Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Ἡ μάνα

 

 «Νά μέ θυμᾶσαι – βασιλικό νά τρίβεις στίς παλάμες σου γιά νά θυμᾶσαι». Γιατί «χωρίς ἐμᾶς εἶστε μειοψηφία, χωρίς ἐσᾶς, ἐμεῖς  ‘‘γυμνά ὀστέα γεγυμνωμένα’’». Μιχάλης Γκανᾶς

  Ποιά στάση, ποιό μήνυμα θά μποροῦσε νά εἶναι πιό ἀνθρώπινο καί παρήγορο σέ αὐτόν τόν κόσμο τῆς λήθης στόν ὁποῖο ζοῦμε; Ὃτι μποροῦμε νά θυμόμαστε ἀγαπημένους νεκρούς. Αὐταπόδεικτη ὑλική ἒκφραση τῆς ὑπαρξιακῆς ἀναγκαιότητας τῆς μνήμης, ὡς ἀνάμνησης, ὡς ἐνθύμησης, ὡς δύναμης τοῦ νοῦ, μέσω τοῦ ὁποίου θυμόμαστε ἓνα πρόσωπο, εἶναι τό μνῆμα. 

Μνημόνευμα, -ατος, καταγραφή τοῦ παρελθόντος, σέ Ἀριστ.

μνημονευτέον, ρημ. ἐπίθ., κάποιος πού πρέπει νά θυμόμαστε, σέ Πλάτ.

μνημονευτικός, -ή, -όν, αὐτός πού ἀναφέρεται ἢ προορίζεται γιά ὑπενθύμιση, σέ Πλωτίνο

μνημονευτός, -ή, -όν, αὐτός πού εἶναι δυνατόν ἢ πρέπει νά τόν θυμόμαστε, σέ Ἀριστ.

μνημονεύω (μνήμων), μέλ. -σω· μνημόσυνο, μνῆμα  (Liddel-Scott. Λεξικό Ἀρχαίας Ἑλληξνικῆς Γλῶσσας)  

  Οὒτε ἡ σχέση μέ τόν ἀπόντα τελειώνει μέ τήν ἀπώλειά του, οὒτε τό βιολογικό τέλος μιᾶς ἀνθρώπινης ζωῆς σηματοδοτεῖ κατ’ ἀνάγκην τό τέλος μιᾶς ζωντανῆς σχέσης με τόν κεκοιμημένο. Τό πένθος εἶναι τό καύσιμο τῆς μνήμης. Τό σόκ τῆς ἀπουσίας γεννάει μιά νέα μορφή παρουσίας, ὑπό τήν προστασία τῆς ὁποίας εἶναι δυνατόν νά ἐξωτερικευθεῖ τό ἀνείπωτο, νά ἐπιτραποῦν συναισθήματα πού δέν ἒχουν ποτέ ἀποκαλυφθεῖ, νά συνεχιστεῖ ἡ σχέση σέ μιά ἂλλη διάσταση. 

  Ὀφείλουμε στήν μνήμη ὃτι τό ἀπόν μπορεῖ νά εἶναι γιά ἐμᾶς παρόν. Δέν  καταφεύγω σέ μεταφυσικές ἢ σέ θρησκευτικούς ὁρίζοντες προσδοκίας, ἀλλά στίς ἀποτυπωμένες αἰσθήσεις καί σέ ψυχικές διεργασίες: ἀκουστικές καί γευστικές ἐντυπώσεις, ἐσωτερικές εἰκόνες, ὂνειρα, συνειρμούς.

   Πεθαίνουν οἱ μανάδες; Δέν πεθαίνουν. Οὒτε οἱ πατεράδες, οὒτε τά παιδιά μας. Ὃποιος ἒχει χάσει μωρό, γνωρίζει ὃτι καί αὐτά μεγαλώνουν δέν μένουν στήν ἡλικία πού ἒφυγαν, καί εἶναι τά πιό ὡραῖα, τά πιό ὂμορφα τοῦ κόσμου, χωρίς κανένα ψεγάδι. 

  Οἱ ψυχαναλυτές λένε ὃτι τά παιδιά δέν τραυματίζονται ἀπό τά ἂσχημα   πράγματα πού τούς συμβαίνουν. Τραυματίζονται ὃταν μένουν μόνα τους, καί μόνα τους μένουν  ὃταν χάνουν τήν μανούλα τους. Ἂν ἒχουν τήν μάνα τους νά τά κρατᾶ, δέν τραυματίζονται. Οἱ μητέρες βλέπουν τίς ἀνάγκες τοῦ παιδιοῦ. Μπορεί νά συμβεῖ κάτι ἐπώδυνο στό παιδί, ἀλλά, ἂν ἒχει τήν μάνα, δέν θά γίνει τραῦμα, δέν αἰσθάνεται μόνο του, μπορεῖ νά μιλήσει γι’ αὐτό. Γιά τήν μάνα ἒχεις ἐσωτερική ζωή, δέν εἶσαι ἀντικείμενο. «Τό παιδί ὀρφανεύει ἀπό μάνα».

   Οἱ μητέρες δίνουν πάντα σιγουριά. «Ὁ κόσμος νομίζει πώς τά παιδιά γίνονται σέ μία μέρα. Ἀλλά ἀργοῦν πολύ. Πολύ», ἒλεγε ὁ Λόρκα. Οὒτε καί οἱ μανάδες γίνονται σέ μιά μέρα. Καί δέν χρειάζεται νά κάνουν τίποτα τό ἰδιαίτερο γιά νά εἶναι οὐσιώδεις, σημαντικές, ἀξέχαστες, διδακτικές.  

  Ὃταν χάσεις τήν μάνα μεγάλος, πλήρη ἡμερῶν, ὁπωσδήποτε δέν μιλᾶμε γιά τραῦμα, γιά ψυχολογική πληγή πού δέν θά  ἐπουλωθεῖ. Ὃμως    ἂνθρωπος  ὀρφανεύει ἀπό μάνα σέ ὁποιαδήποτε ἡλικία καί νά τήν χάσει.  

   Ἡ κάθοδος στό Αἲγιο, μετά τόν ἐμφύλιο ἒδωσε στήν οἰκογένεια τήν αἲσθηση ὃτι βρίσκεται σέ ἓνα πολιτισμένο μέρος πού ὃλοι, γηγενεῖς καί μέτοικοι, διαθέτουν κάποιο σεβασμό καί ἀνάλογα μέ τίς ἰκανότητές  τους ἒχουν τήν δυνατότητα νά προκόψουν. Ἡ συνέχεια τούς δικαίωσε.

  Ἡ περιοχή εἶχε ὃλα τά δεδομένα νά βγεῖ πιό γρήγορα καί σταθερά ἀπό τήν μιζέρια, σωματική και ψυχική. Εἶχε ἐργοστάσια, δυνατότητα καλλιέργειας ἑσπεριδοειδῶν, σταφίδας μαύρης καί ξανθιάς, φημιζόταν γιά τό λάδι της, τά σταφύλια κρασιοῦ καί ἐπιτραπέζιων…  

  Σ’ αὐτά τά πρῶτα βήματα τῆς μετοικεσίας, ἡ οἰκονομική κατάσταση τῆς οἰκογένειας ἦταν ἐπισφαλής. Ἡ μητέρα μου ὑπῆρξε πάντοτε πολύ δημιουργική, ὁ ἂνθρωπος μέ τήν μεγαλύτερη ἰκανότητα ἀνάληψης πρωτοβουλιῶν πού ἒχω γνωρίσει. Ἦταν ὁ ἂνθρωπος πού  «ἒβγαζε ἀπό τήν μύγα ξίγκι».

  Ἒκανε γνωριμίες, φιλίες δυνατές πού κράτησαν μιά ζωή, τήν κυρά παπαδιά, τήν κυρία Ἀριάδνη, δεθήκαμε καί ἐμεῖς τά παιδιά τους, πολύ νωρίς ἀναγνώρισε  τήν κοινωνική καί πνευματική προσφορά τῆς θρησκευτικῆς ἀδελφότητας  «Ζωή» -δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν κοινωνία τοῦ Αίγίου- δέθηκε μέ προσωπικότητες αὐτοῦ  τοῦ χώρου, δεθήκαμε καί ἐμεῖς τά παιδιά, κρατήσαμε τίς προσωπικές της φιλίες μέ τούς  πάνυ ὡραίους μακαριστούς Ἡλία Μαστρογιαννόπουλο, Θεόκλητο Φεφέ,  Χρυσόστομο Βοῦλτσο, Γιανναρά, Σπύρο Ἀθανασίου, χωρίς νά λησμονεῖ συγγενεῖς καί πατριῶτες της.  

   Ἀσχολήθηκε  ἐπαγγελματικά μέ γάμους καί βαφτίσια, προτείνοντας στούς ἐνδιαφερόμενους μπομπονιέρες μέ γοῦστο καί αἰσθητική, δικῶν της συνδυασμῶν,  μέχρι πού ἡ ἀγορά τοῦ Αἰγίου κατακλείστηκε άπό προτάσεις ἀσυναγώνιστες ἐξ  Ἰαπωνίας,  ἒκανε ὡραῖα γλυκά, δίπλες, καρυδόπιτα, μπακλαβά, ἦταν δυνατή μαγείρισσα, δοσολογοῦσε μέ τό  μάτι, ἦταν ὁ ἰθύνων νοῦς τῶν περουσιακῶν ἀγορῶν μέ ὃλες τους  νά κρίνονται ἐκ τῶν ὑστέρων ὡς ἐπιτυχίες, οἱ ὁποῖες ἒγιναν οἱ προϋποθέσεις τῆς μετέπειτα ἀποτυχημένης ἐπιχειρησιακῆς προσπάθειας, καί τοῦ οἰκογενειακοῦ Βατερλώ, ἐκεῖ στήν παραλιακή ἀπό Ναύπλιο  πρός Νέα Κίο. Ὁ πλοῦτος της ἦταν ἡ φτώχια πού ἒζησε στόν ἐμφύλιο. Ἒλεγε, τῆς ἂρεσε νά τό λέει, «ὃσο λιγότερο ὑλικός  εἶναι ὁ πλοῦτος τόσο πολυτιμότερος, δέν εἶναι ὃπως τόν θεωρεῖτε ἐσεῖς σήμερα».

  Εὒκολα κάποιες φορές περνοῦσε ἀπό τήν πίκρα στό πλατύ γέλιο. Θυμᾶμαι ὃταν σέ κάποια φάση θλίψης μου εἶπε,  ἐγώ ἢμουν γεννημένη γιά καλόγρια, τῆς ἀντέτεινα ὃτι θά τίς ἒδιωχνες ὃλες, θά τό ἒκλεινες τό μοναστήρι, γέλασε μέ τήν καρδιά της. Γελοῦσε εὒκολα, τῆς ἂρεσαν τά ἀστεῖα,  «ἒσφαζε» μέ τήν εἰρωνεία της, μοῦ πρότεινε νά ἒρθει στό Παρίσι, τό ἒλεγε ἡ καρδιά της, νά μοῦ κάνει φαγητό να μέ φροντίζει, "θά μάθω καί δυο γαλλικούλια", ἀλλά κατά καιρούς ἒπεφτε καί σέ βαθιές σιωπές.

  Ἡ εἰκόνα τῆς μάνας εἶναι δυσπερίγραπτη. Ἡ ἲδια ταύτιζε τόν ἑαυτό της μέ  τήν Ὑπατία, τήν κατ’ ἐξοχήν δασκάλα, ὃπως διετείνετο. Πίστευε πώς κανένας πιό σπουδαῖος φιλόσοφος ἀπό τήν Ὑπατία. Ἡ Ἐκκλησία μας ἒπρεπε νά τήν ἒχει ἀνακηρύξει Ἁγία, αὐτήν καί τόν  Παλαιολόγο. Τό ὃτι τήν σκοτώνουν χριστιανοί μέ μαρτυρικό τρόπο δείχνει ἀκριβῶς  ὃτι εἶναι σύμφωνη μέ τόν ἑαυτό της. Ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία εἶναι νά μπορεῖς νά εἶσαι σύμφωνη μέ τόν ἑαυτό σου, ἒλεγε ἡ μάνα.

 Ἡ εἰκόνα τῆς κάθε Γόρτυνας μάνας τῆς ἐποχῆς αὐτῆς χωρίς καμμιά ἐξαίρεση, ἦταν ἲδια, εἶχαν ἓνα μειλίχιο σθένος αὐτές οἱ  γυναῖκες. Ὃταν σκέπτομαι τίς γυναῖκες τῆς Γόρτυνος τό μυαλό μου συνειρμικά πάει στήν Παναγιᾶ μας,  στήν  Ἀγαύη  τοῦ Εὐριπίδη, στήν Ἀνδρομάχη τήν γυναίκα τοῦ Ἒκτορα, τήν Ἑκάβη, τήν  Κλυταιμνήστρα,  τήν Μήδεια, στήν «μάνα μάρτυσσα» τοῦ Καβάφη.

  Ἡ μάνα ὑπῆρξε δωρική ὃπως ἡ Κερπινιώτικη γῆ της. Κάποιες φορές ἒμοιαζε νά ψάχνει ἓνα πένθος ἀπ’ τό ὁποῖο νά κρυφτεῖ, -ἒμεινε ὀρφανή ἀπό μωρό-ἀλλά καί τήν ἲδια στιγμή ἓνα χαμόγελο γιά νά κουρνιάσει. Νά πατήσει κάτω ἀπό τό βαρύ χῶμα τόν Χάρο μά καί νά τόν χορέψει, ἒτσι ὃπως τόν Λιούλιο καί τά Μανουσάκια, κρατῶντας τήν κόρη της Μαργαρίτα,  τρυφερά καί ἀγέρωχα, ὃπως κάνουν στήν Γόρτυνα γῆ,  μέ ἓναν τρόπο πού δέν περιγράφεται.

  Ἡ ἰδιότυπη αὐτή χαρακιά τοῦ μάταιου καί τοῦ τρυφεροῦ, τοῦ σκληροῦ καί ἁπαλοῦ, τοῦ ἀνελέητου καί ἁβροῦ, στό βάθος τῆς κόρης τοῦ ματιοῦ της ἐρχόταν ἀπό παλιά καί ἀποκρυσταλλωνόταν μοναδικά στήν  ἒνταση τῆς φωνῆς της.

  Στά γεράματά της δέν ἐπιβάρυνε  κανέναν. Καθόταν στήν ἀκρούλα της, εἶχε τίς παρέες της, τίς φίλες της ὃσες τῆς ἀπέμειναν, καί  τήν διακριτική ἒγνοια τῆς Νίκης, τῆς μικρῆς κόρης. Δέν ἢθελε νά ἐνοχλεῖ, δέν κλαιγόταν γιά τίποτα, ποτέ δέν παραπονέθηκε σέ κανέναν. Μιά φορά τό παράκανε. Ἒκλεισε ραντεβού ἐπέμβασης στό στῆθος, ἀπό τόν χειρουργό ξάδελφό της  χωρίς νά ἐνημερώσει κανέναν μας. Θυμᾶμαι ἒντονα τό θυμωμένο τηλέφωνο τοῦ θείου ἀνήμερα τῆς ἐγχείρησης.

   Ἦταν μοναχικός ἂνθρωπος,  δέν φοβόταν τήν  μοναξιά. Αὐτό πού μοῦ ἀρέσει εἶναι ἡ μοναξιά μου, ἒλεγε, δέν σιμώνει κανένας.  Ἒφυγε  ἣσυχα, λίγο μετά τήν κοίμηση τῆς κόρης της Μαργαρίτας, περιτριγυρισμένη ἀπό τά ἐναπομείναντα τρία  παιδιά της.

  Ἐνενήντα ἑνός ἐτῶν  πλήρης ἡμερῶν,  ἐτάφη δίπλα στό, μέ τό ἂγουρο φευγιό, ἐγγόνι της, 16 ἡμερῶν,-σήμερα 37- ἀνάμεσα στούς πολλούς,  ὡς χρυσίζοντα γυμνά ὀστέα, λείψανα καί μάρτυρες μιᾶς ἀλλοτινῆς σφύζουσας ἐποχῆς. Τίποτε τό μακάβριο σ' ὃλα αὐτά, ἀλλά ἀόριστα μιά γλύκα πού δένει μέ τόν δριμύ ἀέρα στούς Ἁγίους Πάντες, τό κοιμητήριο τοῦ Αἰγίου, τῆς πιό ἀνυπόμονης ἂνοιξης τῆς ζωῆς μου,  μ' ἓναν ἣλιο-βασιλιά πού ἒδυε χωρίς νά πάψει οὒτε στιγμή νά βασιλεύει.

   Πρώτη μέρα χωρίς ἣλιο, χωρίς τήν μάνα. Κλαίω πίσω ἀπό τά καθίσματα τοῦ αὐτοκινήτου πρός Ἀθήνα. Θα τό κάνω πολλές φορές κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας, καί γιά τήν μάνα καί γιά τό μωρούλι μας, καί γοερῶς κάθε πού ἒρχομαι προσκυνητής σ’ αὐτό τό ἱερό.  

  Βίαιη μύηση ἐνηλικίωσης; Ἀπό τήν στιγμή πού ἡ μάνα ἒχει μεταβληθεῖ σέ σκιά, τί άλλο; Πῶς ἀλλιῶς, ὃταν δέν μένει τίποτε ἂλλο νά εἰπωθεῖ παρά μόνο μέσα στό μύχιο; Ὃλες αὐτές οἱ συνομιλίες –οἱ μονόλογοι, στήν οὐσία– πού κλείνουν πάντοτε μέ ἓνα ἀθέατο, μά ὁριστικό, ἐρωτηματικό.

  Ἡ φωνή της, οἱ μυρωδιές της, ἡ σκληρότητά της, ἡ καλοσύνη της,  τά στραβά της καί τά ἀνάποδά της, θά συνεχίσουν τόν ξέφρενο χορό τους ἀκόμη καί τώρα πού ἐκείνη βρίσκεται στό ἐπέκεινα, ἐντός μου,  πάντα ἀπροσποίητη, ἀφτιασίδωτη ἀτόφια, αὐθεντική, ὃπως ὃλες οἱ μάνες.

  Θεωρῶ τόν ἑαυτό μου τυχερό, πού θύμωνα μέ τήν μάνα, πού  μέ μάλωνε, πού μοῦ ἒκανε παρατηρήσεις, ἂν καί γνώριζε ὃτι τήν ἒγραφα  κανονικά, ὃπως  θεωρῶ καί τόν καθένα σας τυχερό, ὃταν σέ ὁποιαδήποτε  ἡλικία ζεῖ, κινεῖται καί δημιουργεῖ ἡ μάνα σας, ὃταν ἒχετε τήν δυνατότητα ἂμεσης ἐπικοινωνίας, νά τήν ἀκούσετε νά τἠν ἀγκαλιάσετε καί νά σᾶς ἀγκαλιάσει, νά μαλώσετε, νά τήν πικράνετε.  Στίς σελίδες τῆς ζωῆς τῶν μανάδων, ἒχουν γραφεῖ ὃλες οἱ δυσκολίες πού μπορεῖ νά ζήσει ἓνας ἂνθρωπος ἀλλά καί ἡ μεγαλύτερη ἀποθέωση πού μπορεῖ νά βιώσει μιά ψυχή· αὐτή τῆς δημιουργίας, τῆς γέννας. 

 

   

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Νόννα, η Μητέρα του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου.

 

Τής Άννας Κ. Κορνάρου-Καλαμαρά

Ο ΄Αγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, «της Θεολογίας ο νους ο ακρότατος», ένας από τους «Τρεις μεγίστους φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος», υπήρξε απ’ τις ευγενέστερες προσωπικότητες, δεινός ρήτορας, μεγάλος εκκλησιαστικός συγγραφέας και υπέροχος ποιητής. ΄Ενθερμος ζηλωτής της Ορθοδοξίας και αθλητής της πίστης μας τιμάται από τον χριστιανικό κόσμο στις 25 Ιανουαρίου και στις 30 του ίδιου μήνα εορτάζεται μαζί με τους άλλους δύο Ιεράρχες και Πατέρες, Βασίλειο τον Μέγα και Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Ονομάστηκε «Θεολόγος», αετός της Θεολογίας, για το ύψος των θεολογικών του νοημάτων. Τρυφερή και ευαίσθητη ψυχή με πολύ συναισθηματισμό και ακλόνητη πίστη μεγάλωσε μέσα στην αγιότητα της οικογενειακής ατμόσφαιρας κι έκανε πράξη τις αρχές του Ευαγγελίου.

  Χάρη στο έμφυτο χάρισμα της ευγλωττίας του κατέγραψε ο Ιεράρχης με πιστότητα τον ιδιαίτερο τρόπο της ανατροφής του σε πλήθος επιστολών. Σε επιταφίους λόγους δε και ποιήματα υμνεί τα αγαπημένα του πρόσωπα παρέχοντας στοιχεία αυτοβιογραφικά με την απλότητα ενός παιδιού και την εμπιστοσύνη ενός πιστού. Και γίνεται θρησκευτική μελωδία η γοητεία του λόγου του, καθώς διανοίγει τις Γραφές. ΄Όπως επίσης αγάπη βαθιά, τρυφερή και έμπρακτη αποδεικνύεται πως συνέδεε μητέρα και υιό. ΄Εχομε λοιπόν την ευκαιρία ανατρέχοντας στα κείμενά του να αναγνωρίσουμε το κάλλος της ψυχής του Αγίου, αλλά και να αντλήσουμε νάματα παιδαγωγίας μέσα από εκείνη την ευλογημένη πηγή του οικείου του περιβάλλοντος.

  Διαβάζουμε και ακούμε τον Γρηγόριο να ομολογεί ότι ο ίδιος είναι « Δώρον Θεού». Μας συναρπάζει ο λόγος του, καθώς γράφει ότι οι γονείς του τον απέκτησαν σε προχωρημένη ηλικία. Στείρα η Νόννα. Με γονυκλισίες ζητούσε απ’ τον Θεό τη λύση της ατεκνίας της και ω! του θαύματος. Γέννησε όχι ένα αλλά τρία παιδιά, δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Γι’ αυτό τους γονείς του, που γέννησαν αργά, τους ονόμαζε Αβραάμ και Σάρρα, αλλά και τον υιό τους, τον εαυτό του, Ισαάκ. «Ποιος δεν γνωρίζει –γράφει- τον νέο μας Αβραάμ και τη σύγχρονή μας Σάρρα; Θέλω να ειπώ τον Γρηγόριο και τη Νόννα, τη σύζυγό του; Εκείνος είναι το  κόσμημα των ανδρών και εκείνη των γυναικών και όχι μόνο κόσμημα, αλλά και υπόδειγμα αρετής. Είναι μια συζυγία, που μοιράζεται την ίδια τιμή, το ίδιο φρόνημα, την ίδια ψυχή. Απέρριπταν τον γήινο πλούτο. Πλουτούσαν όμως για τον ουρανό».

  Η Νόννα γεννήθηκε γύρω στο 304 μ. Χ. στην Αριανζόν της Καππαδοκίας, χωριό κοντά στη μικρή πόλη Ναζιανζόν, από γονείς ευσεβείς και ενάρετους. « Εξ αγίας απαρχής όντως άγιον φύραμα». Από άγιο προζύμι αληθινή αγία ζύμη, την θεωρεί ο Γρηγόριος και επιγραμματικά δίνει την προσωπικότητά της: « Θήλυς το σώμα, τον τρόπον δ’ ανδρός πέρα». Σωματικά γυναίκα, αλλά στον χαρακτήρα είναι ανώτερη από άνδρα. Δυναμικός και δραστήριος άνθρωπος, ήταν η κυρίαρχη μορφή στην οικογενειακή εστία και στους πνευματικούς αγώνες της κατευθυνόταν από τον φόβο του Κυρίου. «Φόβος ήγεν, ως μέγας διδάσκαλος».

   Σε όλους τους επιταφίους λόγους του Γρηγορίου περνά σιωπηλός ο σεβασμός για τη Νόννα, τη μητέρα του. Στον επιτάφιο λόγο προς τον πατέρα του, σε έξι ολόκληρα κεφάλαια, εκθέτει τις αρετές της. Παραθέτω αποσπάσματα, αντί περιλήψεως, για την αμεσότητα και χάρη τους. Ακούς τον Πατέρα της Εκκλησίας μας να ομολογεί: «Ωραιότερο λάφυρο απ’ την καλή γυναίκα δεν παίρνει ο άνδρας, ούτε χειρότερο απ’ την αντίθετή της. Ποιος ήταν πιο ευτυχισμένος απ’ τον πατέρα μου, που πήρε τέτοια σύζυγο; Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ταιριαστή συζυγία, τέτοιος γάμος όχι σωμάτων αλλά αρετής. Για τον Αδάμ η Εύα, που του δόθηκε συνεργάτις, του έγινε εχθρός και αντίπαλος, για τον πατέρα μου εκείνη, που του δόθηκε απ’ τον Θεό συνεργάτις, γίνεται οδηγός του και με τα δικά της λόγια και τα δικά της έργα τον οδηγούσε προς τα άριστα.

  ΄Αξια θαυμασμού ήταν γιατί τον δίδασκε κυρίως στο θέμα της ευσέβειας. Εκείνη είναι αυτή, που ενώ οι άλλες γυναίκες κολακεύονται και καμαρώνουν για την ομορφιά τους είτε φυσική είτε πλαστή, αυτή γνωρίζει μια ομορφιά, την ομορφιά της ψυχής. Γνώριζε μια μόνο ευγενή καταγωγή: την ευσέβεια και τη γνώση: από πού ήλθαμε και πού θα καταντήσουμε. Και ένα μόνο πλούτο ασφαλισμένο και ασύλητο: Το να πτωχεύει για τον Θεό και τους πτωχούς. Και νοικοκυρά και ευσεβής ήταν. Κι έτσι μεγάλωνε το σπίτι της, με την επιμέλεια και τη σύνεσή της, σαν να μην είχε σχέση με τη λατρεία του Θεού και πάλι ήταν τόσο κοντά στον Θεό και στα θεία σαν να βρισκόταν πολύ μακριά απ’ τη φροντίδα του σπιτιού. Δεν εμποδιζόταν το ένα καθόλου απ’ το άλλο».

   Και συνεχίζει ο Θεολόγος Γρηγόριος να ζωγραφίζει το πρότυπο της προσευχόμενης μητέρας του. « Και χρόνο εύρισκε και τόπο για να προσευχηθεί. Η προσευχή ήταν γι’ αυτήν η πρώτη απ’ τις κινήσεις της ημέρας. Ποιος περισσότερο με νηστείες και αγρυπνίες έλιωσε τις σάρκες (αδυνάτισε) ή έστησε τον εαυτό του όρθιο με ολονυχτίες και ολοήμερες ψαλμωδίες; Ποια έγινε καλύτερη συμπαραστάτις των χηρών και των ορφανών και ποια ανακούφισε τη συμφορά των πενθούντων, όσο αυτή; Ποτέ δεν θέλησε να μολύνει την ακοή της με θεατρικά τραγούδια ή τη γλώσσα της, που δέχεται τα θεία, με ανίερα πράγματα».

  Και πώς αντιμετώπιζε τις θλίψεις; « Αν και λυγούσε απ’ τα πάθη των άλλων και συμπονούσε, για τον εαυτό της έκανε υπομονή και δεν παραπονιόταν για πόνους σωματικούς, κι ακόμη δεν κρατούσε πολύ πένθιμη στάση αν και την βρήκαν πολλές θλίψεις. Γιατί είναι γνώρισμα ψυχής, που αγαπά τον Θεό, να υποτάσσει στα θεία κάθε τι το ανθρώπινο. «΄Ηταν θέλημα Θεού», συνήθιζε να λέει».

   Μα ο Γρηγόριος προχωρεί και σε πιο προσωπικές δηλώσεις: « Τι να πω για τα απόρρητα; Πριν γεννηθώ, με είχε αφιερώσει στον Θεό, χωρίς να υπολογίσει τι έμελλε να συμβεί. ΄Ετσι φαίνεται ήθελε ο Θεός και δεν απέκρουσε την προσφορά της. Αλλά η ίδια η μητέρα μου κέντριζε και τον πατέρα μου σε ευσέβεια. Τι σημαίνει αυτό; Ήθελε να τον οδηγήσει στην ορθή πίστη. Ο πατέρας μου καταγόταν από γονείς ειδωλολάτρες και δεν ανήκε στην Εκκλησία, αλλά σε μια αίρεση, τους Υψιστάδες. Το ήξερε πριν τον πανδρευτεί, αλλά είχε θέσει σκοπό της ζωής της να τον κάμει Χριστιανό και μάλιστα ιερέα, υπηρέτη του Χριστού και της ορθόδοξης πίστεώς μας».

   Εδώ ο ευλογημένος υιός τονίζει το αγωνιστικό φρόνημα της μητέρας του. ΄Ηταν βέβαια εξαιρετικές και υπέροχες μητέρες, η Εμμέλεια, του Μ. Βασιλείου και η Ανθούσα του Χρυσοστόμου, αλλά είχαν συζύγους ευσεβείς χριστιανούς, ενώ ο σύζυγος της Νόννας, ο Γρηγόριος, ήταν οπαδός του θρησκευτικού συστήματος των Υψιστάδων, όπως αναφέρθηκε, μείγματος δηλαδή Ιουδαϊκών και Εθνικών στοιχείων, όπου η λατρεία του Υψίστου Θεού συνδυάζεται με τη λατρεία του πυρός. Η πιστή όμως Νόννα εμφορούμενη από ένθεο ζήλο αγωνίζεται:

«Νύχτα και μέρα ζητούσε τη σωτηρία του με πολλές νηστείες και δάκρυα. Ακούραστη καταγινόταν με τον άνδρα της. Τον αντιμετώπιζε με χίλιους τρόπους: ονειδισμούς, συμβουλές, ενδιαφέρον, αποξένωση, με τον φιλικό της τρόπο, τη θέρμη της στην ευλάβεια, με την οποία κυρίως λυγίζει η ψυχή και μαλακώνει και αναγκάζεται θεληματικά να επιδιώξει την αρετή. Επρόκειτο λοιπόν σταγόνα- σταγόνα το νερό να βαθουλώσει την πέτρα. Το κατόρθωσε! Γιατί είχε μάθει από πείρα τη φιλοδωρία του Θεού». Τελικά η γενναία και πιστή Νόννα κέρδισε στην πίστη τον σύζυγό της.

Και πράγματι είχε πληροφόρηση από τον Παντοδύναμο Κύριο. Μας το γράφει ο ΄Αγιος. « Είδε ένα όνειρο: ότι έψαλε τον στίχο απ’ τους ψαλμούς «Ευφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι` εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα.» (Μ’ έκαναν να χαρώ αυτοί, που μου είπαν: θα πάμε στον οίκο του Κυρίου). Αυτή ήταν η ευκαιρία να του δείξει τη χαρά της και το μέγεθος της ευεργεσίας ότι είναι κλήση Θεού η μεταστροφή του. Και τότε συνέβη στη Νίκαια να’ ρθουν πολλοί αρχιερείς, για να αντιταχθούν στον ΄Αρειο. Και τότε παραδίδεται στον Θεό. Βαπτίζεται και μετά τρία χρόνια χειροτονείται, για να γίνει ο πατήρ Γρηγόριος, ανδριάντας πνευματικός, υπόδειγμα λειτουργού του Υψίστου και καλού ποιμένος, Πατέρας και διδάσκαλος της Ορθοδοξίας, Επίσκοπος Ναζιανζού». Τότε οι Αρχιερείς μπορούσαν να είναι έγγαμοι.

  Για να δούμε δε πόσο σημαντικό υπήρξε εκείνο το γεγονός στην τοπική εκκλησία, επιβάλλεται να αναφέρουμε πιο εκτεταμένα ότι τότε έσπευσαν με χαρά να βαπτίσουν τον σύζυγο της Νόννας όλοι οι επίσκοποι της περιοχής, που συμπτωματικά περνούσαν απ’ την Αριανζό πηγαίνοντας στη Νίκαια, για να μετάσχουν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325μ. Χ.). Του έδωσαν μάλιστα το ένδοξο όνομα του περίφημου Γρηγορίου του θαυματουργού. Από τότε ο χριστιανός σύζυγος της Νόννας διέπρεψε στην αρετή και αγιότητα του βίου. Κι έγινε ο Αρχιερέας, που πρωτοστάτησε, για ν’ ανεβεί στον θρόνο της Καισάρειας ο Βασίλειος, γιατί οι αιρετικοί του ΄Αρειου είχαν καταλάβει εκκλησίες και επισκοπικούς θρόνους. Σ’ εκείνο τον πόλεμο κατά των αιρέσεων διέπρεψαν ο Μ. Αθανάσιος, ο Μ. Αντώνιος, ο Βασίλειος, και ο Γρηγόριος.

  Αλλά ο ΄Αγ. Γρηγόριος εκδηλώνει περισσότερο τον θαυμασμό του για τους γονείς του, τους οποίους στην ώριμη ηλικία του χαρακτηρίζει ως «θεοειδείς». Αν και κατάγονταν από ένδοξες και εύπορες οικογένειες και ο πατέρας και η μητέρα ήταν ιδιαίτερα φιλάνθρωποι, κι έβλεπαν φιλεύσπλαχνα τους συνανθρώπους τους. «Στην περίπτωση λοιπόν εκείνη, που έγινε πια κληρικός ο πατέρας Γρηγόριος, η Νόννα τον βοήθησε σε έργα αγάπης και φιλανθρωπίας. Στο χέρι της παραχώρησε τη μεγαλύτερη ελευθερία να δίνει, γιατί ήταν άριστη και πολύ πιστή οικονόμος σ’ αυτά. Ούτε τον Ατλαντικό ωκεανό να είχε να αντλεί και να δίνει, δεν θα της έφθανε. Όχι μόνο ολόκληρη την περιουσία της και όση είχαν και όση απέκτησαν θεωρούσε μικρότερη απ’ την επιθυμία της, αλλά και τον εαυτό της και τα παιδιά της θα πουλούσε πρόθυμα, ώστε να ξοδευτούν τα χρήματα για τους φτωχούς.»

   Αυτά τα παιδιά, τη χαρά της ζωής της, τα διαπαιδαγώγησε η Νόννα με την Αγία Γραφή, το αιώνιο Βιβλίο του Θεού. Γιατί η παιδική ηλικία, η απαλή και εύπλαστη, έχει ανάγκη απ’ αυτά τα θεία λόγια. « Με τις θείες γραφές άγνισε τα χέρια μου η μητέρα μου», γράφει ο Γρηγόριος «και με τους θείους λόγους εξάγνισε τον νου μου». Γι’ αυτό την θεωρούσε «ιερό πρόσωπο». Και σε ποίημά του έγραψε:

«Θρεμμένος μ’ όλα τα καλά απ’ τα σπάργανα

είχα απ’ το σπίτι παραδείγματα άριστα».

Σε τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον στοργής, ειρήνης, χαράς και ασφάλειας, μέσα στη χάρη του Αγ. Πνεύματος, ανατράφηκαν τα τρία αδέλφια ο Γρηγόριος – το πρώτο παιδί έπαιρνε το όνομα του πατέρα - η Γοργονία και ο Καισάριος.

  ΄Ανθρωπος της αγάπης η Νόννα και την αγάπη της ύμνησε ο αγαπημένος της Γρηγόριος. Κάποτε- σε μια έκρηξη νοσταλγίας -αναφώνησε με θαυμασμό και συγκίνηση: «Μήτηρ γλυκερά και φίλτρον αμεμφές» -Μάνα γλυκιά κι αγάπη άδολη. Ποτέ δεν λησμονούσε τις ευεργεσίες της μάνας. «Ουδέν μητρός ευσπλαχνότερον` και τούτο λέγω, ίνα τιμάσθαι νουθετήσω τας μητέρας». Κανένα άλλο πρόσωπο δεν διαθέτει περισσότερη αγάπη από την μητέρα. Και αυτό το λέω, για να σας προτρέψω να τιμάτε τις μητέρες. Τον ενέπνεε στη ζωή του. Τον έφερε ως όργανο του Θεού στον κόσμο, τον θήλασε, τον ανέθρεψε. «Μητέρα μου, και το μητρικό γάλα σου έτρεχε μέσα μου…και με έθρεψε το γάλα σου», επανελάμβανε. Και εκτιμούσε το ότι έμαθε στην οικογένειά της να θεωρούν την αρετή ως μεγαλύτερο κόσμημα «απάντων μείζον καλλώπισμα την ευσέβειαν» και ως ισόβιο σύνθημα: «πάντες άνω. Ζωής εις πόθος ουρανίης». Τους μιλούσε για τον απύθμενο ωκεανό της θείας ωραιότητας. Σκεφτόταν και ποθούσε τη βασιλεία των Ουρανών. Το ίδιο προσευχόταν για τους δικούς της υποδαυλίζοντας τον πόθο για την αιωνιότητα. ΄Ηθελε να παραστήσει τα παιδιά της στον Θεό ναούς πνευματικούς «Χριστοφόρους ναούς» κι όλοι τους στην οικογένεια να γίνουν ουρανοπολίτες. ΄Ηταν πρότυπο η Νόννα Αγίας Μητέρας και ανέδειξε την οικογένειά της εργαστήριο αγιότητας.

  Μα ήταν τόσο απλή και χαριτωμένη. Μια εκδήλωση στοργής, ένα αγκάλιασμα, όπως το έζησε, μάς περιγράφει και πάλι ο Γρηγόριος, όταν επέστρεφαν στο πατρικό τους σπίτι με τον Καισάριο ύστερα απ’ τις σπουδές τους.

« Στ’ ανθισμένα περιβόλια

μας συνάντησες, μητέρα μου, να ερχόμαστε

από τα ξένα

απλώνοντας τα χέρια στ’ αγαπημένα

παιδιά σου».

  Τα αγόρια της σπούδαζαν σε ξένους τόπους με ξένους τρόπους, μακριά απ’ το οικογενειακό απάνεμο λιμάνι, αλλ’ η ψυχή τους είχε ρίξει άγκυρα σε γερά θεμέλια διαπαιδαγώγησης και η ελπίδα της μάνας στηριζόταν στη « Μητέρα του Θεού ημών», ως μεσίτρια των ικεσιών της προς τον Πανάγαθο Θεό. Κοντά στη Νόννα η μοναχοκόρη της, η Γοργονία. Την μεγάλωνε να γίνει ικανή για τη ζωή. Κι έγινε καλή κόρη, στοργική μητέρα πολύτεκνη – έξι παιδιά απέκτησε- και γιαγιά. Απλή, στολισμένη με σωφροσύνη, γυναίκα του σπιτιού, σύντροφος του συζύγου, με το ερύθημα (κοκκίνισμα ) της ντροπής και τη λευκότητα της αγνότητας, φιλόξενη, γεμάτη ευσέβεια και θερμή πίστη. Αναδείχτηκε περισσότερο σκληραγωγημένη από τους άνδρες στην προσευχή με «κλίση γονάτων κατεσκληκότων ή ώσπερ τω εδάφει συμπεφυκότων» με το γονάτισμα, γράφει ο αδελφός της, των σκελετωμένων ποδιών της, ώστε να φαίνονται κολλημένα στο έδαφος. Πιστό αντίγραφο της Νόννας ! Μήπως της Νόννας τα γόνατα δεν είχαν σκληρυνθεί απ’ τις γονυκλισίες; Κάλλους είχαν κάμει.

   Ο πατέρας Γρηγόριος όμως, ο επίσκοπος Ναζιανζού, αντιμετωπίζει λεπτά θεολογικά θέματα, που τάρασσαν τότε την Εκκλησία εξ αιτίας των αιρέσεων. Και ο γέροντας έχει ανάγκη βοηθού για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών. Προσκαλεί τον υιό του Γρηγόριο να επιστρέψει σύντομα στο σπίτι τους και να τον συντρέξει. Εκείνος συνασκητής τότε με τον φίλο του Βασίλειο στον Πόντο, στην έρημο κοντά στον ΄Ιριν ποταμό, για βαθύτερη μελέτη των Αγίων Γραφών, εγκαταλείπει την πνευματική άσκηση και γυρίζει στη Ναζιανζό. Αλλά ο πατέρας Γρηγόριος ήθελε τον υιό του όχι απλό βοηθό, αλλά ιερέα. Αυτό επιθυμούσε και η μητέρα του Νόννα. Με τις προσευχές της τον απέκτησε και στον Θεό θα τον αφιέρωνε. Η μητέρα μου «ηύξατο και μ’ ανέθηκε τω Θεώ βρέφος», ομολογεί κάπου ο Γρηγόριος. «΄Εχω προορισθεί για τον Θεό ήδη από την κοιλιά της μητέρας μου και έχω δοθεί ως δώρον στον Θεό και από υπόσχεση της μητέρας μου…». Κι έτσι υποχώρησε στις παρακλήσεις του πατέρα του και χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος κατά τα τέλη του 361 ή 362μ.Χ.

  Είδε η Νόννα τον υιό της, Γρηγόριο, λειτουργό του Υψίστου, ιερουργό του λόγου του Θεού και των θείων Μυστηρίων. ΄Ενας πόθος της βαθύς και άγιος εκπληρώθηκε και με δάκρυα δοξολογούσε τον Κύριό της. Και ποιας τιμής αξιώθηκε να δει τον αγαπημένο της Ισαάκ, τον Γρηγόριο, να χειροτονείται και Αρχιερέας της Εκκλησίας του Χριστού – σε ηλικία 43 ετών- από τον Επίσκοπο πατέρα του. Ζούσε την αληθινή ευδαιμονία και με ανεκλάλητη χαρά δοξολογούσε τον Κύριο απ’ τα βάθη της καρδιάς της. Και πού να ήταν στη ζωή και να τον έβλεπε Αρχιεπίσκοπο στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης!

   Μα οι χαρές της ζωής εναλλάσσονται με τις πίκρες. Βαριές ασθένειες έπληξαν το σπίτι της. Τις αντιμετώπιζε με πίστη. Παρέμενε πάντα άκαμπτη και γενναία υπομένοντας τις δοκιμασίες. Μαχόμενη την έβλεπε ο υιός της Γρηγόριος και την χαρακτήρισε «καρτερικωτάτην ούσαν γυναικών και ανδρικωτάτην». ΄Ηταν πάρα πολύ καρτερική και ανδρεία απ’ όλες τις γυναίκες. Η στερεά πίστη της στον Θεό την κρατούσε όρθια. Και έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία η είδηση στη Ναζιανζόν! Ο Καισάριος, ο έξοχος στην ομορφιά και τη σοφία του, τη φιλία του κάποτε με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, ως ιατρός του Παλατιού, «έσβησε»! ΄Ηταν τόσο νέος, 37 ετών! Είχε σωθεί από σεισμό, αλλά τον εξουθένωσε αρρώστια λίγων ημερών. «΄Ετσι ήθελε ο Κύριος. Και πρέπει να υποταχθώ στο θέλημά Του», είπε η Νόννα κι έστρεψε τα βουρκωμένα μάτια της στον ουρανό.

  ΄Ηταν αγωνιστής ο Καισάριος. Είχε πάρει βαθιά χριστιανική μόρφωση απ’ τη Νόννα και τον σύζυγό της. Επίμονες προσπάθειες κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο παραβάτης—πριν έξι χρόνια — να επαναφέρει στη θρησκεία των Ολυμπίων τον ιατρό του Καισάριο. Δεν υπέκυψε ο υιός του Γρηγορίου και της Νόννας στις πιέσεις του Χριστομάχου βασιλιά, για να απαρνηθεί τον Χριστιανισμό. Παραιτήθηκε απ’ τη θέση του, θυσίασε τα πάντα, προκειμένου να υπερασπιστεί τη χριστιανική πίστη του.

  Σε λίγους μήνες πεθαίνει κι η Γοργονία, κοντά κι ο άνδρας της Αλύπιος, για να ακολουθήσει μετά τρία χρόνια (374 μ.Χ.) κι ο θάνατος του Γρηγορίου, πατέρα και συζύγου, σε ηλικία 100 ετών, Αρχιερέα επί 45 χρόνια. Πώς να παρηγορήσει, το μόνο παιδί που της απέμεινε, ο Γρηγόριος, την πονεμένη μητέρα; «Δεν είναι, μητέρα μου, ίδια η φύση του Θεού και των ανθρώπων. Εκεί η αθανασία. Εδώ η φθορά. Τι φοβερό θα πάθουμε αν από δω δεν μεταβαίνουμε στην αληθινή ζωή;΄Ετσι μένει ο Γρηγόριος των γηρατειών της η βακτηρία. «Στήριζα τα γηρατειά της με κάθε τρόπο, ώστε να δοθεί και σε μένα αίσιο γήρας. Γιατί εκείνα ακριβώς που σπέρνουμε, θερίζουμε», γράφει.

  Κι ήταν τα γηρατειά της «Χριστού ευωδία»( Β΄Κορ, β΄15) για τον Γρηγόριο και τα εγγόνια της, παιδιά κι εγγόνια της Γοργονίας. Φρόντιζε για την ηθική τους προκοπή και την πνευματική τους ασφάλεια. Τα δίδασκε, τα βοηθούσε και τα συμβούλευε. Και ως «Σάρρα πνευματική» μέχρι τη δύση της ζωής της είναι φιλόξενη, ελεήμων και φιλάνθρωπη. Κι η πιο προσφιλής της ασχολία; Η προσευχή στον Ναό.

«Τα μέλη της αγίας Νόννας βασανισμένα

απ’ τους κόπους.

Πού ήταν λοιπόν; Στον ναό».

   Εκεί, στον ναό «εκοιμήθη εν Κυρίω». Η αγαπημένη του μητέρα αξιώθηκε την απίστευτη χάρη: να πετάξει στον ουρανό η ψυχή της την ώρα, που προσευχόταν στον οίκο του Θεού. Τριανταπέντε επιγράμματα της αφιερώνει ο Γρηγόριος γεμάτα λυρισμό. Είναι μαργαριτάρια λατρείας στη μητέρα του Νόννα. Σε όλα επαναλαμβάνει την έκφραση: «καθώς προσευχόταν», «ενώ προσευχόταν». Δεν μπορούσε να συμβεί μεγαλύτερη ευτυχία για ένα Χριστιανό. Τη στιγμή της επικοινωνίας του με το Θεό! Παραθέτω ένα σε μετάφραση:

« Εδώ καθώς κάποτε προσευχόταν, είπε ο Θεός

στη Νόννα από ψηλά

«έλα». Κι αυτή ελευθερώθηκε απ’ το σώμα

χαρούμενη.

Δείξου σπλαχνικός, Βασιλιά Χριστέ».

   Αλλά και σε ποιον ναό συνέβη το τέλος της;

« Νόννα αγία, τα παιδιά σου όλα και τη ζωή σου όλη

την ύψωσες στον Θεό,

τελευταία πρόσφερες την ψυχή σου θυσία αγνή.

Στον χώρο αυτό ενώ προσευχόσουν, άφησες τη ζωή`

η δε αγία Τράπεζα, μητέρα μου,

έδωκε δόξα στον θάνατό σου.

Αυτής της αγίας Τραπέζης υπηρέτης λαμπρός

ήταν ο πατέρας μου,

και η μητέρα μου κοντά του τελείωσε τη ζωή της,

ενώ προσευχόταν.»

  Και όμως ο Γρηγόριος εξακολουθεί να βλέπει τη Μητέρα του να εύχεται και να

προσεύχεται απ’ τον ουρανό για τους δικούς της. «Και νυν ουρανόθεν μέγ’

επεύχεται ημετέροισιν».

  Αγίασε η Νόννα με τη βιοτή της τον εαυτό της και όλα τα μέλη της οικογένειάς της. Σε «κατ’ οίκον εκκλησία» είχε μετατρέψει το σπιτικό της. όπου βασίλευε η Αγάπη ως θεία δύναμη και καρπός του Αγίου Πνεύματος κι η ακτινοβολία της προσωπικότητάς της απλωνόταν σε όλο τον κοινωνικό της περίγυρο. Η Εκκλησία μας ανέδειξε Αγίους γονείς και παιδιά. Η ιερή μνήμη της Νόννας τιμάται στις 5 Αυγούστου, του πατέρα Γρηγορίου, Επισκόπου Ναζιανζού, την 1 η Ιανουαρίου, στις 25 του ίδιου μήνα του Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 23 Φεβρουαρίου του Καισάριου και της αδελφής τους, Γοργονίας, στις 9 Μαρτίου.

  Μία αγιασμένη οικογένεια, που πέτυχε την αγιότητα με αγώνες και άσκηση πνευματική και μυστηριακή ζωή. Δύσκολος ο αγιασμός. Αλλά η μητέρα Νόννα, πιστή Χριστιανή, μονολογούσε «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» και είχε θρονιασμένο στην καρδιά της τον λόγο του Κυρίου μας «Τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστιν»(Λουκ. ιη΄27). Στην παραφροσύνη της εποχής μας η Εκκλησία μας υψώνει ως πρότυπο χριστιανής μητέρας τη Νόννα, την ηρωίδα μητέρα του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, υιού και αδελφού Αγίων! Την πρώτη όμως Κυριακή του

Φεβρουαρίου κάθε έτους από το 1999 κ.ε. τιμά εν συνόλω τις μητέρες των Τριών Ιεραρχών, την Εμμέλεια, τη Νόννα και την Ανθούσα, ως πρότυπα εναρέτων και ευσεβών μητέρων, ηρωίδων της καθημερινότητας, και τις προβάλλει ως εκλεκτά υποδείγματα για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας. ΄Αγιες Μητέρες των πρώτων χριστιανικών χρόνων ! Αλλά και οι μητέρες των Τριών Ιεραρχών και σύσσωμος ο χριστιανικός κόσμος είχαν και έχουμε Πρότυπο αιώνιο «την αειμακάριστον και παναμώμητον και Μητέρα του Θεού ημών», την Υπεραγία Θεοτόκο, της Οποίας την καθοδήγησή και ευσπλαχνία αδιαλείπτως επικαλούμαστε !

  Κάποτε στα Σχολεία μας γιορτάζαμε περίλαμπρα την «εορτή της μητέρας» στις 2 Φεβρουαρίου, συμβολική ημερομηνία, Δεσποτική και Θεομητορική εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου μας,. Οι τιμώμενες μητέρες κατανοούσαν την ευθύνη τους, μιμούμενες τη Θεομήτορα στην ανατροφή των παιδιών τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Και διδάσκονταν την υψηλή αποστολή τους! Μακάρι και οι σύγχρονες μάνες να ακολουθούν τα ίχνη τους.