Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

ΣΑΤΙΡΑ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ....Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

 

     της Ελισάβετ. Δ. Δημοπούλου

 

"Εγώ, Γεώργιος Σουρής,

ιππότης του Σωτήρος

και Χιώτης διαβολόλωλος,

αστείου χαρακτήρος,

επιχειρώ να σας ειπώ

ξηρώς και εν συντομία,

τα μάλλον σπουδαιότερα

του βίου μου σημεία,

προτού οι 'ολα μ' ανατάμουν

κι εις όλην την υφήλιον...

ΡΕΝΤΙΚΟΛΟ με κάμουν..."

                  * * * *

 

                 Η ΣΑΤΙΡΑ

Λυρισμός είναι η μορφή του λόγου, η ποιητική, η πλούσια, η γοητευτική  που ελευθερώνει το "εγώ". Το λυρικό ποιητικό "εγώ"  έχει υποκειμενική οπτική. Εκφράζει ιδέες, έντονα συναισθήματα, σκέψεις και "υποκειμενική" εμπειρία, μέσα από πληθώρα εκφραστικών μέσων και με συναισθηματικά φορτισμένο τρόπο, με "ποιητικότητα", τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία.

 Σάτιρα, (λεξικό δάνειο απ' τη λατινική γλωσσα-satira satura=κορεσμός, ποικιλία),είναι είδος του λυρισμού, με την έννοια ότι κάποιες φορές στέφεται προς το "εγώ", προς το  "εντός", προσπαθώντας να εκφράσει σκέψεις και ιδέες ,μέσα όμως σ' ένα "επικοινωνιακό κενό", που δίνει την  αίσθηση πως " προσπερνά " το ακροατήριο και "εξατομικεύει" το συναίσθημα, το κάνει τόσο δικό της, τόσο ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, ώστε να μη γίνεται αντιληπτό. Η σάτιρα όμως, στη μορφή της την ατόφια, στρέφεται προς τα "έξω ",προς το "γύρω",...πάει προς τα πράγματα, προς τα αντικείμενα, προς τα πρόσωπα που μας περιβάλλουν. Πάει προς την κοινωνία, απ' όπου δέχεται τις εντυπώσεις...και  απομακρύνεται πια απ' το λυρισμό. Γίνεται ποιητικό είδος ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, που στην  πλέρια ολοκληρωμένη μορφή του στέκεται στις παρυφές του" αντικειμενικού λυρισμού." Τ' απλά φανερώματα του συναισθήματος συνταιριασμένα με το στοχασμό, φτάνουν στην υπερβολή, χωρίς να χωρίζεται απ' τη νόηση...θεμέλιο και βάθρο της σάτιρας. Αν κάπου ο "υποκειμενικός" λυρισμός  προβάλλει αξιώσεις πάνω στη σάτιρα, αγγίζει, στη λογοτεχνία, τα όρια της παρακμής.

Η σάτιρα υπερασπίζεται κάτι και πολεμά το αντίπαλό του. Υπερασπίζεται μιαν ιδέα και πολεμάει μιαν άλλη,παίρνει το μέρος μιας κοινωνικής η πολιτικής ομάδας και στέκεται απέναντι στις άλλες. Ασχολείται αποκλειστικά με τον άνθρωπο και με τα "ανθρώπινα", με διάθεση να ψέξει,να μειώσει ,να επικρίνει,να διακωμωδήσει κι όχι να επαινέσει η να εξάρει.Έχει στενές σχέσεις με την κριτική,με τη δυσμενή κριτική.Χαρακτηριστικά της ...η παρωδία,η υπερβολή,η σύγκριση,η αναλογία,η ειρωνεία,η διάθεση η σκωπτική...

 Όσο κι αν φαίνεται ο λόγος ο σατιρικός αρνητικός, ενεργεί με αγάπη για τον άνθρωπο και την κοινωνία και πασχίζει για το καλό...για τη βελτίωση . Η "κακία" στο λόγο είναι αδύνατο να προκαλέσει θετικό αισθητικό αποτέλεσμα .  Η τέχνη, η σατιρική, είναι  καθαρά ανθρωποκεντρική και διαποτίζεται από βαθιά ανθρωπιά ...δεν κακομεταχειρίζεται τους ήρωές της.

 Κι η σάτιρα, σαν κομμάτι του "αντικειμενικού " λυρισμού, δικαιώνεται απόλυτα, όταν δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα άτομα και πρόσωπα, αλλ' απλώνεται σε ομάδες, σε σύνολα κι ανθρώπινες κοινωνικές καταστάσεις.  Όσο μικρότερη κι επιπολαιότερη είναι η ακτινοβολία του ατόμου πάνω σε κοινά σύνολα, τόσο σπανιότερα δίνει λαβή για σάτιρα σαρκαστική και δηκτική. Το απομονωμένο, το μοναχικό άτομο, όσο κωμικό κι αν είναι,  θα εμπνεύσει την αθώα σάτιρα...

 Πείραγμα...εδώ ο χώρος μπερδεύεται με την ευθυμογραφία, που παρά τις συγγένειές της διατηρεί την αυτοτέλειά της και ασχολείται με φαιδρά πρόσωπα, φαιδρές εκδηλώσεις, που πάνε να γίνουν τύποι καθολικοί. Το "πείραγμα" είναι ευχάριστο, απαλό κι αθώο...σκοπός του είναι η διασκέδαση, η τέρψη  κι ο τύπος του καθορίζεται απ' την επικαιρότητα. 

Η καθ' αυτή σάτιρα ενδιαφέρεται να προκαλέσει αγανάκτηση ,απέχθεια ανθρώπων ,συμβόλων, καταστάσεων κοινωνικών και πολιτικών. Παίρνει στάση αρνητική απέναντι στο αντικείμενό της κι αυτή η άρνηση είναι το κύριο χαρακτηριστικό της. Αρνιέται τη συντήρηση και την οπισθοδρόμηση ,εμπνέει αγάπη για το νέο ,απέχθεια για το παλιό, το ξεπερασμένο, το βλαπτικό. Αυτή" η πάλη "κάνει έντονο τον κοινωνικό της ρόλο. Η "καθαρή σάτιρα", όπως και  ο "αντικειμενικός λυρισμός" λατρεύουν τον ορθολογισμό, ενώ ο" υποκειμενικός λυρισμός "ακουμπάει ολάκερος στο συναίσθημα.

 Οι σατιρικοί ποιητές είναι έξοχα κοινωνικοποιημένα άτομα, ολοκληρωμένα, που ενδιαφέρονται για τα κοινά, παίρνουν μέρος στις κοινωνικές ζυμώσεις, είναι συνειδήσεις εξαιρετικά ευαίσθητες στις ιστορικές στιγμές, με πλούσιο διανοητικό κόσμο, εξαιρετικοί στοχαστές με μεγάλες εκφραστικές δυνατότητες. Ο μεγάλος ποιητής Κ. Παλαμάς στα πρώτα κριτικά του δοκίμια αναφέρει πάρα πολύ εύστοχα: "Το σατιρικό είδος είναι εκ των ειδών της ποιητικής τέχνης  το μάλλον εγγίζων προς τον πεζόν Λόγον. Εκεί είναι γνησίως ποιητική η σάτιρα, όπου παρουσιάζεται ως το περίσσευμα της λυρικής διανοήσεως, ως η παρέκβασις της δημιουργικής αιθεροδρομίας ."

    ΜΕ  ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ...ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ... 

 Δύο χιλιάδες και πάνω χρόνια χρειάστηκαν για να ξαναγεννηθεί σε τούτον τον τόπο ο Αριστοφάνης, χρόνια  που διάβηκαν μαζί με κύματα από συμφορές, κατακτήσεις, διωγμούς, εξοντώσεις αυτού του Έλληνα λαού, του γεννημένου  απ' το φως, του πλασμένου για την τέχνη και τη φιλοσοφία .Τόσα συγκρατητά χρόνια χρειάστηκαν, για να ξαναδεί το φως ένας ποιητής, που μόνο με τον Αριστοφάνη συνταιριάζεται. Ο Γεώργιος Σουρής. Κι ας μη φανεί αυθαίρετη και τολμηρή τούτη η ταύτιση. Το έργο του Σουρή σε ποιότητα και όγκο, σε αντικειμενικό στόχο και σε πλούτο, μόνο με το έργο του μεγάλου δραματικού ποιητή της αρχαιότητας  συγκρίνεται .

  Ο Σουρής "δεν επιζητεί να καλοπιάσει τ' αυτιά μας, να καλλωπίσει το λόγο, αλλά να τον τεμαχίσει, ώσπου να ξεπηδήσει η αλήθεια, ολοζώντανη όχι μόνο της εποχής, αλλά κι ολόκληρης της σημερινής Ελλάδας." Χρονογραφεί και δημοσιογραφεί την εποχή του ως ένα σημείο. Μέσα απ' τα κείμενά του διαπερνά το χρόνο και φτάνει ως εμάς επίκαιρος από ποτέ.  Παραμένει στα γράμματά μας ένα φαινόμενο παράξενο ,μια μορφή που η γραμματολογία μας δεν της έχει δώσει ακόμα τη θέση που της αξίζει.  Όλο το έργο του είναι σωσμένο, όλα τα φύλλα του "Ρωμηού"...έχουμε τα άπαντά του ...μα  εκείνη η ..."αναστήλωση ", η πραγματική τοποθέτηση, περιμένει  ακόμα το νέο  συγγραφέα της.  Αληθινή κριτική και πλήθος από  μελετήματα έχουν γραφτεί κατά καιρούς, ανεπαρκή μπροστά στον τεράστιο όγκο του έργου του.

  Οι σημερινοί νέοι ξέρουν το Σουρή από λίγους στίχους, που πέρασαν στο στόμα του λαού σαν σκώμμα και σαν καταλαλιά... δεν μπορούν να αισθανθούν τη μεγαλοσύνη της προσφοράς του. Ο ίδιος, σατιρίζοντας τους στίχους του, δείχνει το μεγαλείο της ψυχής και του στοχασμού του... 

" Εμπρός πεζοί μου στίχοι, φανείτε τυπωμένοι , /να σας διαβάζουν όλοι και να σας τραγουδούν ,/άλλ' όμως ποιος γνωρίζει τι τύχη σας προσμένει,/ τι χέρια θα σας πιάσουν ,τί μάτια θα σας δουν;

 Εις ένα κι άλλο μέρος με στόμφο θα σας κρίνουν, /εδώ θα σας τρομάζουν ,θα σας πετούν εκεί ,/τι σχόλια και κρίσεις απάνω τους θα γίνουν /και τι δεν θα σας ψάλλουν καμπόσοι κριτικοί.

 Αυτά θ 'ακούτε κι άλλα .Ω !στίχοι μου καημένοι ,/θα σας υμνεί εκείνος ,αυτός θα σας οικτίρει,/ίσως ποτέ η δόξα με άνθη θα σας ραίνει ,/μα ίσως και τυλίξουν με σας τουλουμοτύρι..."

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ του Χριστοφόρου 

 Η Ερμούπολη της Σύρου ,στα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν λιμάνι ξακουστό, το μεγαλύτερο της Ελλάδας, με εμπορική  κίνηση τρανή, με ναύσταθμο, με Όπερα και Δημοτικό Θέατρο ,με Ωδείο και  σχολειά, με λεβέντες καραβοκύρηδες,  με κυράδες λιγερόκορμες, ζωγραφιές  πολύχρωμες, της ματιάς περίχαρο ξάφνιασμα, της ψυχής ελπιδοφόρα  προσμονή για μια νέα γέννα, στης  ζωής την προσταγή, στης φύσης την ορμήνεια...όλα πάλεμα ευλογημένο, ανθρωπινό,τυλιγμένο στης Ανάγκης τ'αδράχτι.

...Φλεβάρης ήταν, στα 1853,που ο κυρ Χριστόφορος, ο εμπορευάμενος, απόχτησε το γιο, που λαχταρούσε... Γιώργο...θα τον ονομάτιζαν κι οι γονιοί  λαχταρούσαν νάναι προικισμένος, απ' το Θεό, μ' όλα τα χαρίσματα, μ' όλα τα πλουμίδια μιας ψυχής, μιας  ζήσης αχτινοβόλας... σύντροφοι και παραστάτες στο μικρό διαβατάρη της νιόφερτης χαράς.

...Μικροαστική οικογένεια,σεβαστή, οι Σουρήδες κατάγονταν απ' τα Κύθηρα... ο Γιωργάκης  αργότερα μπερδεύονταν  με τις ρίζες του ...τις συριανές και τις ..τσιριγώτικες κι ύστερα με τις...χιώτικες, όταν η Μοίρα  τούδωσε για συντρόφισσα μιαν όμορφη  Χιώτισσα.

"Κατ' αλλους είμαι γέννημα

της ηρωίδος Χίου

και λέγουν πως εξ ευγενούς

κατάγομαι στοιχείου,

πλην άλλοι παραδέχονται 

πατρίδα μου την Σύρον

και άλλοι περισσότεροι 

την νήσον των Κυθήρων...

Αλλά εγώ επιθυμώ 

να είμαι πάντα Χιώτης,

μα κάποτε και Συριανός

και έσθ ότε Τσιριγώτης..."

 Η Μοίρα των "εμπορευάμενων"... προαιώνια γνωστή, πότε μ' άνθηση οικονομική κι άνεση στο σπίτι και πότε με μιζέρια, αγωνία για το αύριο, ακόμα και στέρηση ...και πείνα.  Όμως, ο κυρ Χριστόφορος έκανε όνειρα για το γιο του ...το καμάρι του...ήθελε να τον σπουδάσει, να τον δει άνθρωπο σπουδαίο, κληρικό μεγάλο...και γιατί  όχι...και δεσπότη! Κι έτσι ο Γεώργιος ακολούθησε στο νησί του τις "εγκύκλιες " σπουδές και μια μέρα, λιόλαμπρη,...το απολυτήριο  του Γυμνασίου, σε μια πλουμιστή κορνίζα, στόλισε τον τοίχο της σάλας...

Η αγωνία του πατέρα, να δει το γιο του σπουδαίο, τον κάνει να πάρει μιαν απόφαση σοβαρή...μεταφορά της  "εμπορικής του δραστηριότητας" στην Αθήνα, αλλαγή σπιτιού...κι οι σπουδές  του Γεωργίου, εξασφαλισμένες, μιας κι οι πατρικές  δουλειές ήταν ...ανθηρές κείνη την εποχή.

 Όμως, μια παράτολμη πράξη, μια άστοχη σκέψη.  φέρνει τη χρεοκοπία κι οι σπουδές φαντάζουν πια μακρυνές...η θύρα, η σκοτεινή, της στέρησης... ορθάνοιχτη πια... Κι αν κάποιος δει τούτη τη συμφορά, από μιαν άλλη μεριά, θα νοιώσει τη νομοτέλεια, της Μοίρας το σημάδι... η χρεοκοπία μας έδωσε έναν μεγάλο  Ποιητή, ενώ...το ράσο, που τόσο απεχθάνονταν ο Συριανός έφηβος, θ' άφηνε πίσω του έναν άνθρωπο αποξεχασμένο, μ' αμφίβολη πορεία...

 Η Θεολογική σχολή, προς το παρόν, ξεχνιέται κι ο Γεώργιος, τρυφερούδι, με μια ψυχή ανταριασμένη από μιαν  αντάρα άψαχτη κι ανεξήγητη, παίρνει το δρόμο της ξενιτιάς, στήριγμα των γονικών του. Βρέθηκε στη Ρωσία ,κοντά σ' ενα μεγαλέμπορο, φίλο του πατέρα του, να  δουλεύει γραμματικός κι υπάλληλός του...Και τα χρόνια περνούσαν, κατά το συνήθειο τους να περνούν κι ο νεαρός Γεώργιος, χωμένος πίσω απ' τον πάγκο των δημητριακών...έγραφε κι έσκιζε, στίχους και στιχάκια, σκέψεις κι ονειρέματα ακουμπισμένα, άτσαλα, στο μπακαλόχαρτο ...Τα βράδυα, στην παγωμένη σοφίτα του, στις νύχτες τις "λευκές", διάβαζε ό,τι τούπεφτε στο χέρι...διάβαζε κι ο νους του έτρεχε στην πατρίδα, τους γονιούς, τους φίλους, τις αγαπημένες γωνιές...κει που τρύπωνε, για να κρυφογράψει αράδες με στιχάκια, που ξέφευγαν απ' την ψυχή του άταχτα, ξέφρενα, χωρίς σταματημό.

Στο κεφάλι του ένα μελίσσι βουερό... λέξεις, ιδέες, στοχασμοί, δροσάτες  ονειροφαντασιές. Μήτε καλός γραφιάς έγινε ο Γεώργιος, μήτε κι έμπορος καλός... στο μυαλό του η φυγή.

 "Ω! πόσο μεταβάλλονται

 άι τύχαι των θνητών !

 έσχατοι οι πρώτοι γίνονται

κι οι τελευταίοι πρώτοι,

γι' αυτό κι εγώ,   το κόσμημα

των τόσων ποιητών,

ήμουν υπάλληλος ποτέ

σιταρεμπόρου Χιώτη....

......

Κι εγώ, εν μέσω μυκηθμών

και χτύπων παραφρόνων,

επέβην πλοίου Ρωσικού,

με τόσας συγκινήσεις

και έφυγα, καθώς ο Λωτ

τας φλόγας των Γομόρρων,

χωρίς καν χαίρε ύστατον

να πω της ...μαγειρίσσης..."  

 Επιστροφή στην Αθήνα, στο αντάμωμα των γονικών του που έχουν ορθοποδήσει κάπως οικονομικά. Το όνειρο των σπουδών πάντοτε παρόν, αλλά...μακρυά απ' τη θεολογία...θέλει να γίνει φιλόλογος. Γράφεται στη  Φιλοσοφική, μελετά, "σκαρώνει" ακατάπαυστα στίχους και δουλεύει  σ' ενα συμβολαιογραφείο, περήφανος  κι ανεξάρτητος.  Η Αθήνα, τότε, με τη μικρή της έκταση και τους κατοίκους της, έχει μια πνευματική ζωή αρκετά ανθηρή. Οι εφημερίδες πλήθος και στα "φιλολογικά καφενεία" δίνουν και παίρνουν "οι συζητήσεις, οι διαφωνίες, τα καυγαδάκια, τα φιλιώματα, οι αγκαλιές...παρών κι ο νεαρός Σουρής. Και κάποια μέρα αποτολμά να δείξει  τα " πονήματά" του, δεν τολμά να τ'  αποκαλέσει "στίχους", σε μεγάλους  δασκάλους της εποχής...το Δροσίνη, το Γαβριηλίδη ,τον Κονδυλάκη... Κείνος όμως, που ενθουσιάζεται και τον παρακινά να γράψει και να εκδώσει  τα έργα του, είναι ο συγγραφέας της  "Πάππισας Ιωάννας", Εμ.Ροΐδης, αυτός  ο καθαρευουσιάνος...ο βαθιά δημοτικιστής.

 Ο Γεώργιος εκδίδει το πρώτο του ποιητικό  βιβλίο με τίτλο" Εγώ στη  Ρωσία", ένα παράξενο βιβλίο, ένα έμμετρο οδοιπορικό, όπου κυριαρχεί το σατιρικό πνεύμα, μια διάθεση αυτοκριτικής, μια πικρή ειρωνεία για τον ίδιο  και για τη μοίρα όλων των αναγκεμένων ,που παίρνουν το δρόμο τον πικρό της ξενιτιάς.

"Επανελθών στην πάτριον

αμέσως ενθυμήθην,

πώς είχεν μέγα δίκαιον

ο κύριος Απόλλων 

και τότε το εμπόριον 

παρέδωσα εις λήθην

και προς τας Μούσας έστρεψα

τον έρωτα μου όλον"...

 Όλα τα προλαβαίνει η ματιά του, όλα τ' αφουγκράζεται, όλα τα νοιώθει. Κι έρχεται η στιγμή των πτυχιακών εξετάσεων...κι ο Γεώργιος Σουρής του  Χριστοφόρου απορρίπτεται!!! Μια αποτυχία αναπάντεχη, όχι όμως κι ανεξήγητη, γιατί ο Ποιητής έγραφε στη  δημοτική κι απαντήθηκε με το στείρο πνεύμα του καθηγητή των Λατινικών  και του καθηγητή της...Μετρικής!!! Αυτός ,ο ποιητής ο τόσο πλούσιος, ο  θαυμαστός γνώστης του ρυθμικού  στίχου, που χρησιμοποίησε στο έργο του όλων των ειδών τα μέτρα κι έγινε ο ίδιος  δημιουργός νέων μετρικών παραλλαγών,δεν πήρε πτυχίο ,γιατί δεν ήξερε...Μετρική!!!

 Το "γλωσσικό πρόβλημα" ταλάνιζε έντονα τον κόσμο των λογίων της εποχής ...οι καθηγητές του Πανεπιστημίου φανατικοί υπέρμαχοι  της καθαρεύουσας και το "φοιτηταριό", αγκαλιασμένο σφιχτά με το γάργαρο λόγο του λαού, τη δημοτική... οδομαχίες και μαγκουρομαχίες...στην  ημερήσια "διάταξη" των αμφιθεάτρων.

"Μετά μεγάλης μου χαράς 

στους φίλους αναγγέλλω

πώς εξητάσθην των θυρών

ερμητικώς κλεισμένων 

και απερρίφθην μυστικά

μετά πολλών επαίνων..."

 Έτσι, ο Γεώργιος δεν έγινε μήτε καθηγητής, μήτε...δεσπότης. Μετά την αποτυχία του, μόνη του παρηγοριά η Ποίηση .  Ξεκινά η μεγάλη "φιλολογική περιπέτεια" ,η πολύκαρπη κι η ωριόκαρπη, που θα βαστάξει πάνω από 40 χρόνια, χρόνια γόνιμα, δημιουργικά, θησαύρισμα της ψυχής του της τρυφερής και της σπίθας που φλόγιζε ολοχρονίς το  νου του το μοναδικό, το θεογέννητο από μήτρα πρωτεΐκή, από σπόρο κάποιου τιτάνα, κάποιου ήρωα ξεκομμένου απ' του τυφλού λυράρη τα ιστορήματά.

 Πρώτος ο Ροΐδης τον γιομίζει θάρρος  κι ανοίγει, ζεστά, την αγκάλη του να τον κάνει συνοδοιπόρο στο περίφημο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής "Ασμοδαίος". Κι ύστερα κι άλλα περιοδικά..."Ραμπαγάς","Μη χάνεσαι", "Αριστοφάνης", όλα πρόδρομοι του  "Ρωμηού..."Ο Σουρής γίνεται γνωστός, όλοι τον χαιρετούν μ' ενθουσιασμό, λαχταρούν τη συντροφιά του, το αστείο  του το τσουχτερό,ν'αλαφρώσει η ψυχούλα τους, η αποσταμένη, με το  γέλιο, με τ' αποξέχασμα, με μιαν ανεμελιά παιδιάστικη...αφημένη από καιρό...

   Οι φιλολογικοί κύκλοι των "καφενείων" δέχονται πια τον Ποιητή  σα μέλος τους ισότιμο, ξεχωριστό, απαραίτητο σε κάθε παρέα, σε κάθε κουβέντα, σε κάθε υπόνοια ξεκαρδιστικού αστείου. Δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια διασκέδασης στο "κλεινόν Άστυ" της εποχής εκείνης...λίγα πρόχειρα θέατρα, ακόμα πιο λίγα" καφέ σαντάν", τόποι απογορευμένοι στους...ευπρεπείς νέους των "καλών  οικογενειών"...

Κι ύστερα, ταβέρνες και ταβερνάκια ,με λαδόκολλα, μεσογίτικο κρασί, σκορδαλιά και ψωμοτύρι, άντε και κανά τσίρο, κανά σκουμπρί..φτωχολογιά, εργατιά, έρωτες με κρυφές ματιές φλογάτες, καμιά κιθαρίτσα ξεκούρντιστη κι αυτή, κανά μπαγλαμαδάκι στη γωνιά, ίσα ίσα  να συντροφέψουν τους καημούς και τους αναστεναγμούς...Άρα, κι εδώ τόποι ακατάλληλοι για...φιλολογικές μαζώξεις.

Κάποιοι φερέλπιδες, που περπάτησαν  στις ρύμες της" Γηραιάς Αλβιώνας,"έφεραν την ιδέα των "φιλολογικών σαλονιών". Κι εκεί και παντού, ο Σουρής παρών, στο κέντρο της ομήγυρης, να χειρονομεί αστεία, ν' απαγγέλλει στίχους ξεκαρδιστκους κι αιχμηρούς, ν' αποδέχεται με χτυποκάρδι το  χειροκρότημα το ζεστό, να κρύβεται σ' αγκαλιές, να γεύεται το γλυκοφίλημα, να γίνεται όλων η απαντοχή κι η λησμονιά της πίκριας... μοιράζοντας μ' απλοχεριά τα πλούτια της ψυχής του.

Τα πρωινά στο καφενείο και τ' απογευματινά σε κάποιο απ' τα σαλόνια που" δεχόταν."Συζητήσεις, απαγγελίες, νόστιμες και άνοστες, καυγαδάκια, γέλια κακαριστά ...καφεδάκι, λικεράκι, γλυκό του κουταλιού,...μουσκεμένα μαντηλάκια αιθέριων  κορασίδων, κρυφές ματιές μ' υποσχέσεις πίσω απο φιλντισένιες βεντάλιες, κρυφομιλήματα...όλα τ' ανθρώπου αποσταμός...υποψία μιας, τάχατες, ζωής. Αυτή ήταν η κοινωνική ζωή στην Αθήνα, πριν απ' την ολέθρια ήττα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.

Ο Σουρής σπιθοβολούσε παντού και πάντα. Αμέτρητα ανέκδοτα των  "ευφυολογημάτων" του, που έκαναν τον Ποιητή να περάσει πια στη σφαίρα του θρύλου... Έχει δημιουργήσει γύρω του κάτι το επικό, κάτι το άπιαστο, έχει περιβληθεί με την αχλή του φανταστικού, έχει περάσει τα όρια, που η πραγματικότητα χάνει το νόημά της, χάνει το στεγανό της περίβλημα ,του αληθινού κι αφήνεται πια στου φανταστικού το νεφέλωμα. Δεν είναι ακόμα ούτε τριάντα χρονών κι έχει σιγουρέψει  ένα καλό εισόδημα, κερδίζοντας, με την πένα του, την αθανασία...ο καθηγητής κι ο...δεσπότης φαντάζουν φιγούρες μιας παράστασης  σκιών ...

 Να κι ένας γάμος!!!Μια νέα κοπέλα απ' τη Χίο, η αμυγδαλομάτα Μαρή, θα γίνει η παντοτινή του σύντροφος. Δε φέρνει  πλούτη και προίκα, του χαρίζει όμως την ομορφιά της, την καλοσύνη της ψυχής της, το νοικοκυρεμένο και συντηρητικό της πνεύμα...όλα αυτά  δηλαδή που έχει ανάγκη ένα" μεγάλο παιδί", ένας άνθρωπος κομμάτι άτσαλος, χαμένος στα χαρτιά του, τους στοχασμούς, τα ονειρέματά του τα... "δονκιχωτικά", τα σχέδιά του τα μελλούμενα γι' αγώνες κοινωνικούς... γι' αγώνες κι αγώνες...

  Και τώρα πια, με σιγουριά, γυροφέρνει στο νου του η ανάγκη να κάνει κάτι πιο  σοβαρό, πιο μαχητικό. Δεν του φτάνουν τα ευφυολογήματά, τα καφενεία και τα σαλόνια, τα τετράστιχα που δημοσιεύει σ 'εφημερίδες και περιοδικά. Δε μπορεί ν ανεχτεί την οποσθοδρόμηση, την παραίτηση, την ανεμελιά του νεοέλληνα, σφύζει από  ιδέες, από διάθεση αγωνιστεί, ν' αλλάξει την κατάσταση τη στεκάμενη στ' ολόγυρό του, να ταρακουνήσει τα νερά τα βαλτωμένα.

  Ο Δροσίνης στέκει δίπλα του τούτες τις ώρες...τον βεβαιώνει πως έχει στα χέρια του ένα όπλο ακατάλυτο...τη  σάτιρα, όπλο που μπορεί να καυτηριάσει τη" ρωμαίικη "αντίληψη, να ξυπνήσει την ελληνικότητα, που ξεχασμένη απ' τους ένδοξους αγώνες για τη λευτεριά, έχει  αναπαυτεί σε μια, τάχα, γαλήνη, μιαν αδιαφορία, μιαν άφρονη ανεμελιά, μιαν αποχαύνωση... του σκοταδιού και του ολέθρου. Μια κοινωνία άπραγη, σαστισμένη, υποταγμένη σε μια μοίρα ανήλιαγη...μπρος της και γύρα της...η οσμή του θανάτου.

   Οι νέοι άνθρωποι του πνεύματος καταλαβαίνουν πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι να " ξανασηκωθει" τούτος ο τόπος...400 χρόνια πνιχτής σκλαβιάς έχουν αφήσει βαθιά τα σημάδια τους...η λευτεριά αιματοβαμμένη, ο πρώτος Κυβερνήτης νεκρός απ' αδελφοκτόνο χερι, το χάος το πολιτικό, η Βαυαροκρατία...και τώρα ένας καινούργιος νεαρός βασιλιάς, που δείχνει φιλοπρόοδος, που ωστόσο βρίσκεται δολερά  στ' αρρωστημένο  " αγκάλιασμα" του πολιτικού, του  κομματάρχη...του αυλοκόλακα.

  Η δόλια πατρίδα βουλιάζει μέσ' σε μια κάλμα θανάσιμη, μέσ' σε μιαν επίπλαστη "ευημερία της ανέχειας". Πελοπόννησος, Αττική, Βοιωτία, κάμποσα νησάκια...το σύνορο η Λάρισσα...αυτός  ο τόπος απόμεινε. Μπορεί άραγε να φυλακίσει την ψυχή του σε τούτα τα λίγα η ψυχή του Σουρή, όταν νοιώθει τ' αδέρφια του ακόμα σκλαβωμένα; 

       Ο " ΡΩΜΗΟΣ"

"Εμπρός λοιπόν, ας βγάλωμεν

κι εμείς εφημερίδα,

αφού καμιά δεν ξέρουμε

καλύτερη δουλειά.

Αβάντι να λυσσάξωμε

κι εμείς για την πατρίδα..."

 Και να και πάλι ο Δροσίνης...πείθει τον  Ποιητή να εκδώσει δική του εφημερίδα, σατιρική, που δε θ' αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα, θα σατιρίζει, θα διακωμωδεί, θα κοροϊδεύει και θα στηλιτεύει τα πάντα, ακόμα και τους διανοούμενους που στρογγυλοκαθισμένοι στα γραφεία τους ...βουλιάζουν στη αδιαφορία. Το όνομα της εφημερίδας...ο "Ρωμηός". ...2 τ'Απρίλη στα 1893...το πρώτο φύλλο...Ο" Ρωμηός "δε χαρίζεται σε κανέναν. Με πολύ κέφι, με λόγο πλούσιο και  τσουχτερό, με αιχμηρούς  στίχους, όλη γραμμένη απ' τον ίδιο το Σουρή, μπαίνει αμέσως στις καρδιές, τις μαραγκιασμένες απ' το ξεροβόρι της βιοπάλης, που τη δέχονται σα βροχούλα λυτρωτική ,σα νεράκι ολόδροσο, αναπαμός κι ευλογία...το γέλιο και το δάκρυ.

 Ο Σουρής δεν μπορεί να παραμείνει "ερημίτης" μέσα στην κοινωνία, δεν του είναι πια μπορετό ν' αποφεύγει την ανάμιξή του στα προβλήματα, πρέπει να κάνει κάτι ...να ξυπνήσει απ' το λήθαργο της απραξίας τούτο το λαό. Κι είναι τούτη, η ίδια, η μεγάλη διορατικότητα, το μεγάλο χάρισμα του  Ποιητή. Κατάλαβε πολύ νωρίς ,ότι το  χάος γύρω του οφείλονταν, σε μεγάλο βαθμό, στο θελημένο  ή αθέλητο χώρισμα  των πνευματικών ανθρώπων απ' το λαό.

  Διανοούμενοι και Τύπος μιλούσαν άλλη γλώσσα, την πλαστή, την τεχνητή καθαρεύουσα...σε βάρος της ζωντανής γλώσσας του λαού, της καθημερινής του λαλιάς, που μέρα τη μέρα μεταλλάζει ,πλουταίνει, ομορφαίνει,  παίρνει μορφή αλλιώτικη ...στο κύλισμα του  χρόνου . Ο Ποιητής στο" Ρωμηό" μιλάει τη γλώσσα που οι άνθρωποι οι ταπεινοί  καταλαβαίνουν, για αυτό και τον πρωτοδέχονται με τόση λαχτάρα.

  Μέσα απ' τις αράδες της εφημερίδας  περνούν η πολιτική, η κοινωνική, η κάθε μία είδηση, η κάθε πληροφορία, όλα γραμμένα και σχολιασμένα, κάθε βδομάδα, μέσα από στίχους.  Οι χαρακτήρες των πολιτικών, οι τύποι της Αθήνας, κάθε άξιο, κάτι ξεχωριστό  να  ειπωθεί, γίνεται θέμα για το Σουρή,  ανάγνωσμα χαράς κι απόλαυσης για το  λαό. Απ' τον πλούτο της σπινθηροβόλας  Φαντασίας του Ποιητή "γεννιούνται" ποιητικοί "τύποι", που ορθόκορμοι κι ολοζώντανοι "ιχνογραφούν" το χαρακτήρα του νεοέλληνα. "Ο Φασουλής κι ο Περικλέτος", μέσα απ' τους ξεκαρδιστικούς, φιλοσοφημένους, πικρούς στη ρίζα τους, διαλόγους σχολιάζουν την αλήθεια της κάθε μέρας. Τύποι λαϊκοί, αξεπέραστοι, που πέρασαν αντάμα με το μεγάλο σατιρικό στην Αθανασία και πρέπει να  πάρουν τη θέση τους δίπλα στις φιγούρες, που μας άφησαν ο Αριστοφάνης, ο Μένανδρος, ο Μολιέρος...ο Ραμπελαί.

 Ο Φασουλής είν' η ψυχή του Έλληνα που, μετά την λευτερωσή του, κουβαλώντας μια  προγονική κληρονομιά, που δεν πολυκαραλαβαίνει, ζει περιδιαβαίνοντας το παρόν, με την αγωνία για το μέλλον, επιπόλαιος κι ωστόσο σοβαρός, ξέγνοιαστος κι ωστόσο προβληματισμένος που  πολιτικολογεί, γκρινιάζει, κοροϊδεύει, πότε αισιόδοξος και πότε πικρόχολος...ένας Έλληνας, ένας Ρωμηός, που τραγουδά σαν το πουλάκι στο κλαρί, λεύτερο, μέσα σε μιαν άγνοια που σε συνεπαίρνει, με μια ψυχή αφημένη στο χέρι του Θεού που σέρνει το δοξαστικό χορό χεροπιασμένη μ' ένα Σωκράτη, ένα Διογένη...ένα Πτωχοπρόδρομο.

 Και θάταν άσκεφτο να μην αναφερθούμε στη σοφή απόφαση του Σουρή να μείνει μακρυά απ' τη φθονερή διαμάχη για το "Γλωσσικό ζήτημα". Έμεινε αδέσμευτος γλωσσικά, όπως ήταν και κοινωνικά και πολιτικά,... Μιλούσε κάθε φορά, μέσ' στα 40 χρόνια του "Ρωμηού "και στα 50 του λογοτεχνικού του έργου, τη γλώσσα που μιλούσε ο άνθρωπος ,ο καθημερινός της εποχής του. Γιατί ο Σουρής, πάνω απ' όλα,  πίστευε στη έκφραση κι όχι στον τρόπο έκφρασης. Με τ' αλάθητο ένστικτό του  περπάτησε στο σωστό μονοπάτι. Κι αυτό δεν είν' άλλο απ' τη λαλιά την ατόφια, την ολοζώντανη του λαού ,του γλωσσοπλάστη, που δε μπαίνει σε καλούπια, δε φυλακίζεται,δεν τεμαχίζεται στο "είναι" της. Της λαλιάς που ρίχνει γέφυρες στα χάσματα τα φθονερά...σ' όλα γλυκογνέφει, όλα τα καλοπιάνει, όλα τ' ακουμπά με την πνοή τη μυρωμένη, γεμίζοντας τα ραγίσματα  μ' ολόδροσα κρινάκια του αγρού, μ' αγριομολόχες και χαμόμηλα, δαφνόφυλλα και πικροπαπαρούνες... και φτάνει ως τ' ακροθάλασσο, για ν' ανταμώσει ολόκαρδα τους φλόμους και τις ασφακιές και τα στυφά αρμυρίκια, που τα χαϊδεύει η θάλασσα με το φουρφουριστό της,  το νερένιο χάδι.

  Στο μεταξύ η φαμίλια του Σουρή μεγαλώνει κι ανάγκη το πιο μεγάλο σπίτι, πρώτα στη οδό Μπενάκη κι ύστερα στο Φάληρο. Ο Ποιητής, κλεισμένος σ' ένα δωμάτιο, δημοσιογραφεί, φιλοσοφεί στιχουργώντας ανατέμνει την κοινωνία κι ιστοριογραφεί. Η "μαντάμ Μαρή "ασχολείται με τα ...κουτσούβελα''...πέντε στον αριθμό και μαζί με το "μεγάλο παιδί", το Γεώργιο, έξι, όπως λέει γελώντας. Ο μεγάλος της αγώνας να συγκρατεί την ατσαλιά και τη σπατάλη του Ποιητή, που αν δεν ήταν εκείνη, η λογική, η νοικοκυρά, η οικογένεια θα πεινούσε.

Ποτέ δεν είναι  ανθηρά τα οικονομικά του σπιτιού ,γιατί ο Σουρής είν' ασυλλόγιστα ...σκορποχέρης. Η εξωτερική του εμφάνιση ποτέ  δεν ήταν ελκυστική, αλλά το πνεύμα του κάλυπτε όλες τις ατέλειες.

"Βρε ίσκιε μου ,γιατί μ' ακολουθείς,

βρε ίσκιε μου, δε πας να μου χαθείς,

σε απαντώ στο σπίτι και στο δρόμο

και μου γεννάς πολλές φορές τον τρόμο."

 Αμέτρητες οι ιστορίες και τ' ανέκδοτα γύρω απ' τη ζωή του και το φιλολογικό του σαλόνι, στο Φάληρο, όπου αντάμωναν μεγάλοι άνθρωποι του Λόγου και της Τέχνης, ποιητές, συγγραφείς, θεατρίνοι, σκηνοθέτες, ζωγράφοι, άνθρωποι της καλής αθηναϊκής κοινωνίας, μέχρι και τραπεζίτες, βιομήχανοι, πολιτικοί...

 Η αγάπη του κόσμου για τον Ποιητή  εκδηλώνονταν με κάθε τρόπο, με κάθε  αφορμή...γνώρισε τη δόξα και την αναγνώριση, όσο ζούσε, ήταν ο πρώτος που προτάθηκε για βραβείο Νόμπελ, (προτάθηκε 5φορες) κι ο πρώτος που για χατίρι του καθιερώθηκε Κρατικό λογοτεχνικό βραβείο...πολλά τα παράσημα, ακόμα κι ο Σταυρός του Σωτήρος... Η φήμη του ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα κι οι στίχοι του μεταφράστηκαν στις τότε γνωστές γλώσσες. Κριτικές και σχολιασμοί του έργου του  πάμπολλοι, άλλοτε θριαμβικοί κι άλλοτε μικρόψυχοι...

 Το έργο του το λογοτεχνικό, απλωμένο σε 50 χρόνια, είναι τεράστιο σε όγκο ...μελέτες, σχολιασμοί, κριτικές σε εφημερίδες και περιοδικά,3 θεατρικά  έργα, μετάφραση του Αριστοφάνη (Νεφέλες),αναρίθμητοι στίχοι και  ποιήματα και βέβαια τα 36 χρόνια του " Ρωμηού". Ένα έργο, που πολύ δύσκολα  ανθολογείται, ακόμα και σήμερα. Στα 1892,ο ίδιος ο Σουρής, με προσωπική του φροντίδα  συγκέντρωσε όλα του τα ποιήματα κι επιμελήθηκε την έκδοση των "Απάντων" του.

Η  ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

 Αν δεχτούμε πως η Τέχνη γενικότερα κι η ποίηση πιο συγκεκριμένα, έχει ωφελιμιστικό χαρακτήρα, τότε με σιγουριά θα πούμε πως ο Γ. Σουρής μόνο ωφέλησε την εποχή του και τις κατοπινές εποχές μέχρι σήμερα. Σαν σατιρικός ποιητής δεν είναι ο " φιλοσοφών", όπως ο επικός ή κι ο λυρικός ποιητής, ακόμα, αλλά" τέρπει" ανατέμνοντας την εποχή του και προβάλλει, ως το "Γκροτέσκο", τα στοιχεία της εκείνα που είναι τόσο  πανανθρώπινα ,όσο και χαρακτηριστικά όλων των εποχών.

Δε στάθηκε στην επιφάνεια των γεγονότων και πήρε θέση σ όλα τα ζητήματα, με το δικό του μοναδικό τρόπο, μέσα απ' τις αράδες του "Ρωμιού'' και τους φιλοσοφημένους διαλόγους των μοναδικών του ηρώων, της ίδιας του της σκέψης, το Φασουλή και τον Περικλέτο. Οι εικόνες ,που δίνει ο Σουρής για το νεοέλληνα είναι ολοζώντανες μέχρι σήμερα. 

"Στον καφενέ απ' έξω

σα μπέης ξαπλωμένος

του ήλιου τις αχτίνες

αχόρταγα ρουφώ

και στων εφημερίδων

τα νέα βυθισμένος

κανέναν δεν κοιτάζω,

κανέναν δεν ψηφώ...

....

Ο Έλλην δύο δίκαια 

ασκεί φιλελευθέρως..

ουρείν τε και συνέρχεσθαι

εις όποιον θέλει μέρος. 

....

στα δύο φορώντας

τα πόδια πούχει

στ' ονα λουστρίνι,

στ' αλλο τσαρούχι.

Σουλουπι μπόι

μικρομεσαίο

ύφος του γόη 

ψευτομοιραίο...

Δυστυχία σου Ελλάς 

Με τα τέκνα που γέννας 

Ω Ελλάς ηρώων χώρα

τι γαιδάρους βγάζεις τώρα..."

 Η τέχνη είναι ωφελιμιστική κι όχι  ρητορική η δασκαλίστικη, ο σατιρικόε ποιητής δεν κηρύττει, καταγγέλλει... Και μέσα απ' την προβολή του λαθεμένου, βγαίνει η κι θεραπεία του. Το ότι δεν πήρε θέση στο "γλωσσικό ζήτημα", ήταν μόνο και μόνο μια προσπάθειά του να διδάξει  την καθιέρωση μόνο της γλώσσας που καταλαβαίνει ο λαός. Δεν μπλέχτηκε σε διαμάχες, σε οξύτητες  και σε στείρες συζητήσεις στάθηκε πάνω απ' τις μικρότητες της  κοντόθωρης καθημερινότητας.  Ο  Λόγος κι η Ιστορία δεν πισωδρομούν, δεν έχουν σύνορα και φράχτες, τραβούν μπροστά, ολόμπροστα, σε μια πορεία εξέλιξης κι ανέλιξης αντάμα.

 Αυτή  είναι η κοινωνικη  προσφορά του Γ.Σουρή... το τεράστιο, πάνολβο έργο του, το πολύπλευρο, το πολύμορφο τ' ολοζώντανο,  το λεύτερο, το καταλυτικό, κληρονομιά ανεκτίμητη σε τούτη και σε κάθε κατοπινή γενιά.

     Το τέλος

Στις 27 του Νοέμβρη στα 1918 βγαίνει το τελευταίο φύλλο του Ρωμηού. Ο Ποιητής, κουρασμένος, γερασμένος, άρρωστος, μ' αδυναμα πνευμόνια "κλείνει" την έκδοση της λατρεμένης του εφημερίδας με στίχους πικρούς:

"Και των σοφών οι λόγοι

θαρρώ πως είναι ψώρα,

πιστός εις ό,τι  λέει

κανένας δεν εφάνη...

αυτός ο πλάνος κόσμος

και πάντοτε και τώρα

δεν κάνει ό,τι λέγει,

δεν λέγει ό,τι κάνει..."

Αποσύρεται στο σπίτι του Φαλήρου, περνάει ένα δύσκολο χειμώνα του 1918 κι ακόμα μια πιο δυσκολη άνοιξη του 1919. ...Στις 28 Αυγούστου στα 1919,....

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, ο μεγάλος Σατιρικός Ποιητής, ο νέος Αριστοφάνης...περνά στη χώρα των Μακάρων. Κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη και τιμήθηκε απ' το κράτος με το παράσημο του Ταξιάρχη του Σωτήρος. Πάνω στο τάφο του χαραγμένοι δυό δικοί του στίχοι...

"Αν ημπορούσα να μη ζω,

μα όχι και να πεθάνω..."

Ο Γεώργιος Σουρής, δεν ζει πια σήμερα...ΜΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ...θα ζει πάντα στις καρδιές μας.

"Θεούλη μου, τι σούρθε να μ' αγιάσεις;

Νομίζεις πως θα μ' έμελλε καθόλου,

αν ήθελες κι εμένα να κολάσεις 

και μ' έστελνες παρέα του διαβόλου;

Μα φτάνει πια Θεέ μου, μη με σκάσεις 

και διώξε με, στο λέω παστρικά,

γιατί αλλιώς στιγμή δε θα συχάσεις...

και μόνος θα μιλώ πολιτικά..."

 

Βοηθήματα:

1.Εγκυκλοπαίδεια "Πυρσός"

2. Εγκυκλοπαίδεια "Ηλίου"

3.Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ν. Μπίνα

 3.Λογοτεχνικό περιοδικό "Δημιουργία ".

4.Κριτικές μελέτες Κ. Παλαμά, Γρ.Ξενόπουλου, Σπύρου Μελά.

5.Βασική βιβλιοθήκη, εκδόσεις  

"Αετός"

6. Άπαντα Γ. Σουρή ,εκδόσεις "Ανδρεόπουλου."

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου