Κάθε πού
άκούω ἤ διαβάζω τίς ἀναφορές τῶν Εὐαγγελιστῶν στήν Σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ ἡ σκέψη μου ἀνατρέχει στά ὅσα μᾶς χρέωσε τό πέρασμα ἀπό τήν γῆ, τοῦ ἐξ ἀριστερῶν συσταυρωθέντος, τοῦ ἀνθρώπου χωρίς ὄνομα,
«ἀμετανόητου ληστή, κακούργου»!.
Σέ κάθε καιρό καί σέ κάθε σήμερα, τό νά κάτσεις νά ἀκούσεις ἕναν κακοῦργο,
σημαίνει νά πιάσεις μαζί του συζήτηση, γιά τήν ἀλήθεια, γιά τό μεδούλι τῆς ζωῆς. Πρᾶγμα πού σημαίνει
συζήτηση, μέ τόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό, μέ
τά μπουρίνια καί τά γαληνέματά του.
Χρειάζονται συστάσεις γιά τον «κακοῦργο»; Προσωπικά ἐκτιμῶ ὅτι γιά
πολλούς, τήν συντριπτική πλειοψηφία ἐξ ἡμῶν, ἰδίως τῶν πιστῶν!, ἐκκρεμεῖ μιά ἀνακάλυψη.
Ὁ «ἀμετανόητος
ληστής» δίχως ἄλλο ἔχει μιά ἰδιαίτερη μικρότητα, αὐτή πού χαρακτηρίζει ὅλους
τούς Χριστιανούς, τήν ὁποίαν ὀφείλουμε νά
καταλάβουμε, ὥστε νά νοιώσουμε μέχρι τό μεδούλι μας τό εἶδος τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ «ἀμετανόητος
ληστής» εἶμαι ἐγώ, εἶσαι ἐσύ, πού
ὁ Ἰησοῦς τόν ἔχει ἀδελφό του.
Στίς
παρακάτω γραμμές γίνεται προσπάθεια ψηλάφησης βασικῶν νευρώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ:
ἐλευθερίας, ἀγάπης, θυσίας, πόνου, πίστης, συγχώρεσης, νοήματος εὐαγγελικοῦ, μέ τό λαχάνιασμά της, μέ τήν ἔντασή της, μέ τήν δική της στίξη καί τά ἰδιαίτερα
κενά μεταξύ τῶν φράσεων. Κερί σέ ὅλα αὐτά,
ἡ στάση τοῦ «ἀμετανόητου», τοῦ «κακούργου, κάποιο φῶς στά εὐαγγελικά
σκουντουφλήματά μας.
Οἱ ὅποιες ἀβαθεῖς ψυχαναλυτικές προσωπικές μου γνώσεις, συνεπικουροῦνται
καί ἀπό τήν ἄποψη Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἔδοξαν
πώς, «ἐφ’ ὅσον καί ἕνας ἁμαρτωλός θά βρίσκεται στήν κόλαση, ὁ Χριστός θά κρέμεται στόν σταυρό»
Ἡ Σταύρωση.
«Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον
Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν». (Λουκᾶ 23, 33).
Σύμφωνα μέ τόν
Λουκᾶ στήν Σταύρωση ὑπῆρχαν δύο κακοῦργοι. Ὁ Χριστός σταυρώθηκε ἀνάμεσά τους. Ὁ
ἕνας ἀπό τούς συσταυρωθέντες μετανόησε, ὁ
ἄλλος ὄχι. Πολλά ἔχουν εἰπωθεῖ σχετικά μέ τόν μετανοήσαντα μέχρι σήμερα. Ὁ ἀμετανόητος παρέμεινε ὄχι μόνο στήν σκιά του, ἀλλά ὑπό
διωγμόν. Προφανῶς ἡ ζωή δέν τοῦ χαρίστηκε. Σίγουρα εἶναι σταυρωμένος.
Ταυτόχρονα εἶναι ἀμετανόητος. Εἶναι γεμάτος μοχθηρή πικρία. Εἴμαστε σέ θέση νά ἀκούσουμε
τά σκληρά ἀμετανόητα λόγια του; Ἀφήνουμε κάποιο περιθώριο μήπως, λέω μήπως, ὁ
χαρακτῆρας του, ἔχει βαθιές ἀνθρώπινες ρίζες;
Μήπως χαρακτηρίζοντάς τον ἀρνητικά, ἀπαξιωτικά, ἀποφεύγουμε νά ἀφουγκραστοῦμε
προσεκτικά τήν δική μας μοχθηρή παθολογία;
Τόν ἐχθρικό κυνισμό τοῦ ἀμετανόητου πάνω στό σταυρό πού δίδεται
συνοπτικά στόν Λουκᾶ, θέλησα κάπως νά ἀναπτύξω,
γνωρίζοντας ὅτι στήν ὀδύνη του, εἶναι μέ τόν δικό του τρόπο, αὐτό τό σκοτεινό
καί ἰδιότροπο πρόσωπο, εἰλικρινής. Ἄν καί τά ἀναγνώσματά μου μέ
δυσκόλευαν νά τόν βρῶ συμπαθητικό, τελικά μοῦ ἦταν δύσκολο νά ἀντισταθῶ στήν
δύναμη τῆς ἀλήθειας πού πηγάζει ἀπό αὐτόν.
Ἡ ἀλήθεια του, εἶναι μέ ἕναν ἄγριο τρόπο μιά αλήθεια ἀμετανόητη. Αὐτό δέν εἶναι
εὔκολο νά τό ἀντέξει ὁ καθωσπρεπισμός μας.
Εἶναι σημαντικό νά σημειώσουμε ότι στήν ἱστορία τῆς σύγχρονης
ψυχανάλυσης ( μέ τίς περισσότερες σέχτες της καί παραλλαγές τους), ὅταν ἐμφαντικά
τονίζουν τίς παθολογικές συνέπειες τῆς
κενότητας τοῦ προσώπου τῆς ἐποχῆς, μιλοῦν γιά ὑποκείμενο, ποτέ δέν κάνουν λόγο
γιά ὑπόσταση. Δηλαδή στεροῦν τό ὑποκείμενο
ἀπό τίς ὅποιες ἰδιότητές του.
Αὐτό καθιστᾶ τό ὑποκείμενο ἄδειο δίχως ζωή. Τό διάχυτο αἴσθημα τοῦ νά εἶσαι
δίχως ζωή συνοδεύεται ἀπό τήν πανταχοῦ παροῦσα κυριαρχία τῆς διεστραμμένης ὀρθολογικότητας. Ἡ ὑπερτροφία μιᾶς
μπερδεμένης ὀρθολογικότητας συνοδεύεται ἀπό τήν ἀτροφία τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς.
Στήν σκέψη μου, μέ τόν «ἀμετανόητο κακοῦργο» ὅλα εἶναι διαφορετικά. Στόν
κόσμο του ἡ ὑπόσταση συνεπάγεται τήν ὕπαρξη συγκεκριμένων προσωπικῶν
χαρακτηριστικῶν. Ἀπέχει πολύ ἀπό τό νά εἶναι χωρίς ἰδιότητες. Εἶναι κάποιος ἴσως
διεστραμμένος, ἄρρωστος, σέ κατάσταση μεγάλης πτώσης, ἀπογοητευμένος καί
ματαιωμένος, ἀλλά παρ’ ὄλα αὐτά ὑποστατικός, κάποιος ὁ ὁποῖος ἔχει πολλές ἀλληλοαποκλειόμενες
και ἀλληλοσυγκρουόμενες ἰδιότητες.
Ἡ
ἔμφαση δίδεται στόν ὑπερσυμπεριληπτικό χαρακτῆρα τῆς ἔννοιας τῆς ὑπόστασης. Σέ ἀναφορά
μέ τίς ποιότητές του τό ὑποστατικό «εἶναι» μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὑπερσυμπεριληπτικό.
Πιστεύω ὅτι αὐτό τό ὑπερσυμπεριληπτικό «εἶναι» ἀποτελεῖ τό κατ’ ἐξοχήν
χαρακτηριστικό γιά ὅλους τούς κοινωνικούς ἀντι-ήρωες. Μήν ξεχνάμε ὅτι ὅλους τούς
κοινωνικούς ἐπαναστάτες τούς βάπτιζαν ληστές. Ἡ δική τους προσωπική (ὑποστατική)
τραγωδία δεν εἶναι ἡ τραγωδία τοῦ νά γίνεται κάποιος σταδιακά λιγότερο ἀνθρώπινος,
ἀλλά τοῦ νά εἶναι κάποιος πάρα πολύ ἀνθρώπινος.
Μέ ἕναν ἄγριο καί ὠμό τρόπο γίνονται χυμώδεις
καί δέν διστάζουν νά ἐκθέσουν τόν
ἑαυτό τους. Γίνονται κυνικοί, σκοτεινοί, ἀπολαμβάνουν φανερά τούς μονολόγους
τους, ἡ δέ ἄποψή τους εἶναι σταθερά, λογικά καί καθαρά ἀρθρωμένη. Τήν ἴδια
στιγμή εἶναι ὑπερβολικά ἐπιθετικοί καί ἐπιχειροῦν
νά ἐκφραστοῦν φιλοσοφικά. Ἑξ ἴσου σημαντικά γιά αυτούς εἶναι ὁ πόνος καί τό
μίσος, ἡ χαρά καί ἡ λύπη, ἡ ἠδονή καί ἡ ὀδύνη πού αἰσθάνονται, καθώς καί τά έπιχειρήματα πού
ἐπικαλοῦνται. Πέρα ἀπό τό νά ἐπιθυμοῦν τά πάντα μερικῶς, ἀναζητοῦν ἐναγωνίως νόημα.
Τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι μέσα σέ ὅλα αὐτά πασχίζουν νά εἶναι λογικοί. Ἡ
λογική τους ὅμως τούς ὁδηγεῖ στόν κυνισμό.
Ἡ προσωπική τους ἀξιολογία, ὅπως καί ἡ
φιλοσοφία πού ἔχουν γιά τήν ἐξουσία, τήν ζωή καί τήν ἀνθρώπινη κοινότητα, εἶναι
ἐπίσης ἕνα θέμα τῆς προσωπικῆς τους πεπτωκυίας προσπάθειας, νά καταστήσουν
δηλαδή τήν ἴδια τους τήν ζωή, μιά ζωή μέ νόημα. Δέν τούς λείπει ἡ εἰλικρίνεια. Εἶναι τελείως ἀδέσμευτοι ἀπό
κάθε εἴδους ἀντίσταση στήν προφορική
τους ἔκφραση. Δύσκολα μποροῦμε νά τούς κατηγορήσουμε γιά ὑποκρισία, δέν τήν ἔχουν
ἀνάγκη. Δύσκολα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι
συμπαθεῖς. Ταυτόχρονα, εἶναι δύσκολο νά μήν δεχθοῦμε ὅτι εἶναι ἀπόλυτα σαφεῖς
καί περιεκτικοί στήν ἔκφρασή τους, χωρίς νά ὑπάρχει καθορισμένη σταθερότητα στήν
ροή τοῦ λόγου τους.
Ἐκτός
ἀπό τό νά εἶναι παραφορτωμένοι μέ τό πλῆθος
τῶν δικῶν τους ἀντικρουόμενων ἰδιοτήτων,
ἔχουν ταυτόχρονα μεγάλη συνείδηση αὐτοῦ
τοῦ γεγονότος. Δέν εἶναι ἀπλά θύματα τῆς ἀπώθησης. Ἀπέχουν πολύ ἀπό τό νά
εἶναι ἀπλά νευρωτικοί. Τά προβλήματά τους εἶναι
πολύ πιό σοβαρά.
Μοῦ ἦταν και μοῦ εἶναι δύσκολο νά φανταστῶ τόν παράξενο παρορμητικό τους
λόγο ἀλλά θά τό τολμήσω μέ τόν μονόλογο
τοῦ Ληστῆ στόν σταυρό. Εἶναι ξεκάθαρος τελείως. Ἀκούω τά λόγια του ὡς
χιονοστιβάδα. Δέν κρατάει τά προσχήματα καί τά λόγια του στοχεύουν στόν πυρήνα
τῶν πραγμάτων. Δέν χαρίζεται σέ κανέναν, προφανῶς οὔτε στόν ἵδιο του τόν ἑαυτό.
Ἡ
ὑπακοή αὐτή καθαυτή δέν εἶναι καμμιά ἀξία· τό ἴδιο ἰσχύει γιά τήν ἀνυπακοή. Μέ ἕναν
τρόπο, πού μόνο Αὐτός γνωρίζει, ὁ Θεός ἀγαπάει τούς ἐπαναστάτες. Τήν ίδια
στιγμή, ὁ Θεός ἀγαπάει ἐκείνους πού εἶναι ταπεινοί. Δέν ἔχει σημασία ἄν εἶναι ἀτίθασοι ἤ ὑπάκουοι, διστακτικοί ἤ θαρρετοί,
πόρνες ἤ μοναχές, δἰκαιοι ἤ ἀμαρτωλοί, πειθήνιοι ἤ δυσήνιοι, ἐντός τῶν τειχῶν ἤ
ἐκτός, σοφοί ἤ ἄσοφοι, κληρικοί ἤ λαϊκοί, ἄνδρες ἤ γυναίκες, πλούσιοι ἤ
πένητες… «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». (Ἐπιστολή Ἰακώβου,.4,6).
Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἄσκησης σέ μία διορατική κατανόηση τῶν κοινωνικοπολιτικῶν ἐξελίξεων, τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ καί τῶν ποικίλων ἐπιλογῶν μας, ἀλλά καί τῶν βαθύτερων αἰτιῶν κάθε μορφῆς βίας. Κάθε ψυχή καί κάθε ἐποχή ἔχει τόν δαίμονά της, τήν σκοτεινή ἐκείνη εὐχαρίστηση πού μεταβάλλει σέ τέρατα εἰρηνικούς καί ἀγαθούς, ὑπό ἄλλες συνθῆκες, ἀνθρώπους. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει σῶμα χωρίς κακία· ἡ κακία εἶναι συστατικό, δομικό στοιχεῖο τοῦ κτιστοῦ σώματος τῶν ἀνθρώπων. Τό κακό βρίσκεται μέσα μας, σέ ὅλους μας, καί ὅλοι μας πρέπει νά προσπαθοῦμε ὄχι νά τό ἐξαλείψουμε ἀλλά νά τό μειώσουμε ἀποτελεσματικά, δραστικά. «Ὅ,τι κάνεις νά σοῦ δώσει μιά ρυτίδα περισσότερο στό πρόσωπο, μιά ρυτίδα λιγότερο στήν ψυχή». (Ἑλύτης).
ΥΓ. Ἐδῶ καί κάποια χρόνια, σέ 50
φωτοτυπημένες σελίδες κυκλοφορῶ μερικές
σκέψεις γύρω ἀπό τόν ἀμετανόητο
«κακοῦργο», μέ τόν τίτλο «Τά ἀκραῖα ὒστατα», περιμένοντας μέ λαχτάρα τήν ἂποψη φίλων καί
γνωστῶν. Κατά καιρούς θά δημοσιεύω καί στήν Ἀντοψία κάποια αὐτοτελῆ κεφάλαια,
ἀναμένοντας καί ἀπό τούς ἀναγνῶστες της θέσεις καί άπόψεις.
Τά όνόματα τῶν δύο συσταυρωθέντων, τά πληροφορούμεθα ἀπό τό ἀπόκρυφο Εὐαγγέλιο τοῦ Νικοδήμου καί τίς ἀποκαλούμενες Πράξεις Πιλάτου: «…καὶ Δυσμᾶς καὶ Γέστας οἱ δύο κακοῦργοι συσταυρωθήτωσάν σοι». ( Γιῶργος Δημόπουλος).
Είσ’ ωραίος !
ΑπάντησηΔιαγραφή