Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

Σπουδή στόν ἒρωτα. Λόγος τέταρτος «Ἡ βλάβη».

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

«Ὁ ἂνδρας πού  στεκόταν στό  παράθυρο κι ἒβλεπε ἀπέναντί του τήν ἀγαπημένη του, μελαγχολοῦσε γιατί καταλάβαινε ὃτι τίποτα δέν ὑπῆρχε πού νά τούς ἐπιτρέπει τήν ἓνωση. Ἀπό τούς δύο κανένας δέν μποροῦσε νά βγεῖ ἀπό τό σῶμα του. Δέν γινόντουσαν πουλιά, ἂσπρα περιστέρια οἱ δυό τους, ἀπό τούς ἐξῶστες νά ἀνέβουν ψηλά, νά σμίξουν στήν κορυφή τοῦ θόλου, μ’ ἀγιασμένες εὐχές. Ἀνάμεσά  στούς δύο, οὐρανός μέ πυκνότητα ἰδέας δέν ὑπῆρχε. Ἒξω ἀπό κάθε κοινότητα, ὁ καθένας ἒβγαζε γοερές κραυγές πόνου. Ὂνειρα, λαχτάρες, ἀγάπη, ὃλα βυθίζονταν σ’ ένα τέλμα πικρό ἀπό μαύρη πίσσα. Ἀνάμεσα στούς δύο ὁ κόσμος βούλιαζε ἀπό συμφέρον μικρό, τό δικό σου καί τό δικό μου».

(Ν. Γ.Πετζίκης, Ὁ πεθαμένος καί ἡ ἀνάσταση, ἐκδ. Ἂγρα, Ἀθήνα 1987,σς.50-51).

   Ὁ ἒρωτας εἶναι ἡ ὡραιότερη τρέλα τῆς ζωῆς. Τίποτα δέν μᾶς δίνει μεγαλύτερη χαρά, εὐτυχία (ἒστω καί γιά ἒνα διάστημα) ἐνθουσιασμό, αἰσιοδοξία γιά τήν ζωή.

  Ἐφ’ ὃσον ὃμως ὁ ἒρωτας ἒχει τέτοιο μεγαλεῖο καί οἱ ἂνθρωποι ὃλοι ἐρωτεύονται, γιατί τόσο συχνά τόν συνοδεύει ἀποτυχία, ἂν ὂχι ἀθλιότητα; Τί εἶναι αὐτό πού ὁδηγεῖ τίς ἐρωτικές  σχέσεις σέ ναυάγιο; Γιατί ἔρχεται ἡ «βλάβη», ἄγρια, θηριώδης, ἀνήκεστη πού ἀνακόπτει τό θαῦμα; Πῶς ὁ Ἄλλος ἡ Ἄλλη, ἀπό ἀπόσταση ἀναπνοῆς βρίσκεται σέ διαδικασία διαφυγῆς;

  Ἀπό τό μάτια μου, φῶς μου, ἂναμα καντηλιῶν στόν «θεό» μας, πᾶμε σταδιακά στό «κατέβασμα καντηλιῶν»,  στό μωρή, στό ἐπιθετικό, στό ἀγενές, μέ τήν ἒκρηξη νά προοιωνίζεται ἐξαιρέτως διαλυτική. Ἄλλος ἡ Ἄλλη γίνεται ἡ κόλασή μου. Σέ αὐτόν τόν σπαραγμό ὁδηγεῖται νομοτελειακά ὁ ἔρωτας. Εἶναι ἡ ἀσύνειδη πίκρα γιά τό ἀνέφικτο τῆς ζωῆς, μέ τό πιό συνηθισμένο νά μήν βλέπουμε μέσα μας κανένα ψεγάδι. Τόν ἔρωτα τόν προδίδει πάντα μόνο ὁ Ἄλλος.

«Μέ τελείωσες κι ἂς γινόμουνα γιά σένα μιά ζωή θυσία

Μέ τελείωσες κι ἒγινε ἡ ἀγάπη ψέμα καί ὑποκρισία».

  Τό ζευγάρι ἀπομακρύνεται, ὁ ἓνας σμικραίνει στά μάτια τοῦ ἂλλου, γίνεται ἀνύπαρκτος,  μοιάζει λιγοστός, ἀρχίζουν οἱ μετρήσεις,  οἱ ὑπολογισμοί. Βγάζουμε τήν ζυγαριά ἀκριβείας καί  τό σταγονόμετρο, πόσα γραμμάρια ἒβαλες ἐσύ στήν σχέση, τόσες σταγόνες ἐγώ στόν ἒρωτα. Ὁ ἒρωτας  μετασχηματίστηκε  σέ μιά ἀπελπισμένη  ἐπιθετικότητα. «Ἀπό πεταλούδα μεταμορφώθηκε σέ νυκτερίδα». (Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες).  Και τί νυκτερίδα, βαμπίρ! 

 (Θά μιλήσω γιά  τήν γυναίκα  ἀπό τήν πλευρά ἀνδρῶν εἶναι δύσκολο νά πάω ἀπό τήν ἂλλη πλευρά. Ἐσεῖς μπορεῖτε νά βάζετε τήν λέξη ἂντρας ὃπου ἐγώ ἀναφέρομαι σέ γυναίκα).

   Πῶς τήν πῆρα αὐτή. Αὐτή εἶναι στριμμένη κακιά  γυναίκα. ἐνῶ ἐγώ ἀπλῶς  θυμώνω, ἀλλά δέν εἶμαι κακός. «Μοῦ ’βγαλε τήν Παναγία, εἶναι ἒτσι, εἶναι  ἀλλιῶς, κακιά, σκύλα, ἡ πείσα ἡ δείξα… Ἂν ὃμως μοῦ ἂπλωνε τό χέρι καί  μοῦ ζητοῦσε μιά συγνώμη καί μέ χάιδευε καί μοῦ ’λεγε  σ’ ἀγαπῶ, θά ἂλλαζα».  Ἒτσι ὁ καθένας, ἀπό ἐγωισμό,  περιμένει ἀπ’ τόν ἂλλο κάποιο  σημάδι ἀγάπης, καί ὃσο καθυστερεῖ, ἀναπτύσσεται θυμός, ἀδιαφορία   καί μετά ἀπό λίγο, ἒρχεται ἡ παγωμάρα, τόσο ἒντονη πού γυρνᾶ τήν πλάτη ὁ ἓνας στόν ἂλλο. Πάρα πολλά ζευγάρια εἶναι δυστυχισμένα γιατί συνεχίζουν νά μαλώνουν, καί γιατί συχνά μισεῖ ὁ ἒνας τόν ἂλλο.

  Οἱ πρώην τρελά ἐρωτευμένοι καταπίνουν κολάσεις ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, δυαδικῆς μοναξιᾶς, ἢ ψευδαισθήσεις ἡρωικῆς ἀνοχῆς, ἐνάρετης ὐπομονῆς, ταπεινῆς καρτερίας. Προσέξτε τό ὓφος κάποιων ζευγαριῶν στό αὐτοκίνητο: Λές καί  ἐπιστρέφουν ἀπό κηδεία. 

   Ὀ γάμος κατάντησε  μιά ἀπὀ τίς κυριότερες αἰτίες χρόνιας κατάθλιψης, γιά τόν ἂντρα καί τήν γυναίκα. Ὁ καθένας προσπαθεῖ νά τήν ἀποφύγει μέ πολλούς τρόπους:  δουλειά, παιδιά, τριγωνοποίηση, ποτό, ναρκωτικά, φιλοδοξίες… Ὃταν ὀ γάμος περάσει στήν ἀκαμψία, ὃταν οἱ ἐξιδανικεύσεις διαλύονται, τότε ἀρχίζουν οἰ καυγάδες καί ἠ προσπάθεια νά πιέσουμε τό ταίρι μας νά μοιάσει στήν εἰκόνα πού ἒχουμε στό ἀσυνείδητό μας. Τελικά παθαίνουμε κατάθλιψη γιατί δέν τά καταφέραμε. Οἱ νεανικοί στίχοι τοῦ Σεφέρη περιγράφουν τήν πρώτη του ἀπογοήτευση ἀπό τόν ἒρωτα καί τήν ζωή, ὃταν ἡ πραγματικότητα δέν ἀντιστοιχεῖ στήν ἐξιδανικευμένη εἰκόνα πού ἒψαχνε.  Ἀργότερα σέ μεγάλη κατάθλιψη ἒγραψε  «ὃπου καί νά ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μέ πληγώνει».

«Πάνω στήν ἂμμο τήν ξανθή

Γράψαμε τ’ ὂνομἀ της

ὡραῖα πού φύσηξεν ὁ μπάτης

καί σβήστηκε ἡ γραφή

 μέ τί καρδιά μέ τι πνοή

τί πόθους καί τί πάθος

πήραμε τήν ζωή μας λάθος

κι ἀλλάξαμε ζωή».

   Βάσει διεθνῶν στατιστικῶν τό 80% τῶν ζευγαριῶν δέν περνᾶνε καλά, τό 50%  χωρίζουν, τό 30% δέν χωρίζουν – διότι ὑπάρχουν παιδιά, δύσκολα οἰκονομικά, διάφοροι κοινωνικοί λόγοι: δέν μποροῦν ἢ δέν θέλουν νά  χωρίσουν, γιατί ἒχουν μάθει στήν ρουτίνα τοῦ γάμου, βολεύονται, ἒχουν μιά ἀσφάλεια, ἀλλά δέν περνᾶνε καλά, δέν εἶναι εὐχαριστημένοι. Σύμφωνα μέ ἒμπειρους ψυχαναλυτές οἱ σχετικά καλοί γάμοι εἶναι 20%  ἀλλά οἱ πραγματικά εὐτυχισμένοι ἓνα 5 μέ 10%.

  Ἒνας συνηθισμένος τρόπος ἀναζήτησης ἠρεμίας,  εἶναι νά βγάλουμε τήν γυναίκα  μας ἀπό τήν καρδιά μας, ἀπό την πρώτη θέση καί νά τήν ἀντικαταστήσουμε μέ ἂλλη ἀγάπη. Ὁ ἂλλος καί συνηθέστερος, αὐτή τήν ἐποχή, εἶναι τό διαζύγιο. Ὃταν  μάλιστα δέν ὑπάρχουν παιδιά τήν σβήνεις σάν νά μήν  ὑπῆρξε ποτέ. Ὑπάρχει τεράστιος ἀριθμός διαζυγίων στήν Ἑλλάδα καί αὐξάνεται. Ἡ μονογαμική σχέση πλέον δέν ὑπάρχει οὒτε γιά τούς ἂντρες οὒτε γιά τίς γυναῖκες.

  Ἢ χωρίζουμε λοιπόν ἢ τριγωνοποιοῦμε τήν σχέση. «Δέν βαριέσαι καί νά χωρίσω ὃλες τό ἲδιο εἶναι». Πολλοί γάμοι διατηροῦνται μέ τήν βοήθεια τῆς ἀπιστίας. Πᾶμε, ὂχι πάντα, στήν ἀναζήτηση στοργῆς καί χαδιοῦ, δίπλα. Ὃ,τι καί νά μᾶς συμβαίνει, κυρίως ὁ φόβος τοῦ καλοῦ ὀνόματος, τά παίζουμε ὃλα κορῶνα γράμματα, ξεπορτίσματα, ξεφτιλιζόμαστε, στά μικρά μέρη μεταμφιέσεις γιά τό παράνομο  ραντεβού… (Ὁ  Φρανσουά Ὀλάντ ὡς Πρόεδρος τῆς Γαλλίας σέ μηχανάκι γιά νά συναντήσει τήν ἀγαπημένη του) Τό ποσοστό τῶν ἐξωσυζυγικῶν σχέσεων τώρα ἀγγίζει τό 70% γιά τίς γυναῖκες καί γιά τούς ἂντρες ἀκουμπάει τό 90% «τύποις μέν μονογαμία  ἔργῳ  δέ πολυγαμία» (Ἒπιτάφιος Περικλῆ)

   Στήν τριγωνοποίηση ἀσφαλῶς τόν πρῶτο λόγο ἒχει μιά ἂλλη ὓπαρξη, ἀλλά καί καταφυγή σέ ἂλλες δρατηριότητες, μόνο καί μόνο γιά νά εἲμαστε μακριά ἀπό τήν γυναίκα μας: ἀποκτοῦμε χόμπι, πηγαίνουμε γήπεδο καί ξεσπᾶμε, δέρνουμε κόσμο ἐκεῖ, ἀντί νά δέρνουμε τήν γυναίκα μας, συχνάζουμε σέ καφενεῖα καί ξεχνιόμαστε ἐκεῖ, καί ὃταν δέν πάει ἂλλο, ὃταν μᾶς ἒχει κόψει ἡ πείνα,  σιγομουρμουρίζοντας «πάλι σ΄  αὐτήν θά πάω;», μέ  βαριά καρδιά ἐπιστρέφουμε καί βαριεστημένα ἀνοίγουμε τήν πόρτα, ψάχνοντας εὐκαιρία νέας ἀπόδρασης. Ὁ καθένας στό ζευγάρι προσπαθεῖ νά ἀποφύγει τήν ἐπικοινωνία μέ διάφορους τρόπους: οἱ γυναῖκες μέ τά παιδιά, οἱ ἂντρες μέ τήν δουλειά, μέ παρέες,  μέ τό  ποτό, τίς φιλοδοξίες…

   Συχνά δέν ἔχει τελειώσει ὁ ἕνας δεσμός, ὅταν ἀρχίζει ὀ ἐπόμενος. Κατά κανόνα, ὅπως οἱ  μαϊμούδες δεν ἀφήνουν τό κλαδί ἄν δέν πιαστοῦν γερά στό ἐπόμενο. Προχωρῶ στήν ἐπόμενη δοκιμή, μέ ἀνοιχτή καί αἱμάσσουσα τήν προηγούμενη ρήξη. Ὅλα μεταμορφώνονται καί πάλι, ἡ καθημερινότητα μοιάζει μέ γιορτή. Λέω μοιάζει γιατί πάντα μορφάζει ἡ πείρα τοῦ ἀνέφικτου.

  Πόσο θά κρατήσει ἡ γιορτή; Τί μπορεῖ νά σέ διαβεβαιώσει ὃτι ἓνα νέο ξεκίνημα, ἓνα νέο δόσιμο, μιά νέα ἀνταπόκριση θά εἶναι δημιουργία; Εἶναι δυνατό νά ὑπάρξουν ἐρωτευμένοι δύο ἄνθρωποι, πού ζώντας τήν μέθη τῆς γιορτῆς θά συνυπολογίζουν κάθε στιγμή τήν ἀπάτη τῆς φύσης; Ὑπάρχουν ἄραγε περιθώρια νά διαρκέσει αὐτή τήν φορά τό θαῦμα τῆς ἐρωτικῆς ἔκπληξης, ὃταν μάλιστα στό κεφάλι τους στροβιλίζεται ἡ προηγούμενη ἀποτυχία;

  Ὁπωσδήποτε ὅταν ὅλα ἔπιτρέπονται, δέν θυσιάζεις τίποτα, δέν διακινδυνεύεις τίποτα, ἄρα ἀποκλείεται νά ἐρωτευθεῖς. Ἄν μείνεις πιστός στήν ἀπαγόρευση, πάλι τό ἐγώ δέν ραγίζει, ἡ θωράκισή του δέν συντρίβεται, ἄρα εἶσαι καί πάλι ἀποκλεισμένος ἀπό τόν ἔρωτα.

  Ἂλλο ἡ δίνη τοῦ ἐρωτισμοῦ μέ τήν συναίσθηση τῆς ἐν κενῷ πτώσεως καί ἂλλο ὁ ἐξωραϊσμός του ὡς  ψυχικῆς τοῦ ἀνθρώπου πραγμάτωσης. Στόν αἰσθησιακό ἐρωτισμό κυριαρχεῖ ἡ ἡδονή τῆς στιγμῆς καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ ἂρνηση κάθε δοτικοῦ δεσμοῦ, εἲτε  φιλία αὐτός λέγεται εἲτε γάμος εἲτε  ὑπεύθυνη κοινή προσπάθεια. Ἡ σχἐση συγκροτεῖ καί συγκροτεῖται στήν διάρκεια, ὑπ’ αὐτήν δέ τήν  ἒννοια βρίσκει τήν πληρότητά της σέ μιά θυσία ἐλεύθερη. Κάθε σχέση ζωῆς εἶναι κάπου μαρτύριο. Ἡ Ἐκκλησία μας τό γνωρίζει καί γι’ αὐτό στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου, μετά τό «Ἠσαΐα χόρευε» ψέλνουμε τό ἀπολυτίκιο  τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ὁπότε ὁ ἰερέας ἑνώνει τά κεφάλια τοῦ ζευγαριοῦ μέ τά στέφανα τοῦ μαρτυρίου πού καλεῖται γάμος. Μιλᾶμε γιά τήν ὃποια διάρκεια· οἱ πανέξυπνοι Πατέρες παραχώρησαν τήν  δυνατότητα πολλαπλῶν γαμήλιων μυστηρίων γιά τό ἲδιο πρόσωπο,  άναγνωρίζοντας τό διαζύγιο ὂταν εἶναι φανερά ἀδύνατη ἡ συνέχιση τῆς σχέσης.

« Σ’ ἓνα παλιό σπίτι πάντα ἀκούγονται πράγματα. Καί ἀκούγονται πιό πολλά ἀπ’ αὐτά πού λέγονται. Ὃ,τι λέγεται τώρα  παραμένει στό δωμάτιο καί περιμένει νά ἒρθει τό μέλλον νά τό ἀκούσει. Καί ὃ,τι συμβαίνει τώρα ἂρχισε στό παρελθόν καί θά συνεχιστεῖ στό μέλλον. Μέσα στό ὑπνοδωμάτιο, μέ τίς τραβηγμένες κουρτίνες, ἡ ἀγωνία –εἲτε πρόκειται γιά γέννηση εἲτε γιά θάνατο – μαζεύει μέσα τίς φωνές τοῦ παρελθόντος καί τίς προβάλλει στό μέλλον. Δἐν μποροῦμε  ν’ ἀποφύγουμε αὐτά τά πράγματα. Δέν ξέρουμε τίποτα γιά ἐξορκισμούς καί εἲτε στό Ἂργος εἲτε στήν Ἀγγλία ὑπάρχουν ὁρισμένοι ἂτεγκτοι νόμοι, ἀμετάβλητοι, σάν τήν φύση τῆς μουσικῆς. Δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτα γι’ αὐτό».(Ἒλιοτ. Τό ξανασμίξιμο τῆς οἰκογένειας).

 Στήν ψυχανάλυση θεωρεῖται πολύ σημαντική  ἡ στιγμή πού   ἀποδεχόμαστε, ἂνδρες-γυναῖκες,  ὃτι εἲμαστε φυσιολογικοί ἂνθρωποι πού παλεύουμε, πού ἀγωνιζόμαστε, ὃτι δέν πλημμυρίζουμε ἀπό κακία, δέν ὐπερτεροῦν τά δύστροπα χαρακτηριστικά μας, δέν εἲμαστε κακοί, οὒτε καί ἀνεξίκακοι, μπορεῖ νά μήν  εἲμαστε οἱ καλοκάγαθοι μοναχοί ἀπό τά Καρούλια, ἀλλά ἒχουμε  καί καλά χαρακτηριστικά, εὐγένεια, καλωσύνη, κατανόηση, ἀνεκτικότητα,  ἀγαπᾶμε νά δίνουμε καί νά παίρνουμε, αἰσθανόμαστε στήν ζωή μας, στό ἐπάγγελμα στίς κοινοτικές σχέσεις ἐνεργητικοί, ὃχι παθητικοί, δέν εἲμαστε κυριαρχικοἰ, κατακτητικοί οὒτε ὑποτακτικοί, δέν φοβόμαστε τήν ἐγκατάλειψη οὒτε τήν ἀπόρριψη, ἒχουμε ἐλεγχόμενο βαθμό ἂγχους  καί ἐπειδή νοιαζόμαστε γιά τόν ἑαυτό μας νοιαζόμαστε   καί γιά τήν οἰκογένεια.

  Ἒτσι δημιουργεῖται  μιά δημιουργική αὐτοπεποίθηση πού βοηθάει νά κάνουμε  μιά σχέση ὃπου ναί μέν θυμώνουμε  μέ τόν ἂλλο ἀλλά δέν τόν ἀπορρίπτουμε, δέν τόν σκοτώνουμε μέσα μας κάθε φορά. Διαφορετικά σ’ ὂλους αὐτούς τούς καυγάδες σκοτώνουμε, δυστυχῶς, μέσα μας  ὁ ἓνας τόν ἂλλο. Εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε ἐχθρότητα. Ὃταν συμβαίνει αὐτό ὀ ἂλλος δέν ξαναζωντανεύει κι ἒτσι ἒχουμε τά «νεκρά ζευγάρια», τά ὀποῖα πολλές φορές  σταματοῦν καί νά μαλώνουν. Ἁπλῶς συνυπάρχουν, ἀλλά δέν ἒχουν ζωή. 

  Στήν ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, πού μπορεῖ νά πάει σέ μεγάλο βάθος, μιά ἀπό τίς ὀδυνηρότερες στιγμές εἶναι ὃταν συνειδητοποιεῖς ὃτι δέν φταίει κανείς ἂλλος γιά τά ἀδιέξοδά σου. Ἀναγκάζεσαι νά ἀπαλλάξεις τούς γονεῖς σου ἀπό τήν βασική εὐθύνη, νά ξαναδιαβάσεις τήν βιογραφία σου καί νά καταλήξεις νά ἀναγνωρίσεις ὃτι γιά τά προσωπικά στραβά κι ἀνάποδά σου, τά δικά σου λάθη, ἀδυναμίες, ρωγμές, ἀκόμη καί τυφλά σημεῖα, δεδομένα σου πού δέν θά ἢθελες νά ξέρεις ὃτι ὑπάρχουν, ἢ πού θές νά ἀγνοεῖς, τήν ἀποκλειστική εὐθύνη φέρεις ἐξ ὁλοκλήρου ἐσύ. 

  Αυτά στήν περίπτωση πού κάποιος  εἶναι σοβαρός, καί  ἒχει εἰλικρινῆ ἐπιθυμία νά ἀλλάξει. Διαφορετικά, ὃπως συχνά συμβαίνει, ἡ διαδικασία γίνεται προσχηματική γιά νά ἀντιμετωπιστοῦν κάποια ἐνοχλητικά συμπτώματα καί νά συνεχίσει τήν ἲδια διαδρομή, ἒχοντας μάλιστα τό ἂλλοθι ὃτι προσπάθησε νά δεῖ τήν ἀλήθεια.

  Ἀκόμη καί ὅσοι ξεκινοῦν μέ τό δῶρο τοῦ ἔρωτα, αἰθεροδρομοῦν ἄν πιστεύουν ὅτι ὁ θεσμός τοῦ γάμου θά ἐξασφαλίσει στόν ἔρωτά τους μονιμότητα καί ἰσοβιότητα.  σως στό φευγαλέο σπιθοβόλημα νά ξαγρυπνάει ἡ ρήξη, ὁ βουβός σπαραγμός.

  Ἀπό τά βάθη τῆς ἱστορίας ὁ γάμος θεσμοθετεῖται ὡς νόμος, θωρακίζοντας, ἀνάγκες καί ἀτομικές ἀπαιτήσεις, δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις, κατοχυρώνει καί ἐξασφαλίζει, προσφέρει σωστή μοιρασιά σέ στέγη, τροφή, στήν ἡδονή. Τά πάντα ρυθμισμένα μέ σαφήνεια. Δίνεις καί παίρνεις, προσφέρεις καί ἀπολαμβάνεις. Ἒκπληξη ζωῆς ὁ ἓρωτας θεσμοθέτηση τῆς ἀνάγκης ὁ γάμος. 

  Μποροῦμε νά καταφύγουμε στήν κρατική βία γιά νά μᾶς προσφέρει τό δίκιο μας· ἀκόμη καί τήν σωματική σεξουαλική σχέση μποροῦμε νά ἀπαιτήσουμε  καί ἡ κρατική βία νά μᾶς τήν παραχωρήσει, με δικαστική ἀπόφαση. Τρόπος τῆς φύσης ὁ νόμος· ὁ τρόπος τοῦ νόμου, θεσμός.

  Φυσικά καί ὁ γάμος δέν προϋποθέτει τόν ἒρωτα. Πόσα γειτονάκια μου δέν ἒφυγαν γιά Αὐστραλία, μέ μιά φωτογραφία στήν τσέπη, πόσα κοριτσόπουλα δέν πιέστηκαν ἀπό τήν οἰκογένεια νά παντρευτοῦν κάποιον πού δέν ἀγαποῦσαν, καί φυσικά δέν θά τόν ἀγαπήσουν ποτέ, πόσα παλικάρια «σάν τά κρύα τά νερά» δέν ἐπέλεξαν «μιά προίκα μέ γυναίκα»;  Ξέρουμε στήν πράξη ὅτι ἀναρίθμητοι γάμοι ξεκινοῦν δίχως ἔρωτα, δίχως τήν ἐλάχιστη συμπάθεια, καί οἱ ἄνθρωποι τό θεωροῦσαν καί τό θεωροῦν άκόμη καί σήμερα αὐτονόητο.

   Πόσα λεβεντοκόριτσα δέν προχωροῦν στόν γάμο μέ παρακάλια, μέ ταπεινώσεις, μέ πιέσεις, μέ ἐκβιασμούς, συγκαταβατικά. Νά ξεφύγουν ἀπό τήν οίκογενειακή καταπίεση, πέφτοντας σέ μιά ἂλλη. Μαγγάνι ἡ ζωή τους, δυαδική  μοναξιά. Ἀβάσταχτη κούραση, δίχως ἓνα χάδι γλυκό, γιά ποιά ἐρωτική τρυφερότητα μιλᾶμε;   

   Καί καλά νά  πέσουν  σέ χέρια κάπως μαλακά. Ἂν τά χέρια εἶναι σκληρά, κακά, ἀμφισεξουαλικά ἢ καθαρά ὁμοφυλοφιλικά, καταπιεστικά, μισογυνικά, ζηλόφθονα, μέ ἒντονη ἀπαίτηση κατοχῆς, ἰδιοκτησίας, πού δέν σέβονται τίς στοιχειώδεις ὑπαρξιακές ἀνάγκες;  

   Ὁ ἂνθρωπος ἒχει ἀρκετή ἐλευθερία ἀκόμη καί ὁ πιο ἂτυχος. Δέν εἶναι ὂλα ἀπόλυτα καί καταναγκαστικά, ἀκόμα καί σέ ἓνα πολύ κακό γάμο, γιατί άναπτύσσονται παράπλευρες  κυκλοφορίες. Λένε οἱ γιατροί πώς ὃταν παθαίνει κάποιος ἐγκεφαλικό, ἀναπτύσσονται ὓστερα ἀπό λίγο ἂλλες μικρές ἀρτηρίες, παράπλευρες, πού τροφοδοτοῦν τό κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἐγκεφάλου, πού μπορεῖ νά ἒχει νεκρωθεῖ σέ μεγάλο βαθμό. Τό ἲδιο γίνεται καί στόν γάμο. Τό λάθος πρόσωπο στό γάμο, συνεπάγεται μεγάλη νέκρωση. Ἀλλά καί ἐκεῖ  ὑπάρχουν αὐτές οἱ παράπλευρες κυκλοφορίες, οἱ ὁποῖες μποροῦν νά βοηθήσουν ὣστε ἀκόμη καί ἓνας ἀπαίσιος γάμος νά γίνει ὑποφερτός, λίγο καλύτερος.

  Σέ ἀρκετές περιπτώσεις μέ τήν πάροδο  τοῦ χρόνου, μέ τήν ὡρίμανση, «σταματοῦν τά ὂργανα», δημιουργεῖται ἠ γαλήνια ἀνοχή, συνήθως στήν τρίτη ἠλικία,  μέ ἀμοιβαία ἀποδοχή τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἂλλο. Ἒχουν  ἀφαιρέσει ἀπό καιρό ἐξ ὁλοκλήρου τήν σεξουαλικότητα, καί ἀνέπτυξαν ἒντονη συντροφικότητα, χαίρονται τήν ζωή χωρίς πολλές ἀπαιτήσεις, ἀπολαμβάνουν τά παιδιά, καί γενικά χαίρονται τούς καρπούς μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς.  

  Μιά τελευταία, ἒντονη μορφή ἒρωτα  εἶναι ὁ ὑπαρξιακός καί τραγικός ἒρωτας. Ἐδῶ τό ζευγάρι πλησιάζει πρός τόν θάνατο. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν καί σοβαρές ἀσθένειες καί τό ζευγάρι ἀπεγνωσμένα ζητᾶ νά κρατήσει  ὀ ἓνας τό χέρι τοῦ ἂλλου, νά πορευτοῦν ἀντάμα πρός τό τέλος, νά μοιραστοῦν τήν ὑπαρξιακή μοναξιά. Ὁ ἒρωτας μέ τά ὑπαρξιακά καί τραγικά στοιχεῖα πού συνυπάρχουν, μπορεῖ νά εἶναι ἐντονότατος.

Ταραγμένη (ἐλεγχόμενη) ἐξομολογητική: Ὁ γάμος, ὡς κορυφαία σχέση, ἀναμοχλεύει, φορτίζει, βάζει φωτιά στίς ὃποιες συγκρούσεις ἒχουμε μέσα μας. Ὁ δικός μου γάμος, περιέχει στιγμές ἀγάπης, τρυφερότητας, πάθους, καλοσύνης, εὐγνωμοσύνης… ἀλλά καί θυμοῦ, ἀπογοήτευσης, μίσους καί κακίας, ἀμάλγαμα τῶν περισσότερων γάμων ὃλων τῶν ἐποχῶν. Αἰσθάνομαι, ἐξαρτώμενος, ἀλλά συνάμα ἀρκετά ἀνεξάρτητος. Μερικές φορές δέν μποροῦσα νά ζήσω μέ τήν Ἰωάννα, ἀλλά ἂλλες δέν μποροῦσα νά ζήσω χωρίς αὐτήν. Μέ ἀνέχτηκε; Ἀπροσχημάτιστα  ναί. Θά μποροῦσε νά ἒχει πάρει σαφῶς καλύτερό μου,  ἀλλά καί σαφῶς χειρότερό μου. Μάλιστα σέ στιγμές εὐχάριστης χαλάρωσης τῆς ἐπισείω! ὃτι ὁ πατέρας μου χώρισε σέ ἡλικία 82 ἐτῶν  γιά αὐτό νά μήν μέ παραζορίζει,   καί ὃτι ὁ Τσάρλι Τσάπλιν ἦταν 78 χρονῶν ὃταν πῆρε τήν κόρη τοῦ Εὐγένιου Ο΄ Νήλ πού ἦταν 18  καί ἒζησαν πολύ εὐτυχισμένοι, ἒκαναν καί τέσσερα-πέντε παιδιά, γιά νά πάρω ὡς ἀπάντηση πώς καί ἡ Πιάφ ἦταν στήν ἡλικία της ὃταν παντρεύτηκε ἓναν εἰκοσιπεντάρη…  

«Ὑπάρχει ἓνας τρόπος νά  ἀπορεῖς, ἐνῶ ἐμπιστεύεσαι. Κι αὐτό τόν τρόπο τόν ψηλαφοῦμε μόνο στόν ἒρωτα. Ὁ ἒρωτας σημαίνει ἐμπιστοσύνη, αὐτοπαράδοση. Εἶσαι μέσα στήν  σκοτεινιά ἀτελείωτων, ἀναπάντητων ἐρωτημάτων. Ὃμως ἐγκαταλείπεσαι στόν πόθο, κι αὐτός σέ βεβαιώνει ἂν ὁ ἂλλος ποθεῖ τόν πόθο σου. Καί τότε ἒχουν ἀπαντηθεῖ  τά ἐρωτήματα δίχως ἀπάντηση. Τά σημαινόμενα λειτουργοῦν  δίχως σημαίνοντα. Εἶναι μόνη ἡ γλώσσα τῆς ἀναφορᾶς, ἡ γλώσσα τοῦ  πόθου. Αὐτή πού μιλάει τό βρέφος θηλάζοντας τό στῆθος τῆς μάνας. Αὐτή πού μιλᾶνε οἱ ἐρωτευμένοι στήν σιωπή τῆς «μιᾶς σάρκας». (Γιανναρᾶς).  

 

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

Κραυγή αγανάκτησης ενός υπερήλικα ερασιτέχνη κτηνοτρόφου.

 Σάββας Απέργης, Φιλόλογος, πρώην Δήμαρχος καί τώρα ερασιτέχνης γεωργός  καί κτηνοτρόφος δηλαδή πραγματικός οικολόγος. 

 Τά πέδικλα των ζώων καί «πεδικλωμένη» σκέψη των ονομαζομένων –άσχετων μέ τήν φύση καί τήν ιστορία του νησιού μας-οικολόγων.

 

  Όταν επισκεφθεί  κάποιος προσωρινά έναν τόπο ή εγκατασταθεί σ’ αυτόν μόνιμα από ανάγκη ή από δική του πρωτοβουλία, τό σωστό καί το σύνηθες είναι νά προσπαθήσει να  μάθει τήν ιστορία του, τις παραδόσεις του, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν οι άνθρωποι, τήν καθημερινότητά τους και γενικά τον τρόπο τῆς διαβίωσής τους.

  Δεν είναι φρόνιμο, αλλά εγωιστικό και αψυχολόγητο νά θέλει –σώνει και καλά- να επιβάλει τις δικές του θέσεις, τις δικές του απόψεις ή ξενόφερτες συνήθειες που στον δικό του τόπο μπορεί νά είναι ορθές καί δοκιμασμένες από τον χρόνο, ενώ εδώ είναι ανεφάρμοστες καί ανεδαφικές.

  Η Τήνος είναι ένα μικρό νησί, το οποίο χάρη στήν «σοφία» των προηγούμενων γενεών κατάφερε νά αναπτύξει καί τη γεωργία (οι ξερολιθιές κράτησαν τό λιγοστό χώμα) καί την κτηνοτροφία (γνωστή η τηνιακή αγελάδα). Η συμβίωση ήταν απόλυτα αρμονική. (Άνθρωποι, ζώα, κτήματα, κήποι).

  Εάν υπήρχαν μεγάλες γόνιμες εκτάσεις και αντίστοιχα βοσκοτόπια, όπως υπάρχουν σέ άλλα μέρη της Ελλάδας, τα πράγματα θά είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Εδώ ο τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε η συνύπαρξη κτηνοτροφίας  καί γεωργίας, να  ζουν δηλαδή, οι αγελάδες καί τα αιγοπρόβατα δίπλα στους κήπους καί τα σπαρμένα χωράφια, ήταν οι υψηλοί τοίχοι που χώριζαν  τά κτήματα αλλά κυρίως τά πέδικλα, τα οποία στερούσαν τήν δυνατότητα –ιδίως στα  ατίθασα κατσίκια –να πηδούν από τόν περιορισμένο καί επιτρεπόμενο χώρο τους, να μπαίνουν στόν διπλανό και να καταστρέφουν τα αμπέλια, τις συκιές ή το κριθάρι καί τα λαχανικά.

  Απλός και σχεδόν ανώδυνος τρόπος συμβίωσης, αφού το πέδικλο δεν στερούσε στά ζώα τήν δυνατότητα  νά κινούνται καί να τρέφονται, απλώς τά εμπόδιζε νά πηδούν και νά.. ατακτούν. Ήταν ένας τρόπος και ένα μέσον «πειθαρχίας» ανάλογος με αυτόν πού επιβάλλεται στά παιδιά. Άλλωστε και εμείς ως ανθρώπινες κοινωνίες ζούμε με νόμους καί περιορισμούς που πολλές φορές μας ενοχλούν, μας «πεδικλώνουν».

  Βεβαίως κάθε μέσον περιορισμού έχει καί τίς αδυναμίες του. Μερικές φορές τά πόδια των ζώων πλήγωναν προσωρινά ή έμπλεκαν στα κλαδιά των θάμνων με αποτέλεσμα νά χάσουν την ζωή τους. Ουδέν καλόν, αμιγές κακού καί το αντίθετο. Όμως  έτσι οι φτωχοί κάτοικοι του νησιού μας ή οι ερασιτέχνες δέν στερούνταν ούτε τό κρέας καί τό γάλα, ούτε τά σύκα, τά σταφύλια και τά λαχανικά.

  Τελευταία, όλα αυτά ανατράπηκαν, από τη στιγμή που το κράτος υπέκυψε στις πιέσεις μερικών υπερευαίσθητων  ομάδων πολιτών-  που αυτοαποκαλούνται οικολόγοι, τύφλα στά μάτια τους -οι οποίοι απαίτησαν νά αφαιρεθούν τά πέδικλα, επειδή, τάχα, υποφέρουν τά ζώα καί νά τιμωρούνται καί μάλιστα πολύ αυστηρά οι «βασανιστές»  ιδιοκτήτες τους..

  Τό αποτέλεσμα είναι άλλοι νά σταματούν νά έχουν τά ζώα τους (πουλώντας ή σφάζοντάς τα) καί άλλοι να τα μεταφέρουν σέ απόκεντρα μέρη, μακρυά από κεντρικούς δρόμους διακινδυνεύοντας,  μήπως καί δέν αποκαλυφθούν.

   Έτσι σε πολύ λίγο χρονικό διάσημα θα εκλείψουν τά ζώα από το νησί ή θά εξαφανιστούν οι κήποι καί τα λιγοστά  οπωροφόρα δέντρα, επειδή τό υδροκέφαλο καί ανεγκέφαλο κράτος και οι διοικούντες αυτό  υπέκυψαν στις παράλογες απαιτήσεις των άσχετων μέ τη φύση καί την φυσικότητα οικολογούντων νομοθετώντας γενικά καί αορίστως χωρίς νά εξετάσουν – από αδιαφορία ή απειρία- τίς ιδιαίτερες συνθήκες κάθε τόπου. Έγινε δηλαδή, αυτό που λέει ο λαός. « κοντά στο ξερό κάηκε καί το χλωρό».

  Αντί νά ακούσουν όλους εμάς που γνωρίζουμε καί «πονούμε» τόν τόπο μας καί νά επικηρύξουν τά «αδέσποτα» ζώα, (τά αγριοκάτσικα, όπως λέγονται), τά  οποία έχουν  επικίνδυνα πολλαπλασιαστεί καί ρημάζουν τήν ύπαιθρο χώρα εξαφανίζοντας τήν λιγοστή – ούτως ή άλλως- χλωρίδα του νησιού μας καί γκρεμίζοντας μέχρι τό έδαφος τίς ξερολιθιές, αντί αυτού «κυνηγούν» καί καταγγέλλουν τούς λιγοστούς κτηνοτρόφους καί γεωργούς που υπάρχουν ακόμα και  μάλιστα τούς ερασιτέχνες που τρέφουν μερικά ζώα καί συντηρούν μικρούς κήπους από μεράκι καί μόνο.

  Είμαι 85 ετών. Μετά τήν συνταξιοδότησή μου απόκτησα 2-3 κατσίκες. Γεννούσαν, τίς άρμεγα, έπινα τό γάλα τους, έφτιαχνα τυράκια καί είχα εξασφαλίσει τό κρέας τού σπιτιού μου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τίς είχα σε περιφραγμένο χώρο, αλλά τά μικρά ατίθασα και απείθαρχα, όπως όλα τά μικρά, πηδούσαν τά πλέγματα και μού έτρωγαν τά λαχανικά  ή κατέστρεφαν τίς γλάστρες με τα λουλούδια του ξένου  γειτονικού σπιτιού.

  Τους  έβαλα ένα πέδικλο, γιά νά φρενάρω τήν κινητικότητα τους. Σέ λίγες μέρες τό είχαν συνηθίσει καί δέν  μπορούσα να τα πιάσω. Απλώς δέν μπορούσαν να ξεπεράσουν τά πλέγματα.

  Τά είδε ένας περαστικός καί μέ κατήγγειλα στή αστυνομία ως «βασανιστή» ζώων! Αναγκάστηκα νά τα ξεκάμω, για να μην τρέχω  στά δικαστήρια, γέρος άνθρωπος καί να πληρώσω καί τό τσουχτερό πρόστιμο.

  Έτσι στερήθηκα τή χαρά να τα περιποιούμαι κάθε μέρα, νά τα φωνάζω συνθηματικά καί νά τρέχουν  να πάρουν από το χέρι μου τό σύκο ή το χαρούπι, να τους …τραβώ τά αυτιά. (Νάτος, τού ξέφυγε, το είπε. Αυτομαρτυρήθηκε ότι είναι βασανιστής τί ανάγκη έχομεν  άλλων μαρτύρων, θα πούν οι μιμουαπτικοί οικολογούντες), καί να τα  φιλώ συγχρόνως καί εκείνα νά ανταποκρίνονται βελάζοντας χαρούμενα.

  Με ποιο δικαίωμα μοῦ τα  στέρησε όλα αυτά ένας (τάχα) ευαίσθητος, ένας βέβηλος, ένας άσχετος πού γνωρίζει τη φύση μόνο από τήν τηλεόραση ή τους  ζωολογικούς κήπους και δέν ξέρει να ξεχωρίζει τον γάιδαρο από την αγελάδα;

  Κάνω έκκληση σέ κάθε αρμόδιο ή ενδιαφερόμενο καί σέ καθένα που κατέχει υπεύθυνη θέση νά ξανακοιτάξουν τό θέμα αυτό καί νά δώσουν τήν ενδεδειγμένη λύση.

  Οι υποψήφιοι δημοτικοί Άρχοντες να πάρουν σαφή θέση στο πρόβλημα καί να μη μασήσουν τά λόγια τους στις επαφές τους μέ τον κόσμο.

  Οι ανεμογεννήτριες είναι μικρότερο κακό από τά αδέσποτα ζώα (τά αγριοκάτσικα), καί η καταστροφή της οικιακής κτηνοτροφίας και γεωργίας μέγιστο κακό, αφού ή εναπομείνασα «φύση» θά στερηθεῖ της προστασίας των λίγων «τρελλών»  πού επιμένουν να παλεύουν μαζί της καί να αντλούν ζωή απ’ αυτήν, όση ζωή τους απομένει ακόμη.

Αύγουστος 2023

                                                                                                                              Αγία Βαρβάρα, Σμόβολο

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Σπουδή στόν ἒρωτα.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

Λόγος τρίτος

 «Κόκκιν’ ἀχείλι ἐφίλησα κι ἒβαψε τό δικό μου,

καί στό μαντίλι τό ’συρα κι ἒβαψε τό μαντίλι,

καί στό ποτάμι τό ’πλυνα κι ἒβαψε τό ποτάμι,

κι ἒβαψε ἡ ἂκρη τοῦ γιαλοῦ κι ἡ μέση τοῦ πελάγου.

Κατέβη ὁ ἀιτός νά πιεῖ νερό κι ἒβαψε τά φτερά του,

κι ἒβαψε ὁ ἣλιος ὁ μισός καί τό φεγγάρι ἀκέριο».

(Ν.Γ. Πολίτης Ἐκλογαί ἀπό τά τραγούδια τοῦ ἐλληνικοῦ λαοῦ σ. 158)

  Τό ὑπερφυσικό  τοῦ ποιητή δέν εἶναι ἀνατροπή τῆς φυσικῆς τάξης, ἀλλά εὒλογος μετασχηματισμός της καί ὁμαλή προέκτασή της. Οὒτε τό ὑπερβολικό καί τό άκραῖο βαραίνει στό καθεστώς τῆς ποίησης. Εἶναι καί αὐτό φυσικό, πού σέ καλεῖ μάλιστα νά τό νιώσεις· ἀλλιῶς εἶναι δύσκολο, μᾶλλον ἀδύνατον νά τό κατανοήσεις. Παράδειγμα οἱ στίχοι πού ἱστοροῦν τό ταξίδι τοῦ κόκκινου φιλιοῦ. 

     Στόν προθάλαμο τοῦ ἔρωτα, στήν τέχνη, κάτι ἀναδεύει σάν πρώιμη βεβαιότητα. Ποιητές, ζωγράφοι, μουσουργοί, χρόνια τώρα, αἰῶνες, κι ὅμως ὁ λόγος τους διαρκεῑ. Διαρκεῖ στήν προσωπική ἀμεσότητα τῆς σχέσης. Ὅσο ἀφήνεσαι στήν σχέση, τόσο ἀναλάμπει μέσα σου ἡ προσωπική ἑτερότητα τοῦ λόγου τους, τῆς  «ψυχῆς» τους.  Ὅσο παραδίδεσαι στόν ἔρωτα, τόσο καταυγάζεται ἡ νοσταλγική ἐλπίδα ἀθανασίας καί τῆς δικῆς σου ψυχῆς.

  Κάπως συμβατικά ὃταν ἀναφέρομαι σέ ἓναν ἐρωτευμένο, δέν μιλάω γιά κάποιον ἀνώνυμο, ἀνεύρετο, μυθικό ἂνθρωπο, άλλά γιά ἓναν φυσιολογικό διπλανό μου, πού ἒχει τήν καλύτερη σχέση μέ τόν χρόνο, ρυθμισμένο ἀπό τοῦ κύκλου τά γυρίσματα, τήν φυσικότερη σχέση μέ τόν γύρω του κόσμο, ἒχει δεῖ τό οὐράνιο τόξο, ἒχει δεῖ μέ τά ἲδια του  τά μάτια τήν δημιουργία τοῦ Γαλαξία ἀπό τήν ἐκτίναξη τοῦ Ἠραίου γάλακτος στό διάστημα ὃταν ἡ θεά θήλαζε τόν Ἡρακλῆ, ὀσφραίνεται τήν ἀλλαγή τοῦ καιροῦ ἀλλά καί τῶν καιρῶν, διακρίνει  τόν Λεβάντε ἀπό τόν Πουνέντε, μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει ὃσα σημάδια, οἰωνούς, τοῦ στέλνουν οἱ γαΐλες τοῦ Ξώμπουργου, καί ὃλα τά ὑπόλοιπα ἣμερα καί ἂγρια ζωντανά, ξέρει τό μονοπάτι Χώρας-Πύργου καί τό κάνει νύχτα διαβάζοντας τ’ ἀστέρια, μόνο καί μόνο νά δεῖ χαράματα ἀπό μακρυά τήν  καλή του, μπορεῖ νά ξεχωρίσει τήν μελωδία τοῦ κοτσυφιοῦ ἀπ’ αὐτήν τοῦ ἀηδονιοῦ, γνωρίζει ποιός εἶναι ὁ ἀκάριωνας καί ποιός ὁ ἀπούρανος,  ξεχωρίζει τόν Βορρά ἀπό τόν Νότο, βρίσκει τρόπο νά ξεδιψάσει ἀκόμη κι ἂν τό παγούρι του εἶναι ἂδειο, ἐννοεῖ τήν φύση ὡς ἓμψυχη  και τήν βλέπει ὂχι πρός κατάκτηση καί ἀξιοποίηση ἀλλ’ ὡς κόσμο ἐκδηλωτικό πού μιλάει καί συναισθάνεται, πού ἀνταποκρίνεται καί συμμερίζεται, ρωτάει τούς ἀνθρώπους κοιτῶντας τους στά μάτια καί ὂχι  τό διαδίκτυο, ἀποστρέφει τό βλέμμα ἀλλά δέν κατεβάζει τά μάτια, τραγουδάει ὡραῖα ἂν καί παράφωνος, εἶναι κοινοτικός, ἒχει ἀναπόδραστα τήν φυσικότερη σχέση μέ τόν ἐσωτερικό του κόσμο καί τούς συνανθρώπους του, ὃταν δέ τόν ἀποκαλοῦν ἀνεγκέφαλο ἀπαντᾶ: ὂχι, ἁπλᾶ εἶμαι ἐρωτευμένος.

«Κρύφτηκα πίσω ἀπ΄ τήν μηλιά.

Καί μόνο γιά τά μῆλα νά ‘ρθεῖς

θά μέ βρεῖς». (Ρίτσος)

 Προσπαθῶ νά προσδιορίσω τό ξεκίνημα καί τίς ἐνδείξεις ἑνός ἐρωτικοῦ χρονικοῦ προσδιορισμοῦ, ἀλλά δέν τά καταφέρνω. Εἶναι ἡ στιγμή πού ἀρχίζει νά κοκκινίζει κανείς ὃταν μιλάει ἢδη μέ τήν ἀγαπημένη του; Εἶναι ὃταν ἡ καρδιά συνεργάζεται μέ τήν ψυχή καί ἀρχίζει νά κτυπᾶ διαφορετικά; Εἶναι ὂταν ἀρχίζει ἡ "ἁμαρτωλή" σκέψη ὃτι αὐτή τήν γυναῖκα δέν τήν ἀγάπησε μέχρι τώρα κανείς ὃπως ἐγώ; Εἶναι ὃταν τό συναίσθημα σκιρτᾶ στήν θέα ἢ τήν ἀκοή τοῦ ἂλλου, διαφοροποιῶντας αἰσθητά τήν μικροψυχία τῆς  πρώτης συνάντησης; Πότε καί πῶς  μεταδίδεται ἓνα νόημα ἀγαπητικά,  πού δέν προϋπάρχει, ἀλλά γεννιέται μέ πόνους γέννας τρομερούς; Καί ἂν εἶναι μέ ὑπονοούμενα, πῶς γίνεται ἡ σύλληψή του ἀπό τόν ἂλλο; Ἡ ἀγάπη μένοντας ἀδιάβαστη μπορεῖ νά ὀλοκληρωθεῖ;

 «… ἀγαπῶ κι ὃλο τόν κόσμο 

γιατί ζεῖς κι ἐσύ μαζί…»

 

   Πυκνότητα αἰσθημάτων,  ἀπότομη συσσώρευση ἀταξίας νηφάλιας, ὁλόγυρα καί ἐντός, παράφορη ὁμιλία, ναρκώνονται οἱ ἀναστολές τῆς εὐπρέπειας, πού ὃλες τίς ἂλλες ὦρες ὑποτάσσουν τό αἲσθημα στούς περιορισμούς τῆς κοινωνικῆς συμβάσεως, ὁ ἒρωτας ἀνοίγει τό στόμα καί τήν ψυχή καί μέσα ἀπό τόν παφλασμό τῆς ἀγἀπης σ’ ἀνεβάζει ψηλά. 

  Χτύποι καρδιᾶς 180, ἀνάσες στηθιαῖες, μέ  γεύσεις ἀνάπνιας στό στόμα, μυρουδιές θυμαριοῦ στό βλέμμα, ποῦ νά χωρέσει τό ἐρωτικό βλέμμα σέ ὁρισμούς; Ὁ ἒρωτας δέν χωράει στήν γλώσσα. Ἀγκαλιάζει τά πάντα. Ὃ,τι κάνει καί ὃ,τι ἀγγίζει,  ἒχει τήν σοφία τῆς παραφορᾶς, πού τήν χαρίζει σέ ὃλο τόν κόσμο. Τό χαμόγελο τῆς ἀγαπημένης δέν εἶναι σύσπαση, εἶναι λάμψη, ὃσο πιό πλατύ τόσο πιό βαθύ προεικονίζεται τό φιλί. Φωνή ζεστή, τρεμάμενα τρυφερή, χάρη στίς κινήσεις, ὁ ἒρωτας μεταλλάσσει ἀκόμη καί τό βάδισμα, δίνει ἂλλο ρυθμό στό κορμί· διαβάζουμε τόν ἒρωτα στό χαμόγελο τῆς ἀγαπημένης μας,  στήν χάρη τῆς κάθε κίνησής της.

  Ἐρωτευόμαστε ὄχι μόνο τό πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλά καί κάθε τι δικό του, κάθε τι πού ἔχει σχέση μαζί του. Ὅ,τι ἀγγίζει, τήν μουσική πού προτιμᾶ, τούς δρόμους πού περπατάει, τίς μυρουδιές, τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶ…

 

«…Μονάχα ἐγώ ρωτῶ χωρίς ἐλπίδα

πού μένεις, πού κοιμᾶσαι καί πῶς ζεῖς

κι ἐσύ πού ξέρεις ὃσα ἡ καταιγίδα

δέν ἒχεις κάτι γιά νά μοῦ πεῖς»  (Μάνος Ἐλευθερίου)

 

  Ἡ ἀμοιβαιότητα σημαίνεται στό βλέμμα. Τό πρῶτο σκίρτημα εἶναι πάντα  ἡ ἀθέλητη στάση δύο βλεμμάτων πού διασταυρώθηκαν. Βλέμμα, χαμόγελο,  φωνή, χειρονομία, κίνηση, καί τό φῶς τοῦ ἐρωτευμένου βλέμματος περνάει στά χείλη, στήν ζεστασιά τῆς φωνῆς, στό τρέμουλο τῆς ἐπιθυμίας.

  Ὅταν ἡ ἀμοιβαιότητα τῆς ἐπιθυμίας ὑπερβεῖ τήν σχετικότητα  τῆς μυθολογίας  τοῦ βλέμματος, τότε ἔρχεται αὐτονόητα ἡ γυμνότητα, ἡ παραίτηση ἀπό τό ἔνδυμα. Τότε ὅλο τό κορμί εἶναι βλέμμα καί χαμόγελο, ρυθμός καί χάρι, ἀμεσότητα πόθου γιά πληρότητα τῆς σχέσης, τήν πληρότητα τῆς ζωῆς.

  Άληθινός πλοῦτος εἶναι γύμνια τοῦ δότη, γιἀ αὐτό στόν ἒρωτα δέν ὑπάρχει  ἰδιοκτήτης, δέν ὑπάρχει τό ἒχειν, τό κατέχειν· ὁ ἒρωτας εἶναι χάρισμα. Στούς κόλπους αὐτῆς τῆς γαμήλιας ἐνότητας τό πάθος μεταστρέφεται σέ χάρισμα, χάρισμα πού φέρνει στόν κόσμο καρπό. Καθώς τό Ἐγώ τῆς ἂλλης μοῦ χαρίστηκε, ὀφείλω, γιά νά χαρῶ τήν ζωή, νά τῆς χαρίσω τό χάρισμά μου χωρίς  δοσολογία σταγονόμετρου.  

  Ἀκόμη καί στήν πιό ἐγωκεντρική δίψα ἡδονῆς, τό σῶμα τοῦ Ἄλλου εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό ἀντικείμενο.  Εἶναι τό σημαῖνον τῆς ἐπιθυμίας. Σημαινόμενο, ἔστω ἀνεπίγνωστο,  μόνο ἡ ζωή.

  «…Τά  πουλιά καί τά τριζόνια

 ἂντε τραγουδᾶνε τόσα χρόνια
 κι ἀπό τήν ἀνατριχίλα
 κοκκινίζουνε τά μῆλα…»
(Μιχάλης Γκανάς) 

    Ἀναδιπλωνόμαστε καί σωπαίνουμε γιά νά ἀκουστεῖ ἡ ἀνάσα τοῦ ἀγαπημένου μας  προσώπου· ἐγκαταλείπουμε τόν ἑαυτό μας καί ἀφηνόμστε στά χέρια τῆς ἀγάπης μας νά «μᾶς  ἐρμηνεύσει καί νά ἐρμηνευτοῦμε».

   ἒρωτας εἶναι μιά ἂλλη αἲσθηση τῆς ζωῆς. Ὃσο παραδίδεσαι στόν ἒρωτα, τόσο καταυγάζεται ἡ ἐλπίδα ἀθανασίας καί τῆς δικῆς σου ψυχῆς. Θεέ μου προσφωνοῦμε τήν ἀγαπημένη μας, γιατί ἡ λέξη θεός ὁρίζει μιά ἀμιγῶς  σχέση, ὂχι ἓνα ἀντι-κείμενο νοηματικό. Εἶναι τό ὂνομα τῆς ἀγαπημένης μας. Γνωρίζουμε τόν ἒρωτα καλλιεργώντας μιά σχέση καί ὂχι κατανοώντας ἒνα νόημα. «ἒγνω Ἀδάμ την γυναῖκα αὐτοῦ…». 

  Καί ἠ μετάνοια; Νοηματικό παράγωγο τοῦ ἒρωτα  καί αὐτή. Δέν μιλᾶμε γιά τήν ναρκισσιστική λύπη ἠθικῶν ἢ νομικῶν παραπτωμάτων. Μετάνοια θά πεῖ νά μοιράζεις τήν ζωή σου δωρεάν. Πετᾶς ἀπό πάνω σου κάθε νοηματική ἒνδυση. Ἀλλάζει σέ ὃλα  ἓνας ἐρωτευμένος.  Δέν λέει σέ κανέναν ὂτι εἶναι ἐρωτευμένος. Τό μαρτυροῦν τά πάντα του. Τά πάντα τοῦ χαρίζονται, ἀκόμη καί ὃ,τι  φάλτσο στούς πολλούς, τοῦ φαντάζει σάν μελωδία «Τεσσάρων ἐποχῶν»

 « Πρίν ἀπ’ τά μάτια μου ἦσουν φῶς

Πρίν ἀπ’ τόν Ἒρωτα ἒρωτας
Κι ὃταν σέ πῆρε τό φιλί
Γυναῖκα…»
(Ἐλύτης)

  Πυρῆνας κάθε συζήτησης περί ἒρωτος εἶναι τό πάθος, ὁ σταθερός πειρασμός τῆς ἐνώσεως.  Ἂν τό ἀγνοοῦμε  ἢ τό παραβλέπουμε οἱ ἀποφάνσεις βεβαιώνονται ἀπερίσκεπτα καί οἱ συζητήσεις διεξάγονται ἐπ’ ἂπειρον μετέωρες καί  ἂγονες. Ἐκτός τοῦ   πάθους ζήτημα ἒρωτος δέν τίθεται, παρά φιλολογικά καί τόσο συγκεχυμένα. Ἀκόμα καί οἱ νηπτικοί πατέρες, ὃταν μιλοῦν περί θείου ἒρωτος προσφεύγουν σέ εἰκόνες τοῦ σωματικοῦ.

 

«Ἂνοιξαν  τά δέντρα οὗλα
κι οἱ ἀμυγδαλιές
ἀλήθεια εἶναι ἀγάπη μου σ’ ἀγαπῶ…»
(Θρακιώτικο) 

 

  

 

 

Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Τό Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνος

 Λόγος δεύτερος ὁ μῦθος

  Ὁ ἒρωτας γράφει ἰστορία. Πρωταρχική σημασία γιά τόν ἂνθρωπο,  δέν ἒχει ἡ ἐξήγησή της ἀλλά ἡ καταφυγή στήν σκέψη της, καθ’ ὃτι ἒτσι θά κατανοήσουμε πολλά ὂσον ἀφορᾶ τήν περιπέτεια τῆς ἀνθρωπότητας. Ὡς έκ τούτου δέν μιλάμε γιά ἀρχαιολογία τοῦ ἒρωτα, δέν μᾶς ἐνδιαφέρει δηλαδή ἡ συγκρότηση τῶν διαφόρων γεγονότων, καθ’ ὃτι θά μᾶς διέφευγε ἡ ἐσωτερική ζωή τους. Ἐάν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἐσωτερική ζωή τῶν γεγονότων θά πρέπει νά τήν άναζητήσουμε στίς πιό ὑψηλές ἐκφράσεις της, τήν ἒκρηξη τῆς δημιουργίας. Τέτοιες στιγμές κοσμογονίας εἶναι γιά τήν Ἑλλάδα τό Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνος.

Ὁ Ἀρχάνθρωπος (Συμπόσιο τοῦ  Πλάτωνα (180a-193d)

  Μετά τόν Παυσανία καί τόν Ἐρυξίμαχο, τόν  λόγο παίρνει ὁ Ἀριστοφάνης, ὀ ὁποῖος δηλώνει ἐξ ἀρχῆς ὃτι ἀπαξιεῖ νά παρακολουθήσει τούς προηγούμενους συμπότες του.

  Μέ τόν Ἀριστοφάνη τό κλίμα τοῦ Πλατωνικοῦ Συμποσίου μεταβάλλεται ἀπότομα. Ἀπό τίς θεολογικές, ἠθοπλαστικές καί ἐπιστημονικές ἀναλύσεις περνοῦμε σέ μιά μυθική σύνθεση, ἡ στερεότητα τῆς ὁποίας ἔχει νά κάνει μέ τόν ἐσωτερικό κραδασμό καί τόν νοηματικό πλοῦτο. Ὁ ἔρως, μοιάζει νά λέει ὁ Ἀριστοφάνης, εἶναι μέγα μυστήριο καί θαῦμα κι αὐτό τό θαῦμα μόνο ὁ μῦθος τό ἐκφράζει. Τί θά εἶχε νά πεῖ αἲφνης ἡ ἐπιστήμη τοῦ Ἐρυξιμάχου καί ὁποιαδήποτε ἐπιστήμη γιά  τήν ἀνθρώπινη ἒκπτωση ἀπό τήν μακαριότητα ἑνός ἀπωτάτου παρελθόντος; Μόνο ὀ μῦθος ἒχει τέτοια δυνατότητα, μόνο ὁ μῦθος μπορεῖ νά διορθώσει ἀκόμη καί ἓναν ἂλλο μῦθο, ὃπως κάνει μέ τόν μῦθο τοῦ Ἀριστοφάνη ὁ Σωκράτης μέ τόν δικό του μῦθο τῆς γέννησης τοῦ ἒρωτα.

    Αριστοφάνης λοιπόν μιλάει γιά τήν δύναμη τοῦ ἔρωτα. Ὁ ἔρωτας λέει θεραπεύει  τήν ἀσθένεια τοῦ εἴδους, ἄν καί δέν τήν προκαλεῖ. Τήν προκαλεῖ μιά βαθειά ἀλλοίωση τῆς  ἀνθρώπινης φύσεως, πού μᾶς βαραίνει πιά σάν μοῖρα. Πρῶτα, λέει  ὁ Ἀριστοφάνης, οἱ ἄνθρωποι ἦσαν διπλοῖ καί τά φύλα τρία: τό ἀρσενικό, τό θηλυκό καί τό ἀνδρόγυνο. Τό σῶμα κάθε τέτοιου ἀνθρώπου εἶχε σχῆμα κυλινδρικό – γύρω γύρω ἦταν ράχη καί πλευρά, δέν ὑπῆρχαν κοιλιά καί ἔλειπαν τά στήθη. Εἶχε τέσσερα χέρια καί  πόδια, ἕνα κεφάλι μέ δύο πρόσωπα, στραμμένα σάν τοῦ Ἰανοῦ σ’ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες κατευθύνσεις, τέσσερα αὐτιά καί μάτια, δύο γεννητικά ὄργανα - ὅ,τι ἔχει τώρα τό σῶμα μας τότε ἦταν διπλᾶ. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι δέν βάδιζαν  μόνο ὄρθιοι, ἀλλά ὅταν ἤθελαν νά τρέξουν στηρίζονταν καί στά ὀκτώ ἄκρα τους, ὁπότε ἔκαναν σάν ἀκροβάτες τήν ρόδα. Ἡ σωματική δύναμη καί ἡ ἀντοχή τους ἦταν τεράστια, τούς διέκρινε δέ ἀπέραντη ἔπαρση, τέτοια ἔπαρση, ὥστε νά τά βάλουν μέ  τούς Θεούς!   Μπροστά σ’ αὐτή τήν κατάσταση ὁ Ζεύς κάλεσε τό ὑπόλοιπο δωδεκάθεο γιά νά βροῦν λύση: δέν ἤθελαν νά ἀφανίσουν τούς ἀνθρώπους γιατί κανείς πιά δέν θά  τούς λάτρευε, ἀλλά καί δέν ἀνέχονταν τήν ὕβρη. Μετά ἀπό πολλά ό Δίας σκέφτηκε σ’ ἕνα πρῶτο στάδιο νά τούς  διχοτομήσει, ὥστε ν’ ἀποδυναμωθοῦν καί νά ἠρεμήσουν, ἐάν ὅμως δέν συμμορφώνονταν νά τούς ξαναδιαιρέσει, ἀφήνοντάς τους μέ ἕνα πόδι, μέ ἕνα χέρι κλπ. Ἄρχισε λοιπόν νά τούς διαιρεῖ, ἐνῶ ὁ Ἀπόλλωνας ἔπαιρνε τά ἀποκόμματα, τούς γύριζε τό πρόσωπο στό μέρος  τῆς  τομῆς, γιά νά βλέπουν καί νά φρονηματίζονται, καί τούς ἔραβε τό δέρμα στό μέρος πού εἶναι τώρα ἡ κοιλιά. Τί συνέβαινε ὅμως;  Τά χωρισμένα μισά  λαχταροῦσαν τό ταίρι τους, τό ἄλλο τους μισό, καί τό ἀγκάλιαζαν  γιά νά ξανακολλήσουν, εἰ δυνατόν, μαζί του, μέ ἁποτέλεσμα νά πεθαίνουν τῆς  πείνας, ἀρνούμενα να πράξουν ὁ,τιδήποτε χωριστά.  Τούς λυπήθηκε τότε ὁ Δίας καί γιά νά τούς βοηθήσει μετέφερε  τά γεννητικά τους μόρια ἐμπρός, δεδομένου ὅτι πρίν τά εἶχαν πρός τά ἐξω, ἡ δέ γονιμοποίηση γινόταν στό χῶμα κατά τό πρότυπο τῶν  τζιτζικιῶν. Ἡ ἀναπαραγωγή τότε ἄρχισε νά γίνεται μέ συνουσία τοῦ ἀρσενικοῦ καί τοῦ θηλυκοῦ, ἀλλά συγχρόνως οἱ ἄνθρωποι κατόρθωσαν καί νά ἐργάζονται διότι ἡ συνουσία δημιουργοῦσε καί μιά πλησμονή, ἡ ὁποία τούς ἐπέτρεπε νά χωρίζουν ἐπί ἕνα διάστημα. Ὁ ἔρωτας, λοιπόν, λέει ὁ Ἀριστοφάνης διά τοῦ μῦθου του, γεννήθηκε ἀπό τήν  ἴδια τήν φύση μας, ἐξ αἰτίας τῆς  ἀρχέγονης ἑνότητας πού χάθηκε, ἡ οὐσία του  δέ ἔγκειται στόν πόθο μας  ἡ ἑνότητα αὐτή ν’ ἀποκατασταθεῖ.

 

Τό γενέσιο τοῦ Ἔρωτα (Συμπόσιο Πλάτωνα 203a-204c)

  Ὡς μέγας δαίμων ὁ ἒρωτας εἶναι ὀντότητα μυθική πού περνᾶ στήν ζωή μας μέ τόν βίο μόνο καί τήν πολιτεία του. Δηλαδή ἡ ταυτότητά του δέν ἀφορᾶ μόνο στήν φύση ἀλλά χρειαζεται τά ἐργα του καί τήν καταγωγή  του. Αὐτή τήν καταγωγή ἀφηγεῖται στόν Σωκράτη ἡ Διοτίμα μέ τόν μῦθο τῆς γεννήσεως τοῦ ἒρωτα.

  Τήν ἡμέρα, λέει,  πού  γεννήθηκε ἡ Ἀφροδίτη, ἡ κόρη τοῦ Δία καί τῆς Διώνης, ἡ Πάνδημος, οἱ θεοί γιόρτασαν τό γεγονός μέ μεγάλο δεῖπνο, στό ὁποῖο ἦταν μεταξύ ἄλλων καλεσμένος ὁ γιός τῆς  πολυμήχανης Μήτιδος, Πόρος. Ἀφοῦ ἐδείπνησαν κατέφθασε καί ἡ Πενία νά ζητιανέψει  καί στάθηκε στήν εἴσοδο. Μεθυσμένος  καί βαρύς ἀπό τό νέκταρ ὁ  Πόρος κατέβηκε ἀργότερα στόν κῆπο τοῦ Δία, ξάπλωσε κατά γῆς καί ἀποκοιμήθηκε. Τόν εἶδε ἡ Πενία καί συλλαμβάνει τό σχέδιο νά κάνει παιδί μαζί του, γιά νά βολέψει κάπως την αἰώνια μιζέρια της. Πλαγιάζει λοιπόν στό πλευρό του καί σμίγουν. Ἀπό τήν ἔνωση αὐτή ἀπέκτησε τόν Ἔρωτα, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ πάντοτε τήν Ἀφροδίτη ἐπειδή συνελήφθη τήν γενέθλιο ἡμέρα της, ἐπιθυμεῖ δε διακαῶς καί διαρκῶς τήν ὀμορφιά ἐφ ὅσον ἡ Ἀφροδίτη εἶναι κατ’ ἐξοχήν ὡραία.

   Ἰδού τώρα, συνεχίζει ἡ Διοτίμα,  ἡ συνθήκη τοῦ ἔρωτα. Κατ’ ἀρχάς τόν βλέπουμε αἰωνίως πεινασμένο καί καθόλου ἀπαλό ἤ ὡραῖο, ὅπως τόν φαντάζεται ὁ κόσμος. Τραχύβιος, ἄστεγος, ξυπόλητος, κοιμώμενος σέ δρόμους καί κατώφλια, μοιράζεται ἀενάως μέ τήν μάνα του τήν στέρηση, καί ἀπό τόν πατέρα του τόν φοβερό δυναμισμό, τήν ἐνέργεια καί τήν ἐφευρετικότητα πού τοῦ παρέχει ταυτόχρονα εὐπορία. Τήν μιά λοιπόν τόν βλέπουμε ἀνθηρό καί ἀκμαίο, τήν ἄλλη πεθαμένο. Τήν μιά χαμένο ἐντελῶς, τήν ἄλλη κερδισμένο. Ἡ σοφία ἒχει μεγαλη ὀμορφιά καί ἐπειδή ὁ ἒρωτας ποθεῖ πάντα τό ὡραῖο εἶναι φιλόσοφος. Αὐτό σημαίνει πνεῦμα στιβαρό, ζωτικό, οὐδεμία σχέση ἒχον μέ παθητικό ὑποκείμενο: εἶναι συγχρόνως άντικειμενο καί αἲσθημα τοῦ ἐρῶντος. 

  Μιά συρροή ἀπρόβλεπτων γεγονότων – μέθη καί ὕπνος τοῦ Πόρου στόν κῆπο τοῦ Δία, ἐπαιτεία τῆς Πενίας καί ἀπεγνωσμένη της προσπάθεια νά γλυτώσει ἀπό τήν μόνιμη  στέρηση- φέρνει στόν κόσμο τόν Ἔρωτα  καί σφραγίζει τήν ὑπαρξή του  τόσο μέ τήν γέννηση τοῦ Κάλλους, ὅσο καί μέ τό ἀθέμιτο σμίξιμο τῆς  πλησμονῆς καί τῆς  στέρησης. Διότι νήφων ὁ  Πόρος οὐδέποτε  θά ἔριχνε τά μάτια του στήν θλιβερή Πενία. Ὅμως  χωρίς αὐτό τό ἀθέμιτο σμίξιμο τό Ὡραῖο θά ἔμενε μετέωρο, ἀσυνόδευτο, ἀρνητικό, ἐφ’ ὅσον  κανείς δέν θά τό ποθοῦσε. Οἱ Θεοί διέθεταν φύσει τήν πληρότητα  νά ἐρωτευτοῦν   καί ὁ Πόρος ἐπίσης. Κανείς ἄνθρωπος δέν θά μποροῦσε νά τό νοιώσει ἄν δέν συνενώνονταν στό πρόσωπο τοῦ Ἔρωτα ἡ στέρηση καί ἡ πληρότητα.  

  

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

Σπουδή στόν ἒρωτα.(Εἰς ἀρμογήν λόγοι τέσσερις)

 

   Ὁ ἒρωτας ἀποτελεῖ τό κατ' ἐξοχήν κεφάλαιο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καί χάνεται στά βάθη της. Εἶναι ἡ ἀκατάσχετη, φυσική καί ἡ πιό βιολογική λειτουργία. Εἶναι  ἀπό σύμπτωση πού μόνο τό κεντρί τοῦ ἒρωτα μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά κατανοήσουμε τήν ὓπαρξή μας ὡς γεγονός παράδοξο;  

  Κάθε φυσική διαδικασία ἀπαντᾶ σέ δεδομένη ἀνάγκη καί ὁρίζεται ἀπό αὐτήν, σάν νά εἶναι αὐτή ἡ  ἀνάγκη σύνολη ἡ ζωή· μόνο ὁ ἒρωτας ἒχει τό ἐξαιρετικό προνόμιο νά ὑπερβαίνει τήν ἀνάγκη καί νά ἠλεκτρίζει τήν ὑπαρξη, ἡ ὁποία τότε νοιώθει στήν ὑλικότητά της ἀκραιφνῶς πνευματική.

  Ἐάν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἐσωτερική ζωή τῆς ἐρωτικῆς κοσμογονίας, εἲτε στό παρελθόν ἀνήκει εἲτε στόν παρόντα χρόνο, πρέπει  νά τήν ἀναζητήσουμε στίς πιό ὑψηλές ἐκφράσεις της. Δέν θεωρῶ τίς γραμμές αὐτές ὡς χρονικογράφημα. Κανένας δέν  μπορεῖ νά δημιουργήσει τίποτα ἂν δέν τά ξαναπλάσει ὃλα μέσα του. Ὂχι νά τά ξανασκεφθεῖ ἁπλῶς, ἀλλά νά τά ξανακτίσει μέσα του καί νά τά προσφέρει στόν διπλανό του ὡς ἒργο τῆς δικῆς του προσωπικότητας. Τήν μυστική τους πνοή τήν παραδίδει ὁ καθένας μας συντροφευμένα, ὂχι μόνο μέ τήν σκέψη ἀλλά καί μέ τό αἲσθημά του, σάν ἀργό μάθημα μουσικῆς βαρέος ἦχου, μέσα ἀπό πράγματα καί πρόσωπα. 

  Τό γενετήσιο ἒνστικτο εἶναι τό μόνο  ἒνστικτο πού θέτει  ἐκτός ἑαυτοῦ τόν ἂνθρωπο, ὑπό τήν ἒννοια ὃτι  δέν ἐνεργεῖ πληρωτικά πρός τά  ἒσω, ὃπως ἡ τροφή, ἀλλά πρός τά ἒξω, στήν σχέση μέ τόν ἂλλο. Αὐτή ἡ σχέση δέν βεβαιώνεται στήν κατανάλωση, βεβαιώνεται στόν θαυμασμό τῆς ὀμορφιᾶς, στήν μαγεία ἑνός κόσμου τελειότητας πού μᾶς καταλαμβάνει  ἂνευ ὃρων. Ὁ  ἒρωτας γεννιέται  στό θέαμα τῆς ὀμορφιᾶς· ὁπότε δέν μπορεῖ νά διεκδικεῖ μιά εὐδαιμονία φθαρτῆς τάξης.

  Ἐν ἡ φύση παραμένει ἀμετάβλητη, ὁ ἒρως ἀλλάζει· ἐνῷ ἡ φύση κινεῖται κυκλικῶς, ὁ ἒρως τείνει συνεχῶς πρός τά ἒξω καί ἂνω, μέ τήν πυκνότητα τῆς σπείρας πού φέρει σέ κάθε σημεῖο κάθε στιγμή τό πᾶν. Μόνο μιά γλῶσσα μυστηρίου μπορεῖ νά ἐκφράσει τήν ἐρωτική  πτήση.   

  Θά συλλαβίσω λοιπόν λόγια ἐρωτικά, πού περιέχονται στήν Παλαιά καί Καινή  Διαθήκη, ἀλλά καί αὐτά πού περιέχονται στό Γεροντικό, αὐτή τήν γνωστή συλλογή ρημάτων καί ἀφηγημάτων ἁγίων ἀναχωρητῶν, οἱ ὁποῖοι  ἀσκήτευσαν σέ τόπους ἀφιλόξενους κι ἀπάτητους, καί ἐμψυχώνουν τήν πνευματική μας παράδοση. Δίκαιο εἶναι καί ἂξιο νά τήν γευθοῦμε νά τήν τραγουδήσουμε.

  Φυσικά καί τίθεται ἓνα ἐρώτημα μέ τρόπο σαφέστατο: Εἶναι θεμιτό νά μιλάει κανείς γιά βιβλία ὃπως τά παραπάνω ὃταν στερεῖται τῆς ἐμπειρίας ἐκείνων στῶν ὁποίων τά βιώματα ἀναφέρεται; Ἡ διαδικαστική ἒνσταση  εἶναι τόσο ριζική, ὣστε νά ἀποκλείει αὐτή τήν ἀνάγνωση, χωρίς τήν ἀρωγή ἐμπείρων περί τά πνευματικά ὁδηγῶν. Πέραν τῶν προσωπικῶν ἀδιεξόδων καί πτώσεων ἑνός ἐκάστου, πέραν τῆς προσωπικῆς ἧρας καί τοῦ οἰκείου ἑνός ἐκάστου ἀκάθαρτου στοιχείου τῆς σοδειᾶς, ὡς ἰχνηλάτες, ἐπέλεξα μεγάλα ὀνόματα τῆς ἑλληνικῆς λογιοσύνης, ποίησης καί μουσικῆς: Ἐλύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Ράμφο, Γιανναρά, Ζουράρι, Μοσχώφ, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, καί φυσικά τήν ἀνώνυμη, ἀκτήμονα, σαγηνευτική Δημοτική ποίηση σταθμισμένη μέ ζύγια ἀμιγῶς λογοτεχνικά.  

 Λόγος πρῶτος

«Θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου· ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη, σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος» (Ἂσμα Ἀσμάτων 8,6).

  Ὁ ἒρωτας εἶναι χάρισμα, εἰσβάλλει στήν ζωή καί τήν φωτίζει. Πεθαίνει κανείς ἀπό ἀγάπη. Τό κραταιά ὡς  θάνατος ἡ ἀγάπη δέν σημαίνει πώς ἡ ἀγάπη εἶναι δυνατή σάν τόν θάνατο, ἀλλά δυνατή σάν θάνατος, πώς ὁ θάνατος δέν  εἶναι  ἡ τελευταία μου δυνατότητα, ὁ ἀναπόφευκτός μου ἐκμηδενισμός, καί πώς ἡ ἀγάπη μπορεῖ νά παλαίψει μέ τόν θάνατο καί νά τόν νικήσει.

  Ὁ ἒρωτας βεβαιώνει τήν ἀθανασία; Ἡ ἐμπειρία τοῦ ἒρωτα δέν  μπερδεύει τά νοήματα; Ὁ ἒρωτας ἀντιμάχεται τόν θάνατο ἢ ὁ θάνατος τόν ἒρωτα;  Γευόμαστε τόν ἒρωτα ψηλαφῶντας τήν ζωή, ἢ γευόμαστε τήν ζωή ψηλαφῶντας τόν ἒρωτα; Δίκοπη πρόκληση. Καί ἡ μή ψηλάφηση τῆς ζωῆς καί ἡ μή ψηλάφηση τοῦ ἒρωτα δέν εἶναι ἐπιλογή θανάτου; Ἂν τόν Ἂλλον τόν ἐκλαμβάνω ὡς  ἡδονικό ἀντικείμενό μου, ὡς ἐπιβεβαίωση, τότε σίγουρα ὁ θάνατος ἒχει κατατροπώσει τόν ἒρωτα. Μοῦ ἒφυγε ἡ ζωή μέσα ἀπό τά χέρια.  

  Θάνατος δέν εἶναι μόνο τό ἀναπότρεπτο τέλος· εἶναι καί παραίτηση  ἀπό  τήν ζωή. Ἄν μέ τήν γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τήν ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στό ἐγώ εἶναι ἐπιλογή θανάτου. Συλλαβίζουμε τήν ζωή ἀκόμη καί σέ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης, ὃπως συναντᾶμε καταπρόσωπο τόν θάνατο σέ κάθε ἐρωτική ἀποτυχία· ὃταν ἡ  ἐπιβίωση πιά δέν κοινωνεῖται. Μπορεῖ ἡ  φύση νά μᾶς ὀρίζει ἡμερομηνία λήξης, ἀλλά ἐμεῖς ἐπενδύουμε ἀνένδοτα στόν ἒρωτα, ἀπό ἀγάπη γιά τήν ἀπερίσταλτη, τήν ἀπεριόριστη ζωή.  Μέχρι πότε; Μέχρι 155 χρονῶν.

Χωρίς ἄλλο ἡ φροϋδική σύνδεση, ἔρωτα καί θανάτου, οὔτε αὐθαίρετη εἶναι, οὔτε μεταφορά. Στό ἐπίπεδο τῆς φύσης ὁ θάνατος παγιδεύει τόν ἔρωτα. Δίχως νά παύει ὁ ἔρωτας νά ἀντιμάχεται τόν θάνατο. Αὐτή ἡ σύνδεση τοῦ  Φρόυντ μᾶς  βοήθησε νά δοῦμε στόν ἔρωτα τό κάλεσμα τῆς ζωῆς, πέρα ἀπό τά σημαίνοντα τῆς ἡδονῆς.

  Πρώτη ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα, ἡ σχέση τοῦ βρέφους μέ τό κορμί τῆς μάνας. Σχέση ἁφῆς τοῦ μητρικοῦ σώματος, πρώτη γιά τό βρέφος ψηλάφηση· σχέση ἀφετηριακά ζωτική.   Ἁφή τοῦ μητρικοῦ σώματος. Ἁφή ἤ στέρηση. Ὅλα ἤ τίποτα. Ἰκανοποίηση ἤ κραυγή ἀπόγνωσης. Ἁφή ἤ χάσιμο ζωῆς.  Ζωή καί ἀναίρεση τοῦ θανάτου  συνῳδά, ἐναρμόνια μέ τήν ἀγαπητική πληρότητα τῆς μητρικῆς παρουσίας:  τροφή καί ἀμεσότητα, δυναμική πληρότητα σχέσης, μέ τόν λόγο, τό χάδι, τα φιλιά, μέ τίς χαμογελαστές ματιές, τά κανακέματα, τό κάθε ἄγγιγμα στοργῆς καί φροντίδας, ὅ,τι δηλαδή ἐξασφαλίζει  τήν ζωή, ὄχι μόνο τήν ἐπιβίωση· διαφορετικά κλᾶμα, κραυγές ἀπόγνωσης.. Ἡ μάνα δέν μᾶς δίνει μόνο ὑπόσταση βίου, μᾶς ἐγκεντρίζει τόν ἔρωτα. Ὁρμή ἐπιβίωσης καί διαιώνισης. Ἐρωτευόμαστε πάντα ὅπως πεινούσαμε καί διψούσαμε  ὡς βρέφη.

  Δυστυχῶς σήμερα μᾶς ἐνδιαφέρει τό βιολογικό γεγονός τῆς ὓπαρξης καί ὂχι τό ποιόν της. Πάσει δυνάμει κρύβουμε τήν σκληρή πραγματικότητα τοῦ θανάτου, ἐνῶ γιά τούς παλιούς, αὐτή ἡ ὀδύνη ἦταν ἀναβαθμός γιά κάτι τό ὑψηλό. Στήν ἐποχή μας ὁ θάνατος ἐνσαρκώνει τήν ἀπελπισία τοῦ μηδενός. Δέν θέλουμε οὒτε  νά τόν ξέρουμε, οὒτε νά τόν σκεπτόμαστε, ἂν εἶναι δυνατόν νά τόν ξεχάσουμε, ξεχνῶντας, φυσικά, μαζί του καί τόν ἑαυτό μας. Τί ἂλλο θά μποροῦσε νά συμβεῖ, ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἡ ἐπιθυμία καί ἡ εὐδαιμονία ταυτίζονται καί ὑπάρχουν σέ μιά δική τους  χρηστική αὐτάρκεια, ἡ ὁποία μετά μανίας ἀποκηρύσσει κάθε ὑπερβατική πληρότητα;   

  Ὃπου καί νά  σκάψεις βρίσκεις τήν σπορά τῆς ζωῆς πού κατάθεσαν οἱ αἰῶνες σέ μνημεῖα καί τάφους. Αὐτή εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ τόπου μας. Ἡ γῆ μας δέν χρειάζεται  τήν προίκα  τῆς φύσης, γιατί ἀκριβῶς εἶναι ἁγιασμένη ἀπό τά τόσα λείψανα αὐθεντικῶν ἀνθρώπων. Ἀλλοίμονο στά ἒθνη πού δέν θέλουν νά ξέρουν τόν θάνατο! Χτίζουν κυριολεκτικά στήν ἃμμο. Οἱ προγονικοί τάφοι  εἶναι ἡ ῥίζα, τό θεμέλιο τῆς ζωῆς καί ἡ ζωή τό αἰώνιο μνημόσυνο γιά ἐκείνους πού ἒδωσαν στήν  ὓπαρξη ἓνα νόημα πέραν τῆς ἐπιβίωσης, πέραν τῆς ἀπληστίας, κατοχῆς, πέραν τῆς ὑλικῆς μέριμνας. 

«….Στόν δρόμο τοῦ ἒρωτα, ὃπως καί στόν δρόμο τοῦ θανάτου (πού εἶναι δύσκολος καί αὐτός), δέν θά βρεῖς –ἂμα τόν ἀντικρίζεις σοβαρά- κανένα φῶς, καμιάν ἀπόκριση, οὒτε σημάδι, οὒτε χαραγμένο δρόμο γιά νά σέ βοηθήσουν. Καί γιά τά δύο τοῦτα καθήκοντα, πού κρατᾶμε κρυμμένα μέσα μας καί τά παραδίδουμε στούς ἂλλους χωρίς νά φωτίσουμε τό μυστικό τους, δέν ὑπάρχουν γενικοί κανόνες. Ὃσο ὃμως πιό πολύ ἀποζητᾶμε τήν μοναξιά στήν ζωή μας, τόσο περισσότερο ζυγώνουμε τό μεγάλο νόημα τοῦ ἒρωτα καί τοῦ θανάτου. Οἱ ἀπαιτήσεις πού, τραχύς καί δύσκολος, ὁ ἒρωτας ἒχει ἀπ’ τήν ζωή μας σ’ ὃλη της τήν πορεία, εἶναι πάρα πολύ βαριές, κι ἐμεῖς, στά πρῶτα μας βήματα εἲμαστε πολύ ἀδύναμοι μπροστά τους. Ἂν ὃμως σταθοῦμε καρτερικοί καί δεχτοῦμε τόν ἒρωτα αὐτόν σάν τραχεῖα μαθητεία- ἀντίς νά χανόμαστε σ’ ὃλα κεῖνα τά εὒκολα καί κούφια παιχνίδια, πού ἐπινόησε ὁ ἂνθρωπος γιά νά μήν ἀντικρίζει κατάματα τήν βαθύτατη σοβαρότητα τῆς  ζωῆς-ίσως τότε, κεῖνοι πού θά ’ρθουν καιρό ἒπειτ’ ἀπό μᾶς, νά νιώσουν μιά κάποια πρόοδο κι ἓνα ξαλάφρωμα. Καί θά ’ταν σημαντικό τοῦτο.»

R.M.Rilke,  Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή (μτφρ. Μάριου Πλωρίτη), σελ.79 κ.ε.

 

 


 

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

Ἀντιστοιχία ἢχου καί χρώματος

   Πρωτάρης σέ ὃλα μου  στήν Γαλλία, ἐκεῖ στό καταφύγιο ζωῆς, γνώσης,  προκοπῆς καί  δημιουργίας, στίς ἀρχές  τῆς δεκαετίας τοῦ ἑβδομήντα, μέ τήν αἲσθηση τῆς  ἐλευθερίας κινήσεων καί λόγου νά μέ πλημυρίζει, βρέθηκα στήν Ἀβινιόν ὃπου    ἐξέθεταν ἒργα τους τά «θηρία» Πικασό καί Νταλί. Τό ἐσπέρας, βιρτουόζος τοῦ βιολιοῦ ἐκτός ἀπό κάποια κλασσικά κομμάτια μᾶς εἰσήγαγε στήν κυριαρχοῦσα  στούς καλλιτεχνικούς χώρους ἂποψη  ὃτι ὑπάρχει ἂρρηκτη  σχέση μεταξύ χρώματος καί ἢχου. Ἐλλείψει ἀνάλογης μουσικῆς παιδείας καί ζωγραφικῆς ἱκανότητας ὂχι μόνο δέν κατάλαβα τίποτα ἀλλά καί ἐξακολουθῶ νά μήν ἒχω τήν δυνατότητα νά συλλάβω τήν σχέση αὐτή. Προσπαθοῦσα μήπως ἀρπάξω κάτι,  ἓνα τίποτα θά μοῦ ἦταν ἀρκετό,  ἀλλ’ εἰς μάτην.

  Κατάλαβα  μόνο κάποιες ἀναφορές στήν ζωγραφική ὃπως, ὃταν ὁ ζωγράφος ἐπί παραδείγματι  παραστήσει τόν Σωκράτη γιά νά μνημειώσει ἁπλά τά ἐξωτερικά  χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του, εἶναι κακός ζωγράφος· ὃταν ὃμως τόν ἀποδώσει στόν βαθύτερο  πνευματικό του χαρακτῆρα, στήν βαθύτερη φύση του, τότε τά ὑλικά δεδομένα ἒχουν τήν θέση τους στήν προσωπογραφία λιγότερο ἢ περισσότερο πιστά. Σύν τῷ χρόνῳ ἐμπέδωσα τήν ἂποψη: ἡ πραγματικότητά μου δέν εἶναι ἡ ὑλικότητά μου ἀλλά ἡ μοναδικότητά μου, ὁ ἐνεργός προσωπικός μου τρόπος νά ὑπάρχω. Ἡ συνείδηση ὑπερβαίνει τό σύνολο τῶν ἐγκεφαλικῶν κέντρων καί ἡ ἀκτινοβολία ἑνός προσώπου τό σύνολο τῶν χαρακτηριστικῶν  του. Ἒτσι ἀτομική ἰδέα, ἰδέα τῶν  καθέκαστα, εἶναι ἡ νοητή ἀρχή, ὁ ἐσωτερικός χαρακτῆρας μιᾶς ὀντότητας· ὑλική ἀρχή εἶναι τά ἐπιφανειακά καί συμπτωματικά στοιχεῖα, τά ἐξωτερικά της χαρακτηριστικά. Ὃσο ἐπιμένουμε στήν ὑλομορφική ἀπόδοση ἑνός ἀντικειμένου, τόσο διασποῦμε τήν νοητή ἀρχή καί βαθύτερη ἑνότητά του, τόν πνευματικό του χαρακτῆρα, καί αντί νά ὑψώσουμε τόν νοῦ, τόν ἐλαττώνουμε. Ἡ φαντασία τοῦ καλλιτέχνη ξεπερνᾶ τήν παθητικότητα καί λειτουργεῖ ποιοτικά.

    Πολύ αργότερα, κατά διαστήματα, ἒπεσαν  στά χέρια μου κάποια  ἒργα τά ὁποῖα   βοήθησαν τήν σκέψη μου πρός αὐτήν καί ἂλλες τῆς τέχνης κατευθύνσεις. Victor Zuckerkandl, ἐπί παραδείγματι, διεισδυτικός  στοχαστής, μπόρεσε νά αναδείξει στό πεδίο τῆς  μουσικῆς τήν βαθύτερη ἀντιστοιχία ἢχου καί χρώματος. (Victor Zuckerkandl, Sound and Symbol, London 1950). Κατά τήν έκτίμησή του τό στοιχεῖο πού δημιουργεῖ τήν ἐντύπωση τοῦ χρώματος – ἡ λευκότητα τοῦ λευκοῦ, ἡ φαιότητα τοῦ φαιοῦ κ.τ.ό. – δέν ἀποτελεῖ παθητικό δεδομένο στήν  διάθεση τοῦ παρατηρητή άλλά ἒχει ἐγγενῆ δυναμισμό, κινούμενο άπό ἢ πρός συγκεκριμένο σημεῖο. Βλέπω  χρώματα σημαίνει:  βλέπω τάσεις, προθέσεις.  Στό χρῶμα ἀναγνωρίζουμε τήν μορφή ὁρισμένης ροπῆς, ὃπως στούς μουσικούς τόνους ἀκοῦμε δυνάμεις. Ἡ δύναμη εἶναι τοῦ χρώματος ἢ τοῦ ἀκούσματος ὂχι  τοῦ παρατηρητή ἢ τοῦ ἀκροατή, κατά τήν ἲδια ἒννοια πού τό «χρῶμα» τοῦ ἢχου εἶναι ἡ αὒρα του. Αὒρα ὀνομάζουμε τό πνευματικό ποιόν προσώπων, πραγμάτων, ἢχων ἢ χρωμάτων- τήν ἐνέργεια πού ἀκτινοβολοῦν. Μέ μιά φράση: τό χρῶμα τοῦ ἢχου,  ὁ τόνος τοῦ χρώματος καί ἡ μυστική πνοή τοῦ βλέμματος   συνιστοῦν ἠθικά μεγέθη.

     Γιά τόν πνευματικό ἂνθρωπο τῆς Δύσης, σύμφωνα μέ τόν Γκαῖτε, τό μπλέ μεταδίδει μιάν ἠρεμία ἀνήσυχη, εἶναι τό χρῶμα τοῦ νοῦ καί ἀποτυπώνει τήν ταραχή τῆς  νοσταλγίας τοῦ πνεύματος·  τό κόκκινο μέ τήν σειρά του ἐπιβάλλει τήν ἠσυχία ἑνός βάρους καί μεγέθους ἀγαθοῦ, εἶναι χρῶμα πού ξεσηκώνει τό πάθος καί τό αἲσθημα. Ὃσο γιά τό κίτρινο, αὐτό εἶναι χρῶμα εἰρηναῖο καί γαληνό, χρῶμα τοῦ φωτός καί τῆς  ἐνοράσεως ποὐ ἐκπέμπει εὐδαίμονα θερμότητα. Κατά τήν ἠθική τούτη, ἡ χρωματική θερμότητα παραπέμπει στά αἰσθητά, ἐνῶ ἡ ψυχρότητα ὁδηγεῖ στά νοητά· τό βαθύ μπλέ ἒχει  βάρος ἐπίσημο, οὐράνιο (ἐξ οὗ οἱ βασιλικές γενιές θεωροῦνταν γαλαζοαίματες, ἀφοῦ κυβερνοῦσαν ἐλέω Θεοῦ!), ἐνῶ τό βαθύ πράσινο δημιουργεῖ τό αἲσθημα γήινης ἀνάπαυσης καί αὐτάρκειας.  

 

   Στό Βυζάντιο (Μάθιου Byzantine Aisthetics, London1963) θεμέλιο τοῦ χρωματικοῦ κανόνα ἦταν τό πορφυρό, τό λευκό, τό κίτρινο καί τό πράσινο μέ ἒκταση πρός τό κυανό καί τό μαῦρο. Τό πορφυρό συνιστοῦσε αὐτοκρατορική ἀποκλειστικότητα – μέ ἐξαίρεση τήν ἀπεικόνιση τῆς Θεοτόκου καί τῆς Ἁγίας Ἂννης- μέ τήν ἐρυθρή του ἀπόχρωση νά παραπέμπει στήν ζωοδότρια φωτιά  τοῦ θείου ἒρωτα, ἐνῶ ταυτόχρονα ὑποδήλωνε τήν εἲσοδο τῶν θείων ἐνεργημάτων  στήν κοσμική τάξη. Τό λευκό πάλι ἀποτύπωνε τήν ἀγνότητα καί βρισκόταν σέ σχέση ἀμοιβαιότητας μέ τό θεῖο φῶς: συμβόλιζε τήν ἐλευθερία ἀπό τά γήινα ὡς μεταμορφωτική καθαρότητα καί παρθενικότητα, τό ἒνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί τήν αἲγλη τῆς  θεότητας – ἦταν κυριώτατα χρῶμα ἀγγελικό. Ἀντίθετα τό μαῦρο ἦταν χρῶμα τοῦ θανάτου, τοῦ πένθους καί τῆς μετάνοιας. Τό κίτρινο ἦταν χρῶμα τῆς  λαμπρότητας τοῦ ἣλιου, τοῦ βασιλικοῦ καί θείου φωτός, ἐνῶ τό  πράσινο ἦταν χρῶμα τῆς φρεσκάδας τῶν αἰσθήσεων καί τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Τέλος τό γαλάζιο εἲτε σαπφείρινο ἦταν χρῶμα τοῦ οὐράνιου συστήματος, στοιχεῖο συμβολικό τοῦ ὑπερβατικοῦ κόσμου καί τῆς  αἰώνιας ἀλήθειας του.

   Στήν βυζαντινή ἁγιογραφία, ἡ Εἰκόνα ὡς τύπος τῆς  ἁγιότητας, ἀποδίδει μέ αἰσθητά μέσα, θεολογικά δόγματα. Ἡ Εἰκόνα δέν ἀναπαριστᾶ τήν φυσική πραγματικότητα ἀλλά συμβολίζει μιά νοητή καί καλεῖται νά παρουσιάσει τίς ἃγιες μορφές  μέ τήν ἀπαιτούμενη κατανυκτική ἱεροπρέπεια. Ἡ ἐργασία τοῦ ἁγιογράφου βασίζεται σέ δεδομένα πλαστικά  στοιχεῖα, ὃπως ἠ ἀπουσία βάθους,ἡ συγκρατημένη ἒως αὐτοακυρούμενη κίνηση πού στήν θέση τοῦ χρόνου εἰσάγει τό  ὑπερχρονικό, καί ἡ κτίση τῆς μορφῆς ἒχει ἀφετηρία τά θερμά χρώματα μέ κατάληξη τά ψυχρά καί φωτεινά. Τό ψυχρό χρῶμα (πράσινο, γκρί, γαλάζιο) στήν βυζαντινή ἁγιογραφία ἒρχεται νά καλύψει τό θερμό (κόκκινο, πορτοκαλί, καφέ), ὣστε μέ τήν λαμπρότητα καί τήν διαφάνειά του νά ὠθεῖ τίς μορφές πρός τά ἂνω, νά μήν ἀφήνει νά καθηλώνονται κάτω ἢ νά ἀναπτύσσονται ὁριζόντια: ἡ ὓλη μέ τήν πυκνότητα καί τό βάρος της  νά μἠν ἀπορροφᾶ τήν χάρη. Στήν χρωματική «ψυχρότητα» τῆς  εἰκόνας, ὁ πιστός νοιώθει τόν πνευματικό του προορισμό καί ἡ ψυχή του θερμαίνεται. Στήν ὀρθόδοξη εἰκόνα δέν μνημονεύεται ἡ πραγματικότητα   ἀλλά ἡ συμβατική της ἀλήθεια. Βλέποντας, ἀντικρύζουμε τό ἀπόλυτο –νεκρῶν ἢ ἁγίων τοῦ Θεοῦ-  διεσταλμένα καί κατ’ ἐπέκταση ἐξ ἲσου αἰώνια μέ τό θέαμα.  Καί ἀλλιῶς: στήν τέχνη «σκέπτεται» ἡ συγκίνηση. Πυρῆνας στήν βυζαντινή ζωγραφική εἶναι ἡ ἀντίληψη πώς ἡ εἰκόνα δέν παριστάνει ἀλλά συμβολίζει. Ἡ βυζαντινή εἰκόνα εἶναι «ἒκφραση», τρόπος φανέρωσης τοῦ αθέατου στά  πνευματικά μάτια τοῦ πιστοῦ, τόπος «ἐκφαντορίας τοῦ κρυφοῦ».  Ἀδυνατοῦμε σήμερα νά ἒρθουμε σέ ἐπαφή μέ αὐτήν τήν πραγματικότητα, ἀφοῦ τά σημερινά πράγματα  ἒφθασαν σέ σημεῖο ὁριακό καί οἱ Εἰκόνες ἀπό ψυχικά ἐφαλτήρια κατάντησαν στατικά σύμβολα, τῶν ὁποίων τό κῦρος ὀφείλεται στήν οἱονεί  μαγική τους ὑπόσταση.

  Ἀποπεραιώνω μέ μιά ἀναφορᾶ ἀπό τήν Νιππόν, τήν Χῶρα τοῦ Ἀνατέλοντος Ἡλίου. Τό 1933,  ὁ Ιάπωνας Ζουνιχίρο Ταζινάκι δημοσίευσε τό «Ἐγκώμιο τῆς  σκιᾶς» τό  ὀποῖο τό 1992 ἐκδόθηκε  σέ ἑλληνική μετάφραση  ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἀγρα.  Μέ  ἂξονα τήν αἲσθηση καί τήν αἰσθητική τοῦ φωτός καί τῆς σκιᾶς, ὀ Ταζινάκι ἐπιχειρεῖ νά ἀναδείξει τήν διαφορά ἀνάμεσα στήν παραδοσιακή Ἰαπωνία καί Δύση. Ἡ Δύση, λέει, γυαλίζει κάτι γιά νά  τό κάνει ὁρατό, ἀλλά ἒτσι τό μειώνει σέ ὁρατότητα καί σέ γοητεία· ἡ Ἰαπωνία βιώνει, ἀντίθετα, τό αἲσθημα τοῦ μεταξύ, τῆς θαμπῆς ὀμορφιάς στό διάβα τοῦ χρόνου, τό ὐπαινικτικό, τό ἐνδοστρεφές, τό μυστηριῶδες, τό  ἐνδιάμεσο, τό ἀσαφές, καί πάντως οὐδέποτε τό στιλπνό στήν γυμνή καθαρότητά του. Τό ἡμίφως σε στρέφει μέσα σου, σβήνει τό ἓνα στό ἂλλο τά ἐνάντια, τά  σμίγει στόν τύπο τῆς κομψότητας καί σέ γαληνεύει.  Ἀπό τήν ρηχή καθαρότητα εἶναι πολύ προτιμότερο ἓνα ἀχνό φῶς, πού καθώς ὑποβάλλει συνειρμούς δίνει στά πράγματα ήρεμία καί μεγαλοπρέπεια. Ὃ,τι ἀποτραβιέται στό σκοτάδι ἀφήνει πίσω του τά ἲχνη μιᾶς μαγείας καί μᾶς βυθίζει ἀκούσια σέ περισυλλογή. Ἐξ  οὗ καί μικροί κλειστοί  χῶροι εἶναι χῶροι σκιᾶς, ἐνῶ οἱ μεγάλοι καί  ἀχανεῖς εἶναι χῶροι φωτός.  Τό φεγγάρι  δέν μᾶς κοιτᾶ πιά, οὒτε μᾶς ἐνδιαφέρει στήν φωτισμένη σύγχρονη μεγαλούπολη. Στό φῶς χάνεται τό μυστήριο καί γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πραγματική ὁμορφιά.