Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
Εὐκαιριακά περνῶ ἀπό τήν Λεωφόρο Μεγαλόχαρης. Ὃποτε ὃμως συμβαίνει, πάντα κάποιος, κάποια, κάποιοι θά ἀνηφορίζουν μές τό λιοπύρι ἱκετευτικά μετρῶντας τά δάκρυα, τό αἷμα, τόν πόνο, τήν ἀνημπόρια, τήν ἐλπίδα τους, γονατιστά.
Εἶναι ἀπό τίς εἰκόνες πού ἀδιάφορα προσπερνᾶμε, καί πού σιωπηρά τρέφονται, συνδαυλίζονται, συμφέρουν τήν τοπική προσκυνηματική πολιτική ὃλων τῶν ἐμπλεκομένων. Ἂν εἶχε ὁ πόνος αἷμα, ἡ θάλασσα ἀπό Πειραιά καί Ραφήνα πρός Τῆνο, θά ἦταν βαθιά κόκκινη, χοντροκόκκινη.
Γιά τά σαδιστικομαζοχιστικά στοιχεῖα πού ἐνσωματώθηκαν πλέον στόν χριστιανισμό-θρησκεία, μέ εὐθύνη τῶν ταγῶν του, γιά τό πλέγμα ἐνοχῶν πού καλλιεργοῦν καί πού προκαλοῦν ἰδιάζουσες ψυχικές καί σωματικές ἀσθένειες, ἒχουν κατ’ ἐπανάληψη μιλήσει οἱ εἰδικοί. Ἐργαλειοποίησαν τόν χριστιανισμό, τόν ξέκοψαν γιά λειτουργική μόνο χρήση, προκειμένου νά νομιμοποιήσουν τίς δικές τους αὐταρχικές ἐπιλογές, τίς δικές τους ἐξουσιαστικές τάσεις. Πλέον φανερά χωρίς προσχήματα ἀναζητοῦν ἐχθρούς καί ἀνεγκέφαλους ὑπάκουους πιστούς.
Ἁπλᾶ μέ αὐτή μου τήν παρέμβαση ἢθελα νά ρωτήσω: Γιατί κανένας δεσπότης, κανένας παπάς, κανένας καλόγερος καμμιά καλόγρια δέν ἀνεβαίνει, οὒτε ἒχει ἀνέβει ποτέ μέ τά γόνατα τήν ἀνηφόρα τῆς Παναγίας; Τί ἒχει νά πεῖ, νά ψελλίσει ἒστω ὑπαινικτικά, ἡ συναισθηματική κενολογία τους, γιά τά ἀγωνιώδη χείλη ἑκατομμυρίων παιδιῶν πού ἀργοσβήνουν παγκόσμια ἀπό ἀνέχεια, γιά τό θολό βλέμμα τοῦ ναρκομανή πού ἐκλιπαρεῖ γιά τήν δόση του, γιά ὂλους αὐτούς πού δέν ζοῦν χωριστά ἀπό ἐμᾶς ἀλλά αἰσθάνονται ἐξοστρακισμένοι; Πῶς αἰσθάνονται οἱ κληρικοί μας; Τί ἒχουν νά ποῦν αὐτές οἱ φωνές πού προσποιοῦνται τίς ζεστές, πού μετά βίας ἀπ’ ἂμβωνος συγκρατοῦν τούς λυγμούς τους; Γιατί δέν τούς ζεσταίνει τίποτα, γιατί δέν τούς συγκινεῖ τίποτα; Δέν χαμηλώνουν ποτέ σ’ αὐτούς οἱ προβολεῖς, τά φῶτα τοῦ συμφέροντος, νά μπορέσουν νά δοῦν τούς κτυπημένους ἀπό τόν πόνο; Δέν διακρίνουν στόν καταιγισμό τοῦ πόνου τήν ἀνάδυση τῆς ψευτιάς τους, τῆς ὑποκρισίας τους; Δέν βλέπουν τό φρικιαστικό δρᾶμα πού γέννησε ἡ ἀπληστία, ὃτι ὃλα χάνονται στήν γενική μας ἀδιαφορία;
Γιατί οἱ δῆθεν πατέρες μας δέν παγώνουν μέ τήν ἰδέα τῆς ἀσθένειας, δέν ξαφνιάζεται ἡ δίκην μαζορέτας χρυσοστολισμένη φλυαρία τοῦ δεσπότη μέ τήν ἰδέα τοῦ πόνου, δέν σαρώνεται ποτέ ἡ φτιασιδωμένη του ἰδιοτέλεια, οὒτε καί τώρα πού κτυπήθηκε καί ὁ ἲδιος; Πόσο μπορεῖ νά μετράει ἓνα δεσποτιλίκι μπροστά στήν συντριβή, στήν διάρρηξη, στά κατάγματα, στίς διατρήσεις τοῦ σώματος, στά κομματιάσματα, στά διαστρέμματα, στά χάσματα τῆς ψυχῆς; Δεν ντροπιάζεται ποτέ ἡ κενόδοξη φιλαρχία τους, τά ξύλινα ἀκατάσχετα ρητορεύματά τους, τά φανταχτερά σιδερικά του, οἱ μεταξωτές πλερέζες τους, οἱ κατά καιρούς ποικιλόχρωμοι τσουμπέδες τους, ἀπό τήν ἒλλειψη μεταφυσικῆς ἐλπίδας, ἀπό τήν ἀπουσία ἐμπειρικῆς ψηλάφισης τοῦ πόνου;
Τί περιθώρια αἰσθήματος νά ἒχει ἓνας ἀκκιζόμενος ἀφοῦ τόν ἐνδιαφέρει ἁπλῶς νά βλέπει βεβαιούμενη καί καθρεπτιζόμενη τήν λογική τοῦ φαντάσματός του ἀκόμη καί μέσα ἀπό τήν μίτρα. Ἀντιφατικά ἂμορφη ἀξιοπρέπεια, μέ ἀκμαῖες φιλοδοξίες, πού κοιτάζουν ἀδιάκοπα πρός τήν Ἀθήνα, χωρίς νά τό ἀξίζει, οὒτε καί νά τό μπορεῖ. Ύψωσε τούς πόθους του σέ ἰδανικό. Δέν εἶναι ὁ τόπος ὃμως πού δέν τόν χωράει, ἀλλά ὁ τρόπος του. «Μωραίνει Κύριος ὂν βούλεται ἀπολέσαι».
Ἡ Ἐκκλησία τοπικά ἀφυδατώνεται εὐαγγελικά, βυθιζόμεθα ὃλο καί πιό πολύ στήν παραλυτική ἀπάθεια, πιό βαθιά στήν δεισιδαιμονία, στήν ἀγυρτεία, στήν ἀπληστία. Ἡ λειτουργία ξέπεσε σέ ἱεροτελεστία, ἀπό χῶρος τοῦ ἀπείρου μετεβλήθη σέ κράτος θεοκρατικό, στήριγμα τοῦ κράτους. Ψυχοπάθεια μιᾶς ζωῆς, ἡ ὁποία δεν κατόρθωσε νά λειτουργηθεῖ καί νά λειτουργήσει. Θεέ μου σῶσε μας ἀπό ἐκείνους πού σέ ἐμπαίζουν, ἀπό ἐκείνους πού μᾶς δουλεύουν!
Ὁ τίτλος εἶναι ἀξιόλογη ταινία τοῦ Σουηδοῦ σκηνοθέτη Μπέργκμαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου