«Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνας ἐγκληματίας πού παραμένει ἄγνωστος». (Καμύ).
Γέστας: (Ὁ ἀμετανόητος ληστής)
Γιά νά σᾶς δῶ ὅλους λίγο στά
μάτια.
Πάντα τό παράλογο μοῦ φαινόταν πρόδηλο. Ὡς έκ τούτου ὄφειλα
νά τό διατηρῶ σέ διαύγεια καί νά δεχτῶ νά ζῶ βιώνοντάς το καί
τοῦτο ἀβίαστα. Ἡ ἐξέγερσή μου, ἡ ἐλευθερία μου, τό πάθος μου, θά εἶναι οἱ
συνέπειές του. Ὡς ἄνθρωπος, εἶμαι
σίγουρος ὅτι θά πεθάνω ὁλοκληρωτικά, ἀρνούμενος ὅμως τόν θάνατο, λυτρωμένος
ἀπό τήν ὑπερφυσική ἐλπίδα πού μοῦ δένει τά χέρια. Ἔτσι κατόρθωσα νά γνωρίσω τό καρδιακό πάθος τῆς ζωῆς γιά ἐπανάσταση,
γιά ἰσότητα, γιά ἀγῶνα, γιά δικαιοσύνη, σ' ἕναν κόσμο δοσμένο στήν ἀδιαφορία
του, στόν ὠχαδερφισμό του καί στήν φθαρτή ὀμορφιά του. Ὁ ἱδρωμένος αἰμάτινα ἀγῶνας
μου ἦταν γιά μένα ἡ καλύτερη εὐκαιρία γιά νά διατηρῶ τήν συνείδησή μου ἄγρυπνη μπροστά στίς
φανταχτερές, ψεύτικες καί ἀλόγιστες εἰκόνες του κόσμου. Περιφρόνησα τόν θάνατο ἀγωνιστικά,
τόν μίσησα, περιφρόνησα θεούς καί δαίμονες, ἀγάπησα τήν ζωή, χωρίς νά ἀποδεχθῶ ἀγόγγυστα τήν ἀνθρώπινη μοίρα.
Μέ τρόμαζε ἡ δράση, μέ προβλημάτιζε τό κίνημα
τῶν σατανόμορφων ὡραιοποιημένων διεθνῶν ὀργανισμῶν κατά κανόνα πολιτικοῦ χαρακτήρα!
Πρόκειται γιά ὀχιές κρυμμένες σέ τριαντάφυλλα. Ἀπό διαόλια μετασχηματίζονται σέ
ἀγγέλους. Αὐτοί οἱ μετασχηματισμοί δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά συγκεκριμένες
κοινωνικές σχέσεις, ὅπου ἐπιπολάζει ἡ ἐγωκεντρικότητα, ἡ κυριαρχική ἐξουσία καί
ἡ πλεονεξία, μέ τούς προστατευτικούς μηχανισμούς τοῦ κατεστημένου, τοῦ οἰκονομικοῦ
συμφέροντος, νά φροντίζουν τήν ἔγερση ἄπλετου μίγματος κονιορτοῦ καί καπνοῦ.
Εὔκολα ἐντοπίζει κανείς μιά ποικιλία ἀντιδράσεων
στήν συμπεριφορά πού μετέρχονται οἱ ἐξουσιολάγνοι: ἤπια πλαδαρότητα τῆς ἀπραξίας,
ἐκλεπτυσμένη ὑποκρισία, φθονερή διάθεση ἀπέναντι στό συνάνθρωπο, ὡς τήν πιό ἀνήκουστη
σκληρότητα καί βιαιοπραγία ἐναντίον ὁλάκερης τῆς δημιουργίας. Λύκοι κυβερνοῦν
τά πρόβατα. Ἀνήθικοι φυλάνε τήν ἠθική. Διχοτόμοι τῶν ἐθνῶν κυνηγοῦν τούς ἐγκληματίες
πολέμου. Κήρυκες εἰρήνης ἐμπορεύονται ὅπλα. Θεός καί λαός δύο παχιές
ἀγελάδες γιά ἄρμεγμα. Περιφρονοῦν τόν λαό καί ὑμνοῦν τόν Θεό. Ἀρνοῦνται
τόν Θεό καί κολακεύουν τόν λαό. Οἱ ἄνθρωποι μοιάζουν μέ νομίσματα. Ὑπάρχουν
γνήσιοι καί κάλπικοι, καί ὅλοι ἔχουν δύο ὄψεις. Φθάνει τόση ὀμορφιά. Τί θά ἔλεγε
κανείς σήμερα γιά τό ὅτι πάμπολα ἑκατομμύρια ἀνθρώπων πένονται ἤ λιμοκτονοῦν, ἐνῶ
ἕνα μικρό ποσοστό νέμεται μέ προκλητική
σπατάλη ἀγαθά καί ἀνέσεις πολιτισμοῦ;
Πιό
πολύ ὄμως ὐποφέρω μέ τόν σαδιστή πατέρα, τό φρικαλέο σύμπτωμα τῆς ἀνθρώπινης
ἐγωπάθειας καί κυριαρχικότητας, πού μέ σκληρότητα μαστιγώνει μικρά ἀγοράκια καί
μικρές κοροῦλες, καί σέ ἀρκετές περιπτώσεις τά βασανίζει σεξουαλικά.
Μύρια ὅσα
βάσανα καί βασανιστήρια δοκιμάζουν αὐτές οἱ ἀθῶες ὑπάρξεις κάτω ἀπό τά μάτια ἑνός
Θεοῦ πού σιωπᾶ. «Ὄχι, πάτερ μου. Ἔχω άλλη γνώμη
γιά τήν ἀγάπη. Καί θά ἀρνοῦμαι μέχρι θανάτου ν’ ἀγαπῶ τούτη τήν δημιουργία ὅπου
φρικωδῶς βασανίζονται παιδιά». (La peste, Camus).
Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι, εἴτε δέχομαι τόν Θεό εἴτε ὄχι, ἐνώπιόν μου χάσκει μιά τραγωδία: ὁ πόνος, ἡ βία, ἡ ἀσθένεια,
ὁ θάνατος. Γιά τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι μόνο τό βιολογικό τέρμα, ἀλλά κυρίως ἡ
δύναμη πού συνεχῶς τραυματίζει τήν ζωή, τήν χαρά, τήν ἀγάπη, τήν
δημιουργικότητα, τό κάθε νόημα. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ ζωή -ἰσχυρότερη καί μόνιμη
δύναμη, ὡς φυσική ἐνέργεια-μάχεται τήν φθορά τόν θάνατο ἀκατάπαυστα.
Ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει ἡ ἴδια, διά πλεονεξίαν
καί φιλοτιμίαν (Θουκυδίδης 3,28), τά ἴδια ἁμαρτήματα θά συνοδεύουν τούς ἀνθρώπους ξανά καί
ξανά. Τά λόγια τοῦ περιώνυμου ἱστορικοῦ δείχνουν ὅτι δέν περιμένει καμμιά ἀλλαγή. Ἡ μετέπειτα ἱστορική
διαδρομή τόν δικαιώνει ἀπολύτως. Μόνο
κληρονόμηση τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου ὑπάρχει, μέ ἄλλα λόγια αὐτός εἶναι ὁ
δρόμος τῆς κτιστότητας, τόν ὁποῖο μέ ὅλα τά συμπαρομαρτοῦντα βαδίζει ἡ ἀνθρωπότητα.
Ἔζησα σέ
ἕνα σύμπαν, ἀκριβῶς τό ἴδιο μέ αὐτό πού ζεῖς καί ἐσύ σήμερα Δημόπουλε, πάρα πολύ σκοτεινό. Ἕνα σύμπαν πού
περιλαμβάνει μιά μόνιμη ἀπειλή θανάτου ἀλλά καί διαφθορά, ἀπάτη, βιασμούς, ἐκβιασμούς,
παιδεραστία, δολοφονίες, ἀπό ἀνθρώπους χωρίς κόκκινες γραμμές, ἐντελῶς ἀνήθικους,
μέ πιό ἀδιανόητα ἀνήθικους τούς πολιτικούς, τούς δικαστικούς, τούς θρησκευτικούς
καί πολιτιστικούς καθοδηγητές μας, ἕναν κλειστό κύκλο ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐξουσιολάγνοι,
δροῦν μέ πολύ ἰδιότυπους νόμους καί μέ μιά δική τους λογική, τήν οποία
μοιράζονται μεταξύ τους σάν μέλη μαφιόζικης ὀργάνωσης.
Ἕνας κύκλος βίας, ὁ ὁποῖος ἐνισχύεται ἀπό τίς ἐκδικητικές
τάσεις πού ἀνεξέλεγκτα πλέον ἐκδηλώνει μεγάλος ἀριθμός ἀτόμων. Ἕνα παράξενο
σύμπαν, κάτι πού τό βλέπουμε σέ ὅλες του τίς εκφάνσεις, ἀλλά κυρίως ἀπό τό πῶς
συμπεριφέρονται οἰ ἄνδρες στίς γυναῖκες, πῶς μιλοῦν γιά τίς γυναῖκες, ἀλλά καί ἀπό τήν
κτητική τους διάθεση. Ἀκόμη καί ὁ ἔρωτας,
αὐτή «ἡ λιακάδα τῆς ψυχῆς», δεν ἀποτρέπει
τόν βιασμό. Ἡ τόσο ὠμή καί ἔτοιμη νά σκοτώσει κοινωνία, κατά τά ἄλλα, πιστοί ἄπιστοι,
μορφωμένοι ἀμόρφωτοι, εἶναι θρησκόληπτοι, πηγαίνουν ὑποκριτικά στήν Ἐκκλησία, πιστεύουν σέ ἕναν Θεό τιμωρό, φυσικά φοβικά,
προσεύχονται μηχανικά, εἶναι ποτισμένοι μέχρι τό μεδούλι ἀπό ἀκούσματα καί
πρακτικές μαγείας, βασκανίας, ὅθεν
δεισιδαίμονες, προληπτικοί καί ζηλόφθονες.
Αὐτό τό
ἄφθαρτο ἀπό τό χρόνο σκηνικό, πού κρύβει μέσα του τήν ὠμότητα καί τήν σκοτεινιά τῶν πρωταγωνιστῶν καί τῶν
κομπάρσων, δέν εἶναι δική μου ἀνάγνωση. Εἶναι ἀπολύτως ἐντεταγμένο στό τεχνικό
σκηνικό τοῦ Κρανίου Τόπου, τοῦ Γολγοθᾶ, μέ τούς σταυρούς νά συμπληρώνουν τήν
εἰκόνα μιᾶς κοινωνίας σέ παρακμή. Ὁ Ἡρώδης, ὁ Πιλάτος, οἱ Γραμματεῖς, οἱ
Φαρισαῖοι, οἱ ἑκάστοτε ἰσχυροί τῆς
ἐξουσίας, καί οἱ γύρω τους ἀντρικοί
ρόλοι, γρανάζια σέ ἕναν ἐγκληματικό
μηχανισμό, μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή θεατῶν, νά ἀποτυπώνει μέ φαντασία τήν εὔφορη περιοχή αὐτοῦ τοῦ δραματουργικοῦ
σύμπαντος, τοῦ κόσμου τῆς βίας καί τῆς κακοποίησης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν
ἄνθρωπο.
Σ’ αὐτό τό σκηνικό ἐντάσσω, τήν ὠραιότητα πλάι στήν ἀσχήμια μου, τήν χυδαιότητα δίπλα στήν εὐγένεια, τήν βαρβαρότητα ἀγκαλιά μέ τήν εὐαισθησία μου, τόν ρατσιστή σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τόν καταδιωκόμενο μαῦρο, τήν δραματική ἀμφιθυμία μου, τίς ταλαντεύσεις μου ἀνάμεσα στό καλό καί τό κακό, τήν ἁγιότητα καί τήν ζωή τῶν παθῶν, τό κατά φύσιν καί τό παρά φύσιν, τήν θεονομία καί τήν αὐτονομία, τήν θεία εἰκόνα καί τούς δερμάτινους χιτῶνες, τήν λογική καί τόν παραλογισμό, τήν μορφή τοῦ Θεοῦ καί τήν μορφή τοῦ ζώου, ὑπαρξιακές ταλαντεύσεις πού τίς περισσότερες φορές σημαίνουν τραυματικά γεγονότα, ἀλλά πρό παντός τήν ἐλευθερία μου.
Ἡ
ἐλευθερία μου εἶναι ὅ,τι πιό πολύτιμο εἶχα, στήν πάντα σφραγισμένη ἀπό τήν ὀδύνη,
ἀπό τόν ἀφόρητο πόνο ζωή μου. Ἡ λογική, ἡ ἀρμονία ποτέ δέν ἦταν μεταξύ τῶν ὕψιστων
προτεραιοτήτων μου. Ποτέ μου δέν θέλησα μιά φυσιολογική ἐνάρετη ζωή. Τό μόνο πού
θέλησα ἦταν μια ἀνεξάρτητη ἐπιλογή, μέ ὁποιοδήποτε κόστος, ὁπουδήποτε καί νά μέ
ὁδηγοῦσε. Ουδέποτε
εἶχα τό παραμικρό ἐνδιαφέρον γιά τήν
γνώμη τῶν ἄλλων, γιά τό τί λένε οἱ ἄλλοι
γιά μένα.
Ἀηδία,
ἀπογοητεύσεις, ζυγός, ὑποταγή, ἐρημιά, θυμός, ποιό κτῆνος νά λατρέψω, ποιό εἰκόνισμα
νά καταστρέψω, ἀπό ποιό ψέμα νά πιαστῶ. Ἔχω διαπράξει ἐγκλήματα ὄσα λίγοι, αὐτά πού τά ἔχουν εὐχηθεῖ οἱ περισσότεροι καί τά ἔχουν χαρεῖ ὅλοι. Στό, καλύτερα νά σέ ἀδικοῦν
παρά νά ἀδικεῖς τοῦ Σωκράτη, ἐγώ ἀντέτεινα, καλύτερα νά εἶμαι ὁ δήμιος παρά τό
θύμα.
Μετέτρεπα
τίς ἀδυναμίες μου σέ σθένος. Σέ ἕναν κόσμο ὅπου ὅλα εἶναι διεστραμμένα καί
βρομισμένα τίποτα ἄλλο δέν ἀπομένει στό θύμα, ἀπό τό νά μετατρέψει τήν ὀδύνη σέ
βία κερδίζοντας ἕνα πλεονέκτημα στήν ζωή.
Μήπως ἐσύ, Ἰησοῦ, δέν πῆρες τό
φραγγέλιο καί δέν ἀνέτρεψες τούς συναλλασσομένους ἔξω ἀπό τόν Ναό; Καί κάτι ἄλλο.
Ὅταν εἶπες στούς δικούς σου πού σέ ἀκολουθοῦσαν
«νῦν ὁ ἔχων βαλλάντιον ἀράτω, ὁμοίως καὶ πήραν, καὶ ὁ μὴ ἔχων, πωλήσει τὸ
ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν…» (Λουκᾶ 22, 36) τί ἐννοοῦσες;
Εἶναι στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου ἡ κακία, μᾶς ταιριάζει, μᾶς πάει καλύτερα, νά καταστρέφουμε αὐτό πού δέν μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε, νά ἀπορρίπτουμε αὐτό πού δέν καταλαβαίνουμε καί νά κακολογοῦμε αὐτό πού φθονοῦμε. Ποιός δέν ἔχει εὐχηθεῖ νά ἀρρωστήσει ὁ ἐχθρός του; Ποιός δέν αἰσθάνθηκε χαρά μέ τόν πόνο, τήν δυστυχία τοῦ ἄλλου, ἀκόμη καί τοῦ φίλου του; Ποιός δέν στενοχωριέται μέ τήν χαρά τοῦ διπλανοῦ του;
Τῷ ἀντευξομένῳ
Ὡς γνωστόν στό πολυφωνικό μυθιστόρημα ὑπάρχει ἕνα πλῆθος διαφορετικῶν φωνῶν καί συνειδήσεων. Καθεμία ἀπ’ αὐτές εἶναι αὐτόνομη, μέ τόν δικό της κόσμο. Δέν συγχωνεύονται σέ μία, ἀλλά παραμένουν ἀσύγχυτες σέ ὅλη τήν ἐξέλιξη τοῦ μυθιστορήματος. Ταυτόχρονα, ὅλες οἱ φωνές εἶναι ἰσάξιες μεταξύ τους. Οἱ φωνές αὐτές εἶναι οἱ φωνές τῶν ἡρώων, ἡ φωνή τοῦ ἀφηγητή ἀλλά καί ἡ φωνή τοῦ συγγραφέα. Ὁ συγγραφέας δέν στέκεται πάνω ἤ ἔξω ἀπ’ τόν κόσμο τῶν ἡρώων του, άλλά δίπλα τους· στέκεται ἀνάμεσά τους, σάν ἕνας ἀπό αὐτούς.
Ὁ
λόγος τοῦ ἀμετανόητου Ληστή, δέν εἶναι μόνο ἀντικείμενο τοῦ δικοῦ μου
συγγραφικοῦ λόγου, ἀλλά ὑποκείμενο καί
τοῦ δικοῦ του, ἀμέσως σημαίνοντος λόγου. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ λόγος τοῦ Ληστή δεν ἐκφράζει
τήν προσωπική ἰδελογική μου θέση, ἡ φωνή μου δηλαδή δέν ἐπιβάλλεται στήν φωνή
του, αλλά τήν σέβομαι καί τήν ἀφήνω νά ἐκφράζεται αὐτόνομα.
Δέν
αὐτονομῶ μόνο τήν φωνή τοῦ ἥρωα, ἀλλά καί τήν συνείδησή του. Ἡ συνείδηση τοῦ ἥρωά
μου, ἡ ὁποία ἀποδίδεται σάν μία ξένη συνείδηση, δέν μεταβάλλεται σέ πρᾶγμα, δέν
καταλήγει ἁπλό ἀντικείμενο τῆς συνείδησής μου. Ὁ κακοῦργος μου, (ἐγώ,
ἐσύ, αὐτός) δέν εἶναι ἕνας ἄφωνος δοῦλος, ἀλλά ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος, ἱκανός νά σταθεῖ στά πόδια του,
δίπλα μας, ἀκόμη καί νά διαφωνήσει μαζί μου, μαζί σας, ἀκόμη καί νά ἐπαναστατήσει
ἐναντίον ὅλων. Ἡ συνείδησή του διαμορφώνεται ἐλεύθερα,
δέν ἀντανακλᾶ τήν συνείδηση κανενός, οὔτε
τήν δική μου οὔτε τήν δική σου.
Σέ αὐτό τό θεωρητικό πλαίσιο, θά μποροῦσε
κάποιος νά προβάλει τήν φυσιολογική ἔνσταση. Πῶς διαχωρίζεται ἡ φωνή καί ἡ
συνείδηση τοῦ συγγραφέα ἀπό αὐτή τῶν ἡρώων του, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ο δημιουργός
τους; Μέ ἄλλα λόγια, πῶς μπορεῖ ὁ συγγραφέας νά δημιουργήσει ἥρωες ἀνεξάρτητους
ἀπ’ αὐτόν, ἀφοῦ αὐτός βάζει στό στόμα τους,
ὅ.τι λένε; Ἡ ὅποια ἀντιφατικότητα καί
πολυεπιπεδικότητα τῆς πλοκῆς μου, δεν εἶναι στοιχεῖα τῆς
προσωπικότητάς μου, τοῦ πνεύματός μου· εἶναι
στοιχεῖα (μιλάμε γιά προσπάθεια τουλάχιστον)
τοῦ ἀντικειμενικοῦ κόσμου, τῆς κοινωνικῆς κατάστασης· δηλαδή, τά διάφορα ἐπίπεδα τοῦ μονόλογου τοῦ
«κακούργου» μου, δέν ἀποτελοῦν στάδια, ἀλλά στρατόπεδα, καί οἱ ἀντιφατικές θέσεις, ἀπόψεις
καί πιστεύω, δέν ἀντιστοιχοῦν στήν ἀνερχόμενη ἤ κατερχόμενη προσωπικότητα τοῦ
ληστή, ἀλλά στήν κατάσταση τῆς κοινωνίας, ἰδίως ὅμως τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό πού θά διαβάσει ὁ ἀναγνώστης,
εἶναι ἡ ἱστορία ἑνός ἀνθρώπου χωρίς ὄνομα πού, δίχως τίποτα τό ἡρωικό στή
συμπεριφορά του, πεθαίνει βασανιστικά στόν σταυρό, ὡς κακοῦργος. Νιώθω ἐξάλλου τήν ἀνάγκη νά πῶ, κι ἄς
μοιάζει παράδοξο, πώς προσπάθησα νά ἀποδώσω μέ τόν ήρωά μου τόν μόνο Ἅγιο πού μᾶς ἀξίζει, πού μᾶς ταιριάζει καλύτερα. Εἶναι φανερό, ὅτι τό
λέω χωρίς πρόθεση ἤ διάθεση ὑπερβολῆς, ἀλλά
ἀπλῶς καί μόνο μέ τήν κάπως εὐγενή
τρυφερότητα ποὐ δικαιοῦται νά νιώθει ἕνας δημιουργός γιά τά
πρόσωπα πού δημιουργεῖ. Ἄς μήν
ξεχνᾶμε ὅτι τό ἀληθινό μυθιστόρημα δέν εἶναι μυθοπλασία, ἡ αὐθεντική μαρτυρία φαντάζει μυθιστόρημα.
Τῷ ἐντευξομένῳ
ΑπάντησηΔιαγραφή