Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Ὑπαρξιακό ἀποκάρωμα

 

Τίς πρῶτες μου καθημερινές βουτιές στήν Τήνο τίς ἒριχνα  στά νερά τοῦ Σταυροῦ, τοῦ παλιοῦ λιμανιοῦ, κατηφορίζοντας ἀπό τά ἀριστερά ἒνα ἀπότομο μονοπάτι, φτάνοντας σέ μιά μικρή ἀπόμερη θεατρική ταπεινή παραλία, μιά μικρή ἀχιβάδα βοτσαλωτή, μιά σταλιά, κυκλωμένη ἀπό ἓνα κοίλωμα γκρεμοῦ.  Ὃταν ξεθάρρεψα, ἰδίως γιορτές καί σχόλες, τράβαγα πρός τά Κιόνια, καί παίρνοντας τό μονοπάτι δίπλα στό  σπίτι τοῦ Γερμανοῦ,  κατηφόριζα ἀπό μιά μικρή πλαγιά γεμάτη σκοίνα, συκιές, λυγαριές, δεντρολίβανα, σπάρτα, ἀπούρανους, ἀκάριωνες, ἀσπάλαθους, ρίγανη καί θυμάρι, καί  προσπερνῶντας  τήν  ἀμμουδιά τῆς Πλατιᾶς Ἂμμου, βρισκόμουν στά Γαστριά, Ἐμπρός Διαλυσκάρι, ἐκεῖ πού ὁ ἣλιος κτυπᾶ τό καλοκαίρι  ἀπό τό πρωί ὡς τό βασίλεμά του. Τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει τις περιοχές αυτές, την κάθε σπιθαμή τους. Πρέπει νά σοῦ ἒχουν χαριστεῖ, νά τίς ἒχεις πατήσει, νά τίς ἒχεις κολυμπήσει πού ἒλεγε ὁ ἀγαθός γερο-Σαλισβουρῆς,  νά ἒχεις λουστεῖ στά ἀζούρ νερά τους προκειμένου νά καταλάβεις τό μέτρο μιᾶς τέτοιας δωρεάς. Ἀκατανίκητες ἀναλογίες, φῶς θησαυρός, πέρασμα ἀπό τήν φύση στήν τέχνη, καί ἀπό τήν τέχνη ἐπιστροφή στήν φύση.

  Ἐκεῖ ἂφηνα τά πράγματά μου καί ξεκινοῦσα πρός τό Πίσω Διαλυσκάρι, Μπάλλο, βλέποντας κάτω στόν πάτο τόν ἲσκιο μου νά σαλεύει  στήν ἂμμο πού ἀπλωνόταν  ἀπλόχερα, γαληνεύοντάς με, χωρίς νά μπορῶ νά ξεχωρίσω πού  ἀρχίζει τό νερό καί πού τελειώνω ἐγώ.  Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ἀντιζυγιάζονταν. Τά σπλάχνα μου ἀναγάλλιαζαν ἀπό τίς πελαγίσιες ἀνάσες, καί ἡ περιοχή ὃλη ἒμοιαζε νά ἀκούει τήν δέηση τοῦ παπᾶ Κοσμᾶ ταῆς Κερνίτσας «ὑπέρ  εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς  γῆς, καί καιρῶν εἰρηνικῶν» ἢδη ἐλθοῦσα.  

 Διαστάσεις ὑπερβατικές, ἣλιος καί θάλασσα. Συμμερίζομαι ἀπόλυτα τήν φωνή τοῦ Rimbaud: « Ξαναβρέθηκε! Τί; Ἡ αἰωνιότητα. Εἶναι ἡ θάλασσα ἀνακατεμένη μέ τόν ἣλιο». Τό τοπίο συμπληρώνεται ἀπό μιά βαθειά σπηλιά ἀθέατη ἀπό παντοῦ,  ντυμένη  μέ τόν ἀπαραίτητο μῦθο της, τό «σπέος γλαφυρόν» τοῦ Ὀμήρου. (ε 194). Μέχρι πρόσφατα, χρόνια τώρα, γινόταν τό προσκύνημα σ’ αὐτές τίς περιοχές, τῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἀρμονίας, τῆς ἀνάδειξης τῆς σιωπῆς.

  Ἦταν ἡ ἐποχή ἀκόμη πού τό ζυμωτό καρβέλι, τό λάδι, τό κρασί, ἡ φέτα, οἱ ἐλιές, τά χόρτα, τά γεμιστά, τά φασολάκια, ἡ φρέσκια τοῦ κήπου μας ντομάτα,  μέ τήν ἰδιαίτερη γεύση τους, ἦταν καθοριστικά γιά τήν πνευματική φυσιογνωμία τοῦ τόπου, ὃσο καί τά ἂλλα χαρακτηριστικά τά παράλληλα, τό ἐρωτικό  βλέμμα, ἡ φωνή, τό σκασμένο πρόσωπο, ἡ τοπική ἀρχιτεκτονική, τά ξωκλήσια, ἡ παράδοση διαχείρισης τοῦ Ἱδρύματος ταῆς Παναγίας μόνο ἀπό λαϊκούς, ὁλάκερος ὁ κύκλος τῆς τοπικῆς παράδοσης, γερά δεμένα τό ἓνα μέ τό ἂλλο, ἀλυσίδα ζωῆς. Δίχα τό ἓνα, ὃλα κομματιάζονται, ἀτονοῦν ἀπομένουν λειψά.

 

 Τώρα τί; Μιά ἀόριστη κούραση, ἀνεπαίσθητη στήν ἀρχή, πού τήν καταλάβαινα καί ὂχι, μοῦ ἒκοψε τήν διάθεση γιά παρόμοιες ποιοτικές συνθῆκες. Τό συζήτησα μέ κάποιους φίλους, οἰ ὁποῖοι προσπάθησαν νά μέ καθησυχάσουν: Δημόπουλε καί ἐμεῖς  βιώνουμε τίς ἲδια δεδομένα. Ἂν καί ἀκόμη τά βολεύουμε ἀρκετά καλά, ἒχουμε μιά αἲσθηση μεγάλης κακουχίας στό κορμί μας· τά ἐσωτερικά τοιχώματα παρουσιάζουν μικροραγίσματα καί ἐχουν ἀρχίσει μάλιστα ἐδῶ καί ἐκεῖ νά πέφτουν τά λιγοστά ἐπιχρίσματα. Στό αἷμα μας καί βαθύτερα ἀκόμη στό μεδούλι μας κυκλοφοροῦν χιλιάδες ἀγκαθάκια φραγκόσυκου, πού σταδιακά γίνονται σκληρά σάν ρινίσματα σιδήρου. Ἀνάμεσα στό νερό καί τό κορμί μας κάτι παρεμβάλλεται, μιά αἲσθηση ἀνυπόφορη, χάσαμε τήν ἂμεση ἐπαφή, αἰσθανόμαστε μιά δυσάρεστη παρεμβολή, στήν ταύτιση μέ τό ὑγρό στοιχεῖο. Ἡ κούραση μοιάζει νά μονιμοποιεῖται, δέν προχωρᾶμε ἂνετα, ἐλεύθερα, κάτι μᾶς τραβάει πρός τά κάτω σάν ἀσήκωτα βαρίδια, ἀλλά    ἐμεῖς «πέρα βρέχει». Ὦρες ατελείωτες  ἀράζουμε στόν καναπέ μπροστά στήν τηλεόραση, μέ τά κεφάλια ἀναγερτά,  ὃπως ἀκριβῶς  οἱ   ἂνθρωποι  τοῦ σπηλαίου τοῦ Πλάτωνα, καταβροχθίζοντας μαζί μέ τά ἔτοιμα καναπεδάκια καί ὃ,τι μᾶς πλασάρει  ὁ κάθε μίσθανδρος δημοσιογράφος, τῆς Διεθνοῦς Χρηματαγορᾶς. Στήν χρηματαποστολή καί  ἡ προπαγάνδα τῶν  νέων Βιβλικῶν Πατριαρχῶν, τῶν δεσποτοπαπάδων,  οἱ ὀποῖοι ὁδηγοῦν καθημερινά τά κοπάδια τους ἐκεῖ πού   συμφεροντολαγνικά  αὐτοί θέλουν, στήν σύγχρονη ἒρημο, μέ ἐμᾶς νά κάνουμε καθημερινά μακάρια καί μακάβρια τά ἲδια λάθη, μέ μικρές ποικιλίες, ψάχνοντας τό κουράγιο ἀκόμη  καί νά χαμογελάσουμε.

 Ἀφήσαμε νά ρημάζει τό τοπίο τοῦ τόπου μας. Ἀντί νά κρατήσουμε τήν γῆ μας σέ ἀειφορία, (φράγματα, καλλιέργεια προϊόντων ποὐ ἀντέχουν στά τοπικά δεδομένα τῆς Τήνου, σπαράγγια, μανιτάρια, ἀγκινάρες, ἀρωματικά φυτά..), σπρώξαμε τα λεβεντόπαιδά μας, ἀγόρια,  κορίτσια, σέ τουριστικά ἐπαγγέλματα,  πολλές φορές γιά ἑνα κομμάτι ψωμί.   

  Στά ἐξοχικά καλντερίμια τῆς Ἐνδοχώρας  εἶναι ἀδύνατο νά περπατήσεις, νά  τρέξεις. Κανείς δέν φροντίζει πιά τά μονοπάτια. Τά εὐρωπαϊκά κονδύλια γιά τήν ἀποκατάστασή τους φαγώθηκαν ξεδιάντροπα ἀπό τούς μαφιόζους τῆς πολιτικής, τά τοπικά κομματόσκυλα, μέ  ἐπώνυμο καί ὂνομα, ἀλλά κανείς δέν «βγάζει ἂχνα», κανείς δέν δίνει σημασία σ’ αὐτά. 

 Θόλωσε τό μάτι μας, τά κάναμε  ὃλα δυσδιάκριτα, δέν βλέπουμε, ἐθελοτυφλοῦμε, ὑποκρινόμαστε πώς δέν βλέπουμε, πουλᾶμε τά πάντα ὃσο κι ὃσο, ξεπουλᾶμε τόν Τόπο μας· ἂλλοι πλουτίζουν ποντάροντας στήν φθορά καί ὂχι στήν ὀμορφιά του, ἀπειλεῖται ἡ φύση μας, τά λείψανά μας, καί ἐμεῖς «πέρα βρέχει». 

  Ξεμωραθήκαμε τελείως. Μεταξύ ρεψιμάτων, νυκτερινῶν ἀλκοολούχων παραπατημάτων, ξεροψησίματος στίς παραλίες καί λουφαρίσματος τοῦ στρατιωτικοῦ, ἀπροσχημάτιστα ἒχουμε  αὐτοακρωτηριαστεῖ. Ἀποκοπήκαμε ἀπό τήν κοινοτική μας παράδοση, ἀπό τό φῶς καί τό κάλλος τῆς γῆς καί τῶν  θαλασσῶν μας, ἀπό τούς θησαυρούς τῆς μεταφυσικῆς τους ἐμπειροπραγμοσύνης.

   Ἡ τερατώδης καταστροφή καί ὁ βανδαλισμός τοῦ πάγκαλου τηνιακοῦ τοπίου,  δέν μετράει. Ὁ ἀφανισμός καί ἡ ἀπαξίωση τῆς διαχρονικῆς ἀρχιτεκτονικῆς σοφίας τῶν ντηνιακῶν μαστόρων, δέν λογαριάζεται.  Τό ξεπούλημα κάθε κοινωνικοῦ πλούτου σέ ἀδίστακτους μαφιόζους, οὒτε. Τσακίστε τά καΐκια σας, θά ἀποζημιωθεῖτε, ξεριζώστε τίς ἐλιές σας, θά ἀνταμειφθεῖτε, ξεπατῶστε τά ἀμπέλια σας, θά ἒχετε τά συγχαρητήριά μας, ἐγκαταλεῖψτε τίς καλλιέργειές σας, θά σᾶς ἐπιβραβεύσουμε ἀπλόχερα… Καί τελικά ὁ προγραμματισμένος ὑπερδανεισμός, ἡ χρεοκοπία, εἲκοσι χρόνια φρίκης, στέρησης καί διεθνοῦς χλευασμοῦ… Ναί, γίναμε ἐπιτέλους Εὐρωπαῖοι. Πετύχαμε τόν κύριο στόχο τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ μας: νά εἲμαστε τά γκαρσόνια καί οἱ ξενοδόχοι γιά τίς διακοπές τῶν Εὐρωπαίων –ὃλα τά εἰσοδήματά μας μόνο ἀπό τόν «τουρισμό»: Τό πετύχαμε, ὃπως πετύχαμε νά διώξουμε τά καλύτερα μυαλά μας στό ἐξωτερικό…. 

  Ὃμως ὃταν πληγώνονται οἱ  τόποι, τά μυαλά σαλεύουν καί αὐτά, ὁ ἂνθρωπος περνάει στήν παράνοια, στήν σχιζοφρένεια. Δέν διαταράσσονται μόνο οἱ ἀξίες. Ὁ τόπος δέν εἶναι ἀνεξάρτητος ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὃ,τι μπαζώνεται ἀνεξέλεγκτα  κερδοσκοπικά, μπαζώνει καί ἐμᾶς μαζί του, ἀφοῦ ἀλλοιώνεται ὁ ἲδιος ὁ ψυχισμός μας, ἡ αἰσθητική μας, ἠ εὐαισθησία μας.

Ἀκαταμάχητο καλοκαίρι σέ ὃλους.  

    

2 σχόλια:

  1. Μαχαιριά στην ψυχή. Που αναμόχλευσε θύμησες νιότης και παιδικότητας και τις αντιπαραβάλει με το τώρα. Γράφε μπας και ξυπνήσουμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή