Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Σπουδή στόν ἒρωτα.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

Λόγος τρίτος

 «Κόκκιν’ ἀχείλι ἐφίλησα κι ἒβαψε τό δικό μου,

καί στό μαντίλι τό ’συρα κι ἒβαψε τό μαντίλι,

καί στό ποτάμι τό ’πλυνα κι ἒβαψε τό ποτάμι,

κι ἒβαψε ἡ ἂκρη τοῦ γιαλοῦ κι ἡ μέση τοῦ πελάγου.

Κατέβη ὁ ἀιτός νά πιεῖ νερό κι ἒβαψε τά φτερά του,

κι ἒβαψε ὁ ἣλιος ὁ μισός καί τό φεγγάρι ἀκέριο».

(Ν.Γ. Πολίτης Ἐκλογαί ἀπό τά τραγούδια τοῦ ἐλληνικοῦ λαοῦ σ. 158)

  Τό ὑπερφυσικό  τοῦ ποιητή δέν εἶναι ἀνατροπή τῆς φυσικῆς τάξης, ἀλλά εὒλογος μετασχηματισμός της καί ὁμαλή προέκτασή της. Οὒτε τό ὑπερβολικό καί τό άκραῖο βαραίνει στό καθεστώς τῆς ποίησης. Εἶναι καί αὐτό φυσικό, πού σέ καλεῖ μάλιστα νά τό νιώσεις· ἀλλιῶς εἶναι δύσκολο, μᾶλλον ἀδύνατον νά τό κατανοήσεις. Παράδειγμα οἱ στίχοι πού ἱστοροῦν τό ταξίδι τοῦ κόκκινου φιλιοῦ. 

     Στόν προθάλαμο τοῦ ἔρωτα, στήν τέχνη, κάτι ἀναδεύει σάν πρώιμη βεβαιότητα. Ποιητές, ζωγράφοι, μουσουργοί, χρόνια τώρα, αἰῶνες, κι ὅμως ὁ λόγος τους διαρκεῑ. Διαρκεῖ στήν προσωπική ἀμεσότητα τῆς σχέσης. Ὅσο ἀφήνεσαι στήν σχέση, τόσο ἀναλάμπει μέσα σου ἡ προσωπική ἑτερότητα τοῦ λόγου τους, τῆς  «ψυχῆς» τους.  Ὅσο παραδίδεσαι στόν ἔρωτα, τόσο καταυγάζεται ἡ νοσταλγική ἐλπίδα ἀθανασίας καί τῆς δικῆς σου ψυχῆς.

  Κάπως συμβατικά ὃταν ἀναφέρομαι σέ ἓναν ἐρωτευμένο, δέν μιλάω γιά κάποιον ἀνώνυμο, ἀνεύρετο, μυθικό ἂνθρωπο, άλλά γιά ἓναν φυσιολογικό διπλανό μου, πού ἒχει τήν καλύτερη σχέση μέ τόν χρόνο, ρυθμισμένο ἀπό τοῦ κύκλου τά γυρίσματα, τήν φυσικότερη σχέση μέ τόν γύρω του κόσμο, ἒχει δεῖ τό οὐράνιο τόξο, ἒχει δεῖ μέ τά ἲδια του  τά μάτια τήν δημιουργία τοῦ Γαλαξία ἀπό τήν ἐκτίναξη τοῦ Ἠραίου γάλακτος στό διάστημα ὃταν ἡ θεά θήλαζε τόν Ἡρακλῆ, ὀσφραίνεται τήν ἀλλαγή τοῦ καιροῦ ἀλλά καί τῶν καιρῶν, διακρίνει  τόν Λεβάντε ἀπό τόν Πουνέντε, μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει ὃσα σημάδια, οἰωνούς, τοῦ στέλνουν οἱ γαΐλες τοῦ Ξώμπουργου, καί ὃλα τά ὑπόλοιπα ἣμερα καί ἂγρια ζωντανά, ξέρει τό μονοπάτι Χώρας-Πύργου καί τό κάνει νύχτα διαβάζοντας τ’ ἀστέρια, μόνο καί μόνο νά δεῖ χαράματα ἀπό μακρυά τήν  καλή του, μπορεῖ νά ξεχωρίσει τήν μελωδία τοῦ κοτσυφιοῦ ἀπ’ αὐτήν τοῦ ἀηδονιοῦ, γνωρίζει ποιός εἶναι ὁ ἀκάριωνας καί ποιός ὁ ἀπούρανος,  ξεχωρίζει τόν Βορρά ἀπό τόν Νότο, βρίσκει τρόπο νά ξεδιψάσει ἀκόμη κι ἂν τό παγούρι του εἶναι ἂδειο, ἐννοεῖ τήν φύση ὡς ἓμψυχη  και τήν βλέπει ὂχι πρός κατάκτηση καί ἀξιοποίηση ἀλλ’ ὡς κόσμο ἐκδηλωτικό πού μιλάει καί συναισθάνεται, πού ἀνταποκρίνεται καί συμμερίζεται, ρωτάει τούς ἀνθρώπους κοιτῶντας τους στά μάτια καί ὂχι  τό διαδίκτυο, ἀποστρέφει τό βλέμμα ἀλλά δέν κατεβάζει τά μάτια, τραγουδάει ὡραῖα ἂν καί παράφωνος, εἶναι κοινοτικός, ἒχει ἀναπόδραστα τήν φυσικότερη σχέση μέ τόν ἐσωτερικό του κόσμο καί τούς συνανθρώπους του, ὃταν δέ τόν ἀποκαλοῦν ἀνεγκέφαλο ἀπαντᾶ: ὂχι, ἁπλᾶ εἶμαι ἐρωτευμένος.

«Κρύφτηκα πίσω ἀπ΄ τήν μηλιά.

Καί μόνο γιά τά μῆλα νά ‘ρθεῖς

θά μέ βρεῖς». (Ρίτσος)

 Προσπαθῶ νά προσδιορίσω τό ξεκίνημα καί τίς ἐνδείξεις ἑνός ἐρωτικοῦ χρονικοῦ προσδιορισμοῦ, ἀλλά δέν τά καταφέρνω. Εἶναι ἡ στιγμή πού ἀρχίζει νά κοκκινίζει κανείς ὃταν μιλάει ἢδη μέ τήν ἀγαπημένη του; Εἶναι ὃταν ἡ καρδιά συνεργάζεται μέ τήν ψυχή καί ἀρχίζει νά κτυπᾶ διαφορετικά; Εἶναι ὂταν ἀρχίζει ἡ "ἁμαρτωλή" σκέψη ὃτι αὐτή τήν γυναῖκα δέν τήν ἀγάπησε μέχρι τώρα κανείς ὃπως ἐγώ; Εἶναι ὃταν τό συναίσθημα σκιρτᾶ στήν θέα ἢ τήν ἀκοή τοῦ ἂλλου, διαφοροποιῶντας αἰσθητά τήν μικροψυχία τῆς  πρώτης συνάντησης; Πότε καί πῶς  μεταδίδεται ἓνα νόημα ἀγαπητικά,  πού δέν προϋπάρχει, ἀλλά γεννιέται μέ πόνους γέννας τρομερούς; Καί ἂν εἶναι μέ ὑπονοούμενα, πῶς γίνεται ἡ σύλληψή του ἀπό τόν ἂλλο; Ἡ ἀγάπη μένοντας ἀδιάβαστη μπορεῖ νά ὀλοκληρωθεῖ;

 «… ἀγαπῶ κι ὃλο τόν κόσμο 

γιατί ζεῖς κι ἐσύ μαζί…»

 

   Πυκνότητα αἰσθημάτων,  ἀπότομη συσσώρευση ἀταξίας νηφάλιας, ὁλόγυρα καί ἐντός, παράφορη ὁμιλία, ναρκώνονται οἱ ἀναστολές τῆς εὐπρέπειας, πού ὃλες τίς ἂλλες ὦρες ὑποτάσσουν τό αἲσθημα στούς περιορισμούς τῆς κοινωνικῆς συμβάσεως, ὁ ἒρωτας ἀνοίγει τό στόμα καί τήν ψυχή καί μέσα ἀπό τόν παφλασμό τῆς ἀγἀπης σ’ ἀνεβάζει ψηλά. 

  Χτύποι καρδιᾶς 180, ἀνάσες στηθιαῖες, μέ  γεύσεις ἀνάπνιας στό στόμα, μυρουδιές θυμαριοῦ στό βλέμμα, ποῦ νά χωρέσει τό ἐρωτικό βλέμμα σέ ὁρισμούς; Ὁ ἒρωτας δέν χωράει στήν γλώσσα. Ἀγκαλιάζει τά πάντα. Ὃ,τι κάνει καί ὃ,τι ἀγγίζει,  ἒχει τήν σοφία τῆς παραφορᾶς, πού τήν χαρίζει σέ ὃλο τόν κόσμο. Τό χαμόγελο τῆς ἀγαπημένης δέν εἶναι σύσπαση, εἶναι λάμψη, ὃσο πιό πλατύ τόσο πιό βαθύ προεικονίζεται τό φιλί. Φωνή ζεστή, τρεμάμενα τρυφερή, χάρη στίς κινήσεις, ὁ ἒρωτας μεταλλάσσει ἀκόμη καί τό βάδισμα, δίνει ἂλλο ρυθμό στό κορμί· διαβάζουμε τόν ἒρωτα στό χαμόγελο τῆς ἀγαπημένης μας,  στήν χάρη τῆς κάθε κίνησής της.

  Ἐρωτευόμαστε ὄχι μόνο τό πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλά καί κάθε τι δικό του, κάθε τι πού ἔχει σχέση μαζί του. Ὅ,τι ἀγγίζει, τήν μουσική πού προτιμᾶ, τούς δρόμους πού περπατάει, τίς μυρουδιές, τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶ…

 

«…Μονάχα ἐγώ ρωτῶ χωρίς ἐλπίδα

πού μένεις, πού κοιμᾶσαι καί πῶς ζεῖς

κι ἐσύ πού ξέρεις ὃσα ἡ καταιγίδα

δέν ἒχεις κάτι γιά νά μοῦ πεῖς»  (Μάνος Ἐλευθερίου)

 

  Ἡ ἀμοιβαιότητα σημαίνεται στό βλέμμα. Τό πρῶτο σκίρτημα εἶναι πάντα  ἡ ἀθέλητη στάση δύο βλεμμάτων πού διασταυρώθηκαν. Βλέμμα, χαμόγελο,  φωνή, χειρονομία, κίνηση, καί τό φῶς τοῦ ἐρωτευμένου βλέμματος περνάει στά χείλη, στήν ζεστασιά τῆς φωνῆς, στό τρέμουλο τῆς ἐπιθυμίας.

  Ὅταν ἡ ἀμοιβαιότητα τῆς ἐπιθυμίας ὑπερβεῖ τήν σχετικότητα  τῆς μυθολογίας  τοῦ βλέμματος, τότε ἔρχεται αὐτονόητα ἡ γυμνότητα, ἡ παραίτηση ἀπό τό ἔνδυμα. Τότε ὅλο τό κορμί εἶναι βλέμμα καί χαμόγελο, ρυθμός καί χάρι, ἀμεσότητα πόθου γιά πληρότητα τῆς σχέσης, τήν πληρότητα τῆς ζωῆς.

  Άληθινός πλοῦτος εἶναι γύμνια τοῦ δότη, γιἀ αὐτό στόν ἒρωτα δέν ὑπάρχει  ἰδιοκτήτης, δέν ὑπάρχει τό ἒχειν, τό κατέχειν· ὁ ἒρωτας εἶναι χάρισμα. Στούς κόλπους αὐτῆς τῆς γαμήλιας ἐνότητας τό πάθος μεταστρέφεται σέ χάρισμα, χάρισμα πού φέρνει στόν κόσμο καρπό. Καθώς τό Ἐγώ τῆς ἂλλης μοῦ χαρίστηκε, ὀφείλω, γιά νά χαρῶ τήν ζωή, νά τῆς χαρίσω τό χάρισμά μου χωρίς  δοσολογία σταγονόμετρου.  

  Ἀκόμη καί στήν πιό ἐγωκεντρική δίψα ἡδονῆς, τό σῶμα τοῦ Ἄλλου εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό ἀντικείμενο.  Εἶναι τό σημαῖνον τῆς ἐπιθυμίας. Σημαινόμενο, ἔστω ἀνεπίγνωστο,  μόνο ἡ ζωή.

  «…Τά  πουλιά καί τά τριζόνια

 ἂντε τραγουδᾶνε τόσα χρόνια
 κι ἀπό τήν ἀνατριχίλα
 κοκκινίζουνε τά μῆλα…»
(Μιχάλης Γκανάς) 

    Ἀναδιπλωνόμαστε καί σωπαίνουμε γιά νά ἀκουστεῖ ἡ ἀνάσα τοῦ ἀγαπημένου μας  προσώπου· ἐγκαταλείπουμε τόν ἑαυτό μας καί ἀφηνόμστε στά χέρια τῆς ἀγάπης μας νά «μᾶς  ἐρμηνεύσει καί νά ἐρμηνευτοῦμε».

   ἒρωτας εἶναι μιά ἂλλη αἲσθηση τῆς ζωῆς. Ὃσο παραδίδεσαι στόν ἒρωτα, τόσο καταυγάζεται ἡ ἐλπίδα ἀθανασίας καί τῆς δικῆς σου ψυχῆς. Θεέ μου προσφωνοῦμε τήν ἀγαπημένη μας, γιατί ἡ λέξη θεός ὁρίζει μιά ἀμιγῶς  σχέση, ὂχι ἓνα ἀντι-κείμενο νοηματικό. Εἶναι τό ὂνομα τῆς ἀγαπημένης μας. Γνωρίζουμε τόν ἒρωτα καλλιεργώντας μιά σχέση καί ὂχι κατανοώντας ἒνα νόημα. «ἒγνω Ἀδάμ την γυναῖκα αὐτοῦ…». 

  Καί ἠ μετάνοια; Νοηματικό παράγωγο τοῦ ἒρωτα  καί αὐτή. Δέν μιλᾶμε γιά τήν ναρκισσιστική λύπη ἠθικῶν ἢ νομικῶν παραπτωμάτων. Μετάνοια θά πεῖ νά μοιράζεις τήν ζωή σου δωρεάν. Πετᾶς ἀπό πάνω σου κάθε νοηματική ἒνδυση. Ἀλλάζει σέ ὃλα  ἓνας ἐρωτευμένος.  Δέν λέει σέ κανέναν ὂτι εἶναι ἐρωτευμένος. Τό μαρτυροῦν τά πάντα του. Τά πάντα τοῦ χαρίζονται, ἀκόμη καί ὃ,τι  φάλτσο στούς πολλούς, τοῦ φαντάζει σάν μελωδία «Τεσσάρων ἐποχῶν»

 « Πρίν ἀπ’ τά μάτια μου ἦσουν φῶς

Πρίν ἀπ’ τόν Ἒρωτα ἒρωτας
Κι ὃταν σέ πῆρε τό φιλί
Γυναῖκα…»
(Ἐλύτης)

  Πυρῆνας κάθε συζήτησης περί ἒρωτος εἶναι τό πάθος, ὁ σταθερός πειρασμός τῆς ἐνώσεως.  Ἂν τό ἀγνοοῦμε  ἢ τό παραβλέπουμε οἱ ἀποφάνσεις βεβαιώνονται ἀπερίσκεπτα καί οἱ συζητήσεις διεξάγονται ἐπ’ ἂπειρον μετέωρες καί  ἂγονες. Ἐκτός τοῦ   πάθους ζήτημα ἒρωτος δέν τίθεται, παρά φιλολογικά καί τόσο συγκεχυμένα. Ἀκόμα καί οἱ νηπτικοί πατέρες, ὃταν μιλοῦν περί θείου ἒρωτος προσφεύγουν σέ εἰκόνες τοῦ σωματικοῦ.

 

«Ἂνοιξαν  τά δέντρα οὗλα
κι οἱ ἀμυγδαλιές
ἀλήθεια εἶναι ἀγάπη μου σ’ ἀγαπῶ…»
(Θρακιώτικο) 

 

  

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου