Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Μνήμη Μεγαλομάρτυρα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 

  Στίς 29 Μαΐου τοῦ 1453 ὁ Κωνσταντῖνος  Παλαιολόγος, ἐπάνω στίς ἐπάλξεις, στήν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ στήν Κωνσταντινούπολη, στήν ἀπαίτηση τοῦ  Μωάμεθ νά τοῦ παραδώσει τήν Κωνσταντινούπολη ἀπαντᾶ: «Ἡ Πόλις δέν εἶναι δική μου γιά νά σοῦ τήν δώσω, Γι’ αὐτήν θά πεθάνουμε ὃλοι». 

   Μόνο πού δέν ὑπελόγιζε τήν Ἐκκλησία, τόν Σχολάριο, ὁ ὁποῖος τήν ἲδια στιγμή στό Μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορα, θυροκολλοῦσε ἀνάθεμα ἐναντίον τοῦ Αὐτοκράτορα, γιατί τήν προηγουμένη Κυριακή εἶχε λειτουργηθεῖ ἑνωτικά στήν Ἁγιά-Σοφιά. Ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητής, τιμώντας τόν Σχολάριο,  μέ τήν πτώση τῆς Πόλης τόν  ἒκανε Οἰκουμενικό Πατριάρχη.

    Καί ἐνῶ ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ ὁ Παλαιολόγος, ὁ μαρμαρωμένος βασιλιᾶς κατά τήν παράδοση, ὁ πρῶτος νεομάρτυρας τοῦ Γένους, δέν κατατάσσεται οὒτε κἂν στούς ὁσίους, ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Ἐκκλησία ἀνακήρυξε ἃγιο τόν Σχολάριο τιμῶντας τήν μνήμη του στίς 25 Αὐγούστου. 

Ἡ πλεονεξία τῶν Βυζαντινῶν γαιοκτημόνων, ἀρχόντων, κληρικῶν, ἡγουμένων μοναστικῶν ἱδρυμάτων καὶ προσκυνημάτων πολύ πρίν τήν πτώση τῆς Πόλης εἶχε πάρει διαστάσεις ἀνεξέλεγκτης ἐπιδημίας. Ποῦ νὰ τοὺς κάνεις ζάφτι ὅλους αὐτούς. Ζόφος, ἀπελπισία, μιζέρια, λαϊκή ὀργή.

 Κατά καιρούς πατριῶτες, λαϊκοί καί κληρικοί, στηλίτευαν τήν στάση τῶν ἀσυνείδητων κληρικῶν, ποὺ δυστυχῶς ἦταν ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία, κατηγορῶντας συγκεκριμένα τούς ἀναλφάβητους εὐαγγελικὰ ἐπισκόπους, ποὺ ἐγκατέλειπαν τὶς μικρασιατικὲς μητροπόλεις γιὰ νὰ σώσουν τὸ τομάρι τους, ἀφήνοντας ἀβοήθητο τό ποίμνιό τους νὰ βολοδέρνει στὸ ρημαδιό, καί ταυτόχρονα προσπαθοῦσαν νά πείσουν τούς πλούσιους καὶ τὰ μοναστήρια νὰ ἀνοίξουν τὶς ἀποθῆκες. (Τούς ἀποκαλοῦσαν συλλήβδην «σιτοκαπήλους»). Ἀλλ’ εἰς μάτην.

Ὃποιος μάλιστα τολμοῦσε νά στηλιτεύσει τήν συσσώρευση ὑπέρογκου  πλούτου άπό τόν ἀνώτατο κλήρο καί τά μοναστήρια, δεχόταν τίς ἀπειλὲς, τά ἀναθέματα καὶ τίς κατάρες τῶν κληρικῶν.

Ἀδιέξοδα, συνομωσίες ἐνέτειναν τὸν πανικὸ καὶ τὴν ἀπελπισία, ἔντονες ἐκκλησιαστικὲς ἀντιπαραθέσεις γιὰ μερτικὸ στὴν ἐξουσία, μὲ τοὺς ἀνθενωτικοὺς νὰ συμμαχοῦν ἀπροκάλυπτα ἀνοιχτὰ μὲ τοὺς Τούρκους, διευκολύνοντας μάλιστα τήν κατάκτηση τῆς Πόλης ἀπὸ δαύτους, προσωπικὰ συμφέροντα, διαφθορὰ δικαστῶν, σκληρότητα γαιοκτημόνων, δυσφορία καλλιεργητῶν καὶ διχόνοια σὲ πλήρη ἀνάπτυξη, ποὺ κατασπάραζαν τὸν βυζαντινὸ ὀργανισμό. Ὅλοι βυσσοδομοῦσαν ἀνοιχτὰ ἐναντίον τῆς ἑτοιμοθάνατης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ πρώτους τοὺς ὁρκισμένους ἀνθενωτικούς, θύματα οἱ περισσότεροι τῆς τρομοκρατίας ποὺ εἶχε ἐξαπολύσει ἡ κρατική μηχανή μετά τήν ὑπογραφὴ τῆς ἔνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ ἄνεμος ἀπὸ τὸ ἀσκὶ τοῦ Αἰόλου δὲν συμμαζεύονταν.

 

  Ὡς λαός ἒχουμε μιά παράδοση στούς διχασμούς καί στούς Ἐφιάλτες, οἱ δέ κληρικοί μας, συλλογικά,  διαισθανόμενοι τό οἰκονομικό καί κοσμικό συμφέρον τους ἐτάσσοντο ἀνέκαθεν, ἂκομψα μάλιστα, στό πλευρό τοῦ ἑκάστοτε ἰσχυροῦ.

  Ὁ Δημάρατος ἦταν βασιλιᾶς τῆς Σπάρτης. Σέ κάποια στιγμή μάλωσε μέ τόν Λεωτυχίδη, τόν ἓτερο βασιλιᾶ τῆς Σπάρτης (στήν Σπάρτη ὑπῆρχε ὁ θεσμός τῆς διπλῆς βασιλείας) τόν ἒδιωξαν, καί χωρίς κανένα ἐνδοιασμό  τά μάζεψε καί κατέφυγε, ὡς σύμβουλος,  στήν Αὐλή τοῦ Πέρση Βασιλιᾶ.

   Σύμφωνα μέ τόν Ἡρόδοτο, ὃταν τό 480 π.Χ. οἱ Πέρσες ἐπέδραμαν ἐναντίον τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν προκειμένου νά τό συλήσουν, οἱ  ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ,  πού ἀκολουθοῦσαν φιλοπερσική πολιτική, ἀρνήθηκαν τήν βοήθεια  τῶν  Ἀθηναίων ὑποστηρίζοντας ὃτι ὁ θεός Ἀπόλλων προστατεύει τόν χῶρο.

  Τήν ἒχουμε στό αἷμα μας τήν προδοσία:  Ἐφιάλτης, ἐξισλαμισμοί, -ἡ μισή Κύπρος, οἱ λεγόμενοι τουρκοκύπριοι, Ἓλληνες  ἐξωμότες-Ὀρθόδοξοι ἦσαν οἱ  παππούδες τους-  μέ τό ἱερατεῖο μας, ὡς ἂριστοι μετεωρολόγοι, νά γνωρίζουν ἀλάνθαστα ποῦ φυσάει ὁ ἂνεμος.

 Ὑπάρχει ἕνας συλλογικὸς ἀποσυντονισμὸς ὀφειλόμενος στὴ χύδην κατάσταση ποὺ ὑπονομεύει τὴ Χώρα μας καὶ τὴν ποιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.  Πανελλαδικὰ πλέον οἱ δεσποτάδες, ἀντὶ «πινακίου φακῆς», κατάντησαν ἀργυρώνητοι ὑπηρέτες τῶν πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν συμφερόντων, ἀρεσκόμενοι νὰ συναγελάζονται μόνο μὲ ὑψηλὰ ἱσταμένους τῆς πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ζωῆς τοῦ τόπου.

 

  Ὁ Γεννάδιος ἐνοχλήθηκε γιά τήν τέλεση στήν Ἁγία Σοφία ἑνωτικῆς θείας λειτουργίας, ἀλλά δέν εἶχε κανένα πρόβλημα, κανέναν ἐνδοιασμό, νά παραδώσει τήν Ἁγιά-Σοφιά στόν κατακτητή, καί ἀπό σύμβολο τῆς Χριστιανοσύνης νά μετατραπεῖ, μέ τίς εὐλογίες του, σέ Τζαμί.

  «Εἶναι νὰ γελάει κάθε ἀπροκατάληπτος, κάποιας παιδείας συνάνθρωπος, ἢ νὰ θλίβεται, ἀκούγοντας τούς πολιτικούς μας ἄρχοντες, τοὺς κομματικοὺς ἀρχηγούς, ἰδίως τούς ἐκκλησιαστικούς μας ταγούς  νὰ διαμαρτύρονται πού οἱ Τοῦρκοι ξανάκαναν τήν  Ἁγια-Σοφιὰ τζαμί». 

  Ὁ μαγνητισμὸς ποὺ ἀσκεῖ πάνω στὸν κλῆρο ἡ ἀνομία, ἡ ἐκμετάλλευση δὲν ἔχει ὅρια. Βλέπω τὸν ἑαυτό μου, τὰ παιδιά μου, ὅλους μας, νὰ τριγυρίζουμε μάταια σὲ ἕναν κλειστὸ ἀπὸ παντοῦ τόπο, τὸν Τόπο μας. Ἀκόμη καὶ τὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἐκκλησιῶν στάζει πάγο. Περάσαμε στὴν ἠλικία τῆς δογματικῆς σκληρότητας, τῆς ἀκαμψίας, τῆς ἀδέκαστης στάσης τοῦ ὑπερφίαλου αἰθεροβάμονα κληρικοῦ ποὺ διατυμπανίζει τὴν «ἀλήθεια» χωρὶς νὰ σκύβει στὰ ἀνθρώπινα, ἀντὶ νὰ γινόμαστε πιὸ ὡραῖοι, πιὸ ἀνεκτικοί, ἀντὶ νὰ μαλακώνουμε, ν’ ἀνοιγόμαστε σὲ ἀνοιξιάτικες μοσχοβολιές.

    Ἡ Κωνσταντινούπολη δέν ἒπεσε μόνο ἀπό τούς Τούρκους. Ἒπεσε πρῶτα ἀπό τούς Λατίνους, καί ὁπωσδήποτε δέν ξεχνιέται κάτι τέτοιο. Ὑπάρχει ἡ ἡμερομηνία ὁρόσημο, τό 1204, ὃταν οἱ Δυτικοί Καθολικοί μπῆκαν στήν Πόλη. Οἱ φρικαλεότητες ἀνατριχιαστικές. Ἡ “Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ”, τοῦ Παλαμᾶ, τά λέει ὃλα. Αὐτό  ὃμως δικαιολογεῖ μετά ἀπό δυόμισι αἰῶνες  τό τοῦ Νοταρᾶ “Καλύτερα σαρίκι τούρκικο, παρά τιάρα παπική”; Αἰῶνες τώρα ὡς Ἓλληνες ὀρθόδοξοι, κρατᾶμε τόν ἀπόηχο τῆς δυσπιστίας τῶν Βυζαντινῶν πρός τούς Δυτικούς. Αἰῶνες τώρα πιστεύουμε στήν “εὐτυχισμένη ὑποτέλεια”, τῶν τετρακοσίων χρόνων. Μᾶς ἀρκεῖ ἡ ἀπέχθειά μας γιά τούς Καθολικούς. Ἀκόμη καί ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα μᾶς  ἐξαγριώνει.

 Χίλια κομμάτια ἒχουμε γίνει ὡς Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία, μέ τό κάθε ἒνα νά διεκδικεῖ  τήν καθαρότητά του. Κοινός παρονομαστής ὃλων τό μένος ἐναντίον τοῦ Πάπα. Σέ κάθε πρωτεύουσα τοῦ ἐξωτερικοῦ, πάνω ἀπό δεκαπέντε ὀρθόδοξοι ἀρχιεπίσκοποι. Ὁ Οίκουμενικός μας Πατριάρχης, Τοῦρκος ἀνεβάζεται, προδότης κατεβάζεται, μέ  τόν Πατριάρχη Μόσχας νά  προβάλεται, ἀπό σημαντική μερίδα ὀρθοδόξων Ἑλλήνων   ὡς ὁ ἀκραιφνής όρθόδοξος κληρικός. Ποιός; Αὐτός πού εὐλόγησε γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπιθετικό πόλεμο.  Καί νά κρατούσαμε ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο!

 Δέν πυκνώνονται οἱ αἰῶνες πού δοκίμασαν βάναυσα τήν ἰσορροπία τῆς Ὀρθοδοξίας μέ  τήν Καθολική Ἐκκλησία σέ δυό γραμμές, καί φυσικά οὒτε ἀποτυπώνονται προσωπικά αἰσθήματα  γιά τό ἀντίπαλο δέος  τῆς χριστιανοσύνης. Κακό χρ’ά’χουν κάποιες λατινικές τακτικές. Ἐξαρτᾶται τί κρατᾶμε, καί  οἱ μέν καί οἱ δέ,  ἀπό τήν Ἱστορία. Ἡ Ἱστορία ὃμως δέν διαβάζεται μέ κρατούμενα.

  Ζοῦν ἀκόμη  Ἓλληνες πού  φέρουν  τό  τραῦμα τῆς κατάληψης τῆς Πατρίδας  μας ἀπό τούς Γερμανούς καί τούς Ἰταλούς. Φυσικά καί δέν λησμονιέται κάτι τέτοιο ἀλλά στίς σχέσεις μας μέ τούς Γερμανούς καί Ἰταλούς  δέν ἒχουμε στά αὐτιά μας  τόν   ἀπόηχο τῆς βιαιότητάς τους. Δέν τό ξεχνᾶμε ἀλλά δέν τό προβάλουμε συνεχῶς μπροστά μας. Οὒτε  ὃταν παντρευόμαστε ἢ κάνουμε γερές φιλίες μέ καθολικούς σκεπτόμαστε τήν καταπίεση  πού δέχθηκαν οἱ πρόγονοί μας γιά νά ἀλλάξουν θρησκευτική περιοχή.

Ζοῦμε σέ ἐποχές καί κοινωνίες πού ἀπαιτοῦν πρωτοβουλίες καί δημιουργικές ἐνέργειες. Ἀντ’ αὐτοῦ κάποια σουπερορθόδοξα κέντρα, στανικά, άνήγαγαν ἀκόμη καί τήν καλημέρα μεταξύ προσώπων διαφορετικῶν ὁμολογιῶν, ὡς  τήν  κατ’ ἐξοχήν αἲρεση, πού δέν συγχωρεῖται εἰς τόν αἰῶνα τόν ἂπαντα.

   «Ἀντιθέτως Δυτικοί ἀδερφοί μας, ἒχοντας ὡριμάσει μέσα στἰς παντοειδεῖς φωτιές καί ἒχοντας ταπεινωθεῖ ἡ ὀφρύς τῆς αὐταπάτης τους, (ἂν χαιρεκακοῦμε... εἲμαστε ἂρρωστοι...!) ἒχοντας ἀντιληφθεῖ ὃτι τά ἂκρα εἶναι τῶν δαιμόνων, ἒχοντας μάθει ὃτι ἡ ἀλήθεια δεν ἐπικρατεῖ μέ πυγμή ἀλλά μέ ἀγκαλιά, μᾶς ἀποδέχονται πλήρως καί ἀναγνωρίζουν κατά πάντα ὃ,τι ἒχουμε, καί ἐπιτρέπουν στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τους, τήν συμμετοχή στά τελούμενα ἀπό ἐμᾶς Μυστήρια…». π. Θεδόσιος  Μαρτζοῦχος.

  Παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα μας, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, ἀνεκτίμητο ἄμφιο, οἱ  ἀγαπημένες μας, γιαγιάδες, μητέρες, γυναῖκες, κόρες, ἀδελφές, ἐρωμένες, ὃλες τους μυρωμένες, αὐτὲς ποὺ κράτησαν τήν πίστη στά δύσκολα, πού ζεσταίνουν καί σήμερα «παγωμένες Ἐκκλησιές», προσευχόμενες καί δεόμενες γονατιστὲς ἀπόμερα καί σιγοψέλνουν σέ ἦχο βαρύ: «Ὑπὲρ τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων». «Καὶ τὸν πρῶτο λόγο του ὁ στερνὸς τῶν ἀνθρώπων θὰ πεῖ, ν’ ὰψηλώσουν τὰ χόρτα, ἠ γυναῖκα στὸ πλάι του σὰν ἀχτίδα τοῦ ἥλιου νὰ βγεῖ. Καὶ πάλι θὰ λατρέψει τὴ γυναῖκα καὶ θά τήν πλαγιάσει πάνου στὰ χόρτα καθὼς πού ἐτάχθη. Καὶ θὰ λάβουνε τά ὄνειρα ἐκδίκηση, καὶ θὰ σπείρουνε γενεές στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων» (Ἄξιον Ἐστίν, Ἐλύτης ὁ Μέγας,  ὁ Ἐλυταρᾶς). 

 

 

«..Ὁ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανός, κέκτηται μέν ζῆλον ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, πλανᾶται ἐν ταῖς σκέψεσι καί ἐνεργείαις αὐτοῦ καί ἐργαζόμενος δῆθεν ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ παραβαίνει  τόν νόμον τῆς πρός τόν πλησίον ἀγάπης.  Ὁ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανός  ἐν τ ζέσει τοῦ ζήλου αὐτοῦ  πράττει τά ἐνάντια πρός τάς διατάξεις τοῦ Θείου νόμου καί πρός τό Θεῖον θέλημα.

  Ὁ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανός διαπράττει τόν κακόν, ὂπως ἐπέλθη τό ὑπ’ αὐτοῦ νοούμενον ἀγαθόν. Ὁ ζῆλος τοῦ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανοῦ εἶναι πῦρ  διαφθεῖρον, πῦρ καταναλίσκον· ἡ καταστροφή προπορεύεται  αὐτοῦ καί ἡ ἐρήμωσις  ἓπεται αὐτῶ. Ὁ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανός, εὒχεται τῷ Θεῷ νά ῥίψῃ πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καί νά  κατακαύσει πάντας τούς μή δεχομένους τάς ἀρχάς καί πεποιθήσεις αὐτοῦ.

 Τόν μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανό χαρακτηρίζει μῖσος πρός τούς ἑτεροθρήσκους ἢ ἑτεροδόξους, ὁ φθόνος καί ὁ ἐπίμονος θυμός, ἡ ἀμπαθής ἀντίσταση πρός τό ἀληθές πνεῦμα τοῦ θείου νόμου, ἡ παράλογος ἐπιμονή ἐν τῇ ὑπερασπίσει  τῶν  ἰδίων φρονημάτων, ὁ παράφορος ζῆλος πρός κατίσχυσιν  ἐν πᾶσιν, ἡ φιλοδοξία, ἡ  φιλονικία, ἡ ἒρις, καί τό  φιλοτάραχον.

Ὁ μή κατ’ ἐπίγνωσιν χριστιανός εἶναι ἂνθρωπος  ὀλέθριος».

Ἃγιος Νεκτάριος. Τό γνῶθι σαυτόν (Ἂπαντα, τ. Ε΄)  Ἀθῆναι 2011, σσ. 339-340.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου