Πλωτίνος
Ἡ
γέννηση τῆς ἑλληνικῆς τέχνης χάνεται στήν νύχτα τοῦ χρόνου. Ὅταν ἀπό σπαράγματα
τῆς καταβολῆς ( Κυκλάδες, Θῆρα, Κρήτη) μέχρι τήν κλασική καί περαιτέρω τήν ἑλληνιστική ἕως τήν ἑλληνορωμαϊκή περίοδο, τήν τελευταία λέξη τῆς
ἔκφρασης ἔχει ἕνα ἤρεμο ἄφησμα στά χέρια τοῦ Θεοῦ, μιά ἀποτύπωση τοῦ ἀπείρου
στό πεπερασμένο, ἡ ὁποία ἐνσαρκώνει τήν ἴδια τήν συνείδηση τῆς ὀμορφιᾶς ὡς αὐθεντικῆς ὑπάρξεως καί προκαλεῖ στόν ἄνθρωπο
τήν βαθειά ἐπιθυμία νά τήν κερδίσει.
Τό μέγιστο μάθημα τῆς ζωγραφικῆς καί γλυπτικῆς
τέχνης τῶν Ἀρχαίων εἶναι ὅτι κινητικό κάλλος
δέν ὑφίσταται ὄπως θέλει ἡ προοπτική, ὅτι
ἡ ἀληθινή καλλονή ὑπάρχει ἐξ ἴσου ἀκίνητη καί ἀδιάσπαστη μέ τόν θάνατο. Φυσικά
ἡ ἰδέα δέν εἶναι δική μου. Ἀνήκει στόν Βίνκελμαν καί ἡ παρατήρηση στόν
Σέλλινγκ, μαζί μέ τήν ἐξῆς γόνιμη εἰκασία. Οἱ Ἀρχαῖοι εἶχαν προσέξει πώς ὄταν
κοιμᾶται ἤ θνήσκει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὡραιότερος, γιατί ἀκριβῶς περνᾶ στήν ἀπόλυτη
ἑνότητα μιᾶς ὑπερβατικῆς γαλήνης.
Αὐτό
ἰσχύει ὁπωσδήποτε καί γιά τήν Κοιμωμένη τοῦ Χαλεπᾶ. Ἡ πέτρα καί τό μάρμαρο εἶναι
ἀφ’ ἑαυτῶν ὑλικά βαριά καί ἄψυχα, πού πρέπει στά χέρια τοῦ καλλιτέχνη νά ζωντανέψουν. Πῶς ὅμως νά γίνει κάτι
τέτοιο ὅταν ἐπί πλέον πρέπει νά δεχθοῦν
τόν θάνατο; Τό θαῦμα τοῦτο πέτυχαν οἱ Ἀρχαῖοι
μας γλύπτες. Μέ τό ἀδιόρατο
χαμόγελο, τήν ἀνεξιχνίαστη ἐκείνη
βαρυθυμία
τῶν Κούρων, κατώρθωσαν ν’ ἀφαιρέσουν ἀπό τά σώματα κάθε σκίρτημα καί
ταυτοχρόνως νά τά ξαναπλάσουν ἀποκαλυπτικά στό ὑπερούσιο φῶς τῆς χάριτος.
Ἡ τέχνη ἐπιτρέπει στήν ἀνθρώπινη μορφή νά
σχηματίσει τό πνεῦμα καί νά κάνει τό σκοτάδι του χειροπιαστό. Ὁ Κοῦρος ἀποτελεῖ μεγάλη στιγμή γιά τήν αὐτοσυνειδησία τῆς ἀνθρωπότητας: κινεῖται καί χαμογελᾶ
μεταφυσικά διότι ἀναλαμβάνει πλέον μόνος του τήν μοῖρα. Μαζί του ἡ Ἑλλάδα
παίρνει τίς ἀποστάσεις της ἀπό τήν Ἀνατολή. Μπορεῖ ἡ ἀρχαιοελληνική ζωγρφική
καί γλυπτική νά ὑφαίνουν τήν ψυχή μέ τήν ἀρμονία τοῦ σώματος· μπορεῖ τά μάτια τῶν εἰκόνων καί τῶν ἀγαλμάτων νά μήν
βλέπουν τίποτα καί πουθενά, νά ἐμφανίζονται στά ἔργα ὡς τυπικά σωματικά χαρακτηριστικά, χωρίς τήν λειτουργία τους ἤ, πολύ περισσότερο, τό ἐκφραστικό τους
βάθος· μπορεῖ νά σημαίνουν μιάν ἠρεμία ἐξόδιο, μιά ὑπακοή στό ἀναπόφευκτο
τέλος, πολύ διαφορετική ἀπό τήν συντριπτική συνάντηση τοῦ σημερινοῦ ὑποκειμένου
μέ τόν θάνατο, ὅμως, παρ’ ὄλα αὐτά, τήν ἀταραξία
τῆς ὕλης ἀπ’ ἄκρου σ’ ἄκρο διαπερνᾶ ἡ πνοή τῆς ἐσωτερικότητας. Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ
γιά τόν Ἀρχαῖο μοῖρα ἄτεγκτη, τήν ὁποία ἡ τέχνη θά ἐπιδιώξει νά ὑπερβεῖ ἀναλαμβάνοντας
πλαστικά τό σκοτεινό του ἀποτύπωμα.
Γιά την ορθόδοξη εικονογράφηση ισχύουν παρόμοιες διατυπώσεις ?
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτίς νεκρογραφίες τοῦ Φαγιούμ, τά πρόσωπα στερούμενα προοπτικῆς ἀκινητοποιοῦνται. Ἔτσι τό βλέμμα γίνεται μαζί μέ τό μάτι τεράστιο γιά νά χωρέσει τήν αἰωνιότητα. Ὅμως ὅσο χρόνο τό ἄπειρο τοῦτο ὅμμα ἀτένιζε τήν αἰωνιότητα, ἡ χριστιανική τέχνη δέν εἶχε γεννηθεῖ ἀκόμη. Θά γεννηθεῖ ὅταν στήν ματιά προστεθεῖ μεταμορφωτικά ἡ αὐγή τοῦ σκοποῦ· ὅταν ἡ ἀοριστία τοῦ ἐπέκεινα τρέπεται σέ ὅραμα χειροπιαστό, πού φέρνει τόν ἄλλο κόσμο ἐδῶ κάτω.
ΔιαγραφήΔές τό βλέμμα τῆς εἰκόνας τῆς Ἁγίας Τριάδας τῆς Χατζηραδιανῆς, ἄν καί σακατεμένη ἀπό τό ἀσημένιο «πουκάμισο» στά δεξιά τοῦ τέμπλου. Εἶναι σάν τό φῶς τοῦ καντηλιοῦ πού καίει ἀπό κάτω Της, ἀντιπροσφορά στήν θεία χάρη Της. Ὅσο καίγεται καί ἀδειάζει τό σῶμα, τόσο μεγαλώνουν τά μάτια στήν γλυκύτατη λάμψη τους. Ἡ χριστιανική τέχνη τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς θά ὁλοκληρωθεῖ κατά τόν δέκατο τέταρτο αἰῶνα, ὅταν ὁ Θεοφάνης ὁ Ἔλλην ἀποτυπώνει μέ λιτότατη ἐλευθερία, σέ εἰκόνες πού θυμίζουν ἐρυθρόμορφα ἀγγεῖα, τήν χοϊκότητα τοῦ σώματος, τίς θύελλες τῆς ψυχῆς καί συγχρόνως τό φῶς τῆς Χάριτος, πού ξεπηδᾶ ἀπό τό σῶμα σάν ἀχόρταγη πυρά γιά νά τό ἁγιάσει.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή