«Ἐμεῖς οἱ Καθολικοί ἒχουμε ἓναν Πάπα, ἐσεῖς οἱ
Ὀρθόδοξοι ἒχετε τήν Συνοδικότητα. Ἐμεῖς ἒχουμε ἓνα ζήτημα, ἐσεῖς ἒχετε ἓνα πρόβλημα». Καρδινάλιος Koh.
Εἰσαγωγικά
Κάποια προσωπικά σχόλια, ἀναστοχασμοί, σχετικά μέ τήν συνοδική φύση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο αὐτή ἐκφράζεται ἱστορικά.
Ἡ προσωπική μου ἂποψη περί συνοδικῆς
παράδοσης ὑπό τό φῶς τῶν σύγχρονων προκλήσεων, ὂχι πάντα ἀρνητικῶν, σέ
συνδυασμό μέ τό γεγονός ὃτι ἀπευθύνεται καί σέ Καθολικούς συντοπίτες καί
φίλους.
« Τούς τῆς σεπτῆς Τριάδος τρισσούς ἱερομύστας συνελθόντες
εὐφημήσωμεν… τούς συνοδίτας οἰ ὀδοιπόροι» (δοξαστικό τῶν στιχηρῶν, τῆς
ἑορτῆς τῶν τριῶν Ἰεραρχῶν)
Φράση ἀποθέωση
τῆς ἒννοιας τῆς συνάντησης ἐν κινήσει. Ἐνῶ συχνά φανταζόμαστε
τήν συνάντηση ὡς τόν τερματισμό τῆς διαδρομῆς, ἐδῶ συνάντηση εἶναι ἡ διαδρομή. Στρατοκόποι
(ὁδοιπόροι), σέ συνάντηση ἀνθρώπων ἢδη πορευμένων μέ ἂλλους ἀντάμα, μέ παρέα
(συνοδίτες).
Κοπιώδεις
καί περιπετειώδεις διαδρομές τῆς συνοδικότητας, ἡ ὀποία, ἄς μήν ξεχνᾶμε, δέν
σημαίνει μόνο συνεδρία, ἀλλά κοινή
πορεία, συμπόρευση, (σύν-οδο). Καί μάλιστα συνοδικό εἶναι ὂχι μόνο τό
περιεχόμενο τοῦ κειμένου, ἀλλά καί ἡ περίσταση στήν ὀποία γεννήθηκε:
Τό
θέμα τῆς συνοδικότητας γίνεται ὃλο καί πιό ἐπίκαιρο ἐν ὂψει τοῦ μεγάλου χριστιανικοῦ
Ἰωβηλαίου τό 2025, τῆς 1700ης ἐπετείου τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου
τῆς Νικαίας (325). Πῶς μποροῦμε νά μεταπλάσουμε τήν συνοδικότητα τῆς Νικαίας σέ ἓνα σύγχρονο ἐννοιολογικό
πλαίσιο; Ἡ σύνοδος τῆς Νικαίας παραμένει τό σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι δύσκολο
νά τήν χρησιμοποιήσεις ὡς πρότυπο ἢ παράδειγμα πρός μίμηση. Ἡ σύνοδος τῆς
Νικαίας δείχνει πώς ἡ συνοδικότητα εἶναι ἓνα σύνθετο καί ἀπρόβλεπτο φαινόμενο,
ἓνα φαινόμενο πού μερικές φορές δημιουργεῖ
περισσότερο προβλήματα, παρά λύσεις. Γιά
παράδειγμα, στά μεθεόρτιά της, ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας ὁδήγησε σέ
περισσότερη σύγχυση παρά σέ λύσεις.
Στήν
διάρκεια πενήντα καί πλέον χρόνων μετά τήν Σύνοδο, ὐπῆρξε μιά τεράστια
προσπάθεια μεταξύ τῶν Πατέρων νά ἐπαναπροσαρμόσουν, ἐπανερμηνεύσουν καί
ἐπαναπροσλάβουν τήν θεολογική κληρονομιά τῆς Νίκαιας. Μιά σειρά ἀπό τοπικές Συνόδους,
στά ἀνατολικά καί δυτικά μέρη τῆς ρωμαϊκῆς
αὐτοκρατορίας, ἐπιζητοῦσαν νά
ἐπαναβεβαιώσουν τήν πίστη τῆς Νικαίας χρησιμοποιώντας διαφορετικές,,
συχνά ἀντιφατικές δογματικές διατυπώσεις, οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν σέ ἓνα λαβύρινθο
Συμβόλων. [Σύνοδοι Ἀντιοχείας (341), Σαρδικῆς καί Φιλιππούπολης (343), Μιλάνου
(345), Σιρμίου (357), Ἀγκύρας (358), Ρίμινι (359), Κωνσταντινουπόλεως (360),
Ἰκονίου (376), Λαμψάκου (365), Ρώμης (377) κλπ]
Ἡ
συνοδικότητα-μιά λέξη μέ πολλές ἀποχρώσεις- εἶναι εύαίσθητο ζήτημα. Ὑπονοεῖ
διαλεκτική καί ἀπαιτεῖ πρόσληψη. Δέν εἶναι αὐτοσκοπός. Ὡς Ὀρθόδοξοι καλούμεθα
νά ἐξετάσουμε τήν συνοδικότητά μας στό
φῶς τῶν σύγχρονων προκλήσεων, συμπεριλαμβανομένων καί κάποιων θετικῶν πού
προέρχονται ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική παράδοση. Αὐτό ἲσως ἀκούγεται ὑπερβολικά ταπεινό ἀπό μέρους ἑνός Ὀρθόδοξου:
τί μποροῦμε ἐμεῖς νά μάθουμε περί συνοδικότητας ἀπό τούς Ρωμαιοκαθολικούς; Ἡ
ἀπάντησή μου εἶναι ἁπλή: ἒχουμε ἐπιτρέψει ὡς Ὀρθόδοξοι νά ξεχάσουμε κάποια
στοιχεῖα τῆς γνήσιας συνοδικότητας καί νά υἱοθετήσουμε κάποια ξένα στοιχεῖα,
καί αὐτό ἒχει συμβεῖ σέ τέτοιο βαθμό, ὣστε τό συνοδικό σύστημα σέ κάποιες
αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες σέ ὂλο τόν Ὀρθόδοξο κόσμο
νά εἶναι άφενός κλειστή καί αὐτόνομη δομή καί ἀφετέρου ἀντιγραφή τοῦ παπικοῦ
συστήματος πού βρίσκουμε στήν Μεσαιωνική
Καθολική Ἐκκλησία. Ὃπως παρατηρεῖ ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν: «Ἒχοντας ἀπορρίψει
καί ἀπορρίπτοντας ἀκόμα τό καθολικό πρωτεῖο στήν ρωμαϊκή του μορφή… ἡ Ὀρθόδοξη
συνείδηση τό ἒχει εὒκολα ἀποδεχθεῖ στίς ἀποκαλούμενες ‘αὐτοκεφαλίες’» (L' idée de primauté dans l'ecclésiologie orthodoxe).
Φυσικά
μποροῦμε νά βροῦμε ἀδυναμίες σέ κάθε φανέρωση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο ἡ
παρατηρούμενη ἀδυναμία τῆς Ὀρθόδοξης συνοδικότητας θά πρέπει νά ἀποδοθεῖ ὂχι
στό γεγονός ὃτι εἶναι ἐγγενῶς ἀδύναμη, ἀλλά στίς μετατροπές της ἐντός συγκεκριμένων συναφειῶν.
Ἐξετάζοντάς την στίς κανονικές της διαστάσεις, προτοῦ συμβοῦν τέτοιες
στρεβλώσεις, ἠ συνοδικότητα εἶναι κάτι οὐσιῶδες.
Μέ αἲσθηση ἒκπληξης ὡς Ὀρθόδοξοι, μαθαίνουμε ὃτι ἡ Ἁγιότητα
τοῦ Πάπα Φραγκίσκου, στό 2013 κατά τήν διάρκεια τῆς συνάντησής του μέ τήν ἀντιπροσωπεία
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Ρώμη, κατά
τόν ἑορτασμό τῶν Ἀποστόλων Πέτρου
καί Παύλου, εἶπε ὃτι οἱ Καθολικοί πρέπει νά μάθουν ἀπό τούς Ὀρθόδοξους ἀδελφούς
καί ἀδελφές τους γιά τό «νόημα τῆς ἐπισκοπικῆς συλλογικότητας καί τήν παράδοση τῆς συνοδικότητας,
δύο πράγματα τόσο ἀντιπροσωπευτικά τῶν Ὀρθόδοξων
Ἐκκλησιῶν». Στό ἲδιο πνεῦμα ὁ Πάπας πρόσφατα τόλμησε νά ἀναγνωρίσει τόν
σκοπό τῆς Συνοδικότητας. «Ἡ Σύνοδος… μᾶς καλεῖ νά γίνουμε
μιά Ἐκκλησία πού ἀφυπνίζεται , μιά Ἐκκλησία πού δέν κλείνεται στόν ἑαυτό της
ἀλλά εἶναι ἱκανή νά προχωρήσει μπροστά,
ἀφήνοντας πίσω τίς φυλακές της, μιά Ἐκκλησία πού ξεκινᾶ νά συναντήσει τόν κόσμο ἒχοντας τό θάρρος νά ἀνοίξει πόρτες»
Ἐκτιμῶ
ὃτι τό σημεῖο πού πρέπει νά
ἐστιάσουμε σήμερα τήν προσοχή μας, Ἀνατολικοί καί Δυτικοί, εἶναι τό
πνεῦμα τοῦ λδ΄ (34ου) ἀρχαίου ἀποστολικοῦ κανόνα, ὁ ὁποῖος
ἐπικυρώθηκε καί ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο: «Τούς
ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καί ἡγεῖσθαι αὐτόν
ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης . . . Ἀλλά
μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται, καί
δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου, ἐν
ἁγίω Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καί ὀ Υἱός, καί τό ἃγιον Πνεῦμα» (Γ.
Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα
τῶν θείων καί ἱερὡν κανόνων, Ἀθήνησιν 1852, τόμ. 2, σελ. 45)
Αὐτός
ὁ ἀρχαῖος κανόνας προτείνει τήν
ἱσορροπία ἀνάμεσα στόν «ἓνα» καί τούς
«πολλούς», ἀποδεικνύοντας ὂτι ἡ συνοδικότητα
δέν εἶναι ἀπλῶς ἓνα
ὑποκατάστατο τοῦ Παπικοῦ πρωτείου. Ὀρθά κατανοούμενη εἶναι ὁ ὃρος τοῦ δεύτερου.
Ἡ συνοδικότητα
ἒχει κέντρο καί ὁρισμένη δομή. Ὁ ἓνας καί οἱ πολλοί εἶναι στοιχεῖα ἀλληλένδετα:
δέν ὑπάρχουν ἐπίσκοποι χωρίς τό πρωτεῖο ἀλλά, μέ τόν ἲδιο τρόπο, δέν ὑπάρχει
πρωτεῖο χωρίς τούς ἐπισκόπους. Δέν
προκαλεῖ ἐντύπωση ὃτι ὁ κανόνας τελειώνει μέ τήν άναφορά στήν Ἁγία
Τριάδα; Σύμφωνα μέ τόν Ζηζιούλα, αὐτό δείχνει ἒμμεσα «ὃτι οἱ κανονικές διατάξεις αὐτοῦ τοῦ εἲδους
δέν εἶναι θέμα ἁπλῆς ὀργάνωσης, ἀλλά ἒχουν θεολογική καί μάλιστα Τριαδολογική
ἂποψη».
Δέν
εἶμαι σέ θέση νά προτείνω κάτι ἐδῶ, ἐκτός ἀπό τό ὃτι
αὐτός εἶναι ὀ μόνος ἀποδεκτός τύπος
συνοδικότητας γιά ἒναν ὀρθόδοξο στοχαστή. Εἶναι ἠ Καθολική Ἐκκλησία ἒτοιμη γιά
μιά τέτοια βαθιά ἀλλαγή; Μπορεῖ ὀ «Πρῶτος» ὁ Πάπας, νά εἰδωθεῖ ὡς μέρος τῆς κοινότητας, ὡς ἀληθινά σχεσιακό λειτούργημα, κι
ὂχι ὡς αὐτοπροσδιοριζόμενο;
Τό πρότυπο τῶν σχέσεων πού προκύπτει ἀπό τον 34ο
κανόνα τῶν Ἀποστόλων ἀνιχνεύεται σέ ὃλα τά ἐπίπεδα τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως δέν ὐπάρχει πρωτεῖο
πού νά μήν ἀσκεῖται σέ συνοδικό πλαίσιο, τόσο τοπικά ὃσο καί οἰκουμενικά. Ὁ
Πρῶτος πρέπει πάντα νά δρᾶ σέ συμφωνία μέ ὃλους τούς ἐπισκόπους, οἱ ἐπίσκοποι
πρέπει νά δροῦν μαζί μέ τόν Πρῶτο, καί
ὃλοι μαζί νά δροῦν σέ συμφωνία μέ
τό Ποίμνιο, τούς πιστούς.
Τό
Πρωτεῖο σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, τοῦ Οίκουμενικοῦ καί τοῦ
Πάπα, εἶναι χαρισματικό
λειτούργημα,
τό ὁποῖο λειτουργεῖ μέ τήν ἀπόλυτη συμφωνία τοῦ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι, ὃπως
εἲπαμε, μιά σχεσιακή πραγματικότητα. Χτίζω τό ἐπιχείρημά μου στό γεγονός ὃτι δέν ὑπάρχει
τίποτα δεδομένο στήν Ἐκκλησία -εἲτε αὐτό λέγεται διακονία, εἲτε μυστήρια, εἲτε
Οἰκουμενική Σύνοδος, εἲτε ἂλλες μορφές
δομῆς- πού δέν πρέπει πρῶτα νά ζητηθεῖ, σάν νά μήν προϋπῆρχε. Ὃλα χρειάζονται
μιά συναίνεση, ἓνα «Ἀμήν» ἀπό τόν λαό
τοῦ Θεοῦ.
Τί
σημαίνει αὐτό; Ὃ.τιδήποτε κάνει ὁ κληρικός, ἐφ’ ὃσον ἐνεργεῖ ὡς Οἰκουμενικός πατριάρχης, ὡς Πάπας, ὠς Ἐπίσκοπος, ἢ ὡς Ἱερέας χρειάζεται
τήν ἐπιβεβαίωση (τό «Ἀμήν») τῶν
«πολλῶν». Εἶναι ὀ Πρῶτος σέ κοινωνία μέ τά ἂλλα λειτουργήματα τῆς Ἐκκλησίας,
καί ὂχι μονάρχης πού στέκεται ἐκτός τῆς κοινότητας. Τό Πρωτεῖο γίνεται ἓνα ἀκόμη χάρισμα καί ὠς τέτοιο
ὐπόκειται διαρκῶς στήν ἐπίκληση τῆς κοινότητας.
Ἡ ἀποδοχή αὐτῆς
τῆς Πνευματολογικά
προσδιορισμένης ὀντολογίας, μᾶς ἐπιτρέπει νά κατανοήσουμε ὂτι στήν
Ἐκκλησία τίποτα δέν ὐπάρχει ἀφ’ ἑαυτοῦ του, ἀλλά μόνο ὠς ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης κοινωνίας.
Στήν ὀρθόδοξη παράδοση ἀκόμη καί ἂν οἰ πατέρες
στις Συνόδους κάνουν ὃλα ὂσα πιστεύουν ὃτι ἀπαιτεῖ ὁ Θεός
ἀπό αὐτούς, πρέπει νά ἀφήνουν ἓνα περιθώριο
γιά τήν πιθανότητα νά ἒκαναν
καί κάτι τό ὁποῖο δέν θά εἶναι
ἐπικυρωμένο ἀπό τόν Θεό στήν Βασιλεία του. Σέ αὐτή τήν συνοδική ὀντολογία ἡ ἀλήθεια
δέν μπορεῖ νά ἀντικειμενοποιηθεῖ καί νά μεταβιβαστεῖ ξεκομμένα, ex cathedra.
Ὃλες
οἱ ἐκκλησιαστικές σύνοδοι (τοπικές καί οἰκουμενικές) δέν βρίσκονται οὒτε ὑπεράνω οὒτε ἐναντίον, ἀλλά πάντα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας
καί πάντα ἐξαρτῶνται ἀπό τήν πρόσληψη τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων, ἀπό ὁλόκληρο τό
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀπόψεις τῆς Συνόδου
λαμβάνουν χώρα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ρέουν φυσικά μέσα στήν συνάντηση ἢ τήν σύναξη
τῶν πιστῶν, δηλαδή τήν Εὐχαριστία. Ἀληθινή σύνοδος εἶναι αὐτή πού δέν ἐπιδιώκει τήν αὐτόματη
ἐπαλήθευση, ἀλλά ἀναζητᾶ τήν πρόσληψή της ἀπό τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες. Ἡ συνοδικότητα ἐμπεριέχει τήν
συμμετοχή καί τήν κοινωνία ὃλων τῶν πιστῶν.
Ἀναφέρω
χαρακτηριστικά τήν Δεύτερη Σύνοδο τῆς
Ἐφέσου (449), ἡ ὁποία ἂν καί συνεκλήθη μέ ὃλα τά χαρακτηριστικά μιᾶς
Οἰκουμενικῆς, καί οἱ ἀποφάσεις της εἶχαν τήν αὐτοκρατορική ἐπικύρωση, ἒμεινε
στήν ἱστορία ὡς Ληστρική Σύνοδος, ἀφοῦ
δέν ἀναγνωρίστηκε ἀπό τό πλήρωμα
τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐκτός ἀπό τό
γεγονός ὃτι ζοῦμε σέ ἓναν ὃλο καί περισσότερο ἑνοποιημένο κόσμο, σέ ἓναν
κόσμο ἀλληλοεξάρτησης, εἲμαστε
Χριστιανοί πού συμμεριζόμαστε τήν πίστη καί τήν τάξη τῆς πρώτης χιλιετίας.
Ὁλόκληρη αὐτή ἡ περίοδος τῆς ἱστορίας δικαιολογημένα χαρακτηρίζεται «Συνοδική».
Ὃπως ὃλα στήν χριστιανική ζωή, ἡ ὀντολογία τῆς
Ἐκκλησίας, μᾶς προσκαλεῖ νά κατανοήσουμε
τίς Συνόδους ὑπό τήν μορφή τους ὡς
διαδικασίας. Ἂλλωστε μήπως ἡ λέξη «σύνοδος» δέν σημαίνει κυριολεκτικά τό νά
εἲμαστε καθ’ ὁδόν μαζί; «Ὁ ὃρος “σύνοδος” ἦταν συνώνυμος τοῦ “συνοδοιπόρος”» λέει ὁ Hovorun. Τό νά εἲμαστε καθ’ ὁδόν, στόν
δρόμο, ὑπονοεῖ ἓναν προσανατολισμό πρός τό
μέλλον. Δέν εἲμαστε ἀκόμη ἀλλά στήν
πορεία νά γίνουμε. Ἡ ἒννοια αὐτῆς τῆς συνοδικῆς ὀντολογίας εἶναι ὃτι
κανένα ἒργο στήν ἱστορία δέν εἶναι τέλειο
στήν ἀρχή του, ἀλλά ἀναμένεται νά
κατανοηθεῖ καί νά ὁλοκληρωθεῖ ἀργότερα, μετά ἀπό μιά ἱστορική τροχιά.
Στήν
σκέψη μου ἒχω τήν ὀδοιπορία πρός Ἐμμαούς, μέ τον Χριστό νά δίνεται στούς
Ἀποστόλους ἀλλά νά μήν κατέχεται· νά τόν δεξιώνονται καί νά τούς ζωοποιεῖ ἀλλά
νά μήν τούς αἰχμαλωτίζει, καί νά μήν αἰχμαλωτίζεται. Κί ἒτσι νά συνεχίζεται ἠ
ὀδοιπορία, μέ τό πνεῦμα τῆς ἐλεύθερης
ξενοδόχησης αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι μόνο ὁ «ὢν καί ὁ ἦν» ἀλλά καί ὁ
«ἐρχόμενος» καί ὂχι «ἐσόμενος»..
Αὐτἠ
ἡ ἐπισήμανση εἶναι σημαντική γιά νά κατανοήσουμε τόν χαρακτήρα τῆς
συνοδικότητας στήν Ἐκκλησία Ὀρθόδοξη Καθολική,
στήν ὁποία ὑπάρχει πάντα μιά συγκεκριμένη διαλεκτική τοῦ «ἢδη ἀλλά ὂχι ἀκόμα», μιά διαλεκτική ἡ
ὁποία ξεπερνᾶ ὀλόκληρη τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ διαλεκτική τῆς «συνόδου» πού ἒχει ἐκδιώξει τήν ἰδέα ἑνός ἀνώτατου ἡγέτη πάνω στούς πολλούς. Κάθε σύναξη τῆς συνόδου ξεκινᾶ μέ προσευχή ἐπίκλησης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
πού ἑνώνει ὃλους τούς Χριστιανούς στό σῶμα Χριστοῦ σέ τοπικό καί οἰκουμενικό ἐπίπεδο τήν ἲδια στιγμή. Αὐτό
πού ὀρίζει ὁ 34ος ἀρχαῖος ἀποστολικός κανονας εἶναι ἡ ἰσορροπία, ἡ
ἀμοιβαία ἐκτίμηση στίς σχέσεις τῶν ἐπισκόπων μέ τόν Πρῶτο (προεξάρχοντα)
ἐπίσκοπο. Τήν ἲδια στιγμή ἡ συνοδικότητα
ὃλων τῶν ἐπισκόπων τονίζεται στήν
διαποίμανση καί τήν ὀργάνωση ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.
Τό
θέμα τῆς συνοδικότητας καί τοῦ πρωτείου, ἀναφέρεται συνοψιζόμενο
καί στήν εὐχαριστηριακή σύναξη κάθε
Ἐνορίας, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ποσοτικό
μέγεθός της. Κάθε ἐπίσκοπος διατηρεῖ τήν διαλεκτική ἀνάμεσα στόν «ἓνα» Χριστό
καί τούς «πολλούς» τῆς τοπικῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινότητας, φυσικά μέ τήν προϋπόθεση
ὃτι τό Πρωτεῖο ἐκλαμβάνεται ὡς λειτούργημα καί ὃχι ὡς ἀπολυτότητα ἢ ὡς ὑπεροχή, ἐλεγχόμενο ἀπόλυτα ἀπό τούς
ὑπόλοιπους ἐπισκόπους, ἀλλά καί ἀπό τό
σύνολο τοῦ πληρώματος: κληρικούς καί λαϊκούς.
Ἂν αὐτή ἡ θέση εἶναι
ἐκκλησιολογικά σωστή, τότε ἒχουμε τόν χρυσό κανόνα, τόν ἀλγόριθμο, τῆς συνοδικότητας. Ἡ συνοδικότητα ἒχει κέντρο
καί ὁρισμένη δομή. Ὁ ἓνας καί οἱ πολλοί εἶναι στοιχεῖα ἀλληλένδετα. Σέ
τοπικό ἐπίπεδο, δέν ὑπάρχει ἐπίσκοπος χωρίς
πιστούς καί πιστοί χωρίς ἐπίσκοπο. Στήν Εὐχαριστηριακή του μορφή αὐτό
τό μοτίβο σχέσεων ἀντανακλᾶται
πιό λαγαρά: Κανένας ἐπίσκοπος, στήν ὁρθόδοξη περιοχή, κανένας γενικά κληρικός,
δέν διαθέτει τήν δυνατότητα νά τελέσει τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας χωρίς
τήν παρουσία πιστῶν.
Ὡς Εὐχαριστιακή ἐκδήλωση τῆς
καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἠ συνοδικότητα μπορεῖ νά προφύλαξε τήν πρώτη Ἐκκλησία ἀπό τό νά γίνει ἓνα «πολυσύμπαν» ἀπό
ξεχωριστές ἐκκλησίες, ἀλλά δυστυχῶς στίς μέρες μας, ἠ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἀποτελεῖται ἀπό ἓναν ἀπροσδιόριστο ἀριθμό αὐτοκεφαλιῶν, κάθε μιά μέ τούς δικούς
της κανόνες λειτουργίας, καί φυσικά ἒχοντας δυσκολία νά μιλήσει γιά ὃλα τά
θέματα μέ μιά φωνή.
Χωρίς γνήσια συνοδικότητα, ἡ ὀποία ὑπονοεῖ τήν
διαλεκτική τοῦ «ἑνός» τοῦ Πρώτου, καί τῶν «πολλῶν» στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἒρχεται φυσικό νά βλέπουμε Ὀρθόδοξους πατριάρχες
ἐναντίον Ὀρθοδόξων μέ έπιχειρήματα ἐκκλησιολογικά. Ρωσία ἐναντίον Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Σερβίας ἐναντίον Οὐκρανίας,
Βουλγαρία, Σκόπια, Σερβία, Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας ἓνα σωροκούβαρο στήν ὑπηρεσία
σοβινιστικῶν συμφερόντων. Στήν ἲδια Χώρα πάμπολοι Ἀρχιεπίσκοποι: Στό Παρίσι
π.χ. ἀρχιεπίσκοποι ὀρθόδοξοι Ρῶσων,
Βουλγάρων, Σέρβων…, ἐνῶ Καθολικῶν ἓνας.
Δέστε καί τήν κατάσταση πού προέκυψε ἀπό τήν περίφημη Σύνοδο τῆς Κρήτης τό 2016. Θά πρέπει νά παραδεχθοῦμε
ὃτι ἡ τρέχουσα συνοδική κατάσταση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προκαλεῖ σύγχυση,
ἀμηχανία καί θλίψη, παρά συνεννόηση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἒχει πέσει στήν δίνη τῶν
ἐθνικισμῶν, τήν ὑπερηφάνεια γιά τό παρελθόν, τήν ἐσωστρέφεια τῆς αὐτάρκειας καί
τήν περιφρόνηση τοῦ σύγχρονου κόσμου. Με τό πέρασμα τοῦ χρόνου τό ξεστράτισμα
τῆς ἐκκλησιαστικῆς περπατησιάς ἐκλαμβάνεται ὡς κανονικότητα.
Φυσικά δέν μποροῦμε νά ἐφαρμόσουμε
τήν συνοδικότητα σάν ἐσωστρεφῆ πραγματικότητα. Τό πρόβλημα εἶναι σύνθετο καί
χρειάζονται διευκρινήσεις γιά νά ἀποφύγουμε
παρεξηγήσεις.
Ἡ συνοδικότητα στήν ἀρχαία Ἐκκλησία
ἀποτελοῦσε μιά σχεσιακή πραγματικότητα
τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἢ ἐνοριῶν, οἱ ὁποῖες ἦταν συνδεδεμένες μέσω τῆς εὐχαριστιακῆς
σύναξης. Καί αὐτό τελικά κατέστη
κριτήριο γιά ὃλα σχεδόν τά ἐρωτήματα τῆς έκκλησιαστικῆς ζωῆς. Τό
γεγονός ὃτι τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες
δέν ὑπῆρχαν ἐθνικές Ἐκκλησίες ὃπως ἒχουμε
σήμερα, δέν ἀποτελεῖ τυχαῖο ἱστορικό ἀτύχημα. Ὁ βασικός λόγος γιά τόν ὀποῖο ἠ σημερινή
κανονική μορφή συνοδικότητας δέν θά ταίριαζε
εὒκολα στό πρότυπο τῆς θεολογίας ἐκείνης τῆς περιόδου εἶναι βαθιά
θεολογικός. Ἒχει να κάνει μέ τό γεγονός ὃτι
ἐκείνη τήν ἐποχή ἡ Ἐκκλησία θεωροῦνταν ἓνα παν-περιεκτικό μυστήριο τῆς
σωτηρίας.
Ἡ σύνοδος γιά τήν Συνοδικότητα
τοῦ Πάπα Φραγκίσκου, ἡ ὁποία λαμβάνει χώρα αὐτή τήν περίοδο,
χαρακτηρίζεται σωστά ὡς ἡ μεγαλύτερη διακινδύνευση τῆς θητείας Του. Εἶναι μιά
ριψοκίνδυνη προσπάθεια, ἀλλά παρ’ ὃλα αὐτά, αὐτός εἶναι ὀ τρόπος τῆς Ἐκκλησίας.
Δέν θά μποροῦσε νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ τό μέλλον (ἠ ἐσχατολογία) εἶναι αὐτό
πού ἐπαληθεύει τίς ἱστορικές ἀποφάσεις.
Ὁ Πάπας Φραγκίσκος ἒχει δηλώσει ὃτι ἡ συνοδικότητα
εἶναι αὐτό πού ὁ Θεός περιμένει ἀπό
τίς Ἐκκλησίες τον 21ο αἰώνα. Προσωπικά ἐκτιμῶ ὃτι τά λόγια του εἶναι ἀβάσταχτα
εἰλικρινή καί δείχνουν τήν ἐπανανακάλυψη, τοῦ ἐργαλείου γιά μιά δυναμική
Ἐκκλησία. Ἂν θελετε καλύτερα, διακρίνω μιά εὐκαιρία γιά ἀνανέωση τῆς συνοδικῆς παράδοσης καί τήν διαφοροποίησή
του ὃσον αφορά τήν διαχυθείσα μέχρι τώρα ἂποψη περί Ἀλάθητου
καί Παπικοῦ Πρωτείου.
Δέν βαυκαλίζομαι
ὅτι μιά προσωπική παρέμβαση θά ἐξαλείψει
ὁλάκερους αἰῶνες δεσποτισμοῦ καί φτώχειας πνευματικῆς. Ἡ Καθολική καί
ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι δεσμευμένες
στόν θεολογικό διάλογο καί δέν μποροῦν νά ποῦν ἡ μιά στήν ἂλλη, σέ εὐαίσθητα
θέματα θεολογίας καί τάξης, «αὐτό εἶναι ἐσωτερικό μας θέμα, μεῖνε
μακριά». Μιά τέτοια στάση θά ἦταν προδήλως ἐνάντια στό οἰκουμενικό
πνεῦμα πού ὐπάρχει στήν εὐχή «Ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἐνώσεως…»
Αὐτἠ ἡ Ρωμαϊκή πρακτική τῆς συνοδικότητας αὐτή ἡ ἐκδοχή τῆς
συνοδικότητας ὡς ἁπλοῦ μέσου διαβούλευσης ἐνῶ οἱ ἀποφάσεις θά λαμβάνονται ἀπό κάποιο ἂλλο θεσμικό τοῦ ὁποίου ἡ ἐξουσία εἶναι ἀνώτερη
καί τελική, χρόνια τώρα ἒγινε καί κύριο
χαρακτηριστικό τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πλέον ἀπροκάλυπτα θυσιάζει τήν άκεραιότητα τῆς κάθε τοπικῆς Ἐνορίας
στήν ἐπισκοπική ἂποψη, καί αὐτό μέ
τήν σειρά του μετατρέπει τήν
πρωτοκαθεδρία σέ ἓνα σχῆμα ἀνώτερου-κατώτερου, (κορυφῆς-βάσης), σέ κάτι
«μοναρχικό», δεσποτικό. Φυσικά δέν εἶναι
συμπτωματικό πού ὁ ἐπίσκοπος ὀνομάζεται πλέον δεσπότης. Μιά κεντρική ἐξουσία, πού ἒχει τήν δύναμη νά ἐπιβάλει
στούς ὑπόλοιπους τί νά κάνουν καί τί νά
μήν κάνουν. Στήν περίπτωσή μας δέν ὑπάρχει κἂν ἐπισκοπική ἂποψη, ἀλλά φορέας τῆς
ἀπολυτότητας μετατρέπεται ὁ ἀντ’ αὐτοῦ.
Τό ἐνοριακό ἂφημα π.χ τῆς τελικῆς ἀπόφασης σέ μιά κοινή συμφωνία μεταξύ
τῶν ἐνοριτῶν, ἡ συζήτηση θεμάτων ὃσο χρειάζεται, ὣστε νά ἐπιτευχθεῖ συμφωνία ἢ τουλάχιστον
κοινή συναίνεση, ὡς ἀποτέλεσμα ταπεινῆς ὑποταγῆς
στό Ἃγιο Πνεῦμα, ἀπαιτοῦν ἀποκεντρωμένο τρόπο ὀργάνωσης πού πλέον ἀπουσιάζει
κραυγαλέα ἀπό τόν ὀρθόδοξο χῶρο.
Συνδέοντας ἱστορία καί ἐσχατολογία
(μνήμη καί ἐπίκληση) ὁ ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος
Γιέφτιτς μίλησε γιά τόν ἐσχατολογικό χρόνο τοῦ Θεοῦ, «ὁ ὁποῖος ἀπό ἀγάπη ταπείνωσε
τόν ἑαυτό Του γιά νά μᾶς συναντήσει, χωρίς νά μᾶς ἀπορροφήσει στήν μεγαλειότητά
Του».
Ὃπως εἶπε ὁ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος «ὃταν δέν εἶσαι βέβαιος, ὃταν δέν ἒχεις τίποτα νά ἐλπίζεις ἢ νά βασιστεῖς, τότε κατά παράδοξο τρόπο εἶσαι
πιό ἀσφαλής, γιατί ἒχεις μόνο τόν Θεό νά βασιστεῖς καί ἀπό αὐτόν
παίρνεις δύναμη. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀσφάλεια».