«ἐξῆλθεν ἀνομία ἐκ Βαβυλῶνος ἐκ πρεσβυτέρων κριτῶν, οἳ ἐδόκουν κυβερνᾶν τὸν λαόν» (Σωσσάνα 1,5).
Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
Στήν Ἀρετή
Πανέμορφη γκαζέλλα Ἰσραηλίτισσα ἔγινε κρυφό ἀντικείμενο σεξουαλικοῦ πόθου δύο Πρεσβυτέρων-Κριτῶν (Δικαστῶν) πατριωτῶν της. Ὅταν ἀπό κάποια σύμπτωση ἀλληλοπροδόθηκαν, καί ἐπειδή ἡ Σωσάννα δέν ἀνταποκρινόταν, τήν ἀπείλησαν ὃτι ἂν δέν ἐνέδιδε στίς ὀρέξεις τους θά τήν κατηγοροῦσαν στήν κοινότητα ὡς μοιχαλίδα, γεγονός πού ἐπέσυρε τήν θανατική καταδίκη της διά λιθοβολισμοῦ.
Ἡ ἱστορία τῆς Σωσάννας ὑπολογίζεται ὃτι γράφτηκε γύρω στόν 7ο π.Χ. αἰῶνα. Εἶναι ἐνσωματωμένη στό βιβλίο τοῦ Δανιήλ, βιβλίο τό ὁποῖο ὁρίζει τήν ἰουδαϊκή εὐσέβεια ὡς ἀντίσταση στόν ἐχθρό καί τό κακό, πού ἀπειλεῖ τήν κοινότητα ἀπ’ ἔξω.
Ἡ Σωσάννα καταγράφει τό ἀντίθετο. Μεταφέροντάς την στό σήμερα μᾶς λέει καθαρά ὃτι τό κακό δέν εἶναι ἔξω ἀπό τήν ἐνορία, ἀλλά ἐδράζεται ἐντός τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Οἱ προκλήσεις δέν ἔρχονται μόνο ἀπ’ ἔξω ἀλλά καί ἀπό μέσα, πιό συγκεκριμένα ἀπό διεφθαρμένους κληρικούς, ἐπισκόπους καί πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι, μετέτρεψαν τήν διακονία σέ ἄνομη κοσμική ἐξουσία καί μάλιστα ἐν ἀσυλίᾳ αὐτόνομη, καί τοῦτο μέ τήν ἀνοχή καί ἀδιαφορία τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ἡ νωθρότητα καί ὁ συμβιβασμός μπορεῖ νά ἀφορᾷ ὁλόκληρη τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα καί στήν Πολιτεία ὁλόκληρο τόν λαό. Ὁ κίνδυνος νά βρεθοῦμε ὡς λαϊκοί δέσμιοι στυγνῶν ἀποφάσεων, δέν ἔρχεται οὔτε ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Ἐλευθερίας, οὔτε ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας τούς ἐπονομαζόμενους ἄθεους. Ἔρχεται ἀπό μέσα, ἀπό κληρικούς οἱ ὁποῖοι σέ ρόλο κοσμικῶν ἀρχόντων προτείνουν μιά ζωή ἀποσυνδεδεμένη ἀπό τήν προσωπική ἐκκλησιαστική δημόσια εὐθύνη, ἀπό ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι προτείνουν μιά ἐνοριακή ἐκκλησιαστική ζωή ἀποκομμένη ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τούς Πατέρες, μιά ζωή πού ἡ θρησκευτική δύναμη καί ἐξουσία δέν εἶναι καθόλου δύσκολο νά μετατραπεῖ σέ ἀσύστολο σατραπισμό. Ἡ διαφθορά πλέον εἶναι ἰκανή νά θέσει ὑπό ἀμφισβήτηση τήν ἴδια τήν πατρική ταυτότητα τοῦ κληρικοῦ καί συνεπῶς ὁ διεφθαρμένος πατέρας δέν ἔχει καμμία διαφορά ἀπό τὀν «ἀπειλητικό ἐχθρό». Ὁ πατέρας μου, ἒλεγε: Πιό πολύ ἀπό τούς ἀνίκανους, νά φοβᾶσαι αὐτούς πού εἶναι ἱκανοί γιά ὃλα.
Ὁ Δανιήλ τῆς ἱστορίας μας θά μποροῦσε νά εἶναι ὁ ὁποιοσδήποτε ἀπό ἐμᾶς ὁ ὁποῖος δέν ἀπαρνεῖται τήν εὐθύνη του καί πού μαθητεύει στήν διδαχή τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ὁποιουδήποτε ἄλλου, πού ἀσκεῖται νά ὑπερασπίζεται μέ ἀρετή τόν ἀδικημένο ἐνάντια στόν καταπιεστή, πού στέκει δίπλα στόν ἀδύναμο ἐνάντια στόν δυνατό, πού γίνεται φωνή τῶν δικαιωμάτων τῶν κακοποιημένων, πρό παντός ὅταν αὐτή ἡ κακοποίηση- οἰκονομική, σεξουαλική, ἐργασιακή- ἀσκεῖται ἀπό χέρια ἐξουσιαστῶν πάσης φύσεως, πολιτικῶν, κοινωνικῶν λειτουργῶν, δικαστικῶν, ἐκπαιδευτικῶν, κληρικῶν, ἀπό χέρια δηλαδή αὐτῶν πού ὑποτίθεται ἔθεσαν τόν ἑαυτό τους οἰκειοθελῶς στήν διακονία τοῦ πλησίον τους.
Ἡ ἀνομία στήν ἱστορία τῆς Σωσάννας εἶναι ταυτόσημη μέ τήν στάση τῶν ἡγετικῶν θρησκευτικῶν, πολιτικῶν, δικαστικῶν, οἰκονομικῶν καί κοινωνικῶν μορφῶν ἀπέναντι στήν γυναῖκα, στάση πού βρίσκεται σέ ἄμεση ἀντιπαράθεση μέ τό αἲσθημα τῆς Δικαιοσύνης. Δικαιοσύνη καί γυναῖκα ὡς ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης δέν πάνε μαζί.
Οἱ θύτες τῆς ἱστορίας μας συνωμοτοῦν μεταξύ τους. Ἡ ἀρχική τους αἰσχύνη ξεπεράστηκε πολύ σύντομα μόλις ἀναγνώρισαν πώς τούς χαρακτηρίζει κοινή ἐπιθυμία ἀδικίας. Τά κοινά ἐνοχοποιητικά στοιχεῖα ἐξυπηρετοῦν, βέβαια, καί τήν διασφάλιση τῆς ἐχεμύθειας μεταξύ τους. Δέν μένει λοιπόν παρά νά συνεργαστοῦν πρός τό κοινό τους ἄνομο ὄφελος. Ὑπενθυμίζουμε ὃτι οἱ θύτες, αὐτοί ποὐ χειραγωγοῦν τὀν νόμο εἰς βάρος τῆς ἀθῴας γυναῖκας, εἶναι Κριτές, δηλαδή Δικαστές, ἡγετικές μορφές κοινωνικοῦ δικαίου. Ὁ συγγραφέας δράττεται τῆς εὐκαιρίας νά καυτηριάσει ταυτόχρονα τήν τάση τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν νά ἀποδίδουν περισσότερη ἠθική βαρύτητα στήν ζωή καί μαρτυρία ἀνθρώπων ὑψηλῆς κοινωνικῆς προβολῆς καί ἐπιφανειακῆς θρησκευτικῆς καί πνευματικότητας. Μάλιστα ὁ Δανιήλ ἀπευθύνει ξεκάθαρη παράκληση στήν κοινότητα νά μήν θεωροῦν ὃτι ἐπειδή κάποιος ἔχει τήν θέση τοῦ Δικαστοῦ σημαίνει ἀπαραίτητα ὅτι διαθέτει ἀνάλογο ἦθος ὥστε νά μήν ψεύδεται. (1,52).
Στήν ἀναμέτρηση κραυγῶν, κατά τήν διάρκεια τῆς ἐγκληματικῆς αὐτῆς δίκης, ἡ κραυγή ἀπόγνωσης τῆς Σωσάννας σκεπάζεται ἀπό τίς κραυγές κακίας τῶν Δικαστῶν-πρεσβυτέρων ἐναντίον της: «καὶ ἀνεβόησε φωνῇ μεγάλῃ Σωσάννα, ἐβόησαν δὲ καὶ οἱ δύο πρεσβῦται κατέναντι αὐτῆς». (1,24). Τό πιό λυπηρό ὄμως εἶναι ἡ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ ἒναντι τῆς Σωσάννας. Ἡ τραγωδία τῆς Σωσάννας δέν ἐδράζεται τόσο στήν ψευδομαρτυρία τῶν δικαστῶν-πρεσβυτέρων ὅσο στήν μοναξιά τοῦ θύματος, στήν ἀπουσία δυνατότητας νά ἀκουστεῖ ἡ ἀλήθεια της καί νά γίνει ἀποδεκτή ἡ ἐγκυρότητα τῆς μαρτυρίας της ἀπό τόν λαό, ὁ ὁποῖος ταυτίζεται ἄκριτα μέ τήν γνώμη τῶν δικαστῶν-πρεσβυτέρων, μέ τήν γνώμη τῶν ἰσχυρῶν: «καὶ ἐπίστευσεν αὐτοῖς ἡ συναγωγὴ ὡς πρεσβυτέροις τοῦ λαοῦ καὶ κριταῖς καὶ κατέκριναν αὐτὴν ἀποθανεῖν» (1,41). Ἡ Σωσάννα περιορίζεται σέ μιά πνιγμένη φωνή καί ἀργότερα σέ μιά προσευχή. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι στήν ἐκδοχή τῶν Ο΄ ἡ τιμωρία τῶν πρεσβυτέρων στό τέλος τῆς ἀφήγησης συμπεριλαμβάνει καί τήν φίμωσή τους, ὡς ἀρμόζουσας ἀνταπόδοσης.
Ἡ Simone Weil στό σημαντικό ἔργο της Τό πρόσωπο καί τό Ἱερό σχολιάζοντας τήν ἀνάγκη ἀκρόασης τῆς ἄναρθρης κραυγῆς ἀπόγνωσης τοῦ ἀδικημένου προτείνει: «Χρειάζεται ἕνα καθεστώς, γιά τήν δημόσια ἔκφραση κάθε γνώμης, πού νά ὀρίζεται φυσικά ἀπό τήν ἐλευθερία ἀλλά περισσότερο ἀπό μιά ἀτμόσφαιρα σιωπῆς καί προσοχῆς, ὅπου ἡ ἀδύναμη καί ἀδέξια κραυγή νά μπορεῖ νά ἀκουστεῖ. Χρειάζεται τέλος, ἕνα θεσμικό σύστημα πού νά προωθεῖ ὅσο γίνεται περισσότερο στίς ἐπιτελικές θέσεις ἀνθρώπους ἱκανούς καί πρόθυμους νά ἀκούσουν αὐτή τήν κραυγή καί πρό παντός νά τήν καταλάβουν». (σσ.11-12 Πόλις 2018)
Σημείωση: Τό Μικτό Ὁρκωτό Δικαστήριο Ἀθηνῶν ἒκρινε ὁμόφωνα ἒνοχο ἀργά τό βράδυ τῆς περασμένης Πέμπτης πασίγνωστο δικηγόρο ὁ ὁποῖος ἐκατηγορεῖτο γιά ἀσελγεῖς πράξεις, σέ βάρος τῆς Ἀρετῆς, ὂντας ἀνήλικη, χωρίς νά τοῦ ἀναγνωρίσει τό ἐλάχιστο ἐλαφρυντικό, ἐπιβάλλοντάς του ποινή κάθειρξης 10 ἐτῶν ἂνευ ἀναστολῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου