Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον τοῦ τελευταίου θανατοποινίτη.

 

Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

 

  Λίγο μετά τήν δύση τοῦ ἡλίου καί ἡ βραδινή ρουτίνα στόν «Φάρο» καλά κρατοῦσε. Ἦταν ἄν θυμᾶμαι καλά καλεσμένος τῆς ΧΦΕ ὁ Φραγκίσκας καί ἀνέπτυσσε τό θέμα «Πρόσωπο καί ἄτομο». Τά ἔδρανα τοῦ ἀμφιθεάτρου γεμάτα, μέ μιά παρέα στά πίσω ἔδρανα νά κάθεται στά καρφιά, χωρίς τήν συνηθισμένη διάθεση γιά πειράγματα καί ἀστεϊσμούς, καί χωρίς καμιά ὄρεξη νά ἀκούσει τίποτα.     

   Σήμερα 16η Φεβρουαρίου 1968   ἡ ἡμέρα φαίνεται στιγματισμένη μέ παραλογισμό, ἀπό τήν εἴδηση ὅτι «στίς 06:50 πρωινήν,  ἐκτελέστηκε ἡ  θανατική ποινή διἀ τυφεκισμοῦ τοῦ ἰδιώτου Ἀριστείδου Παγκρατίδου τοῦ Χαραλάμπους...», γιά ἕνα ἔγκλημα πού πιθανῶς νά μήν εἶχε διαπράξει.

  Γιά τήν καρδιά τοῦ νέου, ἀνοιχτή, ζεστή, καί εὐαίσθητη,  ἄσχετα ἄν πιστεύει ἤ ὄχι, αὐτή ἡ τελευταία λεπτομέρεια εἶναι κατά μία ἔννοια ἄσχετη. Ὄχι ἐπειδή ἡ ἐνοχή ἤ ἡ ἀθωότητα εἶναι ἄνευ σημασίας, ἀλλά ἐπειδή ἕνας ἄνθρωπος θανατώθηκε.

   «Μερίμνη Τάγματος νά διατεθεῖ τό ἐκτελεστικόν ἀπόσπασμα...».
«Ἔπί πλέον να διατεθῆ εἷς λοχίας ἵνα βάλη τήν τελειωτικήν βολήν καί εἷς στρατιώτης ἵνα καλύψη δι' ὀθόνης τούς ὀφθαλμούς τοῦ καταδίκου συμφώνως τοῖς κεκανονισμένοις».

   Οἱ συζητήσεις ἔντονες. Ἀπόψεις διάφορες, ἀντίθετες, μέ ἔνθερμους ὑποστηρικτές ὑπέρ καί κατά τῆς θανατικῆς ποινῆς, συζητήσεις συνυφαίνουσες μιά ταπετσαρία ἀπόψεων, πού θεμελιώνουν τήν ἐνοχή ἤ τήν ἀθωότητα, εἷναι ὁ Παγκρατίδης ὁ δράστης,  ὅχι δέν εἶναι αὐτός, πληρώνει τήν νύφη τοῦ τάδε, πάλη μέ τον νόμο, μέ τήν συνείδηση, μέ τήν Καινή Διαθήκη, μέ το δικαίωμα τῆς  πολιτείας νά ἀφαιρέσει μιά ζωή, ποιός ἀποφασίζει, ποιός στρατιώτης μπορεῖ νά συμφωνεῖ μέ τόν ἐπαχθή νόμο νά  ἐφαρμόσει τήν σύννομη θανατική ποινή, πῶς αἰσθάνεται γι’ αὐτό,  μέ κοινό παρονομαστή αὐτῆς τῆς συζήτησης: τόν θρῆνο.

  Προσπαθούσαμε ἀνόητα νά φανταστοῦμε τί βίωσε ὁ Παγκρατίδης, οἱ δήμιοι ἐκείνη τήν στιγμή, πρίν ἀνατείλει ὁ ἤλιος, θέλησε νά τοῦ κλείσουν τά μάτια, ἦταν ψύχραιμος, δάκρυσε, λύγισαν τα πόδια του, λιποθύμησε, τό εἶχε πάρει ἀπόφαση, οἱ δήμιοι λειτούργησαν φυσιολογικά!, καλά ὁ Παγκρατίδης σκότωσε τό παίρνουμε δεδομένο, αὐτοί δέν σκότωσαν,   ἐκτέλεσαν τήν διαταγή ψυχρά, ποιός τούς ἐπέλεξε, μέ ποιά κριτήρια, οἱ στρατιῶτες πῶς ἐπελέγησαν, γιατί συμμετεῖχαν σέ μιά εἰδεχθή πράξη… Λέω ἀνόητα γιατί δέν εἴχαμε, καί δέν ἔχουμε ἰδέα τοῦ τί βιώνει καί τί ἀποτελεῖ προσβολή γιά τόν θανατοποινίτη. Ἀκόμη καί νά  προσπαθούσαμε δέν θά μπορούσαμε.  Πάντως κανένας μας δέν θά ἤθελε νά εἶναι σε καμμιά πλευρά αὐτῆς τῆς ὑπόθεσης.   

  Τό ὅτι οἱ τιμωρίες γενικά καί ἡ κάθειρξη ἀνάγονται σέ μιά πολιτική τεχνολογία τοῦ σώματος, μοῦ τό ἔδειξε πολύ λαγαρά ἡ τότε γνωριμία μου μέ τήν φυλακή τοῦ Γιεντί Κουλέ, παρά ἡ ἱστορία. Σωματική ταλαιπωρία, βασανιστήρια πού χρονολογοῦνται ἀπό πολύ παλιά, οἱ ἔγκλειστοι ἀντιμέτωποι μέ τό κρύο, τήν ἀποπνιχτική ἀτμόσφαιρα καί τόν ἀνθρώπινο συνωστισμό, τούς μουχλιασμένους τοίχους, τήν πείνα, τό ξύλο, τόν σωματικό βιασμό, τά  ἠρεμιστικά, τήν ἀπομόνωση, τά ναρκωτικά, τήν  ἐξαθλίωση, τήν οἰκονομική ἐκμετάλλευση ἐκ μέρους τῶν δεσμοφυλάκων καί μύρια ἄλλα τόσα.

  Αὐτή τήν τεχνολογία τῆς ἐξουσίας πάνω στό σῶμα, οὔτε ἡ τεχνολογία τῆς «ψυχῆς», αὐτή τῶν παιδαγωγῶν, τῶν ψυχολόγων, τῶν ψυχιάτρων, δέν κατορθώνει νά συγκαλύψει ἤ νά ἀντισταθμίσει, γιά τόν ἀπλούστατο λόγο ὅτι καί ἡ ἴδια εἶναι ἕνα ἀπό τά ἐργαλεῖα της. Ἄν οἱ νόμιμες ποινές εἶναι φτιαγμένες γιά νά τιμωροῦν τά ἀδικήματα, θα μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ὁ ὁρισμός τῶν ἀδικημάτων καί ἡ δίωξή τους εἶναι φτιαγμένοι γιά νά διατηροῦν τούς κολαστικούς μηχανισμούς καί τίς λειτουργίες τους. 

  Στά πρῶτα φοιτητικά πετάγματά μου εἶχα τήν τύχη νά γνωρίσω τόν ἀρχιμανδρίτη Ἀλέξανδρο Καλπακίδη, χαρισματικό κληρικό τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος ἔχοντας  ἀναπτύξει ἕνα εὐρύτατο δίκτυο κοινωνικῆς δράσης καί προσφορᾶς,  μέ ἐπισκέψεις σέ νοσοκομεῖα, πτωχοκομεῖα, ἄσυλα ἀνιάτων, καί τήν κρατική νευρολογική-ψυχιατρική κλινική, εἶχε πλαισιωθεῖ ἀπό ἐνθουσιώδεις φοιτητές διαφόρων εἰδικοτήτων, οἱ ὁποῖοι μέ ἔνθερμη διάθεση γιά προσφορά, ἔδιναν σεμνά τό παρόν στό δημόσιο χῶρο θέλοντας νά βροῦν, ὄχι νεφελωδῶς,  κοινό γλωσσάρι μέ τόν ἄλλον. Στήν πορεία τῶν δραστηριοτήτων τῆς ὁμάδας, πληροφορηθήκαμε κάποια στιγμή ὅτι εἶχε καί τήν θρησκευτική εὐθύνη   τῶν ἐγκλείστων  τοῦ Γεντί Κουλέ.

  Ὄχι πάνω ἀπό τρεῖς φορές εἶχα τήν ἐξαιρετική τιμή νά μέ συμπεριλάβει στήν ἀκολουθία του κατά τήν ἐπίσκεψή του στις παραπάνω φυλακές.  Ἐκεῖ  γνώρισα κάποιους ποινικούς καί ἔναν πολιτικό κρατούμενο, ὁ ὁποῖος μέ ἀντιμετώπιζε, μέ τό δίκιο του, μέ ἐπιφύλαξη. Μέ τήν πρώτη ἐπίσκεψή μου τράβηξα τό ἔνθερμο ἐνδιαφέρον τοῦ Ἀριστείδη Παγκρατίδη κάπου δέκα χρόνια μεγαλύτερου ἀπό μένα,  καί κάποιων ἄλλων ὅπως τοῦ Ἀνδρονικίδη ὁ ὁποῖος εἶχε καταδικαστεῖ ἰσόβια. Ὅλοι μιλοῦσαν μέ εὐγλωττία γιά τήν  ἀθωότητά τους,  μέ ἐξαίρεση τόν  Παγκρατίδη πού μιλοῦσε συνεσταλμένα  καί ντροπαλά, ἰδίως γιά τήν σωματική του ἐκμετάλλευση καί  τόν ψυχικό του βιασμό, ἀπό κτήνη παιδοφιλικά τῆς περιοχῆς καί τοῦτο ἀπό  τήν τρυφερή του ἠλικία.   

   Μέ εὐγλωττία  μιλοῦσε, ἐκεῖ σέ κάποιο ἡμιυπόγειο τῶν Σαράντα Ἐκκλησιῶν,  καί ὁ  κύριος στόν ὁποῖο ὁ πατήρ Ἀλέξανδρος, παρεῖχε τήν ἀγάπη του ἀπλόχερα,  πρόσφατα ἀποφυλακισμένος, γεροντάκι πιά, ἀπροσδιορίστου ἡλικίας,   ἀλλά αὐτός ἀναφερόταν στήν ἐνοχή του. Ἔλεγε ὅτι ἤθελε νά συμβιβαστεί μέ τόν πόνο πού προκάλεσε στούς ἀνθρώπους, καί νά βρεῖ κάπως ἕνα τρόπο νά τούς  ἀποζημιώσει γι’ αὐτό. Περπατοῦσε ἀργά μέ τό μπαστούνι  καί χαμογελοῦσε εὔκολα. Κάποια φορά τόν ρώτησα: τί εἶναι αὐτό που θέλετε νά γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι, νά ξέρουν γιά σᾶς; Σκέφθηκε  γιά ἕνα λεπτό κοιτάζοντας τό πάτωμα, ἔπειτα σήκωσε τό βλέμμα του καί εἶπε: «Δέν ὑπάρχουν ἀντικείμενα μιᾶς χρήσης».

  Στρατιώτης στήν Ρεντίνα τό 1975, σέ μιά ἄδεια εἰκοσιτετράωρη στήν Θεσσαλονίκη, (ἄν δέν συγχέω γεγονότα) συνάντησα τόν πατέρα Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος, μεταξύ τῶν ἄλλων, μέ πληροφόρησε, καθηκόντως ὄπως μοῦ εἶπε,  ὅτι ἡ τελευταία ἐπιθυμία τοῦ Παγκρατίδη ἦταν νά περάσει τά ἀκραῖα ὕστατά του μέ την μάνα του, τήν ὁποία ὑπεραγαποῦσε, καί ὅταν τοῦ τό ἀρνήθηκαν, πρότεινε τόν πατέρα Ἀλέξανδρο καί μένα. Φυσικά  ἐπίσημα δέν ἔμαθα τίποτα ποτέ.     

  Σήμερα θρηνῶ γιά ἕναν πολιτισμό πού ἀγριεύει κατά γεωμετρική πρόοδο, θρηνῶ πού ἡ ψευδαίσθηση τοῦ κόσμου πού ζοῦν τά παιδιά μου, ἡ νεολαία μας, δέν θά κρατήσει πολύ ἀκόμα, θρηνῶ γιά τόν Ἀριστείδη Παγκρατίδη  εἴτε εἶναι ἔνοχος εἴτε ἀθῶος, θρηνῶ γιά ἔνα πολιτισμό πού χάνει σιγά-σιγά κάθε αἴσθηση τοῦ τί εἶναι ζωή, καί ἀπό ποῦ προέρχεται καί γιατί ὑπάρχει. Θρηνῶ ἀκόμα καί γιά τό ὅτι δέν ξέρω πῶς νά θρηνήσω σωστά.  

 

      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου