Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Ἀλλοίωση τῆς εὐαγγελικῆς οὐσίας.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 Πῶς καί  πότε ἡ χριστιανική πίστη ἀπό δημιουργία  ἐσωτερικῆς ἀλήθειας διολίσθησε σέ  πεποίθηση ὁρισμένης δογματικῆς θέσης, ἀπό πνεῦμα ἑνότητας  κατάντησε ἐξωτερικός τύπος ἐπιβεβαίωσης ταυτότητας, παράδοση σέ ἀνάγκες αὐτοδικαίωσης, πεδίο ἀντιθέσεων καί ἀλύτων διαφορῶν; 

   Ἀναφέρομαι στόν πνευματικό διχασμό πού φέρουμε ὡς χριστιανικά ὑποκείμενα μιᾶς ἀνθεκτικῆς, πλήν ἀνενεργοῦ, παράδοσης καί τῶν πιεστικῶν μορφῶν τοῦ εἰσηγμένου καί συσσωρευμένου κατά καιρούς ἀπό διάφορες περιοχές, (ἐθνικές, φυλετικές, εἰδωλολατρικές, ἐβραϊκές, μαγικές, δεισιδαιμονικές…),  πού ἐπηρέασαν καί ἐπηρεάζουν τόν πολιτικό, κοινωνικό, και ἰδίως, ὅλως ἐπικινδύνως, τόν ἐκκλησιαστκό μας βίο.

  Ἄν δέν κάνω λάθος ἡ πρώτη ἱστορικά ἀλλοίωση τοῦ Εὐαγγελίου προῆλθε ἀπό τήν υἱοθέτηση θέσεων τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔφερε στό κέντρο τῶν θρησκευτικῶν ζυμώσεων τήν ζωροαστρική πίστη, τόν ἀπόλυτο διαχωρισμό τοῦ πνευματικοῦ κόσμου σέ ἀγαθές καί ἀρνητικές δυνάμεις, σέ  ἀγγέλους καί δαίμονες. Ἤδη ἀπό τόν 3ο αἰῶνα ὁ χριστιανισμός  ταύτισε τούς  δαίμονες  μέ κάθε κακό, κάθε ἀρρώστια καί ἀτυχία τῶν ἀνθρώπων.

  Ἐντυπωσιάζει τό γεγονός ὅτι ἡ μνεία τοῦ Σατανᾶ τόσο στήν Καινή Διαθήκη, ὅσο καί στά περαιτέρω θεολογικά κείμενα, στήν λατρεία καί στήν τέχνη διόλου δέν κυριαρχεῖ, μήτε ἀσκεῖ καμμιά καταθλιπτική ἐπιρροή στόν τρόπο ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, καί κατ’ ἐπέκταση σέ ὁλάκερο τον πολιτισμό τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης. 

   Κατάλοιπο καθαρά ἑβραϊκῆς  ἐπίδρασης στήν χριστιανική ἐθιμική, ἔχουμε καί τήν ἀπαξίωση τῆς γενετήσιας ὁρμῆς. Ὁ λαός τῶν  Ἑβραίων κληρονόμησε, ἀπό τίς πανάρχαιες θρησκεῖες, ὅμορων λαῶν, προκαταλήψεις γιά τόν «ρύπο» τῆς γενετήσιας λειτουργίας καί τήν ἀνάγκη καθαρμοῦ τῆς γυναῖκας, γιά νά τίς ἀντιγράψουμε καί ἐμεῖς αὐτολεξεί.

  Ἡ φύση τόπος κυριαρχίας τοῦ διαβόλου. Κάθε τι αἰσθητό, μιαρό καί ὕποπτο, ἀφοῦ μόνο τό πνευματικό-νοητό συγγενεύει μέ τό αἰώνιο. Οἱ σωματικές αἰσθήσεις, θυρίδες παρείσφρησης τοῦ κακοῦ, προσάναμμα διέγερσης τοῦ κτηνώδους ἐνστίκτου. Ἀπαγορευμένος καρπός ἡ ἡδονή, ὄχι ἐρωτική συνεύρεση (σήμερα, αὔριο γιορτή, σήμερα ὄχι εἶναι ἡμέρα νηστείας, αὔριο θά κοινωνήσω…) προαγωγός στό θάνατο, στό πῦρ τό ἐξώτερον, σέ κολαστήρια ἀτελεύτητα φρικιαστικῆς ἔμπνευσης. Μόνη δυνατότητα σωτηρίας, ἡ δίχως ὅρους ὑποταγή στούς ἐξουσιαστικούς μηχανισμούς τῆς θρησκείας. Τό κράτος, ἡ ἡθική, οἱ κοινωνικές δομές καί λειτουργίες, τό νόημα τῆς καθημερινότητας τοῦ βίου, ὅλα ὑποταγμένα στόν κλῆρο, καί ἰδίως στόν ἄγαμο,  ἐντεταλμένο ἐπόπτη τοῦ ἀνέραστου  ἀσκητισμοῦ τῆς στέρησης καί τοῦ φόβου. Ὁ παπάς μπῆκε μέ τό ἔτσι θέλω στήν κρεβατοκάμαρα καί ἀπαιτεῖ ρόλο ἐλεγκτή τοῦ ἐρωτισμοῦ τοῦ πιστοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ τήν γυναῖκα, δέν τῆς ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στό Ἅγιο Ὄρος, ἡ εἴσοδος  στό Ἱερό   τῶν Ἐκκλησιῶν, κατά δέ τήν περίοδο τῶν ἐμμήνων της, καί σαράντα μέρες μετά τήν γέννηση παιδιοῦ της θεωρεῖται ἀκάθαρτη καί τῆς ἀπαγορεύεται ἡ Θεία Κοινωνία καί ἡ προσκύνηση τῶν Εἰκόνων. Ποιός τολμᾶ νά μιλήσει γιά χειροτονία γυναικῶν;

  Αἰῶνες ὁλόκληρους ἡ Ἐκκλησία πάλαιψε καί πολέμησε τούς «βδελησσομένους τόν γάμον», τούς ἀπέχοντας οἴνου καί κρεῶν διά βδελυγμίαν» καί ἀφόρισε ἀπό τό σῶμα της «τούς  ἀσκοῦντας παρθενίαν καί ὑπερηφανευομένους ἔναντι τῶν εἰς γάμον διατελούντων», «τούς μεμφομένους γάμον καί ἔγγαμον γυναῖκα», «τούς μή θέλοντας λαμβάνειν μετάληψιν θείαν ἐκ πρεσβυτέρου ὄντος εἰς γάμου κοινωνίαν», κομίζοντας μιά ριζικά διαφορετική ἀντίληψη καί ἑρμηνεία γιά τήν γενετήσια ὁρμή: εἶναι «ἀγαπητική δύναμη», σπαρμένη ὄχι μόνο στήν θέληση ἀλλά στήν ὅλη φύση, στό ἴδιο τό κορμί καί τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

  Ὁ ἔρωτας δέν  ἔχει λογική. Λογική ἔχει ἡ θρησκεία θωρακισμένη μέ τήν πανοπλία τοῦ νόμου. Λογική καί νόμος τά ὅπλα τῆς θρησκείας, ὅπλα θωράκισης τοῦ ἐγώ.  Τόν ἄνθρωπο τοῦ νόμου δέν τόν ἐνδιαφέρουν οἱ φτωχοί. Τόν ἐνδιαφέρει ἡ πράξη τῆς ἐλεημοσύνης, εἴσπραξης κέρδους ἀπό τόν θεῖο Ἀνταποδότη. Μόνο σάν ἀνταποδότη τόν χρειάζεται τόν Θεό, μόνο γιά τήν δική του δικαίωση. Γι’ αὐτό καί ἡ παραφορά τοῦ ἔρωτα τοῦ εἶναι ἀδιανόητη, ἔτσι πού ξεφεύγει ἀπό τήν λογική τῆς συναλλαγῆς.

 Προσωπικά ἐκτιμῶ  πώς ὁ ἀποπροσανατολισμός ἔρχεται καί ἀπό ἀλλοῦ: Κλείνοντας ὁ Ἱουστινιανός τίς φιλοσοφικές σχολές, ἄφησε μονοπωλιακά κυρίαρχη «πνευματική» προοπτική τούς Βίους τῶν Ἁγίων μέ τήν λατρεία τῶν λειψάνων, δηλαδή  μία πίστη ξένη πρός τήν ἐσωτερική έλευθερία καί ὑποταγμένη σέ δογματοπαγεῖς ἀρχές εὐνοϊκές πρός τόν τυφλό φανατισμό καί τήν δεισιδαιμονία.  

  Χρόνια, αἰῶνες τώρα, ἡ θεολογία μας ἐπιχειρηματολογεῖ  βαυκαλιζομένη ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παραμένει ἡ μόνη στήν Οἰκουμένη πού κρατάει τά κριτήρια καί τό  φωτεινό ἦθος τοῦ Εὐαγγελίου, σέ ἀντίθεση μέ τό σκοτεινό καί ἀλλοιωμένο τῶν  ὑπολοίπων ἐκκλησιαστικῶν ταυτοτήτων.

  Ὅμως ποιός δέν διακρίνει ὅτι κυρίαρχο χαρακτηριστικό τοῦ δημόσιου ἐκκλησιαστικοῦ μας χώρου, εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση. Στάγδην ἀπό τούς πρωτοχριστιανικούς χρόνους καί ὁρμητικά ἀπό τά τέλη τῶν διωγμῶν, λαμβάνει χώρα μιά ἐκκωφαντική ἀλλοίωση τοῦ Εὐαγγελίου, μιά νέα μορφή ἐκκοσμίκευσης, μέ τό  κράτος νά μήν θρησκεύει μέν, ἀλλά πλέον νά θεωρεῖ τήν  θρησκεία ἑταῖρο  τοῦ δημόσιου χώρου, καί μάλιστα νά νοιάζεται γιά τήν ἔκφρασή της σ’ αὐτόν.   

  Τό κακό ξεκινᾶ ἀπό τήν μισαλλοδοξία τῶν συμπλεγματικῶν ἀναλφάβητων  εὐαγγελικά κληρικῶν, ἀνθρώπων  πού θυμίζουν τόν ἱεροεξεταστή τοῦ Ντοστογιέφσκι, καί οἱ ὁποῖοι πλέον θά λειτουργοῦν ὡς δικτατορία τοῦ φόβου τοὐλάχιστον γιά τό ὀρατό μέλλον.

  Μίτρες, σάκοι πατερίτσες,  αὐτά τά σύμβολα ἐνός πολιτισμοῦ κατάντησαν ἀσήμαντα στολίδια, στό ἀνόητο μυαλό  τοῦ κάθε Σταύρου, στολιδάκια τῆς  χαμογελαστῆς ἀλαζονείας τῶν  κατά φαντασίαν Δεσποτῶν-μεγιστάνων. Μισοαπλωμένοι στόν ἄμβωνα, ἀφοῦ ὁ ξαφνικός τους  πλοῦτος καί προβολή δέν εἶναι ἀνάγωγος, εἶναι ἀπλῶς ἀναπάντεχος, προτείνουν πρός ἀσπασμόν ἀπὀ τούς βασάλους χέρι τους σέ πόζα τρυφερότητας. Μέ στολιδάκι τῆς  αὐταρέσκειάς τους μοιάζουν καί αὐτοί. Τά μαρμάρινα ἤ ξύλινα θαύματα τοῦ Αἰγαίου καί τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος,  κατάντησαν ἀσήμαντα στολιδάκια τοῦ ἀνόητου χαμογελαστοῦ κομπασμοῦ, τοῦ κάθε ξιπασμένου  δεσπότη. 

  Ἀπό ἀδιάλειπτη φιλανθρωπία καί φιλοστοργία ἡ ἱερωσύνη, ἀπό ἀγαπητική σχέση ἱερέων καί πιστῶν,  κατάντησε μαγικός χορός Σαμάνων, μέ κύριο μέλημά τους νά δηλητηριάζουν τήν  ψυχή τοῦ πιστοῦ κατ’ ἐξακολούθηση καί νά ὑποσκάπτουν τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου. Πόσοι κληρικοί ἔχουν διαβάσει τό Εὐαγγέλιο; Ἐλάχιστοι.

  Ἡ πελατεία τῶν μάγων τσαρλατάνων καί τῶν ἱερέων εἶναι κοινή. Ὁ κληρικός μετά τήν χειροτονία του θεωρεῖ δεδομένο ὅτι μπορεῖ νά κάνει ὅ,τι θέλει. Ἔλαβε κάποια δύναμη πού τήν ἀσκεῖ κυριαρχικά πλέον, μέ ὅλα τά χαρακτηριστικά τοῦ μάγου τσαρλατάνου, φυσικά ὄχι ὅτι ὑπάρχει μάγος μή τσαρλατάνος.

  Συνταγές, ἐννοεῖται ἐπ’ ἀμοιβή, γιά πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν (πρό παντός μαλακίαν): τήν ἴδια μέρα τρεῖς λειτουργίες ἀπό   διαφορετικούς κληρικούς γιά τόν τάδε ἀσθενή, εὐχέλαια, ἑφτά παρακλήσεις, σαράντα λειτουργίες, ἁγία ζέση, ἁγιασμό ἀκόμη καί στά ποδήλατα, σκόρδα μονόδοντα, ματάκια, σκόρδα διαβασμένα ἀπό κληρικό στήν Ἁγία Τράπεζα κατά τήν λειτουργία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ γιά τά φίδια, ματάκια, χάντρες, λιβανάκι γιά τό μάτι, γιά τήν βασκανία, ξεματιάσματα ἀπό κληρικούς, ἁγίασμα σέ μπουκαλάκια, βαμβάκι ἐμποτισμένο σέ λάδι καντηλιοῦ, κομμάτι ἀπό τό ἀκοίμητο κερί, δέσμη τριαντατριῶν κεριῶν, γιά κάθε δύσκολη περίπτωση (νά ἀνάβουν καί ἀπό ἕνα κερί ὥστε ὅπως λιώνει τό κερί θά λιώνει καί ἡ στενοχώρια), κομποσκοίνι περασμένο στόν καρπό, σάν ἕνα ἀντικείμενο πού κουβαλάει γούρι, καί ποικίλες ἄλλες μαγικές ἐπιδράσεις καί ἀλλοιώσεις, σταύρωμα ἐσωρούχων, ἀνδρικῶν γυναικείων καί τοποθέτησή τους κάτω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα, γιά νά «δέσουν» τό ζευγάρι, θαυματουργικές εἰκόνες, φυτιλάκι γιά τεκνοποίηση, τάματα, ἰδιωτικές θεῖες λειτουργίες, (ἄγνωστες μέχρι τόν 16ο αἰώνα), ἀκόμη καί ἀπόντων πιστῶν, ἕνας αὐτοματισμός καί συρρίκνωση  τοῦ άνθρώπινου προσώπου.

 Ἀφήνω τήν Εὐχαριστία καί τήν Θεία κοινωνία ὡς ἐπιστέγασμα ὅλων καί θεραπευτική τοῦ  ἀνθρώπου μέ θαυματουργική (διάβαζε: μαγική) μετουσίωση τῶν φυσικῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ καί κατ’  αὐτό τόν τρόπο σέ τελετουργική ἁπλῶς μετάληψη τῆς θεϊκῆς  πραγματικότητάς του.

  Τί ἄλλο σημαίνει αὐτό ἀπό παράδοση τοῦ πιστοῦ στόν Χριστό χωρίς τήν ἐνεργό του θέληση, χωρίς καμιά ἀπολύτως συμμετοχή ἀπό μιά ῥιζική παθητικότητα στήν ἕνωση μαζί του;  Ὅμως πῶς νά ἀναπτυχθεῖ, πῶς νά ὁλοκληρωθεῖ μιά ὑπεύθυνη πορεία, πῶς νά φθάσει   στό ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, στό ἀπρόβλεπτο ἤ προβλέψιμο ἀποτέλεσμα,  στό ἐδῶ καί τό τώρα,   στό ἐκεῖ καί τότε, στό πρίν καί μετά, στό ἀλλοῦ καί ἀλλιῶς, στόν ἄλλο τόπο ἀλλά στόν ἄλλο τρόπο, χωρίς ἐλευθερία καί συμμετοχή; 

 «Ἀπό ἄλλην, ἀδελφοί μου, ἀφορμήν δέν ἐστερεώθη ἡ ἁμαρτία καί αὕξησεν εἰς τόν κόσμον, πάρεξ ἀπό τάς κακάς συνηθείας τῶν μωρῶν καί διεφθαρμένων ἀνθρώπων·  ἀπό τάς ἀλόγους προλήψεις μερικῶν ἀνοήτων, καί ἀπό τάς παρανόμους καί ἀσυλλογίστους παραδόσεις, τάς ὁποίας ἐφεύρηκαν μέν οἱ παλαιοί ἄνθρωποι, τάς ἠκολούθησαν  δέ ὡς τυφλοί καί τάς ἐφύλαξαν οἱ μεταγενέστεροι… Ἐκ τούτου δέ τί  ἠκολούθησε; Τό νά νομίζωσιν οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι τό  ἄνομον, νόμιμον· τό  ἀνεύλογον, εὔλογον· τό ἄπρεπον, πρέπον· τό βλαβερόν, ὡφέλιμον». (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν ἐκδ. Β.Ρηγόπουλου  Θεσσαλονίκη 1984, σ. 16).   

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου