Σάββατο 27 Μαΐου 2023

Ἐλευθερία και φιλελευθερισμός

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

“Τό δικό μου ἀτομικό δικαίωμα εἶναι ζήτημα σαρκικό, ἀλλά τό δικαίωμα τοῦ διπλανοῦ  μου εἶναι πνευματικό”.

 Ἡ βασική ἐλευθερία, ἡ ὁποία ὑπονοεῖται στόν φιλελευθερισμό εἶναι ἡ ἐλευθερία ἰδιοκτησίας καί τοῦ φίλαυτου ἀτόμου καί ὄχι κάποια ἄλλη κατανόηση τῆς ἐλευθερίας· αὐτό δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε.

  Οἱ πλέον φιλελεύθερες  ἐκδοχές τοῦ κοινωνικοῦ συμβολαίου θεωροῦν ὡς αὐτονόητη ἀρχή τῶν κοινωνιῶν τόν πόλεμο ὅλων ἐναντίον ὅλων, ὁ ὁποῖος διοχετεύεται μέν στούς συμβαλλομένους, πλήν συνεχίζει νά εἶναι βάση τοῦ φιλελεύθερου καπιταλισμοῦ· ἕνα δαρβινικό κοσμοείδωλο, ὅτι ἡ πρόοδος ἔρχεται μέσω τοῦ ἀνταγωνισμοὔ ὅλων μέ ὅλους, τοῦ πανηγυρισμοῦ τῆς ζούγκλας συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ ἰδιωτικοῦ βίτσιου, τό ὁποῖο καί αὐτό συντελεῖ στήν κοινωνική εὐημερία. (Kατά τό σλόγκαν «τό ἰδιωτικό βίτσιο ἀποτελεῖ κοινωνικό κέρδος. “private vice public benefic”).

  Αὐτή εἶναι ἡ σκοτεινή ἀλήθεια τοῦ φιλελευθερισμοῦ, ὅσο κι ἄν φτιασιδώνεται ἀπό ἰσχνά σοσιαλφιλελεύθερα ἐποικοδομήματα, πού προκύπτουν ἀπό κοινωνικές διεκδικήσεις καί ἀντιστάσεις. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι ἡ φιλελεύθερη δημοκρατία εἶναι γνωστή ὡς «ἀστική» δημοκρατία, ἀφοῦ εἶναι κατά βάθος ἕνα πολίτευμα μερικότητας καί ὄχι πλήρους καθολικότητας. Ἀκόμη χειρότερη ὅμως εἶναι ἡ πράξη τοῦ φιλελευθερισμοῦ, τήν ὁποία συχνά σκοπίμως ἀποσιωποῦν οἱ θεωρητικοἰ  θιασῶτες του, ὅτι γιά νά ὑπάρξει φιλελευθερισμός χρειάζεται ἰσχυρότατα κράτη καί δή ἰμπεριαλιστικά, μέ κραταιό στρατιωτικο-βιομηχανικό  σύμπλεγμα καί συνασπισμούς πού ἐπιδίδονται σέ συνεχεῖς ἀποικιοκρατικούς  ἤ ἰμπεριαλιστικούς πολέμους, τόσο γιά πρόσβαση σέ πόρους ὅσο καί γιά διάνοιξη ἀγορῶν κ.ἄ. Τό πρακτικό ἀποτέλεσμα εἶναι ὁ φιλελευθερισμός νά προβάλλεται μέν ἱδεολογικά ὡς τό ἀντίθετο τῶν ὁλοκληρωτισμῶν, ἀλλά  νά προκαλεῖ ὁ ἵδιος τόν δικό του βελούδινο ἤ καί σκληρό ὁλοκληρωτισμό συνεχῶν  πολέμων γιά τήν διάλυση ἀνταγωνιστικῶν συστημάτων καί γιά  τήν μετατροπή τῶν ἄγριων ἑτεροτήτων σέ ἥμερες διαφορές πού νά μποροῦν νά χωρέσουν στόν προγραμματικό πλουραλισμό ἐξημερωμένων νερουλῶν ἐκδοχῶν τῶν ἄλλοτε παμπεριεκτικῶν ἐναλλακτικῶν κοσμοθεωρήσεων.         

Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Ἀλλοίωση τῆς εὐαγγελικῆς οὐσίας.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 Πῶς καί  πότε ἡ χριστιανική πίστη ἀπό δημιουργία  ἐσωτερικῆς ἀλήθειας διολίσθησε σέ  πεποίθηση ὁρισμένης δογματικῆς θέσης, ἀπό πνεῦμα ἑνότητας  κατάντησε ἐξωτερικός τύπος ἐπιβεβαίωσης ταυτότητας, παράδοση σέ ἀνάγκες αὐτοδικαίωσης, πεδίο ἀντιθέσεων καί ἀλύτων διαφορῶν; 

   Ἀναφέρομαι στόν πνευματικό διχασμό πού φέρουμε ὡς χριστιανικά ὑποκείμενα μιᾶς ἀνθεκτικῆς, πλήν ἀνενεργοῦ, παράδοσης καί τῶν πιεστικῶν μορφῶν τοῦ εἰσηγμένου καί συσσωρευμένου κατά καιρούς ἀπό διάφορες περιοχές, (ἐθνικές, φυλετικές, εἰδωλολατρικές, ἐβραϊκές, μαγικές, δεισιδαιμονικές…),  πού ἐπηρέασαν καί ἐπηρεάζουν τόν πολιτικό, κοινωνικό, και ἰδίως, ὅλως ἐπικινδύνως, τόν ἐκκλησιαστκό μας βίο.

  Ἄν δέν κάνω λάθος ἡ πρώτη ἱστορικά ἀλλοίωση τοῦ Εὐαγγελίου προῆλθε ἀπό τήν υἱοθέτηση θέσεων τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔφερε στό κέντρο τῶν θρησκευτικῶν ζυμώσεων τήν ζωροαστρική πίστη, τόν ἀπόλυτο διαχωρισμό τοῦ πνευματικοῦ κόσμου σέ ἀγαθές καί ἀρνητικές δυνάμεις, σέ  ἀγγέλους καί δαίμονες. Ἤδη ἀπό τόν 3ο αἰῶνα ὁ χριστιανισμός  ταύτισε τούς  δαίμονες  μέ κάθε κακό, κάθε ἀρρώστια καί ἀτυχία τῶν ἀνθρώπων.

  Ἐντυπωσιάζει τό γεγονός ὅτι ἡ μνεία τοῦ Σατανᾶ τόσο στήν Καινή Διαθήκη, ὅσο καί στά περαιτέρω θεολογικά κείμενα, στήν λατρεία καί στήν τέχνη διόλου δέν κυριαρχεῖ, μήτε ἀσκεῖ καμμιά καταθλιπτική ἐπιρροή στόν τρόπο ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, καί κατ’ ἐπέκταση σέ ὁλάκερο τον πολιτισμό τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης. 

   Κατάλοιπο καθαρά ἑβραϊκῆς  ἐπίδρασης στήν χριστιανική ἐθιμική, ἔχουμε καί τήν ἀπαξίωση τῆς γενετήσιας ὁρμῆς. Ὁ λαός τῶν  Ἑβραίων κληρονόμησε, ἀπό τίς πανάρχαιες θρησκεῖες, ὅμορων λαῶν, προκαταλήψεις γιά τόν «ρύπο» τῆς γενετήσιας λειτουργίας καί τήν ἀνάγκη καθαρμοῦ τῆς γυναῖκας, γιά νά τίς ἀντιγράψουμε καί ἐμεῖς αὐτολεξεί.

  Ἡ φύση τόπος κυριαρχίας τοῦ διαβόλου. Κάθε τι αἰσθητό, μιαρό καί ὕποπτο, ἀφοῦ μόνο τό πνευματικό-νοητό συγγενεύει μέ τό αἰώνιο. Οἱ σωματικές αἰσθήσεις, θυρίδες παρείσφρησης τοῦ κακοῦ, προσάναμμα διέγερσης τοῦ κτηνώδους ἐνστίκτου. Ἀπαγορευμένος καρπός ἡ ἡδονή, ὄχι ἐρωτική συνεύρεση (σήμερα, αὔριο γιορτή, σήμερα ὄχι εἶναι ἡμέρα νηστείας, αὔριο θά κοινωνήσω…) προαγωγός στό θάνατο, στό πῦρ τό ἐξώτερον, σέ κολαστήρια ἀτελεύτητα φρικιαστικῆς ἔμπνευσης. Μόνη δυνατότητα σωτηρίας, ἡ δίχως ὅρους ὑποταγή στούς ἐξουσιαστικούς μηχανισμούς τῆς θρησκείας. Τό κράτος, ἡ ἡθική, οἱ κοινωνικές δομές καί λειτουργίες, τό νόημα τῆς καθημερινότητας τοῦ βίου, ὅλα ὑποταγμένα στόν κλῆρο, καί ἰδίως στόν ἄγαμο,  ἐντεταλμένο ἐπόπτη τοῦ ἀνέραστου  ἀσκητισμοῦ τῆς στέρησης καί τοῦ φόβου. Ὁ παπάς μπῆκε μέ τό ἔτσι θέλω στήν κρεβατοκάμαρα καί ἀπαιτεῖ ρόλο ἐλεγκτή τοῦ ἐρωτισμοῦ τοῦ πιστοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ τήν γυναῖκα, δέν τῆς ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στό Ἅγιο Ὄρος, ἡ εἴσοδος  στό Ἱερό   τῶν Ἐκκλησιῶν, κατά δέ τήν περίοδο τῶν ἐμμήνων της, καί σαράντα μέρες μετά τήν γέννηση παιδιοῦ της θεωρεῖται ἀκάθαρτη καί τῆς ἀπαγορεύεται ἡ Θεία Κοινωνία καί ἡ προσκύνηση τῶν Εἰκόνων. Ποιός τολμᾶ νά μιλήσει γιά χειροτονία γυναικῶν;

  Αἰῶνες ὁλόκληρους ἡ Ἐκκλησία πάλαιψε καί πολέμησε τούς «βδελησσομένους τόν γάμον», τούς ἀπέχοντας οἴνου καί κρεῶν διά βδελυγμίαν» καί ἀφόρισε ἀπό τό σῶμα της «τούς  ἀσκοῦντας παρθενίαν καί ὑπερηφανευομένους ἔναντι τῶν εἰς γάμον διατελούντων», «τούς μεμφομένους γάμον καί ἔγγαμον γυναῖκα», «τούς μή θέλοντας λαμβάνειν μετάληψιν θείαν ἐκ πρεσβυτέρου ὄντος εἰς γάμου κοινωνίαν», κομίζοντας μιά ριζικά διαφορετική ἀντίληψη καί ἑρμηνεία γιά τήν γενετήσια ὁρμή: εἶναι «ἀγαπητική δύναμη», σπαρμένη ὄχι μόνο στήν θέληση ἀλλά στήν ὅλη φύση, στό ἴδιο τό κορμί καί τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

  Ὁ ἔρωτας δέν  ἔχει λογική. Λογική ἔχει ἡ θρησκεία θωρακισμένη μέ τήν πανοπλία τοῦ νόμου. Λογική καί νόμος τά ὅπλα τῆς θρησκείας, ὅπλα θωράκισης τοῦ ἐγώ.  Τόν ἄνθρωπο τοῦ νόμου δέν τόν ἐνδιαφέρουν οἱ φτωχοί. Τόν ἐνδιαφέρει ἡ πράξη τῆς ἐλεημοσύνης, εἴσπραξης κέρδους ἀπό τόν θεῖο Ἀνταποδότη. Μόνο σάν ἀνταποδότη τόν χρειάζεται τόν Θεό, μόνο γιά τήν δική του δικαίωση. Γι’ αὐτό καί ἡ παραφορά τοῦ ἔρωτα τοῦ εἶναι ἀδιανόητη, ἔτσι πού ξεφεύγει ἀπό τήν λογική τῆς συναλλαγῆς.

 Προσωπικά ἐκτιμῶ  πώς ὁ ἀποπροσανατολισμός ἔρχεται καί ἀπό ἀλλοῦ: Κλείνοντας ὁ Ἱουστινιανός τίς φιλοσοφικές σχολές, ἄφησε μονοπωλιακά κυρίαρχη «πνευματική» προοπτική τούς Βίους τῶν Ἁγίων μέ τήν λατρεία τῶν λειψάνων, δηλαδή  μία πίστη ξένη πρός τήν ἐσωτερική έλευθερία καί ὑποταγμένη σέ δογματοπαγεῖς ἀρχές εὐνοϊκές πρός τόν τυφλό φανατισμό καί τήν δεισιδαιμονία.  

  Χρόνια, αἰῶνες τώρα, ἡ θεολογία μας ἐπιχειρηματολογεῖ  βαυκαλιζομένη ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παραμένει ἡ μόνη στήν Οἰκουμένη πού κρατάει τά κριτήρια καί τό  φωτεινό ἦθος τοῦ Εὐαγγελίου, σέ ἀντίθεση μέ τό σκοτεινό καί ἀλλοιωμένο τῶν  ὑπολοίπων ἐκκλησιαστικῶν ταυτοτήτων.

  Ὅμως ποιός δέν διακρίνει ὅτι κυρίαρχο χαρακτηριστικό τοῦ δημόσιου ἐκκλησιαστικοῦ μας χώρου, εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση. Στάγδην ἀπό τούς πρωτοχριστιανικούς χρόνους καί ὁρμητικά ἀπό τά τέλη τῶν διωγμῶν, λαμβάνει χώρα μιά ἐκκωφαντική ἀλλοίωση τοῦ Εὐαγγελίου, μιά νέα μορφή ἐκκοσμίκευσης, μέ τό  κράτος νά μήν θρησκεύει μέν, ἀλλά πλέον νά θεωρεῖ τήν  θρησκεία ἑταῖρο  τοῦ δημόσιου χώρου, καί μάλιστα νά νοιάζεται γιά τήν ἔκφρασή της σ’ αὐτόν.   

  Τό κακό ξεκινᾶ ἀπό τήν μισαλλοδοξία τῶν συμπλεγματικῶν ἀναλφάβητων  εὐαγγελικά κληρικῶν, ἀνθρώπων  πού θυμίζουν τόν ἱεροεξεταστή τοῦ Ντοστογιέφσκι, καί οἱ ὁποῖοι πλέον θά λειτουργοῦν ὡς δικτατορία τοῦ φόβου τοὐλάχιστον γιά τό ὀρατό μέλλον.

  Μίτρες, σάκοι πατερίτσες,  αὐτά τά σύμβολα ἐνός πολιτισμοῦ κατάντησαν ἀσήμαντα στολίδια, στό ἀνόητο μυαλό  τοῦ κάθε Σταύρου, στολιδάκια τῆς  χαμογελαστῆς ἀλαζονείας τῶν  κατά φαντασίαν Δεσποτῶν-μεγιστάνων. Μισοαπλωμένοι στόν ἄμβωνα, ἀφοῦ ὁ ξαφνικός τους  πλοῦτος καί προβολή δέν εἶναι ἀνάγωγος, εἶναι ἀπλῶς ἀναπάντεχος, προτείνουν πρός ἀσπασμόν ἀπὀ τούς βασάλους χέρι τους σέ πόζα τρυφερότητας. Μέ στολιδάκι τῆς  αὐταρέσκειάς τους μοιάζουν καί αὐτοί. Τά μαρμάρινα ἤ ξύλινα θαύματα τοῦ Αἰγαίου καί τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος,  κατάντησαν ἀσήμαντα στολιδάκια τοῦ ἀνόητου χαμογελαστοῦ κομπασμοῦ, τοῦ κάθε ξιπασμένου  δεσπότη. 

  Ἀπό ἀδιάλειπτη φιλανθρωπία καί φιλοστοργία ἡ ἱερωσύνη, ἀπό ἀγαπητική σχέση ἱερέων καί πιστῶν,  κατάντησε μαγικός χορός Σαμάνων, μέ κύριο μέλημά τους νά δηλητηριάζουν τήν  ψυχή τοῦ πιστοῦ κατ’ ἐξακολούθηση καί νά ὑποσκάπτουν τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου. Πόσοι κληρικοί ἔχουν διαβάσει τό Εὐαγγέλιο; Ἐλάχιστοι.

  Ἡ πελατεία τῶν μάγων τσαρλατάνων καί τῶν ἱερέων εἶναι κοινή. Ὁ κληρικός μετά τήν χειροτονία του θεωρεῖ δεδομένο ὅτι μπορεῖ νά κάνει ὅ,τι θέλει. Ἔλαβε κάποια δύναμη πού τήν ἀσκεῖ κυριαρχικά πλέον, μέ ὅλα τά χαρακτηριστικά τοῦ μάγου τσαρλατάνου, φυσικά ὄχι ὅτι ὑπάρχει μάγος μή τσαρλατάνος.

  Συνταγές, ἐννοεῖται ἐπ’ ἀμοιβή, γιά πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν (πρό παντός μαλακίαν): τήν ἴδια μέρα τρεῖς λειτουργίες ἀπό   διαφορετικούς κληρικούς γιά τόν τάδε ἀσθενή, εὐχέλαια, ἑφτά παρακλήσεις, σαράντα λειτουργίες, ἁγία ζέση, ἁγιασμό ἀκόμη καί στά ποδήλατα, σκόρδα μονόδοντα, ματάκια, σκόρδα διαβασμένα ἀπό κληρικό στήν Ἁγία Τράπεζα κατά τήν λειτουργία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ γιά τά φίδια, ματάκια, χάντρες, λιβανάκι γιά τό μάτι, γιά τήν βασκανία, ξεματιάσματα ἀπό κληρικούς, ἁγίασμα σέ μπουκαλάκια, βαμβάκι ἐμποτισμένο σέ λάδι καντηλιοῦ, κομμάτι ἀπό τό ἀκοίμητο κερί, δέσμη τριαντατριῶν κεριῶν, γιά κάθε δύσκολη περίπτωση (νά ἀνάβουν καί ἀπό ἕνα κερί ὥστε ὅπως λιώνει τό κερί θά λιώνει καί ἡ στενοχώρια), κομποσκοίνι περασμένο στόν καρπό, σάν ἕνα ἀντικείμενο πού κουβαλάει γούρι, καί ποικίλες ἄλλες μαγικές ἐπιδράσεις καί ἀλλοιώσεις, σταύρωμα ἐσωρούχων, ἀνδρικῶν γυναικείων καί τοποθέτησή τους κάτω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα, γιά νά «δέσουν» τό ζευγάρι, θαυματουργικές εἰκόνες, φυτιλάκι γιά τεκνοποίηση, τάματα, ἰδιωτικές θεῖες λειτουργίες, (ἄγνωστες μέχρι τόν 16ο αἰώνα), ἀκόμη καί ἀπόντων πιστῶν, ἕνας αὐτοματισμός καί συρρίκνωση  τοῦ άνθρώπινου προσώπου.

 Ἀφήνω τήν Εὐχαριστία καί τήν Θεία κοινωνία ὡς ἐπιστέγασμα ὅλων καί θεραπευτική τοῦ  ἀνθρώπου μέ θαυματουργική (διάβαζε: μαγική) μετουσίωση τῶν φυσικῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ καί κατ’  αὐτό τόν τρόπο σέ τελετουργική ἁπλῶς μετάληψη τῆς θεϊκῆς  πραγματικότητάς του.

  Τί ἄλλο σημαίνει αὐτό ἀπό παράδοση τοῦ πιστοῦ στόν Χριστό χωρίς τήν ἐνεργό του θέληση, χωρίς καμιά ἀπολύτως συμμετοχή ἀπό μιά ῥιζική παθητικότητα στήν ἕνωση μαζί του;  Ὅμως πῶς νά ἀναπτυχθεῖ, πῶς νά ὁλοκληρωθεῖ μιά ὑπεύθυνη πορεία, πῶς νά φθάσει   στό ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, στό ἀπρόβλεπτο ἤ προβλέψιμο ἀποτέλεσμα,  στό ἐδῶ καί τό τώρα,   στό ἐκεῖ καί τότε, στό πρίν καί μετά, στό ἀλλοῦ καί ἀλλιῶς, στόν ἄλλο τόπο ἀλλά στόν ἄλλο τρόπο, χωρίς ἐλευθερία καί συμμετοχή; 

 «Ἀπό ἄλλην, ἀδελφοί μου, ἀφορμήν δέν ἐστερεώθη ἡ ἁμαρτία καί αὕξησεν εἰς τόν κόσμον, πάρεξ ἀπό τάς κακάς συνηθείας τῶν μωρῶν καί διεφθαρμένων ἀνθρώπων·  ἀπό τάς ἀλόγους προλήψεις μερικῶν ἀνοήτων, καί ἀπό τάς παρανόμους καί ἀσυλλογίστους παραδόσεις, τάς ὁποίας ἐφεύρηκαν μέν οἱ παλαιοί ἄνθρωποι, τάς ἠκολούθησαν  δέ ὡς τυφλοί καί τάς ἐφύλαξαν οἱ μεταγενέστεροι… Ἐκ τούτου δέ τί  ἠκολούθησε; Τό νά νομίζωσιν οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι τό  ἄνομον, νόμιμον· τό  ἀνεύλογον, εὔλογον· τό ἄπρεπον, πρέπον· τό βλαβερόν, ὡφέλιμον». (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν ἐκδ. Β.Ρηγόπουλου  Θεσσαλονίκη 1984, σ. 16).   

 

 

Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον τοῦ τελευταίου θανατοποινίτη.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 

  Λίγο μετά τήν δύση τοῦ ἡλίου καί ἡ βραδινή ρουτίνα στόν «Φάρο» καλά κρατοῦσε. Ἦταν ἄν θυμᾶμαι καλά καλεσμένος τῆς ΧΦΕ ὁ Φραγκίσκας καί ἀνέπτυσσε τό θέμα «Πρόσωπο καί ἄτομο». Τά ἔδρανα τοῦ ἀμφιθεάτρου γεμάτα, μέ μιά παρέα στά πίσω ἔδρανα νά κάθεται στά καρφιά, χωρίς τήν συνηθισμένη διάθεση γιά πειράγματα καί ἀστεϊσμούς, καί χωρίς καμιά ὄρεξη νά ἀκούσει τίποτα.     

   Σήμερα 16η Φεβρουαρίου 1968   ἡ ἡμέρα φαίνεται στιγματισμένη μέ παραλογισμό, ἀπό τήν εἴδηση ὅτι «στίς 06:50 πρωινήν,  ἐκτελέστηκε ἡ  θανατική ποινή διἀ τυφεκισμοῦ τοῦ ἰδιώτου Ἀριστείδου Παγκρατίδου τοῦ Χαραλάμπους...», γιά ἕνα ἔγκλημα πού πιθανῶς νά μήν εἶχε διαπράξει.

  Γιά τήν καρδιά τοῦ νέου, ἀνοιχτή, ζεστή, καί εὐαίσθητη,  ἄσχετα ἄν πιστεύει ἤ ὄχι, αὐτή ἡ τελευταία λεπτομέρεια εἶναι κατά μία ἔννοια ἄσχετη. Ὄχι ἐπειδή ἡ ἐνοχή ἤ ἡ ἀθωότητα εἶναι ἄνευ σημασίας, ἀλλά ἐπειδή ἕνας ἄνθρωπος θανατώθηκε.

   «Μερίμνη Τάγματος νά διατεθεῖ τό ἐκτελεστικόν ἀπόσπασμα...».
«Ἔπί πλέον να διατεθῆ εἷς λοχίας ἵνα βάλη τήν τελειωτικήν βολήν καί εἷς στρατιώτης ἵνα καλύψη δι' ὀθόνης τούς ὀφθαλμούς τοῦ καταδίκου συμφώνως τοῖς κεκανονισμένοις».

   Οἱ συζητήσεις ἔντονες. Ἀπόψεις διάφορες, ἀντίθετες, μέ ἔνθερμους ὑποστηρικτές ὑπέρ καί κατά τῆς θανατικῆς ποινῆς, συζητήσεις συνυφαίνουσες μιά ταπετσαρία ἀπόψεων, πού θεμελιώνουν τήν ἐνοχή ἤ τήν ἀθωότητα, εἷναι ὁ Παγκρατίδης ὁ δράστης,  ὅχι δέν εἶναι αὐτός, πληρώνει τήν νύφη τοῦ τάδε, πάλη μέ τον νόμο, μέ τήν συνείδηση, μέ τήν Καινή Διαθήκη, μέ το δικαίωμα τῆς  πολιτείας νά ἀφαιρέσει μιά ζωή, ποιός ἀποφασίζει, ποιός στρατιώτης μπορεῖ νά συμφωνεῖ μέ τόν ἐπαχθή νόμο νά  ἐφαρμόσει τήν σύννομη θανατική ποινή, πῶς αἰσθάνεται γι’ αὐτό,  μέ κοινό παρονομαστή αὐτῆς τῆς συζήτησης: τόν θρῆνο.

  Προσπαθούσαμε ἀνόητα νά φανταστοῦμε τί βίωσε ὁ Παγκρατίδης, οἱ δήμιοι ἐκείνη τήν στιγμή, πρίν ἀνατείλει ὁ ἤλιος, θέλησε νά τοῦ κλείσουν τά μάτια, ἦταν ψύχραιμος, δάκρυσε, λύγισαν τα πόδια του, λιποθύμησε, τό εἶχε πάρει ἀπόφαση, οἱ δήμιοι λειτούργησαν φυσιολογικά!, καλά ὁ Παγκρατίδης σκότωσε τό παίρνουμε δεδομένο, αὐτοί δέν σκότωσαν,   ἐκτέλεσαν τήν διαταγή ψυχρά, ποιός τούς ἐπέλεξε, μέ ποιά κριτήρια, οἱ στρατιῶτες πῶς ἐπελέγησαν, γιατί συμμετεῖχαν σέ μιά εἰδεχθή πράξη… Λέω ἀνόητα γιατί δέν εἴχαμε, καί δέν ἔχουμε ἰδέα τοῦ τί βιώνει καί τί ἀποτελεῖ προσβολή γιά τόν θανατοποινίτη. Ἀκόμη καί νά  προσπαθούσαμε δέν θά μπορούσαμε.  Πάντως κανένας μας δέν θά ἤθελε νά εἶναι σε καμμιά πλευρά αὐτῆς τῆς ὑπόθεσης.   

  Τό ὅτι οἱ τιμωρίες γενικά καί ἡ κάθειρξη ἀνάγονται σέ μιά πολιτική τεχνολογία τοῦ σώματος, μοῦ τό ἔδειξε πολύ λαγαρά ἡ τότε γνωριμία μου μέ τήν φυλακή τοῦ Γιεντί Κουλέ, παρά ἡ ἱστορία. Σωματική ταλαιπωρία, βασανιστήρια πού χρονολογοῦνται ἀπό πολύ παλιά, οἱ ἔγκλειστοι ἀντιμέτωποι μέ τό κρύο, τήν ἀποπνιχτική ἀτμόσφαιρα καί τόν ἀνθρώπινο συνωστισμό, τούς μουχλιασμένους τοίχους, τήν πείνα, τό ξύλο, τόν σωματικό βιασμό, τά  ἠρεμιστικά, τήν ἀπομόνωση, τά ναρκωτικά, τήν  ἐξαθλίωση, τήν οἰκονομική ἐκμετάλλευση ἐκ μέρους τῶν δεσμοφυλάκων καί μύρια ἄλλα τόσα.

  Αὐτή τήν τεχνολογία τῆς ἐξουσίας πάνω στό σῶμα, οὔτε ἡ τεχνολογία τῆς «ψυχῆς», αὐτή τῶν παιδαγωγῶν, τῶν ψυχολόγων, τῶν ψυχιάτρων, δέν κατορθώνει νά συγκαλύψει ἤ νά ἀντισταθμίσει, γιά τόν ἀπλούστατο λόγο ὅτι καί ἡ ἴδια εἶναι ἕνα ἀπό τά ἐργαλεῖα της. Ἄν οἱ νόμιμες ποινές εἶναι φτιαγμένες γιά νά τιμωροῦν τά ἀδικήματα, θα μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ὁ ὁρισμός τῶν ἀδικημάτων καί ἡ δίωξή τους εἶναι φτιαγμένοι γιά νά διατηροῦν τούς κολαστικούς μηχανισμούς καί τίς λειτουργίες τους. 

  Στά πρῶτα φοιτητικά πετάγματά μου εἶχα τήν τύχη νά γνωρίσω τόν ἀρχιμανδρίτη Ἀλέξανδρο Καλπακίδη, χαρισματικό κληρικό τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος ἔχοντας  ἀναπτύξει ἕνα εὐρύτατο δίκτυο κοινωνικῆς δράσης καί προσφορᾶς,  μέ ἐπισκέψεις σέ νοσοκομεῖα, πτωχοκομεῖα, ἄσυλα ἀνιάτων, καί τήν κρατική νευρολογική-ψυχιατρική κλινική, εἶχε πλαισιωθεῖ ἀπό ἐνθουσιώδεις φοιτητές διαφόρων εἰδικοτήτων, οἱ ὁποῖοι μέ ἔνθερμη διάθεση γιά προσφορά, ἔδιναν σεμνά τό παρόν στό δημόσιο χῶρο θέλοντας νά βροῦν, ὄχι νεφελωδῶς,  κοινό γλωσσάρι μέ τόν ἄλλον. Στήν πορεία τῶν δραστηριοτήτων τῆς ὁμάδας, πληροφορηθήκαμε κάποια στιγμή ὅτι εἶχε καί τήν θρησκευτική εὐθύνη   τῶν ἐγκλείστων  τοῦ Γεντί Κουλέ.

  Ὄχι πάνω ἀπό τρεῖς φορές εἶχα τήν ἐξαιρετική τιμή νά μέ συμπεριλάβει στήν ἀκολουθία του κατά τήν ἐπίσκεψή του στις παραπάνω φυλακές.  Ἐκεῖ  γνώρισα κάποιους ποινικούς καί ἔναν πολιτικό κρατούμενο, ὁ ὁποῖος μέ ἀντιμετώπιζε, μέ τό δίκιο του, μέ ἐπιφύλαξη. Μέ τήν πρώτη ἐπίσκεψή μου τράβηξα τό ἔνθερμο ἐνδιαφέρον τοῦ Ἀριστείδη Παγκρατίδη κάπου δέκα χρόνια μεγαλύτερου ἀπό μένα,  καί κάποιων ἄλλων ὅπως τοῦ Ἀνδρονικίδη ὁ ὁποῖος εἶχε καταδικαστεῖ ἰσόβια. Ὅλοι μιλοῦσαν μέ εὐγλωττία γιά τήν  ἀθωότητά τους,  μέ ἐξαίρεση τόν  Παγκρατίδη πού μιλοῦσε συνεσταλμένα  καί ντροπαλά, ἰδίως γιά τήν σωματική του ἐκμετάλλευση καί  τόν ψυχικό του βιασμό, ἀπό κτήνη παιδοφιλικά τῆς περιοχῆς καί τοῦτο ἀπό  τήν τρυφερή του ἠλικία.   

   Μέ εὐγλωττία  μιλοῦσε, ἐκεῖ σέ κάποιο ἡμιυπόγειο τῶν Σαράντα Ἐκκλησιῶν,  καί ὁ  κύριος στόν ὁποῖο ὁ πατήρ Ἀλέξανδρος, παρεῖχε τήν ἀγάπη του ἀπλόχερα,  πρόσφατα ἀποφυλακισμένος, γεροντάκι πιά, ἀπροσδιορίστου ἡλικίας,   ἀλλά αὐτός ἀναφερόταν στήν ἐνοχή του. Ἔλεγε ὅτι ἤθελε νά συμβιβαστεί μέ τόν πόνο πού προκάλεσε στούς ἀνθρώπους, καί νά βρεῖ κάπως ἕνα τρόπο νά τούς  ἀποζημιώσει γι’ αὐτό. Περπατοῦσε ἀργά μέ τό μπαστούνι  καί χαμογελοῦσε εὔκολα. Κάποια φορά τόν ρώτησα: τί εἶναι αὐτό που θέλετε νά γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι, νά ξέρουν γιά σᾶς; Σκέφθηκε  γιά ἕνα λεπτό κοιτάζοντας τό πάτωμα, ἔπειτα σήκωσε τό βλέμμα του καί εἶπε: «Δέν ὑπάρχουν ἀντικείμενα μιᾶς χρήσης».

  Στρατιώτης στήν Ρεντίνα τό 1975, σέ μιά ἄδεια εἰκοσιτετράωρη στήν Θεσσαλονίκη, (ἄν δέν συγχέω γεγονότα) συνάντησα τόν πατέρα Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος, μεταξύ τῶν ἄλλων, μέ πληροφόρησε, καθηκόντως ὄπως μοῦ εἶπε,  ὅτι ἡ τελευταία ἐπιθυμία τοῦ Παγκρατίδη ἦταν νά περάσει τά ἀκραῖα ὕστατά του μέ την μάνα του, τήν ὁποία ὑπεραγαποῦσε, καί ὅταν τοῦ τό ἀρνήθηκαν, πρότεινε τόν πατέρα Ἀλέξανδρο καί μένα. Φυσικά  ἐπίσημα δέν ἔμαθα τίποτα ποτέ.     

  Σήμερα θρηνῶ γιά ἕναν πολιτισμό πού ἀγριεύει κατά γεωμετρική πρόοδο, θρηνῶ πού ἡ ψευδαίσθηση τοῦ κόσμου πού ζοῦν τά παιδιά μου, ἡ νεολαία μας, δέν θά κρατήσει πολύ ἀκόμα, θρηνῶ γιά τόν Ἀριστείδη Παγκρατίδη  εἴτε εἶναι ἔνοχος εἴτε ἀθῶος, θρηνῶ γιά ἔνα πολιτισμό πού χάνει σιγά-σιγά κάθε αἴσθηση τοῦ τί εἶναι ζωή, καί ἀπό ποῦ προέρχεται καί γιατί ὑπάρχει. Θρηνῶ ἀκόμα καί γιά τό ὅτι δέν ξέρω πῶς νά θρηνήσω σωστά.  

 

      

Σάββατο 13 Μαΐου 2023

«Τό νησί τῆς Οὐρανίτσας»

 

Σᾶς συνιστῶ νά διαβάσετε «Τό νησί τῆς Οὐρανίτσας» τοῦ Μεγάλου Παπαδιαμάντη. Στό πρῶτο μέρος τῆς ἱστορίας πού ἀρχίζει μέ τήν φράση «Ἔτσι πλιό…» καί ὁλοκληρώνεται μέ τήν φράση « Πού τήν πᾶνε, μάνα, τήν Οὐρανίτσα μας;» μᾶς περιγράφει τά γεγονότα πού διαδραματίζονται λίγο πρίν ἀρραβωνιαστεῖ ἡ Οὐρανίτσα μέ τόν Σπύρο, μέχρι τήν αὐτοκτονία καί τήν «ἐπεισοδιακή»  καί « παράξενη» ταφή της.

  Ἡ Οὐρανίτσα ἀρραβωνιάζεται τόν Σπύρο, ὁ ὁποῖος φεύγει ἀμέσως μετά γιά νά ταξιδέψει, ἀλλά λόγω ἀναβολῆς τοῦ  ταξιδιοῦ ἐπιστρέφει, γιά νά ἀναχωρήσει τελικά λίγες μέρες ἀργότερα. Μετά ἀπό μῆνες τό κοριτσάκι ἀντιλαμβάνεται ὅτι εἶναι ἔγκυος καί συντετριμμένη τό  ἀποκαλύπτει στήν πεθερά της, ἡ ὁποία τήν κατηγορεῖ γιά ἀπιστία, μέ τήν μικρή νά πανικοβάλλεται καί νά τῆς δηλώνει ὅτι θά αὐτοκτονήσει. Ἡ Μπερνίτσα ἡ πεθερά της ὄχι μόνο δέν τήν ἀποτρέπει ἀλλά τήν παροτρύνει νά τό κάνει. Ἡ Οὐρανίτσα αὐτοκτονεῖ,  μέ τόν ἱερέα νά μήν θέλει «…νά τῆς διαβάσει τῆς φτωχῆς, οὔτε ἕνα τρισάγιον», μέ τόν κύρ Ἀναγνώστη, τόν πρωτόγερο, « ἕνας ἄνθρωπος ὄλο μέ συννεφιασμένο μέτωπο»,   ἀντιπρόσωπο τῆς μιζέριας τῆς πλειονότητας τῶν κατοίκων, τήν μιζέρια πού στραγγαλίζει συνειδήσεις καί καταστρέφει ζωές καί τήν ζωή, μέ τήν θρασύδειλη πεθερά νά κάνει τήν ἀνήξερη, χωρίς νά τολμάει νά ὁμολογήσει ὅτι αὐτή εὐθύνεται γιά ὅ,τι συνέβη,  μέ τήν τοπική κοινωνία νά τήν διαπομπεύει, νά τῆς ἀρνεῖται τήν κηδεία καί τήν ταφή στό κοιμητήριο, καί μάλιστα γιά νά μήν μιανθεῖ τό χωριό τους, ἀποφασίζεται  ἡ ταφή της νά γίνει στόν Μαραγκό, γειτονικό νησάκι, πάνω σ’ ἕνα μαδέρι καί ὄχι σέ φέρετρο, χωρίς τήν παρουσία κανενός, οὔτε τῆς μάνας της, οὔτε τῆς ἀδελφῆς  της. Ἡ ἀνευθυνότητα τοῦ ἄντρα, οἱ   προλήψεις, οἱ δεισιδαιμονίες, ἡ κατάκριση καί ἡ προκατάληψη παίζουν κυρίαρχο καί καθοριστικό ρόλο  στήν καθημερινότητα αὐτῆς τῆς κοινωνίας.     

  Στό δεύτερο καί τελευταῖο μέρος τῆς ἀφήγησης μᾶς περιγράφεται ἡ κατάληξη τῆς ἱστορίας: Κάποιοι ψαράδες, περιστασιακοί  ἐπισκέπτες στό ἀκατοίκητο  νησάκι ὅπου βρίσκεται ἐνταφιασμένη ἡ Οὐρανίτσα, διαπιστώνουν ὅτι ὁ τάφος της εὐωδιάζει ἀσυνήθιστα.  Δηλαδή πληροφορούμεθα ὅτι ἡ κοπέλα πού αὐτοκτόνησε καί ταυτόχρονα  φόνευσε καί τό ἔμβρυο πού κυοφοροῦσε, παρουσιάζει σημεῖα ἁγιότητας. Ἡ γυναίκα ἡ ὁποία ἀκόμη καί νεκρή χλευάστηκε, ὑβρίστηκε, ἀπαξιώθηκε, ἀναθεματίστηκε, λοιδορήθηκε σκαιότατα, ἀναγκάζει τούς ὑβριστές της νά μετονομάσουν τό νησί στό ὁποῖο ἐτάφη ἀπό Μαραγκός σέ Οὐρανίτσα. Τά ἀπάνθρωπα ἀνθρώπινα κριτήρια κατακρημνίζονται μπροστά στήν πάντοτε ἀνατρεπτική καί ἐκπλήσσουσα παρουσία καί δράση τοῦ  Θεοῦ στόν κόσμο του.

  Κανείς δέν γνωρίζει τήν καρδιά κάθε ἀνθρώπου παρά μόνο ὁ Θεός. Αὐτή, ἡ Οὐρανίτσα,  πού κατά τήν ἀνθρώπινη κρίση, ἔδωσε τό «κακό παράδειγμα» καί ἔπρεπε νά ἐξευτελιστεῖ ἀκόμη καί μετά θάνατον γιά νά τρομοκρατηθοῦν οἱ ὑπόλοιποι καί νά μήν τολμήσει κανείς νά τήν μιμηθεῖ, ἀποδεικνύεται  ἐκλεκτή τοῦ Θεοῦ.  Ἡ μισαλλοδοξία τῶν συμπλεγματικῶν ἀνθρώπων, πού θυμίζουν τόν ἰεροεξεταστή τοῦ Ντοστογέφσκυ, τούς τυφλώνει  σέ τέτοιο βαθμό ὥστε νά θεωροῦν ὅτι κάποιος μπορεῖ νά αὐτοκτονήσει, ἔτσι «γιά πλάκα» ἤ γιά νά μιμηθεῖ κάποιον ἄλλον. Νά θεωροῦν ὅτι ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἔνα παιχνιδάκι. Δέν τούς ἐμποδίζει ὅμως νά θαυμάζουν κάποιους ἥρωες καί κάποιους ἡρωϊσμούς, πού ἄλλοτε εἶναι αὐτοκτονίες καί ἄλλες φορές δολοφονίες. Ὁ Παπαδιαμάντης θέλει νά τονίσει ὅτι ἡ Οὐρανίτσα ἁγίασε ὄχι ἐπειδή αὐτοκτόνησε, ἀλλά παρά τό ὅτι αὐτοκτόνησε. Καί θέλει νά καταστήσει σαφές τό πόσο δαιμονικό εἶναι νά προσπαθεῖ κάποιος ἄνθρωπος, κοινωνία καί δομές ἐξουσίας πού ὑπάρχουν σ’ αὐτήν, ἀκόμη καί ἐκκλησιαστικές κοινότητες, καί πρό παντός κληρικοί, νά ἐπιβάλλουν τήν γνώμη τους. 

  Ὁ Παπαδιαμάντης ἐξαφανίζει ἀπό τό τελευταῖο μέρος τοῦ διηγήματος ὅλους τούς ἀρνητικούς χαρακτῆρες καί ἐστιάζει τήν σκέψη του στήν κατάσταση ἁγιότητας πού ἔχει περιέλθει  ἡ Οὐρανίτσα. Θέλει ἁπλά νά μᾶς τονίσει ὅτι ἡ κακία ἐξαφανίζεται  καί καταρρέει, καί ὅτι μένει ἀποκλειστικά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγάπη του, πού χαριτώνουν ὁλάκερη τήν φύση: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ.11,28).    

 

 

 

 

 

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

Ἄσμα Ἀσμἀτων

 


Μεταγραφή  Γιώργου  Σεφέρη


Ἀγαπημένη

Ἐγώ κοιμοῦμαι κι ἡ καρδιά μου ξαγρυπνᾶ.
Φωνή τοῦ ἀγαπημένου μου χτυπᾶ την πόρτα.

Ἀγαπημένος  

Ἄνοιξε, ταίρι μου,
 πανέμνοστή μου,
 

Ἀγαπημένη
Ἄνοιξα στόν ἀγαπημένο μου·
ὁ ἀγαπημένος δέν ἦταν ἐκεῖ·

βγῆκε η ψυχή μου ἀκολουθῶντας τον·
τόνε ζήτησα καί δέν τόν βρῆκα,
τόνε φώναξα μά δέν μ᾽ ἄκουσε.

….
Μ᾽ ἦβραν οἱ φύλακες
πού τριγυρνοῦν στήν πολιτεία,
μέ χτύπησαν, μέ πλήγωσαν,
πῆραν τήν μαντίλα ἀπό πάνω μου
αὐτοί πού φυλάγουν τά τείχη.
Σᾶς ἐξορκίζω, φίλες καί γνωστές μου,
στίς δύναμες καί στίς ὁρμές τοῦ ἀγροῦ
ἄν βρεῖτε τόν ἀγαπημένο μου τί θά τοῦ πεῖτε;
Πώς εἶμαι λαβωμένη τῆς ἀγάπης.

Χορός
Μά τί ἔχει ὁ ἀγαπημένος σου, πάνω ἀπ᾽ τούς ἄλλους,
σύ πεντάμορφη;
Μά τί έχει ὁ ἀγαπημένος σου πάνω ἀπ᾽ τούς ἄλλους
γιά νά μᾶς ἐξορκίζεις τόσο;

 Ἀγαπημένη
Ὁ ἀγαπημένος μου λάμπει καί ροδίζει,
διαλεχτός στούς μύριους·

τό κεφάλι του λαγαρό χρυσάφι,
τά  μάτια του τρυγόνια
σ’ ὀλόδροσες πηγές.
Στό  μέτωπό του ἀνθοῦν μυριστικά,
τά χείλια του σταλάζουν σμύρνα·
τά χέρια του χρυσόλιθους γεμάτα·
 φίλντισι ἡ κοιλιά του
μέ ψηφιά ζαφείρια·

τά λόγια του εἶναι γλυκασμός
κι ὁλόκληρος πεθύμια. 

Αὐτός εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου
κι αὐτός τό ταίρι μου,

ἀδελφές μου ἀγαπημένες.

….
Χορός
Ποιά εἶναι τούτη πού ἀνεβαίνει λευκανθισμένη
ἀκουμπῶντας στόν ἀγαπημένο της;
 

Ἀγαπημένος
Κάτω ἀπ᾽ τήν μηλιά σέ ξύπνησα
ἐκεῖ πού ἡ μάνα σου σέ γέννησε,
ἐκεῖ πού ἡ μάνα σου πόνεσε γιά σένα.


 Ἀγαπημένη
Βάλε με σφραγίδα στήν καρδιά σου,
ὡσάν σφραγίδα στό μπράτσο σου·
εἶναι δυνατή ἡ ἀγάπη σάν τό θάνατο
καί σκληρός ὁ πόθος σάν τόν ἅδη·
οἱ σπίθες τῆς ἀγάπης, σπίθες  φωτιᾶς,
φλόγα τοῦ Θεοῦ.
Νερά ποτάμια δέν μποροῦν
νά σβήσουν τήν ἀγάπη.

….

 

Μελώδημα ἐρωτικό

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

γαθοὶ οἱ μαστοί σου ὑπὲρ οἶνον, τσαμπιά μέ σταφύλια,

θυμάρι καλοκαιρινό  τοῦ Τσικνιά ἡ ἀνάπνια σου, ρυθμίζει τόν σφυγμό μου,

τό ἄσπρο σου πουκάμισο, ὡραῖα σοῦ πηγαίνει,

ἔτσι ἀνοιχτό στό στιβαρό λαιμό σου, μιλᾶ ἀλλιῶς, 

ἀστέρι τῶν ματιῶν καί ἤλιε ἐσύ, τῆς πλάσης ἐσύ ἄγγελε,

κρύψου, γίνε ἀόρατη γιά ὅλους· ὁρατή μόνο σέ  μένα,

τό φεγγάρι σήμερα νά σκιρτᾶ γονατιστό μπροστά σου,

κι’ αὔριο ὁ ἥλιος ὁ ἡλιάτορας

νά  ἀναπαύεται  στό κορμί σου έπάνω,

μέ σένα νά κυβερνᾶς τά κύματα,

καί  μένα, κόρες χίλιες, σπορά  στόν ἱδρωμένο σου ἀγρό. 

Αὐτά τά ἐλάχιστα  γιά σένα, πόσο πολλά γιά μένα!

 

   Τόλμησα νά βάλω γραμμές δικές μου κάτω ἀπό τό πιό ὡραῖο ἐρωτικό ποίημα τῶν αἰώνων ὄχι ἀπό οἴηση· δέν εἶμαι ψώνιο. Ἐάν ἕνας ἄντρας δέν ἔχει πείσει τήν γυναίκα πού ἀγαπᾶ, ὅτι δέν ἔχει ἀγαπηθεῖ ποτέ ἄλλο θηλυκό, τόσο δυνατά ὅσο ἡ ἴδια ἀπό αὐτόν, ἐάν δέν τήν ἔχει πείσει ὅτι θά περάσει νά τήν πάρει νά φύγουν, σημαίνει ὅτι δέν εἶναι ἐρωτευμένος.

  Ὅλα γιά μιά Ἑλένη; Φυσικά. Ἀκόμη καί ὅταν ἡ ἀκοή τοῦ θήλεος ἔχει κορεστεῖ ἀπό ἐπαίνους, κολακεῖες καί τά αὐτιά της δέν ἀνταποκρίνονται θετικά στίς λεκτικές θωπεῖες, τό θῆλυ, δέν εἶναι ἀπό σύμπτωση, αἰσθάνεται ὅτι δέν ἀνήκει μόνο στόν Μενέλαο.

 

  Γνωρίζουμε τόν ἔρωτα στήν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας, τήν γεύση τοῦ Παραδείσου καί τήν ἀπώλειά του. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δέν μᾶς λέει τίποτα. Τό ἀκαθόριστο κράμα ψυχῆς καί κορμιοῦ, γνωρίζει ἀπό τήν φύση του, ὅτι ἡ ζωή ὡς λαχτάρα κερδίζεται στήν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Πέντε ἄντρες ἔσχε ἡ Σαμαρείτιδα καί αὐτόν πού εἶχε δέν ἦταν ἄντρας της.  Μά ἀφοῦ δέν τούς ἀγάπησε ποτέ. ἀφοῦ δέν δίψασε κανενός τό κορμί καί  τήν ψυχή, ἀφοῦ τῆς ἦταν ὅλοι τους πρόσχημα καί αὐταπάτη! Ζοῦσε τήν πίκρα τῆς μοναξιᾶς στήν ψυχή της, τήν ἀνέραστη μοναχικότητα.

 

  Ἐφήμερος καί θνητός ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νά ἀπολαύσει τήν ζωή μέ τίς αἰσθήσεις, τήν ἀνεμόεσσα ἡδονή. Κάθε ἄλλο «νόημα» τῆς ὕπαρξης, στέρηση, ἐνοχή καί μιζέρια. Αἰῶνες ὁλόκληρους ἡ λεγομένη χριστιανική  ἀνθρωπότητα ἔζησε καί ζεῖ μέ τέτοιες ὁριοθετήσεις τῆς ἐπιθυμίας. Δοσολογεῖ τήν ἀπόλαυση, φτιάχνει Νόμους «θεόσταλτους», ἱερούς Κανόνες «θεόπνευστους», τιθασεύει τήν συμβίωση, βάζει «φύλακες νά τριγυρνοῦν στήν πολιτεία, νά  φυλάγουν τά τείχη, νά κτυποῦν, νά πληγώνουν  καί νά ἀφαιροῦν δροσιστικές καλύπτρες».                  

 

  Ὑπάρχουμε μόνο ἐπειδή ἀγαπᾶμε, στό μέτρο πού ἀγαπᾶμε.  Ὅταν ψηλαφοῦμε στό ἀγαπημένο βλέμμα, τήν ἀνθρώπινη ματιά, ἐπενδύουμε ὅλη τήν φυσική μας ὁρμή γιά ζωή. Δίχως κρατούμενα. Τά δίνουμε ὅλα. Τό καλό μας ὄνομα, τό κύρος τήν φήμη μας, τά σχέδιά μας τίς ἐλπίδες μας. Ὅλα κορώνα γράμματα.

  Καί μήν μᾶς διαφεύγει: ἡ πιό ὡραία  θάλασσα εἶναι αὐτή τοῦ Κόλπου τῆς Ἀγκάλης, αὐτή πού τά νερά της δέν μᾶς ἔχουν ποτέ δροσίσει. Καί γιά τούς ἄγευστους  ἀλμύρας στεριανούς: οἱ πιό ὡραῖοι ἔρωτες εἶναι οἱ ἀνεκπλήρωτοι.