Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

Σπουδή στόν ἒρωτα.(Εἰς ἀρμογήν λόγοι τέσσερις)

 

   Ὁ ἒρωτας ἀποτελεῖ τό κατ' ἐξοχήν κεφάλαιο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καί χάνεται στά βάθη της. Εἶναι ἡ ἀκατάσχετη, φυσική καί ἡ πιό βιολογική λειτουργία. Εἶναι  ἀπό σύμπτωση πού μόνο τό κεντρί τοῦ ἒρωτα μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά κατανοήσουμε τήν ὓπαρξή μας ὡς γεγονός παράδοξο;  

  Κάθε φυσική διαδικασία ἀπαντᾶ σέ δεδομένη ἀνάγκη καί ὁρίζεται ἀπό αὐτήν, σάν νά εἶναι αὐτή ἡ  ἀνάγκη σύνολη ἡ ζωή· μόνο ὁ ἒρωτας ἒχει τό ἐξαιρετικό προνόμιο νά ὑπερβαίνει τήν ἀνάγκη καί νά ἠλεκτρίζει τήν ὑπαρξη, ἡ ὁποία τότε νοιώθει στήν ὑλικότητά της ἀκραιφνῶς πνευματική.

  Ἐάν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἐσωτερική ζωή τῆς ἐρωτικῆς κοσμογονίας, εἲτε στό παρελθόν ἀνήκει εἲτε στόν παρόντα χρόνο, πρέπει  νά τήν ἀναζητήσουμε στίς πιό ὑψηλές ἐκφράσεις της. Δέν θεωρῶ τίς γραμμές αὐτές ὡς χρονικογράφημα. Κανένας δέν  μπορεῖ νά δημιουργήσει τίποτα ἂν δέν τά ξαναπλάσει ὃλα μέσα του. Ὂχι νά τά ξανασκεφθεῖ ἁπλῶς, ἀλλά νά τά ξανακτίσει μέσα του καί νά τά προσφέρει στόν διπλανό του ὡς ἒργο τῆς δικῆς του προσωπικότητας. Τήν μυστική τους πνοή τήν παραδίδει ὁ καθένας μας συντροφευμένα, ὂχι μόνο μέ τήν σκέψη ἀλλά καί μέ τό αἲσθημά του, σάν ἀργό μάθημα μουσικῆς βαρέος ἦχου, μέσα ἀπό πράγματα καί πρόσωπα. 

  Τό γενετήσιο ἒνστικτο εἶναι τό μόνο  ἒνστικτο πού θέτει  ἐκτός ἑαυτοῦ τόν ἂνθρωπο, ὑπό τήν ἒννοια ὃτι  δέν ἐνεργεῖ πληρωτικά πρός τά  ἒσω, ὃπως ἡ τροφή, ἀλλά πρός τά ἒξω, στήν σχέση μέ τόν ἂλλο. Αὐτή ἡ σχέση δέν βεβαιώνεται στήν κατανάλωση, βεβαιώνεται στόν θαυμασμό τῆς ὀμορφιᾶς, στήν μαγεία ἑνός κόσμου τελειότητας πού μᾶς καταλαμβάνει  ἂνευ ὃρων. Ὁ  ἒρωτας γεννιέται  στό θέαμα τῆς ὀμορφιᾶς· ὁπότε δέν μπορεῖ νά διεκδικεῖ μιά εὐδαιμονία φθαρτῆς τάξης.

  Ἐν ἡ φύση παραμένει ἀμετάβλητη, ὁ ἒρως ἀλλάζει· ἐνῷ ἡ φύση κινεῖται κυκλικῶς, ὁ ἒρως τείνει συνεχῶς πρός τά ἒξω καί ἂνω, μέ τήν πυκνότητα τῆς σπείρας πού φέρει σέ κάθε σημεῖο κάθε στιγμή τό πᾶν. Μόνο μιά γλῶσσα μυστηρίου μπορεῖ νά ἐκφράσει τήν ἐρωτική  πτήση.   

  Θά συλλαβίσω λοιπόν λόγια ἐρωτικά, πού περιέχονται στήν Παλαιά καί Καινή  Διαθήκη, ἀλλά καί αὐτά πού περιέχονται στό Γεροντικό, αὐτή τήν γνωστή συλλογή ρημάτων καί ἀφηγημάτων ἁγίων ἀναχωρητῶν, οἱ ὁποῖοι  ἀσκήτευσαν σέ τόπους ἀφιλόξενους κι ἀπάτητους, καί ἐμψυχώνουν τήν πνευματική μας παράδοση. Δίκαιο εἶναι καί ἂξιο νά τήν γευθοῦμε νά τήν τραγουδήσουμε.

  Φυσικά καί τίθεται ἓνα ἐρώτημα μέ τρόπο σαφέστατο: Εἶναι θεμιτό νά μιλάει κανείς γιά βιβλία ὃπως τά παραπάνω ὃταν στερεῖται τῆς ἐμπειρίας ἐκείνων στῶν ὁποίων τά βιώματα ἀναφέρεται; Ἡ διαδικαστική ἒνσταση  εἶναι τόσο ριζική, ὣστε νά ἀποκλείει αὐτή τήν ἀνάγνωση, χωρίς τήν ἀρωγή ἐμπείρων περί τά πνευματικά ὁδηγῶν. Πέραν τῶν προσωπικῶν ἀδιεξόδων καί πτώσεων ἑνός ἐκάστου, πέραν τῆς προσωπικῆς ἧρας καί τοῦ οἰκείου ἑνός ἐκάστου ἀκάθαρτου στοιχείου τῆς σοδειᾶς, ὡς ἰχνηλάτες, ἐπέλεξα μεγάλα ὀνόματα τῆς ἑλληνικῆς λογιοσύνης, ποίησης καί μουσικῆς: Ἐλύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Ράμφο, Γιανναρά, Ζουράρι, Μοσχώφ, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, καί φυσικά τήν ἀνώνυμη, ἀκτήμονα, σαγηνευτική Δημοτική ποίηση σταθμισμένη μέ ζύγια ἀμιγῶς λογοτεχνικά.  

 Λόγος πρῶτος

«Θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου· ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη, σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος» (Ἂσμα Ἀσμάτων 8,6).

  Ὁ ἒρωτας εἶναι χάρισμα, εἰσβάλλει στήν ζωή καί τήν φωτίζει. Πεθαίνει κανείς ἀπό ἀγάπη. Τό κραταιά ὡς  θάνατος ἡ ἀγάπη δέν σημαίνει πώς ἡ ἀγάπη εἶναι δυνατή σάν τόν θάνατο, ἀλλά δυνατή σάν θάνατος, πώς ὁ θάνατος δέν  εἶναι  ἡ τελευταία μου δυνατότητα, ὁ ἀναπόφευκτός μου ἐκμηδενισμός, καί πώς ἡ ἀγάπη μπορεῖ νά παλαίψει μέ τόν θάνατο καί νά τόν νικήσει.

  Ὁ ἒρωτας βεβαιώνει τήν ἀθανασία; Ἡ ἐμπειρία τοῦ ἒρωτα δέν  μπερδεύει τά νοήματα; Ὁ ἒρωτας ἀντιμάχεται τόν θάνατο ἢ ὁ θάνατος τόν ἒρωτα;  Γευόμαστε τόν ἒρωτα ψηλαφῶντας τήν ζωή, ἢ γευόμαστε τήν ζωή ψηλαφῶντας τόν ἒρωτα; Δίκοπη πρόκληση. Καί ἡ μή ψηλάφηση τῆς ζωῆς καί ἡ μή ψηλάφηση τοῦ ἒρωτα δέν εἶναι ἐπιλογή θανάτου; Ἂν τόν Ἂλλον τόν ἐκλαμβάνω ὡς  ἡδονικό ἀντικείμενό μου, ὡς ἐπιβεβαίωση, τότε σίγουρα ὁ θάνατος ἒχει κατατροπώσει τόν ἒρωτα. Μοῦ ἒφυγε ἡ ζωή μέσα ἀπό τά χέρια.  

  Θάνατος δέν εἶναι μόνο τό ἀναπότρεπτο τέλος· εἶναι καί παραίτηση  ἀπό  τήν ζωή. Ἄν μέ τήν γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τήν ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στό ἐγώ εἶναι ἐπιλογή θανάτου. Συλλαβίζουμε τήν ζωή ἀκόμη καί σέ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης, ὃπως συναντᾶμε καταπρόσωπο τόν θάνατο σέ κάθε ἐρωτική ἀποτυχία· ὃταν ἡ  ἐπιβίωση πιά δέν κοινωνεῖται. Μπορεῖ ἡ  φύση νά μᾶς ὀρίζει ἡμερομηνία λήξης, ἀλλά ἐμεῖς ἐπενδύουμε ἀνένδοτα στόν ἒρωτα, ἀπό ἀγάπη γιά τήν ἀπερίσταλτη, τήν ἀπεριόριστη ζωή.  Μέχρι πότε; Μέχρι 155 χρονῶν.

Χωρίς ἄλλο ἡ φροϋδική σύνδεση, ἔρωτα καί θανάτου, οὔτε αὐθαίρετη εἶναι, οὔτε μεταφορά. Στό ἐπίπεδο τῆς φύσης ὁ θάνατος παγιδεύει τόν ἔρωτα. Δίχως νά παύει ὁ ἔρωτας νά ἀντιμάχεται τόν θάνατο. Αὐτή ἡ σύνδεση τοῦ  Φρόυντ μᾶς  βοήθησε νά δοῦμε στόν ἔρωτα τό κάλεσμα τῆς ζωῆς, πέρα ἀπό τά σημαίνοντα τῆς ἡδονῆς.

  Πρώτη ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα, ἡ σχέση τοῦ βρέφους μέ τό κορμί τῆς μάνας. Σχέση ἁφῆς τοῦ μητρικοῦ σώματος, πρώτη γιά τό βρέφος ψηλάφηση· σχέση ἀφετηριακά ζωτική.   Ἁφή τοῦ μητρικοῦ σώματος. Ἁφή ἤ στέρηση. Ὅλα ἤ τίποτα. Ἰκανοποίηση ἤ κραυγή ἀπόγνωσης. Ἁφή ἤ χάσιμο ζωῆς.  Ζωή καί ἀναίρεση τοῦ θανάτου  συνῳδά, ἐναρμόνια μέ τήν ἀγαπητική πληρότητα τῆς μητρικῆς παρουσίας:  τροφή καί ἀμεσότητα, δυναμική πληρότητα σχέσης, μέ τόν λόγο, τό χάδι, τα φιλιά, μέ τίς χαμογελαστές ματιές, τά κανακέματα, τό κάθε ἄγγιγμα στοργῆς καί φροντίδας, ὅ,τι δηλαδή ἐξασφαλίζει  τήν ζωή, ὄχι μόνο τήν ἐπιβίωση· διαφορετικά κλᾶμα, κραυγές ἀπόγνωσης.. Ἡ μάνα δέν μᾶς δίνει μόνο ὑπόσταση βίου, μᾶς ἐγκεντρίζει τόν ἔρωτα. Ὁρμή ἐπιβίωσης καί διαιώνισης. Ἐρωτευόμαστε πάντα ὅπως πεινούσαμε καί διψούσαμε  ὡς βρέφη.

  Δυστυχῶς σήμερα μᾶς ἐνδιαφέρει τό βιολογικό γεγονός τῆς ὓπαρξης καί ὂχι τό ποιόν της. Πάσει δυνάμει κρύβουμε τήν σκληρή πραγματικότητα τοῦ θανάτου, ἐνῶ γιά τούς παλιούς, αὐτή ἡ ὀδύνη ἦταν ἀναβαθμός γιά κάτι τό ὑψηλό. Στήν ἐποχή μας ὁ θάνατος ἐνσαρκώνει τήν ἀπελπισία τοῦ μηδενός. Δέν θέλουμε οὒτε  νά τόν ξέρουμε, οὒτε νά τόν σκεπτόμαστε, ἂν εἶναι δυνατόν νά τόν ξεχάσουμε, ξεχνῶντας, φυσικά, μαζί του καί τόν ἑαυτό μας. Τί ἂλλο θά μποροῦσε νά συμβεῖ, ἀφ’ ἧς στιγμῆς ἡ ἐπιθυμία καί ἡ εὐδαιμονία ταυτίζονται καί ὑπάρχουν σέ μιά δική τους  χρηστική αὐτάρκεια, ἡ ὁποία μετά μανίας ἀποκηρύσσει κάθε ὑπερβατική πληρότητα;   

  Ὃπου καί νά  σκάψεις βρίσκεις τήν σπορά τῆς ζωῆς πού κατάθεσαν οἱ αἰῶνες σέ μνημεῖα καί τάφους. Αὐτή εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ τόπου μας. Ἡ γῆ μας δέν χρειάζεται  τήν προίκα  τῆς φύσης, γιατί ἀκριβῶς εἶναι ἁγιασμένη ἀπό τά τόσα λείψανα αὐθεντικῶν ἀνθρώπων. Ἀλλοίμονο στά ἒθνη πού δέν θέλουν νά ξέρουν τόν θάνατο! Χτίζουν κυριολεκτικά στήν ἃμμο. Οἱ προγονικοί τάφοι  εἶναι ἡ ῥίζα, τό θεμέλιο τῆς ζωῆς καί ἡ ζωή τό αἰώνιο μνημόσυνο γιά ἐκείνους πού ἒδωσαν στήν  ὓπαρξη ἓνα νόημα πέραν τῆς ἐπιβίωσης, πέραν τῆς ἀπληστίας, κατοχῆς, πέραν τῆς ὑλικῆς μέριμνας. 

«….Στόν δρόμο τοῦ ἒρωτα, ὃπως καί στόν δρόμο τοῦ θανάτου (πού εἶναι δύσκολος καί αὐτός), δέν θά βρεῖς –ἂμα τόν ἀντικρίζεις σοβαρά- κανένα φῶς, καμιάν ἀπόκριση, οὒτε σημάδι, οὒτε χαραγμένο δρόμο γιά νά σέ βοηθήσουν. Καί γιά τά δύο τοῦτα καθήκοντα, πού κρατᾶμε κρυμμένα μέσα μας καί τά παραδίδουμε στούς ἂλλους χωρίς νά φωτίσουμε τό μυστικό τους, δέν ὑπάρχουν γενικοί κανόνες. Ὃσο ὃμως πιό πολύ ἀποζητᾶμε τήν μοναξιά στήν ζωή μας, τόσο περισσότερο ζυγώνουμε τό μεγάλο νόημα τοῦ ἒρωτα καί τοῦ θανάτου. Οἱ ἀπαιτήσεις πού, τραχύς καί δύσκολος, ὁ ἒρωτας ἒχει ἀπ’ τήν ζωή μας σ’ ὃλη της τήν πορεία, εἶναι πάρα πολύ βαριές, κι ἐμεῖς, στά πρῶτα μας βήματα εἲμαστε πολύ ἀδύναμοι μπροστά τους. Ἂν ὃμως σταθοῦμε καρτερικοί καί δεχτοῦμε τόν ἒρωτα αὐτόν σάν τραχεῖα μαθητεία- ἀντίς νά χανόμαστε σ’ ὃλα κεῖνα τά εὒκολα καί κούφια παιχνίδια, πού ἐπινόησε ὁ ἂνθρωπος γιά νά μήν ἀντικρίζει κατάματα τήν βαθύτατη σοβαρότητα τῆς  ζωῆς-ίσως τότε, κεῖνοι πού θά ’ρθουν καιρό ἒπειτ’ ἀπό μᾶς, νά νιώσουν μιά κάποια πρόοδο κι ἓνα ξαλάφρωμα. Καί θά ’ταν σημαντικό τοῦτο.»

R.M.Rilke,  Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή (μτφρ. Μάριου Πλωρίτη), σελ.79 κ.ε.

 

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου