Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
«Ὁ ἂνδρας πού στεκόταν στό
παράθυρο κι ἒβλεπε ἀπέναντί του τήν ἀγαπημένη του, μελαγχολοῦσε γιατί
καταλάβαινε ὃτι τίποτα δέν ὑπῆρχε πού νά τούς ἐπιτρέπει τήν ἓνωση. Ἀπό τούς δύο
κανένας δέν μποροῦσε νά βγεῖ ἀπό τό σῶμα του. Δέν γινόντουσαν πουλιά, ἂσπρα
περιστέρια οἱ δυό τους, ἀπό τούς ἐξῶστες νά ἀνέβουν ψηλά, νά σμίξουν στήν
κορυφή τοῦ θόλου, μ’ ἀγιασμένες εὐχές. Ἀνάμεσά
στούς δύο, οὐρανός μέ πυκνότητα ἰδέας δέν ὑπῆρχε. Ἒξω ἀπό κάθε
κοινότητα, ὁ καθένας ἒβγαζε γοερές κραυγές πόνου. Ὂνειρα, λαχτάρες, ἀγάπη, ὃλα
βυθίζονταν σ’ ένα τέλμα πικρό ἀπό μαύρη πίσσα. Ἀνάμεσα στούς δύο ὁ κόσμος
βούλιαζε ἀπό συμφέρον μικρό, τό δικό σου καί τό δικό μου».
(Ν.
Γ.Πετζίκης, Ὁ πεθαμένος καί ἡ ἀνάσταση, ἐκδ. Ἂγρα, Ἀθήνα 1987,σς.50-51).
Ἐφ’ ὃσον ὃμως
ὁ ἒρωτας ἒχει τέτοιο μεγαλεῖο καί οἱ ἂνθρωποι ὃλοι ἐρωτεύονται, γιατί τόσο
συχνά τόν συνοδεύει ἀποτυχία, ἂν ὂχι ἀθλιότητα; Τί εἶναι αὐτό πού ὁδηγεῖ τίς
ἐρωτικές σχέσεις σέ ναυάγιο; Γιατί ἔρχεται ἡ «βλάβη», ἄγρια, θηριώδης, ἀνήκεστη πού
ἀνακόπτει τό θαῦμα; Πῶς ὁ Ἄλλος ἡ Ἄλλη, ἀπό ἀπόσταση ἀναπνοῆς βρίσκεται σέ διαδικασία
διαφυγῆς;
Ἀπό τό μάτια μου, φῶς μου, ἂναμα καντηλιῶν στόν «θεό» μας, πᾶμε σταδιακά στό «κατέβασμα καντηλιῶν», στό μωρή, στό ἐπιθετικό, στό ἀγενές, μέ τήν ἒκρηξη νά προοιωνίζεται ἐξαιρέτως διαλυτική. Ἄλλος ἡ Ἄλλη γίνεται ἡ κόλασή μου. Σέ αὐτόν τόν σπαραγμό ὁδηγεῖται νομοτελειακά ὁ ἔρωτας. Εἶναι ἡ ἀσύνειδη πίκρα γιά τό ἀνέφικτο τῆς ζωῆς, μέ τό πιό συνηθισμένο νά μήν βλέπουμε μέσα μας κανένα ψεγάδι. Τόν ἔρωτα τόν προδίδει πάντα μόνο ὁ Ἄλλος.
«Μέ τελείωσες κι ἂς γινόμουνα γιά σένα
μιά ζωή θυσία
Μέ τελείωσες κι ἒγινε ἡ ἀγάπη ψέμα καί
ὑποκρισία».
Οἱ πρώην
τρελά ἐρωτευμένοι καταπίνουν κολάσεις
ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, δυαδικῆς μοναξιᾶς, ἢ ψευδαισθήσεις ἡρωικῆς ἀνοχῆς,
ἐνάρετης ὐπομονῆς, ταπεινῆς καρτερίας. Προσέξτε τό ὓφος κάποιων ζευγαριῶν στό αὐτοκίνητο:
Λές καί ἐπιστρέφουν ἀπό κηδεία.
«Πάνω στήν ἂμμο τήν ξανθή
Γράψαμε τ’ ὂνομἀ της
ὡραῖα πού φύσηξεν ὁ μπάτης
καί σβήστηκε ἡ γραφή
τί πόθους καί τί πάθος
πήραμε τήν ζωή μας λάθος
κι ἀλλάξαμε ζωή».
Ἒνας συνηθισμένος τρόπος
ἀναζήτησης ἠρεμίας, εἶναι νά βγάλουμε τήν
γυναίκα μας ἀπό τήν καρδιά μας, ἀπό την
πρώτη θέση καί νά τήν ἀντικαταστήσουμε μέ ἂλλη ἀγάπη. Ὁ ἂλλος καί συνηθέστερος,
αὐτή τήν ἐποχή, εἶναι τό διαζύγιο. Ὃταν
μάλιστα δέν ὑπάρχουν παιδιά τήν σβήνεις σάν νά μήν ὑπῆρξε ποτέ. Ὑπάρχει τεράστιος ἀριθμός διαζυγίων στήν
Ἑλλάδα καί αὐξάνεται. Ἡ μονογαμική σχέση πλέον δέν ὑπάρχει οὒτε γιά τούς ἂντρες
οὒτε γιά τίς γυναῖκες.
Ἢ χωρίζουμε λοιπόν ἢ τριγωνοποιοῦμε τήν σχέση. «Δέν βαριέσαι καί νά
χωρίσω ὃλες τό ἲδιο εἶναι». Πολλοί γάμοι διατηροῦνται μέ τήν βοήθεια τῆς ἀπιστίας. Πᾶμε, ὂχι πάντα, στήν ἀναζήτηση στοργῆς καί χαδιοῦ,
δίπλα. Ὃ,τι καί νά μᾶς συμβαίνει, κυρίως ὁ φόβος τοῦ καλοῦ ὀνόματος, τά
παίζουμε ὃλα κορῶνα γράμματα, ξεπορτίσματα, ξεφτιλιζόμαστε, στά μικρά μέρη
μεταμφιέσεις γιά τό παράνομο ραντεβού… (Ὁ Φρανσουά Ὀλάντ ὡς Πρόεδρος τῆς Γαλλίας σέ
μηχανάκι γιά νά συναντήσει τήν ἀγαπημένη του) Τό ποσοστό τῶν ἐξωσυζυγικῶν σχέσεων τώρα
ἀγγίζει τό 70% γιά τίς γυναῖκες καί γιά τούς ἂντρες ἀκουμπάει τό 90% «τύποις μέν μονογαμία ἔργῳ δέ
πολυγαμία» (Ἒπιτάφιος Περικλῆ)
Στήν τριγωνοποίηση
ἀσφαλῶς τόν πρῶτο λόγο ἒχει μιά ἂλλη ὓπαρξη, ἀλλά καί καταφυγή σέ ἂλλες
δρατηριότητες, μόνο καί μόνο γιά νά εἲμαστε μακριά ἀπό τήν γυναίκα μας:
ἀποκτοῦμε χόμπι, πηγαίνουμε γήπεδο καί ξεσπᾶμε, δέρνουμε κόσμο ἐκεῖ, ἀντί νά
δέρνουμε τήν γυναίκα μας, συχνάζουμε σέ καφενεῖα καί ξεχνιόμαστε ἐκεῖ, καί ὃταν
δέν πάει ἂλλο, ὃταν μᾶς ἒχει κόψει ἡ πείνα, σιγομουρμουρίζοντας «πάλι σ΄ αὐτήν θά πάω;», μέ βαριά καρδιά ἐπιστρέφουμε καί βαριεστημένα
ἀνοίγουμε τήν πόρτα, ψάχνοντας εὐκαιρία νέας ἀπόδρασης. Ὁ καθένας στό ζευγάρι προσπαθεῖ
νά ἀποφύγει τήν ἐπικοινωνία μέ διάφορους τρόπους: οἱ γυναῖκες μέ τά παιδιά, οἱ ἂντρες
μέ τήν δουλειά, μέ παρέες, μέ τό ποτό, τίς φιλοδοξίες…
Πόσο θά κρατήσει ἡ γιορτή; Τί μπορεῖ νά σέ διαβεβαιώσει ὃτι ἓνα νέο
ξεκίνημα, ἓνα νέο δόσιμο, μιά νέα ἀνταπόκριση θά εἶναι δημιουργία; Εἶναι δυνατό
νά ὑπάρξουν ἐρωτευμένοι δύο ἄνθρωποι, πού ζώντας τήν μέθη τῆς γιορτῆς θά συνυπολογίζουν
κάθε στιγμή τήν ἀπάτη τῆς φύσης; Ὑπάρχουν ἄραγε περιθώρια νά διαρκέσει αὐτή τήν
φορά τό θαῦμα τῆς ἐρωτικῆς ἔκπληξης, ὃταν μάλιστα στό κεφάλι τους στροβιλίζεται
ἡ προηγούμενη ἀποτυχία;
Ὁπωσδήποτε
ὅταν ὅλα ἔπιτρέπονται, δέν θυσιάζεις τίποτα, δέν διακινδυνεύεις τίποτα, ἄρα
ἀποκλείεται νά ἐρωτευθεῖς. Ἄν μείνεις πιστός στήν ἀπαγόρευση, πάλι τό ἐγώ δέν
ραγίζει, ἡ θωράκισή του δέν συντρίβεται, ἄρα εἶσαι καί πάλι ἀποκλεισμένος ἀπό
τόν ἔρωτα.
Ἂλλο ἡ δίνη τοῦ ἐρωτισμοῦ μέ τήν συναίσθηση τῆς ἐν κενῷ πτώσεως καί ἂλλο ὁ ἐξωραϊσμός του ὡς ψυχικῆς τοῦ ἀνθρώπου πραγμάτωσης. Στόν αἰσθησιακό ἐρωτισμό κυριαρχεῖ ἡ ἡδονή τῆς στιγμῆς καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ ἂρνηση κάθε δοτικοῦ δεσμοῦ, εἲτε φιλία αὐτός λέγεται εἲτε γάμος εἲτε ὑπεύθυνη κοινή προσπάθεια. Ἡ σχἐση συγκροτεῖ καί συγκροτεῖται στήν διάρκεια, ὑπ’ αὐτήν δέ τήν ἒννοια βρίσκει τήν πληρότητά της σέ μιά θυσία ἐλεύθερη. Κάθε σχέση ζωῆς εἶναι κάπου μαρτύριο. Ἡ Ἐκκλησία μας τό γνωρίζει καί γι’ αὐτό στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου, μετά τό «Ἠσαΐα χόρευε» ψέλνουμε τό ἀπολυτίκιο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ὁπότε ὁ ἰερέας ἑνώνει τά κεφάλια τοῦ ζευγαριοῦ μέ τά στέφανα τοῦ μαρτυρίου πού καλεῖται γάμος. Μιλᾶμε γιά τήν ὃποια διάρκεια· οἱ πανέξυπνοι Πατέρες παραχώρησαν τήν δυνατότητα πολλαπλῶν γαμήλιων μυστηρίων γιά τό ἲδιο πρόσωπο, άναγνωρίζοντας τό διαζύγιο ὂταν εἶναι φανερά ἀδύνατη ἡ συνέχιση τῆς σχέσης.
« Σ’ ἓνα παλιό σπίτι πάντα ἀκούγονται πράγματα. Καί ἀκούγονται πιό πολλά ἀπ’ αὐτά πού λέγονται. Ὃ,τι λέγεται τώρα παραμένει στό δωμάτιο καί περιμένει νά ἒρθει τό μέλλον νά τό ἀκούσει. Καί ὃ,τι συμβαίνει τώρα ἂρχισε στό παρελθόν καί θά συνεχιστεῖ στό μέλλον. Μέσα στό ὑπνοδωμάτιο, μέ τίς τραβηγμένες κουρτίνες, ἡ ἀγωνία –εἲτε πρόκειται γιά γέννηση εἲτε γιά θάνατο – μαζεύει μέσα τίς φωνές τοῦ παρελθόντος καί τίς προβάλλει στό μέλλον. Δἐν μποροῦμε ν’ ἀποφύγουμε αὐτά τά πράγματα. Δέν ξέρουμε τίποτα γιά ἐξορκισμούς καί εἲτε στό Ἂργος εἲτε στήν Ἀγγλία ὑπάρχουν ὁρισμένοι ἂτεγκτοι νόμοι, ἀμετάβλητοι, σάν τήν φύση τῆς μουσικῆς. Δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτα γι’ αὐτό».(Ἒλιοτ. Τό ξανασμίξιμο τῆς οἰκογένειας).
Στήν
ψυχανάλυση θεωρεῖται πολύ σημαντική ἡ
στιγμή πού ἀποδεχόμαστε, ἂνδρες-γυναῖκες, ὃτι εἲμαστε φυσιολογικοί ἂνθρωποι πού
παλεύουμε, πού ἀγωνιζόμαστε, ὃτι δέν πλημμυρίζουμε ἀπό κακία, δέν ὐπερτεροῦν τά
δύστροπα χαρακτηριστικά μας, δέν εἲμαστε κακοί, οὒτε καί ἀνεξίκακοι, μπορεῖ νά
μήν εἲμαστε οἱ καλοκάγαθοι μοναχοί ἀπό
τά Καρούλια, ἀλλά ἒχουμε καί καλά
χαρακτηριστικά, εὐγένεια, καλωσύνη, κατανόηση, ἀνεκτικότητα, ἀγαπᾶμε νά δίνουμε καί νά παίρνουμε,
αἰσθανόμαστε στήν ζωή μας, στό ἐπάγγελμα στίς κοινοτικές σχέσεις ἐνεργητικοί,
ὃχι παθητικοί, δέν εἲμαστε κυριαρχικοἰ, κατακτητικοί οὒτε ὑποτακτικοί, δέν
φοβόμαστε τήν ἐγκατάλειψη οὒτε τήν ἀπόρριψη, ἒχουμε ἐλεγχόμενο βαθμό
ἂγχους καί ἐπειδή νοιαζόμαστε γιά τόν
ἑαυτό μας νοιαζόμαστε καί γιά τήν
οἰκογένεια.
Ἒτσι
δημιουργεῖται μιά δημιουργική
αὐτοπεποίθηση πού βοηθάει νά κάνουμε μιά
σχέση ὃπου ναί μέν θυμώνουμε μέ τόν ἂλλο
ἀλλά δέν τόν ἀπορρίπτουμε, δέν τόν σκοτώνουμε μέσα μας κάθε φορά. Διαφορετικά
σ’ ὂλους αὐτούς τούς καυγάδες σκοτώνουμε, δυστυχῶς, μέσα μας ὁ ἓνας τόν ἂλλο. Εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε
ἐχθρότητα. Ὃταν συμβαίνει αὐτό ὀ ἂλλος δέν ξαναζωντανεύει κι ἒτσι ἒχουμε τά
«νεκρά ζευγάρια», τά ὀποῖα πολλές φορές
σταματοῦν καί νά μαλώνουν. Ἁπλῶς συνυπάρχουν, ἀλλά δέν ἒχουν ζωή.
Στήν ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, πού μπορεῖ νά πάει σέ μεγάλο βάθος, μιά
ἀπό τίς ὀδυνηρότερες στιγμές εἶναι ὃταν συνειδητοποιεῖς ὃτι δέν φταίει κανείς
ἂλλος γιά τά ἀδιέξοδά σου. Ἀναγκάζεσαι νά ἀπαλλάξεις τούς γονεῖς σου ἀπό τήν
βασική εὐθύνη, νά ξαναδιαβάσεις τήν βιογραφία σου καί νά καταλήξεις νά
ἀναγνωρίσεις ὃτι γιά τά προσωπικά στραβά κι ἀνάποδά σου, τά δικά σου λάθη,
ἀδυναμίες, ρωγμές, ἀκόμη καί τυφλά σημεῖα, δεδομένα σου πού δέν θά ἢθελες νά ξέρεις
ὃτι ὑπάρχουν, ἢ πού θές νά ἀγνοεῖς, τήν ἀποκλειστική εὐθύνη φέρεις ἐξ ὁλοκλήρου
ἐσύ.
Αυτά στήν περίπτωση πού κάποιος εἶναι σοβαρός, καί ἒχει εἰλικρινῆ ἐπιθυμία νά ἀλλάξει. Διαφορετικά, ὃπως συχνά συμβαίνει, ἡ διαδικασία γίνεται προσχηματική γιά νά ἀντιμετωπιστοῦν κάποια ἐνοχλητικά συμπτώματα καί νά συνεχίσει τήν ἲδια διαδρομή, ἒχοντας μάλιστα τό ἂλλοθι ὃτι προσπάθησε νά δεῖ τήν ἀλήθεια.
Ἀκόμη καί ὅσοι ξεκινοῦν μέ τό δῶρο τοῦ ἔρωτα,
αἰθεροδρομοῦν ἄν πιστεύουν ὅτι ὁ θεσμός τοῦ γάμου θά ἐξασφαλίσει στόν ἔρωτά
τους μονιμότητα καί ἰσοβιότητα. Ἲσως στό φευγαλέο
σπιθοβόλημα νά ξαγρυπνάει ἡ ρήξη, ὁ βουβός σπαραγμός.
Ἀπό τά βάθη
τῆς ἱστορίας ὁ γάμος θεσμοθετεῖται ὡς νόμος, θωρακίζοντας, ἀνάγκες καί ἀτομικές
ἀπαιτήσεις, δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις, κατοχυρώνει καί ἐξασφαλίζει, προσφέρει
σωστή μοιρασιά σέ στέγη, τροφή, στήν ἡδονή. Τά πάντα ρυθμισμένα μέ σαφήνεια.
Δίνεις καί παίρνεις, προσφέρεις καί ἀπολαμβάνεις. Ἒκπληξη ζωῆς ὁ ἓρωτας
θεσμοθέτηση τῆς ἀνάγκης ὁ γάμος.
Μποροῦμε νά
καταφύγουμε στήν κρατική βία γιά νά μᾶς προσφέρει τό δίκιο μας· ἀκόμη καί τήν σωματική σεξουαλική σχέση
μποροῦμε νά ἀπαιτήσουμε καί ἡ κρατική
βία νά μᾶς τήν παραχωρήσει, με δικαστική ἀπόφαση.
Τρόπος τῆς φύσης ὁ νόμος· ὁ τρόπος τοῦ
νόμου, θεσμός.
Φυσικά καί ὁ
γάμος δέν προϋποθέτει τόν ἒρωτα. Πόσα γειτονάκια μου δέν ἒφυγαν γιά Αὐστραλία,
μέ μιά φωτογραφία στήν τσέπη, πόσα κοριτσόπουλα δέν πιέστηκαν ἀπό τήν
οἰκογένεια νά παντρευτοῦν κάποιον πού δέν ἀγαποῦσαν, καί φυσικά δέν θά τόν
ἀγαπήσουν ποτέ, πόσα παλικάρια «σάν τά κρύα τά νερά» δέν ἐπέλεξαν «μιά προίκα
μέ γυναίκα»; Ξέρουμε στήν πράξη ὅτι ἀναρίθμητοι γάμοι ξεκινοῦν δίχως ἔρωτα, δίχως τήν
ἐλάχιστη συμπάθεια, καί οἱ ἄνθρωποι τό θεωροῦσαν καί τό θεωροῦν άκόμη καί
σήμερα αὐτονόητο.
Πόσα
λεβεντοκόριτσα δέν προχωροῦν στόν γάμο μέ παρακάλια, μέ ταπεινώσεις, μέ
πιέσεις, μέ ἐκβιασμούς, συγκαταβατικά. Νά ξεφύγουν ἀπό τήν οίκογενειακή καταπίεση,
πέφτοντας σέ μιά ἂλλη. Μαγγάνι ἡ ζωή τους, δυαδική μοναξιά. Ἀβάσταχτη κούραση, δίχως ἓνα χάδι
γλυκό, γιά ποιά ἐρωτική τρυφερότητα μιλᾶμε;
Καί καλά νά πέσουν σέ χέρια κάπως μαλακά. Ἂν τά χέρια εἶναι
σκληρά, κακά, ἀμφισεξουαλικά ἢ καθαρά ὁμοφυλοφιλικά, καταπιεστικά, μισογυνικά,
ζηλόφθονα, μέ ἒντονη ἀπαίτηση κατοχῆς, ἰδιοκτησίας, πού δέν σέβονται τίς
στοιχειώδεις ὑπαρξιακές ἀνάγκες;
Ὁ ἂνθρωπος
ἒχει ἀρκετή ἐλευθερία ἀκόμη καί ὁ πιο ἂτυχος. Δέν εἶναι ὂλα ἀπόλυτα καί
καταναγκαστικά, ἀκόμα καί σέ ἓνα πολύ κακό γάμο, γιατί άναπτύσσονται
παράπλευρες κυκλοφορίες. Λένε οἱ γιατροί
πώς ὃταν παθαίνει κάποιος ἐγκεφαλικό, ἀναπτύσσονται ὓστερα ἀπό λίγο ἂλλες
μικρές ἀρτηρίες, παράπλευρες, πού τροφοδοτοῦν τό κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἐγκεφάλου,
πού μπορεῖ νά ἒχει νεκρωθεῖ σέ μεγάλο βαθμό. Τό ἲδιο γίνεται καί στόν γάμο. Τό
λάθος πρόσωπο στό γάμο, συνεπάγεται μεγάλη νέκρωση. Ἀλλά καί ἐκεῖ ὑπάρχουν αὐτές οἱ παράπλευρες κυκλοφορίες, οἱ
ὁποῖες μποροῦν νά βοηθήσουν ὣστε ἀκόμη καί ἓνας ἀπαίσιος γάμος νά γίνει
ὑποφερτός, λίγο καλύτερος.
Σέ ἀρκετές περιπτώσεις μέ τήν
πάροδο τοῦ χρόνου, μέ τήν ὡρίμανση, «σταματοῦν
τά ὂργανα», δημιουργεῖται ἠ γαλήνια ἀνοχή, συνήθως στήν τρίτη ἠλικία, μέ ἀμοιβαία ἀποδοχή τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἂλλο.
Ἒχουν ἀφαιρέσει ἀπό καιρό ἐξ ὁλοκλήρου
τήν σεξουαλικότητα, καί ἀνέπτυξαν ἒντονη συντροφικότητα, χαίρονται τήν ζωή
χωρίς πολλές ἀπαιτήσεις, ἀπολαμβάνουν τά παιδιά, καί γενικά χαίρονται τούς
καρπούς μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς.
Μιά τελευταία, ἒντονη μορφή ἒρωτα εἶναι ὁ ὑπαρξιακός καί τραγικός ἒρωτας. Ἐδῶ τό ζευγάρι πλησιάζει πρός τόν θάνατο. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν καί σοβαρές ἀσθένειες καί τό ζευγάρι ἀπεγνωσμένα ζητᾶ νά κρατήσει ὀ ἓνας τό χέρι τοῦ ἂλλου, νά πορευτοῦν ἀντάμα πρός τό τέλος, νά μοιραστοῦν τήν ὑπαρξιακή μοναξιά. Ὁ ἒρωτας μέ τά ὑπαρξιακά καί τραγικά στοιχεῖα πού συνυπάρχουν, μπορεῖ νά εἶναι ἐντονότατος.
Ταραγμένη (ἐλεγχόμενη) ἐξομολογητική: Ὁ γάμος, ὡς κορυφαία σχέση, ἀναμοχλεύει, φορτίζει, βάζει φωτιά στίς ὃποιες συγκρούσεις ἒχουμε μέσα μας. Ὁ δικός μου γάμος, περιέχει στιγμές ἀγάπης, τρυφερότητας, πάθους, καλοσύνης, εὐγνωμοσύνης… ἀλλά καί θυμοῦ, ἀπογοήτευσης, μίσους καί κακίας, ἀμάλγαμα τῶν περισσότερων γάμων ὃλων τῶν ἐποχῶν. Αἰσθάνομαι, ἐξαρτώμενος, ἀλλά συνάμα ἀρκετά ἀνεξάρτητος. Μερικές φορές δέν μποροῦσα νά ζήσω μέ τήν Ἰωάννα, ἀλλά ἂλλες δέν μποροῦσα νά ζήσω χωρίς αὐτήν. Μέ ἀνέχτηκε; Ἀπροσχημάτιστα ναί. Θά μποροῦσε νά ἒχει πάρει σαφῶς καλύτερό μου, ἀλλά καί σαφῶς χειρότερό μου. Μάλιστα σέ στιγμές εὐχάριστης χαλάρωσης τῆς ἐπισείω! ὃτι ὁ πατέρας μου χώρισε σέ ἡλικία 82 ἐτῶν γιά αὐτό νά μήν μέ παραζορίζει, καί ὃτι ὁ Τσάρλι Τσάπλιν ἦταν 78 χρονῶν ὃταν πῆρε τήν κόρη τοῦ Εὐγένιου Ο΄ Νήλ πού ἦταν 18 καί ἒζησαν πολύ εὐτυχισμένοι, ἒκαναν καί τέσσερα-πέντε παιδιά, γιά νά πάρω ὡς ἀπάντηση πώς καί ἡ Πιάφ ἦταν στήν ἡλικία της ὃταν παντρεύτηκε ἓναν εἰκοσιπεντάρη…
«Ὑπάρχει ἓνας τρόπος νά ἀπορεῖς, ἐνῶ ἐμπιστεύεσαι. Κι αὐτό τόν τρόπο τόν ψηλαφοῦμε μόνο στόν ἒρωτα. Ὁ ἒρωτας σημαίνει ἐμπιστοσύνη, αὐτοπαράδοση. Εἶσαι μέσα στήν σκοτεινιά ἀτελείωτων, ἀναπάντητων ἐρωτημάτων. Ὃμως ἐγκαταλείπεσαι στόν πόθο, κι αὐτός σέ βεβαιώνει ἂν ὁ ἂλλος ποθεῖ τόν πόθο σου. Καί τότε ἒχουν ἀπαντηθεῖ τά ἐρωτήματα δίχως ἀπάντηση. Τά σημαινόμενα λειτουργοῦν δίχως σημαίνοντα. Εἶναι μόνη ἡ γλώσσα τῆς ἀναφορᾶς, ἡ γλώσσα τοῦ πόθου. Αὐτή πού μιλάει τό βρέφος θηλάζοντας τό στῆθος τῆς μάνας. Αὐτή πού μιλᾶνε οἱ ἐρωτευμένοι στήν σιωπή τῆς «μιᾶς σάρκας». (Γιανναρᾶς).
Δημοσιεύτηκε στό 75ο τεῦχος, τοῦ περιοδικοῦ Δέκατα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλοσοφημένες σκέψεις
Διαγραφή