Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

Ματαιοδοξία κατά τόν Εὐάγριο

 

'' Ὁ ἂνθρωπος μοιάζει μέ κλάσμα ὃπου ὁ ἀριθμητής εἶναι ὁ πραγματικός ἑαυτός του καί ὁ παρονομαστής ἡ ἰδέα πού ἒχει γιά τόν ἑαυτό του. Ὃσο μεγαλύτερος ὁ παρονομαστής, τόσο μικρότερη ἡ ἀξία τοῦ κλάσματος. Καί ὃσο ὁ παρονομαστής διογκώνεται πρός τό ἂπειρο, τόσο τό κλάσμα τείνει πρός τό μηδέν.'' Λέων Τολστόι 

  Ὁ Εὐάγριος κατατάσσει τήν ματαιοδοξία στά πιό δυνατά πάθη. Ὡς ἡ πονηρότερη τῶν λογισμῶν, τοποθετεῖται   ἀμέσως πρίν τήν ὑπερηφάνεια. Θά λέγαμε σήμερα ὃτι τήν θεωρεῖ ὡς τό μεγαλύτερο ἐλάττωμα, τήν  μεγαλύτερη ἁμαρτία. Θεωρεῖ πώς τά ἂλογα αἰσθήματα σέ ἀπομακρύνουν χωρίς νά τό καταλαβαίνεις ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

  Μέ ἱκανότητα μεγάλου ψυχολόγου, περιγράφει μέ χαρακτηριστική εὐστοχία αὐτό τό πάθος, πού δέν ἀφήνει ἀδιάφορο κανένα μας, εἲτε πιστεύουμε εἲτε ἀπιστοῦμε, εἲτε πρόκειται γιά ἂρχοντες ἢ ἀρχόμενους, μορφωμένους ἢ ὂχι, εἲτε γιά ἱερεῖς, εἲτε γιά μοναχούς, εἲτε για λαϊκούς. Ὁ κενόδοξος, γράφει Πρός Εὐλόγιον (κβ΄),  εἶναι «δημοχαρής» ὡς ἐκ τούτου τοῦ  χρειάζεται ταπείνωση· διψᾶ γιά «δόξα», «τιμητική διάκριση», «ὑπεροχή ἒναντι ὃλων τῶν ἂλλων κοινῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καί τῶν συνασκητῶν του, τό μυαλό του εἶναι γεμᾶτο σχέδια καί προγράμματα προβολῆς καί πρωτοκαθεδρίας.  (Ἀντιρρητικός λόγος 7ος).

  Τό πάθος αὐτό παραπέμπει στήν κοινωνική ψυχολογία τοῦ ἀτόμου καί ἰσχύει μέ παραλλαγές ἀπτόητα  μέχρι σήμερα.   Στόν εἰδωλολατρικό ἐναγκαλισμό μέ τόν ἑαυτό του ὁ ματαιόδοξος ὑποφέρει ἀπό μειωμένη αὐτοπεποίθηση, ἀντιστρόφως ἀνάλογη πρός τήν θορυβώδη  τοῦ κοινωνικότητα, κάτι πού τόν ὁδηγεῖ σέ ἀσύμμετρη σχέση μέ τούς ἂλλους πρός ἲδιον ὂφελος. Ἐννοεῖται ἀπό τό ἀτομικό αἲσθημα, τό ὁποῖο τροφοδοτεῖ  τήν ματαιοδοξία, στήν συλλογική νοσταλγία ἡ  ἀπόσταση δέν εἶναι μεγάλη, ἂν κρίνει κανείς ἀπό τόν ρομαντικό ἐθνικισμό, τόν ὁποῖο ζοῦμε ἒντονα ἀκόμη στήν Ἑλλάδα καί ὂχι μόνο.

 Νά σημειωθεῖ ὃτι ὁ ματαιόδοξος δέν εἶναι καί ὑπερήφανος γιά νά κρατάει ἀποστάσεις, οὒτε ὁ ὑπερήφανος κατ’ ἀνάγκην ματαιόδοξος.   Στήν ἀνασφάλειά του ἐπικοινωνεῖ μέ τούς ἂλλους ὡς ἲσος πρός ἲσους ἐπειδή οἱ ἐπιδοκιμασίες τῶν κατωτέρων ἢ τῶν ἀνωτέρων του δέν προσφέρουν τήν περιπόθητη ἀναγνώριση, ἐφ’ ὃσον δέν μεταβάλλουν τίς ἱεραρχίες. Ἡ ματαιοδοξία θάλλει στόν δημοκρατισμό,  ὁ δέ  ματαιόδοξος ἀποτιμᾶ τήν προσωπική του καταξίωση σάν γενικό καλό, ὁπότε σπεύδει  πάσῃ θυσίᾳ νά διακρίνεται, νά ξεχωρίζει. Ὃμως ἡ ἱκανοποίηση πού εἰσπράττει γίνεται ἀγχώδης ἐξ αἰτίας τῆς ἐσωτερικῆς του ρευστότητας καί πρέπει συνεπῶς νά ἀνανεώνεται  ἀκατάπαυστα. Θέλει κάθε μέρα γιορτή, προσκλήσεις, τιμές, ἐκδηλώσεις, κοινωνικές φιέστες, πανηγύρια, ἐξόδους, ἐξέδρες, ἐγκαίνια, πρωτοκαθεδρίες, ἀγορές, ζωντανά ἢ ἠλεκτρονικά, ἀκατάσχετες φωτογραφίσεις σέ διαφορετικές πόζες  και μέ διαφορετικές  φανταχτερές ἀμφιέσεις, πότε ἐδῶ καί πότε ἐκεῖ, καί ποτέ ἐκεῖ. 

  Ὑπ’ αὐτό τό πρίσμα  ἡ ἀνύσταχτη μέριμνα γιά τό «προφίλ» συνιστᾶ θεσμοθετημένη  ματαιοδοξία. Ἒρχεται φυσικό ἡ ἐξωτερικότητα τῶν ἐπευφημιῶν νά ἐγκλωβίζει τόν ματαιόδοξο σέ ἓναν ἐγωισμό ἐπιβεβαιούμενο στό παρόν πού  τόν κρατᾶ κατ’ ἐπέκταση ψυχικά βάρβαρο, ἀνανάπτυκτο, ἀφοῦ ἡ περιορισμένη αὐτοεκτίμησή του, τοῦ ἀπαγορεύει νά προσδοκᾶ ἀπό τήν δημιουργική συμμετοχή στίς ἐξελίξεις τῶν πραγμάτων. Μόλις ἡ ἐπιδίωξη γιά ἀναγνώριση πάρει διαστάσεις, προκαλεῖ στήν ψυχική ζωή μια αὐξημένη ἒνταση. Ἡ ζωή τοῦ ματαιόδοξου ἀνθρώπου γίνεται φρούδα ἀναμονή ἑνός μεγάλου θριάμβου.

 
  Μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ κανείς ὃτι ἠ ματαιοδοξία, ἒστω καί ἀχνά, ὑπάρχει σέ κάθε ἂνθρωπο. «Ξέρεις ποιός  εἶμαι ἐγώ;» Καί ἐπειδή δέ κάνει ἐντύπωση ἂν κανείς παρουσιάζει τήν ματαιοδοξία του ἐντελῶς ἀπροκάλυπτη στήν κοινή θέα, βρίσκεται αὐτή τίς πιό πολλές φορές καλά κρυμμένη καί παίρνει διαφορετικές μορφές.
  Μπορεῖ κανείς καί μέ μιά ὁρισμένη μετριοφροσύνη νά εἶναι ματαιόδοξος. Ἓνας ἂνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι τόσο ματαιόδοξος, ὣστε εἲτε ἡ ἐκτίμηση τῶν ἂλλων δέν τόν ἐνδιαφέρει καθόλου ἢ τήν ἐπιδιώκει μέ βουλιμία καί προσπαθεῖ νά τήν στρέψει πρός ὂφελός του.

  Ἐάν ἡ ματαιοδοξία ξεπεράσει ἓναν ὁρισμένο βαθμό, γίνεται ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνη. Συχνά οἱ ἂνθρωποι βαυκαλίζονται μέ τό ὃτι, ἀντί γιά τήν λέξη ματαιοδοξία ἢ ἀλαζονεία, χρησιμοποιοῦν τήν λέξη φιλοδοξία πού ἠχεῖ πιό εὐχάριστα. Ὑπάρχει ἓνα πλῆθος ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ὁμολογοῦν μέ περηφάνια πόσο φιλόδοξοι εἶναι.

  Καμιά φορά χρησιμοποιοῦν ἐπίσης καί τήν ἒννοια «φιλοπονία». Ἐφόσον αὐτή ἀποδεικνύεται χρήσιμη γιά μιά ὑπόθεση πού ἐξυπηρετεῖ τούς ἀνθρώπους, μπορεῖ κανείς νά τήν ἀποδεχτεῖ. Κατά κανόνα ὃμως ὃλες αὐτές οἱ ἐκφράσεις καλύπτουν μόνο μιά ἐξαιρετικά ἀναπτυγμένη ματαιοδοξία.

 

  ἀλαζονεία τοῦ ματαιόδοξου, ἀποτελεῖ ἒσχατη ἒκφραση ἐξουσιαστικῆς αὐθαιρεσίας. Ὑποκρύπτει τήν λανθάνουσα παραδοχή ὃτι ἠ κατάκτηση ἐπιτελικῶν θέσεων ἐπιφέρει καί τήν ἐσαεί κτήση χαρακτηριστικῶν-προνομίων, ὃπως τό ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεων, τήν μή λογοδοσία  καί φυσικά τήν αὐτονόητη ὑπακοή τῶν ὑφισταμένων. Ἡγέτες, σύγχρονοι και παλαιότεροι, ἀγνοῶντας τό ἐφήμερο τῆς θέσης τους, καθιστοῦν τήν ἀλαζονεία πάγια ἐξουσιαστική συμπεριφορά σέ βαθμό πού νά ἀμφισβητεῖται ἡ ὓπαρξη ἐξουσίας μή ἀλαζονικῆς.

 

 Καί οἱ Ἀρχαῖοι γνώριζαν τήν ματαιοδοξία ἢ τήν κενοδοξία καί τήν ἀπέδιδαν σέ  ἀσθένεια τῆς ψυχῆς τήν ὁποία ὀνόμαζαν οἲηση, μέ ἀντίδοτο στήν θεραπεία, τήν «ντροπή». Ἡ οἴηση καὶ ὁ οἰηματίας παράγονται ἀπὸ τὸ ὁμηρικὸ ρῆμα οἴομαι ποὺ σημαίνει «νομίζω, θεωρῶ, ὑποθέτω». Ἄρα οἰηματίας εἶναι αὐτὸς ποὺ νομίζει ὃτι εἶναι πολύ σπουδαῖος καί ἐπαίρεται γι’ αὐτό. 

  Στό καρκίνωμα  τῆς ματαιοδοξίας στάθηκε καί ὁ Παῦλος, στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή του, βλέποντας συμπεριφορές πού ἀκύρωναν ἀπό πολύ νωρίς τήν ἐντολή τοῦ Ἰησοῦ: «Μήν κάνετε τίποτα ἀπό ἀνταγωνισμό ἢ ἀπό ματαιοδοξία, ἀλλά μἐ ταπεινοφροσύνη ἂς θεωρεῖ ὀ καθένας ἀνώτερό του τόν ἂλλο». Φιλ. 2,3.

  Ὁ ἀσκητικός ἂνθρωπος  θεωρεῖ τήν ματαιοδοξία δουλεία τῆς  θελήσεως καί ἐσωτερική ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ, ὃπως  ἢθελε ὁ Μέγας Ὠριγένης.   Γίνεται λοιπόν ἓνα βῆμα πρός τά  μέσα καί συνδέεται ἡ  θεραπεία της μέ τήν ἀσκητική ταπείνωση καἰ  ἀπάθεια

 Ταπείνωση καί ἀπάθεια ἀποδομοῦν τό Ἐγώ καί τιθασεύουν ἲσως τήν  ματαιοδοξία σέ  μιά κοινωνία στατική, ὃπου ὁ ἂνθρωπος δέν εἶναι συμφιλιωμένος μέ τόν φυσικό ἑαυτό του. Σέ μιά κοινωνία προηγμένη καί κινητική τό πρᾶγμα διαφέρει, γιατί ἐκεῖ τό Ἐγώ δέν θεωρεῖται ἐξ ὁρισμοῦ κακοποιό, καθώς διασταυρώνεται αὐθυπερβατικά  μέ τόν πνευματικό ἑαυτό της. Στήν τελευταία περίπτωση ἡ μειωμένη αὐτοεκτίμηση κάνει τό ὑποκείμενό της νά ταλαντεύεται μεταξύ ὑποκρισίας καί καταθλίψεως- ὡς ἀμείλικτη  συνέπεια- ἐνῶ ὁ αὐτοσεβασμός ἐπενεργεῖ στήν ματαιοδοξία ἀσφαλῶς ἰαματικά ἐσωτερικευόμενος μέ ὃρους ἀμεσότητας καί ψυχικῆς διαφάνειας.  

Ὑστερόγραφο:

  Ἐξαιρέσεις μετρημένες στά δάκτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦ:

-Στήν Ἀρχαία Ἑλλάδα, μετά τήν γνωστή κρίση τῆς ἀθηναϊκῆς Πολιτείας, ὃλοι οἱ πολίτες,  εἶχαν στρέψει τήν προσοχή τους στόν νομοθέτη Σόλωνα καί εὐχαρίστως θά ἀποδεχόνταν νά τούς κυβερνήσει ὡς τύραννος. Ὁ Σόλων ὃμως τό ξέκοψε  μέ τό σκεπτικό ὃτι  ναί μέν ἡ τυραννία εἶναι ἐλκυστική ἀλλά δέν ἒχει ἒξοδο. Μάλιστα ὃπως συνήθιζε ἀπάντησε ἒμμετρα. «Ἂν  δέν δέχθηκα νά γίνω τύραννος εἶναι γιατί λυπήθηκα τήν Πατρίδα μου, δέν θέλησα τήν δόξα της νά ἀτιμάσω καί νά λερώσω, χωρίς νά ντρέπομαι γιά τή ἂρνησή μου αὐτή, γιατί  ἐκτιμῶ πώς μόνο  ἒτσι θά νικήσω τούς ἀνθρώπους».  

-Στήν μακρινή Οὐρουγουάη, πρίν ἀπό λίγα χρόνια, κυβέρνησε ὁ πιό ταπεινός σύγχρονος ἡγέτης τοῦ κόσμου, ὁ Χοσέ Μουχίκα. Διακρίθηκε γιά τόν λιτό τρόπο ζωῆς καί τό προοδευτικό του ἒργο.

 Αὐτός ὁ ταπεινός καί ἀποτελεσματικός ἡγέτης διδάχτηκε τήν ταπεινότητα καθώς βίωσε μέ τόν χειρότερο τρόπο τήν βία μιᾶς ἐπηρμένης δικτατορίας. Γιά δώδεκα ἐρεβώδη χρόνια πάλεψε μέ τά ὃριά του καί τόν αὐταρχισμό τοῦ τέρατος ὣσπου γεύτηκε τήν δικαίωση τῶν ἀγώνων του καί ἀντίκρισε κυριολεκτικά τόν ἣλιο.

 -Στόν  χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὃλο καί κυκλοφοροῦν ἀναμέσά μας φιλοσοφημένα ταπεινοί λαϊκοί, ἂνδρες ἀλλ’ ἰδίως γυναῖκες. Κληρικοί σπάνια, καί κρύβονται. Προσωπικά γνωρίζω ἓναν ἐπίσκοπο, τόν Ροδοστόλου Χρυσόστομο, καθηγητή  μου στήν Ἀθωνιάδα, μοναχό τῆς Μεγίστης Λαύρας, πού  ἀρνήθηκε  τήν Μητρόπολη  τῆς Κῶ, ἀπέρριψε τήν ἒκλογή του ὡς καθηγητής στήν ἒδρα τῆς Ἀρχαία Ἑλληνικῆς Γραμματείας ἀπό τό Πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου, παραμένει ταπεινός μοναχός στήν παραπάνω Μονή, δέν ξεχωρίζει ἀπό τούς  ὑπόλοιπους μοναχούς, οὒτε καί ἐνδυματολογικά,   ὑποτασσόμενος μέχρι σήμερα, στά 94 του, ταπεινά στόν ἑκάστοτε ἡγούμενο τῆς Μονῆς.  Ἀπροσποίητος, συνεπής, στάση καλόγερου πού χτίζει  κοινωνία. 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου