Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Σπουδή στόν ἒρωτα. Λόγος ὂγδοος. Σέ ἐποχή πού τό φλέρτ ἐγκαλεῖται ὡς σεξουαλική παρενόχληση.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου 

    «…εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή…» (Ἰω. 19,25)

 Γέστας, ὁ ἀμετανόητος Ληστής:

   Ἰησοῦ, μιά χώρα δέν μπορεῖ νά βρεθεῖ ψηλότερα  ἀπό τό ἐπίπεδο στό ὁποῖο βρίσκονται οἱ γυναῖκες της. Ὁμολογῶ πώς  τήν στάση τῆς μητέρας σου, τῶν φίλων σου, καί ὅλης τῆς παρέας σου,  τήν  διαπερνᾶ ἕνα ρεῦμα στοργῆς, βαθιᾶς ἀνθρωπιᾶς, ὄχι μόνο ἔναντι τοῦ δικοῦ σου πόνου, ἀλλά καί γιά τόν δικό μας, καί φυσικά εἶναι στόν ἀντίποδα τοῦ  μεγαλομανοῦς σαδομαζοχισμοῦ τοῦ ὄχλου.

   Μαζί μέ τήν μάνα σου καί  τήν παρέα της βλέπω καί  τήν δική μου μάνα! Δέν ἀμφέβαλλα ὅτι καί στά ὕστατά μου θά ἦταν ἐδῶ, ὅπως ἐξ ἄλλου παρακολουθοῦσε  μέ πόνο τήν κάθε δύστροπη κίνησή μου. Ἔχει  μιά διάχυτη λεπτότητα στήν λύπη της, πού  μαρτυρᾶ τήν ἀγάπη της γιά τόν μονογενή της, ἴδια με την δική σου, ἴδια μέ ὅλες τίς μάνες. Τήν ἀναγνώρισα ἀπό τήν ἄσπρη περίτεχνα δεμένη μαντήλα της, ἀλλά καί ἀπό τήν σταθερή συνοδεία της, τήν Κασσία. 

  Κανένας δέν καμάρωνε νά ἔχει παρέα αὐτήν ψυχή. Ἡ μανούλα μου χρόνια τήν νοιάζεται, μέ ἐμένα νά χαίρομαι. Σέ ἀναγνώριση, συνήθιζε ἡ  Κασσιανή,  ὅταν μέ συναντοῦσε νά μέ χαιρετᾶ χαϊδεύοντάς μου τήν μέση μέ τά δυό της χέρια καί ἐγώ νά τήν θωπεύω στό κεφάλι.  

  Πάντα τῆς ἄρεσε  νά ντύνεται κομψά, καί νά ψιμυθιώνεται ἀκραῖα, συνοδείᾳ  ἑνός  ἐλκυστικοῦ ἀρώματος. Τό νιώθει ὅτι δέν μπορεῖ νά κρύψει τήν ἐπερχόμενη φθορά, ἀλλά προσπαθεῖ νά κρατήσει ὄρθια τά συντρίμμια τοῦ κορμιοῦ της, καί μέσα ἀπό  αὐτά τήν ψυχή της. Ἀκόμη καί σ’ αὐτήν τήν προχωρημένη ἠλικία δέν θέλει νά γίνει θύμα, νά αἰχμαλωτιστεῖ ἀπό τήν  φθορά, τόν θάνατο. Στό μακιγιάζ τοῦ προσώπου της εἶναι εὐδιάκριτη  ἡ προσπάθειά της νά ξεχωρίζουν τά πάλαι ποτέ ὄμορφα χαρακτηριστικά της, δίνοντας τήν αἴσθηση τῆς ἄλκιμης  κορασίδας.  Τά μάτια της τά τονίζει στῆς ψευδαίσθησης τά χρώματα, μέ σκιές ἔντονες, καί τά χείλη της  μέ διακριτικά  κοψίματα γύρω ἀπό ἕνα μπορντώ, χοντροκόκκινο κραγιόν, κάτι πού θά ταίριαζε περισσότερο σέ ὥριμη παιδούλα.

  Τό τελικό καλλωπιστικό βῆμα τό ὁποῖο ἀνέκαθεν ὁλοκλήρωνε  τήν ρουτίνα ὀμορφιᾶς τῆς  Κασσιανῆς εἶναι τό ἄρωμα. Πιστεύει ὅτι τῆς   χαρίζει μιά ἰδιαίτερη ταυτότητα πού τήν κάνει νά ξεχωρίζει. Ἀπό τότε μάλιστα πού τά βλέμματα τῶν ἀρσενικῶν ἔπαψαν νά ἐστιάζουν πάνω της, καταφεύγει σέ δυνατά ἀρώματα· θέλει νά συνεχίζει νά κάνει  αἰσθητή τήν παρουσία της, νά εἶναι ἐλκυστική. Τό ταπεινό σπίτι της εἶναι γεμᾶτο μέ φθηνά κοσμήματα, χάλκινα σπειροειδῆ ἐλάσματα, περόνες, τοξωτές πόρπες, περιδέραια, ἀσημένια δαχτυλίδια, ἀρωματικά ἔλαια, σμύραινα, καί καλλωπιστικές ἀλοιφές σἐ κορινθιακούς ἀρυβάλλους, ἀττικά ληκύθια, καί ντόπια ἑξάλειπτρα.

  Ἀγαπῶ  αὐτόν τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς φθορᾶς, Ἀνεξάρτητα ἀπό τό ὅποιο ὀδυνηρό τίμημα, κρύβει στά σπλάχνα του δημιουργικές δυνάμεις, ἐκφράζει ψυχικές  ἀντοχές. Ἀγαπῶ αὐτά τά συντρίμμια πού μάχονται μέ πεῖσμα ἐναντίον τῆς φυσικῆς διάβρωσης, γιατί νιώθω  πῶς γίνομαι ἕνα μ’ αὐτά· μοιάζουν μέ τήν πάλη τῆς  ἐρειπωμένης μου πίστης, πού βλέπει τήν αἰωνιότητα μές σέ συντρίμμια.

  Ἀγαπῶ τό γερασμένα γυναικεῖα πρόσωπα πού μάχονται νά κρατήσουν ἀκμαία τήν νιότη· ἀγαπῶ τήν μαδημένη μου πίστη πού γυρεύει νά στεριώσει, πού παλεύει νά σταθεῖ στά πόδια της. Ἀγαπῶ τά συντρίμμια τοῦ κορμιοῦ τῆς κάθε Κασσίας, ἀγαπῶ τά συντρίμμια τῆς πίστης μου…  

  Ἰησοῦ, εἶναι αὐτό πού σοῦ ἔλεγα. Οἱ ἄνδρες σχεδίασαν καί ἀπόσωσαν τά πάθη, μέχρι τήν τελευταία λεπτομέρεια, ἀλλά  μόνο στίς γυναῖκες  δόθηκε ἡ δωρεά νά γίνουν μάρτυρες  τῆς  Σταύρωσης ἐτοῦτο  τό πρωϊνό.   Αὐτές γεννοῦν καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι σέ θέση νά δείξουν τήν νίκη τῆς ζωῆς πάνω στόν θάνατο· αὐτές γνωρίζουν ἀπό πίστη καί ἀγάπη, ὥστε νά δοῦν μιά πραγματικότητα ἡ ὁποία ζητεῖ ὀφθαλμούς καρδιάς.  Ἀγάπη, αὐτή εἶναι ἡ εὐλογημένη μοίρα τῆς γυναίκας. Καταλαβαίνει κανείς για ποιό λόγο ἡ ἀγάπη είναι γυναικεία ὑπόθεση.

  Πάνω στόν Γολγοθᾶ, τόν συνώνυμο πλέον τῆς βασάνου,  ὅπου ἡ  συμπόνια καί ἡ   ἀγάπη δέν ἔχει θέση,  οὔτε ἡ ζωή περιθώρια καί διεξόδους, ὅπου πλέον μαζί μέ τήν βαρύτητα δεσπόζουν ὅλες οἱ ἀδρανεῖς δυνάμεις τῆς ὕπαρξης, ἔχει ἐγκατασταθεῖ σάν φῶς ζωῆς ἕνας λευκοφορεμένος, αστραπόμορφος ἄγγελος· ἡ μάνα μου.

  Σ’ αὐτή τήν συνθήκη ἄσπρου καί μαύρου,  τῶν κύκλων νύχτας καί ἡμέρας, θανάτου καί ζωῆς,  ἡ μάνα μου,  ὅλες  οἱ μάνες,    ἐντάσσονται τέλεια, ἀπό τήν ἴδια, τήν γυναικεία, φύση τους. Μποροῦν νά δοῦν μέ ἄλλα μάτια τά πράγματα· νά ἀντέξουν τόν θάνατο ὅπως ἀντέχουν τήν ζωή, κινοῦνται ἄνετα στό σκοτάδι ὅπως στό φῶς. Γίνονται πλάσματα τοῦ ἀλλοιῶς· πυκνότητα ὑλική μεταμορφωμένη σέ καθαρή πνευματικότητα. Ἀνυπότακτες στήν φθορά καί τόν θάνατο, γεμᾶτες δέος καί τρόμο γιά τήν ζωή, ἀνοιχτές σέ ὅλα  τά ὄνειρα, προβάλλει ἐντός τους φωτεινά ἡ ἀλήθεια τοῦ εἶναι καί τό αἴσθημα αὐτό –ὡς  καλή εἴδηση –ἀπλώνεται λυτρωτικά σάν ἄπειρο.

    ἀφθαρσία τῆς πνευματικῆς μας οὐσίας, δέν συμφωνεῖτε, ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο, πού ὡς τέτοιο καθαρά ἐσωτερικό γεγονός ἀποτυπώνεται μοναδικά στὀ πνευματικό σῶμα τῶν γυναικείων συμβόλων;

  Ἰησοῦ, κάποιοι ἄνθρωποι σ’ ἀγγίζουν, ἀπό μακριά, χωρίς νά σέ πλησιάσουν. Ἀνάμεσα στήν παρέα σου διακρίνω τήν  Μαγδαληνή· εἶναι ἡ γυναῖκα μέ  τήν πιό ἔντονη προσωπικότητα  πού ἔχω γνωρίσει! Ἀπό τήν Ἀφροδίτη τῆς Κνίδου ἔχει πάρει τό κεφάλι, τό μέτωπο, τίς ὡραῖες γραμμές τῶν φρυδιῶν καί τήν ὑγρότητα τῶν ὀφθαλμῶν. Τά μῆλα καί ὅλα τά ἄλλα ἐξέχοντα μέρη τοῦ προσώπου, προσέτι δέ καί τά ἄκρα τῶν χειρῶν καί τῶν καρπῶν, τήν εὐρυθμία καί τούς στρογγυλούς δακτύλους, τούς λεπτυνόμενους κατά τά ἄκρα, τά ἔλαβε  ἀπό τήν Ἀφροδίτη τῆς  Μήλου. Τό ὅλο περίγραμμα τοῦ προσώπου, τήν ἀβρότητα τῶν παρειῶν,  τήν συμμετρία τῆς  μύτης, καί τοῦ στόματος τήν ἀρμονική σχισμή, καθώς  καί τόν αὐχένα τά ἔδωσε ἡ Ἀφροδίτη τῆς Ρόδου, ἡ δε ψυχή της τήν στόλισε μέ αἰδημοσύνη, τῆς ἀνέπτυξε τό σεμνό πού μόλις ἀχνοφαίνεται,  ὑπερήφανο, ἀξιοπρεπές μειδίαμα, «μαδίασμα τό σεμνόν καί λεληθός» καί ἡ φύση τήν προίκισε μέ τό  εὐσταλές, ἀεράτο, δυναμικό, ἐπιβλητικό βάδισμα. (Μέ τά λόγια αὐτά ὁ Λουκιανός παινεύει τό χάλκινο ἄγαλμα τῆς Ἀφροδἰτης τοῦ γλύπτη Κάλαμη).   

    Μαγδαληνή, ὅταν εἶσαι τόσο ὡραία δέν ζηλεύεις τήν ὀμορφιά. Ἀναπνέεις μαζί της. Αὐτή ἡ ἔκπαγλη ὡραιότητά σου, λούζει κάθε τί, ἀκόμη καί ἐκεῖνα τά εὔθραυστα πού ἀφανίζονται μαζί μέ τόν ἄνθρωπο: ἡ κομψότητα, ἡ ζεστή φωνή, ἡ ἔνδυση… Γνωρίζω ὅτι ἡ ἀκοή σου ἔχει κορεστεῖ ἀπό ἐπαίνους, κολακεῖες καί τά αὐτιά σου δέν ἀνταποκρίνονται θετικά στίς λεκτικές θωπεῖες, ἀλλά ὁ λόγος μου εἶναι ὕμνος, εἶναι αἶνος, σπουδή στό κάλλος, ψυχῆς καί σώματος. Μελαχρινή μου λαμπάδα, ἡ ἀγάπη κρατάει μακριά τόν φόβο τοῦ θανάτου. φωνή μου κάτισχνη, ἔλα πιό κοντά.

γαθοὶ οἱ μαστοί σου ὑπὲρ οἶνον, τσαμπιά μέ σταφύλια,

θυμάρι καλοκαιρινό  τοῦ Τσικνιά ἡ ἀνάπνια σου, ρυθμίζει τόν σφυγμό μου,

τό ἄσπρο σου πουκάμισο, ὡραῖα σοῦ πηγαίνει,

ἔτσι ἀνοιχτό στό στιβαρό λαιμό σου, μιλᾶ ἀλλιῶς, 

ἀστέρι τῶν ματιῶν καί ἤλιε ἐσύ, τῆς πλάσης ἐσύ ἄγγελε,

κρύψου, γίνε ἀόρατη γιά ὅλους· ὁρατή μόνο σέ  μένα,

τό φεγγάρι σήμερα νά σκιρτᾶ γονατιστό μπροστά σου,

κι’ αὔριο ὁ ἥλιος ὁ ἡλιάτορας

νά  ἀναπαύεται  στό κορμί σου έπάνω,

μέ σένα νά κυβερνᾶς τά κύματα,

καί  μένα, κόρες χίλιες, σπορά  στόν ἱδρωμένο σου ἀγρό.  

Αὐτά τά ἐλάχιστα  γιά σένα, πόσο πολλά γιά μένα!

  Λυδία λίθος ἡ μνήμη καί ἡ κρησάρα τῶν χρόνων γιά περασμένα πού δέν καταχωρίζονται στά ξεχασμένα, οὔτε χωνεύονται σέ ἀποθέτες λησμοσύνης. Ἀνακλήσεις ἀπό τά διά βίου σκαμπανεβάσματα, κατηφόρες κι ἀνηφόρες, ἀπό τά χαρμόσυνα καί ἀνέμελα ὡς τά βαριά κι ἀγιάτρευτα…

  Ἡ λίμνη τῆς Γαλιλαίας, ἡ μεγάλη σάν θάλασσα. Σ’ αὐτήν ἀκουμποῦσα κάθε φορά ἀπό τά κουραστικά διαρκείας ταξίδια μου. Πάντα σ’ αὐτήν καί γι’ αὐτήν ἐπέστρεφα, νά τήν δῶ ἀκόμη μιά φορά.  Νά μέ φυσήξει ὁ δυνατός ἀέρας της, νά φουσκώσει τά ροῦχα μου σάν πανιά,  νά νιώσω στό κουρασμένο μου πρόσωπο τήν παγωμένη της δροσιά, νά μυρίσω τά  κύματά της. Καθόμουν ξημερώματα στίς ὄχθες της, τό δροσερό νερό της χάιδευε τίς πατοῦσες μου, μέ τά μικρά ψαράκια νά τσιμποῦν τά δάκτυλά μου. Μερικές φορές χαμογελοῦσα, μέ κάποιο ἀκαθόριστα ὄμορφο, μέ κάτι πού μοῦ κόμιζε ἡ ἀδιόρατη μνήμη μιᾶς εὐδαιμονίας.  Συνήθως ὅμως τό βλέμμα μου εἶχε τήν σκοτεινή ἀντάρα τοῦ ναυαγίου.

  Κοίταζα τήν  Τιβεριάδα καί χανόμουν στά νερά της, τήν κοίταζα σάν νά περίμενα κάτι, σάν νά περίμενα νά γίνει κάτι, ἕνα θαῦμα ἄς ποῦμε, νά ἀναδυθοῦν ἀπό τά νερά της, πλάσματα μαγικά, μέ φτερά ἀπό κρύσταλλο, νά τραγουδοῦν ὕμνους ἀγάπης σέ γλῶσσες ἄγνωστες, λόγια ἐρωτικά ἀλλούτερα, ξένα κι ὀδυνηρά γιά τό συνηθισμένο σέ ἄλλους ἤχους αὐτί μου. Μπορεῖ ἡ ἀμφιβολία νά δαγκώνει σάν φίδι τήν ψυχή μου, ὄμως τά ἐρωτήματά μου δέν ἔχουν δειλία, ἡ φωνή  μου δέν τρέμει  καταπίνοντας τίς λέξεις πρίν κιόλας τίς  ἀρθρώσω. Διεκδικῶ ἀπαντήσεις, ἀκόμη κι ἄν εἶναι νά ἔρθουν στά ὕστατά μου. Κάποια κομιζόμενα ἐρωτήματα καί ἀπορίες, δύσκολα παρακάμπτονται ἤ ἀπωθοῦνται. Πάνω στό ἀκραῖο  βασανιστήριο τοῦ σταυροῦ, ἐλάχιστα λεπτά πρίν τόν θάνατό μου, ἀρχίζω νά  ξανασυλλαβίζω τό «νόημα» τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Συμφωνεῖς  πώς ἄν οἱ ψυχές μας συναντιόντουσαν στήν σωστή στιγμή, τόν σωστό χρόνο,  θά εἴμαστε τώρα σ’ ἕνα ἀλλοῦ καί σέ ἕνα ἀλλοιῶς;

 

ΥΓ Ἂς μήν ξεχνᾶμε ὃτι τό ἀληθινό μυθιστόρημα δέν εἶναι μυθοπλασία, ἡ αὐθεντική μαρτυρία φαντάζει μυθιστόρημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου