Του Βασίλη Δαμιανάκη, Δασκάλου, Λυράρη, Ιεροψάλτου
Το βαπτιστικό όνομα ή αλλιώς το κύριο όνομα που φέρει ο καθένας, φαίνεται να τον χαρακτηρίζει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του . Θα έλεγε κανείς ότι και τον πατέρα μου τον ονόμασαν Πέτρο, γιατί είχαν προβλέψει πως στη ζωή του θα ήταν όπως την πέτρα σκληρός. Κι όμως ο παππούς μου αποφάσισε να τον ονομάσει Πέτρο τον πατέρα μου, γιατί αν και γεννήθηκε στις 21 του Μάρτη, τα μάτια του είδαν το φως του ήλιου ανήμερα της εορτής των πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις 29 Ιουνίου του 1930. Γιόρταζε η εκκλησία του χωριού που ήταν και ο ενοριακός ναός του χωριού των Αποστόλων και ο παππούς τον είχε ταμένο. Ανέβλεψε και το θαύμα ήταν γεγονός!
Εργατικός ο πατέρας από τα γεννοφάσκια του. Σκληροτράχηλος και ολιγομίλητος, αφού ήξερε να σου μιλά μόνο με τη θωριά του. Τα χέρια του πάντα γεμάτα ρόζους είτε από το σκάψιμο, είτε από το ράβδισμα των ελιών την περίοδο της ελαιοσυγκομιδής. Όταν πήρα την πρώτη μου λύρα, ήθελε κι αυτός να δοκιμάσει να παίξει. Ότι κι είχε γυρίσει από τον κάμπο που έσκαβε όλη μέρα τ’αμπέλι. Από τις φουσκάλες που είχαν τα δάχτυλά του, δεν κατάφερε να τα περάσει ανάμεσα από τις χορδές της λύρας. Μου την επέστρεψε μουρμουρίζοντας, σαν να του’ φταιγε η λύρα.
Την τιτάνια δύναμη και το πείσμα του μου τα φανέρωσε όταν μόλις που θυμάμαι τον εαυτό μου, ξερίζωσε μια αμυγδαλιά μπροστά στα μάτια μου. Τάχα τον εμπόδιζε η αμυγδαλιά που από χρόνια είχε φυτρώσει στη μέση του αμπελιού. Μοναδικό του εφόδιο στην όλη προσπάθεια ένα ταλαιπωρημένο τσαπί. Έσκαψε γύρω από το δέντρο και μετά άρχισε η μάχη… Αγκάλιασε το δέντρο και το’ σερνε γυροβολιές. Μα πού να το κουνήσει…Αυτό είχε μεγάλες ρίζες. Ξανάσκαψε με το τσαπί και μετά ο εναγκαλισμός με το δέντρο μετατράπηκε σε βλαστημίδι και έντονες βωμολοχίες, λες και είχε μπροστά του άνθρωπο που του είχε θίξει τον ανδρισμό και την αξιοπρέπεια. Ίδρωνε και ξέδρωνε ο πατέρας, που πότε πότε με κοιτούσε σαν να ντρέπονταν, αφού ήθελε να μου αποδείξει ότι με το πείσμα νικούνται τα πάντα κι ότι στο τέλος αυτός θα’ ναι νικητής. Κι όντως όταν στο τέλος τα κατάφερε και ξερίζωσε το αθώο δεντράκι, αποκαμωμένος από τις βλαστήμιες και τις υπερφυσικές δυνάμεις που είχε χρησιμοποιήσει, ξάπλωσε κάτω από τον ίσκιο μιας κουρμούλας του αμπελιού και βροντοφώναξε περήφανα κάνοντας και το σταυρό του: « Δόξα σοι ο Θεός! Σ’ έφαγα διαολεμένο!». Αυτό ήταν το πρώτο και σπουδαιότερο μάθημα από τον πατέρα μου. Να μην εγκαταλείπω την προσπάθεια έως ότου έρθουν τα πάνω κάτω….
Από παλληκαράκι δεκαπέντε χρονών ο παππούς μου του ανάθετε να αναλαμβάνει βαριές αποστολές και να πηγαίνει στα πανηγύρια να πουλά πράγματα. Ήταν η δουλειά του παππού μου. Πλανόδιος έμπορος ή αλλιώς πραματευτής. Στα πανηγύρια πουλούσε παιχνίδια, ραφτικά, βραχιόλια, σταυρουδάκια, δαχτυλίδια, αλλά καιλιχουδιές όπως σουσαμόπιτες, ζαχαρωτές μαντινάδες και άλλα. Αυτό που είχε πιο μεγάλη πέραση ήταν οι ζαχαρωτές μαντινάδες. Ένα χαρτάκι δηλαδή που προμηθεύονταν από τα βιβλιοπωλεία, τυλιγμένο σαν πάπυρο, που περιελάμβανε ένα δίστιχο και που στην άκρη του είχε ένα ζαχαρωτό με πρώτη ύλη την άχνη ζάχαρη. Έτρωγες το ζαχαρωτό και στη συνέχεια ξετύλιγες το χαρτάκι και διάβαζες τη μαντινάδα που το περιεχόμενό της συνήθως ήταν ερωτικό ή σπάνια και περιπαικτικό.
Εκμεταλλευόμενος τη ρωμαλεότητα, την
αποφασιστικότητα και την τόλμη του πατέρα ο παππούς μου, τον έστελνε στα πιο
απομακρυσμένα πανηγύρια. Με τη σοφία από τις ελάχιστες κουβέντες του και χωρίς
να είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενος, τον άκουγα από παιδί να διηγείται με τον ίδιο
απλό και παραστατικό τρόπο, μια από τις εμπειρίες που τον συνόδευε σε όλη τη
ζωή του.
Θα πήγαιναν με τον αδερφό του το Νίκο στο πανηγύρι του μοναστηριού της Παναγίας της Κρουσταλλένιας, στο Οροπέδιο του Λασιθίου, που εόρταζε στο Γενέθλιο της Θεοτόκου, 8 του Σεπτέμβρη. Αφού φόρτωσαν τα γαϊδουράκια με την πραμάτεια που προορίζονταν για πούλημα, ξεκίνησαν από τους Αποστόλους νωρίς το απόγευμα. Ακολουθώντας δύσβατα μονοπάτια, ανηφοριές και κακοτοπιές, φτάσανε στο χωριό Ξιδάς (σημερινή Λύττο). Ξεκουράστηκαν σε ένα από τα καφενεία του χωριού και συνέχισαν την πορεία τους, αν και ήταν αργά το βράδυ και το μοναδικό φως που είχαν ήταν το φως του φεγγαριού. Καθώς προχωρούσαν, άκουσαν μια δυνατή φωνή μέσα από το εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Ξιδάς και Κασταμονίτσα. Ο αδερφός του ο Νίκος του είπε να μην πλησιάσουν, αφού ο φόβος τον είχε κυριεύσει, όπως και τον πατέρα μου. Η φωνή όμως επέμενε και τους καλούσε να πλησιάσουν και να μπουν στο εκκλησάκι. Πέτρος ο πατέρας και εκ των πραγμάτων πέτρα κι η καρδιά του. Πήρε πάνω του το ρίσκο κι αποφάσισε να πλησιάσουν και να μπει. Μάταια ο αδερφός του προσπαθούσε να τον αποτρέψει σε αυτό του το εγχείρημα. Δειλά δειλά άνοιξε την πόρτα του ναού και άκουσε μέσα στο σκοτάδι την ίδια φωνή με την ίδια ένταση, αλλά με αρκετή δόση αυστηρότητας αυτή τη φορά να του λέει: « Δε ντρέπεστε μορέ να περνάτε από την εκκλησία και να μη σταματάτε να ανάψετε τα καντήλια;». Ψάχνοντας ο πατέρας για σπίρτα κι αφού δε βρήκε τίποτα για να ανάψει τα καντήλια, τρέμοντας σαν το ψάρι ανταπάντησε στην αόρατη φωνή: « Μα δε βρίσκω μπάρμπα σπίρτα. Πώς θα ανάψω τα καντήλια;». Και… « Ω! του θαύματος! Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού». (Ψαλμ. 67, 36). Φωτίστηκε τότε το εξωκλήσι στο εσωτερικό του και από την ωραία πύλη του ιερού εμφανίστηκε ένας ιερέας φορώντας τα ιερατικά του άμφια και κατά την περιγραφή του πατέρα είχε πολύ μακριά γενειάδα, ενώ το πρόσωπό του έλαμπε.
Τα καντήλια άναψαν από μόνα τους με την παρουσία του αγίου πατέρα και σε σύντομο χρόνο φρόντισε να νουθετήσει τον πατέρα με τα παρακάτω: « Από δα και πέρα, άμα περνάτε από εκκλησία να σταματάτε να κάνετε το σταυρό σας, να ανάβετε τα καντήλια και να λιβανίζετε τις εικόνες. Πηγαίνετε και από παε και πέρα να μην φοβάστε πράμα».
Χάθηκε η μορφή του αγίου πατέρα και ο πατέρας έμεινε να θαυμάζει το γεγονός αρκετά συνεπαρμένος, φοβισμένος, μα πολύ περισσότερο είχε μείνει εκστασιασμένος παρατηρώντας τα αναμμένα καντήλια. Βγήκε από το εκκλησάκι, διηγήθηκε στον αδερφό του το Νίκο τα όσα συνέβησαν, αλλά αυτός τόσο είχε φοβηθεί, που παρά λίγο να γυρίσει πίσω προς το χωριό και να μην πάει στην Κρουσταλλένια. Συνέχισαν όμως προς της Καράς το πηγάδι που ήταν και χάνι, ξεκουράστηκαν, τάισαν τα ζώα και συνέχισαν νωρίς το πρωί για το πανηγύρι που εκεί όλα πήγαν κατά την ευχή του αγίου πατέρα και μάλιστα ξεπούλησαν κιόλας.
Επιστρέφοντας στο χωριό, αφού διηγήθηκαν το γεγονός της… αγιοφάνειας στον παππού μου, ο μεν θείος Νίκος ξεκαθάρισε ότι δε θα ξαναπήγαινε νύχτα σε κανένα πανηγύρι, ο δε πατέρας, ζήτησε από τον πατέρα του να δώσει το μερίδιό του στα αδέρφια του και του ανακοίνωσε την απόφασή του ότι αποφάσισε να πάει στο μοναστήρι της Κρουσταλλένιας στο Λασίθι και να καλογερέψει. Έκτοτε ο παππούς έκανε κάθε χρόνο στο εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου που έτυχε της αγιοφάνειας ο πατέρας μου αρτοκλασία, αλλά και στον Άγιο Χαράλαμπο-πολιούχο της Ενορίας του Ξιδά- μιας και ο παππούς θεώρησε ότι ο άγιος που φανερώθηκε στον πατέρα ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος, αφού ο άγιος Νικόλαος όπως τον γνωρίζουμε από τις αγιογραφίες, δεν έχει μακριά γενειάδα.
Πήγε κι ο πατέρας στο μοναστήρι της Κρουσταλλένιας
να μονάσει όπως υποσχέθηκε, αλλά το διακόνημα του βορδονάρη που του ανάθεσε ο
ηγούμενος φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα επίπονο, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τον
μοναχικό βίο. Βαριά η καλογερική….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου