Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
Τήν ἂνοιξη τοῦ 2004 παρακολούθησα γιά μιά ἐβδομάδα τήν οἰκοτροφειακή καί σχολική ζωή τοῦ φημισμένου λυκείου Poincaré στήν Γαλλία. Ἡ ὂντως ξεχωριστή αὐτή ἐμπειρία, συνέπεσε μέ τήν προγραμματισμένη ἐπίσκεψη τῶν μεγάλων μαθητῶν σέ μιά σύγχρονη ἐπιχείρηση φροντίδας νεκρῶν, τῆς ὁποίας κάποιος ὑπεύθυνος μᾶς ξενάγησε στούς χώρους τοῦ ξυλουργείου πού κατεσκευάζοντο τά φέρετρα, στούς φούρνους βαφῆς των, στούς θαλάμους περιποίησης καί στούς χώρους καύσης τῶν νεκρῶν, στήν ἒκθεση αντικειμένων φροντίδας τῶν νεκρῶν κλπ.
Στήν ἐρώτηση ποιός ἒχει δεῖ νεκρό ἀπάντησαν καταφατικά τρεῖς ἐκπαιδευτικοί ἀπό τούς δέκα πού συνόδευαν τούς μαθητές καί κανένας ἀπό τούς πενήντα περίπου μαθητές. Στήν ἑπόμενη ἐρώτηση ποιός θά ἢθελε νά δεῖ νεκρό, κάπως δειλά καί φοβισμένα, ἐξέφρασαν τήν θέλησή τους τέσσερις μαθήτριες καί δύο μαθητές, ἀριθμός πού τελικά ἒπεσε κάτω ἀπό τό μισό.
Ἐφηβικά χρόνια, πού ζοῦν τήν ψευδαίσθηση τοῦ χρόνου, τῆς ἀδιατάραχτης διάρκειας. Εἶναι ἀφύσικο νά περνάει ἀπό τό μυαλό τους ὃτι οἱ στιγμές τους καταπίνονται ἀπό τήν φθορά καί ὃτι, ὃταν κάποια στιγμή δέν θά ὑπάρχουν, κάποιοι ἂλλοι θά σκέπτονται ὃπως οἱ ἲδιοι τώρα, ὃπως ἂλλοι πρίν ἀπό αὐτούς ρούφαγαν τό παρόν μέ τήν ἐφηβική ἀμεριμνησία. Τί σχέση ἒχουν αὐτά τά ἡλιοκαμένα γεμᾶτα ἡδονική ἁρμύρα ἐφηβικά κορμιά, ὃπου πάνω τους ἀνασαίνει ὁ βοριάς καί ἀναφέρονται ὃλοι οἱ ὁρίζοντες, μέ αὐτό τό πνιγηρό αἲσθημα θανάτου;
Ἐξάλλου εἶναι τό σχολεῖο, ἡ οἰκογένεια, ἡ κοινωνία πού τούς μαθαίνουν ὃτι τό τετράγωνο, ἡ λογική – αὐτοσυντήρηση, διαιώνιση, κυριαρχία, εὐφορία – εἶναι πιό ψηλαφητό σέ σχέση μέ τόν καμπύλο χώρο. Οἱ σύγχρονες ἀποπνικτικές βεβαιότητές μας δέν ἐπιτρέπουν εὒκολα νά λογιστοῦμε ὃτι τό ἂθροισμα τῶν γωνιῶν τοῦ τετραγώνου βγάζει πάντα θάνατο.
Ἡ ἐποχή μας εἶναι σφραγισμένη ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου, θεωρεῖται ἐξωφρενικά ἀδιανόητο ἡ μελέτη θανάτου. Ὃταν σᾶς δοθεῖ εὐκαιρία παρακολουθεῖστε τήν κηδεία τοῦ Προέδρου Κένεντυ. Κανένα δάκρυ, οὒτε ἓνας λυγμός, σπαραγμός, σύσπαση προσώπου ἀπό τήν μάνα τοῦ Προέδρου, οὒτε ἀπό τήν γυναίκα του. Ὁ ὁλοφυρμός τῆς Ἑκάβης ἀπών.
Κανένας δέν μπορεῖ νά μιλήσει ἐμπειρικά γιά τόν θάνατο. Ὡς ἐκ τούτου ἡ διολίσθηση σέ ἀοριστίες εἶναι βέβαιη, πολύ πιθανή. Πῶς μπορεῖ νά ἐλαχιστοποιηθεῖ αὐτός ὁ κίνδυνος; Ἀφήνοντας νά μιλήσουν ὃσοι τόν ἒχουν αἰσθανθεῖ, ὃσοι τόν ἒχουν νιώσει. Εἶναι αὐτοί πού μοιάζουν ἐξοικειωμένοι μέ τόν πνευματικό κόσμο, τόν ἀόρατο καί ἂυλο. Δέν τόν ὁρίζουν οὒτε τόν περιγράφουν μέ ἀφελεῖς κανόνες. Ζοῦνε εἰρηνευμένοι στήν ἀτμόσφαιρά του.
Πρῶτοι οἱ Ἓλληνες στοχάστηκαν τό πνεῦμα, μάλιστα δέ οἱ Σωκρατικοί, ἀνέβλεψαν στά ὓψη τοῦ ἀλλιῶς καί ἒκαναν τήν μεταφυσική προορισμό τῆς φιλοσοφίας. Ὀνόμασαν τό πνεῦμα ψυχή. Γι’ αὐτούς ἡ ψυχή δέν εἶναι μέλος τοῦ σώματος, ἀλλά τό ῥῖγος τοῦ σώματος. Συνέλαβαν τό ἂπειρο, στοχάστηκαν τόν λόγο καί τό Ἓν, πόθησαν τήν σοφία καί γεμᾶτοι πόθο φιλοσόφησαν. Οἱ ἀπαντήσεις διαφέρουν. Δέν ἒχει σημασία. Γιά νά ζητήσει ὁ φιλόσοφος, ὁ ποιητής, τήν ἀρχή τῶν ὂντων, σημαίνει ὃτι τά ὂντα δέν πληροῦν τήν ὓπαρξή του.
Ἒστρεψαν τό βλέμμα τους ἀπό τό ἐνθάδε στό ἐπέκεινα καί μάλιστα τοῦ προσέδωσαν ὀντολογική και ἀξιολογική προτεραιότητα ἒναντι τοῦ ἐνθάδε. Ὁ ἂλλος κόσμος εἶναι τό ἀνάστημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν δέν ὑπῆρχε συνέχεια, λένε, θά εἲχαμε ὃλοι ἐγκλωβιστεῖ στήν λογική τῆς βιοτικῆς μέριμνας. Ὁ Σωκράτης, στόν Φαίδωνα, ἐξηγεῖ στούς συγκλονισμένους γιατί ὡς «ἂτοπος» ὂχι μόνο καλωσορίζει τόν θάνατο, ἀλλά εἶναι ἡ μόνη του φροντίδα.
Οἱ μάρτυρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων ἀλλά καί τῶν μετέπειτα, μᾶς προτείνουν ἓνα ἀλλόκοτο θέαμα. Γι’ αὐτούς τά πράγματα κυματίζουν στό φῶς. Δέν ἰσχυρίζονται ὃτι εἶδαν τό φῶς˙ αἰσθάνθηκαν τήν ζεστασιά καί τήν δόξα του. Ἂνοιξε ἡ ψυχή τους καί ὑποδέχθηκε τό ἀπόλυτο˙ ἒκαναν τό ἐπέκεινα ἀνάστημά τους. Μᾶς δίδαξαν ὃτι ὓλη καί πνεῦμα δέν εἶναι συγκρουόμενες πραγματικότητες, ἀλλά διαφορετικοί κόσμοι. Δέν εἲμεθα καταδικασμένοι σέ θάνατο, οὒτε προορισμένοι γιά τόν κόσμο.
Τά παραπάνω γίνονται κατανοητά, ὃταν δοῦμε τόν κυριευμένο ἀπό μισαλλοδοξία σύγχρονο ἂνθρωπο, ὁ ὁποῖος εὐλόγησε τήν κακότητά του καί πῆρε τόν θάνατο στά χέρια του (εὐθανασία). Δέν ἒχουμε καταλάβει ἀκόμη ὃτι ὃταν συνδαυλίζουμε τόν θάνατο, ἀνάβουμε τήν ἀπελπισία τῆς ἀγριότητας. Ζῶντας γιά νά ἀποφύγει τόν θάνατο ἡ Φραγκογιαννοῦ, καταλήγει νά τόν ὑπηρετεῖ καί νά τόν σκορπίζει μέσα της καί γύρω της τυφλά.
Ὁ Φρόυντ καταρχάς θεώρησε τήν σεξουαλικότητα (λίμπιντο) καί τήν αὐτοσυντήρηση ὡς τίς δύο δυνάμεις πού ἐξουσιάζουν τόν ἂνθρωπο. Ὃμως στό “ἐγώ καί τό id ” (1923) καθώς καί στά μετέπειτα ἒργα του σταθεροποίησε τήν ἂποψή του σέ μιά ἂλλη διχοτόμηση, αὐτή τοῦ ἐνστίκτου τῆς ζωῆς (ἒρωτας) καί τοῦ ἐνστίκτου τοῦ θανάτου. Ὁπωσδήποτε δέν πρόκειται γιά αὐθαιρεσία οὒτε γιά ποιητική μεταφορά. Ὁ θάνατος παγιδεύει τόν ἒρωτα χωρίς νά παύει ὁ δεύτερος νά ἀντιμάχεται τό θάνατο.
«Κραταιά ὡς θάνατος ἀγάπη, σκληρός ὡς ἂδης ζῆλος…» (Ἂσμα Ἀσμάτων) Τό δίδυμο τῆς δίκοπης πραγματικότητας, τοῦ ἒρωτα καί τοῦ θανάτου. Κάθε ψηλάφηση τῆς ζωῆς προϋποθέτει γεύση ἐρωτική. Συνάντηση προσωπική μέ τόν θάνατο ἒχει τό ἀνέραστο ἐγωϊστικό ἀκοινώνητο Ἐγώ.
Ὁ Φρόυντ ὡς ἐμβριθής παρατηρητής τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μεταφέρει τό κέντρο βάρους τῆς ἱστορίας ἀπό μέσα πρός τά ἒξω. Μόνο ἂν στήσεις ἓνα ὂνειρο μέσα σέ ἓνα ὂνειρο, τότε ἡ ὑφή τῆς πραγματικότητας διαθλᾶται πάνω στήν ἐπιφάνεια ἑνός παραληρήματος πού ἐκπορεύεται ἀπό τήν μεθυστική λάμψη τῶν ματιῶν καί τήν κίνηση τῶν χειλιῶν μιᾶς γυναίκας ἢ ἑνός ἂντρα, ἀνάλογα τήν θέση. Ὁ ἒρωτας μᾶς προσφέρει μιάν συνταρακτική, συναρπαστική ἐμπειρία πού δέν ὁρίζεται ἀπό συγκεκριμένο τόπο, χρόνο καί λογική συνάφεια, ἓνα σουρεαλιστικό βίωμα ἀκόμα καί ὑπό τό φάσμα τῆς ἐπερχόμενης ἀνελέητης φθορᾶς μας. Ὁ ἂνθρωπος γνωρίζει ὃτι ὁ θάνατός του εἶναι ἀναπόφευκτος, ὃμως βιώνει μιά περίπλοκη, γεμάτη λεπτομέρειες ἀπόδραση πού περνάει ἀπό τόν ἀγαπητικό ἒρωτα, ὡς καταφύγιο, ὡς διαρκής δυναμική ἐλπίδας στήν ζωή του. «Τ’ ἀγκαλιάσματα τῆς νύχτας καί ὁ ἒρωτας τούς δένουν τούς ἀνθρώπους (830-833 Ἑκάβη) .
«Ἃγιος ὁ ἒρωτας, ἃγιος ὁ καημός, ἃγιος ὁ θάνατος ἐλέησον ἡμᾶς» (Ἃγιος ὁ ἒρωτας, Καρατζᾶς Δημήτρης, μελοποίηση Θεοδωράκης, ἑρμηνεία Μητσιάς). Ἡ ἂρπα τοῦ ποιητή μελωδεῖ καί θρηνωδεῖ. Τό μυστήριο τοῦ ζωηφόρου θανάτου δέν εἶναι παραδοξολόγημα. Τά πιό δυνατά τραγούδια τοῦ ἒρωτα, βαθύρριζα σέ ὂλες τίς φυλές καί γλῶσσες, ὑμνοῦν τήν ἀπαίτηση τοῦ κορμιοῦ καί τῆς ψυχῆς καί τό δένουν μέ τό ἐπέκεινα.
Μποροῦμε νά ἀποροῦμε καί ταυτόχρονα νά ἐμπιστευόμαστε; Ἡ εὐχή τῆς Εὐχαριστιακῆς ἀναφορᾶς «ὑπέρ πάντων ὢν ἲσμεν καί ὢν οὐκ ἲσμεν» (γιά ὃλα ὃσα γνωρίζουμε καί γιά ὃσα δέν γνωρίζουμε) στήν θέση τῶν προσωπικῶν, οἰκουμενικῶν καί διαχρονικῶν ἀναπάντητων ἐρωτημάτων.
Σημείωση 1: Ὁ παρκουρίστας τῆς τελετῆς ἒναρξης τῆς Ὀλυμπιάδας τοῦ Παρισιοῦ, ὁ χωρίς πρόσωπο, μέ χάλασε. Ἡ παρδαλή πόπ τό ἲδιο. Ὃμως ὁ ἐξοβελισμός τοῦ κλασικά ἀποδεχτοῦ ἐρωτικοῦ, ἠδονιστικοῦ στοιχείου, ἡ προκλητική ἀπουσία του, λειτουργεῖ ἒκτοτε στήν σκέψη μου ὡς ἐφιάλτης…
Σημείωση 2: Ὁ τίτλος, ταινία τοῦ Ἰσπανοῦ σκηνοθέτη Ἀραμπάλ. Μουσική τοῦ καταδικοῦ μας Μάνου Χατζιδάκι. Ταινία τοῦ 1971.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου