Σᾶς συνιστῶ νά διαβάσετε
«Τό νησί τῆς Οὐρανίτσας» τοῦ Μεγάλου Παπαδιαμάντη. Στό πρῶτο μέρος τῆς ἱστορίας
πού ἀρχίζει μέ τήν φράση «Ἔτσι πλιό…» καί ὁλοκληρώνεται μέ τήν φράση « Πού τήν
πᾶνε, μάνα, τήν Οὐρανίτσα μας;» μᾶς περιγράφει τά γεγονότα πού διαδραματίζονται
λίγο πρίν ἀρραβωνιαστεῖ ἡ Οὐρανίτσα μέ τόν Σπύρο, μέχρι τήν αὐτοκτονία καί τήν
«ἐπεισοδιακή» καί « παράξενη» ταφή της.
Ἡ Οὐρανίτσα ἀρραβωνιάζεται τόν Σπύρο, ὁ ὁποῖος
φεύγει ἀμέσως μετά γιά νά ταξιδέψει, ἀλλά λόγω ἀναβολῆς τοῦ ταξιδιοῦ ἐπιστρέφει, γιά νά ἀναχωρήσει τελικά
λίγες μέρες ἀργότερα. Μετά ἀπό μῆνες τό κοριτσάκι ἀντιλαμβάνεται ὅτι εἶναι ἔγκυος
καί συντετριμμένη τό ἀποκαλύπτει στήν
πεθερά της, ἡ ὁποία τήν κατηγορεῖ γιά ἀπιστία, μέ τήν μικρή νά πανικοβάλλεται
καί νά τῆς δηλώνει ὅτι θά αὐτοκτονήσει. Ἡ Μπερνίτσα ἡ πεθερά της ὄχι μόνο δέν
τήν ἀποτρέπει ἀλλά τήν παροτρύνει νά τό κάνει. Ἡ Οὐρανίτσα αὐτοκτονεῖ, μέ τόν ἱερέα νά μήν θέλει «…νά τῆς διαβάσει τῆς
φτωχῆς, οὔτε ἕνα τρισάγιον», μέ τόν κύρ Ἀναγνώστη, τόν πρωτόγερο, « ἕνας ἄνθρωπος
ὄλο μέ συννεφιασμένο μέτωπο», ἀντιπρόσωπο
τῆς μιζέριας τῆς πλειονότητας τῶν κατοίκων, τήν μιζέρια πού στραγγαλίζει
συνειδήσεις καί καταστρέφει ζωές καί τήν ζωή, μέ τήν θρασύδειλη πεθερά νά κάνει
τήν ἀνήξερη, χωρίς νά τολμάει νά ὁμολογήσει ὅτι αὐτή εὐθύνεται γιά ὅ,τι
συνέβη, μέ τήν τοπική κοινωνία νά τήν
διαπομπεύει, νά τῆς ἀρνεῖται τήν κηδεία καί τήν ταφή στό κοιμητήριο, καί
μάλιστα γιά νά μήν μιανθεῖ τό χωριό τους, ἀποφασίζεται ἡ ταφή της νά γίνει στόν Μαραγκό, γειτονικό
νησάκι, πάνω σ’ ἕνα μαδέρι καί ὄχι σέ φέρετρο, χωρίς τήν παρουσία κανενός, οὔτε
τῆς μάνας της, οὔτε τῆς ἀδελφῆς της. Ἡ ἀνευθυνότητα
τοῦ ἄντρα, οἱ προλήψεις, οἱ
δεισιδαιμονίες, ἡ κατάκριση καί ἡ προκατάληψη παίζουν κυρίαρχο καί καθοριστικό
ρόλο στήν καθημερινότητα αὐτῆς τῆς
κοινωνίας.
Στό δεύτερο καί τελευταῖο μέρος τῆς ἀφήγησης
μᾶς περιγράφεται ἡ κατάληξη τῆς ἱστορίας: Κάποιοι ψαράδες, περιστασιακοί ἐπισκέπτες στό ἀκατοίκητο νησάκι ὅπου βρίσκεται ἐνταφιασμένη ἡ Οὐρανίτσα,
διαπιστώνουν ὅτι ὁ τάφος της εὐωδιάζει ἀσυνήθιστα. Δηλαδή πληροφορούμεθα ὅτι ἡ κοπέλα πού αὐτοκτόνησε
καί ταυτόχρονα φόνευσε καί τό ἔμβρυο πού
κυοφοροῦσε, παρουσιάζει σημεῖα ἁγιότητας. Ἡ γυναίκα ἡ ὁποία ἀκόμη καί νεκρή
χλευάστηκε, ὑβρίστηκε, ἀπαξιώθηκε, ἀναθεματίστηκε, λοιδορήθηκε σκαιότατα, ἀναγκάζει
τούς ὑβριστές της νά μετονομάσουν τό νησί στό ὁποῖο ἐτάφη ἀπό Μαραγκός σέ Οὐρανίτσα.
Τά ἀπάνθρωπα ἀνθρώπινα κριτήρια κατακρημνίζονται μπροστά στήν πάντοτε ἀνατρεπτική
καί ἐκπλήσσουσα παρουσία καί δράση τοῦ
Θεοῦ στόν κόσμο του.
Κανείς δέν γνωρίζει τήν καρδιά κάθε ἀνθρώπου
παρά μόνο ὁ Θεός. Αὐτή, ἡ Οὐρανίτσα, πού
κατά τήν ἀνθρώπινη κρίση, ἔδωσε τό «κακό παράδειγμα» καί ἔπρεπε νά ἐξευτελιστεῖ
ἀκόμη καί μετά θάνατον γιά νά τρομοκρατηθοῦν οἱ ὑπόλοιποι καί νά μήν τολμήσει
κανείς νά τήν μιμηθεῖ, ἀποδεικνύεται ἐκλεκτή
τοῦ Θεοῦ. Ἡ μισαλλοδοξία τῶν
συμπλεγματικῶν ἀνθρώπων, πού θυμίζουν τόν ἰεροεξεταστή τοῦ Ντοστογέφσκυ, τούς
τυφλώνει σέ τέτοιο βαθμό ὥστε νά θεωροῦν
ὅτι κάποιος μπορεῖ νά αὐτοκτονήσει, ἔτσι «γιά πλάκα» ἤ γιά νά μιμηθεῖ κάποιον ἄλλον.
Νά θεωροῦν ὅτι ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἔνα παιχνιδάκι. Δέν τούς ἐμποδίζει ὅμως νά
θαυμάζουν κάποιους ἥρωες καί κάποιους ἡρωϊσμούς, πού ἄλλοτε εἶναι αὐτοκτονίες
καί ἄλλες φορές δολοφονίες. Ὁ Παπαδιαμάντης θέλει νά τονίσει ὅτι ἡ Οὐρανίτσα ἁγίασε
ὄχι ἐπειδή αὐτοκτόνησε, ἀλλά παρά τό ὅτι αὐτοκτόνησε. Καί θέλει νά καταστήσει
σαφές τό πόσο δαιμονικό εἶναι νά προσπαθεῖ κάποιος ἄνθρωπος, κοινωνία καί δομές
ἐξουσίας πού ὑπάρχουν σ’ αὐτήν, ἀκόμη καί ἐκκλησιαστικές κοινότητες, καί πρό
παντός κληρικοί, νά ἐπιβάλλουν τήν γνώμη τους.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἐξαφανίζει ἀπό τό τελευταῖο
μέρος τοῦ διηγήματος ὅλους τούς ἀρνητικούς χαρακτῆρες καί ἐστιάζει τήν σκέψη
του στήν κατάσταση ἁγιότητας πού ἔχει περιέλθει
ἡ Οὐρανίτσα. Θέλει ἁπλά νά μᾶς τονίσει ὅτι ἡ κακία ἐξαφανίζεται καί καταρρέει, καί ὅτι μένει ἀποκλειστικά ἡ
χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγάπη του, πού χαριτώνουν ὁλάκερη τήν φύση: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι,
κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ.11,28).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου