Λόγος δεύτερος ὁ μῦθος
Ὁ ἒρωτας γράφει ἰστορία. Πρωταρχική σημασία γιά τόν ἂνθρωπο, δέν ἒχει ἡ ἐξήγησή της ἀλλά ἡ καταφυγή στήν σκέψη της, καθ’ ὃτι ἒτσι θά κατανοήσουμε πολλά ὂσον ἀφορᾶ τήν περιπέτεια τῆς ἀνθρωπότητας. Ὡς έκ τούτου δέν μιλάμε γιά ἀρχαιολογία τοῦ ἒρωτα, δέν μᾶς ἐνδιαφέρει δηλαδή ἡ συγκρότηση τῶν διαφόρων γεγονότων, καθ’ ὃτι θά μᾶς διέφευγε ἡ ἐσωτερική ζωή τους. Ἐάν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἐσωτερική ζωή τῶν γεγονότων θά πρέπει νά τήν άναζητήσουμε στίς πιό ὑψηλές ἐκφράσεις της, τήν ἒκρηξη τῆς δημιουργίας. Τέτοιες στιγμές κοσμογονίας εἶναι γιά τήν Ἑλλάδα τό Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνος.
Ὁ Ἀρχάνθρωπος (Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνα (180a-193d)
Μέ τόν Ἀριστοφάνη τό κλίμα τοῦ Πλατωνικοῦ Συμποσίου μεταβάλλεται ἀπότομα.
Ἀπό τίς θεολογικές, ἠθοπλαστικές καί ἐπιστημονικές ἀναλύσεις περνοῦμε σέ μιά
μυθική σύνθεση, ἡ στερεότητα τῆς ὁποίας ἔχει νά κάνει μέ τόν ἐσωτερικό κραδασμό
καί τόν νοηματικό πλοῦτο. Ὁ ἔρως, μοιάζει νά λέει ὁ Ἀριστοφάνης, εἶναι μέγα
μυστήριο καί θαῦμα κι αὐτό τό θαῦμα μόνο ὁ μῦθος τό ἐκφράζει. Τί θά εἶχε νά πεῖ
αἲφνης ἡ ἐπιστήμη τοῦ Ἐρυξιμάχου καί ὁποιαδήποτε ἐπιστήμη γιά τήν ἀνθρώπινη ἒκπτωση ἀπό τήν μακαριότητα ἑνός
ἀπωτάτου παρελθόντος; Μόνο ὀ μῦθος ἒχει τέτοια δυνατότητα, μόνο ὁ μῦθος μπορεῖ
νά διορθώσει ἀκόμη καί ἓναν ἂλλο μῦθο, ὃπως κάνει μέ τόν μῦθο τοῦ Ἀριστοφάνη ὁ
Σωκράτης μέ τόν δικό του μῦθο τῆς γέννησης τοῦ ἒρωτα.
Ὁ Αριστοφάνης λοιπόν μιλάει γιά τήν δύναμη τοῦ ἔρωτα.
Ὁ ἔρωτας λέει θεραπεύει τήν ἀσθένεια τοῦ
εἴδους, ἄν καί δέν τήν προκαλεῖ. Τήν προκαλεῖ μιά βαθειά ἀλλοίωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, πού μᾶς βαραίνει πιά σάν
μοῖρα. Πρῶτα, λέει ὁ Ἀριστοφάνης, οἱ ἄνθρωποι
ἦσαν διπλοῖ καί τά φύλα τρία: τό ἀρσενικό, τό θηλυκό καί τό ἀνδρόγυνο. Τό σῶμα
κάθε τέτοιου ἀνθρώπου εἶχε σχῆμα κυλινδρικό – γύρω γύρω ἦταν ράχη καί πλευρά,
δέν ὑπῆρχαν κοιλιά καί ἔλειπαν τά στήθη. Εἶχε τέσσερα χέρια καί πόδια, ἕνα κεφάλι μέ δύο πρόσωπα, στραμμένα
σάν τοῦ Ἰανοῦ σ’ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες κατευθύνσεις, τέσσερα αὐτιά καί μάτια,
δύο γεννητικά ὄργανα - ὅ,τι ἔχει τώρα τό σῶμα μας τότε ἦταν διπλᾶ. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι
δέν βάδιζαν μόνο ὄρθιοι, ἀλλά ὅταν ἤθελαν
νά τρέξουν στηρίζονταν καί στά ὀκτώ ἄκρα τους, ὁπότε ἔκαναν σάν ἀκροβάτες τήν
ρόδα. Ἡ σωματική δύναμη καί ἡ ἀντοχή τους ἦταν τεράστια, τούς διέκρινε δέ ἀπέραντη
ἔπαρση, τέτοια ἔπαρση, ὥστε νά τά βάλουν μέ
τούς Θεούς! Μπροστά σ’ αὐτή τήν
κατάσταση ὁ Ζεύς κάλεσε τό ὑπόλοιπο δωδεκάθεο γιά νά βροῦν λύση: δέν ἤθελαν νά ἀφανίσουν
τούς ἀνθρώπους γιατί κανείς πιά δέν θά
τούς λάτρευε, ἀλλά καί δέν ἀνέχονταν τήν ὕβρη. Μετά ἀπό πολλά ό Δίας
σκέφτηκε σ’ ἕνα πρῶτο στάδιο νά τούς
διχοτομήσει, ὥστε ν’ ἀποδυναμωθοῦν καί νά ἠρεμήσουν, ἐάν ὅμως δέν
συμμορφώνονταν νά τούς ξαναδιαιρέσει, ἀφήνοντάς τους μέ ἕνα πόδι, μέ ἕνα χέρι
κλπ. Ἄρχισε λοιπόν νά τούς διαιρεῖ, ἐνῶ ὁ Ἀπόλλωνας ἔπαιρνε τά ἀποκόμματα, τούς
γύριζε τό πρόσωπο στό μέρος τῆς τομῆς, γιά νά βλέπουν καί νά φρονηματίζονται,
καί τούς ἔραβε τό δέρμα στό μέρος πού εἶναι τώρα ἡ κοιλιά. Τί συνέβαινε ὅμως; Τά χωρισμένα μισά λαχταροῦσαν τό ταίρι τους, τό ἄλλο τους μισό,
καί τό ἀγκάλιαζαν γιά νά ξανακολλήσουν,
εἰ δυνατόν, μαζί του, μέ ἁποτέλεσμα νά πεθαίνουν τῆς πείνας, ἀρνούμενα να πράξουν ὁ,τιδήποτε
χωριστά. Τούς λυπήθηκε τότε ὁ Δίας καί
γιά νά τούς βοηθήσει μετέφερε τά
γεννητικά τους μόρια ἐμπρός, δεδομένου ὅτι πρίν τά εἶχαν πρός τά ἐξω, ἡ δέ
γονιμοποίηση γινόταν στό χῶμα κατά τό πρότυπο τῶν τζιτζικιῶν. Ἡ ἀναπαραγωγή τότε ἄρχισε νά
γίνεται μέ συνουσία τοῦ ἀρσενικοῦ καί τοῦ θηλυκοῦ, ἀλλά συγχρόνως οἱ ἄνθρωποι
κατόρθωσαν καί νά ἐργάζονται διότι ἡ συνουσία δημιουργοῦσε καί μιά πλησμονή, ἡ ὁποία
τούς ἐπέτρεπε νά χωρίζουν ἐπί ἕνα διάστημα. Ὁ ἔρωτας, λοιπόν, λέει ὁ Ἀριστοφάνης
διά τοῦ μῦθου του, γεννήθηκε ἀπό τήν ἴδια
τήν φύση μας, ἐξ αἰτίας τῆς ἀρχέγονης ἑνότητας
πού χάθηκε, ἡ οὐσία του δέ ἔγκειται στόν
πόθο μας ἡ ἑνότητα αὐτή ν’ ἀποκατασταθεῖ.
Τό γενέσιο τοῦ Ἔρωτα (Συμπόσιο Πλάτωνα 203a-204c)
Ὡς μέγας δαίμων ὁ ἒρωτας εἶναι ὀντότητα
μυθική πού περνᾶ στήν ζωή μας μέ τόν βίο μόνο καί τήν πολιτεία του. Δηλαδή ἡ
ταυτότητά του δέν ἀφορᾶ μόνο στήν φύση ἀλλά χρειαζεται τά ἐργα του καί τήν
καταγωγή του. Αὐτή τήν καταγωγή ἀφηγεῖται
στόν Σωκράτη ἡ Διοτίμα μέ τόν μῦθο τῆς γεννήσεως τοῦ ἒρωτα.
Τήν ἡμέρα, λέει, πού γεννήθηκε ἡ Ἀφροδίτη, ἡ κόρη τοῦ Δία καί τῆς
Διώνης, ἡ Πάνδημος, οἱ θεοί γιόρτασαν τό γεγονός μέ μεγάλο δεῖπνο, στό ὁποῖο ἦταν
μεταξύ ἄλλων καλεσμένος ὁ γιός τῆς
πολυμήχανης Μήτιδος, ὁ Πόρος. Ἀφοῦ ἐδείπνησαν
κατέφθασε καί ἡ Πενία νά ζητιανέψει καί
στάθηκε στήν εἴσοδο. Μεθυσμένος καί
βαρύς ἀπό τό νέκταρ ὁ Πόρος κατέβηκε ἀργότερα
στόν κῆπο τοῦ Δία, ξάπλωσε κατά γῆς καί ἀποκοιμήθηκε. Τόν εἶδε ἡ Πενία καί
συλλαμβάνει τό σχέδιο νά κάνει παιδί μαζί του, γιά νά βολέψει κάπως την αἰώνια
μιζέρια της. Πλαγιάζει λοιπόν στό πλευρό του καί σμίγουν. Ἀπό τήν ἔνωση αὐτή ἀπέκτησε
τόν Ἔρωτα, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ πάντοτε τήν Ἀφροδίτη ἐπειδή συνελήφθη τήν
γενέθλιο ἡμέρα της, ἐπιθυμεῖ δε διακαῶς καί διαρκῶς τήν ὀμορφιά ἐφ ὅσον ἡ Ἀφροδίτη
εἶναι κατ’ ἐξοχήν ὡραία.
Ἰδού τώρα, συνεχίζει ἡ Διοτίμα, ἡ
συνθήκη τοῦ ἔρωτα. Κατ’ ἀρχάς τόν βλέπουμε αἰωνίως πεινασμένο καί καθόλου ἀπαλό
ἤ ὡραῖο, ὅπως τόν φαντάζεται ὁ κόσμος. Τραχύβιος, ἄστεγος, ξυπόλητος,
κοιμώμενος σέ δρόμους καί κατώφλια, μοιράζεται ἀενάως μέ τήν μάνα του τήν
στέρηση, καί ἀπό τόν πατέρα του τόν φοβερό δυναμισμό, τήν ἐνέργεια καί τήν ἐφευρετικότητα
πού τοῦ παρέχει ταυτόχρονα εὐπορία. Τήν μιά λοιπόν τόν βλέπουμε ἀνθηρό καί ἀκμαίο,
τήν ἄλλη πεθαμένο. Τήν μιά χαμένο ἐντελῶς, τήν ἄλλη κερδισμένο. Ἡ σοφία ἒχει
μεγαλη ὀμορφιά καί ἐπειδή ὁ ἒρωτας ποθεῖ πάντα τό ὡραῖο εἶναι φιλόσοφος. Αὐτό
σημαίνει πνεῦμα στιβαρό, ζωτικό, οὐδεμία σχέση ἒχον μέ παθητικό ὑποκείμενο: εἶναι
συγχρόνως άντικειμενο καί αἲσθημα τοῦ ἐρῶντος.
Μιά συρροή ἀπρόβλεπτων γεγονότων – μέθη καί ὕπνος τοῦ Πόρου στόν κῆπο τοῦ
Δία, ἐπαιτεία τῆς Πενίας καί ἀπεγνωσμένη της προσπάθεια νά γλυτώσει ἀπό τήν
μόνιμη στέρηση- φέρνει στόν κόσμο τόν Ἔρωτα καί σφραγίζει τήν ὑπαρξή του τόσο μέ τήν γέννηση τοῦ Κάλλους, ὅσο καί μέ τό ἀθέμιτο
σμίξιμο τῆς πλησμονῆς καί τῆς στέρησης. Διότι νήφων ὁ Πόρος οὐδέποτε θά ἔριχνε τά μάτια του στήν θλιβερή Πενία. Ὅμως χωρίς αὐτό τό ἀθέμιτο σμίξιμο τό Ὡραῖο
θά ἔμενε μετέωρο, ἀσυνόδευτο, ἀρνητικό, ἐφ’ ὅσον κανείς δέν θά τό ποθοῦσε. Οἱ Θεοί διέθεταν
φύσει τήν πληρότητα νά ἐρωτευτοῦν καί ὁ Πόρος ἐπίσης. Κανείς ἄνθρωπος δέν θά
μποροῦσε νά τό νοιώσει ἄν δέν συνενώνονταν στό πρόσωπο τοῦ Ἔρωτα ἡ στέρηση καί ἡ
πληρότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου