Ὑπάρχει στίς ἡμέρες μας, μιά ἐπιστροφή καί ταυτόχρονα μιά ἀποστροφή
πρός τό ἱερό καί τό «λιβάνι» ἐν γένει, ἕνας ἀρνητισμός τροφοδοτούμενος ἀπό τήν ἱστορικά
τεκμηριωμένη ἀντίληψη ὅτι ἡ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ,
νομιμοποιεῖ τά ἱερατεῖα καί τήν ἐξουσία πού ὁ κλῆρος ἀσκεῖ στά μυαλά τῶν
λεγόμενων πιστῶν ἀνθρώπων, συμβάλλοντας ἔτσι στήν διαμόρφωση ἑνός σκληρυμένου κοινωνικοῦ
ὑπερ-εγώ, πού δυστυχῶς διαχέται καί στήν νομοθεσία, ἐρήμην ἀναστοχασμοῦ.
Ἡ
ἀπροσδόκητη αὐτή ἐπαναφορά τῆς πίστης στίς δυτικές κοινωνίες, προκαλεῖ ἀνησυχία, εὔλογη μάλιστα: ἀνακαλεῖ στήν μνήμη, ἰδιαίτερα ὅσων μελετοῦν τήν
ἱστορία, ἐποχές μιᾶς ἀποπνικτικῆς ἑτερονομίας, στίς ὁποῖες ὁ κλῆρος ( ὁ ἱδρυματικός
χριστιανισμός) ἤλεγχε σέ ἀγαστή συνεργασία μέ τό κράτος καί τόν χωροφύλακα τήν σκέψη καί τά φρονήματα, τήν ἐμφάνιση καί τήν
συμπεριφορά τῶν πολιτῶν, λειτουργώντας περίπου ὡς «κράτος ἐν κράτει» καί συμπλήρωμα
τῶν αὐταρχικῶν καθεστώτων, παραβιάζοντας ἔτσι τρία σημαντικά κεκτημένα τοῦ
σύγχρονου κράτους δικαίου: τό δικαίωμα στήν προσωπική ζωή, τόν αὐτοπροσδιορισμό
καί τήν αὐτοπραγμάτωση, ὅπως καί τήν ἐλευθερία
τῆς συνείδησης σέ πείσμα ἀκόμη καί τῆς Κυριακῆς ρήσης, πού προτάσσει τό «ὅστις
θέλει»(Μάρκ.8,34).
Προκειμένου νά ἀποφευχθοῦν διάφοροι τοξικοί
κοινωνικοί κίνδυνοι, οἱ φιλελεύθερες δυτικές κοινωνίες, διαμόρφωσαν προϊόντος
τοῦ χρόνου τό δικαιϊκό τους σύστημα, τίς ἀρχές τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης πού
διέπουν τό δημοκρατικό πολίτευμα στήν βάση τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας τοῦ Κάντ, καί ὄχι
μέ γνώμονα τό Κανονικό Δίκαιο. Ἡ καντιανή ἠθική λειτουργεῖ μέ μιά
συμπεριληπτική στόχευση: προάγει τήν αὐτοπραγμάτωση τῶν πολιτῶν σέ ἕνα καθεστώς
κοινωνικοπολιτικῶν ἐλευθεριῶν καί ἐπιλογῶν, συμπεριλαμβανομένης φυσικά καί τῆς ἐνεχομένης
ἀξιοπρέπειας στήν ἀπρόσκοπτη ἄσκηση τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης. Ἡ καντιανή
δεοντοκρατία ὁρίζει ὅτι ἡ κοινωνία ἀποτελεῖ
ἀκριβοδίκαιο σύστημα συνεργασίας αὐτόνομων προσώπων, καί ὅτι οἱ ἀρχές
δικαιοσύνης πρέπει νά ἐπιτρέπουν στούς πολίτες νά ἀσκοῦν ἐλεύθερα τήν ἱκανότητά τους νά σχηματίζουν,
νά ἀναθεωροῦν καί νά ἐπιδιώκουν μιά ἀντίληψη τοῦ ἀγαθοῦ.
Κάθε καλοπροαίρετος καί ἐπαρκῶς καταρτισμένος χριστιανός θά μποροῦσε νά
συνυπογράψει ἀνετότατα τήν πιό πάνω καντιανή προκείμενη, ὄχι μόνο ὡς θεμελιώδη ὁρίζουσα
τοῦ κράτους δικαίου, ἀλλά καί ὡς συνάδουσα μέ τόν κατηγορηματικό χωρισμό τοῦ
Καίσαρα ἀπό τό Θεό, ὅπως τόν ἐντέλλεται ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς.
Ὑπάρχει,
ὡστόσο, ἕνα λεπτό σημεῖο στό ὁποῖο διαγράφεται ἡ ὑπεροχή τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου ἔναντι
τῆς θύραθεν, τῆς κοσμικῆς δικαιοσύνης: πρόκειται γιά τό χριστιανικό πρόταγμα,
τουλάχιστον σέ ἐπίπεδο ἀρχῶν, μιᾶς ἀπεριόριστης ἐπιείκειας γιά τόν ἐγκληματία, ἀκόμη
καί τόν εἰδεχθέστερο. Σέ ἕναν κόσμο ὁ ὁποῖος, παρά τήν σημειωθεῖσα πρόοδο, ἀκόμη
πασχίζει νά ἐφαρμόσει τίς ἀρχές τῆς
δικαιοσύνης, ἐρχόμενος διαρκῶς ἀντιμέτωπος μέ τεράστιες δυσχέρειες στήν
προσπάθειά του αὐτή, ὁ Χριστιανισμός μᾶς ζητᾶ μία ἔξτρα ὑπέρβαση: τήν
προτεραιότητα τῆς ἀγάπης ἔναντι ἀκόμη
καί τῆς δικαιοσύνης · μιᾶς ἀγάπης ἡ ὁποία
μονάχα ἀπό μιά ὑπερβατική, ἐξωανθρώπινη
πηγή δύναται νά προκύψει, ἀπό ἕνα
Πρόσωπο τόσο ἀσύλληπτα (μέχρι σκανδάλου)
εὐρύχωρο στήν ἀγάπη Του, ὥστε νά μπορεῖ, ἀλλά καί νά ἐπιθυμεῖ νά χωρέσει
τούς πάντες, περιλαμβανομένων ὄσων ἡ δικαιϊκή
ἀκριβοδικία μας βδελύσσεται, ἀκόμη καί στήν περιστασιακή της
γενναιοδωρία. Ἐάν ποτέ οἱ
χριστιανοί ποιμένες στοχαστοῦν ἐπαρκῶς αὐτήν
ἀκριβῶς τήν ἰδιότητα του Θεοῦ πού διατείνονται ὅτι διακονοῦν, ἕναν Θεό, ὁ ὁποῖος
δέν διαθέτει ἀπλά ἀγάπη, ἀλλά πού εἶναι ὁ ἵδιος ἀγάπη, ἡ ἀπροϋπόθετη ἀγάπη « ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν»(Α΄Ἰω.4,8),
ἡ «ἐπιστροφή τοῦ Θεοῦ» θά μποροῦσε ὑπό προϋποθέσεις, νά λειτουργήσει εὐεργετικά
γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, νά προσφέρει ἄν μή τί
ἄλλο καί μιά σπάνια εὐκαιρία γιά τόν ἱδρυματικό Χριστιανισμό καί τήν Ὀρθοδοξία εἰδικότερα: τήν δυνατότητα νά σταθοῦν στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί νά ἀφήσουν
πίσω τους τήν δικανική μικροψυχία, καταφάσκοντας τήν ἀνθρωπιά, τήν λογική καί
προπάντων τήν χαρά τῆς ζωῆς ὡς δῶρο Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε ὁ
Χριστός στόν γάμο τῆς Κανᾶ, ὅταν δέν
λυπήθηκε νά «σπαταλήσει» ἕνα ὁλόκληρο θαῦμα
ὄχι ἐκεῖ πού «θά ἔπιανε τόπο», ἀλλά μόνο καί μόνο γιά νά προσφέρει ἕνα ἀρίστης
ποιότητας κρασί στούς καλεσμένους τῶν νεονύμφων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη πιεῖ ἀρκετό, γιά τήν παράταση τῆς ἀπόλαυσής τους,
δηλαδή ἐν μέσω ἑνός γαμήλιου γλεντιοῦ. Ἡ
φιλάνθρωπη αὐτή στάση ἔχει ὡς προαπαιτούμενο τήν ἀπαρέγκλιτη συμπόρευση
σύσσωμης τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Χριστό καί
ὄχι μέ τούς Φαρισαίους, τούς αὐτοδικαιομένους μισανθρώπους πού ἐπιμένουν ἀδιάπτωτα
μέχρι σήμερα νά θέτουν τό Σάββατο πάνω ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τίς ἀνάγκες του.
Και εκεί που "κολλάνε τα χείλη από δίψα, να ένα ποτήρι νερό"
ΑπάντησηΔιαγραφή