνή σημαντικῆς ἀξίας καί ζήτησης ἐθνικά κεφάλαια, πού ἀρέσκονται νά συνευρίσκονται ἒμμισθα σεξουαλικά μέ ἀνήλικα κοριτσόπουλα ἀκόμη καί  ἀγοράκια, ἒχοντας ἐξασφαλίσει ἓνα ἀέναο διαβατήριο στήν χώρα τῆς  ἀτιμωρησίας, εἶναι ὁ διπλανός μας μέ τήν στιβαρή κοινωνική πανοπλία, εἶναι αὐτοί πού κατάφεραν νά θρονιαστοῦν σέ μιά καλή κοινωνική  θέση,  αὐτοί πού λαμβάνουν ἐπαίνους καί ἐγκώμια, αὐτοί πού ἒχουν ἀποκτήσει τό ἂτρωτο δέρας.

  Δέν ἒχει σημασία τό χρῶμα καί ἠ προέλευση τῆς  προβιᾶς· οἱ ἀποφώλιες πράξεις δέν συνδέονται ἐπ’ οὐδενί μέ τήν καταγωγή, τήν ἐθνικότητα, τήν θρησκεία, τήν πολιτική τοποθέτηση, τήν οἰκονομική καί κοινωνική κατάσταση. (Στήν θρησκεία δέν συμπεριλαμβάνω τήν Μουσουλμανική, πού καί στόν τομέα αὐτό εἶναι ἀπαίσια: ἐπιτρέπεται λέει νά παντρεύεται ὁ «γάιδαρος» ἓνα κοριτσάκι ἓξι χρονῶν  ἀλλά νά συνευρίσκεται ἐρωτικά ὃταν κλείσει τά ἐννέα). 

  « Ρέ σύ ἒχω ἓνα είκοσαράκι… μεγαλούτσικη τήν βλέπω… θές τό τηλέφωνο  μιᾶς δωδεκάρας; Κάπου ἒχω καί κάτι ἀγοράκια». Παντρεμένοι,  πατεράδες, παππούδες ὂλων τῶν ἠλικιῶν, ὑπεράνω πάσης ὑποψίας, ἐθισμένοι στό πεζοδρομιακό σέξ. Πρός Θεοῦ μήν τούς θίξεις τήν οἰκογένεια, μήν φλερτάρεις τήν γυναίκα, τά κορίτσια τους, τό στεφάνι τους…

  Κανένας κίνδυνος δέν θά ἐπειλήσει ποτέ τήν οἰκογενειακή τους γαλήνη. Καμιά καταγγελία δέν θά εἶναι βαρύτερη ἀπό τούς κοινωνικούς τίτλους τους, μπροστά τους θά εἶναι τυφλοί οἰ ἐλεγκτικοί μηχανισμοί.

 

  Ἐκπαίδευση στήν παχύτητα . Σύμφωνα μέ πολλές διαφορετικές ἒρευνες πού ἒχουν διεξαχθεῖ τήν τελευταία δεκαετία, ὑπολογίζεται πώς τό 30%-35% τοῦ συνολικοῦ ὂγκου δεδομένων πού διακινοῦνται στό παγκόσμιο Ἲντερνετ σχετίζεται μέ πορνογραφικό περιεχόμενο.

  Ὑπεύθυνες γιά τό συγκεκριμένο τεράστιο ποσοστό εἶναι κατά κύριο λόγο δύο ἰστοσελίδες: τό Pornhub καί τό XVideos, τά ὀποῖα πλέον φιγουράρουν μέσα στήν   δεκαπεντάδα μέ τά πιό δημοφιλῆ σάιτ ὁλόκληρου τοῦ Διαδικτύου.

  Τό βασικότερο ὡστόσο εἶναι νά κατανοήσει κανείς πῶς τό Pornhub κατάφερε ἀπό τό 2007 καί ἐντεῦθεν νά ἀλλάξει ἂρδην τό τοπίο τῆς  ἐνήλικης ψυχαγωγίας, πλασάροντας τό σκληρό πορνό, σέ ἓνα τεράστιο παγκόσμιο κοινό, ἐθίζοντας καθοριστικά μιά ὁλόκληρη γενιά σέ νέα σεξουαλικά πρότυπα.

  Ταυτόχρονα μετέτρεψε τήν πορνογραφία ἀπό περιθωριακό κομμάτι τῆς κινηματογραφικῆς παραγωγῆς, σέ μιά βιομηχανία δισεκατομμυρίων εὐρώ μέ στάρ πρωταγωνιστές, λαμπερές βραβεύσεις καί ἑκατομμύρια ἀκολούθους.

  Αὐτή βέβαια εἶναι ἡ μία ὂψη τοῦ νομίσματος. Στήν ἂλλη,  ὑπάρχουν καί οἱ  πολύ σκοτεινές ὑποθέσεις τράφικινγκ, παιδικῆς πορνογραφίας καί μή συναινετικοῦ σέξ, μέ τίς ὁποῖες εἶναι συνδεδεμένο κατά καιρούς τό Pornhub.  «Ἐντόπισα ὑπερβολικά πολλές περιπτώσεις παιδιῶν, οἱ χειρότερες στιγμές τῶν  ὁποίων διατηροῦνται στό διηνεκές ἐκεῖ μέσα»,(ἀκτιβιστής σέ τρέιλερ).

«Ὁ ἂνθρωπος κατάντησε πραμάτεια» Σεφἐρης

  Ἡ πορνεία ἀνταποκρίνεται  στό ἀρχέτυπο τοῦ κερματισμοῦ.  Πίσω της κρύβεται ὁ θάνατος, καί ἡ Δύση θά βρεῖ στήν πορνική της αὐτάρκεια τόν μόνο τρόπο νά  συμφιλιωθεῖ ὁ άνθρωπος μέ  τόν παγερό καί ἀνέκκλητο χωρισμό τοῦ θανάτου. Διότι ταγμένο στήν ὑπηρεσία τοῦ  ἰδίου θελήματος τό ἀνθρώπινο πνεῦμα ἀντί νά ἐκπληρώνει τόν προορισμό τῆς καθολικῆς ἂνοιξης καί δεξίωσης,  θωρακίζεται στό Ἐγώ καί μεταβάλλει τούς πάντες καί τά πάντα σέ άξίες μιᾶς χρήσεως.

  Ἡ κενοδοξια, ἡ φιληδονία, ἡ φιλοκτησία αὐτῆς τῆς ψυχικῆς μιζέριας εἶναι φανερώματα, φανερώματα  ὃμως κρυπτά ἐπειδή λαμβάνουν τήν μορφή ἐπιβεβαίωσης, γιά ὃποιον τά υποφέρει. Ἀλλά τά κρυπτά ἐκάστου ὁ Θεός οἶδε, καί ἡ συνείδησή του, λέει ὁ Μάρκος ὁ  Ἀσκητής, καί φθάνει ἒως στόν ἒσχατο πόρο τοῦ σώματος. Καί ναί μέν οἱ τύψεις εἶναι  ψυχικό φαινόμενο ἀλλά ἐκδηλώνεται μέ βαριές ἀσθένειες καί σωματικούς πόνους.

  «Ὁ κόσμος ὃπως τόν ξέραμε ξεχειλώνει, χωρίς πάταγο, σιγά σιγά, σάν ρούχο». Ἒτσι ἐνῶ ὁ ἒρωτας εὐγενίζει τούς ἐραστές, ὁ ἀγοραῖος ὐποτάσσει  τούς αὐτῆς τῆς ἂποψης στό βίτσιο, στόν ἠθικό δηλαδή φορμαλισμό τοῦ κυρίαρχου ὑποκειμενικοῦ τους κριτηρίου πιό  ἁπλά ἀνάγει τήν ἠδονή σέ σκοπό τοῦ ἒρωτα.

  Ὁ ἀνήλικος θέλει νά τοῦ δίνουν, εἰ δυνατόν, τά πάντα, ἐνῶ ὁ ἐνήλικος θέλει νά δίνει·  ὁ μικρός δέν ἒχει ἀκόμη ἑαυτόν γιά νά προσφέρει, ἐνῶ ὁ μεγάλος ἒχει καί  ξέρει ὃτι δέν τοῦ  ἀνήκουν. Δέν ἐνηλικιώνεται λοιπόν σημαίνει δέν ἐνώνεται. Ὡς καθαρῶς πνευματικό γεγονός ἡ ἐρωτική ἓνωση εἶναι ἒργο τοῦ κάλλους. Ἡ ὀμορφιά μᾶς ἐνώνει καί ὂχι ἡ φύση.

  Ἂν ἡ ἀλήθεια εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς, ἡ ὀμορφιά ἑνώνει στό αἲσθημα τοῦ ἒρωτα τήν ζωή μέ  τήν ἀλήθεια. Ἒρωτας εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἑνότητας στήν αὐθυπέρβαση καί ὂχι στήν συγκόλληση ἀποκομμάτων. Ἡ ἑνότητα ὡς συγκόλληση σημαίνει ξεπεσμό τῆς ὁμορφιᾶς σέ γοητεία ἰδιωμάτων, ἐνῶ τό ἐρωτικό πέταγμα προϋποθέτει ἒξαρση καί αὐτονομία τοῦ ὡραίου.

  Θεμέλιο τοῦ ἐρωτικοῦ αἰσθητισμοῦ εἶναι ἡ ναρκισσιστική ἐπιδίωξη νά γίνεσαι τό ὂνειρο  τοῦ ἂλλου. Τό ὁποῖον σημαίνει ὃτι ὁ ἂλλος ὑπάρχει γιά σένα ὡς  φαινόμενο, ὡς πρόσωπο ἂνευ οὐσίας καί ἂρα ὡς καθρέπτης. Ὃμως ἡ σχέση μ’ ἓναν καθρέπτη εἶναι σχέση μέ τήν εἰκόνα μου, μιά «σχέση» ὃπου ὁ ἂλλος μοῦ δίνει καί ἐγώ παίρνω. Ὁ ἃλλος  ὐπάρχει γιά νά εἶμαι ὀ μῦθος μου. 

  Ὁ ἀγοραῖος ἒρως ὁδηγεῖ ἀναπότρεπτα στήν διαίρεση τῆς ὓπαρξης τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἐλευθερίας γιατί γίνεται «ἀλήθεια» τῆς ἐπιθυμίας μας· ἡ ἐρωτική ἐπιθυμία καταντᾶ  τυραννικός καί ἂπληστος πόθος. Ἡ «κοπέλα» ὑπάρχει προκειμένου νά ικανοποιεί τόν ἐγωισμό μας. Πληρώνεται  γιά νά δίνει  καί ἐμεῖς πληρώνουμε γιά νά παίρνουμε. Στόν αἰσθησιακό ἐρωτισμό κυριαρχεῖ ἡ ἡδονή τῆς στιγμῆς καί κατ΄ ἐπέκταση ἡ ἂρνηση κάθε δοτικοῦ δεσμοῦ. Ὃταν μεταλλάσσονται οἱ ἂνθρωποι, καί παύουν νά εἶναι ἂνθρωποι, μαθαίνουν νά παίρνουν μονάχα καί ὂχι νά δίνουν. Καί αὐτό εἶναι μιά μονοσήμαντη σχέση, ἀρνητική. 

 Κακή ἀλλοίωση.  Ὁ Ρωμηός πορνεύει ἀπό πλεονεξία καί πληθωρικότητα. Γι αὐτό,  τό πάθος  γιά τήν πόρνη, τό κρύβει ἀκόμη καί ἀπό τόν ἑαυτό του. Εἶναι ὀ σοβαρός οἰκογενειάρχης, ἡ γυναίκα του οὒτε νά τολμήσει κοιτάξει δίπλα της.  Κατά διαστήματα μεγάλος ἀριθμός ἀνδρῶν, σύμφωνα μέ στατιστικές, μιά φορά τήν ἐβδομάδα, ἢ κάθε δεκαπέντε μέρες, ἀναζητᾶ κάθε φορά διαφορετικό «κορίτσι». Μάλιστα δέ ὃταν δέν μπορεῖ νά κοιμηθεῖ, ἀντί νά μετράει προβατάκια, μετρᾶ πόσα  «κορίτσια» γυναῖκες «πήδηξε», μέχρι νά τόν πάρει ὁ ὓπνος. Ἓνα παθιασμένο ἐγώ τό ὁποῖο ἐξ ὁρισμοῦ δέν γνωρίζει ὃρια. Μένει ἐγκλωβισμένο στήν ἐγωκεντρική μοναχικότητα, στήν ψευδαίσθηση τῆς ἀτομικῆς αὐτάρκειας. Ὃσο  μάλιστα τό κάλεσμα γιά ζωή  τό ἀναζητᾶ  σέ ὃλο καί μικρότερες ἡλικίες, τόσο παγιδεύεται στόν θάνατο.

  Ἡ ἲδια ἐπωδός φίλων καί γνωστῶν. Μιά συνεύρεση μέ σεξεργάτρια,(τέρμα τό πουτάνα), ἒχει φανερά πλεονεκτήματα: Τήν ἒχεις ὃποτε ἐσύ θέλεις, ὃποτε ἐσύ εὐκαιρεῖς, ὃσο θέλεις, δέν ἒχει ἀπαιτήσεις, οὒτε  ἐξαρτήσεις, δέν ἒχεις ὐποχρεώσεις ἀπέναντί της αὐτές πού ἒχεις ἒναντι  μιᾶς ἐρωτικῆς  συντρόφου, ἒχει εὐκολία…

 Ὁπωσδήποτε δέν διαφεύγει τό γεγονός, ὃτι ἡ  σταδιοδρομία κάποιων ἀνδρῶν καί γυναικῶν ὀφείλεται στίς ἐρωτικές ἐκπτώσεις.  Ἡ ἀνάδειξη κάποιου ἀριθμοῦ καλλιτεχνῶν πάσης φύσεως, ἀθλητῶν, πολιτικῶν, πέτασμα κάποιου μαθήματος, ὀφείλεται στήν ἐλευθεριάζουσα ἂποψη γιά τόν ἒρωτα. Ὃλοι ἒχουμε ἀκούσει ὃτι ἡ ἐπιτυχία τους ἀποπνέει μπόχα.   Γι αὐτό τά  me too, έκτός ἂν  πρόκειται γιά ἀνήλικα ἂτομα,  τά κατανοῶ  ὡς ἐξῆς: «ζητῶ συγγνώμη γιατί ὃ,τι ἒγινα, ὃ,τι πέτυχα στήν ζωή μου,  ὀφείλεται σέ ἀναξιοπρεπεῖς ὑποχωρήσεις μου…»

 Ἓνα κατάπτυστο ὑπάρχει στό σέξ: νά τό χρησιμοποιεῖς ὡς ὂργανο ἐξουσίας, καί ἀναρρίχησης  κοινωνικῆς ἢ οἰκονομικῆς. Καί φυσικά ἡ ἐξουσία δέν ἒχει φύλο, οὒτε οἰκονομικά τεκμήρια.

Προτιμώτερο τό τρυφερό βάθος μας παρά τό κακομαθημένο ἐγώ μας. 

  Ἀπό τήν περασμένη δεκαετία, ἱκανοί ψυχοκοινωνιολόγοι, ἒχουν παρατηρήσει πώς ἡ ἀχαλίνωτη διαδεδομένη πρακτική τοῦ ἀργυρώνητου ἒρωτα, ἐπέφερε καί  τό ἂτονο, ἂτολμο ἐρωτικό πλησίασμα, τό φλέρτ. Τά ἀμέσως παραπάνω ἒχουν καί τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ μεγάλου θεολόγου Ἰωάννου Ζηζιούλα ἐπισκόπου Περγάμου: «προκαλεῖ θλίψη τό γεγονός τῆς ἐξασθένησης τοῦ φλέρτ, τοῦ ἐρωτικοῦ πλησιάσματος φυσικά ὃταν αὐτό δέν ἐμπεριέχει  βία καί ἐξαναγκασμό…»  (Αὐτά ἀπό αὐτήκοο φίλο)  

  Ὑπάρχουν ἂτομα πού φλερτάρουν πολύ, ἀσὐστολα. Μπορεῖ ἡ προσέγγιση νά γίνεται ἀδέξια, μπορεῖ νά εῖναι ἂτοπη, ἲσως καί ἐντελῶς ἂκυρη, ἀλλά δέν εἶναι ποινικοποιήσιμη. Ποιανοῦ ἡ γυναίκα, ποιανῆς ὀ ἂνδρας δέν ἒχει μπεῖ στό ἐρωτικό στόχαστρο, φευγαλέα ἢ ἐμμονικά; Ἂν ἡ κοινωνία θά ἢθελε σέ ὃ,τι ἀφορᾶ τίς ἀνθρώπινες σχέσεις ὃλα νά εἶναι ξεκάθαρα καί ὁριοθετημένα, αὐτό εἶναι κάτι πού ποτέ δέν θά πραγματοποιηθεῖ. Τό φλέρτ εἶναι μιά γκρίζα ζώνη, δέν εἶναι ἐπιστήμη πού μαθαίνεται. Στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καί ἐπιθυμίες πού ἐκφράζονται ἀκατάστατα, ἐπιπόλαια, συχνά ἀσυνάρτητα. Ἀέναες παρεκτροπές, ὀρθοδρομήσεις καί ἀμφιταλαντεύσεις, ἀμφιλεγόμενες σηματοδοτήσεις ἀπροσπέλαστων ὁρίων ἢ καί  ἀχνῶν νέων ξεκινημάτων. Μιά γοητευτική διττότητα οἱ ανθρώπινες σχέσεις, καί ἡ προσπάθειά μας νά προσεγγίσουμε ἐρωτικά τόν διπλανό μας μέ τήν ἐλπίδα ὃτι θά γίνουμε εὒληπτοι, ὂχι ἀπλῶς ἀντιληπτοί, ἀπλά  κατανοητοί. Σημασία ἒχει τό ταξίδι καί ὂχι τό  τέλος.

    Πάντως τό πιό ὡραῖο, ὂμορφο φλέρτ εἶναι γένους θηλυκοῦ: διακριτικό ὑπονοούμενο, δυσδιάκριτο γιά εὒστροφους πλησίασμα, μυθολογεῖ τό βλέμμα ὡς ἂλλη Διοτίμα ἀφήνοντάς το νἀ ἐκφραστεῖ, ἒχει καθάριο ἐσωτερικό κραδασμό,  δέν ἀσχημονεῖ, δέν βιάζει, διαβάζει τό βλέμμα καί τήν σιωπή, δέν σκύβεις νά το πάρεις…