τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
Ἡ ἀνατριχιαστικὴ πραγματικότητα ξεπερνάει καὶ
τὴν πιὸ ἀχαλίνωτη φαντασία. Οἱ οἰωνοί, δυσοίωνοι. Μέσα στὸ σούρουπο, ἐκεῖ στὸ
κηπαράκι τοῦ Χατζηράδου, χαμηλοπετοῦν τὰ τελευταῖα γαϊλοσμήνη τοῦ Ξώμπουργου. Τὰ
κρωξίματά τους ἀκούγονται σὰν γοερὸ κλάμα τρομαγμένων παιδιῶν. Ἡ νόμιμη κόρη τοῦ
θεοσεβούμενου Ἀνδρόνικου Β΄, ἡ παιδίσκη Συμεωνίδα, κατευθύνεται πρὸς τὶς ἐκβολὲς
τοῦ Βόλγα γιὰ νὰ ἔρθει σέ γάμο μέ τὸν Χὰν τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς. Μωρὸ τὴν ἔφερε ὁ
πατέρας της, γιὰ νὰ τὴν παντρέψει μὲ τὸν Κράλη τῆς Σερβίας, τὸν μεσήλικα Στέφαν
Οὖρος Μιλιούτι. Πενταετὴς ἡ πορφυρογέννητη νύφη, οὔτε νὰ νιφτεῖ μονάχη της δὲν ἦταν
μπορετό. Τὸ ἀνίερο, παιδοφιλικὸ συνοικέσιο, διπλωματικὸς ἐλιγμός.
Τὴν ἑπόμενη ἕνας μοναχικὸς νυχτοκόρακας δὲν
πήγαινε νὰ κουρνιάσει ἂν δὲν σιγουρευόταν ὅτι γνώριζα, πὼς ὁ ἐκ Παλαιολόγων, ἕνας
ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ἔστειλε τὴν κορούλα του νὰ παντρευτεῖ τὸν Χὰν τῶν Μογγόλων, ἀλλὰ
ἐπειδὴ ὥσπου νὰ φτάσει ἡ νυφούλα στὰ βάθη τῆς Ἀσίας, ὁ ὑποψήφιος γαμπρὸς
πέθανε, ἡ Παλαιολογίνα παντρεύτηκε τὸν γιό του. Ἔτσι ἁπλά. Ἕνα περιστατικὸ
διπλωματικῆς ρουτίνας.
Τό ’χουν πλέον κακὸ συνήθειο αὐτοὶ οἱ καταραμένοι
οἰωνοὶ γύπες νὰ χαμηλοπετοῦν καθημερινὰ στὴν ἴδια περιοχή, ἀπὸ ἀριστερά, ἀπὸ
δεξιά, χωρὶς τὸ ἐλπιδοφόρο πέταγμα ἐρωδιοῦ. Τὴν ἴδια
ὥρα, μὲ τὶς ἴδιες κραυγές, ἔρχονται νὰ μοῦ θυμίζουν τὶς ἀνώνυμες ταπεινὲς
καθημερινὲς γυναῖκες ποὺ ἀφιέρωσαν ὅλο τους τὸ εἶναι στὰ αὐτονόητα καὶ κράτησαν
τὴ συνοχὴ τῆς κοινωνίας. Ἀναστασίες, Εὐφροσύνες καὶ Εἰρηνοῦλες στὸ Σαράι, στὸ Ἄαχεν,
στὸ Κίεβο, στὴν Ταυρίδα, ποὺ ἔκαναν ἁπλὰ τὸ καθῆκον τους. Ἐπιτέλεσαν τὸν σκοπὸ
τῆς ὕπαρξῆς τους, ὅπως ὅλες οἱ καταδικασμένες στὴν ἀφάνεια γυναῖκες. Οἱ ἀνώνυμες,
ἀθέατες, ἐξόριστες τῆς ἱστορίας.
Αὐτὴν τὴν ἔκλεψε ὁ Σουλτάνος, τὴν ἄλλη τὴν ἔκανε
πεσκέσι ὁ πατέρας της στὸν Μογγόλο Βασιλιά, τὴν ἄλλη στὸν Ὀθωμανὸ γιὰ
καλοπιάσματα πολιτικά, ἄλλη τὴ διαπραγματεύτηκε ὁ ἀδελφός της, τὴν ἄλλη κάποιος
προξενητής, τὴν ἄλλη τὴν ἔστειλαν δούλα στὴ Σύρα ἢ τὴν Ἀθήνα, τὴν ἄλλη τὴν ἔβαλαν
στὸ πλοῖο γιὰ Αὐστραλία, γιὰ κάποιον ἄγνωστο γαμπρό, ἄλλες ποὺ πέφτουν στὸ
κρεβάτι μὲ κάποιον ποὺ τὸν εἶδαν πρώτη φορὰ στὴ θρησκευτική τους τελετή, γιατὶ ἔτσι
λέει τὸ Κοράνι τους, ἄλλες ποὺ τὶς σκότωσαν καὶ τὶς πέταξαν στὰ σκουπίδια
τεμαχισμένες, ἄλλα ἄδολα κοριτσόπουλα ποὺ πίστεψαν στὰ γλυκόλογα τοῦ ἀδίστακτου
νταβατζῆ,
ποὺ βασανίζονται μέχρι θανάτου ἀπὸ δαύτους, ἄλλες Τρωαδίτισσες ποὺ ἡ μοίρα τὶς ὑποχρέωσε
νὰ ὑπηρετοῦν ἀνόητους πορνόγερους, ἄλλες ποὺ ἀπὸ Γεωργίες ἔγιναν Κώσταινες, ποὺ
πενθοῦν μαυροντυμένες μιὰ ζωή…
«…Ἀπὸ πολὺ παλιὰ ὁ ἄνδρας ἄσκησε τὴν κυριαρχία
του πάνω στὴ γυναίκα ἔτσι ποὺ νὰ ἀναπτυχθεῖ μέσα της ἕνα σύμπλεγμα
κατωτερότητας. Κινούμενος ἀπὸ τὸ συμφέρον, ὁ ἄνδρας θέλησε νὰ τὴν πείσει πὼς ἦταν
κατώτερή του καὶ αὐτὴ τὸ πίστεψε. Ἀλλὰ ὅμως οἱ φωτισμένοι σοφοὶ ἀναγνώρισαν τὴν
ἰσότητα τῆς θέσης της.
...Ἀπὸ ὅλα ἐκείνα τὰ κακὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἄνδρας εἶναι μόνος του ὑπεύθυνος, τὸ περισσότερο ἀτιμωτικό, ἀπεχθὲς καὶ κτηνῶδες εἶναι ἡ ἀναίσχυντη ἐκμετάλλευση τῆς καλύτερης μερίδας τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ ἄδικα ὀνομάζουμε ἀδύνατο φύλο. Ἀπὸ τὰ δύο, τὸ θηλυκὸ φύλο εἶναι τὸ εὐγενέστερο, γιατὶ ἐνσαρκώνει ἀκόμα καὶ σήμερα τὴ θυσία, τὴν καρτερία, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν πίστη καὶ τὴ φρονιμάδα». (Μαχάτμα Γκάντι, Ἡ ἀποστολὴ τῆς γυναίκας).
Λένε ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ἐλευθέρωσε τὴ
γυναίκα, τὴν ἔκανε ἰσότιμη μὲ τὸν ἄνδρα. Ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ψεύδη. Τὸ Εὐαγγέλιο
ναί, ἀλλὰ οἱ κληρικοὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν, μὲ πρῶτο τὸν Παῦλο, φρόντισαν νὰ ἔχουν
διαφορετικὴ ἄποψη καὶ φυσικὰ νὰ τὴν ἐπιβάλουν. Οἱ ἄνδρες σχεδίασαν
καὶ ἀπόσωσαν τὰ πάθη, καὶ μόνο στὶς γυναῖκες δόθηκε ἡ χάρη νὰ γίνουν μάρτυρες τῆς
Ἀναστάσεως ἐκείνη τὴν αὐγή. Αὐτὲς γεννοῦν καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι σὲ θέση νὰ
δείξουν τὴν νίκη τῆς ζωῆς πάνω στὸν θάνατο· αὐτὲς γνωρίζουν ἀπὸ πίστη καὶ
ἀγάπη, ὥστε νὰ δοῦν μιὰ πραγματικότητα ἡ ὁποία ζητεῖ ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς. Ὁ
Λουκᾶς
(24,4-11) μάλιστα σημειώνει ὅτι οἱ γυναῖκες ἀνέφεραν στοὺς μαθητὲς τὰ γεγονότα,
ἀλλὰ «ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (παραλήρημα) τὰ ρήματα
αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς». «Τί λένε, μωρέ, αὐτὲς οἱ βλαμμένες, τρελάθηκαν;».
Τώρα ποιὸς βρίσκεται σὲ λῆρο, μᾶς
τὸ λένε τὰ γεγονότα: ἀπαγορεύεται νὰ πᾶτε στὸ Ἅγιο Ὄρος, νὰ μποῦν στὸ Ἱερὸ ἀκόμη καὶ ὅταν σαραντίζονται
κοριτσάκια, νὰ κοινωνήσουν καὶ νὰ προσκυνήσουν ὅταν ἔχουν τὴν ἔμμηνο ρύση, νὰ
γίνουν κληρικοί, νὰ μιλήσουν στὶς ἐκκλησίες, νὰ γίνουν ἁγίες… Ὅλες οἱ σωρηδόν σύγχρονες
ἁγιοποιήσεις ἀναφέρονται σὲ ἄνδρες κληρικοὺς ἢ μοναχοὺς καί πάντα ἀγάμους. Τέλος,
καλό θά εἶναι νά μήν ξεχνᾶμε, ὅτι μόλις
τὸ 1545 μ.Χ. ἡ Σύνοδος τοῦ Τριδέντου ἀποδέχτηκε
ὅτι οἱ γυναῖκες ἔχουν ψυχή... Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος μᾶς
τὸ λέει πολὺ λαγαρά: «Ἄντρες
ἦσαν οἱ νομοθετοῦντες καὶ κατὰ τῶν
γυναικῶν ἡ νομοθεσία».
Γι’ αὐτὲς τὶς ψυχὲς ἤθελα νὰ μιλήσω, γράφοντας γιὰ τὴν Ἀναστασία, γιὰ τὶς αὐξανόμενες παγκόσμια γυναικοκτονίες, γιὰ τὶς πονεμένες αὐτὲς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, καταστάσεις καὶ πράγματα ποὺ παραμένουν στὴ σιωπή, μήπως καὶ δημιουργήσω κάποια ρωγμὴ στὰ στεγανὰ τῆς ψυχῆς μας. Ἡ ἀνδρεία εἶναι καταφανῶς ἀνδρικὴ ἀρετή, ὡστόσο κανένας ἀρσενικὸς δὲν πρόσφερε τόσα ὅσα οἱ εὔθραυστες, τυραννισμένες αὐτὲς γυναῖκες, ποὺ μόνο ἡ συλλογικὴ συνείδηση τὶς ἁγιοποίησε. Μιλάω γιὰ τὴν ταπεινὴ καθημερινότητα τῶν γυναικῶν ποὺ ἀφιέρωσαν ὅλο τους τὸ εἶναι στὰ αὐτονόητα καὶ κράτησαν καὶ κρατοῦν τὴ συνοχὴ τῆς κοινωνίας. Τὴν ἄποψη ὅλων τῶν Ἀναστασιῶν γιὰ τὰ πράγματα δὲν θὰ τὴ μάθουμε ποτὲ. Θὰ παραμείνει θαμμένη στὰ βάθη τῆς λήθης γιὰ λόγους δικῆς μας ἀσφάλειας ἢ ἀδιαφορίας. Μόνο ὅποια ἔζησε τὴ βία, αὐτὴ ποὺ ἄλλη δὲν ἔχει παρόμοια, μπορεῖ νὰ τὴν ἐξιστορήσει. Ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἐσωτερικῆς δύναμης ἦταν ὁ δικός τους τρόπος νὰ ὁρίζουν τὶς ἀντοχὲς τῆς μοίρας τους.
Δὲν εἶναι ἡ Ἀναστασία, εἶναι οἱ ἀκριβὲς σας
κόρες, εἴσαστε ὅλες ἐσεῖς ποὺ θρηνεῖτε ποὺ δὲν βλέπετε τὰ μάτια τοῦ ἀγαπημένου
σας, αὐτὰ ποὺ καθρεφτιζόσασταν καὶ μαθαίνατε ἀντάμα τὸν ἔρωτα. Ὅλες ἐσεῖς ποὺ ἀντιπαλεύετε
τὴ σκληρότητα, τὴν ἀπώλεια τῶν ἀγαπημένων σας, τὴν ἀπελπισία τῆς ἐκμετάλλευσης,
ποὺ μὲς στὸν ψυχικό σας κόπο λυτρώνεστε μὲ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ τρόπου καὶ τῆς στιγμῆς
τοῦ τέλους σας!
Μιὰ μιὰ πηγαίνετε νὰ συναντήσετε τὸν Χάρο καὶ τὸν καλεῖτε νὰ παλέψετε στὰ περβόλια, μὲς στοὺς ἀνθισμένους σας κήπους. Ὁ Καβάφης θὰ μᾶς θυμίσει τὴν Κρατησίκλεια, τὴν αἰχμάλωτη τοῦ βασιλιᾶ Πτολεμαίου, ποὺ πήγε μὲ τὸ κεφάλι ψηλὰ στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσῆς της· ὅπως χιλιάδες ἄλλες γυναῖκες καὶ κορίτσια. Γεμάτη ἡ ἱστορία μας ἀπὸ «ἄσκυφτες ψυχές», μὲ πρῶτες τὶς ἐμβληματικὲς Σουλιώτισσες. Εἶναι αὐτὲς οἱ ὁποῖες «ἔκαναν οἶστρο τῆς ζωῆς τὸν φόβο τοῦ θανάτου» (Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος).
«Δὲν καταδέχονταν ἡ Κρατησίκλεια
ὁ κόσμος νὰ τὴ δεῖ νὰ κλαῖει καὶ νὰ θρηνεῖ·
καὶ μεγαλοπρεπὴς
ἐβάδιζε καὶ σιωπηλή.
Τίποτε δὲν ἀπόδειχνε
ἡ ἀτάραχη μορφή της
ἀπ’ τὸν καϋμὸ καὶ
τὰ τυράννια της.
Μὰ ὅσο καὶ
νάναι, μιὰ στιγμὴ δὲν βάσταξε·
καὶ πρὶν στὸ ἄθλιο πλοῖο μπεῖ νὰ πάει στὴν Ἀλεξάνδρεια,
πῆρε τὸν ὑιό της
στὸν ναὸ τοῦ Ποσειδῶνος,
καὶ μόνοι σὰν
βρεθήκαν τὸν ἀγκάλιασε
καὶ τὸν ἀσπάζονταν,
«διαλγοῦντα», λέγει
ὁ Πλούταρχος,
«καὶ συντεταραγμένον».
Ὅμως ὁ δυνατός
της χαρακτὴρ ἐπάσχισε·
καὶ συνελθούσα ἡ
θαυμασία γυναίκα
εἶπε στὸν
Κλεομένη «Ἄγε, ὦ βασιλεῦ
Λακεδαιμονίων, ὅπως,
ἐπὰν ἔξω
γενώμεθα, μηδεὶς
ἶδῃ δακρύοντας
ἡμᾶς μηδὲ ἀνάξιόν
τι τῆς Σπάρτης
ποιοῦντας. Τοῦτο
γὰρ ἐφ’ ἡμῖν μόνον·
αἱ τύχαι δέ, ὅπως
ἂν ὁ δαίμων διδῷ, πάρεισι.»
Καὶ μὲς στὸ πλοῖο μπῆκε, πηγαίνοντας
πρὸς τὸ «διδῷ».
Ἔλα, βασιλιὰ τῶν Λακεδαιμονίων,
ὥστε, ὅταν βγοῦμε, κανεὶς νὰ μὴ μας δεῖ
δακρυσμένους ἢ νὰ κάνουμε κάτι ἀνάξιο τῆς Σπάρτης. Τοῦτο μόνο εἶναι στὸ χέρι
μας. Ὅσο γιὰ τὶς τύχες μας, παραστέκουν, ὅπως δώσει ὁ Θεός.
(Κεφάλαιο ἀπό τήν Ἀναστασία τήν Χατζηραδιανή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου