Μεταγραφή
Γιώργου
Σεφέρη
…
Ἀγαπημένη
Ἐγώ κοιμοῦμαι κι
ἡ καρδιά μου ξαγρυπνᾶ.
Φωνή τοῦ ἀγαπημένου μου χτυπᾶ την πόρτα.
…
Ἀγαπημένος
Ἄνοιξε, ταίρι
μου,
πανέμνοστή μου,
…
Ἀγαπημένη
Ἄνοιξα στόν ἀγαπημένο μου·
ὁ ἀγαπημένος δέν ἦταν ἐκεῖ·
βγῆκε η ψυχή μου
ἀκολουθῶντας τον·
τόνε ζήτησα καί δέν τόν βρῆκα,
τόνε φώναξα μά δέν μ᾽ ἄκουσε.
….
Μ᾽ ἦβραν οἱ φύλακες
πού τριγυρνοῦν στήν πολιτεία,
μέ χτύπησαν, μέ πλήγωσαν,
πῆραν τήν μαντίλα ἀπό πάνω μου
αὐτοί πού φυλάγουν τά τείχη.
Σᾶς ἐξορκίζω, φίλες καί γνωστές μου,
στίς δύναμες καί στίς ὁρμές τοῦ ἀγροῦ
ἄν βρεῖτε τόν ἀγαπημένο μου τί θά τοῦ πεῖτε;
Πώς εἶμαι λαβωμένη τῆς ἀγάπης.
Χορός
Μά τί ἔχει ὁ ἀγαπημένος σου, πάνω ἀπ᾽ τούς ἄλλους,
σύ πεντάμορφη;
Μά τί έχει ὁ ἀγαπημένος σου πάνω ἀπ᾽ τούς ἄλλους
γιά νά μᾶς ἐξορκίζεις τόσο;
Ἀγαπημένη
Ὁ ἀγαπημένος μου λάμπει καί ροδίζει,
διαλεχτός στούς μύριους·
τό κεφάλι του
λαγαρό χρυσάφι,
τά μάτια
του τρυγόνια
σ’ ὀλόδροσες πηγές.
Στό μέτωπό
του ἀνθοῦν μυριστικά,
τά χείλια του σταλάζουν σμύρνα·
τά χέρια του χρυσόλιθους γεμάτα·
φίλντισι ἡ κοιλιά του
μέ ψηφιά ζαφείρια·
τά λόγια του εἶναι
γλυκασμός
κι ὁλόκληρος πεθύμια.
Αὐτός εἶναι ὁ ἀγαπημένος
μου
κι αὐτός τό ταίρι μου,
ἀδελφές μου ἀγαπημένες.
….
Χορός
Ποιά εἶναι τούτη πού ἀνεβαίνει λευκανθισμένη
ἀκουμπῶντας στόν ἀγαπημένο της;
Ἀγαπημένος
Κάτω ἀπ᾽ τήν μηλιά σέ ξύπνησα
ἐκεῖ πού ἡ μάνα σου σέ γέννησε,
ἐκεῖ πού ἡ μάνα σου πόνεσε γιά σένα.
Ἀγαπημένη
Βάλε με σφραγίδα στήν καρδιά σου,
ὡσάν σφραγίδα στό μπράτσο σου·
εἶναι δυνατή ἡ ἀγάπη σάν τό θάνατο
καί σκληρός ὁ πόθος σάν τόν ἅδη·
οἱ σπίθες τῆς ἀγάπης, σπίθες φωτιᾶς,
φλόγα τοῦ Θεοῦ.
Νερά ποτάμια δέν μποροῦν
νά σβήσουν τήν ἀγάπη.
….
Μελώδημα ἐρωτικό
Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
Ἀγαθοὶ
οἱ μαστοί σου ὑπὲρ οἶνον, τσαμπιά μέ σταφύλια,
θυμάρι καλοκαιρινό τοῦ Τσικνιά ἡ ἀνάπνια σου, ρυθμίζει τόν
σφυγμό μου,
τό ἄσπρο σου πουκάμισο, ὡραῖα
σοῦ πηγαίνει,
ἔτσι ἀνοιχτό στό στιβαρό
λαιμό σου, μιλᾶ ἀλλιῶς,
ἀστέρι τῶν ματιῶν καί ἤλιε ἐσύ, τῆς
πλάσης ἐσύ ἄγγελε,
κρύψου, γίνε ἀόρατη γιά ὅλους· ὁρατή μόνο σέ
μένα,
τό φεγγάρι σήμερα νά σκιρτᾶ γονατιστό
μπροστά σου,
κι’ αὔριο ὁ ἥλιος ὁ ἡλιάτορας
νά
ἀναπαύεται στό κορμί σου έπάνω,
μέ σένα νά κυβερνᾶς τά κύματα,
καί
μένα, κόρες χίλιες, σπορά στόν ἱδρωμένο
σου ἀγρό.
Αὐτά τά ἐλάχιστα γιά σένα, πόσο πολλά γιά μένα!
Τόλμησα
νά βάλω γραμμές δικές μου κάτω ἀπό τό πιό ὡραῖο ἐρωτικό ποίημα τῶν αἰώνων
ὄχι ἀπό οἴηση· δέν εἶμαι ψώνιο. Ἐάν ἕνας
ἄντρας δέν ἔχει πείσει τήν γυναίκα πού ἀγαπᾶ, ὅτι δέν ἔχει ἀγαπηθεῖ ποτέ ἄλλο
θηλυκό, τόσο δυνατά ὅσο ἡ ἴδια ἀπό αὐτόν, ἐάν δέν τήν ἔχει πείσει ὅτι θά
περάσει νά τήν πάρει νά φύγουν, σημαίνει ὅτι δέν εἶναι ἐρωτευμένος.
Ὅλα γιά μιά Ἑλένη; Φυσικά. Ἀκόμη καί ὅταν ἡ ἀκοή τοῦ θήλεος
ἔχει κορεστεῖ ἀπό ἐπαίνους, κολακεῖες καί τά αὐτιά της δέν ἀνταποκρίνονται
θετικά στίς λεκτικές θωπεῖες, τό θῆλυ, δέν εἶναι ἀπό σύμπτωση, αἰσθάνεται ὅτι
δέν ἀνήκει μόνο στόν Μενέλαο.
Γνωρίζουμε τόν ἔρωτα στήν
ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας, τήν γεύση τοῦ Παραδείσου καί τήν ἀπώλειά του. Ἡ πείρα
τῶν ἄλλων δέν μᾶς λέει τίποτα. Τό ἀκαθόριστο κράμα ψυχῆς καί κορμιοῦ, γνωρίζει
ἀπό τήν φύση του, ὅτι ἡ ζωή ὡς λαχτάρα κερδίζεται στήν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης.
Πέντε ἄντρες ἔσχε ἡ Σαμαρείτιδα καί αὐτόν πού εἶχε δέν ἦταν ἄντρας της. Μά ἀφοῦ δέν τούς ἀγάπησε ποτέ. ἀφοῦ δέν δίψασε
κανενός τό κορμί καί τήν ψυχή, ἀφοῦ τῆς
ἦταν ὅλοι τους πρόσχημα καί αὐταπάτη! Ζοῦσε τήν πίκρα τῆς μοναξιᾶς στήν ψυχή
της, τήν ἀνέραστη μοναχικότητα.
Ἐφήμερος καί
θνητός ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νά ἀπολαύσει τήν ζωή μέ τίς αἰσθήσεις, τήν ἀνεμόεσσα
ἡδονή. Κάθε ἄλλο «νόημα» τῆς ὕπαρξης, στέρηση, ἐνοχή καί μιζέρια. Αἰῶνες ὁλόκληρους ἡ λεγομένη χριστιανική ἀνθρωπότητα ἔζησε καί ζεῖ μέ τέτοιες
ὁριοθετήσεις τῆς ἐπιθυμίας. Δοσολογεῖ τήν ἀπόλαυση, φτιάχνει Νόμους «θεόσταλτους»,
ἱερούς Κανόνες «θεόπνευστους», τιθασεύει τήν συμβίωση, βάζει «φύλακες νά
τριγυρνοῦν στήν πολιτεία, νά φυλάγουν τά
τείχη, νά κτυποῦν, νά πληγώνουν καί νά
ἀφαιροῦν δροσιστικές καλύπτρες».
Ὑπάρχουμε μόνο ἐπειδή ἀγαπᾶμε, στό μέτρο πού ἀγαπᾶμε. Ὅταν ψηλαφοῦμε στό ἀγαπημένο βλέμμα, τήν
ἀνθρώπινη ματιά, ἐπενδύουμε ὅλη τήν φυσική μας ὁρμή γιά ζωή. Δίχως κρατούμενα.
Τά δίνουμε ὅλα. Τό καλό μας ὄνομα, τό κύρος τήν φήμη μας, τά σχέδιά μας τίς
ἐλπίδες μας. Ὅλα κορώνα γράμματα.
Καί μήν μᾶς διαφεύγει: ἡ πιό ὡραία
θάλασσα εἶναι αὐτή τοῦ Κόλπου τῆς Ἀγκάλης, αὐτή πού τά νερά της δέν μᾶς ἔχουν
ποτέ δροσίσει. Καί γιά τούς ἄγευστους
ἀλμύρας στεριανούς: οἱ πιό ὡραῖοι ἔρωτες εἶναι οἱ ἀνεκπλήρωτοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου