Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Ἡ μάνα

 

 «Νά μέ θυμᾶσαι – βασιλικό νά τρίβεις στίς παλάμες σου γιά νά θυμᾶσαι». Γιατί «χωρίς ἐμᾶς εἶστε μειοψηφία, χωρίς ἐσᾶς, ἐμεῖς  ‘‘γυμνά ὀστέα γεγυμνωμένα’’». Μιχάλης Γκανᾶς

  Ποιά στάση, ποιό μήνυμα θά μποροῦσε νά εἶναι πιό ἀνθρώπινο καί παρήγορο σέ αὐτόν τόν κόσμο τῆς λήθης στόν ὁποῖο ζοῦμε; Ὃτι μποροῦμε νά θυμόμαστε ἀγαπημένους νεκρούς. Αὐταπόδεικτη ὑλική ἒκφραση τῆς ὑπαρξιακῆς ἀναγκαιότητας τῆς μνήμης, ὡς ἀνάμνησης, ὡς ἐνθύμησης, ὡς δύναμης τοῦ νοῦ, μέσω τοῦ ὁποίου θυμόμαστε ἓνα πρόσωπο, εἶναι τό μνῆμα. 

Μνημόνευμα, -ατος, καταγραφή τοῦ παρελθόντος, σέ Ἀριστ.

μνημονευτέον, ρημ. ἐπίθ., κάποιος πού πρέπει νά θυμόμαστε, σέ Πλάτ.

μνημονευτικός, -ή, -όν, αὐτός πού ἀναφέρεται ἢ προορίζεται γιά ὑπενθύμιση, σέ Πλωτίνο

μνημονευτός, -ή, -όν, αὐτός πού εἶναι δυνατόν ἢ πρέπει νά τόν θυμόμαστε, σέ Ἀριστ.

μνημονεύω (μνήμων), μέλ. -σω· μνημόσυνο, μνῆμα  (Liddel-Scott. Λεξικό Ἀρχαίας Ἑλληξνικῆς Γλῶσσας)  

  Οὒτε ἡ σχέση μέ τόν ἀπόντα τελειώνει μέ τήν ἀπώλειά του, οὒτε τό βιολογικό τέλος μιᾶς ἀνθρώπινης ζωῆς σηματοδοτεῖ κατ’ ἀνάγκην τό τέλος μιᾶς ζωντανῆς σχέσης με τόν κεκοιμημένο. Τό πένθος εἶναι τό καύσιμο τῆς μνήμης. Τό σόκ τῆς ἀπουσίας γεννάει μιά νέα μορφή παρουσίας, ὑπό τήν προστασία τῆς ὁποίας εἶναι δυνατόν νά ἐξωτερικευθεῖ τό ἀνείπωτο, νά ἐπιτραποῦν συναισθήματα πού δέν ἒχουν ποτέ ἀποκαλυφθεῖ, νά συνεχιστεῖ ἡ σχέση σέ μιά ἂλλη διάσταση. 

  Ὀφείλουμε στήν μνήμη ὃτι τό ἀπόν μπορεῖ νά εἶναι γιά ἐμᾶς παρόν. Δέν  καταφεύγω σέ μεταφυσικές ἢ σέ θρησκευτικούς ὁρίζοντες προσδοκίας, ἀλλά στίς ἀποτυπωμένες αἰσθήσεις καί σέ ψυχικές διεργασίες: ἀκουστικές καί γευστικές ἐντυπώσεις, ἐσωτερικές εἰκόνες, ὂνειρα, συνειρμούς.

   Πεθαίνουν οἱ μανάδες; Δέν πεθαίνουν. Οὒτε οἱ πατεράδες, οὒτε τά παιδιά μας. Ὃποιος ἒχει χάσει μωρό, γνωρίζει ὃτι καί αὐτά μεγαλώνουν δέν μένουν στήν ἡλικία πού ἒφυγαν, καί εἶναι τά πιό ὡραῖα, τά πιό ὂμορφα τοῦ κόσμου, χωρίς κανένα ψεγάδι. 

  Οἱ ψυχαναλυτές λένε ὃτι τά παιδιά δέν τραυματίζονται ἀπό τά ἂσχημα   πράγματα πού τούς συμβαίνουν. Τραυματίζονται ὃταν μένουν μόνα τους, καί μόνα τους μένουν  ὃταν χάνουν τήν μανούλα τους. Ἂν ἒχουν τήν μάνα τους νά τά κρατᾶ, δέν τραυματίζονται. Οἱ μητέρες βλέπουν τίς ἀνάγκες τοῦ παιδιοῦ. Μπορεί νά συμβεῖ κάτι ἐπώδυνο στό παιδί, ἀλλά, ἂν ἒχει τήν μάνα, δέν θά γίνει τραῦμα, δέν αἰσθάνεται μόνο του, μπορεῖ νά μιλήσει γι’ αὐτό. Γιά τήν μάνα ἒχεις ἐσωτερική ζωή, δέν εἶσαι ἀντικείμενο. «Τό παιδί ὀρφανεύει ἀπό μάνα».

   Οἱ μητέρες δίνουν πάντα σιγουριά. «Ὁ κόσμος νομίζει πώς τά παιδιά γίνονται σέ μία μέρα. Ἀλλά ἀργοῦν πολύ. Πολύ», ἒλεγε ὁ Λόρκα. Οὒτε καί οἱ μανάδες γίνονται σέ μιά μέρα. Καί δέν χρειάζεται νά κάνουν τίποτα τό ἰδιαίτερο γιά νά εἶναι οὐσιώδεις, σημαντικές, ἀξέχαστες, διδακτικές.  

  Ὃταν χάσεις τήν μάνα μεγάλος, πλήρη ἡμερῶν, ὁπωσδήποτε δέν μιλᾶμε γιά τραῦμα, γιά ψυχολογική πληγή πού δέν θά  ἐπουλωθεῖ. Ὃμως    ἂνθρωπος  ὀρφανεύει ἀπό μάνα σέ ὁποιαδήποτε ἡλικία καί νά τήν χάσει.  

   Ἡ κάθοδος στό Αἲγιο, μετά τόν ἐμφύλιο ἒδωσε στήν οἰκογένεια τήν αἲσθηση ὃτι βρίσκεται σέ ἓνα πολιτισμένο μέρος πού ὃλοι, γηγενεῖς καί μέτοικοι, διαθέτουν κάποιο σεβασμό καί ἀνάλογα μέ τίς ἰκανότητές  τους ἒχουν τήν δυνατότητα νά προκόψουν. Ἡ συνέχεια τούς δικαίωσε.

  Ἡ περιοχή εἶχε ὃλα τά δεδομένα νά βγεῖ πιό γρήγορα καί σταθερά ἀπό τήν μιζέρια, σωματική και ψυχική. Εἶχε ἐργοστάσια, δυνατότητα καλλιέργειας ἑσπεριδοειδῶν, σταφίδας μαύρης καί ξανθιάς, φημιζόταν γιά τό λάδι της, τά σταφύλια κρασιοῦ καί ἐπιτραπέζιων…  

  Σ’ αὐτά τά πρῶτα βήματα τῆς μετοικεσίας, ἡ οἰκονομική κατάσταση τῆς οἰκογένειας ἦταν ἐπισφαλής. Ἡ μητέρα μου ὑπῆρξε πάντοτε πολύ δημιουργική, ὁ ἂνθρωπος μέ τήν μεγαλύτερη ἰκανότητα ἀνάληψης πρωτοβουλιῶν πού ἒχω γνωρίσει. Ἦταν ὁ ἂνθρωπος πού  «ἒβγαζε ἀπό τήν μύγα ξίγκι».

  Ἒκανε γνωριμίες, φιλίες δυνατές πού κράτησαν μιά ζωή, τήν κυρά παπαδιά, τήν κυρία Ἀριάδνη, δεθήκαμε καί ἐμεῖς τά παιδιά τους, πολύ νωρίς ἀναγνώρισε  τήν κοινωνική καί πνευματική προσφορά τῆς θρησκευτικῆς ἀδελφότητας  «Ζωή» -δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν κοινωνία τοῦ Αίγίου- δέθηκε μέ προσωπικότητες αὐτοῦ  τοῦ χώρου, δεθήκαμε καί ἐμεῖς τά παιδιά, κρατήσαμε τίς προσωπικές της φιλίες μέ τούς  πάνυ ὡραίους μακαριστούς Ἡλία Μαστρογιαννόπουλο, Θεόκλητο Φεφέ,  Χρυσόστομο Βοῦλτσο, Γιανναρά, Σπύρο Ἀθανασίου, χωρίς νά λησμονεῖ συγγενεῖς καί πατριῶτες της.  

   Ἀσχολήθηκε  ἐπαγγελματικά μέ γάμους καί βαφτίσια, προτείνοντας στούς ἐνδιαφερόμενους μπομπονιέρες μέ γοῦστο καί αἰσθητική, δικῶν της συνδυασμῶν,  μέχρι πού ἡ ἀγορά τοῦ Αἰγίου κατακλείστηκε άπό προτάσεις ἀσυναγώνιστες ἐξ  Ἰαπωνίας,  ἒκανε ὡραῖα γλυκά, δίπλες, καρυδόπιτα, μπακλαβά, ἦταν δυνατή μαγείρισσα, δοσολογοῦσε μέ τό  μάτι, ἦταν ὁ ἰθύνων νοῦς τῶν περουσιακῶν ἀγορῶν μέ ὃλες τους  νά κρίνονται ἐκ τῶν ὑστέρων ὡς ἐπιτυχίες, οἱ ὁποῖες ἒγιναν οἱ προϋποθέσεις τῆς μετέπειτα ἀποτυχημένης ἐπιχειρησιακῆς προσπάθειας, καί τοῦ οἰκογενειακοῦ Βατερλώ, ἐκεῖ στήν παραλιακή ἀπό Ναύπλιο  πρός Νέα Κίο. Ὁ πλοῦτος της ἦταν ἡ φτώχια πού ἒζησε στόν ἐμφύλιο. Ἒλεγε, τῆς ἂρεσε νά τό λέει, «ὃσο λιγότερο ὑλικός  εἶναι ὁ πλοῦτος τόσο πολυτιμότερος, δέν εἶναι ὃπως τόν θεωρεῖτε ἐσεῖς σήμερα».

  Εὒκολα κάποιες φορές περνοῦσε ἀπό τήν πίκρα στό πλατύ γέλιο. Θυμᾶμαι ὃταν σέ κάποια φάση θλίψης μου εἶπε,  ἐγώ ἢμουν γεννημένη γιά καλόγρια, τῆς ἀντέτεινα ὃτι θά τίς ἒδιωχνες ὃλες, θά τό ἒκλεινες τό μοναστήρι, γέλασε μέ τήν καρδιά της. Γελοῦσε εὒκολα, τῆς ἂρεσαν τά ἀστεῖα,  «ἒσφαζε» μέ τήν εἰρωνεία της, μοῦ πρότεινε νά ἒρθει στό Παρίσι, τό ἒλεγε ἡ καρδιά της, νά μοῦ κάνει φαγητό να μέ φροντίζει, "θά μάθω καί δυο γαλλικούλια", ἀλλά κατά καιρούς ἒπεφτε καί σέ βαθιές σιωπές.

  Ἡ εἰκόνα τῆς μάνας εἶναι δυσπερίγραπτη. Ἡ ἲδια ταύτιζε τόν ἑαυτό της μέ  τήν Ὑπατία, τήν κατ’ ἐξοχήν δασκάλα, ὃπως διετείνετο. Πίστευε πώς κανένας πιό σπουδαῖος φιλόσοφος ἀπό τήν Ὑπατία. Ἡ Ἐκκλησία μας ἒπρεπε νά τήν ἒχει ἀνακηρύξει Ἁγία, αὐτήν καί τόν  Παλαιολόγο. Τό ὃτι τήν σκοτώνουν χριστιανοί μέ μαρτυρικό τρόπο δείχνει ἀκριβῶς  ὃτι εἶναι σύμφωνη μέ τόν ἑαυτό της. Ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία εἶναι νά μπορεῖς νά εἶσαι σύμφωνη μέ τόν ἑαυτό σου, ἒλεγε ἡ μάνα.

 Ἡ εἰκόνα τῆς κάθε Γόρτυνας μάνας τῆς ἐποχῆς αὐτῆς χωρίς καμμιά ἐξαίρεση, ἦταν ἲδια, εἶχαν ἓνα μειλίχιο σθένος αὐτές οἱ  γυναῖκες. Ὃταν σκέπτομαι τίς γυναῖκες τῆς Γόρτυνος τό μυαλό μου συνειρμικά πάει στήν Παναγιᾶ μας,  στήν  Ἀγαύη  τοῦ Εὐριπίδη, στήν Ἀνδρομάχη τήν γυναίκα τοῦ Ἒκτορα, τήν Ἑκάβη, τήν  Κλυταιμνήστρα,  τήν Μήδεια, στήν «μάνα μάρτυσσα» τοῦ Καβάφη.

  Ἡ μάνα ὑπῆρξε δωρική ὃπως ἡ Κερπινιώτικη γῆ της. Κάποιες φορές ἒμοιαζε νά ψάχνει ἓνα πένθος ἀπ’ τό ὁποῖο νά κρυφτεῖ, -ἒμεινε ὀρφανή ἀπό μωρό-ἀλλά καί τήν ἲδια στιγμή ἓνα χαμόγελο γιά νά κουρνιάσει. Νά πατήσει κάτω ἀπό τό βαρύ χῶμα τόν Χάρο μά καί νά τόν χορέψει, ἒτσι ὃπως τόν Λιούλιο καί τά Μανουσάκια, κρατῶντας τήν κόρη της Μαργαρίτα,  τρυφερά καί ἀγέρωχα, ὃπως κάνουν στήν Γόρτυνα γῆ,  μέ ἓναν τρόπο πού δέν περιγράφεται.

  Ἡ ἰδιότυπη αὐτή χαρακιά τοῦ μάταιου καί τοῦ τρυφεροῦ, τοῦ σκληροῦ καί ἁπαλοῦ, τοῦ ἀνελέητου καί ἁβροῦ, στό βάθος τῆς κόρης τοῦ ματιοῦ της ἐρχόταν ἀπό παλιά καί ἀποκρυσταλλωνόταν μοναδικά στήν  ἒνταση τῆς φωνῆς της.

  Στά γεράματά της δέν ἐπιβάρυνε  κανέναν. Καθόταν στήν ἀκρούλα της, εἶχε τίς παρέες της, τίς φίλες της ὃσες τῆς ἀπέμειναν, καί  τήν διακριτική ἒγνοια τῆς Νίκης, τῆς μικρῆς κόρης. Δέν ἢθελε νά ἐνοχλεῖ, δέν κλαιγόταν γιά τίποτα, ποτέ δέν παραπονέθηκε σέ κανέναν. Μιά φορά τό παράκανε. Ἒκλεισε ραντεβού ἐπέμβασης στό στῆθος, ἀπό τόν χειρουργό ξάδελφό της  χωρίς νά ἐνημερώσει κανέναν μας. Θυμᾶμαι ἒντονα τό θυμωμένο τηλέφωνο τοῦ θείου ἀνήμερα τῆς ἐγχείρησης.

   Ἦταν μοναχικός ἂνθρωπος,  δέν φοβόταν τήν  μοναξιά. Αὐτό πού μοῦ ἀρέσει εἶναι ἡ μοναξιά μου, ἒλεγε, δέν σιμώνει κανένας.  Ἒφυγε  ἣσυχα, λίγο μετά τήν κοίμηση τῆς κόρης της Μαργαρίτας, περιτριγυρισμένη ἀπό τά ἐναπομείναντα τρία  παιδιά της.

  Ἐνενήντα ἑνός ἐτῶν  πλήρης ἡμερῶν,  ἐτάφη δίπλα στό, μέ τό ἂγουρο φευγιό, ἐγγόνι της, 16 ἡμερῶν,-σήμερα 37- ἀνάμεσα στούς πολλούς,  ὡς χρυσίζοντα γυμνά ὀστέα, λείψανα καί μάρτυρες μιᾶς ἀλλοτινῆς σφύζουσας ἐποχῆς. Τίποτε τό μακάβριο σ' ὃλα αὐτά, ἀλλά ἀόριστα μιά γλύκα πού δένει μέ τόν δριμύ ἀέρα στούς Ἁγίους Πάντες, τό κοιμητήριο τοῦ Αἰγίου, τῆς πιό ἀνυπόμονης ἂνοιξης τῆς ζωῆς μου,  μ' ἓναν ἣλιο-βασιλιά πού ἒδυε χωρίς νά πάψει οὒτε στιγμή νά βασιλεύει.

   Πρώτη μέρα χωρίς ἣλιο, χωρίς τήν μάνα. Κλαίω πίσω ἀπό τά καθίσματα τοῦ αὐτοκινήτου πρός Ἀθήνα. Θα τό κάνω πολλές φορές κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας, καί γιά τήν μάνα καί γιά τό μωρούλι μας, καί γοερῶς κάθε πού ἒρχομαι προσκυνητής σ’ αὐτό τό ἱερό.  

  Βίαιη μύηση ἐνηλικίωσης; Ἀπό τήν στιγμή πού ἡ μάνα ἒχει μεταβληθεῖ σέ σκιά, τί άλλο; Πῶς ἀλλιῶς, ὃταν δέν μένει τίποτε ἂλλο νά εἰπωθεῖ παρά μόνο μέσα στό μύχιο; Ὃλες αὐτές οἱ συνομιλίες –οἱ μονόλογοι, στήν οὐσία– πού κλείνουν πάντοτε μέ ἓνα ἀθέατο, μά ὁριστικό, ἐρωτηματικό.

  Ἡ φωνή της, οἱ μυρωδιές της, ἡ σκληρότητά της, ἡ καλοσύνη της,  τά στραβά της καί τά ἀνάποδά της, θά συνεχίσουν τόν ξέφρενο χορό τους ἀκόμη καί τώρα πού ἐκείνη βρίσκεται στό ἐπέκεινα, ἐντός μου,  πάντα ἀπροσποίητη, ἀφτιασίδωτη ἀτόφια, αὐθεντική, ὃπως ὃλες οἱ μάνες.

  Θεωρῶ τόν ἑαυτό μου τυχερό, πού θύμωνα μέ τήν μάνα, πού  μέ μάλωνε, πού μοῦ ἒκανε παρατηρήσεις, ἂν καί γνώριζε ὃτι τήν ἒγραφα  κανονικά, ὃπως  θεωρῶ καί τόν καθένα σας τυχερό, ὃταν σέ ὁποιαδήποτε  ἡλικία ζεῖ, κινεῖται καί δημιουργεῖ ἡ μάνα σας, ὃταν ἒχετε τήν δυνατότητα ἂμεσης ἐπικοινωνίας, νά τήν ἀκούσετε νά τἠν ἀγκαλιάσετε καί νά σᾶς ἀγκαλιάσει, νά μαλώσετε, νά τήν πικράνετε.  Στίς σελίδες τῆς ζωῆς τῶν μανάδων, ἒχουν γραφεῖ ὃλες οἱ δυσκολίες πού μπορεῖ νά ζήσει ἓνας ἂνθρωπος ἀλλά καί ἡ μεγαλύτερη ἀποθέωση πού μπορεῖ νά βιώσει μιά ψυχή· αὐτή τῆς δημιουργίας, τῆς γέννας. 

 

   

1 σχόλιο:

  1. Ἢμουν σέ παρέα καφενείου, ὃταν συνδαιτημόνας εὐρισκόμενος σέ ἐπικοινωνία μέ τήν Ἰωάννα ἐκείνη τήν στιγμή, παίρνει τηλέφωνο τήν ὑπέργηρη μάνα του: «μάνα μήν ἀνησυχεῖς θά ἒρθω σέ λίγο, σέ δέκα λεπτά θά εἶμαι ἐκεῖ… Ἐμένα μέ συγχωρεῖτε πάω νά φροντίσω τήν μάνα μου, σᾶς χαιρετῶ». Ἦταν πολύ τρυφερός. Πῆρε τό σκουτεράκι του καί χάθηκε μέσα στό βουητό τῆς Παλλάδας. Συγκινήθηκα, τόν ζήλεψα..
    Ἡ ψυχή διψᾶ ἀπό τήν φύση της γιά ἀνάταση, ὃμως, τά γηρατειά τήν ὑποχρεώνουν νά προσαρμόζεται στήν προϊοῦσα βαρύτητα τῆς σάρκας· σάν νά στεγνώνει μαζί της. Ἐνδεχομένως λαχταρᾶ νά περάσει ἀπό τήν νοερή σφαῖρα τοῦ αἰσθήματος στήν ἂμεσή του ἀνάκτηση, ἀλλά πλέον δέν γίνεται.
    Τό αἲσθημα τῆς κόπωσης, τό βύθισμα στά ξεραμένα σώματα, ἀναπολοῦν τά νιᾶτα πού κατηύθυναν οἱ ψυχές μέ τίς ἐπιθυμίες, τό σφρῖγος τῶν σωμάτων. Τίποτα δέν θυμίζει πλέον τήν ἐγκατοίκηση τῆς ψυχῆς στήν θαλερή σάρκα τῆς νεότητας. Τώρα διαπερνᾶ τήν ψυχή ἡ ἀγωνία νά μήν σβήσει μαζί μέ τό ἐρείπιο. Ὁ ἡλικιωμένος τρέμει τόσο νά μήν χάσει τήν ἐν σώματι ἐπιβίωση ὣστε ἐσωτερικεύει τίς ἀνάγκες του, ἀρπάζεται «κωμικοτραγικά» ἀπό τήν φθορά του, καί ἐναποθέτει τίς ἐλπίδες του, στόν γιό, τήν κόρη, τά ἐγγόνια…

    ΑπάντησηΔιαγραφή