Του Βασίλη Δαμιανάκη, Δασκάλου, Λυράρη, Ιεροψάλτου
Φθινόπωρο
του 1991. Αποφασισμένος να αποχωριστώ το καταφύγιο που λέγεται οικογένεια, τη
στοργή της μάνας, του …βράχου πατέρα μου το στήριγμα, ανήσυχος έφηβος, ποθώντας
την προσωπική ανεξαρτησία από τα οικογενειακά στερεότυπα, θα βρεθώ στο νησί της
Μεγαλόχαρης, για να φοιτήσω στην Εκκλησιαστική Σχολή της Τήνου. Ένα τεράστιο,
αλλά αποφασιστικό βήμα, που όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, μου’ δωσε φτερά
ανεξαρτησίας, εφόδια πνευματικά και εμπειρίες πάμπολλες.
Το πρόγραμμα της Σχολής περιελάμβανε καθημερινά και την πολυπόθητη έξοδό μας. Σαν τα καράβια που οι καπετάνιοι αδημονούν να τα μπαρκάρουν σε απάνεμα λιμάνια, αδημονούσα κι εγώ να μπαρκάρω τον απατό μου στο αγαπημένο μου στέκι, το Ξέμπαρκο, ένα μικρό καφέ-ουζερί στην προκυμαία της Τήνου. Ήταν το πρώτο καφέ-ουζερί που πήγα σαν έφηβος. Εκεί ο πρώτος nes καφέ φραπέ, εκεί τα πρώτα γλυκά, εκεί οι πρώτες παρέες με φίλους από τη Σχολή. Θυμάμαι πόσο μ’ άρεσε να χαζεύω την κατάξανθη, σγουρομάλλα σερβιτόρισσα με τα καταπράσινα μάτια - Τερέζα την έλεγαν- , που η εφηβική δειλία δε μου επέτρεψε ποτέ να της εκφράσω τα συναισθήματα θαυμασμού μου κι ας ήταν αρκετά χρόνια πιο μεγάλη από μένα. Της είχα βγάλει και δίστιχο κι ας ήμουν μόνο δεκαπέντε χρονών. « Ξανοίγω σε, μα δε μπορώ κόρη ξανθομαλλούσα, γιατί μου θάμπωσες το φως του λογισμού μου μούσα».
Να’ τανε θαύμα αυτό που ‘ζησα ένα φθινοπωρινό
απόγευμα του 1991 στο Ξέμπαρκο; Στην παρέα ήμασταν εγώ, ο Γρηγόρης ο
Φανουργάκης (βετεράνος πυγμάχος σήμερα), ο Παπουτσάκης κι ο Μαθιός ο
Μαραυγάκης. Από το απεναντινό τραπέζι, εντελώς προκλητικά, δυο τύποι μπλαβομάτηδες,
φορώντας χαλκάδες στα αυτιά, με γεμάτο το σώμα τατουάζ –για Γερμαναράδες μου
κάνανε- καίγανε με τον αναπτήρα μια καρτ ποστάλ με την εικόνα της Μεγαλόχαρης.
Η φωτιά είχε περάσει το εξωτερικό περίβλημα της κάρτας και πήγαινε προς το
εσωτερικό που ήτανε η εικόνα της Μεγαλόχαρης. Κρύος ιδρώτας με έλουζε από το
θέαμα που μου πρόσβαλε τα ιερά και τα όσια όπως επίσης και το Φανούργο, που ήταν
έτοιμος σαν ανήμερο αγρίμι να τους ορμήσει. Η Παναγία τότε μας έδειξε σημάδι
για να έχουμε να διηγούμαστε σήμερα, αρκετά χρόνια αργότερα στα παιδιά μας,
στους μαθητές μας και σε κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο. Η φωτιά δεν περνούσε προς
το εσωτερικό της εικόνας, αλλά είχε σταματήσει στο δεύτερο εσωτερικό πλαίσιο.
Δοκίμασε με τον αναπτήρα του κι ο δεύτερος τουρίστας περιμετρικά της εικόνας,
άλλα φαίνεται η Παναγία δεν επέτρεψε να συμβεί για να αναπτερώσει τη δική μας
πίστη. Άρχισαν να βρίζουν στη δική τους γλώσσα, μη μπορώντας να δώσουν εξήγηση
σε αυτό που συνέβαινε.
Ξάφνου ο Φανούργος που κοίταζε μανιασμένος τον ένα από τους δύο, έτοιμος να τού ορμήσει και να τού πάρει την εικόνα, μού λέει: « Ρε συ, ζαλίζομαι. Με το που ανταμώσανε τα βλέμματά μας μ’έπιασε η κεφαλή μου και η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Πάω όξω να πάρω αέρα».
Αφού δεν κατάφεραν να κάψουν την κάρτα οι άπιστοι, την τσαλάκωσαν εμφανώς τσατισμένοι, την πέταξαν στο τασάκι με τα αποτσίγαρά τους, ενώ προηγουμένως ξεστόμισαν πάλι κάμποσες βρισιές στη γλώσσα τους. Το συμβάν παρακολουθούσε και η ξανθιά λατρεμένη μου σερβιτόρισσα που έκανα ιδιαίτερη αναφορά πιο πάνω και που η καημένη προσπαθούσε απλά να παραμένει ψύχραιμη περίλυπη για αυτό που αντίκριζε. Μετανιώνω έπειτα από τόσα χρόνια που δεν περίμενα να πάρω από το τασάκι την άκαφτη, θαυματουργή εικόνα-κάρτα που σήμερα θα είχα φυλαχτό μου και αποδεικτικό πειστήριο σε όσους δεν πιστεύουνε τα γραφόμενά μου. Άραγε να θυμάται ο φίλος μου ο Φανούργος ή πέταξε τη στιγμή στον …κάδο ανακύκλωσης του νου…..
Συνεχίζοντας
ξέμπαρκα, ανασέρνω στη θύμησή μου μια Κυριακή πρωί, που ήταν γεμάτο το Ξέμπαρκο
κυρίως από μαθητές της Σχολής. Οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν, όπως και οι
παρτίδες στο τάβλι. Αν και το κάπνισμα απαγορεύονταν αυστηρά εντός και εκτός
της Σχολής, οι πιο τολμηροί δε δίσταζαν να στερηθούν αυτή τους την απόλαυση και
κάπνιζαν ανενόχλητοι, αγνοώντας το ποινολόγιο και τις επιπτώσεις σε περίπτωση
που γίνονταν γνωστή στη Διεύθυνση αυτή τους η πράξη.
Ξαφνικά την ωραιότητα και την ξεγνοιασιά της στιγμής ήρθε να πατάξει η φωνή ενός νεαρού μαθητή της Σχολής, Σαμιώτη στην καταγωγή, του Ελευθερίου του Νίκου, ο οποίος προειδοποιούσε άπαντες ανήσυχος, έτοιμος να σκάσει εύσωμος καθώς ήταν, με τα παρακάτω: «Σύρμα! Τα τσιγάρα μ…..! Ο Μπάρμπας! Ο Μπάρμπας!». Ο «Μπάρμπας» ήταν ο Σχολάρχης μας, ο οποίος περνούσε απ’ έξω με το αυτοκίνητό του, αλλά έκοβε κίνηση προς τα ενδότερα του μαγαζιού. Συνήθιζε να μας αιφνιδιάζει με ξαφνικές… εφόδους κι αυτό συνέβαινε τακτικά μέσα κι έξω απ’ τη Σχολή, αφού είχε την ευθύνη και των οικότροφων σπουδαστών, εκτός των διοικητικών καθηκόντων της Σχολής.
Κι ενώ η αναστάτωση εντός του μαγαζιού ήταν μεγάλη, με τα τσιγάρα να σβήνουν, οι μπύρες να εξαφανίζονται πάνω από τα τραπέζια, κάποιοι να μπαίνουν και στις τουαλέτες να κρυφτούν, στο τραπέζι που ήταν στο παράθυρο, ο Σιδέρης με τον Προκόπη συνέχιζαν την παρτίδα τους κανονικά σαν να μην συνέβαινε τίποτα. «Σιδέρη δεν ακούς; Σβήσε το…..», ακούστηκε ξανά πιο έντρομη η φωνή του Ελευθερίου. Ο χαρισματικός στην υπομονή, με την απόλυτη ηρεμία και αποφασιστικότητα που τον διέκρινε, Σιδέρης, απάντησε προσηλωμένος στην παρτίδα του στο τάβλι, χωρίς ούτε καν να κοιτάξει από το παράθυρο, αφήνοντάς μας όλους άφωνους. « Τι λέτε ρε χαζοβιόληδες; Το τσιγάρο απαγορεύεται. Εγώ δεν φουμάρω τσιγάρο, φουμάρω πούρο. Δε βλέπετε;». Όντως ο αθεόφοβος Σιδέρης κάπνιζε επιδεικτικά ένα τεράστιο πούρο ως άλλος μεγιστάνας, αποδεικνύοντάς μας περίτρανα για πολλοστή φορά, πως δε μπορούσε κανένας να του χαλάσει τη διάθεση, αφού είχε γεννηθεί για να γράφει τους πάντες και τα πάντα, προκειμένου να περάσει καλά.
Ο Σιδέρης ήταν εκείνος που ως πρόεδρος δεκαπενταμελούς της Εκκλησιαστικής Σχολής Τήνου, θέλησε να γράψει τη δική του ιστορία οργανώνοντας κατάληψη την εποχή που είχαν ξεκινήσει να είναι της μόδας οι καταλήψεις στα σχολεία. Είχαμε σηκωθεί χαράματα, γράψαμε πανό, ασφαλίσαμε την κεντρική είσοδο της Σχολής με λουκέτο και αγωνιούσαμε για την αντίδραση του Διευθυντή και των καθηγητών. Αφήσαμε όμως το μάγειρα, τον Μπον να μπει με τον βοηθό του -νηστικοί θα μέναμε;- που φανερά εκνευρισμένος φώναζε: « Όποιος θέλει κατάληψη να πάει στο χωριό του!».
Κατά τις 08:00 το πρωί περνά ο Διευθυντής με την κλούβα του την κόκκινη προς τα πάνω, έχοντας μαζί του την κόρη του την Ελένη που θα την άφηνε πλησίον του ναού της Μεγαλόχαρης. Φλεβάρης μήνας ήτανε και τότε οι μαθητές του Γυμνασίου που γράφανε εξετάσεις εκτός από τον Ιούνιο και το Φλεβάρη, πήγαιναν κάθε πρωί πριν τις εξετάσεις να ανάψουν κερί στη Μεγαλόχαρη για να ζητήσουν τη βοήθειά της, ώστε να γράψουν καλά. Κοίταξε προς το μέρος μας και μας ανεβοκατέβασε το δεξί του χέρι θέλοντας να μας προειδοποιήσει για το τι θα ακολουθούσε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και βλέπουμε τον Σχολάρχη να πλησιάζει προς το μέρος μας έξαλλος και απευθυνόμενος στον αποφασιστικό και πολλά υποσχόμενο πρόεδρό μας έκραξε: «Σιδέρη άνοιξε!», σπρώχνοντάς ταυτόχρονα την καγκελόπορτα φανερά ενοχλημένος, αφού με αυτή την κατάληψη θα επηρεάζονταν αρνητικά το κύρος της Σχολής που εκείνος διεύθυνε. « Η Σχολή τελεί υπό κατάληψη!», τόλμησε να απαντήσει με τρεμάμενη φωνή ο Σιδέρης. « Σιδέρη άνοιξε!» ξανακούστηκε η φωνή του Διευθυντή πιο έντονη τώρα, προσπαθώντας να εισβάλλει σκαρφαλώνοντας από τα κάγκελα. Ο Σιδέρης άνοιξε στον Σχολάρχη - και ποιος δεν θα άνοιγε άλλωστε- , αφαίρεσε το λουκέτο από την καγκελόπορτα, τού επέτρεψε την είσοδο, αφού το θάρρος του είχε καταρρεύσει μπροστά στις απειλές που εκτόξευε λεκτικώς και επιτυχώς ο Σχολάρχης…
Ἀκροτελεύτιο. Ο Ελευθερίου - παπά- Νικολής σήμερα- ήταν πρωταγωνιστής και σε μια ξαφνική, νυχτερινή έφοδο του Διευθυντή της Σχολής στο πίσω μέρος, εκεί που ήταν οι απλώστρες. Καθώς έπεσε το σύρμα ότι ο…..Μπάρμπας αιφνιδιαστικά πηδούσε από τον τράφο που βρίσκονταν στο βορινό τμήμα της Σχολής, για να πιάσει στα πράσα «κρυφοκαπνιστάκια», όλοι εξαφανιστήκαμε να πάμε να αλλάξουμε ρούχα για να μη μυρίζουμε και να βάλουμε στο στόμα μας οδοντόκρεμα. Μα ο Ελευθερίου πού να τρέξει, αφού τα περιττά κιλά του δεν το επέτρεπαν, με αποτέλεσμα να γκρεμοτσακιστεί στην προσπάθειά του να κρυφτεί σε ένα πεζούλι απέναντι από της…Βαρβάρας. Δόθηκε προσκλητήριο ευθύς αμέσως για συγκέντρωση στην τραπεζαρία. Τελευταίος και καταϊδρωμένος έφτασε ο Ελευθερίου, όλο πληγές στα γόνατα, και κουτσαίνοντας. Ποιος δεν γέλασε όταν τον είδε… Προδόθηκε από τα τραύματά του ο θρυλικός καντινιέρης, που μια φορά μέσα στην καντίνα κατάπιε με μια μπουκιά ένα ολόκληρο κρουασάν ΚΑΤΣΕΛΗΣ και εγώ απόμεινα να τον κοιτάω έκπληκτος μικροκαμωμένος καθώς ήμουν.
Αξίζει να αναφερθώ και σε κάτι τελευταίο που έζησα με τον Ελευθερίου. Θα ταξίδευε για τη Σάμο εκτάκτως κι εγώ αφού πήραμε άδεια από το διευθυντή, κατέβηκα να του κάνω παρέα. Πήγαμε στο Ξέμπαρκο. Ξαφνικά θυμήθηκε να πάρει τηλέφωνο τον διευθυντή και να του πει κάτι για την καντίνα. Ο διευθυντής που ήξερε ότι ο Ελευθερίου καπνίζει του λέει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής: «Ελευθερίου μυρίζεις το ξέρεις; Σβήσε το αμέσως μην έρθω εκεί που είσαι». Βλέπω τον Ελευθερίου να τρέμει και να κομπιάζει η φωνή του. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, ψαρωμένος όπως ήταν μου λέει: «Με μύρισε ο Μπάρμπας από το τηλέφωνο δικέ μου. Το κατάλαβε ότι κάπνιζα…».
Διαφαίνεται η αγάπη του Σχολάρχη για τα παιδιά του …
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιῶργο μου, πόσες ἀναμνήσεις ἀπό τά παιδιά μας. Ἀναμένω νά γράψει ὁ Βασίλης καί για τήν Πατμιάδα
ΑπάντησηΔιαγραφή