Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
Γνώρισα τόν κ. Πολυκανδριώτη, τόν Δεσπότη Τήνου, ὡς νέο φέρελπι Ἀρχιμανδρίτη. Μοῦ φαινόταν
ἂνθρωπος χαμηλῶν τόνων, πηγαῖα εὐγενής, εὒστροφος μέ ἐκφορά λόγου ἢρεμη, σέ
ἐπιδερμική σχέση μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν θύραθεν παιδεία (ἐκ τῶν κηρυγμάτων
του), πολύ προσηνής καί ὑπέρ τό δέον ἐπικοινωνιακός. Κανένας δέν μποροῦσε
νά προβλέψει τήν μεταμόρφωσή του, ούτε
βέβαια νά ὑποθέσει ποῦ θά φτάναμε. Φαίνεται ὃμως ὃτι τό κλίμα προοικονομοῦσε
συγκεκριμένη εξέλιξη: «Ἀρχή ἂνδρα δείκνυσι».
Μετά τήν ἐκλογή του ἀπό τόν Χριστόδουλο, μέ τόν γνωστό τρόπο, ἡ
κατάσταση σταδιακά καί σταθερά, ἒγινε
διαφορετική. Δέν μιλάει πολύ, καί ὃταν τό κάνει εἶναι ἀφ’ ὐψηλοῦ, μέ
λόγο ἂχρωμο, φαινομενικά ἢρεμος, ἀκόμη καί ὃταν μέσα του ἐμφανῶς «βράζει», οἱ κινήσεις του πολύ περιορισμένες, δέν κάθεται
γιά νά μήν τσαλακώσει τά ράσα του, ἀσυγκράτητα νάρκισσος, «φουμάρει»
διακριτικά τήν κορυφή του γιατί πολύ
ἂσπρισε, δίνει πλέον τήν ἐντύπωση ἀτόμου ἐθισμένου στήν κοσμική ἐξουσία, πού
δέν ἐπιδέχεται καμμιά ἀμφισβήτηση λόγων καί πράξεων, ἐκλιπαρεῖ διακαῶς
παλαμάκια, ζητιανεύει λεκτικά χαδάκια ἀκόμη καί στά πιό ἀσήμαντά του, καί ἒχει ἐκπαιδεύσει ὃλους τούς παπάδες, τούς ὑπαλλήλους
τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας, ἐπιτρόπους, καί νεωκόρους,
νά αἰσθάνονται βασάλοι του, νά διαβάζουν ἂψογα τά θέλω του ἀκόμη καί μέσα ἀπό τήν παραμικρή
κίνησή του. Εἶναι ἀδύνατο νά μήν δεῖ κανείς τόν δεσπότη σάν μικρό παιδάκι πού θέλει τήν
φροντίδα τῶν ὑποτελῶν του ὡς σιωπηλά
ἐπιτελεῖα συνεργαζομένων νταντάδων.
Ἐκεῖνο
πού μέ τρομάζει περισσότερο, εἶναι ἠ ἀνάδειξή του σέ «ἀξιόθρονο ἐπίσκοπο», Μέγιστο
Ἀρχιερέα, καί συνεκδοχικῶς σἐ τοπικό μέγιστο ἠγεμόνα, άνυπέρβλητο
ἱεροκήρυκα,-τοὐλάχιστον ἓνας Εὐγένιος
Βούλγαρης- καί τοῦτο τῇ συνδρομῇ πληθώρας Αὐλοκολάκων, Σφουγγοκωλάριων καί
Σουσούδων.
Ὁ
ἀκατάσχετα φλύαρος λόγος του, γνωρίζει μόνο νά κολακεύει, νά χαϊδολογάει αὐτιά,
μέ ἕνα θράσος πού πληγώνει χωρίς νά ἀγαπᾶ,
χωρίς τήν διαλεκτική τῆς ἀγαπητικῆς παρρησίας. «Ἐσθλ’
ἀγορεύοντες, κακά δέ φρεσί βυσσοδόμευον. Μιλοῦσαν ὡραῖα ἐνῶ στό μυαλό τους
βυσσοδομοῦσαν κακά». (Ὀδύσσεια ΙΖ’). Ἄν προσέξετε ἡ κάθε λεκτική παρέμβαση τοῦ τοπικοῦ Δεσπότη δέν ξεπερνᾶ τήν ἒκθεση
καλοῦ μαθητοῦ τῆς τρίτης Γυμνασίου. «Τά κύματα τοῦ Αἰγαίου ἂσπρα προβατάκια, ἐξοχότατε
κ. Πρωθυπουργέ, κ. Λιμενάρχα, καί στήν κορφή κανέλλα…» Κάθε τελεία τῶν γλαφυρών του ἀποσιωπητικῶν
κι ἓνα λιθαράκι στήν κενοδοξία του. Ἀνεξίτηλες εἰκόνες καί προτάσεις τόσο ἐκτεταμένες ὃσο ὁ οὐρανός τῆς ἐρήμου.
Ὡς γνωστόν, κανένας δέν κηρύττει τόσο ἀπαίσια, οὔτε ὁμιλεῖ τόσο ἄσχημα, ὅσο οἱ ὑπερασπιστές μή βιωμένων ἐμπειριῶν. Εἶναι γιατί ἀσκοῦν τήν ὅποια προσπάθειά τους, καταναγκαστικά, βαρετά, μέ ἐλλειμματική καθαρότητα, γιά προβολή προσωπική, ἀπό ἐξουσιαστικό συμφέρον, κι αὐτό μέ τόσο κόπο. Στῆστε εὐήκοον οὖς στά λεγόμενά του.
Ὁ Δωρόθεος ὁ ἐν Τήνω, καί κάθε ἀπανταχοῦ
Δωρόθεοι εἶναι τό εὐφρόσυνο φωτογραφικό τεκμήριο ὃτι ὂσα ἐκεῖνοι λένε πώς
πιστεύουν, ὃλοι γνωρίζουν πώς εἶναι
φούμαρα. Τό γνωρίζουν οἱ ἲδιοι, τό γνωρίζουν ὃτι τό γνωρίζουμε καί ἐμεῖς, ἀλλά
μᾶς ἒχουν «γραμμένους».
Προσωπικά
τούς ἒχω κατατάξει στά πρόσωπα τά
οὐδεμίαν σχέσιν ἒχοντα μέ τήν Θεολογία
καί τήν Ἱερωσύνη, οὒτε στό ἐλάχιστο, μέ
κάποιες ἱκανότητες ὐποκριτικῆς ἑνός ἀτάλαντου ἠθοποιοῦ, μία παρωδία Ροντηρικοῦ
στόμφου, ἐλαφρά πασπαλισμένου ἀπό Κάρολο
Κούν, ἀλλά πολύ καλά αὐτοσκηνοθετούμενου Σπύρου Εύαγγελάτου. Αὐτοπροβαλλόμενες «νοῦλες» πού πίστεψαν τίς προκατασκευασμένες τους
κολακεῑες, καί πῆραν τόν ἐλλιπή ἑαυτό τους στά σοβαρά, μέ ἀποτέλεσμα νά μολύνουν ἀσύστολα τούς θρόνους Αὐτοκρατόρων, τά ἱερά καί ὃσιά μας,
βοηθοῦντος τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναλφαβητισμοῦ, καί τῆς θεολογικῆς ἀμορφωσιᾶς στήν
ὁποία μᾶς βούλιαξε ἡ δεσποτική σύγχρονη ἂποψη περί διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτά ὃλα τούς ἒδωσαν τόν ἀέρα νά συμπεριφέρονται ὡς Ἀπόλυτοι κοσμικοί Ἂρχοντες,
στούς ὁποίους ὃλα ἐπιτρέπονται. Ἀφοῦ ἂλλωστε ὁλόκληρος Πρωθυπουργός,
ὀλόκληροι ὑπουργοί, βουλευτές,
στρατηγοί, δικαστές, παρατρεχάμενοι καί κολαοῦζοι ἀναγνωρίζουν τήν
«ἀνταλλακτική προσφορά» τους.
Ξέρουν νά ὁμιλοῦν μέ «ὓφος ὀγδόντα
καρδιναλίων» περί ἀνέμων καί ὑδάτων σ’ ἓνα σκηνικό βγαλμένο ἀπό παραμύθι, ένῶ
ἱκανός ἀριθμός παρατρεχάμενων μέ δουλική
προφορά ἐκτελοῦν γύρω τους
χορογραφημένες κινήσεις σπαταλημένης ἐνέργειας: στήνουν ξεστήνουν, ντύνουν τίς
Σταχτοπούτες γιά φωτογράφιση τῆς μητροπολιτικῆς σελίδας, σκηνοθετοῦν βάναυσα στιγμές
μεγαλείου: πάνω σέ θρόνους αὐτοκρατορικούς σέ πόζα Καρντάσιανς. Ζοῦν γιά τίς κάμερες. Ὃμως τό κίτς, μέ ὅσο
χρήμα κι ἄν τό ντύσεις, κίτς παραμένει.
Ὃταν λέμε ἀρχιερατική
λειτουργία, περί τίνος πρόκειται; Δοκιμαστήριο ἐνδυματολογικό, πασαρέλα πανάκριβων
φορεμάτων εἶναι. Ἀντιπροσωπευτικοί στήν παρδαλότητά τους, ἐκπληρώνουν τήν
ὑπόσχεση κοσμικοῦ θεάματος πού συνάπτεται σιωπηρῶς μεταξύ Πολιτείας καί
Ἐκκλησίας σέ μιά κοινωνία πού εὐρίσκεται σέ πολυεπίπεδη δυσανεξία. Μιά κοινωνία
μέ τήν ψυχή της βουτηγμένη μέχρι τό λαιμό στό σύγχρονο ὑπαρκτό χάος τοῦ
παγκόσμιου στερεώματος, μιά κοινωνία ἡ ὁποία δυσπιστεῖ καί ἀγανακτεῖ μπροστά σ’
ὃλη αὐτή τήν κοσμική χορογραφία.
Ὁ
συλλογικός ὀφθαλμός τοῦ φακοῦ σέ κάθε δημόσια θεατρική ἒκφραση ἐκκλησιαστικοῦ, στήνεται πάντα ὂχι
στό Μυστήριο ἢ τήν τελετή ἀλλά ἐστιάζεται,
στόν δεσπότη ἢ στήν χορεία τῶν δεσποτάδων, μέ ἐντολή να σκηνοθετηθεῖ ἡ λαιμαργία
τους, νά ἐκπληρωθεῖ ἡ «ἠδονοβλεπτική» ἐπαγγελία
τοῦ θεσμοῦ στήν πομπή τῶν ἐκπροσώπων του.
Ὑπάρχει ἐκεῖνο τό εἶδος τῆς «παθητικῆς
ἡδονοβλεψίας» δηλαδή τοῦ ἂκρατου ναρκισσισμοῦ
πού κάνει τόν φορέα του νά ἀπολαμβάνει τό βλέμμα τῶν ἂλλων; Καί φυσικά, στούς ἀλλοπαρμένους,
ἀλλοπρόσαλους δεσποτάδες. Μά εἶναι ὅλοι οἱ δεσποτάδες Καρντάσιανς; Δηλαδή ἔχουν ὑποκύψει ὄλοι τους στήν
παιγνιώδη ἐκδοχή τῆς παρακολούθησης-προβολῆς; Ναί, ὃλοι τους παίζουν σέ
ριάλιτι, τούς ἀρέσει νά ἐκτίθενται στίς
κάμερες τοῦ Μεγάλου Αδελφοῦ, ἀδιαφορῶντας μάλιστα προκλητικά γιά τόν ἀρνητισμό
πού έκπέμπουν.
Φυσικά ὂλοι τους μιά «κοψιά». Μάλιστα οἱ συναντήσεις εἶναι γι’ αὐτούς ἓνα
ἀτέρμονο μπίρι μπίρι, κουβέντα καί ἂλλη κουβέντα καί λίγο παραπάνω ἀερολογίες.
Ἐξπέρ στήν δικτύωση, γνωρίζουν νά φτιάχνουν μηχανισμούς καί νά δημιουργοῦν
ἓνα καλό πελατολόγιο ἀπό πολιτικούς,
ἐφοπλιστές, μεγαλογιατρούς, στρατηγούς, δικαστικούς… Ἀλλά οἱ περισσότεροι θά
κόβονταν στήν πρώτη συνέντευξη ἐάν ἐξέφραζαν ἐνδιαφέρον γιά κάποια θέση
ἐργασίας στόν ἰδιωτικό τομέα.
Τί εἲδους προσωπικότητες εἶναι αὐτοί οἱ ἂνθρωποι, οἱ δεσποτάδες, πού
ἀπολαμβάνουν μία καλά σκηνοθετημένη φωτογράφηση ἐν μέσω μίας κοινωνικῆς
περιδίνησης, μιᾶς κρίσης βουτηγμένης στό θάνατο; Κι ἀπό τήν ἂλλη, πῶς γίνεται
νά βρεθεῖ κανείς σέ ὐψηλές τιμές, χωρίς ποτέ νά ἐκτίθεται πραγματικά στό μάτι
τῆς κρίσης τοῦ κόσμου, ὃπως οἱ πολιτικοί πχ;
Οἱ ἂνθρωποι πού πιό πολύ ποστάρουν παρά ἐργάζονται εἶναι ἀνίκανοι νά ἒχουν καί δέν πρέπει νά ἒχουν πνευματική δικαιοδοσία. Δέν διαθέτουν τήν φερεγγυότητα γιά προσφορά. Πιάνονται στήν περιδίνηση μίας μεταβολῆς συσχετισμῶν, χαζολογοῦν κάπου ἀποκομμένοι ἀπό τήν πραγματικότητα, ἒχοντας τό μυαλό τους στήν βρώμικη δουλειά τῆς διαχείρισης τῆς δύναμης καί τῶν πολλαπλῶν συμφερόντων. Ἒχουν τυλιχτεῖ σέ ἑναν φαντασιακό μικρόκοσμο· πλέον χρειάζονται θεραπεία νά βγοῦν στό κανονικό, στό φυσιολογικό.
Ὡς
Ἓλληνες πολίτες ζοῦμε καί ἀπολαμβάνουμε τό τέλος ὂχι μόνο ἐνός
αὐταρχικοῦ κράτους, ἀλλά καί μιᾶς
αὐταρχικῆς κοινωνίας. Ἡ εὐρωπαϊκή πολιτισμική ἐπανάσταση, δειλά δειλά ἀπό τό
70, ἒφθασε καί στήν Ἑλλάδα μέ ὃλα τά
γνωρίσματα τῆς μαζικῆς δημοκρατίας, ὃπως αὐτά συνοψίζονται ἀπό τόν Παναγιώτη
Κονδύλη: Κατάργηση τῶν δεσμευτικῶν
ἱεραρχιῶν πού καθαγιάζονταν μέ τήν κυριαρχία τοῦ λόγου καί τῆς ταυτότητας πάνω
στήν φαντασία καί στήν διαφορά, γεφύρωση τοῦ χάσματος ἀνάμεσα σέ κουλτούρα τῶν
ἐλίτ καί κουλτούρα τῆς μάζας, καί διεύρυνση τῶν δυνατοτήτων τῆς συνείδησης πέρα
ἀπό τό ἀπολλώνειο στοιχεῖο, πρός τήν κατεύθυνση τοῦ διονυσιακοῦ. (Παναγιώτης Κονδύλης. Ἡ παρακμή τοῦ ἀστικοῦ πολιτισμοῦ, Θεμέλιο, Ἀθήνα
1991)
Συνέπεια τῆς παραπάνω κοινωνικῆς
ἀνατροπῆς ἦταν καί ἡ ἐπανεμφάνιση τοῦ χώρου τῆς Ἀγορᾶς, ἑνός τόπου ἀνάμεσα στήν
κοινωνία καί τό κράτος, ἀνάμεσα στήν σφαίρα τοῦ ἰδιωτικοῦ καί τήν σφαίρα τῶν
θεσμῶν. Ἑνός τόπου ἀνοικτοῦ χωρίς ἱεραρχίες πού ἐπιτρέπει τήν κριτική
λειτουργία τοῦ λόγου, πού ἀναδεικνύει τόν ἂνθρωπο ὁ ὁποῖος λέει ἐλεύθερα τίς ἀπόψεις του. Τόν
χειραφετημένο συγγραφέα ὀ ὁποῖος δέν
γράφει γιά τήν Αὐλή, τόν διανοούμενο πού ὃταν γράφει δέν δεσμεύεται ἀπό καμμιά
πολιτική, ἐκκλησιαστική, πανεπιστημιακή ἱεραρχία. Εἶναι ἡ Ἀγορά πού γνωρίζει νά ὁριοθετεῖ
αὐτόν τόν αὐχμηρό χῶρο, ὃπου ἡ πορεία γίνεται κυριολεκτικά σχοινοβασία, μέ
εὐθύνη καί συνέπεια.
Ὃμως ἂν καί σέ ὃλες τίς περιοχές τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἒχουν ἐπισυμβεῖ
τεκτονικές ἀλλαγές, στό χῶρο τῶν ἀνωτάτων
κλιμακίων τῆς Ἐκκλησίας, τό φαινόμενο
τῆς ὢσμωσης εἶναι ἂγνωστο:
-Ἡ ἐνορία συνεχίζει νά μήν ἀποτελεῖ αὐτόνομο κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ζωῆς, ἀφοῦ καμμιά ἀναπροσαρμογή δέν ἒχει ἐπέλθει στις σχέσεις κλήρου καί λαοῦ.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ λίαν δημοκρατικά! ἐκπεφρασμένη ἂποψη τοῦ τοπικοῦ
ἀρχιερατικοῦ: ἀκόμη καί τό σχοινί τῆς καμπάνας νά θέλει ἀλλαγή, θά πάρετε τήν ἂδειά μου.
-Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός δέν θεωρεῖται πλέον ὡς σημεῖο τῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ, ὡς πρόσληψη τῶν ἐσχάτων, Ὁ λόγος
τῶν μοναχῶν καί ἡ ζωή τους δέν
ἐπιβεβαιώνουν τό ζητούμενο. Ἀνακάλυψαν ἓναν νέο μοναχισμό πού προβάλλει ὡς
θεσμικό του καθῆκον τήν μή κατάφαση στόν ἒρωτα καί τήν σεξουαλική ζωή, τήν
ἀπαγόρευση τῶν ἐμβολίων, τήν ἂρνηση παραλαβῆς τῶν νέων ταυτοτήτων, καί τήν
ἐνεργό ἀναμειξή του στήν πολιτική, σέ πλήρη συστράτευση μέ τήν ἀκραία δεξιἀ. Μάλιστα μέ τόν θεσμό τοῦ ἂγαμου κλήρου κατάκλεισε τίς
ἐνορίες.
-Ἒμφαση δίδεται στήν ἐκ τῶν ἂνω ἱεραρχική
διοικητική δομή καί ὂχι στήν εὐχαριστιακή βάση τῆς Ἐκκλησίας καί τίς συνέπειές
της. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀναζητεῖται ὂχι καί στούς στρατοκόπους,
ὀδοιπόρους, συνοδίτες λαϊκούς, ἀλλά ἀποκλειστικά στούς κληρικούς, οἱ όποῖοι ὡς
δημόσιοι ὑπάλληλοι ἐργάζονται γιά τόν τοπικό δεσπότη τους.
-Ἂν κοιτάξετε τό ἐσωτερικό κάθε Μητρόπολης εἶναι πιστό ἀντίγραφο τῆς
διπλανῆς, ὂσον ἀφορᾶ τήν αὐταρχικότητά
της καί φυσικά μέ παρόμοια
προβλήματα τά ὀποῖα ἀφοροῦν, μεταξύ ἂλλων, τήν λήψη τῶν ἀποφάσεων. Ὑπάρχει
συγκέντρωση τῆς ἐξουσίας σέ ἓνα μόνο ἂτομο, στόν Δεσπότη. Ἒχουν ἐξουδετερωθεῖ
πολλά ἀπό τά θεσμικά ἀντίβαρα πού ὑπῆρχαν στήν Ἐκκλησία (μεταξύ αὐτῶν ἡ
ἀνεξάρτητη ἀπό τόν ἐπίσκοπο ἐκλογή τοῦ οἰκονόμου) τά ὁποῖα περιόριζαν τήν ἐξουσία τοῦ
ἐπισκόπου. Κατά συνέπεια, ὁ δεσπότης
πλέον εἶναι σέ θέση νά λαμβάνει μόνος του ἀποφάσεις, οἰ ὁποῖες δἐν ὑπόκεινται
σέ κανενός τόν ἒλεγχο καί φυσικά δέν ἒχουν εὐρεία ὐποστήριξη.
-Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὃτι οἱ αυταρχικοί Δεσποτάδες
– ἀκόμα καί οἱ λιγότερο σκληροί ἐξ αὐτῶν
– μποροῦν νά ἐπιβιώσουν ἒως τά βαθιά ἐξευτελιστικά γεράματά τους καθ’ ὃτι
διαθέτουν ἀρκετά ὂπλα καί εἶναι ἀρκετά ἀδίστακτοι ὢστε νά τά χρησιμοποιοῦν.
-Ἡ Μητρόπολη Τήνου, τοὐλάχιστον στό τηνιακό σκέλος της, ἔχει ἐξελιχθεῖ
σέ ἔνα ὑβριδικό καθεστώς «Ἀνταγωνιστικοῦ Αὐταρχισμοῦ», ἕνα ὠμά κατασταλτικό σύστημα, ἕνα ἐκκλησιαστικό
καθεστώς ὄχι ἁπλῶς ἐλλειμματικῆς δημοκρατίας, ἀλλά ἑνός καθαρόαιμου
ἀπολυταρχισμοῦ στόν ὁποῖο ἡ τυφλή ἐπιδίωξη τῆς
κυριαρχίας εἶναι ἕνα φύτρο πού δέν σταματᾶ ποτέ νά μεγαλώνει. Δέστε δυό μόνο
περιπτώσεις: αὐτήν τοῦ ἀπηνοῦς διωγμοῦ
τοῦ κυροῦ Θεολόγου Πλυτᾶ, (μέ τήν λεβέντικη διαφοροποίηση τοῦ παπα-Μανέλα) καί
τήν εὐκαίρως ἀκαίρως σκαιότατη δεσποτική
συμπεριφορά τοῦ Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ κ. Φανεροῦ πρός τούς κληρικούς τῆς Τήνου
καί τήν δουλική πρόσληψη τοῦ γεγονότος ἐκ μέρους τῶν τελευταίων, μέ τόν δεσπότη
νά δικαιολογεῖ τόν αὐταρχισμό τοῦ ὑπασπιστή του, ὡς συνέπεια ὑπερβάλλοντος
ζήλου. Ἡ ὁδύνη τοῦ συνανθρώπου μας δέν σᾶς πληγώνει.
Εἶναι σημαντικό νά ξαναδεῖ κανείς πῶς ἕνας ἐκκλησιαστικός φορέας μέ καύσιμο τόν ἄκρατο ναρκισσισμό πού διαχειρίζεται τά ἐκκλησιαστικά σύμβολα σάν σκεύη τοῦ χρόνου, μπορεῖ νά ἐπηρεάζει τόν ἐκκλησιαστικό, τόν κοινωνικό, ἀκόμη καί τόν πολιτικό ἱστορικό χῶρο βουβά, μέ χειρονομίες, καί σημαίνουσες κραυγές, δείχνοντας τά κοφτερά του δόντια καί χτίζοντας ἓναν πολυεπίπεδο ἀνταγωνισμό.
Ὃταν δέν ἀναγνωρίζουμε, ὃτι στίς φλέβες μας ρέει, αὐτό τό ἂλικο σύννεφο τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων καί Ὁμολογητῶν τῆς Πίστης καί τῆς Πατρίδας μας, πού ἒχει γιά ἀστραπή του τήν ψυχή, ὃταν στά παρατημένα νεκροταφεῖα τῆς μνήμης μας κεῖνται δίχως τιμές οἱ νεκροί μας πού πάψαμε ν' ἀγαπᾶμε, καί προτιμᾶμε νά ἀκοῦμε τίς ἀσυναρτησίες τοῦ κάθε Πολυκανδριώτη, νά τοῦ φιλάμε τό χέρι καί νά σκύβουμε δουλοπρεπῶς τό κεφάλι, δέν συμφωνεῖτε ὃτι ἀμαυρώνουμε τόν χρόνο πού μᾶς χωρίζει ἀπό τούς ἣρωες ἀγωνιστές προγόνους μας;
Ὑστερογραμμένο 1: Οἱ παραπάνω γραμμές βασίζονται στή πεποίθηση
ὂτι γιά πολλές ἀπό τίς συμφορές τῆς σύγχρονης Ἑλλάδος εὐθύνεται ἡ συνειδητή παραμόρφωση
τοῦ χριστιανισμοῦ -διαστροφική, ἐνοχλητική καί ἐξοργιστική- ἀπό ἀνώριμα ἂτομα,
τούς κληρικούς, πού ἒχουν ἐθιστεῖ νά
ἀκοῦν ὃ,τι τούς εὐχαριστεῖ, καί
πού δέν ἀνέχονται στό ἐλάχιστο τήν παραμικρή κριτική, πού τρέμουν τήν
διαφορετική ἂποψη.
Κύριοι, Σεβασμιώτατε Σύρου καί Πατέρες, δέν ξέρω ἂν συμφωνεῖτε, σίγουρα
ἠ κριτική μου στόν τρόπο πού λαμβάνετε καί ἀσκεῖτε τό λειτούργημά σας δέν εἶναι
γιά πέταμα. Ἂν θέλετε νά γίνετε μέρος τῆς
λύσης, ὀφείλετε νά ἀναγνωρίσετε ὂτι
ὐπάρχετε ὡς μέρος τοῦ προβλήματος, ἢ μᾶλλον
ὡς γενεσιουργός αἰτία τοῦ προβλήματος. Δεν μπορεῖ
κανείς νά ὐποκριθεῖ τήν ἠθική δύναμη. Εἲτε τήν ἔχεις εἲτε ὂχι. Καί ἐσεῖς δέν
ἒχετε στό ἐλάχιστο αὐτή τήν ποιότητα. Ἀντίθετα ὁ ἐγωισμός σας διαιωνίζει
τοπικά τούς ὃρους κάθε ἀδικίας.
Ὑστερογραμμένο 2: Ποιός κληρικός
τοπικά μπορεῖ νά ἐπαληθεύσει στήν πράξη τήν
διαπίστωση τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ; «Ἀπόκτησε τήν
ἐσωτερική σου γαλήνη καί χιλιάδες ἄνθρωποι θά σωθοῦν γύρω σου, χωρίς ἐσύ νά τό
ξέρεις». Συμφωνῶ ἀπόλυτα καί προσθέτω ὡς ἀηδιασμένος: Ἄν
συναντήσετε ἔστω καί ἕναν ἄθεο σέ μιά κοινωνία ὅπου ζοῦν ἀγωνιζόμενοι μέ ἀξιοπρέπεια ἄνθρωποι, νά
ξέρετε ὅτι ὅλοι οἱ πνευματικοί διαχειριστές τοῦ Εὐαγγελίου δέν πιστεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου