Ἀνάγνωση, Ἀλμπέρ Καμύ
«…Οἱ θεοί εἶχαν καταδικάσει τόν Σίσυφο νά ἀνεβάζει σπρώχνοντας ἀδιάκοπα ἕναν βράχο ὡς τήν κορυφή ἑνός βουνοῦ ἀπ' ὅπου ὅταν ἔφθανε ὁ πέτρινος ὄγκος, μέ τό βάρος του, ξανάπεφτε. Οἱ Ἕλληνες εἶχαν σκεφτεῖ, κάπως δικαιολογημένα, πώς δἐν ὑπάρχει πιό φοβερή τιμωρία ἀπ' τήν χωρίς ὄφελος κι ἐλπίδα ἐργασία.
Ἐάν
πιστέψουμε τόν Ὅμηρο, ὁ Σίσυφος ἦταν ὁ πιό ἥσυχος, ὁ συνετότερος τῶν θνητῶν.
Μιά ἄλλη ὅμως παράδοση τόν παρουσιάζει
σάν ληστή. Δέν βλέπω ἐδῶ καμιά διαφορά. Οἱ γνῶμες διαφέρουν πάνω στά αἴτια πού
τόν ἀνάγκασαν νά γίνει ὁ χωρίς κέρδος ἐργάτης τοῦ Ἄδη. Κατ' ἀρχάς τοῦ
καταλογίζουν κάποια ἀστοχασιά μέ τούς θεούς. Ἀποκάλυψε τά μυστικά τους. Ἡ
Αἴγινα, κόρη τοῦ Ἀσωποῦ, ἀρπάχτηκε ἀπό τόν Δία. Ὁ πατέρας της ταράχτηκε ἀπ' τήν
ἀπαγωγή καί ἀπευθύνθηκε στόν Σίσυφο. Αὐτός, πού ἤξερε γιά τήν ἀρπαγή,
ὑποσχέθηκε στόν Ἀσωπό νά τόν βοηθήσει, μέ τόν ἀπαράβατο ὅρο ἡ Ἀκροκόρινθος νά
δεχτεῖ τήν εὐλογία τοῦ νεροῦ ἀπό τούς οὐράνιους κεραυνούς. Ὁ Ὅμηρος μᾶς διηγεῖται ἐπίσης ὅτι ὁ Σίσυφος
ἀλυσόδεσε τόν Θάνατο. Ὁ Πλούτων δέν μπόρεσε νά ἀνεχθεῖ τό θέαμα τῆς ἔρημης καί
σιωπηλῆς αὐτοκρατορίας του. Ἔσπευσε νά στείλει τόν θεό τοῦ πολέμου πού
ἐλευθέρωσε τόν Θάνατο ἀπό τά χέρια τοῦ νικητοῦ του, Σίσυφου.
Λένε ἀκόμα
πώς ὅταν ὁ Σίσυφος ἦταν ἐτοιμοθάνατος θέλησε νά δοκιμάσει τήν ἀγάπη τῆς γυναῖκας του.
Τήν διέταξε, ὅταν πεθάνει νά μήν τόν θάψει καί ν' ἀφήσει ἄταφο τό πτῶμα του
στήν μέση τῆς δημόσιας πλατείας. Ὄντας ὁ Σίσυφος μετά τόν θάνατό του στόν Ἅδη,
προσποιούμενος τόν θυμωμένο ἐξ αἰτίας
τῆς ἄρνησης τῆς γυναῖκας του νά τόν θάψει, πῆρε τήν ἄδεια τοῦ Πλούτωνα νά ἐπιστρέψει στή
γῆ γιά νά ρυθμίσει τά τοῦ ἐνταφιασμοῦ του καί νά τιμωρήσει δῆθεν τήν γυναῖκα
του, δίνοντάς του τήν ὑπόσχεση τῆς ἐπιστροφῆς. Ἔτσι καί ἔγινε. Ὅταν ὅμως ξανάδε
τήν ὄψη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γεύτηκε τό νερό καί τόν ἥλιο, τίς ζεστές πέτρες καί
τήν θάλασσα, δέν ἤθελε νά ἐπιστρέψει
στήν καταχθόνια σκιά. Οἱ προσκλήσεις, οἱ θυμοί, οἱ ἀπειλές καί οἱ
συμβουλές τοῦ Πλούτωνα δέν ἀπέδωσαν. Γιά πολλά χρόνια ἀφέθηκε στήν λάμψη τῆς θάλασσας
καί στά χαμόγελα τῆς γῆς. Χρειαζόταν ἡ
ἐπέμβαση τῶν Θεῶν. Τό ἔργο ἔπεσε στούς ὤμους τοῦ Ἑρμῆ πού ἀνέλαβε νά ἀποσπάσει
τόν θρασύ ἀπό τίς χαρές του καί νά τόν
ὁδηγήσει πάλι μέ τήν βία στόν Ἅδη ὅπου
τόν περίμενε ὁ βράχος του.
Ὁ Σίσυφος
στόν ἑλληνικό μῦθο εἶναι ὁ πιό παράλογος ἥρωας. Τά πάθη του ὑπερέχουν τοῦ
βασανιστικοῦ του μαρτυρίου. Ἡ
περιφρόνησή του γιά τούς θεούς, τό μίσος του γιά τόν θάνατο καί τό πάθος του
γιά τήν ζωή, τοῦ στοίχισαν αὐτό τό
ἀνείπωτο μαρτύριο, νά δίνει δηλαδή ὅλο του τό εἶναι χωρίς ἀνταμοιβή. Εἶναι τό
τίμημα πού πληρώνει γιά τά γήινα πάθη του. Ὁ μῦθος δέν μᾶς
ἀφηγεῖται τίποτα γιά τόν Σίσυφο στόν Ἄδη. Οἱ μῦθοι φτιάχνονται γιά νά τούς
ζωογονεῖ ἡ φαντασία.
Σ' αὐτόν
βλέπουμε μόνο ὅλη τήν προσπάθεια ἑνός τεντωμένου κορμιοῦ ν' ἀνασηκώσει τήν
πελώρια πέτρα, νά τήν γυρίζει σπρώχνοντάς την πρός τήν κορυφή, σέ μιά πλαγιά πού τήν ἔχει ἀνεβοκατέβει
ἀμέτρητες φορές. Βλέπουμε τό συσπασμένο πρόσωπο, τό κολλημένο πάνω στήν πέτρα
μάγουλο, τόν ὦμο πού δέχεται τόν λασπωμένο ὄγκο, τό πόδι πού
τόν στηρίζει, τήν διαστολή τῶν μυώνων,
τήν ἀνθρώπινη σιγουριά δυό χεριῶν γεμάτων γῆ. Στό ἔπακρο αὐτῆς τῆς τρομερῆς προσπάθειας, τῆς μετρημένης μέ τό
χωρίς οὐρανό διάστημα καί τόν χωρίς βάθος χρόνο, ὁ σκοπός ἐκπληρώνεται. Ὁ
Σίσυφος τότε, κοιτάζει τήν πέτρα νά κατηφορίζει σέ μερικές στιγμές πρός αὐτόν
τόν χαμηλό κόσμο ἀπ' ὅπου θά πρέπει νά τήν ἀνεβάσει πάλι στήν κορυφή.
Ξανακατεβαίνει στήν πεδιάδα καί πάλι ἀπό τήν ἀρχή.
Ὅσο διαρκεῖ
αὐτή ἡ ἐπιστροφή, αὐτή ἡ παύση, ὁ Σίσυφος μ' ἐνδιαφέρει. Ἕνα πρόσωπο πού
βασανίζεται τόσο κοντά στίς πέτρες εἶναι ἤδη πέτρα. Βλέπω αὐτόν τόν ἄνθρωπο νά
ξαναπηγαίνει, βαδίζοντας βαριά μά σταθερά, πρός τό ἀτέλειωτο μαρτύριο. Αὐτή ἡ
ώρα πού εἶναι σάν μιά ἀναπνοή καί ξανάρχεται τό ἀνελέητο ἴδιο, σίγουρα μέ τήν
δυστυχία του, αὐτή ἡ ὤρα, εἶναι ἡ ὤρα τῆς συνείδησης. Σέ κάθε μιά ἀπ' τίς
στιγμές της, ἀπό τότε πού ἀφήνει τήν κορυφή καί κατευθύνεται σιγά - σιγά πρός
τίς τρῶγλες τῶν θεῶν, εἶναι ὑπέροχος μέσα στήν μοίρα του. Εἶναι πιό δυνατός ἀπό
τόν βράχο του.
Ἐάν αὐτός ὁ
μῦθος εἶναι τραγικός, εἶναι γιατί ὁ ήρωάς του πονάει, ἔχει συνείδηση ὅτι ἡ
ἐλπίδα τῆς εὐτυχίας ἀπουσιάζει παντελῶς ἀπό τήν ζωή του. Ὁ σύγχρονος ἐργάτης
ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς του κάνει τήν ἴδια
δουλειά κι αὐτή ἡ μοίρα δέν εἶναι λιγότερο παράλογη. Ἀλλά δέν εἶναι τραγικός,
παρά στίς σπάνιες στιγμές πού ἀποκτᾶ συνείδηση. Ὁ Σίσυφος, προλετάριος τῶν θεῶν, ἀνίσχυρος κι ἐπαναστατημένος, ἤξερε ὅλη
τήν ἔκταση τῆς ἄθλιας ύπαρξής του: εἶναι ἐκείνη πού σκέφτεται ὅσο διαρκεῖ ἡ
κατάβασή του. Ἡ σύνεση μέ τήν ὁποία δέχεται τό μαρτύριό του συμπληρώνει τήν
ἴδια στιγμή τήν νίκη του. Δέν ὑπάρχει μοίρα πού νά μήν νικιέται μέ τήν
περιφρόνηση.
Ἔτσι, ἄν ἡ
κατάβαση γίνεται γιά μερικές μέρες μέσα στόν πόνο, μπορεῖ νά γίνει ἐπίσης μέσα
στήν χαρά. Αὐτή ἡ φράση δέν εἶναι ὑπερβολική. Φαντάζομαι ἀκόμα τόν Σίσυφο νά
ξαναπηγαίνει πρός τόν βράχο του καί τόν πόνο ν' ἀρχίζει. Ὅταν οἱ εἰκόνες
τῆς γῆς μένουν τόσο δυνατά στήν μνήμη, ὅταν ἡ ἐπιθυμία τῆς εὐτυχίας γίνεται τόσο ἔντονη, στήν καρδιά τοῦ
ἀνθρώπου γεννιέται ὅλη ἡ θλίψη: εἶναι ἡ νίκη τοῦ βράχου, γίνεται βράχος ὁ ἴδιος.
Ἡ ἀμέτρητη λύπη εἶναι ἀνυπόφορη. Εἷναι οἱ νύχτες μας στήν Γεσθημανή. Μά οἰ
ἀβάσταχτες ἀλήθειες καταστρέφουν ὅταν μαθαίνονται. Ἔτσι, στήν ἀρχή, ὁ Οἰδίπους
ὑπακούει στό πεπρωμένο πού ἀγνοεῖ. Ἡ τραγωδία του ἀρχίζει ἀπό τήν στιγμή πού
μαθαίνει. Ἀλλά τότε, τυφλός κι ἀπελπισμένος, γνωρίζει ὅτι τό μόνο πού τόν
κρατάει δεμένο μ' αὐτόν τόν κόσμο εἶναι τό δροσερό χέρι ἑνός κοριτσιοῦ καί μιά
μεγαλόστομη φράση ἀντηχεῖ: "Παρά τίς τόσες δοκιμασίες, τά γερατειά καί τό
μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς μου, μοῦ δίνουν τό δικαίωμα νά κρίνω πώς ὅλα εἶναι
καλά". Ὁ Οἰδίπους τοῦ Σοφοκλῆ, σάν τόν Κιρίλωφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει
ἔτσι τόν τύπο τῆς παράλογης νίκης. Ἡ
ἀρχαία σύνεση συναντιέται μέ τό σύγχρονο ἡρωισμό.
Ὅλη ἡ βουβή
χαρά τοῦ Σίσυφου βρίσκεται ἐκεί. Τό πεπρωμένο του τοῦ ἀνήκει. Ὁ βράχος εἶναι ἡ
πραγματικότητά του. Ὅμοια, ὁ παράλογος ἄνθρωπος ὅταν μελετάει τό μαρτύριό του,
κάνει ὅλα τά εἴδωλα νά βουβαθοῦν. Στό ξαφνικά παραδομένο στήν σιωπή του σύμπαν,
ὑψώνονται οἱ χιλιάδες μικρές ἔκθαμβες φωνές τῆς γῆς. Ἀσυνείδητες καί μυστικές
ἐπικλήσεις, προσκλήσεις πρός ὅλα τά πρόσωπα, πού ἀποτελοῦν τήν ἀναγκαία
ἐπιστροφή καί τό τίμημα τῆς νίκης. Δέν ὑπάρχει ἥλιος χωρίς σκιά καί πρέπει νά
γνωρίσουμε τήν νύχτα. Ὁ παράλογος ἄνθρωπος λέει ναί καί ὁ ἀγῶνας του θά εἶναι
πιά ἀδιάκοπος. Ἐάν ὑπάρχει ἕνα προσωπικό πεπρωμένο, δέν ὑπάρχει οὔτε μιά στιγμή
ἐξαιρετικῆς τύχης ἤ τό πολύ νά ὑπάρχει μιά, ἐκείνη πού κρίνεται σάν μοιραία κι
ἀξιοκαταφρόνητη. Ὅσο γιά τίς ὑπόλοιπες, ὁ ἄνθρωπος ξέρει πώς εἶναι κύριος τῆς
ζωῆς του. Σ' αὐτή τήν κρίσιμη στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ξαναγυρίζει στήν ζωή του, ὁ
Σίσυφος- πηγαίνοντας πάλι πρός τόν βράχο του - μελετάει αὐτή τήν ἀσύνδετη σειρά
τῶν πράξεων πού γίνεται πεπρωμένο του,
φτιαγμένο ἀπό τόν ἴδιο, ἀπλό κάτω ἀπ' τό βλέμμα τῆς μνήμης καί σφραγισμένο σέ
λίγο μέ τόν θάνατό του. Ἔτσι,
πεπεισμένος γιά τήν ἐντελῶς ἀνθρώπινη προέλευση ὅλων τῶν ἀνθρώπινων, τυφλός
πού ποθεῖ νά δεῖ καί ξέρει πώς ἡ νύχτα εἶναι ἀτέλειωτη, βρίσκεται πάντα σέ πορεία.
Ὁ βράχος κυλάει ἀκόμα.
Ἀφήνω τόν
Σίσυφο στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς τό φορτίο του. Ὁ
Σίσυφος ὅμως, συμβολίζει τήν ἀνώτερη πίστη πού ἀρνιέται στούς θεούς κι ἀνυψώνει
τούς βράχους. Κι ἐκεῖνος κρίνει πώς ὅλα εἶναι καλά. Αὐτό τό σύμπαν, ἀδέσποτο
στό ἐξῆς, δέν τοῦ φαίνεται ἄκαρπο οὔτε μάταιο. Ὁ κάθε κόκκος τῆς πέτρας, ἡ κάθε
λάμψη αὐτοῦ τοῦ γεμάτου νύχτα βουνοῦ πλάθει, μονάχα γι' αυτόν, τήν μορφή ἑνός
κόσμου. Ἀκόμα κι ὁ ἴδιος ὁ ἀγῶνας πρός τήν κορυφή φτάνει γιά νά γεμίσει μιά ἀνθρώπινη
καρδιά. Ὡς ἐκ τούτου, τελικῶς, ὀφείλουμε
νά φανταστοῦμε τόν Σίσυφο εὐτυχισμένο»
Κομιστής, Γιῶργος Δημόπουλος
Ἀπό τήν ἐπαγγελματική ἐνασχολησή μου μέ τήν μετάφραση, τό μόνο ἔργο πού ἀγάπησα ἰδιαίτερα εἶναι ἡ ἀνάγνωση τοῦ Σίσυφου ἀπό τόν Καμύ, τήν ὁποία μέ περικοπές δημοσιεύω σήμερα στήν Ἀντοψία. Φυσικά γνωρίζω τό γιατί: Μοιάζω στόν Σίσυφο, ὅπως μοιάζουν δύο σταγόνες νεροῦ. Ἐξ ἄλλου ὁ Καμύ παραμένει ὁ ἀγαπημένος μου σύγχρονος φιλόσοφος. Τόν ἀγάπησα μέ τό πού, ὡς πιτσιρικάς ἀναζητητής, πρωτοδιάβασα τόν «Ξένο» του. Γ.Δ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου