Της
Άννας Κ.Κορνάρου-Καλαμαρά
Όταν στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ελληνικός Λαός
μεθυσμένος «απ’ το αθάνατο κρασί του Εικοσιένα» κραύγαζε το μυριόστομο «ΟΧΙ»
στον ιταμό επιδρομέα, δεν ήξερε μέχρι πού μπορούσε να φτάσει με τη μεγάλη του
Απόφαση για Αγώνα μέχρις εσχάτων. Πίστευε πως ο Θεός δεν εγκαταλείπει την
Ελλάδα και η Υπέρμαχος Στρατηγός, η «προσβληθείσα» τον Δεκαπενταύγουστο του
1940 με τον τορπιλισμό του ευδρόμου « ΕΛΛΗ» έξω απ’ το λιμάνι της Τήνου, θα
φανεί αυτή τη φορά εκεί ψηλά στα Σύνορά μας για να εμψυχώσει τους φαντάρους
μας. Και πράγματι με την καθοδήγησή Της ως «φωτοφόρος νεφέλη» έκαμε να λυγίσουν
«το ένα εκατομμύριο ακονισμένες λόγχες της σιδερόφρακτης στρατιάς του Ντούτσε».
Κατάπληκτος μένει ο ίδιος ο λαός απ’ τα κατορθώματά του. Κατάπληκτοι κι οι λαοί
της Ευρώπης και του κόσμου όλου βλέπουν να γκρεμίζεται ο μύθος για τις ακατανίκητες
φασιστικές στρατιές.
Κι όταν στις 6 Απριλίου του 1941 οι
υπερασπιστές των οχυρών μας στη Μακεδονία και Θράκη αντέταξαν και το δεύτερο
ηχηρό «ΟΧΙ» στους Ναζιστές του Χίτλερ πολεμώντας «μέχρις εσχάτου όπλου, αφού
από μακρού είχε χαθεί κάθε ελπίδα», δεχθήκαμε στυγνή κυριαρχία και επώδυνη
Κατοχή. Μα δεν υποκύψαμε. Ο Λαός μας υπέμεινε την εξαθλίωση με πόνο αλλά και με
ηρωισμό, τους εξευτελισμούς με ανάταση και αίμα. Και εισήλθε στον Αγώνα με
πανεθνική Αντίσταση. Ο καθένας επωμίστηκε την ευθύνη απέναντι στην
ιστορία όλων. « Είναι προτιμότερο να πεθάνεις όρθιος παρά να ζήσεις γονατιστός»
(Αρβελέρ). Ας στραφεί τούτη τη στιγμή η σκέψη μας σ’ εκείνους τους συμπατριώτες
μας, που δεν είχαν την τύχη να δουν την Πατρίδα λυτρωμένη από κάθε είδους βία.
΄Εφυγαν όμως απ’ την ζωή με την τιμή του πληρωμένου χρέους. Νέοι και γέροι,
γυναίκες και άντρες, εργάτες και διανοούμενοι, σπουδαστές και δάσκαλοι, συγγραφείς
και καλλιτέχνες, όλοι ενωμένοι στήριξαν τότε, για μια ακόμη φορά το καινούργιο
ΟΧΙ εναντίον της σκλαβιάς, της πείνας και της ομηρίας, του ηθικού και εθνικού εξευτελισμού.
Και για να έχει ο αναγνώστης ευκρινέστερη
αντίληψη της ιστορικής αλήθειας τι δεινά υπέστη ο Ελληνικός λαός, παραθέτουμε
απόσπασμα της έκθεσης, που απέστειλε τον Ιανουάριο του 1944 ο Γ. Παπανδρέου
στην Ελληνική Κυβέρνηση και στο Συμμαχικό Στρατηγείο στο Κάϊρο. « Ποια είναι η
σημερινή πραγματική κατάσταση της υποδούλου Ελλάδος; Απίστευτος είναι η
τραγωδία του Ελληνικού Λαού και προ παντός της υπαίθρου. Σφαδάζει εν μέσω των
ερειπίων και των φλογών. Χίλια τουλάχιστον χωριά έχουν παραδοθεί εις τας
φλόγας, άνω του εκατομμυρίου Ελλήνων λιμοκτονούν, γυμνητεύουν και στεγάζονται
εις τα σπήλαια. Καθημερινώς αναγγέλλονται ομαδικαί εκτελέσεις, όπως η φρίκη των
Καλαβρύτων, όμηροι περισυλλέγονται, αι φυλακαί αφυκτιούν, καθώς και τα στρατόπεδα
συγκεντρώσεως. Και ως να μη ήρκει η απάνθρωπος βαρβαρότης του Κατακτητού,
έχομεν και την κόλασιν του εμφυλίου πολέμου. (…) ΄Εχθρός είναι ο Κατακτητής.
Εναντίον αυτού και μόνον πρέπει να συγκεντρωθούν όλαι αι εθνικαί μας δυνάμεις.
Εναντίον αυτού πρέπει να επικαλεσθώμεν την επικουρίαν των Συμμάχων μας».
΄Ηταν άμεση ανάγκη να συντρέξουν όλοι για να
παύσει η φθορά της Ελληνικής Φυλής. Η Ελληνική Κυβέρνηση και το Στρατηγείο στο
Κάϊρο καλούν με τηλεγράφημα τον Γ. Παπανδρέου : « Κάϊρον παρακαλεί Παπανδρέου
αναχωρήση αμέσως». Στις 8 Απριλίου 1944 επιβιβάζεται διά νυκτός σε καϊκι απ’
τις ακτές του Λαυρίου και μέσω Τήνου και Χίου φθάνει στον Τσεσμέ στις 10
Απριλίου. Από εκεί ταξίδευσε στη Σμύρνη, ΄Αγκυρα, ΄Αδανα και Κάϊρο, όπου
παρουσιάστηκε στους Εντολείς του στις 15 Απριλίου και του ανετέθη να χαράξει
πολιτική. Η λύση δόθηκε στο Συνέδριο του Λιβάνου από 17 έως 20 Μαϊου του 1944.
Παρέστησαν εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων και των εθνικών απελευθερωτικών
οργανώσεων και υπέγραψαν Εθνικό Συμβόλαιο: να σχηματιστεί Κυβέρνηση Εθνικής
Ενώσεως για τη σωτηρία και την πλήρη αποκατάσταση της Πατρίδας. «Μία Πατρίς,
μία Κυβέρνησις, ένας Στρατός. Ηνωμένη η Ελλάς θα βαδίση προς το εθνικόν μεγαλείον».
Πάση θυσία έπρεπε το ΄Εθνος να είναι ενωμένο
κατά την ώρα της απελευθέρωσης απ’ τα γερμανικά στρατεύματα και τον Βούλγαρο
Τύραννο, που καταπατούσε την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη διεκδικώντας τα
εδάφη μας. Γι’ αυτό συνέχεια καταβάλλονταν προσπάθειες να σταματήσουν οι
αδελφοκτόνοι αγώνες, να τηρηθούν ευαίσθητες ισορροπίες και οι αντικρουόμενες
δυνάμεις να ενταχθούν στο ΄Εθνος.
Και η συνεννόηση επήλθε με το Σύμφωνο της
Καζέρτα (κοντά στη Νεάπολη) στις 26 Σεπτεμβρίου 1944. Υπό την προεδρία του
Ανωτάτου Αρχιστρατήγου Μεσογείου, παρόντος του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και
άλλων μελών της Ελληνικής Κυβέρνησης, όπως επίσης και των αρχηγών των Ελλήνων
ανταρτών, υπογράφτηκε το Σύμφωνο, με το οποίο «αι ανταρτικαί δυνάμεις τίθενται
υπό τας διαταγάς της Ελληνικής Κυβερνήσεως, η οποία τας θέτει υπό τας διαταγάς
του Στρατηγού Σκόμπι». Υπό την ηγεσία δε του ΄Αγγλου Στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι τίθενται
όλες οι συμμαχικές δυνάμεις.
΄Ηδη οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν απασχοληθεί
έντονα με την απελευθέρωση της Ελλάδας και η Μεγάλη Βρετανία σε συνεννόηση προς
τις άλλες Δυνάμεις είχε εντάξει τη Χώρα μας στη δική της σφαίρα επιρροής, λόγω
της στρατηγικής της θέσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Πρέπει δε να υπενθυμίσουμε
ότι ο Πρωθυπουργός της Αγγλίας Ουϊνστον Τσώρτσιλ είχε εκφράσει τον θαυμασμό του
για την «ηρωική Ελλάδα, που αποτελεί πρότυπο μέσα στην ιστορία των εθνών και
των αιώνων» και υποσχέθηκε κατά τη διάρκεια των αγώνων ότι «η Ελλάς θα πάρει
όσα της ανήκουν», αλλά δυστυχώς μετά τις νίκες οι υποσχέσεις αθετήθηκαν…
Εντωμεταξύ οι Γερμανοί κατέρρεαν σε όλα τα
μέτωπα. Και οι υπόδουλοι λαοί ανασκιρτούσαν περιμένοντας τη λύτρωση. Περίμεναν
κι οι Αθηναίοι με αγωνία να ενημερωθούν. Απαγορευμένος ο Τύπος και σφραγισμένα
τα ραδιόφωνα, αλλά κάποιοι τηρώντας τα μυστικά τους ραδιόφωνα είχαν ακούσει τη
μεγάλη είδηση: Το πρωί στις 6 Ιουνίου 1944 είχε γίνει η απόβαση των Συμμάχων
στην ακτή της Νορμανδίας, ενώ στις 4 Ιουνίου τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν
εισέλθει στη Ρώμη. Το παράνομο «Ραδιοφωνικό Δελτίο» διέδωσε τις μεγάλες επιτυχίες
και η χαρά ξέσπασε στα στήθη. Το τέλος της Γερμανίας φτάνει και η αποχώρηση των
δυνάμεών της έρχεται! Πότε όμως; Οι Γερμανοί προσπαθούσαν να πείσουν τον κόσμο
με προπαγανδιστικές πινακίδες πως οι Σύμμαχοι δεν μπορούν να κάνουν επίθεση
κατά του «φρουρίου Ευρώπη».
Αλλά και η Ελληνική Κυβέρνηση στέλνει στην
Ελλάδα κυβερνητικό κλιμάκιο και εκπροσώπους των απελευθερωτικών οργανώσεων για
να αναλάβουν την εξουσία, μόλις φτάσει η κατάλληλη στιγμή. Για μερικές μέρες
ήδη υπήρχε στην Αθήνα μια «μεταβατική κυβέρνηση» του αρχηγού της Αστυνομίας
΄Αγγελου ΄Εβερτ. Αλλά ο αρχηγός των Γερμανικών Δυνάμεων, ο στρατηγός της
αεροπορίας Χέλμουντ Φέλμι, ανησυχεί. Πλησιάζει η ώρα να αποσυρθούν τα γερμανικά
στρατεύματα από την Αθήνα, που έχει κηρυχθεί ανοχύρωτη πόλη, ενώ τα
συνεργαζόμενα με τους κατακτητές Τάγματα Ασφαλείας αποσύρονται και κλείνονται
στο στρατόπεδο στο Γουδί. Προβληματίζεται δε : πώς θα γίνει η απαγκίστρωση των
στρατευμάτων του από την Αθήνα. Διατάζει τα τρομερά Ες-Ες να μην εξοντώσουν
όλους τους κρατούμενους των στρατοπέδων. Εκείνοι όμως πρόλαβαν ήδη να σκοτώσουν
72 πατριώτες στο Δαφνί και την ομάδα των προδοτών διερμηνέων τους, επειδή
γνώριζαν πολλά. Και αναζητεί «μεσάζοντες» για να αποχωρήσουν ανενόχλητες οι
δυνάμεις του.
Απευθύνεται στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, τον
μετέπειτα Αντιβασιλέα, να μεσολαβήσει στο Βρετανικό Στρατηγείο και τους
αντάρτες για μια «λογική στάση απέναντι των γερμανικών στρατευμάτων» και
υπόσχεται να μην πειραχτεί το φράγμα του Μαραθώνα διαψεύδοντας ειδήσεις για
εκτεταμένες καταστροφές. Οι Γερμανοί φοβούνται λαϊκή έκρηξη κατά την αποχώρησή
τους και προειδοποιούν ότι εάν ο στρατός δεχθεί επιθέσεις, θα υπάρξουν
αντίποινα. Η Κυβέρνηση ενημερώνεται και σε λίγες μέρες ο Τσώρτσιλ αναφέρει:
«Ευθύς ως λάβω την είδησιν ότι αι Αθήναι εξεκενώθησαν, αιδυνάμεις μου θα
εισέλθουν εις την πόλιν…». Και σε ανακοίνωση του ΚΚΕ στις 8 Οκτωβρίου τονιζόταν
μεταξύ άλλων: « Το έθνος ενωμένο σήμερα κάτω από την εθνική κυβέρνηση μάχεται
στο πλευρό των Συμμάχων, για να δικαιώσει το αίτημα των τέκνων του που έπεσαν
για τη λευτεριά και τη λαϊκή κυριαρχία. Σε τέτοια ώρα επιβάλλεται να βαδίσουμε
όλοι με μια ψυχή, μ’ ένα παλμό…».
Σάστισαν λοιπόν οι πρωινοί διαβάτες στην
Αθήνα, χαράματα της 12 ης Οκτωβρίου 1944. Σταυροκοπιούνταν και ψιθύριζαν « Τι
κάνουν; Φεύγουν; Δόξα σοι ο Θεός». ΄Εβλεπαν μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών
να κατευθύνονται προς τα δυτικά . «Φεύγουν;», ρωτούσαν με κρυφή χαρά. Μα δεν το
πίστευαν. Στις 8 το πρωί ο Φέλμι με τον δήμαρχο Γεωργάτο καταθέτουν στεφάνι
στον ΄Αγνωστο Στρατιώτη. Στις 9.15΄ η φρουρά του αγκυλωτού σταυρού στην
Ακρόπολη, κατεβάζει το σύμβολο δουλείας, τη σημαία τους. Ο Γερμανός στρατιώτης
παίρνει τη σημαία στην πλάτη του, αποχωρεί βιαστικά κι ο ήχος της μπότας του
σβήνει, καθώς απομακρύνεται και τείνει να γίνει παρελθόν η τρομερή Κατοχή των
τριάμισι χρόνων.
Δειλά - δειλά οι Αθηναίοι ανοίγουν τα
παράθυρα των σπιτιών τους. Βγαίνουν στα μπαλκόνια τους, ξεδιπλώνουν, ασπάζονται
τις σημαίες και κατασυγκινημένοι τις υψώνουν να κυματίσουν στον αέρα της
ελευθερίας. Στους δρόμους περπατούν βιαστικά, δεν πιστεύουν πως μπορούν να
πανηγυρίσουν. Κάποιες καμπάνες χτυπούν. ΄Αλλοι κλαίνε, αγκαλιάζονται και
φιλιούνται. Κάποιοι φέρνουν στο νου τους εκείνη τη σκηνή της 27 ης Απριλίου
1941, όταν ανέβαινε στο κοντάρι της Ακρόπολης ο αγκυλωτός σταυρός, για να δηλώσει
την απαρχή των δεινών τους. Και την ώρα της χαράς είναι ακόμη διστακτικοί και φοβούνται
μην επιστρέψουν οι κατακτητές. Τρέχουν προς την Αστυνομική Διεύθυνση να μάθουν,
κι όταν «οι Βρετανοί Αξιωματικοί ενεφανίσθησαν εις τον εξώστην, μία φρενίτις κατέλαβε
τον κόσμον».
Ας αφήσουμε όμως εκείνους, που έζησαν πριν
από 80 χρόνια μέσα στην ατμόσφαιρα των γεγονότων, να μας μιλήσουν με τη
βιωματική τους γραφή. Η Ελένη Βλάχου περιγράφει στο ημερολόγιό της την Πέμπτη
12 Οκτωβρίου 1944: « Τέλος!!! ΄Εφυγαν. Είμαστε ελεύθεροι!!! Από σήμερα το πρωί.
ΠΡΩΤΗ ΧΑΡΑ, το BBC στις 7. «Οι Βούλγαροι θα εγκαταλείψουν εντός 15 ημερών τα
ελληνικά εδάφη..». Λίγο μετά ακούω καμπάνες, φασαρία. Βγαίνω στο παράθυρο. «Οι
Γερμανοί φεύγουν τώρα» μου λένε.- Πού το ξέρετε; - Το`παν! ΄Ολοι βγάζουν
σημαίες!...Χριστός Ανέστη! –Πού το ξέρεις; - Το λένε». Οκτώ παρά τέταρτο-
ντύνομαι, παίρνω τους δρόμους. Παντού σε όλα τα σπίτια φυτρώνουν κοντάρια, κυματίζουν
σημαίες, μικρές, μεγάλες, ξεθωριασμένες. ΄Εως ότου φθάσω στην οδό Ακαδημίας,
όλος ο κόσμος έχει ξεχυθεί στους δρόμους. Το πίστεψα πια κι εγώ. Το είδα και γραμμένο.
Η πόλη παραδινόταν στον Χερ Γεωργάτος, στις 10 θα κατέβαινε η γερμανική σημαία
από την Ακρόπολη, θα κατέθεταν στέφσνο στον ΄Αγνωστο Στρατιώτη (η στρατιωτική ετικέττα
προπάντων! ) και θα έφευγαν! Το πρωινό αυτό ήταν αφάνταστο!...».
Κι ο Μίκης Θεοδωράκης θυμόταν: «..Πώς να
περιγράψω τον ενθουσιασμό, το μεθύσι της χαράς εκείνης της εποχής; Επί
εβδομάδες κάθε μέρα ανεβαίναμε και κατεβαίναμε τη λεωφόρο Συγγρού χορεύοντας
και τραγουδώντας. Στο Σύνταγμα γινότανε 24ωρο πανηγύρι. Και κάθε λίγο και
λιγάκι να φιλάμε την άσφαλτο. « Τούτο το χώμα» που «δεν μπορεί κανείς να μας το
πάρει !».
΄Ενας δημοσιογράφος, ο Κώστας Παράσχος,
περιγράφει την πρωτόγνωρη εμπειρία που έζησε τότε κινούμενος κι ο ίδιος ανάμεσα
στις εκατοντάδες χιλιάδες πλήθους που συνέρρεαν εκείνη την ημέρα στην
πρωτεύουσα : «Μπήκα άθελά μου στο ρυθμό, που επικρατούσε γύρω μου. Τι κάναμε
δηλαδή; ΄Ένα απλό πράγμα: χαιρόμασταν και δεν ξέραμε πώς να εκφράσουμε τον
ενθουσιασμό μας. Τώρα μας ενδιέφερε να ζήσουμε τη μεγάλη μέρα».
Και ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών
Φραγκλίνος Ρούσβελτ την ίδια εποχή ομολογεί: « Είμαι βαθέως συγκεκινημένος εκ
των πληροφοριών ότι ήρχισεν η απελευθέρωσις της Ελλάδος. Αληθώς ουδέποτε
υπήρξεν αύτη δούλη. Επί τέσσερα σχεδόν έτη το αδάμαστον ελληνικόν έθνος
υπέφερεν εκ των τρομακτικών συνεπειών επιθέσεων άνευ προηγουμένου. ΄Όταν πολλοί
εις αυτόν τον κόσμον είχον χάσει την ελπίδα, ο ελληνικός λαός ανέτρεψεν το
αήττητον των μηχανοκίνητων τεράτων και της ψυχράς στρατηγικής διά του
ακαταβλήτου πνεύματος της ελευθερίας».
Εκείνη λοιπόν την ημέρα της απελευθέρωσης
από τα γερμανικά στρατεύματα (12 Οκτωβρίου 1944)- πριν από 80 χρόνια - τα πλήθη
χύνονταν στους δρόμους της Αθήνας αλαλάζοντας και φωνάζοντας κάθε είδους
συνθήματα. Χόρευαν και τραγουδούσαν τη λευτεριά τους μετά από μια αδυσώπητη
Κατοχή. «Για πότε βρέθηκαν οι φωνόγραφοι, για πότε ανακαλύφθηκαν και ήρθαν στην
επιφάνεια αυτοί οι μεζέδες είναι θέμα δυσεξήγητον και μόνον ανταποκρίνεται στον
χαρακτήρα του ΄Ελληνος, ο οποίος εκ του «προχείρου» και εκ των «ενόντων» διοργανώνει
αυτές τις γιορτινές χαρές».(Δημ. Γέροντας). Χαίρονταν τώρα μέσα σε μια
απερίγραπτη ατμόσφαιρα ευδαιμονίας. Κι έως το βράδυ ο Βρετανός συνταγματάρχης
Σέπαρντ, ο οποίος επισκέφθηκε όλες τις συνοικίες της πόλης και τις περιοχές,
που έλεγχε το ΕΑΜ, διαπίστωσε απόλυτη ησυχία παντού, ενώ ο ΕΛΑΣ και οι άλλες
αντιστασιακές οργανώσεις περιπολούσαν με πειθαρχία στους σχεδόν έρημους δρόμους.
Αλλά στον
Πειραιά, παρά τις δραματικές προσπάθειες και επαφές της Κυβερνητικής Επιτροπής
με τον Γερμανό Φρούραρχο να μην ανατιναχθεί το λιμάνι του Πειραιά «Την 5.30΄απογευμαατινήν
της 12 η ς Οκτωβρίου ήρχισαν αι τρομακτικαί ανατινάξεις και εξηκολούθησαν μέχρι
νυκτός. Κόπος και μόχθος γενεών κατεστρέφετο. Ευτυχώς χάρις εις τα ληφθέντα
μέτρα, δεν είχομεν, εκτός από ένα νεκρόν και ένα τραυματίαν, άλλα θύματα», γράφει
ο Θεμιστ. Τσάτσος, εκπρόσωπος της ελεύθερης Κυβέρνησης. Ευτυχώς, χάρη στην επέμβαση
του ΕΛΑΣ, σώθηκε το Εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής Αθήνας- Πειραιά, όπως αναφέρει
έκτακτο ανακοινωθέν του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ, με ημερομηνία 13 Οκτωβρίου
1944.
Στις 14 Οκτωβρίου, σύμφωνα με το πρόγραμμα
της κυβερνητικής επιτροπής, τελέστηκε στη Μητρόπολη θεία Λειτουργία και
Δοξολογία χωρίς επισημότητα, επειδή ακόμη δεν είχε έλθει η ελεύθερη Κυβέρνηση.
«Με μεγάλην συγκίνησιν εισήλθομεν την 10.30΄ εις την Μητρόπολιν υπό τας
ενθουσιώδεις επευφημίας των παρισταμένων. Η εν τη εκκλησία τελετή
χοροστατούντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, αειμνήστου Δαμασκηνού, εν
τω μέσω του κλήρου, θα μείνει εις όσους ηυτύχησαν να παραστούν αλησμόνητος»
γράφει ο Θεμιστ. Τσάτσος και συνεχίζει: «Τα κείμενα της λειτουργίας συνέθεσεν
επίτηδες ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος και δεν υπήρχε λέξις και φράσις, η οποία
να μην προσελάμβανε, δεδομένης της ιστορικής στιγμής, απεράντους διαστάσεις. Ποτέ
δεν διεπίστωσα την ενότητα του λαού μας με την εκκλησία του βαθύτερον.(…) Όταν ήκουσα
υπό τον θόλον του Παντοκράτορος τους μεγαλειώδεις ύμνους, που υμνούν την υπέρμαχον
Στρατηγόν, ενόμισα ότι χθες έφυγαν οι βάρβαροι από την Κωνσταντινούπολιν, ενόμισα
ότι πίσω από την Πλατυτέραν διαβλέπω την πολιούχον, την Πρόμαχον Αθηνάν. Εις το
τέλος της υπερόχου λειτουργίας ο Μακαριώτατος έρανε τους παρισταμένους με ροδοπέταλα
και φύλλα δάφνης…».
Και να! Τμήματα του Βρετανικού Στρατού και
του Ιερού Λόχου καταφθάνουν στην πλατεία της Ομόνοιας. Τα πλήθη ενθουσιώδη
τρέχουν να τους υποδεχθούν με σημαίες ελληνικές και συμμαχικές, με πλακάτ των
οργανώσεών τους και συνθήματα. Φωτογραφίες της εποχής δείχνουν στιγμές εθνικής
συγκίνησης εκεί στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Καταθέσεις στεφάνων από
στρατιωτικούς, αθρόα συρροή λαού και πιο συγκλονιστική μια φωτογραφία με ναύτες
και αξιωματικούς κατά παράταξη, γονατιστούς μπροστά στο ιερό Μνημείο.
΄Ηδη η πολιτική
της Εθνικής Ενώσεως, όπως θεμελιώθηκε με τα Σύμφωνα του Λιβάνου και της Καζέρτα,
έφερε την αναίμακτη απελευθέρωση στην
Ελλάδα. Συμφωνεί και ο Παναγ. Κανελλόπουλος, αλλά για την ιστορική αλήθεια
προσθέτει : «Το γεγονός ότι «το νόμιμο» Κράτος ξαναγύρισε στη χώρα χωρίς τη βία
των όπλων, χωρίς αιματοχυσία ήταν ιστορικά σημαντικό. Αλλά όταν έφτασα στην
Καλαμάτα (οι Γερμανοί βρίσκονταν ακόμη στην Πάτρα και στην Βορειοανατολική
Πελοπόννησο) άχνιζε ο τόπος από ζεστό ακόμη αίμα χιλιάδων Ελλήνων, αμαρτωλών
και αθώων, που είχαν προστεθεί στα αναρίθμητα θύματα των Γερμανών».
Τέλος η Ελληνική Κυβέρνηση επαναπατρίζεται.
Εγκαταλείπει τον «Τελευταίο σταθμό» της διαδρομής της , την Κάβα ντει Τιρέννι
στην Ιταλία, και μέσω Τάραντα και Πόρου φθάνει με το θωρηκτό « Αβέρωφ» στον
Πειραιά στις 18 Οκτωβρίου 1944. Είναι η μεγάλη μέρα!
Ο Λαός της Πρωτεύουσας επιφυλάσσει παλλαϊκή
υποδοχή στην Κυβέρνηση της Απελευθέρωσης. Συγκινητικές οι στιγμές στην
Ακρόπολη, όπου κατευθύνεται ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου με τον
Στρατηγό Σκόμπι. Νεάνιδες του Λυκείου Ελληνίδων με τη συνοδεία ευζώνων και
αντιστασιακών μεταφέρουν την Ελληνική Σημαία και την παραδίδουν στον ΄Ελληνα
Πρωθυπουργό. ΄Επαρσις Σημαίας στον ελεύθερο ελληνικό ουρανό! Ζήτω η Αιωνία
Ελλάς! Τιμητικά αγήματα του Ιερού Λόχου και του ΕΛΑΣ παρουσιάζουν όπλα.
Ακολουθεί Δοξολογία στη Μητρόπολη και ακολούθως ο Πρωθυπουργός Γεώργιος
Παπανδρέου κατευθύνεται στην Πλατεία Συντάγματος.
Συνωστίζονται τα πλήθη του ενθουσιώντος
λαού. «Ποτέ δεν είχα δει την Πλατεία σε τέτοιο σημείο συμπληρωμένη από λαό. Το
δάσος οι σημαίες κι οι πινακίδες συνθέτανε μια εικόνα παρδαλή και ζωηρή, πολύ
αλλοιώτικη απ’ το θέαμα των παλαιών αθηναϊκών συλλαλητηρίων, όπου έβλεπε κανείς
μοναχά ένα γκρίζο πλήθος», γράφει ο Γ. Θεοτοκάς.
Και με καταφανή συγκίνηση ο Πρωθυπουργός εν
μέσω επευφημιών εκφωνεί τον ιστορικό Λόγο της Απελευθέρωσης: « Ασπαζόμεθα την
ιεράν γην της ελευθέρας Πατρίδος… Οι βάρβαροι, αφού εβεβήλωσαν, επυρπόλησαν και
εδήωσαν, επί τρία και ήμισυ έτη, πιεζόμενοι πλέον από την συμμαχικήν νίκην και
την εθνικήν μας αντίστασιν τρέπονται εις φυγήν. Και η Κυανόλευκος κυματίζει
μόνη εις την Ακρόπολιν…
Από τα βάθη της Ιστορίας οι ελληνικοί αιώνες
πανηγυρίζουν την επάνοδον της Ελευθερίας, εις της αρχαίαν Πατρίδα της. Και
στεφανώνουν την Γενεάν μας. Διότι ολόκληρος ο λαός μας υπήρξεν αγωνιστής της
Ελευθερίας.(…) Αλλά προς Σε, περισσότερον, Λαέ των Αθηνών, Λαέ της περιφερείας
της Πρωτευούσης, ανήκει ο εθνικός έπαινος. Εδώ επάλλετο η αδάμαστος καρδία της
Ελλάδος…»
Ακολούθως ο Γ. Παπανδρέου επισημαίνει ότι
«αποτελεί απόφασιν όλων των μεγάλων Συμμάχων μας (και της Μεγάλης Βρετανίας και
των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενώσεως) όπως οι Βούλγαροι αμέσως,
άνευ συζητήσεων, εγκαταλείψουν τα ελληνικά εδάφη. Και η διαβεβαίωσίς μας εν τω
μεταξύ, έχει επαληθεύσει».
Εκθέτοντας ο Πρωθυπουργός τις προγραμματικές
δηλώσεις της Κυβερνήσεώς του υπόσχεται ότι σκοπός είναι η εθνική απελευθέρωση,
αλλά και η εθνική αποκατάσταση και η πλήρης ασφάλεια των νέων συνόρων μας.
Παράλληλα όμως θα υπάρξει μέριμνα για την οικονομική αποκατάσταση και την
ανοικοδόμηση της Χώρας. Αλλά και για την πραγματοποίηση της οικονομικής
ευημερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Προ πάντων όμως επιβάλλεται η εθνική
ένωση. «Νέος κόσμος θα υψωθή από τα ερείπια…». Τελειώνοντας επιμένει στο θέμα
της εθνικής ομοψυχίας. « Η εποχή μας ανήκει βεβαίως εις άλλον αιώνα, έχει όμως
πολλάς ομοιότητας με την εποχήν του ΄21. Και σήμερον, όπως και τότε, εξερχόμεθα
από τον αγώνα πλήρεις από δόξαν, ερείπια και διχόνοιαν. Γνωρίζομεν πού οδήγησε
τότε η διαίρεσις και οφείλομεν να εμπνεσθώμεν από το παράδειγμα δια να το
αποφύγωμεν.(…) Μόνον η εθνική ένωσις σώζει !..». Δυστυχώς όμως τις μέρες χαράς και
τους πανηγυρισμούς για την Απελευθέρωση διαδέχτηκε ο εμφύλιος εθνικός σπαραγμός…
΄Εβλεπε ο ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης τις
θυσίες των Ελλήνων και το αβέβαιο μέλλον της Ελλάδας. Ως διπλωματικός
υπάλληλος, με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, είχε
ακολουθήσει την εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση στο Κάΐρο, στην Πραιτόρια της Ν.
Αφρικής, στην Ιταλία. ΄Εζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων
πολιτικών και των Συμμάχων για το μέλλον της Πατρίδας μας. Κατέγραφε τις
εντυπώσεις του και πονούσε… «Τελευταίος Σταθμός», επιγράφεται το ποίημα, που
έγραψε στο «τυρρηνικό χωριό- Cava dei Titteni – πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο» της
Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Εκεί σταθμεύουν η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση
και οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες, προερχόμενες από την Αίγυπτο, για να
επιστρέψουν στην Ελλάδα με την αποχώρηση των Γερμανών από τα ελληνικά εδάφη. Κι
ο Σεφέρης, ο πρόσφυγας, «σαν άνθρωπος που κατάντησε κι αυτός πραμάτεια» και
είναι «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας» κι ενώ αναλογίζεται τι
είδε κι έζησε κατά τη διάρκεια του πολέμου, εκδηλώνει τον πόνο του, λίγο πριν
φτάσει στην Πατρίδα… Και μονολογεί με πίκρα:
« Στάζει τη μέρα
στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων
πόνος…»
Είναι ο πόνος
που στάζει στην καρδιά μέρα νύχτα και θυμίζει συμφορές και θλίψεις του λαού
μας. Κι όμως το δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά ποιος ξέρει τι θα
επακολουθήσει… Τώρα όμως τον συνέχει η λαχτάρα να αντικρίσει την πολυπόθητη
Ελλάδα. Γράφει στο Ημερολόγιό του:
«Κυριακή 22
Οκτώβρη»
« Όταν μπαίνει
κανείς στην Ελλάδα, το αίσθημα όχι πως προχωρείς, αλλά πως ανεβαίνεις
σκαλοπάτια, πως περνάς ένα κατώφλι. ΄Άλλος κόσμος, σε άλλο επίπεδο. Σήμερα το
πρωί η ανατολική ουρά της ΄Υδρας, ο Πόρος, έπειτα το όρος της Αίγινας ένα
αγκάθι πίσω απ΄ τον κάβο, κι έπειτα, με τα γυαλιά, η Ακρόπολη.
΄Ημουν, νομίζω, ο πρώτος που την ξεχώρισα.
΄Ολοι, ξένοι και δικοί μας, στρατιώτες και βαθμοφόροι, όλο το πλήρωμα, απ΄ τη
μια άκρη του καραβιού ως την άλλη, είχανε σταματήσει σε μιαν απόλυτη σιγή, όπως
όταν ο αρχιμουσικός χτυπήσει το ραβδί στο αναλόγιο σε μιαν αίθουσα συναυλίας.
Σήμερα κλείνω ακριβώς τριάμισι χρόνια από
τότε που έφυγα από τον Πειραιά στις 22 τ’
Απρίλη του 1941.
Η πιο όμορφη η
πιο αλαφριά μέρα του κόσμου». (ΜΕΡΕΣ Δ΄» 1941-1945).