Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Οἱ Γυναῖκες τῆς Γορτυνίας λίγο πρίν, λίγο μετά τό ’60

 

Στήν ἱερά μνήμη τῶν γιαγιάδων μου, Μαργαρίτας  καί Κωστούλας. 

   Γεννήθηκα στήν Τρίπολη, πολιτογραφήθηκα μέ καθυστέρηση τεσσάρων ἡμερῶν στό Δρακοβούνι Γορτυνίας ὃπου θά ἐπέστρεφε ἡ οἰκογένεια, ἀλλά οἱ γονεῖς    ἀποφάσισαν νά κατέβουν στά  πεδινά, στό Αἲγιο.

  Μετά τό έμφύλιο ρήμαξε ἡ Γορτυνία, ἓνας τόπος πού ἒσφυζε ἀπό ζωή καί  προκοπή. Ὁλόκληρα χωριά ἒσβησαν, οἱ  κάτοικοί της ἒφευγαν χωρίς κἂν νά  ρίξουν μιά τελευταία ματιά  πίσω  τους, ἀπό φόβο  μήν γίνουν «στήλη ἂλατος».   

  Οἱ φρικαλεότητες τοῦ ἐμφυλίου τούς ἀπελευθέρωσαν ἀπό  τον φόβο τοῦ θανάτου, γιά αὐτό ἦταν διαφορετικοί καί στό  πῶς «ἐπαναστατοῦν». Τό θά μείνουμε και θα παλέψουμε ἀπεδείχθη οὐτοπία. Ἡ ζωή δέν ζωντάνευε.

   Ἡ ἀπόφαση τῶν γονιῶν γιά κάθοδο στά πεδινά, φανέρωσε τήν ἐσωτερική δομή  τῆς ἐπαναστατικῆς σκέψης τῆς οἰκογενειακῆς  ἱστορίας. Ἒχει  φαίνεται πάντα μιά διαρκή δύναμη ἐπικαιρότητας ὁ τρόπος φανέρωσης τῆς Καθόδου, εἲτε πρόκειται γιά λαούς, εἲτε γιά οἰκογένειες, εἲτε γιά μεμονωμένα ἂτομα. Κάθοδος σέ ἂλλα μέρη, πού φάνταζε μᾶλλον ἒξοδος ἀπό τήν καταπίεση. Κάθοδος γιά  ἀναζήτηση μιᾶς καλύτερης ζωῆς, γιά ὃλους.Ἦταν ἡ οἰκογενειακή ἐπανάσταση, πού ἂνοιξε σημεῖα προκοπῆς, ὁρίζοντες σκέψης καί ἀναζήτησης.

  Πρόκειται γιά ἠθικό ταξίδι καί ὂχι μόνο γεωγραφικό. Γιά πορεία συθέμελης ἀλλαγῆς, καί  πού κυρίως ξόρκιζε τόν δαίμονα τῆς καταπίεσης, τῆς κακίας τοῦ ἐμφυλίου, τοῦ μίσους ἀντίστασης σ’ ὂλους τούς πειρασμούς τοῦ ἐμφυλίου καί τήν ἐκ τούτου πολυεπίπεδη ἀνέχεια, ὐλική καί πνευματική. Σέ συνθῆκες καταπίεσης τό ζητούμενο εἶναι ὁ θυμός καί  ἡ ἐλπίδα, ὂχι ἡ παραίτηση.

  Ἡ κάθοδος στό Αἲγιο ἀπετέλεσε μιά  πνευματοποίηση τῆς πρόσκλησης γιά ἠθική  οἰκογενειακή ἐπανάσταση χωρίς  τήν ὁποία ἡ οἰκογένεια δέν θά ἀξιωνόταν τῆς ὃποιας προκοπῆς, ὑλικῆς καί πνευματικῆς.

  Τήν οἰκογένεια φαίνεται ὃτι δέν τήν χωροῦσε τό Αἲγιο. Τό ἐπόμενο βῆμα ἦταν ἡ Νάουσα, κατόπιν τό Ναύπλιο, κατάρρευση οἰκονομική, ὂχι ψυχολογική,  καί συνέχιση τῶν κατιόντων στἠν Ἀθήνα, στό Αἲγιο στήν Τῆνο, μέ  τόν μεγάλο, τόν ἰθύνοντα ἐπιχειρησιακό νοῦ,  νά ἀξιώνεται τό νόστιμον ἦμαρ, στόν Γόρτυνα τόπο πού γεννήθηκε.   

  Τά χωριά τῶν γονιῶν τό ἐπισκεπτόμουν ἀπό μικρός, ὁπότε  διαθέτω ἓνα    βιωματικό κομμάτι τοῦ μοντέλου γυναῖκας τῆς περιοχῆς τῆς Γορτυνίας -αὐτό τό μετά τόν ἐμφύλιο- ἀπό τήν γιαγιά, τίς θεῖες, τίς συγχωριανές,  τίς γυναῖκες στά χωράφια, τήν οἰκογένεια, τίς  γυναῖκες πού ἢξεραν τά μυστικά  τῆς πίτας, τῶν  χόρτων, τοῦ ψωμιοῦ, τοῦ παστοῦ χοιρινοῦ, τοῦ  τραχανά, τῆς χυλοπίτας, ἀλλά καί τήν «τεχνογνωσία» τῆς ἀντοχῆς, σέ μιά  κοινωνία καθαρά  πατριαρχική. 

  Αὐτἐς οἱ θηλυκές ψυχές, ἡ κορωνίς τῆς φύσεως, ἔφτασαν στήν Κερπινή στό Δρακοβούνι, στήν Γόρτυνα γῆ, ὡς προφήτιδες, ἀπεσταλμένες τοῦ Θεοῦ, ὡς ἂλλες Δεβόρες, μέ σκοπό νά μάθουν, νά νιώσουν, νά σκεφτοῦν, νά διδάξουν γιατί γεννηθήκαμε. Τίς ἀκοῦς ἀλλά δέν τίς καταλαβαίνεις. Ἡ  γλῶσσα τους παράφορη. Μόνο  στήν ἀκίνητη φλόγα τῶν ματιῶν τους πιστεύεις. «Στούς κατιόντες  δέν  ἄφησαν ἄλλον κλῆρο, ἀπό τήν σιγουριά τοῦ χώματος μόνο.  Καί τοῦ νεροῦ. Καί τά δυό τά εἶχαν πλούσια». Ἡ γιαγιά πρόσθετε ὅμως: «πλιό πλούσιο νερό ἀπό τά δάκρυα κανένα». Ὂχι κατηφεῖς· εὐδιάθετες καί χαμογελαστές  πάντα. 

  Ἐν  ἀρχῇ  ἦν ὁ Λόγος: Σέ κάθε σπίτι ἔκαιγε ἡ ἀκοίμητη λαμπάδα τῶν ματιῶν τῆς μάνας, τῆς γιαγιάς,  μέ τά παιδιά νά τά παραδίδουν στήν ἂσκηση τήν ὁμιλητικῆς, τῆς ρητορικῆς τῆς εὐφωνίας, τῆς ἄρθρωσης, νά προφέρουν εὔηχα, τήν νηφαλιότητα, καί τόν διάλογο, τήν προώθηση τῆς καταλλαγῆς, τήν ἐπούλωση τῶν πληγῶν τοῦ ἐμφυλίου, τόν διακριτό λόγο, ἀλλά  καί τόν προφητικό, ὀφειλετική παρέμβαση ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου· ὑπέρ τῆς προστασίας του ἀπό κάθε αὐθαιρεσία. Καί τά κακέμφατα καί αὐτά εὔηχα. 

Αὐτές οἱ ἀνώνυμες ταπεινὲς καθημερινὲς γυναῖκες ἀφιέρωσαν ὅλο τους τὸ εἶναι στὰ αὐτονόητα καὶ κράτησαν τὴ συνοχὴ τῆς κοινωνίας· ἔκαναν ἁπλὰ τὸ καθῆκον τους. Ἐπιτέλεσαν τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξῆς τους, ὅπως ὅλες οἱ καταδικασμένες στὴν ἀφάνεια γυναῖκες. Οἱ ἀνώνυμες, ἀθέατες, ἐξόριστες τῆς ἱστορίας, οἱ Ἑλένες ποὺ ἔσπειραν κακοτράχαλες γαῖες, ἀνάθρεψαν ἥρωες, ἔθρεψαν ἀναρίθμητα στόματα, καὶ γιατροπόρεψαν μυριάδες ἄρρωστα κορμιά, θρήνησαν βρέφη καὶ παιδιά, οἱ Μαργαρίτες ποὺ μάζεψαν ξύλα τὸ καταχείμωνο, τρύγησαν σταφύλια στὶς ψηλοκρεμαστὲς πεζοῦλες, θέρισαν μὲς στὸ λιοπύρι κατακαλόκαιρο, ἔχτισαν ξερολιθιές, ἔζεψαν ὑποζύγια, οἱ Κωστοῦλες ποὺ ζεύτηκαν καὶ οἱ ἴδιες, γιὰ νὰ πηγαίνουν ζαλωμένες μὲ τὰ μωρὰ ἢ τὰ πολεμοφόδια ἢ τὴν ταγὴ στὴν πλάτη, ποὺ ἔπλυναν πληγὲς ὁπλιτῶν, ἡ Ἀγγέλω ποὺ γέννησε τὴν ὥρα ποὺ ἔκοβε ξύλα στὴν Κερνίτσα, οἱ Ἀθίτσες ποὺ κουβαλοῦσαν νερὸ ἀπὸ τὸ ποτάμι, ποὺ κυνήγησαν λύκους, ποὺ ὄρθωσαν τὸ ἀνάστημά τους στὸν κατακτητή, διαχειρίστηκαν τὸ βιὸς τῆς φαμίλιας, ἔθαψαν ὄνειρα, καημούς, ταπεινώσεις, προσδοκίες, ἀγωνίες, βάσανα κι ἀπογοητευμένες ἀγάπες, κατάπιαν οἰκογενειακὲς ἀγριότητες, τραγούδησαν κρυφά τὴν ἀγάπη, θάφτηκαν στὰ τάρταρα γιὰ νὰ στερεώσουν γεφύρια καὶ νὰ τιμήσουν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα, τοῦ συζύγου, τοῦ ἀδελφοῦ.  Ἐπιτέλεσαν τὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξῆς τους, ὅπως ὅλες οἱ καταδικασμένες στὴν ἀφάνεια Ἑλένες, τοῦ χθὲς καὶ τοῦ προχθές, τοῦ σήμερα καὶ δυστυχῶς τοῦ αὔριο.

  Μοῦ ἒχουν μείνει, τά  συγκινημένα δακρυσμένα ἀλλά χαμογελαστά πρόσωπά τους,  πάνω στόν ἀργαλειό, πάνω ἀπό τίς ἀχνιστές κατσαρόλες, στήν Ἐκκλησία, στά  χωράφια, τό βουβό κλάμα πού ἀνέβαινε στόν λαιμό τους, πού οὒτε  κἂν προσπαθοῦσαν νά τό πνίξουν, γιατί γνώριζαν ὃτι δέν θά τά καταφέρουν -ἐξ ἂλλου ἒλεγαν τό φαγητό  γίνεται πιό νόστιμο μέ τά δάκρυα- μαγείρευαν ζηλευτά, γνώριζαν συνταγές γλυκῶν δοσολογῶντας μέ τό μάτι, χωρίς οἱ ἦχοι τῆς  κουζίνας καί τοῦ τραπεζιοῦ νά ἒχουν πρωταγωνιστικό  ρόλο,  γελοῦσαν αὐθόρμητα κι ἂλλοτε αὐθόρμητα σχεδιασμένα, ψυχές πού δούλευαν μέ ἓνα  σουρεαλιστικό πείσμα, πικρά καί ἡρωικά, δυναμικές, μέσα στἠν ἡσυχία τοῦ ἀετίσιου βλέμματος, μέ τήν ἐπιθυμία νά σβήσει τό διαγενεακό  τραῦμα πού κληρονόμησαν ἀπό  τίς μανάδες τους, ἀποφεύγοντας κάθε ἒνταση πού θά μποροῦσε νά προκαλέσει ἀλλαγή –ἐστίασα πάνω σέ αὐτό καί δούλεψα πολύ γιά νά τό ἀναγνωρίσω στίς ὀργισμένες ἀντιδράσεις τῆς μάνας- ἀξιοποιοῦσαν τήν κληρονομιά τοῦ τόπου τους καί δημιουργοῦσαν, κόντρα στίς καταστροφές πού τίς χτύπησαν, μέ φαντασία καί πεῖσμα, ἀκόμη καί μέσα στό  χαλάσματα, δέν κουνοῦσαν τό δάχτυλο, δέν χάιδευαν  αὐτιά, δέν ἡρωοποιοῡσαν, δέν κατηύθυναν λεκτικά, δέν ἀποπλανοῦσαν, δέν ἢθελαν νά γίνει τό δικό τους, τό πικρό αὐτονόητο ὀ θυμός, ἀνάμεικτος μέ γνήσια ἀπόγνωση ἀλλά καί πείσμα, ξεκινοῦσαν πάντα τό γαμήλιο γλέντι μέ μοιρολόι, καί συνέχιζαν μέ ὂμορφα τραγούδια ἀγάπης, μέ μιά μπρουτάλ ἑρμηνεία, πού ἀργότερα τήν παρομοίωσα μέ τόν ὠμό, εἰλικρινή, ἀφτιασίδωτο τρόπο πού εἶπε ἡ Nico τό «All tomorrow’s parties», στην Preston Warehouse.

  Ὃσο γιά τίς γιαγιάδες, ὃλες μαυροφορεμένες,  μοῦ ἒχει μείνει  ἡ εἰκόνα τους μέ τίς μακριές πλεγμένες κοτσίδες στεφανωμένες στό κεφάλι, καλυμμένες μέ τήν μαντίλα, τυλιγμένες τόν χειμῶνα στίς πελερίνες τους, τά αὐλακωμένα κουρασμένα πρόσωπά τους ἀπό τήν σκληρή δουλειά στό σπίτι καί στά χωράφια. Τώρα πού βλέπω πιό καθαρά, οἱ φυσικές ἀντοχές τους παραπέμπουν σέ ὑπεράνθρωπες.

Χαίρομαι, γιατί μέσα ἀπό τήν βασανισμένη  ματιά τῆς Γορτύνιας ὁδηγήθηκα σέ μιά ἀνάγνωση βαθύτερη καί πιό ἀποκαλυπτική τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σκληρή ζωή της, ἡ ἐσωτερική της διαδρομή, οἱ ἀμείλικτες ἀποφάσεις της, ἡ ψυχική της πάλη ἀνάμεσα στά συναισθήματα καί στίς πράξεις, καθιστοῦν πολύ δύσκολη τήν γεμάτη ὀδυνηρά μηνύματα καταγραφή: ἦταν φορτωμένη μέ τήν φρικιαστική ἐπίγνωση ὂτι τό νά γεννηθεῖς γυναῖκα, ἐκείνη τήν ἐποχή, ἦταν κόλαση.

  Παρακολουθοῦσα τόν κοινωνικό της ρόλο ἀκόμη καί μέσα στό ἲδιο της  τό φύλο. Πῶς ἡ πεθερά πρός τήν νύφη ἒπαιρνε ἀνδρικά χαρακτηριστικά, γινόταν σκληρή, χειριστική ἀπέναντι στίς νεότερες γυναῖκες τῆς ἲδιας οἰκογένειας. Καί  οἱ γυναῖκες καί οἱ ἂντρες, ἒριχναν λάδι στήν  φωτιά τοῦ μαρτυρίου τους, διαιωνίζοντας ἀντιλήψεις πού παρήγαγαν θύτες καί θύματα.

  Ἐάν οἱ Γέροντες τῆς ἐρήμου εἶναι πρότυπα ἀληθείας μιᾶς μακραίωνης παράδοσης, θεμέλια ὓπαρξης γιά ὃλους μας καί ὂχι κάποιες ἰδιαίτερες περιπτώσεις  ἀναχωρητῶν τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος, τό πνεῦμα   τους ὑπῆρξε καί ἂγγιξε τήν ψυχή αὐτῶν τῶν γυναικῶν τῆς Γορτυνίας. Ἡ  παράδοση ἀνοίγει δρόμους ζωῆς, διαφορετικά  δέν  ὐφίσταται. Ἲσως τήν ἐποχή μας ἡ πνοή  τους νά μήν γίνεται αἰσθητή  στίς τσιμεντένιες  πολιτείες μας, ὃμως δρόσιζε μέχρι χθές τά πρόσωπα τῶν ἂμεσων προγόνων μας. Οἱ γυναῖκες τῆς Γορτυνίας,  μετά τόν γάμο ἐγκατέλειπαν τήν πατρική ἑστία ἀναχωρητικά καί ἐγκαθίσταντο στό σπίτι τοῦ γαμπροῦ ὡς σέ μονή μετανοίας, ὃπου καί ἀφοσιώνονταν ἐν λήθη ἑαυτοῦ ἂχρι θανάτου. Λόγοι, σκέψεις, μέριμνες εἶναι πλέον τά παιδιά.

  Αὐτές ἦταν, ἁδρά,  οἱ  γυναῖκες τῆς Γορτυνίας, καί  τέτοιες ὐπῆρξαν οἱ  γυναῖκες πού ἒσωσαν ἀπό τον κομμουνισμό Ρωσίες καί  Ἀλβανίες. Παιδεία τους  οἱ  Ἀκολουθίες καί κοινωνική ζωή ἓνας τιποτένιος χῶρος μέ κέντρο τό  μαγεριό, καί περιφέρεια τήν γειτονιά. Καί ὃμως ἀπό  τήν κλεισούρα τούτη, ἀνέβλυζε πυκνότητα αἰσθημάτων, ἀγάπη καί ἀντοχή. Καρποφοροῦσαν χωρητικές σάν Παναγίες τῶν οὐρανῶν πλατύτερες.   Ἀσφαλῶς γκρίνιαζαν, κουτσομπόλευαν, ζήλευαν καί ὃ,τι  ἂλλο ἀνθρώπινο πάθος. Δέν εἶχαν σπουδές καί διπλώματα, εἶχαν πάντως τό ἀπόλυτο πνεῦμα κάθε ζωῆς πληρωμένης μέ αἷμα· ἀγαποῦσαν προτοῦ  νά τό ζυγίσουν καί τό  σκεφθοῦν.

ΥΓ. Ξεκίνησα αὐτή τήν παρέμβαση ἀπό τήν ἀνάγκη νά ἀναψηλαφήσω τήν καταγωγή μου, νά προσκυνήσω τίς ρίζες μου, νά τιμήσω ἐπαναπροσδιορίζοντας τό μέλλον μου σέ ἓναν κόσμο πού πλέον δέν ἐξελίσσεται φιλικά. 

 

  

 

6 σχόλια:

  1. Εξαιρετικό!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γυναίκες που γαλούχησαν στρατιές ευτυχισμένων ανθρώπων..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. πού ἒσωσαν ἀπό τον κομμουνισμό Ρωσίες στην παλαιστινη δεν τα καταφεραν ομως

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Υπεροχο μνημοσυνο!!! Αιωνια η μνημη τους!! Ευχαριστουμε Γιωργο μου για τις υπεροχες εικονες που μας θυμισες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Υπέροχο Οι ρίζες δεν πρέπει να ξεχνιούνται

    ΑπάντησηΔιαγραφή