Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

Σπουδή στο ποιητικό μέρος του βιβλίου « Η Οδύσσεια ενός λυράρη».

 

Γράφει ο Βασίλης Δαμιανάκης

 

  Σεβαστοί πατέρες, κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες, εκλεκτή

ομήγυρης,

   Έχουν περάσει περίπου σαράντα χρόνια απ’ όταν πρωτοπέρασα την πόρτα της οδού Έβανς 27 στο Ηράκλειο, για να ξεκινήσω τα μαθήματα λύρας, έχοντας δάσκαλο τον καταξιωμένο κρητικό καλλιτέχνη, Μιχάλη Τζαγκαράκη. Ήταν μεγάλη ευλογία η μαθητεία μου κοντά σε ένα τέτοιο δάσκαλο. Κατά την πενταετία της μαθητείας μου αυτής, ο δάσκαλος εκτός από τα κλασικά τραγούδια και τους κρητικούς σκοπούς που με δίδαξε, -ευτυχώς-με δίδαξε και πολλά από τα δικά του τραγούδια. Μια φορά λοιπόν την εβδομάδα, χειμώνα – καλοκαίρι, ερχόμουν από τους Αποστόλους της Πεδιάδας και τα Σαββατιάτικα πρωινά ήταν γεμάτα μουσική. Εδώ πρέπει να σημειώσω, ότι ήμουν ο μοναδικός από τους μαθητές που ο δάσκαλος, ό,τι τραγούδι με μάθαινε να παίζω στη λύρα, ταυτόχρονα με μάθαινε και να το τραγουδώ. Θυμάμαι ότι ήταν σωστός γλωσσοδέτης το τραγούδι του, το χασαποσέρβικο « Τρεζοκόπελο », όταν το μάθαινα. Το μάθαινα βέβαια ναι μεν χάρη στην υπομονή του δασκάλου, αλλά και πολύ μάλλον δε, επειδή και κόρη καφετζή στο χωριό μου με το όνομα Μαριώ υπήρχε, μα και τρεζοκόπελο με είχε καταντήσει, αποτελώντας τον πρώτο μου εφηβικό, ερωτικό πόθο …

   Ξεφυλλίζοντας λοιπόν κανείς το βιβλίο του αγαπημένου μου δασκάλου, Μιχάλη Τζαγκαράκη, γίνεται ταξιδευτής εμπειριών της καλλιτεχνικής του διαδρομής, που με τον δικό του γλαφυρό τρόπο μας κρατά σε αγωνία διαβάζοντάς το.

   Πρόκειται για ένα πόνημα που εκτός από την κατάθεση ψυχής, πλήθους εμπειριών της καλλιτεχνικής του πορείας, ως μουσικού, συνθέτη, τραγουδιστή και δασκάλου, μας παραδίδει ταυτόχρονα έναν ποιητικό θησαυρό που αποτελείται από 4.500 περίπου στίχους. Μαζί με την τεράστια δισκογραφική παρακαταθήκη που έχουμε υπόψη μας, σήμερα μέσα από το εξαίρετο σύγγραμμά του, παραλαμβάνουμε και τους στίχους που ο ίδιος έγραφε για τις ανάγκες των τραγουδιών που συνέθετε.

   Αν ανατρέξουμε στις σελίδες του βιβλίου του, θα διαπιστώσουμε ότι οι γραμματικές γνώσεις του Τζαγκαρομιχάλη περιορίζονται σε αυτές της στοιχειώδους εκπαίδευσης του Δημοτικού σχολείου, που και σε αυτό η φοίτησή του ήταν ελλιπής, καθώς ο πατέρας του ο Ηρακλής δεν επέμενε στο να πηγαίνει στο σχολείο. Έτσι όπως αναφέρει ο ίδιος, τον έστελνε να βοσκήσει την κατσίκα τους, λέγοντάς του ότι η κατσίκα θα του έδινε γάλα να πιεί, ενώ το σχολείο τίποτα. Κι εκεί, στη μητέρα φύση, εμπνέεται από το φυσικό περιβάλλον, τον ήχο του αέρα, το κελάηδημα των πουλιών κι αρχίζει να παίζει μπουκόλυρα (λύρα με το στόμα), κρατώντας δυο ξύλα.

  Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά κι ας αναρωτηθούμε. Πού οφείλεται αυτή η κλήση του συγγραφέα; Πώς καταφέρνει να ξεδιπλώσει αυτό το μουσικό ταλέντο κι αυτή την ικανότητα να γράφει με τόση ευχέρεια στίχους που να ντύνουν τα τραγούδια που ο ίδιος γράφει;

   Κατά την προσωπική μου ταπεινή άποψη σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι είναι παιδί Μικρασιάτισσας και μάλιστα Σμυρνιάς στην καταγωγή. Αυτή του δίνει τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα, όπως ο ίδιος αναφέρει στο βιβλίο του. Είναι η μητέρα που κουβαλά τον πόνο των ανθρώπων εκείνων, που ήρθαν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, μα που ποτέ δεν ξέχασαν τις ρίζες τους. Θυμάται ο ίδιος τη μάνα του πότε να του τραγουδά Σμυρνέικα τραγούδια και πότε μοιρολόγια. Στο τέλος κλαίγανε μαζί. Η μάνα του θυμόταν τον δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς και τη δικιά της αλησμόνητη πατρίδα κι εκείνος έκλαιγε, γιατί το κλάμα της μάνας του δεν τον άφηνε ασυγκίνητο.

  Καθοριστικής λοιπόν σημασίας για την καθ’ όλα ευαίσθητη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσής του είναι αφ’ ενός μεν τα παιδικά βιώματα με τη μάνα του, αφετέρου δε η σχέση του με τον λυράρη πατέρα του, Ηρακλή Τζαγκαράκη.

  Χωρίς όπως προαναφέρθηκε να έχει ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις, στο διάβα της ζωής του, θα γνωρίσει τη Θεσσαλονικιά. Θα την ερωτευτεί και θα της γράψει σχετικά: «Αποτελώ εξαίρεση στο γενικό κανόνα – όλοι αγαπούνε Κρητικές κι εγώ μια Μακεδόνα ». Τον ερωτεύεται κι εκείνη και μέσω του πατέρα της, δέχεται πρόταση να πάει στη Θεσσαλονίκη και να ζήσει με την κόρη του, εννοώντας βέβαια να την στεφανωθεί. Αρνείται όμως να εγκαταλείψει τη λύρα και την Κρήτη. Ωστόσο ακολουθεί την σημαντικότατη συμβουλή της Θεσσαλονικιάς, η οποία μορφωμένη καθώς ήταν, του προτείνει να διαβάσει συγκεκριμένα βιβλία, ώστε να βελτιώσει το λεξιλόγιο και την έκφρασή του. Επηρεασμένος από τη συμβουλή της Θεσσαλονικιάς, αρχίζει το διάβασμα και βελτιώνεται αρκετά ο ποιητικός του λόγος. Η διαφορά δεν άργησε να φανεί κι έτσι όπως ο ίδιος γράφει στο βιβλίο του, σήμερα μπορεί να γράψει καλύτερα από πολλούς γραμματισμένους…Πληγωμένος από το χωρισμό του με τη Θεσσαλονικιά, αργότερα θα της γράψει και θα της αφιερώσει το τραγούδι «Χωρισμός» σε ρυθμό καλαματιανό. Χωρισμέ σκληρέ η αγάπη σε φωνάζει δολοφόνο, γιατί μου’ δωσες την πίκρα, το μαράζι και τον πόνο.

    Κι αφού γνωρίσαμε τις δυο μούσες, τη μητέρα του και τη Θεσσαλονικιά, που επηρέασαν και ενέπνευσαν τον συγγραφέα, ώστε να καταξιωθεί στις συνειδήσεις όλων μας ως ένας αξεπέραστος καλλιτέχνης, που μπορεί όσο κανένας άλλος να επηρεάζει το κοινό, συνδυάζοντας επάξια τη στιχουργική με τη μουσική του ικανότητα, επιτρέψτε μου να σταθώ στην τρίτη μούσα, που η συμβολή της στη ζωή του συγγραφέα είναι τεράστια. Πρόκειται για τη σύζυγό του Μαρία Τσατσάκη. Στην αναφορά του για εκείνη αναφέρει μεταξύ άλλων: «…με την υπομονή της κατάφερε να μου γιατρέψει όλες τις παλιές πληγές μου . Η Μαρία μου συναρμολόγησε τα κομμάτια της διαλυμένης μου ζωής και μου χάρισε δυο πολύτιμα δώρα. Το ένα είναι η οικογενειακή ευτυχία και το άλλο είναι που μου χάρισε έναν γιο, τον Μάνο και νιώθω πολύ υπερήφανος γι’αυτόν».

   Ο Μιχάλης Τζαγκαράκης γράφει κατά κύριο λόγο σε μέτρο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο με ομοιοκαταληξία, αλλά και χωρίς ομοιοκαταληξία. Γράφει και σε άλλα μέτρα, ανάλογα με τις απαιτήσεις των τραγουδιών που ο ίδιος συνθέτει. Δε θα ήταν υπερβολή να χαρακτηριστεί το έργο του πολυδιάστατο, αφού αν το μελετήσουμε και το αξιολογήσουμε λεπτομερώς, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχει πτυχή της καθημερινότητας που να μην την έχει αναδείξει στιχουργικά. Στο βιβλίο του εξαντλεί όλα τα είδη. Γράφει μαντινάδες ιστορικές, θρησκευτικές, κάλαντα μαντινάδες, της ξενιτιάς, του ερωτισμού, του χάρου, πάμπολλες σατιρικές, του γάμου, της βάφτισης, πεισματικές κλπ. Γενικά δεν νομίζω να υπάρχει είδος που να μην έχει καταπιαστεί. Εξυμνεί τη λατρεμένη του Κρήτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα : « Κρήτη πηγή τσι λευτεριάς, φλέβα τσι Ρωμιοσύνης, είσαι θεμέλιο τσι ζωής κι αθάνατη θα μείνεις». Ως φλογερός πατριώτης προκαλεί εθνική αφύπνιση με το τραγούδι του για τη Μακεδονία, όταν τα γεγονότα επηρεάζουν τις εξελίξεις : « Δεν υπάρχουν στον κόσμο δυο ήλιοι ένας ήλιος φωτίζει τη γη μας, μία είναι και η Μακεδονία, μία μόνο και είναι δική μας ».

  Άξιος συνεχιστής του Κώστα Μουντάκη, ο Τζαγκαρομιχάλης καθίσταται εξίσου ένας αδιαμφισβήτητα καταπληκτικός ριμαδόρος. Τούτο συμπεραίνει ο εκλεκτός του φίλος εκ Ρεθύμνης, Μανόλης Παπυράκης. Οι ρίμες ως γνωστόν είναι έμμετρες αφηγήσεις περιστατικών, όπου εδώ ο ποιητής χρησιμοποιεί το δεκαπεντασύλλαβο μέτρο με ομοιοκαταληξία ή και χωρίς. Ρίμες όπως το «Λεφτά να δεις Μιχάλη», «Το ξυλίκι» και πολλές άλλες. Θα σταθώ λίγο στη ρίμα του ο «Φιλάργυρος». Εδώ έχουμε την περίπτωση της διδακτικής ποίησης με τον ίδιο να θεολογεί χωρίς να το γνωρίζει. Περνά το μήνυμα της ματαιοπονίας των ανθρώπων, που έχουν σαν στόχο την αύξηση των υλικών αγαθών. « Ανάθεμά τα τα λεφτά τον άνθρωπο χαλούνε, γιατί αν έχει κι ανθρωπιά αυτά την αφαιρούνε. Τι να τα κάνεις τα λεφτά σπίτια και περιουσίες, άμα δεν έχει ο άνθρωπος τσ’ατομικές του αξίες ».

  Με ένα αρκετά πλούσιο λεξιλόγιο ο Τζαγκαρομιχάλης δεν είναι μονότονος. Έχει την ικανότητα να σε κάνει να κλάψεις και να γελάσεις μέσα από την αυθεντικότητα που διέπεται ο ποιητικός του λόγος. Μεγάλο μέρος του ποιητικού του έργου είναι το σατιρικό. Για το γέλιο που έχει ανάγκη ο άνθρωπος γράφει ο ίδιος: « Το γέλιο είναι στη ζωή φάρμακο και βοτάνι και το’χει ανάγκη ο άνθρωπος τον πόνο του να γιάνει. Γι’αυτό το γέλιο όποιος μπορεί στον άνθρωπο να δίδει, γιατί πονεί και φάρμακο το κάνει και το πίνει». Γράφει παράλληλα και σατιρικά θεατρικά δρώμενα σε μέτρο δεκαπεντασύλλαβο με ομοιοκαταληξία, όπως για παράδειγμα το έργο «Του Κουτρούλη ο γάμος ». Στο συγκεκριμένο έργο μία απροσπέλαστη κορύφωση είναι το σημείο που ακούμε: « Γαμπρέ η νύφη έρχεται, σφίξε το πατελόνι, γιατί αργά θα βάλετε τα ζούμπερα στ’ αλώνι».

  Η ιδιαίτερη δυναμική του στίχου και της μουσικής του δασκάλου, βλέπουμε να λειτουργεί και καταλυτικά με χαρακτηριστικό παράδειγμα το γλέντι με συνεργάτη τον αείμνηστο λαουτιέρη και τραγουδιστή Νίκο Μανιά, που άφησε εποχή. Με μια κίνηση «ματ» θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Τζαγκαρομιχάλης, καταφέρνει και προλαμβάνει τα χειρότερα. Εξαιτίας μιας παρεξήγησης, ξέσπασε άγριος καυγάς με τις καρέκλες να εκτοξεύονται αμφότερα και να δημιουργείται μεγάλη ένταση. Σαν από μηχανής θεός ο Τζαγκαρομιχάλης θυμήθηκε το τραγούδι που είχε γράψει και που θεώρησε ότι ήταν κατάλληλο για την περίσταση. Αρπάζει το μικρόφωνο κι αρχίζει σε ρυθμό καλαματιανό: « Χωριανοί, ε…χωριανοί, όφου κι ίντα θα γενεί, Στο όνειρό μου οψές το είδα πως θα βγάλομε σταφίδα». Η φασαρία σταμάτησε και το γλέντι συνέχισε με το Μανιά αργότερα να δίνει συγχαρητήρια στο δάσκαλο για την καίρια και αποτελεσματική μουσική παρέμβασή του….

  Φίλοι και φίλες, θέλοντας και μη σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, ο Τζαγκαρομιχάλης παραμένει επίκαιρος, διαχρονικός και ρεαλιστικότατος, μέσα από το τεράστιο ποιητικό του έργο. Τα πολιτικοοικονομικά σκάνδαλα που πάντα υπήρχαν στη χώρα μας δεν τον άφησαν ανεπηρέαστο. Στο δίσκο που τιτλοφορείται Γεια σου Ελλάδα-Κρητική Σάτιρα συμπεριλαμβάνεται το έντεχνο τραγούδι του « Γεια σου Ελλάδα » με εμβατηριακή μουσική και μοναδική ενορχήστρωση, όπου ο ποιητής ξεσπά με τον δικό του τρόπο: «Γεια σου Ελλάδα, γεια σου Ελλάδα που σ’ έχουν κάνει χώρα κλεψιάς, χώρα της μίζας, της ανεργίας, της αδικίας και της ψευτιάς. Γεια σου Ελλάδα που πάντα οι ίδιοι σε κυβερνούνε πρωθυπουργοί κι ο ένας βρίχνει άδεια ταμεία κι ο άλλος βρίχνει καμένη γη».

  Αυτός είναι φίλοι και φίλες ο Μιχάλης Τζαγκαράκης. Ο οικουμενικός ποιητής, ο ποιητής της καρδιάς μας, ο ποιητής που εκφράζει τον καθένα μας ξεχωριστά μέσα από τους στίχους και τη μουσική του. Ο ποιητής του απανταχού Ελληνισμού, που δεν περιορίζεται μόνο στην Κρήτη, αφού δε γνωρίζει σύνορα κι ανοίγεται και τους αγκαλιάζει όλους.

   Συμπερασματικά, επειδή πραγματικά πρόκειται για ένα έργο τεράστιο, που δεν μπορεί να αξιολογηθεί επαρκώς κατά τη διάρκεια μιας βιβλιοπαρουσίασης, ο ίδιος ο αναγνώστης θα το κρίνει και θα αποκομίσει πολλά και σημαντικά οφέλη διαβάζοντάς το. Εκτός από τις εξαιρετικές ποιητικές συλλογές που υπάρχουν και που έχουν μελοποιηθεί κατά καιρούς από τον ίδιο, προσφέρει συνάμα και στην έρευνα πάνω σε θέματα που αφορούν την ιστορία της κρητικής μουσικής παράδοσης. Συγχαρητήρια στον ίδιο τον συγγραφέα για το θησαυρό που μας παραδίδει, στους έχοντες την επιμέλεια της έκδοσης, αλλά και στην ίδια την Περιφέρεια της Κρήτης που  δέχθηκε να αναλάβει την χρηματοδότηση, ώστε να τυπωθεί το εν λόγω βιβλίο. Σίγουρα θα είναι ένα κόσμημα για κάθε βιβλιοθήκη.  Σας ευχαριστώ

 

 Η ομιλία έγινε στα πλαίσια της βιβλιοπαρουσίασης του βιβλίου « Η Οδύσσεια ενός λυράρη» του Μιχάλη Τζαγκαράκη, στις 16/9/2025, στην αίθουσα διαλέξεων της Ενορίας Γενεσσίου της Θεοτόκου, Μπεντεβή Ηρακλείου Κρήτης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου