Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Ἓνας ἐφιάλτης πού ἂρχισε ὡς ὂνειρο

 

Μικρόν εἰσόδιον

   Πολύ συχνά  στό διάβα τῆς ἱστορίας οἱ ἀγωνίες  καί οἱ ἀγῶνες ζευγαρώνουν. Καί εἶναι καλό νά ζευγαρώνουν. Ἂν δέν ζευγαρώσουν ἢ πάρουν διαζύγιο, τότε ἡ ἀγωνία μπορεῖ νά ξεψυχήσει στά βάθη τῆς ἀπόγνωσης ὁ δέ ἀγώνας μπορεῖ νά καταντήσει ἐγωπαθές πείσμα.

  Τήν ἀγωνία τήν γεννᾶ ἡ ἐγκατάλειψη, ὁ φόβος, ὁ κατατρεγμός, τό ἂδικο. Καί τότε ἓνα παραπονεμένο ψαλμικό γιατί ὑψώνεται γοερά πρός τόν Κύριο, συνοδευόμενο ἀπό μιά παρακλητική προτροπή. «Ἀνάστα ὁ Θεός κρίνων τήν γῆν».

   Κάποιες στιγμές τοῦ ζευγαρώματος ἀγωνιῶν καί ἀγώνων, στήν ἀπλωσιά τοῦ μικροῦ τόπου μας καί στήν τρεχάλα τῆς ἐποχῆς, ἐπιχειρῶ νά προσεγγίσω στίς παρακάτω γραμμές. Κάποιες πλευρές, οἱ ὁποῖες καταδεικνύουν τίς ὀμορφιές ἀλλά καί τά διλήμματα, τίς δυσκολίες, ἀκόμη καί τίς ματαιώσεις τοῦ ποθουμένου ζευγαρώματος. Ἡ πορεία γάρ δέν εἶναι τέρμα.   

  Δέν μπορῶ νά φανταστῶ τήν ζωή μου χωρίς τόν Χατζηράδο, ὁ ὁποῖος ἐξακολουθεῖ νά κρατᾶ τούς δικούς του ρυθμούς.  Ὃλα δίνουν ζωή στό χῶρο, τά πάντα γύρω μου εἶναι ἒμπνευση. Μέ κρατᾶ ἐκεῖ ἡ ἐνέργεια τοῦ Ξώμπουργου, τό φῶς  καί ἡ περατζάδα πρός Κτικάδο, Ἀπεργάδο, Μοδενάδο, Χώρα via Κτικάδου καί ἀπό ἂλλο μονοπάτι πρός Κιόνια. 

  Συμμετέχω στήν εὐπρέπεια τῆς Ἁγίας Τριάδας, μετά τήν Λειτουργία κάνω τόν καλύτερο καφέ τοῦ κόσμου! φροντίζω μέ ὄρεξη παρέα μέ  τόν Βαγγέλη τήν καθαριότητα τῶν δρομίσκων τοῦ  χωριοῦ, πού μέχρι προχθές ἔσφυζε ἀπό ζωή, πετώντας τά σκουπίδια στό λαγκάδι, ἄλλοτε χωραφάκι καί τώρα χῶρος ὑποδοχῆς ἀποβλήτων καί λυμάτων,  στερεώνουμε τό ἐτοιμόρροπο τοιχίο τοῦ   περιβόλου τοῦ Ναοῦ στόν ἀπέναντι ἐξ ἴσου ἐπισφαλῆ, μέ κάποιο πρόχειρο δοκάρι κατά τά φαινόμενα μάταια, μεταφέρουμε μιά σειρά ἀπό πέτρες, ἀπό τόν ἕναν σωρό στόν ἄλλο, στό ἐγκαταλελειμμένο ἀποδοχάρι τοῦ χωριοῦ…

  Κατά καιρούς ὃλο καί κάποιος φίλος ἢ γνωστός φθάνει μετά  ἀπό πρόσκληση ἢ ἀπρόσμενη εὐχάριστη ἒκλπηξη, ὁπότε ὃλα πάνε στήν ἂκρη καί χαλαρώνουμε ὡς ἐπί τό πλεῖστον μέ κρασί ροζέ παγωμένο ἀλλά καί μπορντό, μέ μεζέ ἐκ τῶν ἐνόντων.   

 Αὐτά ὡς πάρεργο. Ἡ καθημερινή μου ἀσχολία ἒχει ἀναφορά τόν κῆπο μου, τό καταφύγιό μου, τό μέρος ὃπου χαλαρώνω.

 Ἓνα μαζεμένο κηπαράκι 1500 τετραγωνικῶν κάτω ἀπό τήν πλατεία τοῦ πιό ὃμορφου, ἢρεμου, ἀνέγγιχτου  χωριοῦ τῆς Τήνου, προσφέρεται γιά τόν καθημερινό κουφισμό μου. Δέν ψάχνω κάτι πιό εὐρύ.

  Χωρᾶνε μέσα του τά μελισσάκια μου, (μᾶλλον χωροῦσαν),  τά κατσικάκια μου, οἱ κοτοῦλες μου, τά σπαράγγια μου, οἱ ἀγκιναριές, οἱ φραουλιές, δεντράκια διάφορα, μέ ἐπικρατοῦντα τά ἐσπεριδοειδῆ,  καί τά συνήθη ἐποχιακά  λαχανικά: ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές…, λάχανα, μπρόκολα, λαχανάκια Βρυξελλῶν…   

  Μερικές φορές, τά καλοκαίρια  ἀσκοῦμαι στήν χαμευνία τῶν ἀσκητῶν! Ξαπλώνω, σέ χαλαρή περισυλλογή, κάτω ἀπό ἓνα δένδρο, μιά πορτοκαλιά,  τό μεσημέρι, ἒτσι κατάχαμα, μέ θέα τόν οὐρανό, τήν Ἁγία Τριάδα καί τό πέλαγος, μέ τίς πενήντα  αποχρώσεις τοῦ γαλάζιου πού φθάνει μέχρι τήν Σύρα, μέ τίς μυρουδιές, μιά παράξενη μείξη ἀπό καρυδιά, πορτοκαλιά, λεμονιά, γύρη, περγαμοντιά, μανταρινιά, μουσμουλιά καί χῶμα. Ἡ ἀγροτική ζωή ξέρει καί ἐγώ τήν ἐμπιστεύομαι.  Ἂν δέν ἒκανα αὐτό πού κάνω, πάντα θά ἒκανα αὐτό, νομίζω.  

  Ἐδῶ καί κάποια χρόνια, ἀφοῦ ἐνσωματώνω κοπριά ἀπό τίς κότες, κουνέλια καί κατσίκια, σκαλίζω καί ξεχορταριάζω, μετρῶ  καί χαράζω, σπέρνω,  φυτεύω καί καταφέρνω νά στήνω ἒναν  ὡραῖο λαχανόκηπο πού ἀνέκαθεν ὀνειρευόμουν, σέ ἓνα  χωράφι χωρίς φραγμούς. Μόνο πού φέτος δέν ὑπολόγιζα τήν ἀπρόσκλητη ἐπίσκεψη  τῶν ἀδέσποτων κατσικιῶν, τῶν πιό ὂμορφων ζώων, πού ἐν  μιᾷ νυκτί τά ἒκαναν ὃλα, δέντρα καί  κηπευτικά, νά τά λυπᾶται ἂνθρωπος. Δέν ἦρθαν γιά νά φύγουν ἦρθαν νά μείνουν. Ὃπου περάσουν τά κάνουν ὃλα «γῆς Μαδιάμ». Νομίζω ὃτι τό νά εἶσαι ἀγρότης εἶναι σάν νά βιώνεις μιά περιπέτεια στήν ἒρημο· πρέπει νά περιμένεις τό ἀπροσδόκητο.  

  Ὁ μόνος τρόπος γιά νά προσπαθήσουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τούς ἐχθρούς μας εἶναι νά πιάσουμε συζήτηση μαζί τους. Νά άκούσουμε τί λένε.  Στήν πραγματικότητα δέν πρόκειται γιά διάλογο ἀλλά γιά μονόλογο, γιά ἓνα ἀμείλικτο, ἀδυσώπητο κατηγορῶ.

  «Γίνατε ὁ καθένας γιά τόν  ἑαυτό του. Δέν κατσικωθήκαμε βιαίως. Εἶναι ἡ ἀδιαφορία σας πού μᾶς προκάλεσε. Ἀπό τί ψυχικά ὑλικά εἶναι φτιαγμένος ὁ μίζερος τοπικισμός σας καί ἀδιαφορεῖτε γιά τό φυσικό σας περιβάλλον. Γιατί φορτώνετε τίς συνέπειες τῆς ἀδιαφορίας σας σέ ἐμᾶς. Ἂν ὁ τόπος σας ἒσφυζε ἀπό ζωή θά σαλταροκοπούσαμε ἐμεῖς;

  Περνᾶτε ἂλλο ἓνα φθινόπωρο χαμένο, ἡ γῆ σας διψάει, ἒχει σκάσει,  τά δέντρα, ἀκόμη καί οἱ ἀνθεκτικές συκιές ἒχουν μαραθεῖ, καί ἐσεῖς φορτώνετε ὃλα τά κακά τῆς μοίρας σας σέ  μᾶς, ἐκλαμβάνοντάς μας ὡς «ἀποδιοπομπαίους τράγους».  

  Ἒχετε ξεχάσει τήν μυρωδιά τῆς βροχῆς, τήν ἀναζωογονητική της αἲσθηση, τόν ἦχο ἀπό τίς πρῶτες χοντρές ψιχάλες, στέγνωσε ἡ ψυχή σας,  καί ἐμεῖς γινόμαστε τά ἐξιλαστήρια θύματά σας. Σύμφωνα μέ ἐπίσημες μετρήσεις φέτος ἡ Τῆνος δέχθηκε 90%  λιγότερο νερό, σέ σχέση μέ τό σύνηθες.  

  Κεράκια καί λιτανείες δέν ζ’μὠνουν. Γιατί  νά βοηθήσουν; Ἒχετε σακατέψει  τό τοπίο καί παρακαλεῖτε τήν ἂνωθεν βοήθεια. «Ὁ χρόνος ἒχει κοφτερά δόντια καί τά συνθλίβει ὃλα μέ βία», ἒχει πεῖ ὁ Σιμωνίδης ὁ Κεῖος καί τά λόγια τοῦ ἀρχαίου ποιητή ἐπιβεβαιώνονται σέ ὃλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς. Θέλεις κηπαράκι Δημόπουλε; Προστάτεψε τόν χῶρο σου καλά. Διαφορετικά  ἂν μποροῦμε νά μποῦμε θά τήν κάνουμε τήν ζημιά». 

  Οἱ Ἓλληνες εἶχαν σκεφτεῖ, κάπως δικαιολογημένα, πώς δέν ὑπάρχει πιό φοβερή τιμωρία ἀπ' τήν χωρίς ὂφελος κι ἐλπίδα ἐργασία. Ὡς ἐκ τούτου δέν βλέπω ἂλλη έναλλακτική, ἀπό τήν ὓψωση ἀποτρεπτικοῦ φράκτη.  

Αὐτά μέχρι προχθές. Ἀπό χθές μιά ἐπιωχρική  μεμβράνη ἐπιδεινούμενη, καί μιά    ραγδαία ἂνοδος ὃσον ἀφορᾶ τό ἀκουστικό κατώφλι, θολώνουν τοπίο και ἀκούσματα.

 Στόν Χατζηράδο  θά βρεῖς ἀραδιασμένα ὂλα τά αἲσχη τῆς ἀδιαφορίας τῶν πολιτικῶν, ἀλλά κυρίως τῆς δικῆς μας, γιά τό περιβάλλον, τήν κλιματική ἀλλαγή, τήν ἐγκατάλειψη τοῦ πάγκαλου τηνιακοῦ τοπίου. Τό ἐνδιαφέρον μας  ἒχει ἐξανεμιστεῖ σέ λιγότερο ἐνάρετες ἀναζητήσεις καί ἐνδιαφέροντα. 

  Στόν Χατζηράδο συνειδητοποιεῖς ὃλη τήν ἒκταση τῆς ἐγκατάλειψης τοῦ φυσικοῦ τοπίου.  Ἡ προσωπική σας ἐμπειρία θά σᾶς συγκλονίσει! Κανείς δέν θά σᾶς πεῖ, ὃσα θά σᾶς πεῖ ἐκεῖνο τό φυσικό μουσεῖο ὁλοκαυτώματος πέριξ τοῦ Χατζηράδου, τό μουσεῖο πού διαρκῶς ἐμπλουτίζει τά ἐκθέματά του, ἀναδεικνύοντας τήν πιό ἀπίθανη πτυχή τῆς σύγχρονης περιόδου, μέ εἰδικό  ἐνδιαφέρον στόν τρόμο, τήν φρικαλεότητα τοῦ ἐπερχόμενου κακοῦ: Πλήρης ἐγκατάλειψη  ἀγρῶν καί παράδοσή τους στά ἀδέσποτα, οἱ ἀναβαθμοί ἐξαφανίζονται μέ τό ἐλάχιστο χῶμα νά κατρακυλᾶ στήν θάλασσα, οἱ ὃποιες κατ’κιές νά μήν θυμίζουν τίποτα ἀπό τήν χρήση τους, ἐμβληματικοί περιστεριῶνες σωρός ἀπό πέτρες, μέ τά βοθρολύματα ὃλα, στό λαγκάδι τοῦ χωριοῦ.  

 Μπορεῖ ὃλα αὐτά καί ἂλλα νά μήν εἶναι εὐχάριστα πράγματα  καί μπορεῖ νά σοῦ ἐνσταλλάξουν μία σέ μεγάλη δόση πίκρα, ἀλλά ὂμως σέ βοηθοῦν νά συνειδητοποιήσεις, νά  καταλάβεις  ὃτι δέν ὑπάρχει καθαρή, γραμμική ἐξέλιξη, ἀλλά ἓνα ἀκατάστατο χάος κινήτρων καἰ στοχεύσεων. Θά νιώσεις εὐγνωμοσύνη γιά τούς ἀνθρώπους πού ἀγωνίζονται γιά τό κλίμα, καί μάλιστα θά θελήσεις νά συμμετάσχεις στό μέτρο τῶν ἀντοχῶν σου. Ὃποιος θέλει νἀ ξέρει πῶς ἒφθασε    Τῆνος νά γίνει αὐτό πού εἶναι, πιό ἁπλᾶ νά ρημάξει,  θά βρεῖ τίς ἀπαντήσεις μέσα του, ἀνάλογα μέ τίς ἀντοχές τῆς εἰλικρίνειάς του.

Ἡ Τῆνος καταγράφει σ’ αὐτό τό πονεμένο τοπίο τόν ἀπολογισμό τῆς ἐποχῆς μας, πού ἡ ἀνάγνωσή του  προσδιορίζει τό ἐπαπειλούμενο μέλλον μας, τό παρόν καί τό μέλλον αὐτῆς τῆς γωνιάς.

   Κανένας δέν ἒχει δικαίωμα νά ἀποφεύγει,  νά κλείνει μάτια καί αὐτιά στά κρίσιμα ἠθικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα πού συνδέονται μέ τήν τραυματική μνήμη καί τίς μετέωρες ἐπαγγελίες καί ὑποσχέσεις κανενός πολιτικάντη.

  Τό τοπίο θά ἐμφανίζεται  ἐρεθιστικά μπροστά μας, θά μᾶς μιλάει  γιά τήν πολιτική μας κατάρρευση· μιά τρομακτική ὑπενθύμιση τοῦ πόσο εὒθραυστο  εἶναι τό μέλλον μας, ὂχι τό ἀπώτερον ἀλλά τό ἐγγύς.  Ἡ κοινωνία μας εἶναι τελικά ὃ,τι ἐμεῖς τήν κάνουμε νά εἶναι.

 

1 σχόλιο: