Ὁ τρόπος ζωῆς μέ βάση τό
περιεχόμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἡ βιβλική καί ἡ περαιτέρω
θεολογική παράδοση καί γενικότερα τό
περιρρέον κλίμα τῆς Θείας παρουσίας στόν κόσμο ἀποκλείουν μιά ἀντίληψη γιά ἕναν
Θεό τιμωρό, δυνάστη, εἰσαγγελέα καί χωροφύλακα. Τέτοια ἀντίληψη πηγάζει ἀπό τόν
ξεστρατισμένο ἄνθρωπο, ἀπό τίς ἐγωκεντρικές του τάσεις καί ἀπό την ἀκόρεστη ἐπιθυμία
του γιά ἀναγνώριση καί ἐξουσία, μέ ἄλλα λόγια ἀπό τήν πανούργα λογική του.
Ἡ ἴδια λογική ἐπιβάλλει ὄχι μόνο τήν ἰδέα ἑνός τιμωροῦ Θεοῦ, ἀλλά καί
τήν πεποίθηση ὅτι τά ἀνθρώπινα κρίματα προσβάλλουν τήν θεία δικαιοσύνη ὡς τό
σημεῖο νά ἀναζητεῖται ὁ τρόπος ἱκανοποίησής της. ( Ἡ γνωστή θεωρία τοῦ Ἀνσέλμου
Καντερβουργίας στό ἔργο του Cur Deus homo γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος). Ἀλλά ἡ βιβλική καί ἡ
περαιτέρω θεολογική παράδοση κατά κανένα τρόπο δέν προσφέρεται γιά τέτοιες
θεωρίες. Τό σχῆμα τοῦ δράματος εἶναι ἄλλο.
Ὁ ἄνθρωπος ἐμπλέκεται σέ ὀδυνηρή καί
τραγική περιπέτεια. Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση και ἡ θεραπεία του. Συνεχής ὡστόσο εἶναι ἡ δραματική πορεία
καί ὁ ἀσταμάτητος πόλεμος κατά τῆς φθορᾶς καί τοῦ ὅποιου ἐκμηδενισμοῦ. Στήν
προκειμένη περίπτωση ἐγγυητής ἀδιαμφισβήτητος εἶναι ὁ Θεός. Ὡς
σοφός, κατά τόν Μάξιμο Ὁμολογητή, βρίσκει τόν τρόπο τῆς ἰατρείας, ὡς δίκαιος οἰκονομεῖ
σωτηρία μή τυραννική, ὡς παντοδύναμος πραγματώνει ἐξάπαντος τήν ἐκπλήρωση.
(Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀποριῶν PG 90, 629C). Δέν ὑπάρχει ἀσφαλέστερος
δρόμος, καί συνάμα κανένα ἴχνος καταδυνάστευσης, φόβου, τιμωρίας καί ἀπειλητικῆς
κόλασης. Ἀκόμη καί ὁ ἀπαραίτητος ἀγῶνας κατά τῆς φθορᾶς, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ὅποιο
ὀδυνηρό τίμημα, κρύβει στά σπλάχνα του δημιουργικές δυνάμεις.
Φόβος καί ἀγάπη, μέ βάση τό περιεχόμενο ζωῆς, εἶναι ἔννοιες ἀντίθετες,
ἐνδεχομένως ἀντιφατικές κατά τήν λογική τοῦ Ἀριστοτέλη. Ὅσο περισσότερο κανείς
φοβᾶται, τόσο λιγότερο ἀγαπᾶ, καί ὅσο
περισσότερο ἀγαπᾶ, τόσο λιγότερο φοβᾶται. Μέ ἄλλα λόγια ὁ φόβος ὡς πάθος
διαβρωτικό τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης εἶναι ἡ ἀντιστροφή καί ἡ διαστροφή τῆς ἀγαπητικῆς
σχέσης. Ὁ φοβισμένος διαρκῶς ἀναμένει τιμωρίες. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός γιά τούς
φοβισμένους εἶναι τιμωρός. Ἡ ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ αἵρει καί καταλύει τόν φόβο τῆς τιμωρίας, δηλαδή τῆς κόλασης. «…φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη
ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν
τῇ ἀγάπῃ…». (Α΄Ἰω. 4,18).
Στήν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δύο εἶναι οἱ τυραννικές
δυνάμεις πού ταπεινώνουν σφόδρα τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη: ὁ δουλικός φόβος (αἰσθήματος
κάθε κόλασης) καί τῆς ἰδιοτέλειας. Ἔτσι
διαμορφώθηκαν οἱ τύποι τῶν δούλων, τῶν μισθίων καί τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ἐλεύθερων
υἱῶν τῆς ἀγάπης. Χαρακτηριστικά ὁ
Γρηγόριος Νύσσης λέγει ὅτι «θέλει νά εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά φοβᾶται
τήν κόλαση μήτε νά ἐλπίζει στήν ἀμοιβή τοῦ παραδείσου» ( PG 44,
429 CD).
Σύμφωνα μέ μιά τέτοια παράδοση δέν πρέπει νά
ξαφνιάζεται κανείς, ὅταν διαβάζει τήν παρακάτω περικοπή ἀπό νεότερο ἑλληνικό
μυθιστόρημα τοῦ 20ου αἰῶνα: «Θεέ μου, ἔλεγε τώρα ὁ Φραγκίσκος, ἄν σέ ἀγαπῶ
γιατί θέλω νά μέ βάλεις στήν Παράδεισο, πέψε τόν ἄγγελό σου μέ τήν ρομφαία του
νά μοῦ κλείσει τήν πόρτα· ἄν σέ ἀγαπῶ γιατί φοβοῦμαι
τήν Κόλαση, ρίξε με στήν Κόλαση· ἄν σέ ἀγαπῶ γιά σένα, γιά σένα μονάχα, ἄνοιξε
τήν ἀγκαλιά σου καί δέξου με». Ἄπλῶς θέλω νά ρωτήσω· τούτη
ἡ περικοπή δέν συνοψίζεται στό ἐπιτάφιο ἐπίγραμμα;
Δέν ἐλπίζω τίποτε, δέν φοβᾶμαι τίποτα, εἶμαι λεύτερος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου