Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Ἡ Χώρα μας, ὁ χῶρος μας· καημὸς ἀνθρώπινος καὶ καημὸς ἱστορικός.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 «ξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου λέγε, τί βλέπεις;

 Χρόνους πολλοὺς μετὰ τὴν μαρτία ποὺ τὴν εἴπανε Ἀρετὴ μέσα στὶς ἐκκλησίες καὶ τὴν εὐλόγησαν. Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς ἀραχνιασμένες τ' οὐρανοῦ σαρώνοντας ἡ καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτίσις, θὰ φρίξει. Ταραχὴ θὰ πέσει στὸν Ἅδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν πίεση τὴ μεγάλη τοῦ ἥλιου. Ποὺ πρῶτα θὰ κρατήσει τὶς ἀχτίδες του, σημάδι ὅτι καιρὸς νὰ λάβουνε τὰ ὄνειρα ἐκδίκηση. Καὶ μετὰ θὰ μιλήσει, νὰ πεῖ: ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου λέγε, τί βλέπεις;

- Βλέπω τὰ ἔθνη, ἄλλοτες ἀλαζονικά, παραδομένα στὴ σφήκα καὶ στὸ ξινόχορτο.

- Βλέπω τὰ πελέκια στὸν ἀέρα σκίζοντας προτομὲς Αὐτοκρατόρων καὶ Στρατηγῶν.

- Βλέπω τοὺς ἐμπόρους νὰ εἰσπράττουν σκύβοντας τὸ κέρδος τῶν δικῶν τους πτωμάτων.

- Βλέπω τὴν ἀλληλουχία τῶν κρυφῶν νοημάτων..

  σιμὰ ἡ μέρα ὅπου τὸ κάλλος θὰ παραδοθεῖ στὶς μύγες τῆς Ἀγορᾶς. Καὶ θὰ ἀγαναχτήσει τὸ κορμὶ τῆς πόρνης, μὴν ἔχοντας ἄλλο τι νὰ ζηλέψει. Καὶ θὰ γίνει κατήγορος ἡ πόρνη σοφῶν καὶ μεγιστάνων, τὸ σπέρμα ποὺ ὑπηρέτησε πιστά, σὲ μαρτυρία φέρνοντας. Καὶ θὰ τινάξει πάνουθέ της τὴν κατάρα, κατὰ τὴν Ἀνατολὴ τὸ χέρι τεντώνοντας καὶ φωνάζοντας:

 ξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου λέγε, τί βλέπεις;»

  (ξιον στίν, Ἐλύτης ὁ Μέγας).

 

 Μετρῶντας καὶ μονολογῶντας, φτάνω στὰ ἀκατοίκητα μέρη τοῦ Νησιοῦ ποὺ κτίζεται ἀνηλεῶς τὰ τελευταῖα χρόνια, μὲ τὶς ἀναβαθμίδες ποὺ συγκρατοῦν τὸ χῶμα νὰ ὑποχωροῦν μὲ ρυθμοὺς καταστροφικούς, μιὰ ἐνδοχώρα ποὺ ρημάζει γεωργικά, καὶ στὴν 1193η τσιμπιὰ ἄγριας μέλισσας, συναντῶ τὸν πανάξιο Αὐτοκράτορα ωάννη Γ΄ Βατάτζη, ὁ ὁποῖος, ἀνάμεσα στὶς ἐκστρατεῖες καὶ τὰ τόσα ἄλλα κρατικὰ καθήκοντα, διέθετε χρόνο γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ αὐτοπροσώπως μὲ τὰ αὐτοκρατορικὰ κτήματα, ἔχοντας ἀποκλείσει τὶς μέλισσες. «λο τὸ βιὸς μαζὶ καὶ τὰ μελίσσια χώρια», ἔλεγε. Μὲ τὰ αὐγὰ ἀπὸ τοὺς ὀρνιθῶνες του μάλιστα ἀγόρασε διάδημα μὲ κάμποσα πετράδια γιὰ τὴ σύνευνή του καὶ τῆς τὸ προσέφερε σὲ δημόσια τελετή, ἐκθειάζοντας τὰ φέλη ποὺ παρέχει ἡ καλὰ ὀργανωμένη ἀγροτικὴ οἰκονομία.

 Ὁ δεύτερος πολιτικὸς ποὺ ἐκτίμησε καὶ ἐπιδόθηκε προσωπικὰ στὴν καλλιέργεια, τρέμοντας κι αὐτὸς τὶς μέλισσες, ἦταν ὁ ὕπατος Κιγκινάτος. Τὸ 458 π.Χ. ἀνακηρύχθηκε ἀπὸ τὴ Σύγκλητο δικτάτορας (καμμιὰ σχέση μὲ ὅ,τι κουβαλάει ὁ ὅρος σήμερα) μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ πολεμήσει τοὺς Αἰκούους, οἱ ὁποῖοι πολιορκοῦσαν τὸ στρατόπεδο τοῦ ὑπάτου Μινούκιου στὸ ὄρος Ἄλγιδο τοῦ Λατίου (τὸ σημερινὸ Castello dell’ Aglio). Ἐν σώματι οἱ συγκλητικοί, φορῶντας τὶς τηβέννους τους, πήγαν στὸν Κιγκινάτο νὰ τοῦ ἀναγγείλουν ὅτι ἀνακηρύχθηκε δικτάτορας. Τὸν βρῆκαν νὰ καλλιεργεῖ τὸ χωράφι του. Τοὺς ζήτησε νὰ περιμένουν, πήγε στὸ σπίτι του, φόρεσε τὴν τήβεννό του κι ἔπειτα βγκε νὰ μιλήσουν, ἀποδεχόμενος τὴν παράκληση. Ἀργότερα ὑπῆρξε καὶ δεύτερη κρούση γιὰ δικτατορικὸ ὁρισμό του, ἀλλὰ καθὼς κοιτοῦσε τὰ μαρούλια του, ἀπάντησε εὐθέως ἀρνητικὰ στοὺς Συγκλητικούς.

 Τό σημερινό δικό μας μάτι ἒχει θολώσει, τὰ κάναμε ὅλα δυσδιάκριτα, δὲν βλέπουμε, ἐθελοτυφλοῦμε, ὑποκρινόμαστε πὼς δὲν βλέπουμε, πουλᾶμε τὰ πάντα ὅσο κι ὅσο, ξεπουλᾶμε τὴν Πατρίδα μας γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί· ἄλλοι πλουτίζουν ποντάροντας στὴ φθορὰ καὶ ὄχι στὴν ὀμορφιὰ τοῦ τόπου μας, ἀπειλεῖται ἡ φύση μας, τὰ λείψανα μας, καὶ ἐμεῖς «πέρα βρέχει».

 Πάει ἡ εὐθύτητα καὶ ἡ εὔγλωττη συστολὴ ποὺ χαρακτήριζε τὸ ἀνώνυμο πλῆθος· ἡ τσίπα ποὺ διέκρινε τὶς κινήσεις, τὶς ματιές, τὸν χαιρετισμό, τὶς φιλοφρονήσεις, τὶς συμπεριφορές. Πᾶνε οἱ αὐλὲς μὲ τὶς ροδιὲς καὶ οἱ καλοὶ οἱ φίλοι, τὸ ἀνεπιτήδευτο φυσικὸ καὶ κοινωνικὸ περιβάλλον, οἱ παραδοσιακοὶ ἔμποροι.

 Ὁ ντόπιος ἔγινε μοντέρνος καταναλωτὴς σὲ ὅλα του. Ὁ ξένος ἔγινε παντοῦ τουρίστας, ἀκόμη καὶ ὁ προσκυνητής (τὸ ἴδιο αἰσθάνεται καὶ ὁ ἴδιος), ἡ δὲ τουριστικὴ βιομηχανία ἀποδείχθηκε ἡ πιὸ ὕπουλη μορφὴ βίας. Ἀγέρωχοι, ἀκατάδεκτοι, ἄτεγκτοι καὶ ἄδικοι, δὲν προλαβαίνουμε νὰ ἀφουγκραστοῦμε τὴν ἀνάσα τῶν ἐκποιημένων. Ἐξ ἄλλου μόνο ὁ ἑαυτός μας μετράει.

 Μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουμε τὸ χάρισμα τοῦ λόγου τοῦ Ἐλύτη καὶ τὴ διεισδυτικὴ ματιά του, ἀλλὰ ποιός δὲν βλέπει μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια ὅσα καὶ ὅ,τι ὁ Μεγάλος τοῦ Ἔθνους μας; Ποιός δὲν βλέπει τὴν ἀλαζονεία, τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀναλγησία τῆς ἐξουσίας; Ποιός δὲν βλέπει πολιτικοὺς καὶ πολίτες νὰ ξεπουλᾶνε ὅσο ὅσο τὴν «πατρίδα» τους, τὴν πατρίδα μας, γιὰ ἐφήμερες δόξες καὶ ἐφήμερες ὑλικές ἀπολαύσεις;

   Στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Πατρίδας ἐπιφανεῖς Ἐφιάλτες ἔχουν στερεωθεῖ στὶς συνειδήσεις σὰν ἰνδάλματα. Ἀπὸ τοὺς 300 οἱ 48 εἶναι γόνοι ἄμεσοι πολιτικῶν «τζακιῶν», μέ ἂγνωστο ἀριθμό ἐρωτικῶν συντρόφων, μὲ ἐμᾶς νὰ ἡδονιζόμαστε μὲ τὸ «σασπὲνς» τοῦ ἐθνικοῦ μας τζόγου: Πῶς «τὴν ἔφερε» ὁ δικός μας στὸν ἀντίπαλο, καὶ μὲ ποιὸ τέχνασμα ὁ ἕνας ἐξουδετέρωσε τὴν πονηριὰ τοῦ ἄλλου.  

   Ἀπλοϊκὰ σημεία: Σὲ ἕνα κράτος μὲ καλὴ ἀνάγνωση τῆς Ἱστορίας του, ὅλα τὰ τιμαλφὴ ἀφιερώματα στὶς ἐκκλησίες, καὶ εἶναι ἀξίας δισεκατομμυρίων εὐρώ, θὰ ἐκποιοῦντο, οἰ δισεκατομμυριοῦχοι μας θά ἀναλάμβαναν μεγάλο μέρος τοῦ στρατιωτικοῦ ἐξοπλισμοῦ, ὅλοι οἱ ἄγαμοι κληρικοὶ θὰ παραιτοῦντο τουλάχιστον ἀπὸ τὸ μισό τοῦ μισθοῦ τους, οἱ βουλευτὲς θὰ νομοθετοῦσαν τὴν ἀποζημίωσή τους στὰ 2000 εὐρὼ μηνιαίως, καὶ οἱ συνταξιοῦχοι θὰ παραχωροῦσαν τὰ ἀναδρομικά τους πρὸς ἐνίσχυση τῆς ἀμυντικῆς μας ἰκανότητας, ἀντὶ νὰ ἐκλιπαροῦμε γιὰ τὴν ἄμυνα τῆς πάτριας γῆς καὶ θάλασσας ἀπὸ διεθνεῖς προσχηματικοὺς ὀργανισμοὺς καὶ ἀποδεδειγμένης ἀναξιοπιστίας κυβερνήσεις.

Δέστε τοπικά. Ἡ τερατώδης καταστροφὴ καὶ ὁ βανδαλισμὸς τοῦ πάγκαλου   τοπίου, μοναδικοῦ στὸν κόσμο, δὲν μετράει. Ὁ ἀφανισμὸς καὶ ἡ ἀπαξίωση τῆς διαχρονικῆς ἀρχιτεκτονικῆς σοφίας τοῦ ντόπιου δὲν λογαριάζεται. Ἡ βαρβαρικὴ ἀγλωσσία, ἡ ἀποκοπὴ ἀπὸ ἐθισμοὺς καὶ ἐκφραστικὴ καλλιέπεια δὲν ἐνοχλεῖ κανέναν μας πλέον. Τὸ ξεπούλημα κάθε κοινωνικοῦ πλούτου σὲ ἀδίστακτους μαφιόζους οὔτε. Τσακίστε τὰ καΐκια σας τοπικά, Αἰγιῶτες θὰ ἀποζημιωθεῖτε, ξεριζῶστε τὶς ἐλιές σας, θὰ ἀνταμειφθεῖτε, ξεπατῶστε τὰ ἀμπέλια σας, θὰ ἔχετε τὰ συγχαρητήριά μας, ἐγκαταλεῖψτε τὶς καλλιέργειές σας, θὰ σᾶς ἐπιβραβεύσουμε ἁπλόχερα. Μήν φορτώνουμε τό ρήμαγμα τῆς ἐνδοχώρας στά κατσίκια…

 Θυμίζω ὅτι μιλάω γιὰ τὴν Ἑλλάδα, τὴν Πατρίδα μας, αὐτὴν τὴ σαδιστικὰ καὶ διαστροφικὰ ἀτιμασμένη χώρα, τὴ λεηλατημένη ἀπὸ κάθε ἀξιοπρέπεια καὶ αὐτοσεβασμό. Ὅμως ὅταν πληγώνονται οἱ τόποι, τὰ μυαλὰ σαλεύουν καὶ αὐτά, ὁ ἄνθρωπος περνάει στὴν παράνοια, στὴ σχιζοφρένεια, δὲν διαταράσσονται μόνο οἱ ἀξίες. Ὁ τόπος δὲν εἶναι ἀνεξάρτητος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅ,τι μπαζώνεται ἀνεξέλεγκτα μὲ κερδοσκοπικὸ χαρακτήρα μπαζώνει καὶ ἐμᾶς μαζί του, ἀφοῦ ἀλλοιώνεται ὁ ἴδιος ὁ ψυχισμός μας, ἡ αἰσθητική μας, ἡ εὐαισθησία μας.  

 Ὑπάρχει ἕνας συλλογικὸς ἀποσυντονισμὸς ὀφειλόμενος στὴ χύδην κατάσταση ποὺ ὑπονομεύει τὴ Χώρα μας καὶ τὴν ποιότητα ζωῆς. Ἰδίᾳ μᾶς ἀπωθεῖ ἡ νεοεκκλησιαστικὴ αἰσθητικὴ καὶ ὁ χρυσομπογιατισμένος ἐκχυδαϊσμὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας. Πανελλαδικὰ πλέον οἱ δεσποτοπαπάδες, ἀντὶ «πινακίου φακῆς», κατάντησαν ἀργυρώνητοι ὑπηρέτες τῶν πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν συμφερόντων, ἀρεσκόμενοι νὰ συναγελάζονται μόνο μὲ ὑψηλὰ ἱσταμένους τῆς πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ζωῆς τοῦ τόπου.

Ὁ μαγνητισμὸς ποὺ ἀσκεῖ πάνω στὸν κλῆρο ἡ ἀνομία, ἡ ἐκμετάλλευση δὲν ἔχει ὅρια. Βλέπω τὸν ἑαυτό μου, τὰ παιδιά μου, ὅλους μας, νὰ τριγυρίζουμε μάταια σὲ ἕναν κλειστὸ ἀπὸ παντοῦ τόπο, τὸν Τόπο μας. Ἀκόμη καὶ τὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἐκκλησιῶν στάζει πάγο. Περάσαμε στὴν ἠλικία τῆς δογματικῆς σκληρότητας, τῆς ἀκαμψίας, τῆς ἀδέκαστης στάσης τοῦ ὑπερφίαλου αἰθεροβάμονα ποὺ διατυμπανίζει τὴν «ἀλήθεια» χωρὶς νὰ σκύβει στὰ ἀνθρώπινα, ἀντὶ νὰ γινόμαστε πιὸ ὡραῖοι, πιὸ ἀνεκτικοί, ἀντὶ νὰ μαλακώνουμε, ν’ ἀνοιγόμαστε σὲ ἀνοιξιάτικες μοσχοβολιές.  Παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα μας, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, ἀνεκτίμητο ἄμφιο, οἱ  ἀγαπημένες μας (πάλι αὐτὲς οἱ γυναίκες; «πάλιν καὶ πολλάκις»), αὐτὲς ποὺ κράτησαν τὴν πίστη στα δύσκολα, πού ζεσταίνουν καὶ σήμερα «παγωμένες Ἐκκλησιές», προσευχόμενες καὶ δεόμενες: «Ὑπὲρ τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων,  πού γονατιστὲς ἀπόμερα σιγοψέλνουν σέ ἦχο βαρύ: «Καὶ τὸν πρῶτο λόγο του ὁ στερνὸς τῶν ἀνθρώπων θὰ πεῖ, ν’ ὰψηλώσουν τὰ χόρτα, ἠ γυναῖκα στὸ πλάι του σὰν ἀχτίδα τοῦ ἥλιου νὰ βγεῖ. Καὶ πάλι θὰ λατρέψει τὴ γυναῖκα καὶ θά τήν πλαγιάσει πάνου στὰ χόρτα καθὼς πού ἐτάχθη. Καὶ θὰ λάβουνε τά ὄνειρα ἐκδίκηση, καὶ θὰ σπείρουνε γενεὲς στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!1 (ξιον στίν, Ἐλύτης ὁ Μέγας).

 Ἀδυνατῶ νὰ ἀνασυνθέσω ἱστορικὰ τὰ γεγονότα μὲ ὅ,τι βιώνουμε σήμερα. Τὰ δεδομένα μᾶς σαρκάζουν, ἀπὸ τὸ Μαίναλο ὡς τὸν Τσικνιὰ καὶ τὸ Μάτι. Οἱ σύγχρονοι Σειληνοὶ στὰ νεκροτομεῖα, στὰ τηλεοπτικὰ παράθυρα, στὰ ταμεῖα τῶν τραπεζῶν ὅπου συνωστίζονται πυρόπληκτοι καὶ «σιτοκάπηλοι», δικαιοῦχοι καὶ κλέφτες ἀπατεῶνες, γιὰ κάποια εὐρὼ ἄτομα ἀναγκεμένα, ἀλλὰ καὶ ἄτομα ποὺ κυκλοφοροῦν μὲ πανάκριβα αὐτοκίνητα, ἀρκετὰ ἀπὸ αὐτὰ μὲ πλαστὲς πινακίδες καὶ ἄνευ ἀσφάλειας, μὲ πρῶτο πρώην ὑπουργὸ (λέγε με Λιάπη) Καραμανλικός γόνος καί αὐτός,  ποὺ πέρασε ἀπὸ τρία ὑπουργεῖα. Στὰ κεντρικὰ δελτία εἰδήσεων, κεντρικοὶ τραπεζίτες ποὺ ἐξελίχθηκαν σὲ «ἥρωες τῆς κρίσης». Οἱ ἀδύναμοι κρίκοι τοῦ εὐρὼ καλοῦνται νὰ καταβάλλουν ὅλο καὶ μεγαλύτερα ἐπιτόκια δανεισμοῦ.  

  Εἶναι νὰ γελάει κάθε ἀπροκατάληπτος, κάποιας παιδείας συνάνθρωπος, ἢ νὰ θλίβεται, ἀκούγοντας τοὺς πολιτικούς μας ἄρχοντες καὶ τοὺς κομματικοὺς ἀρχηγούς μας νὰ διαμαρτύρονται ποὺ οἱ Τοῦρκοι ξανάκαναν τὴν Ἁγια-Σοφιὰ τζαμί.

 

 Ἡ ψυχολογία τοῦ Βάθους μᾶς ἔμαθε ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἀκατάλυτος δεσμὸς τῶν ἀνθρώπων τόσο μὲ τὴν ἐξ ἀντικειμένου πραγματικότητα τοῦ δεδομένου γενέθλιου περιβάλλοντος ὅσο καὶ μὲ ὅλους τοὺς διακριτούς, ἀείζωους μυθολογικοὺς δείκτες τῶν συγκεκριμένων γεωγραφικῶν συντεταγμένων.

 Ὁ τόπος, ὡς εἱμαρμένη, προοικονομεῖ τὸ δράμα τὸ ἀνθρώπινο. Ὁ τόπος κυβερνᾶ ὡς ὑπερεγώ. Μάλιστα ἡ ἀπόλυτη τιμὴ τοῦ χώματος εἶναι κατ’ ἐπέκταση συνώνυμη τῆς ἀξίας τοῦ χυμένου αἵματος.  

 Κάπου ἐδῶ, σὲ μιὰ ἀκρούλα τοῦ κήπου μου (ἴνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ φίλου μου Γιωργῆ, κάθε ποὺ μὲ συναντᾶ, «Γιώρ, ἐδῶ εἶσαι στὴ γῆ τῆς Ἀπαγγελίας!») βλέπω τὴν Ἀναστασία παιδούλα νὰ ἀπαγγέλει Ὅμηρο, «Ἄνδρα μοι ἔνεπε, Μοῦσα, πολύτροπον...», καὶ νὰ μοῦ λέει: «Ἄντε ξεμπέρδευε, ἀργεῖς, τελείωνε, τὰ λόγια δὲν ζ’μώνεν». Ἴσως κάποτε νὰ μπορέσει νὰ μᾶς μιλήσει ἡ Ἀναστασία, καὶ ἐμεῖς νὰ μπορέσουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε, τὶ σημαίνει διαφθορά, ἐκμετάλλευση, καταπίεση, ἁμαρτία, ψεδος, κλεισούρα, ἀσυδοσία. Τώρα βλέπω μόνο τὴ Σελήνη ποὺ περπατᾶ στὴ χώρα ποὺ ρημάξαμε, ἀγκαλιὰ θύματα καὶ θύτες.

Στάσιμον· δακρύων οὐρανοπολίτιδος ἄχνα.

 «…ἐπιθυμῶ τὸ δικό μου τέλος νὰ εἶναι ἀρχὴ γιὰ μιὰ μικρὴ προσπάθεια ἀπὸ ὅλους νὰ γίνουν καλύτεροι. Οἱ ὑπάλληλοι λίγο περισσότερο ἐργατικοί… οἱ πολιτικοὶ λίγο περισσότερο ἔντιμοι. Οἱ δικαστὲς λίγο περισσότερο ἀξιόπιστοι, οἱ δημοσιογράφοι λιγότερο σαρκοβόροι…» (Ρουμπίνη Σταθέα, ἀφοῦ προσδιόρισε ἀπὸ μόνη της τὴ στιγμὴ καὶ τὸν τρόπο θανάτου της μέσα στὸ ὄργιο παρανομιῶν ποὺ χαρακτηρίζουν τὰ δρώμενα τῆς χώρας μας. κτώβριος 2003.)

 Σημείωση1.Εἶχα τήν ἐντύπωση ὃτι τό θέμα τῶν ὁμοφυλόφιλων ζευγαριῶν, ρυθμίστηκε μέ στιβαρό πολιτικό λόγο, ἀπό τόν ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί τόση πρεμούρα σήμερα γιά γάμο καί πιό συγκεκριμένα γιά δικαίωμα στήν υἱοθεσία δέν μπορῶ νά καταλάβω. Πιστεύω ὃτι τά παιδιά χρειάζονται μητέρα. Τά παιδιά ἒχουν ἀνάγκη ἀπό δύο πρότυπα ἀλλά ὀπωσδήποτε ἐκεῖνο τῆς μάνας. Η μάνα σοῦ δίνει τήν γλώσσα, τίς ρίζες, τήν μυθολογία. Ὃ ἂνδρας εἶναι ὁ θηρευτής. Ἡ μάνα εἶναι ἡ  γαῖα. Οἱ μητέρες δίνουν πάντα σιγουριά. «Ὁ κόσμος νομίζει πώς τά παιδιά γίνονται σέ μία μέρα. Ἀλλά ἀργοῦν πολύ. Πολύ», ἒλεγε ὁ Λόρκα. Οὒτε καί οἱ μανάδες γίνονται σέ μία μέρα. Καί δέν χρειάζεται νά κάνουν τίποτα τό ἰδιαίτερο γιά νά εἶναι οὐσιώδεις, σημαντικές, ἀξέχαστες, διδακτικές. Ἁπλᾶ πάσχουν παθητικά ὃπως ἀκριβῶς ἡ γῆ.

    Φοβάμαι, ὃτι ὃλες αὐτές οἱ διαφορετικές ἀντιλήψεις δηλώνουν πώς ἒχουμε χάσει τήν αἲσθηση τοῦ κέντρου βάρους πού εἶναι μέσα μας. (Κανένας δικός μου φίλος  ὁμοφυλόφιλος δέν συμφωνεῖ μέ αὐτή τήν περίπτωση τῆς υἱοθεσίας).

 

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν «Ἀναστασία ἡ Χατζηραδιανή»

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου