Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου.
Στὴν Δημοκρατία, ὅπως οἱ κάποτε Ἕλληνες τὴν γέννησαν καὶ τὴν ἄσκησαν, δὲν ὑπάρχει δήμιος, ὅπως δὲν ὑπάρχουν καὶ σωματικὲς ποινές, ραβδισμοί, μαστιγώσεις, φραγγελώσεις, ἀκρωτηριασμοί, δημόσια ἀπογύμνωση. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀτιμαστεῖ ἡ «ἱερότητα» τοῦ σώματος τοῦ πολίτη. Ὁ καταδικασμένος σὲ θάνατο, ἀκοινωνησία, πολίτης ἢ θὰ πάρει μόνος του νὰ πιεῖ τὸ κώνειον, «πειθόμενος τοῖς νόμοις», ἢ θὰ αὐτοεξοριστεῖ.
Ἡ
κεντρική σκηνή στό ἒργο τοῦ Αἰσχύλου Χοηφόρες, ἡ κρισιμότερη καί σκληρότερη, εἶναι ὁ φόνος
τῆς μητέρας ἀπό τόν γιό, τῆς Κλυταιμνήστρας ἀπό τόν Ὀρέστη.
Τίποτα δέν ὑποχρέωνε τόν Τραγωδό νά βγάλει τόν φόνο στήν σκηνή. Καί μάνα καί
γιός ἦταν μέσα στό παλάτι. Βγαίνουν καί οἱ δύο γιά νά συγκρουστοῦν, σέ μιά σκηνή βίας πού
δέν ἒχει προηγούμενο.
Τήν ἀρχική βίαιη σύγκρουση μεταξύ
τους καί ἡ ὀργή που προκαλεῖ καί μόνο τό ὂνομα τοῦ Αἲγισθου, ἀκολουθεῖ τό ἀνέμισμα τοῦ σπαθιοῦ άπό τόν γιό, ἡ προβολή τοῦ γυμνοῦ στήθους ἀπό τήν ἲδια τήν μάνα,
καί τό
δίλημμα πού βασανίζει τόν Ὀρέστη, σέ ἓναν καί μόνο στίχο: «Πυλάδη, τί νά
κάνω; Νά τήν σφάξω»; Τελικά ἒρχεται ἡ ἂκαμπτη ἀπόφαση, οἱ μορφές καί οἱ ἀπειλές
ἐναλλάσσονται στίχο μέ στίχο, χωρίς τίποτα νά κλονίζει τον γιό. Κι ἡ ἐναλλαγή
αὐτή τούς ὁδηγεῖ σχεδόν ὡς τό τελικό
κτύπημα. «Ὃποιον δέν ἒπρεπε ἒσφαξες καί ὃμοια θά πάθεις».
Λέω σχεδόν ὡς τό τελευταῖο
κτύπημα: ὂχι ὡς τό τέλος. Γιατί ἓνας κανόνας αἰσθητικός καί συγχρόνως ἠθικός,
ἀπαγόρευε νά γίνεται ὀ φόνος μπροστά στά μάτια τῶν θεατῶν. Ἡ σκηνή ἐκτυλίσσεται
ὃσο τό δυνατόν μακρύτερα καί δέν άκούγεται οὒτε μιά φωνή πού νά βεβαιώνει τόν θάνατο τῆς Κλυταιμνήστρας.
Μόνο ὁ χορός σχολιάζει τόν φόνο πού ἒχει
συντελεσθεῖ.
Στή
Ἠλέκτρα τοῦ Σοφοκλῆ δέν βλέπουμε καθόλου τόν Ὀρέστη μαζί μέ τήν
μάνα του. Ἀκοῦμε τήν στιχομυθία τους, τίς φωνές καί τίς έκκλήσεις τῆς
Κλυταιμνήστρας, ἀπό τό παλάτι. Ἒξω βρίσκεται ἡ Ἠλέκτρα πού σχολιάζει,
συμμετέχοντας ἀπό μακρυά.
Κλυταιμνήστρα: ἂχ, ἂχ σπίτι ἒρημο
ἀπό φίλους καί γεμᾶτο φονιάδες.
Ἠλέκτρα: Φωνάζει κάποιος ἀπό
μέσα;
Χορός: Ἂκουσα, νά μήν ἂκουγα, κι
ἒφριξα ἡ δόλια.
Κλυταιμνήστρα: Ἂχ τί μέ βρῆκε! Πού εἶσαι Αἲγισθε;
Ἠλέκτρα: Ἂκου πάλι φωνές.
Κλυταιμνήστρα: Παιδί μου, παιδί μου, λυπήσου τήν μάνα σου!
Ἠλέκτρα: Ἐσύ δέν λυπήθηκες, οὒτε
τόν πατέρα πού τόν γέννησε.
Χορός: Πόλη καί μαύρη γενιά. Μέρα
κι αὐτή, μοίρα κι αὐτή πού λιώνει, πού σέ λιώνει.
Κλυταιμνήστρα: Ὢχ μέ κτύπησε!
Ἠλέκτρα: Χτύπα, ξανά.
Κλυταιμνήστρα: Ὢχ, ὢχ, ξανά.
Ἠλέκτρα: Ἂμποτε καί τόν Αἲγισθο.
Στήν
Ἠλέκτρα τοῦ Εὐριπίδη διατηροῦνται ἀπό τήν
σκηνή τοῦ φόνου μόνο οἱ ἐκκλήσεις τῆς
Κλυταιμνήστρας, μέσα ἀπό τό παλάτι καί οἱ σχολιασμοί τοῦ χοροῦ.
Κλυταιμνήστρα: Γιά ὂνομα τῶν
Θεῶν, τήν μάνα σας, παιδιά μου μήν
θανατώσετε.
Κορυφαία: Ἀκούς κραυγή από μέσα;
Κλυταιμνήστρα: Ὢωχ, ὢωχ.
Κορυφαία: Κλαίω καί ὀδύρομαι πού σέ σφάζουν τά ἲδια τά παιδιά σου.
Ἒχει
πολύ συζητηθεῖ ὁ αίσθητικός κανόνας τῆς ἑλληνικῆς τραγωδίας πού δέν ἐπιτρέπει στόν ποιητή νά δείξει ἂμεσα
στούς θεατές τήν βία ὡς θέαμα καί τόν θάνατο, γιά λόγους ἠθικῆς καί διακριτικῆς καλαισθησίας. Οἱ Τραγωδοί ἀποφεύγουν τίς
μεγάλες σκηνές βίας, γιά νά δώσουν ἒμφαση σέ σκηνές ὀδύνης Παραλείπουν τήν
σύγκρουση, τό δράμα, γιά νά τονίσουν τίς συνέπειες τοῦ πάθους.
Ἡ πιό γνωστή στιγμή πάθους συνδέεται μέ τό ἂλλο ἒγκλημα, πού εἶναι χειρότερο ἀπό τήν μητροκτονία: ὁ μονόλογος τῆς Μήδειας πρίν ἀπό τόν φόνο τῶν παιδιῶν της. Με τίς ἀπότομες μεταστροφές του, τίς ἀμφιβολίες, τούς φόβους, ὀ μονόλογος ἐπαναλαμβάνει, σέ εὐρύτερη ἐνορχήστρωση τό «τί νά κάνω;» τοῦ Ὀρέστη. (Μήδεια, στ.1042). Καί παρ’ ὃτι ὁ φόνος θά γίνει στό ἐσωτερικό τοῦ σπιτιοῦ, μετά ἀπό διακόσιους στίχους, ἡ παρουσία τῶν θυμάτων, ἡ ἀδυναμία, ἡ ἀθωότητά τους, προσδίδουν στήν ἀβεβαιότητα τῆς Μήδειας ἓναν χαρακτῆρα ἀκρότατου πάθους, πού γίνεται ἂμεσα αἰσθητό σάν νά τό βλέπουμε στήν σκηνή. Ἐπειδή ὁ Εὐριπίδης ἀποδέχεται αὐτές τίς συγκλονιστικές στιγμές πού πηγάζουν ἀπό τήν ὀδύνη πρίν ἀπό τήν πράξη, προτιμᾶ νά ἀναπτύσσει τήν ἒκφραση τῆς ἀδύνης καί γι αὐτό τήν ἀπομονώνει ἀπό τήν πράξη, τῆς παρέχει κάποιο χρόνο ἀνάπαυλας, ὣστε νά ἐκδηλωθεῖ ἐλεύθερα.
Ὁ πολιτιστικός
διάδοχος τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ Ρώμη, ἒφερε τά πάνω κάτω. Θέσπισε τίς
μονομαχίες, τίς γιορτές αἴματος πού τίς ἀπολάμβανε ὃλη ἡ πόλη, τόν
δημόσιο προγραμματισμένο στραγγαλισμό ἀόπλων πού θανατώνονται μπροστά σ’ ἕναν
μαινόμενο, ἀφηνιασμένο, ἀφιονισμένο ὄχλο,
πέρασε ὡς φυσιολογικό γεγονός τό λαμπάδιασμα τῶν σωμάτων δίκην φανοστατῶν, τήν καταδίκη,
ad destias, στά θηρία, τήν σφαγή τοῦ
πρωινοῦ, τίς μαζικές ἐκτελέσεις πού μεταβάλλουν
τίς κατά τόπους ἀρένες σέ ἀνθρώπινο
σφαγεῖο, πάντα μέ μεσάζοντες τοῦ θανάτου
τόν ὄχλο.
Μπαίνοντας στούς στίβους τῶν ρωμαϊκῶν
ἱπποδρόμων ἔχει κανείς τήν ἐντύπωση ὅτι κατεβαίνει στήν Κόλαση. Ὅλα εἶναι σκεπασμένα με αἷμα. Σέ κάθε νέο κτύπημα καί πληγή στό Κολοσσαῖο γιά
τήν δόξα τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας, τό
πλῆθος ξεσποῦσε σέ κραυγές ἱκανοποίησης γεμᾶτες μίσος. Δέν ἱκανοποιεῖτο ὁ σαδισμός τοῦ ὂχλου παρά μόνο ὅταν ἒβλεπαν νά
καταρρέει ὁ μονομάχος μετά ἀπό
ἕναν ἀναπόφευκτο, ἀργό, βασανιστικό θάνατο, πού καθιστοῦσε τήν γενναιότητα
ἀνώφελη. Ἠδονίζοντο νά παρακολουθοῦν ἕνα
θέαμα πού ἀνέβλυζε αἷμα, πόνο, ἀγωνία, μέ προσκήνια καί παρασκήνια, μέ ὀρατή
δράση καί ἀόρατες διεργασίες, πού μετέτρεπαν
τό ἀπάνθρωπο γεγονός, τό τραγικό θέαμα
σέ ψυχαγωγία,
Τά
ἀνάγλυφα μέ τά ὀποῖα οἱ Ἀσσύριοι βασιλεῖς στόλιζαν
τά παλάτια τους, ἀπεικόνιζαν λεπτομερῶς τό γδάρσιμο τῶν ἐχθρῶν τους ζωντανῶν καί πυραμίδες ἀπό κομμένα κεφάλια. Πιό πρόσφατα, στρατιῶτες
τοῦ Ἀζερμπαϊτζάν καί τῆς Τουρκίας ἀνάρτησαν φρικαλεότητες πού διέπραξαν εἰς
βάρος τοῦ ἐχθροῦ, Ἀρμενίων πολιτῶν καί στρατιωτῶν. Οἱ Ρῶσοι στήν Οὐκρανία κάνουν
τό ἲδιο, περισσότερο γιά δική τους
τέρψη, σύμφωνα μέ τούς ἰσχυρισμούς τους.
Εἶσαι στό πλοῖο, καί πρίν καθήσεις καλά καλά, πιάνεις τό
κινητό ἀντί νά πιάσεις κουβέντα μέ τόν
διπλανό σου, τό ἲδιο καί αυτός, ἀνοίγει
τό κινητό του ἀντί νά ἀνοίξει συζήτηση
μαζί σου. Τό ἲδιο σκηνικό: Τά νεκρά γυναικόπαιδα στήν Λωρίδα τῆς Γάζας, τόν
δημόσιο βιασμό ἁγιασμένων κοριτσιῶν καί
μπροστά στήν κάμερα ἀποκεφαλισμός τῶν «ἀπίστων», ἀπό φονταμενταλιστές μουσουλμάνους. Ἡ γιαγιά εἶναι
στήν παιδική χαρά. Μέ τό ἓνα χέρι κουνᾶ τό ἐγγονάκι της μέ τό ἂλλο βλέπει ἓνα
βίντεο μέ μιά οἰκογένεια πού ἐκλιπαρεῖ γιά οἶκτο.
Εἶσαι στό λεωφορεῖο ἀπό ἢ πρός σπίτι ἀνοίγεις
τό ΤikTok καί οἱ οἰμωγές ἀπό τήν εἰσβολή στήν
Ουκρανία, τό δυστύχημα στά Τέμπη, τίς καταστροφές, τίς πυρκαγιές, τίς πλημμύρες, ξεχύνονται
ἀπό τό καλώδιο τῶν ἀκουστικῶν σου. Εἶσαι σπίτι, ἀργά βράδυ, ὃταν ὃλοι κοιμοῦνται, καί τό πρόσωπό σου φωτίζεται ἀπό τή ὀθόνη τοῦ κινητοῦ
σου. Ὁ ἀλγόριθμος σοῦ βγάζει πρώτη εἲδηση τ’ ἀποκεφαλισμένα βρέφη στό Ἰσραήλ.
Παρατᾶς
στήν ἂκρη τό κινητό καί ἀνοίγεις τήν
τηλεόραση, τό ἲδιο σκηνικό. Οἱ εἰδήσεις ἀναχαράζουν
τήν βία. Ἐξ ἂλλου δέν ὑπάρχει ἐλληνική ἢ
ξένη τηλεοπτική σειρά χωρίς σκηνές βίας· ἡ βία ἐναλλάσσεται
μέ ὡραιοποιημένες εἰκόνες, οἱ εἰδήσεις γιά τόν πόλεμο μέ εἰδήσεις γιά τήν
σόουμπιζ ἢ τί γίνεται στόν ΣΥΡΙΖΑ μέ τόν νέο ἀρχηγό. Παρακολουθοῦμε ἀποσβολωμένοι,
συλλέγουμε ἀναλυτικές πληροφορίες ἀκατανόητης
βίας, πού προστίθενται στήν ἐπιβαρυμένη καθημερινότητά μας καί ὁλα μοιάζουν
νά καταλήγουν στήν ἲδια χοάνη.
Συμφωνεῖτε
νομίζω ὅτι ἀγαπᾶμε τίς τραγωδίες ἐφόσον δέν
συμβαίνουν σέ μᾶς τούς ἴδιους. Ὅμως δέν βλέπετε ὅτι δήμιοι, θύματα καί
θεατές φορᾶμε τίς ἴδιες ἀλυσίδες;
Ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει ἡ ἴδια, διά πλεονεξίαν
καί φιλοτιμίαν (Θουκυδίδης 3,28), τά ἴδια ἁμαρτήματα θά συνοδεύουν τούς ἀνθρώπους ξανά καί
ξανά. Τά λόγια τοῦ περιώνυμου ἱστορικοῦ δείχνουν ὅτι δέν περιμένει καμμιά ἀλλαγή. Ἡ μετέπειτα ἱστορική
διαδρομή τόν δικαιώνει ἀπολύτως. Μόνο κληρονομιά
τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου ὑπάρχει, μέ ἄλλα λόγια αὐτός εἶναι ὁ δρόμος τῆς
κτιστότητας, τόν ὁποῖο μέ ὅλα τά συμπαρομαρτοῦντα βαδίζει ἡ ἀνθρωπότητα.
Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι, εἴτε δέχομαι τόν Θεό εἴτε ὄχι, ἐνώπιόν μου χάσκει μιά τραγωδία: ὁ πόνος, ἡ βία, ἡ ἀσθένεια,
ὁ θάνατος. Γιά τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι μόνο τό βιολογικό τέρμα, ἀλλά κυρίως ἡ
δύναμη πού συνεχῶς τραυματίζει τήν ζωή, τήν χαρά, τήν ἀγάπη, τήν
δημιουργικότητα, τό κάθε νόημα. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ ζωή -ἰσχυρότερη καί μόνιμη
δύναμη, ὡς φυσική ἐνέργεια-μάχεται τήν φθορά τόν θάνατο ἀκατάπαυστα. Μοῦ ἒλεγαν
οἱ γονεῖς, τήν στιγμή πού σέ κάποια γωνιά κάποιος σκότωνε στόν ἐμφύλιο τήν
άδελφή του ἐπειδή ἀγάπησε ἀπό τήν «ἀλλη ὂχθη», στό ἂλλο στενό, εἶχαν συνάντηση ἀγάπης
δύο εὐλογημένες ψυχές.
Μύρια ὅσα βάσανα καί βασανιστήρια δοκιμάζουν αὐτή τήν στιγμή ἀθῶες
ὑπάρξεις, στήν Μέση Ἀνατολή, στό Ἰσραήλ, στήν Παλαιστίνη, στό Ἰράν, στήν
Τουρκία τά Κουρδάκια, στό Ἰράκ τά Γιαζιντάκια, γενικά ὃπου τό φρικαλέο
σύμπτωμα τῆς ἀνθρώπινης ἐγωπάθειας καί κυριαρχικότητας, μέ σκληρότητα σκοτώνει
μικρά ἀγοράκια καί μικρές κοροῦλες, καί σέ ἀρκετές περιπτώσεις τά βασανίζει
σεξουαλικά, κάτω ἀπό τά μάτια ἑνός Θεοῦ
πού σιωπᾶ. «Ὄχι, πάτερ μου. Ἔχω άλλη
γνώμη γιά τήν ἀγάπη. Καί θά ἀρνοῦμαι μέχρι θανάτου ν’ ἀγαπῶ τούτη τήν
δημιουργία ὅπου φρικωδῶς βασανίζονται παιδιά». (La peste, Camus).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου